Ιεχωβά, ο Επιβάλλων Προφητείαν
1. Ως ποιο σημείο οι άνθρωποι μπόρεσαν να προείπουν γεγονότα, και με ποιά αποτελέσματα για τους ακολούθους των;
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ εξηγούν γεγονότα προσπαθώντας έτσι να παρουσιάσουν μια προφητεία. Μερικοί έκαμαν προγνώσεις, αλλ’ υπήρξαν πολύ αόριστοι και με ασαφείς προσδιορισμούς χωρίς να μπορέσουν να δώσουν λεπτομέρειες. Κανένας δεν απεδείχθη εξ ολοκλήρου ακριβής και αξιόπιστος. Σε πολλές περιπτώσεις, εκείνοι, που τους επίστευσαν και ακολούθησαν τις προφητείες των, εδοκίμασαν καταστρεπτικά αποτελέσματα.
2. (α) Ποιος μόνον μπορεί να κάμη αληθινές προφητείες, και γιατί; (β) Για ποιόν λόγο κάνει ο Ιεχωβά προφητείες, και πώς επιβάλλει την εκπλήρωσί των;
2 Μόνον ο Ιεχωβά Θεός μπορεί να κάμη αληθινή προφητεία, διότι έχει τελεία κατανόησι, όχι μόνον της διανοίας του ανθρώπου και όλων των παραγόντων, εμψύχων και αψύχων, που επηρεάζουν τα γεγονότα, αλλ’ επίσης και των άλλων ουσιωδών στοιχείων, δηλαδή, της ικανότητος και δυνάμεως που απαιτούνται για να θέσουν σε κίνησι όλα εκείνα τα πράγματα που θα επιφέρουν την εκπλήρωσι της προφητείας του. Ο Ιεχωβά εκφέρει προφητείες ώστε ο λαός του να μπορή να γνωρίζη τους σκοπούς του. Κατόπιν, υποστηρίζει τον λόγον του με όλη την ισχυρή του αόρατη αγγελική οργάνωσι και με το ακαταγώνιστο άγιό του πνεύμα ή ενεργό δύναμι· επιβλέπει, λοιπόν, ώστε η προφητεία να επιβληθή για ν’ αποδειχθή αληθινή. Απεργάζεται τον καλό του σκοπό, και, κάνοντας αυτό, ουδέποτε παραβιάζει οποιαδήποτε από τις δίκαιες αρχές του.
ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΡΙΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
3. (α) Για ποιους λόγους προείπε ο Ιεχωβά την ερήμωσι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα; (β) Τι έκαμαν οι Βαβυλώνιοι στην ίδια την Ιερουσαλήμ; (γ) Τι έκαμαν στον ναό και τα σκεύη, και παρέλαβαν μαζί των την κιβωτό της διαθήκης;
3 Για να προειδοποιήση την αρχαία Ιερουσαλήμ, και προς όφελός μας σήμερα, ο Ιεχωβά δια των προφητών του προείπε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και την ερήμωσι του Ιούδα κι έδωσε λεπτομέρειες σχετικώς. Στο καθωρισμενο ακριβώς χρονικό σημείο μετεχειρίσθη τον βασιλέα μιας παγκοσμίου δυνάμεως ως όργανο επιβολής αυτών των προφητειών. Σε προηγούμενα τεύχη εξετάσαμε γιατί αυτή η κρίσις είχε αποφασισθή και πώς άρχισε να επιβάλλεται με την πολιορκία της Ιερουσαλήμ. Τελικά ο Βαβυλωνιακός στρατός εισήλθε στην Ιερουσαλήμ την ενάτη ημέρα του τετάρτου μηνός, στο ενδέκατο έτος του βασιλέως του Ιούδα Σεδεκία. Τη δεκάτη ημέρα του πέμπτου μηνός Αβ (2-3 Αυγούστου 607 π.Χ.), κατέστρεψαν τελείως τον ναό, το βασιλικό ανάκτορο και τα τείχη της πόλεως. Ο Ιερεμίας, αυτόπτης μάρτυς, μας λέγει ότι οι Βαβυλώνιοι κατεκρήμνισαν τους χάλκινους στύλους του ναού και τη γιγαντιαία λεκάνη, την «χαλκίνην θάλασσαν.» Επίσης έλαβαν τα χάλκινα, αργυρά και χρυσά σκεύη. Όσον για τη χρυσή κιβωτό της διαθήκης που περιείχε τις δύο λίθινες πλάκες, στις οποίες είχαν εγχαραχθή οι Δέκα Εντολές, προφανώς αυτή είχε ήδη εξαφανισθή, και συνεπώς δεν περιέπεσε σε ειδωλολατρικά χέρια.—Ιερεμ. 52:12-14, 17-23.
4. Πώς ο Ιεχωβά επέβαλε την κρίσι του καθώς προελέχθη στον Ιεζεκιήλ 9:6-8;
4 Ο Θεός επέβαλε, επίσης, την κρίσι του επί του απίστου ιερατείου του μολυσμένου ναού, καθώς προελέχθη στα εδάφια Ιεζεκιήλ 9:6-8. «Και έλαβεν ο αρχισωματοφύλαξ Σεραΐαν τον πρώτον ιερέα, και Σοφονίαν τον δεύτερον ιερέα, και τους τρεις θυρωρούς· και εκ της πόλεως έλαβεν ένα ευνούχον, όστις ήτο επιστάτης επί των ανδρών των πολεμιστών και επτά άνδρας εκ των παρισταμένων έμπροσθεν του βασιλέως, τους ευρεθέντας εν τη πόλει· και τον γραμματέα τον άρχοντα των στρατευμάτων, όστις έκαμνε την στρατολογίαν του λαού της γης· και εξήκοντα άνδρας εκ του λαού της γης, τους ευρεθέντας εν μέσω της πόλεως. . . . Και επάταξεν αυτούς ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, και εθανάτωσεν αυτούς εν Ριβλά, εν τη γη Αιμάθ. Ούτω μετωκίσθη ο Ιούδας από της γης αυτού.»—Ιερεμ. 52:24-27.
5. Τι έκαμαν οι Βαβυλώνιοι στον «κεχρισμένον του Ιεχωβά», και με ποιο αποτέλεσμα για κείνους, οι οποίοι εσέβοντο τη βασιλική γραμμή του Δαβίδ;
5 Οι εκτελεσταί ήσαν σκληροί, κρεμώντας μερικούς από τους Ιουδαίους άρχοντας από το χέρι τους. Εβίασαν τις γυναίκες εκεί ακριβώς στην ίδια τη Σιών. Έσφαξαν τους υιούς του βασιλέως Σεδεκία ενώπιον των οφθαλμών του και τον εξώρισαν στη Βαβυλώνα, όπου απέθανε. Η πράξις αυτή εναντίον του βασιλέως ήταν σαν να κατέπνιγε εκείνους που έτρεφαν σεβασμό για τη βασιλική γραμμή του Δαβίδ: «Η πνοή των μυκτήρων ημών, ο χριστός του Κυρίου, επιάσθη εν ταις παγίσιν αυτών· υπό την σκιάν του οποίου ελέγομεν, θέλομεν ζη μεταξύ των εθνών.»—Θρήνοι 4:20.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΒΙΔ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΤΗΝ ΙΣΧΥΝ ΤΗΣ
6. Πώς διεφυλάχθη η βασιλική γραμμή δια μέσου της αιχμαλωσίας στην Βαβυλώνα;
6 Αν και ο Ιεχωβά επέβαλε αυτή την κρίσι ακριβώς όπως προελέχθη, δεν ελησμόνησε την αδιάρρηκτη διαθήκη του με τον Δαβίδ. Προνοητικά διετήρησε έναν από τη βασιλική γραμμή, μέσω του οποίου ο υποσχεμένος Σηλώ μπορούσε να έλθη. Ήταν ο Ιωαχείν, ένας ανεψιός του Σεδεκία, που είχε ληφθή σε αιχμαλωσία το 617 π.Χ. Ο Ιωαχείν είχε υιούς στην Βαβυλώνα, τον Σαλαθιήλ, Μαλχιράμ, Φεδαΐαν, Σενασάρ, Ιεκαμίαν, Ωσαμά και τον Νεδαβίαν. Απ’ αυτούς τους υιούς, ο Σαλαθιήλ εθεωρείτο ως ο πατήρ του Ζοροβάβελ, που έγινε κυβερνήτης του Ιούδα κάτω από τους Πέρσας και ανοικοδόμησε τον ναό στην αποκαταστημένη Ιερουσαλήμ.—1 Χρον. 3:15-19· Έσδρας 3:2, 8· Ματθ. 1:12· Λουκ. 3:27.
7. Πώς η γραμμή του Ααρωνικού ιερατείου διεφυλάχθη ομοίως;
7 Παρομοίως, όταν ο αρχιερεύς Σεραΐας εθανατώθη, ο Ιεχωβά επέβλεψε ώστε να φεισθούν του υιού του Ιωσεδέκ και να τον πάνε σε εξορία στην Βαβυλώνα. (1 Χρον. 6:14, 15) Αυτός είχε υιόν ονομαζόμενον Ιησούν. Ο Ιησούς ήταν εκείνος που συνειργάσθη με τον Ζοροβάβελ στην ανοικοδόμησι του ναού στην αποκαταστημένη Ιερουσαλήμ. Μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε η γραμμή του οίκου του Δαβίδ ούτε η γραμμή της Ααρωνικής οικογενείας των αρχιερέων διασπάσθηκε, αλλά συνεχίσθηκε μέχρις ότου εμφανίσθηκε στη σκηνή ο Ιησούς Χριστός.—Έσδρας 3:2· Νεεμ. 12:26· Αγγαίος 1:1· Ζαχ. 3:1· Λουκ. 3:1, 2.
8. Μετά την πτώσι της Ιερουσαλήμ, επήλθε αμέσως η ερήμωσις της γης;
8 Ο Νεβουζαραδάν, ο αρχισωματοφύλαξ, άφησε μερικούς από τον κατώτερο λαό της χώρας να παραμείνουν ως αμπελουργοί και καταναγκαστικοί γεωργοί. Διώρισε επ’ αυτών τον Γεδαλίαν, τον υιόν του Αχικάμ, υιού του Σαφάν. (2 Βασ. 25:12, 22) Αλλ’ ο Ιεχωβά είχε πει, «θέλω καταστήσει την Ιερουσαλήμ εις σωρούς, κατοικίαν θώων», και τις πόλεις του Ιούδα «έρημον, γην ακατοίκητον.» (Ιερεμ. 9:11· 4:7· 6:8· 26:9· 32:43· 33:10, 12· Ζαχ. 7:5, 14) Πώς θα το επέβαλλε αυτό;
9. (α) Πώς ο Ιερεμίας ήταν σε καλή θέσι για να διαπιστώση την πλήρη επιβολή τής προφητείας του για την ερήμωσι του Ιούδα; (β) Τι συνέβη στον Κυβερνήτη Γεδαλία, και πώς έπειτα ο λαός έβλεπε τη συμβουλή του Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία; (γ) Ως πού επήγε το υπόλοιπο που έφευγε, και θα μπορούσαν να διαφύγουν την επιβολή των κρίσεων του Ιεχωβά εκεί;
9 Ο Ιερεμίας, στον οποίον, επίσης, επετράπη να παραμείνη εκεί με τον λαό, αναφέρει ότι ο Ισμαήλ ο υιός του Νεθανίου, υιού του Ελισαμά, εκ των βασιλικών απογόνων, ήλθε με μια ομάδα ανδρών κι εδολοφόνησε τον Γεδαλία, κι έφυγε από τον Ιούδα προς την περιοχή Αμμών. Οι υπόλοιποι αρχηγοί του λαού παρεκάλεσαν τον Ιερεμία να προσευχηθή για συμβουλή από μέρους του Ιεχωβά, κι έλαβαν τη νουθεσία να παραμείνουν στη χώρα του Ιούδα ως δούλοι του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ. Αλλ’ απέρριψαν τη συμβουλή αυτή και κατήλθαν στην Αίγυπτο, παίρνοντας μαζί τους τον Ιερεμία και τον γραμματέα του Βαρούχ. Εγκατεστάθησαν στην Αίγυπτο· στην Τάφνης, Μιγδώλ και Νωφ (Μέμφιν) και εις την γην Παθρώς. (Ιερεμ. 41:1 έως 44:1) Αλλά δεν μπορούσαν να διαφύγουν την κρίσι του Θεού εκεί, διότι ο Ιεχωβά τούς είπε ότι θα παρέδιδε τον Φαραώ-ουαφρή της Αιγύπτου στη χείρα των εχθρών του.—Ιερεμ. 44:2-30· παράβαλε με Ιεζεκιήλ 29:17-20· 30:22-26.
ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ ΜΟΝΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΕΠΙ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
10. (α) Πώς εξεπληρώνετο τώρα ο νόμος του Ιεχωβά περί σαββάτου επί της γης; (β) Πώς ήταν αξιοσημείωτος η καταμέτρησις του χρόνου αυτής της εκπληρώσεως;
10 Με τη μετακίνησι αυτή του λαού στο μέσον του εβδόμου μηνός, του Τισρί ή Εθανείμ, που θ’ αντιστοιχούσε περίπου στην ημερομηνία της 1ης Οκτωβρίου του 607 π.Χ. του Γρηγοριανού ημερολογίου, η γη του Ιούδα αφέθηκε τελείως έρημη, χωρίς ανθρώπινο κάτοικο ή κατοικίδιο ζώο. Ο χρονικός προσδιορισμός της επιβολής της προφητείας του Ιεχωβά είναι εδώ αξιοσημείωτος. Διότι ακριβώς σ’ αυτόν τον έβδομο μήνα Εθανείμ, τη δεκάτη ημέρα, την ημέρα του εξιλασμού, η σάλπιγξ ηχούσε στο Ιωβιλαίον έτος, οπότε ήθελον «διακηρύξει άφεσιν εις την γην προς πάντας τους κατοίκους αυτής.» Άρχισε ένα σαββατιαίο έτος για τη Θεόδοτη γη. (Λευιτ. 25:8-22) Ακριβώς, λοιπόν, στον κατάλληλο καιρό του έτους, άρχισε μια αδιάκοπη ροή του χρόνου σαββατιαίων ετών, ως αποζημίωσις για όλα τα σαββατιαία έτη που οι απειθείς Ισραηλίται είχαν παραλείψει να τηρήσουν. Η χώρα επρόκειτο ν’ απολαύση, εικονικώς, ένα τέλειο αριθμό σαββατιαίων ετών—εβδομήντα, και στο χρονικό αυτό διάστημα θα ήταν τελείως έρημη, χωρίς ανθρώπινο κάτοικο, ένας τόπος που οι διαβάτες θα τον απέφευγαν σαν ένα στοιχειωμένο τόπο. Το υπόμνημα, που εγράφη αργότερα και που αποτελεί μαρτυρία για την ικανότητα του Ιεχωβά να επιβάλλη τον λόγον του, λέγει:
11. Πώς το υπόμνημα στο 2 Χρονικών, κεφάλαιον 36, είναι μια μαρτυρία για την ικανότητα του Ιεχωβά να επιβάλη τον λόγον του;
11 «Δια τούτο έφερεν επ’ αυτούς τον βασιλέα των Χαλδαίων, . . . Και κατέκαυσαν τον οίκον του Θεού, και κατέσκαψαν το τείχος της Ιερουσαλήμ, . . . Και τους εκφυγόντας την μάχαιραν μετώκισεν εις Βαβυλώνα, όπου ήσαν δούλοι εις αυτόν και εις τους υιούς αυτού, μέχρι του καιρού της βασιλείας των Περσών· δια να πληρωθή ο λόγος του Ιεχωβά ο δια στόματος Ιερεμίου, εωσού η γη χαρή τα σάββατα αυτής· διότι πάντα τον καιρόν της ερημώσεως αυτής εφύλαττε σάββατον, εωσού συμπληρωθώσιν εβδομήκοντα έτη.»—2 Χρον. 36:17-23, ΜΝΚ· παράβαλε επίσης με Δανιήλ 9:1, 2.
12, 13. Πώς ο Ιώσηπος, αναφέροντας τον Χαλδαίο ιστορικό Βερόζο, επιβεβαιώνει ότι ολόκληρος η Ιουδαία παρέμεινε σε κατάστασι ερημώσεως επί εβδομήντα χρόνια;
12 Ο Ιουδαίος κοσμικός Ιστορικός, Φλάβιος Ιώσηπος, του πρώτου αιώνος της κοινής μας χρονολογίας, επιβεβαιώνει τη Βιβλική αφήγησι, γράφοντας σχετικά με την ερήμωσι της Ιερουσαλήμ:
13 Αυτός [ο Χαλδαίος Ιστορικός Βερόζος του τρίτου αιώνος π.Χ.] μας δίνει έναν κατάλογο των απογόνων του Νώε, οι οποίοι προσθέτουν τα έτη της χρονολογίας των, από τον ίδιο τον Νώε ως τον Ναβοπολάσσαρον, βασιλέα των Βαβυλωνίων και των Χαλδαίων, με μια αφήγησι των ανδραγαθημάτων αυτού του βασιλέως. Μας λέγει ότι έστειλε τον υιό του Ναβουχοδονόσορ μ’ ένα ισχυρό στρατό στην Αίγυπτο και στην Ιουδαία, όπου, όταν έλαβε πληροφορίες περί επαναστάσεως, υπήγαγε τον λαό σε δουλεία, έθεσε φωτιά στο ναό μας στην Ιερουσαλήμ, και απήγαγε ολόκληρο το έθνος μας σε αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα. Ύστερ’ απ’ αυτό η πόλις μας έκειτο έρημη στη διάρκεια ενός μεσοδιαστήματος εβδομήντα ετών, ως τις ημέρες του Κύρου, Βασιλέως της Περσίας.—Βιβλίον Ι, τμήμα 36, από το κεφάλαιον Προς Επαφρόδιτον, περί Ιουδαϊκής Αρχαιότητος εις Απάντησιν προς Απίονα.
14. Ποια διαφορετική μεταχείρισις έγινε στη γη του Ιούδα από εκείνην που έγινε στη Σαμάρεια, όταν επήλθε η αιχμαλωσία της;
14 Και τέτοιο ήταν το τέλος του έθνους των Εβραίων· είχε δύο φορές μεταβή πέραν του Ευφράτου. Διότι ο λαός των δέκα φυλών απήχθη από τη Σαμάρεια υπό των Ασσυρίων, στις ημέρες του Βασιλέως Ωσηέ. Ύστερ’ απ’ αυτό ο λαός των δύο φυλών, που παρέμεινε αφού εκυριεύθη η Ιερουσαλήμ, απήχθη από τον Ναβουχοδονόσορ, Βασιλέα της Βαβυλώνος και της Χαλδαίας. Τώρα, σχετικά με τον Σαλμανασάρ, αυτός απεμάκρυνε τους Ισραηλίτας από τη χώρα των, κι εγκατέστησε σ’ αυτό το έθνος των Χουθαίων που έμεναν προηγουμένως στο εσωτερικό της Περσίας και Μηδίας· τότε όμως ωνομάσθησαν Σαμαρείται, παίρνοντας το όνομα της χώρας στην οποία μετωκίσθησαν. Αλλά ο Βασιλεύς της Βαβυλώνος, που εξήγαγε τις δύο φυλές, δεν ετοποθέτησε άλλο έθνος στη χώρα των. Τοιουτοτρόπως όλη η Ιουδαία, και η Ιερουσαλήμ, και ο ναός εξακολούθησαν να είναι ένα ερημωμένο μέρος επί εβδομήντα χρόνια.—Βιβλίον 10, κεφάλαιον 9, τελευταία παράγραφος, του Αρχαιότητες των Ιουδαίων, έκδοσις υπό Χουίστον.
15. (α) Γιατί δεν μπορούμε να μετρήσωμε την εβδομηκονταετή περίοδο ερημώσεως του Ιούδα από το 626 π.Χ.; (β) Μπορούμε ν’ αρχίσωμε να υπολογίζωμε την εβδομηκονταετή περίοδο από το 617 π.Χ.; Εξηγήστε την απάντησί σας.
15 Λοιπόν, πότε ακριβώς άρχισαν να μετρούνται τα προλεχθέντα εβδομήντα έτη της ερημώσεως της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα; Όχι στο 626 π.Χ., το τρίτον έτος της βασιλείας του Βασιλέως Ιωακείμ, διότι τότε δεν έλαβε χώραν αιχμαλωσία των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα. Ακόμη και στο ένατο έτος του, το 620 π.Χ., ο Ιωακείμ έγινε απλώς φόρου υποτελής στον βασιλέα της Βαβυλώνος. Στο ενδέκατο έτος της βασιλείας του, το 618 π.Χ., εστασίασε εναντίον του Ναβουχοδονόσορ, που επήλθε εναντίον του.a Λίγο πριν από το τέλος του ενδεκάτου έτους του Ιωακείμ, ο υιός του και διάδοχός του Ιωαχείν, που εβασίλευσε μόνον τρεις μήνες και δέκα ημέρες, εξήλθε να αυτοπαραδοθή στον Ναβουχοδονόσορ, που πολιορκούσε την πόλι. Στην 1η Νισάν 617 π.Χ., (την άνοιξι) άρχισε το πρώτον έτος της βασιλείας του Σεδεκία, θείου του Ιωαχείν, τον οποίον ο Ναβουχοδονόσορ έκαμε βασιλέα της Ιερουσαλήμ αντί του Ιωαχείν. (2 Βασ. 24:12-18) Αυτό, λοιπόν, δεν ήταν η ερήμωσις αλλά μόνον η αιχμαλωσία συγκριτικά ολίγων, ήτοι 3.023 Ιουδαίων με τις συζύγους και οικογένειές των.—Ιερεμ. 52:28.
ΠΟΤΕ ΑΡΧΙΣΕ ΚΙ ΕΤΕΛΕΙΩΣΕ Η ΕΡΗΜΩΣΙΣ
16. (α) Γιατί δεν μπορούμε ν’ αρχίσωμε να υπολογίζωμε τα προλεχθέντα εβδομήντα χρόνια ως τον Εθανείμ, τον έβδομο σεληνιακό μήνα, το 607 π.Χ.; (β) Αν ο Ιούδας ήταν ερημωμένος, πώς εξηγείται το Ιερεμίας 52:30, το οποίον αναφέρει ότι περισσότεροι Ιουδαίοι εξωρίσθησαν αργότερα;
16 Ασφαλώς, όταν ο Βασιλεύς Ιωακείμ ήταν σε ανοικτή επανάστασι εναντίον του Ναβουχοδονόσορ και, αργότερα, όταν ο Σεδεκίας παρέβη τον όρκο του κι εστασίασε εναντίον του Ναβουχοδονόσορ στην τελευταία περίοδο της βασιλείας του, το έθνος δεν μπορούσε να λεχθή ότι ήταν αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα. Έτσι τα εβδομήντα χρόνια της συνεχούς αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα δεν άρχισαν ως το 607 π.Χ., τον μήνα Εθανείμ, όταν η χώρα αφέθη εξ ολοκλήρου έρημη, και οι εναπομείναντες κάτοικοί της κατήλθαν στην Αίγυπτο. Τότε οι Ιουδαίοι ως έθνος μετέβησαν σε εξορία στη Βαβυλώνα, χωρίς βασιλέα στην Ιερουσαλήμ. Η εξορία αυτή ήταν για μια αδιάκοπη περίοδο εβδομήντα ετών. (Δαν. 9:1, 2) Οι επτακόσιοι σαράντα πέντε Ιουδαίοι που φέρθηκαν σε αιχμαλωσία, όπως αναφέρεται στον Ιερεμία 52:30, δεν ελήφθησαν από την ερημωμένη γη του Ιούδα, αλλ’ αιχμαλωτίσθηκαν αργότερα, όταν ο Ναβουχοδονόσορ, ως συμβολικόν ποτήριον του Ιεχωβά, έκαμε τα έθνη, που συνώρευαν με τη γη του Ιούδα, να πιουν την πικρή πόσι του να κατακτηθούν βιαίως.—Ιερεμ. 25:17-29.
17. (α) Ποια επιπρόσθετη γραμμή επιβεβαιώσεως αποδεικνύει ότι η εβδομηκονταετής περίοδος άρχισε το 607 π.Χ.; (β) Πώς ο Ιεχωβά επέβαλε την προφητεία του ότι η γη θ’ απελάμβανε τα εβδομήντα χρόνια τής αναπαύσεώς της;
17 Πότε θα ετελείωνε η ερήμωσις; Το 537 π.Χ., όταν ο Βασιλεύς Κύρος της Περσίας απηλευθέρωσε το Ιουδαϊκό υπόλοιπο και αυτό άφησε την Βαβυλώνα και άρχισε να κατοική εκ νέου στη γη του Ιούδα. Η ημερομηνία αυτή μπορεί να εξακριβωθή με τη χρήσι των υπομνημάτων της κοσμικής ιστορίας. Η περίοδος της ερημώσεως της γης του Ιούδα άρχισε εβδομήντα χρόνια ενωρίτερα, το 607 π.Χ. Ο Ναβουχοδονόσορ δεν έφερε μέσα αποίκους για να καταλάβουν τη γη του Ιούδα, όπως είχε κάμει ο βασιλεύς της Ασσυρίας στη γη της Σαμαρείας, όταν εκυρίευσε τη γη αυτή. Ο Ιεχωβά επέβαλε την προφητεία του με θαυματουργικά μέσα και η γη του Ιούδα ετηρήθη σε πλήρη ερήμωσι, για να μπορέση ν’ αναπαυθή στα προλεχθέντα εβδομήντα χρόνια.—2 Χρον. 36:21-23.
18. Ποια νέα έφθασαν στον Ιεζεκιήλ το ενδέκατον έτος της εξορίας του, τα οποία έφεραν μια αλλαγή στις προφητείες του;
18 Ο Ιεζεκιήλ, εκεί στη Βαβυλωνία, άκουσε για την καταστροφή, προφανώς προτού τα στρατεύματα του Ναβουχοδονόσορ επιστρέψουν νικηφόρα, στο ενδέκατο έτος της εξορίας του στη Βαβυλώνα. Λέγει: «Και εν τω δωδεκάτω έτει [σύμφωνα με ωρισμένο υπολογισμό] της αιχμαλωσίας ημών, τω δωδεκάτω μηνί, τη πέμπτη του μηνός, ήλθε προς εμέ διασεσωσμένος τις εξ Ιερουσαλήμ, λέγων, Ηλώθη η πόλις.» (Ιεζ. 33:21) Έκτοτε, ο Ιεζεκιήλ μπορούσε να προφητεύση για τη μέλλουσα αποκατάστασι στο τέλος των εβδομήντα ετών της ερημώσεως.—Ιεζ. 36:1 έως 37:28.
19. Μήπως αυτή η επιβολή της ερημώσεως ήταν κάτι που θα έφερε χαρά στον Ιεχωβά και τον προφήτη του Ιερεμία;
19 Αν και ο Ιεχωβά επέβαλε την προφητεία του, μήπως αυτό ήταν κάτι που θα έφερε χαρά σ’ αυτόν και στον πιστό του προφήτη Ιερεμία; Όχι. Ενέπνευσε τον Ιερεμία να γράψη το Βιβλίο της Γραφής που ονομάζεται Θρήνοι, στο οποίο περιγράφεται η θλιβερή κατάστασις της Ιερουσαλήμ:
20. Πώς το βιβλίο των Θρήνων αποκαλύπτει τι αισθάνθηκαν ο Ιεχωβά και ο Ιερεμίας για την πτώσι της Ιερουσαλήμ;
20 «Πώς έκάθισε μόνη η πόλις η πεπληθυμμένη λαών! Κατέστη ως χήρα, η πεπληθυμμένη εν έθνεσιν! . . . Οι εναντίοι αυτής έγιναν κεφαλή . . . Διότι ο Ιεχωβά κατέθλιψεν αυτήν δια το πλήθος των ανομιών αυτής· τα νήπια αυτής επορεύθησαν εις αιχμαλωσίαν έμπροσθεν του εχθρού. Και έφυγεν από της θυγατρός [πόλεως] Σιών πάσα η δόξα αυτής.»—Θρήνοι 1:1-6, 17· 2:13· 5:16-22, ΜΝΚ.
21. (α) Ελύπησαν τα γεγονότα αυτά τον Ιεχωβά τόσο ώστε να ακυρώση τη διαθήκη του με τον Δαβίδ; (β) Πώς οι αντίπαλοι της Σιών έγιναν η «κεφαλή»;
21 Αλλ’ αυτή η αξιοθρήνητη κατάστασις του λαού, που είχε το όνομα του Θεού επάνω του και υπέφερε λόγω των αμαρτιών του εναντίον του Ιεχωβά, δεν ακύρωσε οπωσδήποτε τη διαθήκη του Ιεχωβά, ούτε τον έκαμε να λυπηθή για τους σκοπούς του. Είναι αλήθεια ότι το 607 π.Χ. οι εχθροί της Σιών έγιναν «κεφαλή». Ο «θρόνος του Ιεχωβά» στη Σιών είχε ανατραπή. Η τυπική ή μικρογραφική βασιλεία του Θεού είχε παρέλθει. Δεν υπήρχε πια καμμιά τυπική βασιλεία του Θεού στη γη για να εμποδίση τους Εθνικούς ή τα μη Ιουδαϊκά έθνη στην πορεία τους προς συμπλήρωσιν της κυριαρχίας του κόσμου. Με άδεια του Θεού, είχαν πλήρη εξουσία.
Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΑΝΕΤΡΑΠΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
22. (α) Ποια μακρά προφητική περίοδος χρόνου άρχισε το 607 π.Χ.; (β) Γιατί ο Ιεχωβά δεν ελυπήθη γι’ αυτό; (γ) Ποια ερώτησις εγείρεται τώρα;
22 Γιατί δεν ελυπήθη ο Ιεχωβά Θεός; Διότι, μολονότι αυτοί οι χωρίς διακοπή «καιροί των Εθνών» ή «προσδιωρισμένοι καιροί των εθνών» άρχισαν κατά την ερήμωσι του Ιούδα τον έβδομο Ιουδαϊκό μήνα του 607 π.Χ., οι καιροί αυτοί επρόκειτο να διαρκέσουν μόνον μέχρις ότου ο Σηλώ, Εκείνος, που είχε το νόμιμο δικαίωμα στη βασιλεία του Θεού που είχε ανατραπή, θα ήρχετο και ο Θεός θα του έδιδε το στέμμα, τη βασιλική τιάρα, και το σκήπτρον, για να άρχη εν μέσω των Εθνικών, των κοσμικών εθνών που είναι οι εχθροί του. Πότε, όμως, θα ελάμβανε χώραν η ενθρόνισις του βασιλικού Υιού του Δαβίδ; Ο ουράνιος Βασιλεύς της αιωνιότητος είχε ορίσει τον καιρό. Τον προείπε και έκαμε να καταγραφή στον εμπνευσμένο του Λόγο. Ασφαλώς θα τον επέβαλλε. Το επόμενο τεύχος της Σκοπιάς θα εξετάση το μήκος των «καιρών των Εθνών.»—Γέν. 49:10· Λουκ. 21:24· Ιεζ. 21:25-27· Ψαλμ. 110:1-6.
23. (α) Πώς οι προφητείες σχετικά με την έλευσι του βασιλέως του Ιεχωβά έγιναν για τους πρώτους Χριστιανούς περισσότερο βέβαιες από ό,τι ήσαν στις ημέρες των προφητών; (β) Πώς το εκφράζει αυτό ο απόστολος Πέτρος;
23 Στις ημέρες των, οι προφήται Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ και Δανιήλ είχαν ιδεί πολλές προηγούμενες προφητείες του Ιεχωβά να επαληθεύουν, και είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στην ικανότητα του Ιεχωβά να προλέγη γεγονότα και να επιβάλη τους λόγους της προφητείας του. Συνεπώς, οι προφητείες, πολλές από τις οποίες αυτοί ακριβώς οι άνδρες είχαν εμπνευσθή να γράψουν, σχετικά μ’ Εκείνον που είχε το νόμιμο δικαίωμα και σχετικά με την έλευσί του για ν’ ασκήση τη βασιλική ιδιότητα επί του θρόνου του Ιεχωβά, ήσαν ακόμη περισσότερο βέβαιες για τους αποστόλους και τους πρώτους Χριστιανούς, διότι είχαν ένα υπόμνημά των και προσέτι έγιναν αυτόπται μάρτυρες της εκπληρώσεως των προφητειών αυτών των προφητών. Ο Πέτρος εξέφρασε αυτή την πεποίθησι: «Και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, εις τον οποίον κάμνετε καλά να προσέχητε, ως εις λύχνον φέγγοντα εν σκοτεινώ τόπω.»—2 Πέτρ. 1:19.
24. (α) Πώς μπορούμε να είμεθα ακόμη πιο βέβαιοι σήμερα; (β) Τι είναι εκείνο που κάνει την εκπλήρωσι των προφητειών του Λόγου του Θεού τόσο βεβαία;
24 Από τις ημέρες των αποστόλων, έχουν περάσει δεκαεννέα αιώνες και μπορούμε ακόμη να είμεθα βέβαιοι περισσότερο από τους Χριστιανούς του πρώτου αιώνος, διότι από τότε έχουν εκπληρωθή πολυάριθμες προφητείες. Εκείνος, στον οποίον ανήκει το νόμιμο δικαίωμα, θα πάρη την παγκόσμιο κυριαρχία από τα χέρια των εθνών και θα την κρατήση μονίμως για την ευλογία όλων των φυλών της γης. Διότι πρέπει να ενθυμούμεθα, καθώς ο Πέτρος είπε περαιτέρω: «Ουδεμία προφητεία της γραφής, γίνεται εξ ιδίας του προφητεύοντος διασαφήσεως. Διότι δεν ήλθε ποτέ προφητεία εκ θελήματος ανθρώπου, αλλ’ υπό του πνεύματος του αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού.» Ο πάνσοφος Δοτήρ της προφητείας είναι επίσης και ο παντοδύναμος Εκείνος που την επιβάλλει.—2 Πέτρ. 1:20, 21.
[Υποσημειώσεις]
a Τούτο συνέβη στο όγδοο έτος του Ναβουχοδονόσορ, που άρχισε να τρέχη από την 1η του Νισάν το 618 π.Χ., έως τις 29 του Αδάρ το 617 π.Χ. (από άνοιξι σε άνοιξι). Το ένατο έτος του είχε αρχίσει (στην 1η του Νισάν, το 617 π.Χ.) στον καιρό που ο Ιωαχείν και οι άλλοι Ιουδαίοι αιχμάλωτοι απήχθησαν.—2 Χρον. 36:9, 10.