Διαθήκες Μεταξύ Θεού και Ανθρώπου
ΑΝ ΗΤΑΝ δυνατόν, θα είσαστε πρόθυμος να κάμετε μια συμφωνία μ’ ένα μικροσκοπικό μερμήγκι; Θα μπαίνατε σε διαθήκη μ’ έναν ψύλλο; Αν αυτά τα πλάσματα είχαν αρκετή νοημοσύνη ώστε να λογικεύωνται και να επικοινωνούν μαζί σας, θα εδίνατε σ’ αυτά υπόσχεσι κάποιων πραγμάτων για τη βελτίωσί των και θα τηρούσατε έπειτα την υπόσχεσί σας; Ή θα τα περιφρονούσατε με το ν’ αρνηθήτε να κάμετε μια διαθήκη μαζί τους επειδή είναι τόσο μικρά, αδύναμα και ασήμαντα;
Η ασημότης του ανθρώπου εν συγκρίσει με τον Θεό είναι πολύ πιο χτυπητή από την ασημότητα ενός μερμηγκιού ή ενός ψύλλου εν συγκρίσει προς τον άνθρωπο. Για τον Θεό ολόκληρα έθνη είναι κάτι μικρότερο από μερμήγκια, μάλιστα μικρότερο από λεπτά μόρια σκόνης. «Ιδού, τα έθνη είναι ως ρανίς από κάδου, και λογίζονται ως η λεπτή σκόνη της πλάστιγγος.» (Ησ. 40:15) Παρά το γεγονός ότι τα έθνη είναι μικρότερα από λεπτά μόρια σκόνης στα μάτια του Θεού, αυτός υπήρξε πρόθυμος να κάμη διαθήκες με τους ανθρώπους που εξασκούν πίστι σ’ αυτόν.
Μια διαθήκη μπορεί να είναι είτε μια αμοιβαία συμφωνία μεταξύ δύο μερών είτε μια υπόσχεσις από ένα μέρος να πράξη κάτι για ένα άλλο. Η Εβραϊκή λέξις που αποδίδει το «διαθήκη» πηγάζει από μια ρίζα που σημαίνει «έκοψε». Αυτό αναμφιβόλως προέρχεται από το αρχαίο έθιμο του να κόβουν ή διαιρούν ένα θύμα για να επικυρώσουν μια διαθήκη. Η συνήθεια αναφέρεται στον Ιερεμία 34:18 με τα εξής λόγια: «Δεν εξετέλεσαν τους λόγους της διαθήκης την οποίαν έκαμον ενώπιόν μου, ότε έσχισαν τον μόσχον εις δύο, και επέρασαν μεταξύ των τμημάτων αυτού.» Τούτο εξηγεί τι εννοείται με την έκφρασι ‘κόπτω διαθήκην’.—Γέν. 15:18, ΜΝΚ, υποσημείωσις α.
ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΩΕ
Ο μέγας Άρχων του σύμπαντος έδωσε μια υπόσχεσι στον Νώε πριν από τον κατακλυσμό, η οποία μπορεί να θεωρηθή ως η πρώτη άμεση μνεία μιας διαθήκης μεταξύ ανθρώπου και Θεού. «Και θέλω στήσει την διαθήκην μου προς σε· και θέλεις εισέλθει εις την κιβωτόν, συ, και οι υιοί σου, και η γυνή σου, και αι γυναίκες των υιών σου μετά σου.» (Γέν. 6:18) Αυτή ήταν μια διαθήκη που ανεφέρετο στην επιβίωσι του Νώε και της οικογενείας του. Ο Νώε έδειξε την πίστι του στην υπόσχεσι του Θεού και την αξιότητά του να εκπληρωθή η διαθήκη σ’ αυτόν με το να κατασκευάση την κιβωτό και να μπη μέσα σ’ αυτήν μαζί με την οικογένειά του. Αν είχε παραλείψει να ενεργήση όπως διέταξε ο Θεός, η απείθειά του θα είχε κάμει τη διαθήκη άκυρη και αυτός δεν θα είχε διαφυλαχθή. Οι άνθρωποι που παραβαίνουν συμφωνίες με τον Θεό είναι «άξιοι θανάτου».—Ρωμ. 1:31, 32.
Μετά τον κατακλυσμό ο Ιεχωβά έκαμε μια άλλη διαθήκη με τον Νώε, χρησιμοποιώντας τον ως αντιπρόσωπο του ανθρωπίνου γένους. Η διαθήκη περιείχε μια υπόσχεσι ότι ο Ιεχωβά Θεός ποτέ δεν θα κατέστρεφε πάλι κάθε σάρκα με κατακλυσμό. Επειδή το ουράνιο τόξο εδόθη ως ορατό σύμβολο και ως υπόμνησις της διαθήκης αυτής, έφθασε αυτή να γίνη γνωστή ως διαθήκη του ουρανίου τόξου. «Και στήνω την διαθήκην μου προς εσάς· και δεν θέλει πλέον εξολοθρευθή πάσα σαρξ από των υδάτων του κατακλυσμού· ουδέ θέλει είσθαι πλέον κατακλυσμός δια να φθείρη την γην. Θέτω το τόξον μου εν τη νεφέλη, και θέλει είσθαι εις σημείον διαθήκης μεταξύ εμού και της γης.»—Γέν. 9:11, 13.
Μολονότι η εκπλήρωσις αυτής της με διαθήκη υποσχέσεως δεν εξαρτάται από ανθρώπινες πράξεις, τούτο δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να παραβή τον θείο νόμο που εκτίθεται στη Γένεσι 9:4-6 για την ιερότητα του αίματος ή της ζωής χωρίς τιμωρία. Ο Θεός, χωρίς να αθετήση την υπόσχεσί του για έναν άλλο παγγήινο κατακλυσμό, μπορεί να καταστρέψη, με άλλα μέσα, ανθρώπους που παραβαίνουν εκουσίως τους νόμους του.
Η ΑΒΡΑΑΜΙΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Όπως ετονίσθη, οι άνθρωποι με τους οποίους ο Θεός συνήψε διαθήκες υπήρξαν άνδρες πίστεως, άνδρες που υπήκουσαν σ’ αυτόν. Ο Αβραάμ ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος. Εγεννήθη 352 χρόνια μετά τον Κατακλυσμό, και σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών είχε την τιμή να φερθή σε σχέσι διαθήκης με τον Άρχοντα του σύμπαντος. Ο Ιεχωβά έκαμε διαθήκη μαζί του, λέγοντας: «Θέλω σε κάμει εις έθνος μέγα· και θέλω σε ευλογήσει, και θέλω μεγαλύνει το όνομά σου· και θέλεις είσθαι εις ευλογίαν· και θέλω ευλογήσει τους ευλογούντάς σε, και τους καταρωμένους σε θέλω καταρασθή· και θέλουσιν ευλογηθή εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης.»—Γέν. 12:2, 3.
Η διαθήκη του Ιεχωβά με τον Αβραάμ έγινε ενεργός όταν ο Αβραάμ υπήκουσε στη θεία εντολή να εγκαταλείψη τη χώρα του και να πάη στη γη Χαναάν. Σε διαφόρους καιρούς κατόπιν ο Θεός επεβεβαίωσε αυτή τη διαθήκη. Μια τέτοια περίπτωσις ήταν όταν ο Αβραάμ είχε περάσει μια αυστηρή δοκιμασία πίστεως που περιελάμβανε τον αγαπητό του γυιο Ισαάκ.—Γέν. 22:15-18.
Η Αβρααμιαία διαθήκη έχει την εκπλήρωσί της στον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι το Σπέρμα του Αβραάμ που φέρνει ευλογίες σε όλα τα έθνη της γης που εξασκούν πίστι σ’ αυτόν και στον Μεγαλύτερον Αβραάμ, τον Ιεχωβά Θεό. «Δια να έλθη εις τα έθνη η ευλογία του Αβραάμ δια Ιησού Χριστού.»—Γαλ. 3:14.
Λόγω της πίστεώς του ο Αβραάμ ελογίσθη δίκαιος ενώπιον του Θεού. Ως σημείο ή σφραγίδα τούτου ο Ιεχωβά έκαμε μαζί του τη διαθήκη της περιτομής. Αυτή ήταν μια διαθήκη που απαιτούσε από τον Αβραάμ και όλους τους άρρενας απογόνους του, καθώς και από τους δούλους του, να περιτέμνωνται. Σχετικά με τούτο ο απόστολος Παύλος είπε έπειτα από πολλούς αιώνες: «Και έλαβε το σημείον της περιτομής, σφραγίδα της δικαιοσύνης της εκ πίστεως της εν τη ακροβυστία· δια να ήναι αυτός πατήρ πάντων των πιστευόντων ενώ υπάρχουσιν εν τη ακροβυστία, δια να λογισθή και εις αυτούς η δικαιοσύνη.»—Ρωμ. 4:11.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Ο Ιεχωβά έκαμε μια διαθήκη με τους απογόνους του Αβραάμ μετά 430 χρόνια από την Αβρααμιαία διαθήκη. Έγινε μαζί τους στο Όρος Χωρήβ της Αραβίας ενώ ήσαν συναγμένοι ως ένα μεγάλο πλήθος στους πρόποδας του όρους. Αυτή η αξιομνημόνευτη διαθήκη έφθασε να είναι γνωστή ως η διαθήκη του νόμου. Είναι ένα έξοχο παράδειγμα του πώς ο μέγας Άρχων του σύμπαντος δείχνει παρ’ αξίαν αγαθότητα στους ανθρώπους.
Η διαθήκη του νόμου δεν αντικατέστησε την Αβρααμιαία διαθήκη, αλλά ήταν μια προσθήκη σ’ αυτήν. Κατηύθυνε τους ανθρώπους προς το Σπέρμα του Αβραάμ, τον Ιησού Χριστό. «Διαθήκην προκεκυρωμένην εις τον Χριστόν υπό του Θεού, ο μετά έτη τετρακόσια τριάκοντα γενόμενος νόμος δεν ακυρόνει, ώστε να καταργήση την επαγγελίαν.»—Γαλ. 3:17.
Για τους σαρκικούς απογόνους του Αβραάμ η διαθήκη του νόμου υπήρχε πρόθεσις να χρησιμεύση ως προστασία, από την κακή επιρροή των ειδωλολατρικών εθνών καθώς και να τους δώση συναίσθησι της αμαρτωλής των καταστάσεως και της ανάγκης των για μια τελεία, εξιλεωτική υπέρ αμαρτιών θυσία. «Δια τι λοιπόν εδόθη ο νόμος; Εξ αιτίας των παραβάσεων προσετέ0η εωσού έλθη το σπέρμα προς το οποίον έγεινεν η επαγγελία.»—Γαλ. 3:19.
Η διαθήκη του νόμου ήταν δίπλευρος ή διμερής. Ο Ιεχωβά υπεσχέθη να κάμη το έθνος Ισραήλ ειδική ιδιοκτησία του και να τους δώση ωρισμένες ευλογίες αρκεί να παρέμεναν ευπειθείς. «Τώρα λοιπόν, εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον. . . . Και απεκρίθη ομοφώνως πας ο λαός, λέγων, Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά, θέλομεν πράξει.» (Έξοδ. 19:5, 6, 8, ΜΝΚ) Η συμφωνία εκυρώθη με το αίμα θυμάτων. «Και λαβών ο Μωυσής το αίμα, ερράντισεν επί τον λαόν, και είπεν, Ιδού το αίμα της διαθήκης, την οποίαν ο Ιεχωβά έκαμε προς εσάς κατά πάντας τούτους τους λόγους.»—Έξοδ. 24:8, ΜΝΚ.
ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΥΙ
Όταν ο λαός Ισραήλ έκαμε ένα χρυσό μόσχο ως αντικείμενο λατρείας ενώ ήταν στρατοπεδευμένος στο Όρος Χωρήβ, οι γυιοι του Λευί ήσαν οι πρώτοι που αντιστάθηκαν μαζί με τον Μωυσή σ’ αυτή την κακή διαγωγή. Από ζήλο για την καθαρή λατρεία υπήκουσαν πρόθυμα στον Μωυσή καταστρέφοντας 3.000 ειδωλολάτρες. Η ευλογία που τους απένειμε ο Ιεχωβά έπειτα απ’ αυτό, ήταν μια διαθήκη για την ιερατεία. Εχωρίσθησαν από το υπόλοιπο του λαού για ειδική υπηρεσία προς τον Ιεχωβά. «Και ελάλησεν ο Ιεχωβά προς τον Μωυσήν, λέγων, ιδού, εγώ έλαβον τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ, αντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν εκ των υιών Ισραήλ· και θέλουσιν είσθαι οι Λευίται εμού.»—Αριθμ. 3:11, 12· Έξοδ. 32:26-29.
Όμοιος ζήλος για την καθαρή λατρεία του Ιεχωβά ήταν εκείνος που υπεκίνησε τον Λευίτη Φινεές, έγγονο του Ααρών, να εκτελέση έναν Ισραηλίτη και τη Μαδιανίτισσα λάτριδα του Βάαλ που είχε λάβει ως γυναίκα του, αντίθετα προς τον νόμον του Θεού. Εξαιτίας αυτού του ζήλου, ο Ιεχωβά έκαμε με τον Φινεές διαθήκη ειρήνης και του υπεσχέθη ότι η ιερατεία θα παρέμενε στην οικογένειά του. Φαίνεται ότι έγινε αρχηγός της οικογενείας των Κορεϊτών, οι οποίοι εφύλατταν τις εισόδους της ιερής σκηνής και του στρατοπέδου. Αφού αυτή ήταν διαθήκη για την ιερατεία, θα μπορούσε να θεωρηθή ως μέρος της διαθήκης με τον Λευί. «Ιδού, εγώ δίδω εις αυτόν την διαθήκην μου της ειρήνης· και θέλει είσθαι εις αυτόν και εις το σπέρμα αυτού μετ’ αυτόν, διαθήκη ιερατείας αιωνίου.»—Αριθμ. 25:12, 13.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Ο Βασιλεύς Δαβίδ, λόγω της πίστεώς του και της υπακοής του, ξεχωρίσθηκε από τον Ιεχωβά για να γίνη μέτοχος σε μια εξέχουσα διαθήκη. Ήταν μια διαθήκη βασιλείας που υπεστήριζε τη διαθήκη με τον Αβραάμ, διότι καθιστούσε βεβαία την εκπλήρωσι της ευλογίας όλων των εθνών και φυλών της γης. «Θέλω αναστήσει μετά σε το σπέρμα σου, το οποίον θέλει εξέλθει εκ των σπλάγχνων σου, και θέλω στερεώσει την βασιλείαν αυτού. Αυτός θέλει οικοδομήσει οίκον εις το όνομά μου και θέλω στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας αυτού έως αιώνος.»—2 Σαμ. 7:12, 13.
Το σπέρμα που ο Θεός ήγειρε από τον Δαβίδ, και του οποίου τη βασιλεία εστερέωσε, είναι ο Ιησούς Χριστός. «Ούτος θέλει είσθαι μέγας, και Υιός Υψίστου θέλει ονομασθή· και θέλει δώσει εις αυτόν Ιεχωβά ο Θεός τον θρόνον Δαβίδ του πατρός αυτού· και θέλει βασιλεύσει επί τον οίκον του Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού δεν θέλει είσθαι τέλος.»—Λουκ. 1:32, 33, ΜΝΚ.
Η διαθήκη της βασιλείας έχει ζωτική σπουδαιότητα για το ανθρώπινο γένος, διότι εξασφαλίζει την εγκαθίδρυσι διαρκούς ειρήνης επάνω στη γη και δικαίας διακυβερνήσεως για όλους τους λαούς. Ο Θεός δεν θα παραλείψη να την τηρήση.—Ψαλμ. 89:33-37.
Η ΝΕΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Από πολύ πρωτύτερα, ο Ιεχωβά προείπε την ίδρυσι μιας νέας διαθήκης για την αντικατάστασι της διαθήκης του νόμου αφού θα είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό της. Επειδή ο σκοπός του Νόμου ήταν να οδηγήση τους απογόνους του Αβραάμ στο υποσχεμένο Σπέρμα, τον Ιησού Χριστό, έπρεπε να τελειώση όταν ο Χριστός εξεπλήρωσε τον σκοπό του καταθέτοντας τη ζωή του ως αντίλυτρο. «Το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός.»—Ρωμ. 10:4.
Μέσω του προφήτου Ιερεμία ο Ιεχωβά προείπε τη νέα διαθήκη. «Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Ιεχωβά, και θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ, και προς τον οίκον Ιούδα, διαθήκην νέαν.» (Ιερεμ. 31:31, ΜΝΚ) Ο Ιησούς ανήγγειλε τη διαθήκη αυτή στους ακολούθους του τη νύχτα πριν από τον θάνατό του, λέγοντας: «Τούτο το ποτήριον είναι η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου.» (1 Κορ. 11:25) Το αίμα της τελείας θυσίας του την εκύρωσε, θέτοντάς την σε ισχύν. Πενήντα ημέρες μετά την ανάστασί του αυτή έγινε πλήρως ενεργός όταν ο πρώτος από 144.000 πνευματικούς Ισραηλίτας φέρθηκε σ’ αυτήν.
Η νέα διαθήκη δεν έγινε με τον σαρκικόν Ισραήλ αλλά με τον πνευματικόν Ισραήλ, που αποτελείται από Ιουδαίους και μη Ιουδαίους. «Εάν δε ήσθε του Χριστού, άρα είσθε σπέρμα του Αβραάμ, και κατά την επαγγελίαν κληρονόμοι.» (Γαλ. 3:29) Σ’ αυτούς τους πνευματικούς Ισραηλίτας εδόθη η θαυμαστή επαγγελία να γίνουν ιερείς και βασιλείς με τον Χριστό στην ουράνια βασιλεία του. Το ότι λαμβάνονται από τα έθνη ως λαός για το όνομα του Θεού εξεπλήρωσε τον σκοπό της διαθήκης. Η τελεία αξία της θυσίας του Χριστού που κάνει εξιλασμό για την αμαρτία, καθιστά δυνατή γι’ αυτούς την εκπλήρωσι της υποσχέσεως: «Θέλω συγχωρήσει την ανομίαν αυτών, και την αμαρτίαν αυτών δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον.» (Ιερεμ. 31:34) Με βάσι αυτή τη θυσία οι ανομίες των και η κληρονομημένη αμαρτία των συγχωρούνται και δικαιοσύνη υπολογίζεται σ’ αυτούς ώστε να μπορέσουν να αποκυηθούν ως πνευματικοί υιοί του Θεού.—Ψαλμ. 50:5.
Η νέα διαθήκη δεν ακυρώνει την Αβρααμιαία διαθήκη ή τη διαθήκη της βασιλείας, αλλά είναι πολύτιμη προσθήκη σ’ αυτές που καθιστά δυνατή την εκπλήρωσί των. Μολονότι οι 144.000 πνευματικοί Ισραηλίται είναι οι μόνοι που λαμβάνονται σ’ αυτήν, δεν είναι, όμως, οι μόνοι που ωφελούνται απ’ αυτήν. Στον δέοντα καιρό αυτή θα κάμη να έλθουν ευλογίες σ’ ένα μεγάλο πλήθος πιστών ανθρώπων.
Μέσω αυτών των διαφόρων διαθηκών Θεός εξεδήλωσε την μεγάλη του ανιδιοτέλεια και αγάπη, αποδεικνύοντας ότι η μεγαλωσύνη του και η θειότης του δεν σημαίνουν ότι δεν ενδιαφέρεται για ταπεινούς ανθρώπους. Αντί να τους αγνοή, τους δείχνει παρ’ αξίαν αγαθότητα. Οι διαθήκες που έκαμε με πιστούς ανθρώπους μάς δίνουν ελπίδα για ένα ένδοξο μέλλον σε μια εξωραϊσμένη γη. Ο λόγος του δεν θα επιστρέψη σ’ αυτόν «κενός».—Ησ. 55:11.