Εμπρός στη Νέα Τάξι υπό την Θεοκρατία!
«Είπατε εν τοις έθνεσιν, Ο Ιεχωβά βασιλεύει»—Ψαλμ. 96:10
1. Για τη διαφύλαξι του ανθρώπου σε μια Παραδεισιακή γη τι είδους κυβέρνησις χρειάζεται;
ΓΙΑ την αιωνία διαφύλαξι της ανθρωπίνης φυλής σε μια υγιεινή Παραδεισιακή γη είναι αναγκαία μια σταθερή κυβέρνησις. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια μόνιμη κυβέρνησις δικαιοσύνης. Μια τέτοια κυβέρνησις πρόκειται οπωσδήποτε να έλθη! Έχει μάλιστα προλεχθή ότι θα έλθη από την πιο καλή αυθεντία.
2. (α) Αν μια δημοκρατία προσεφέρετο ως η αναγκαία κυβέρνησις, ποια βεβαίωσις θα υπήρχε για τη σταθερότητά της; (β) Τι μπορεί να λεχθή για οπαδούς της Παγκοσμίου Ομοσπονδίας και της κυβερνήσεως του ενός ανθρώπου παγκοσμίως;
2 Τι είδους κυβέρνησις θα είναι αυτή; Όλα εξαρτώνται από τη δύναμι, την ατομική ή τη συλλογική, η οποία την εγκαθιστά. Μήπως οι λαοί συλλογικά πρόκειται να την εγκαταστήσουν και να προσδιορίσουν τη μορφή της; Αν έτσι επρόκειτο να εξελιχθούν τα πράγματα, τότε θα προέκυπτε μια δημοκρατία. Αλλά μια τέτοια προοπτική κάνει το μέλλον να μας φαίνεται λαμπρό; Όχι, σύμφωνα με τις αποδείξεις που προσέφεραν οι δημοκρατίες στην ιστορία ως αυτή την εποχή. Σήμερα, παρά τη στρατιωτική δύναμι μερικών απ’ αυτές τις δημοκρατίες ή λαϊκές δημοκρατίες, ακόμη και η σταθερότης των είναι πάρα πολύ αμφισβητήσιμη. Η επιβίωσίς των από το σκοτεινό μέλλον δεν είναι πιο ασφαλής από την επιβίωσι άλλων μορφών κυβερνήσεως. Τα άτομα εκείνα που αποκαλούνται μόνα των υποστηρικταί της Παγκοσμίου Ομοσπονδίας έχουν τις θεωρίες των, αλλά είναι ανίκανα να δημιουργήσουν μια ικανοποιητική παγκόσμια κυβέρνησι. Και κανένας δεν επιθυμεί μια παγκόσμια κυβέρνησι ενός ανθρώπου, μια παγκόσμια δικτατορία μ’ ένα ατελή ανθρώπινο δικτάτορα ως απόλυτο άρχοντα.
3, 4. (α) Ποιος έχει το δικαίωμα ν’ αποφασίζη και να διατάζη πώς πρέπει να κυβερνηθή η γη; (β) Ποιες δυο ερωτήσεις που είχε θέσει ο Ησαΐας μάς υπενθυμίζουν το επιχείρημα των οπαδών της εξελίξεως, και ποια είναι η απάντησις σ’ αυτό;
3 Αλλά, τι θα λέγαμε για μια κυβέρνησι εγκατεστημένη από τον Ποιητή της γης; Ναι, απ’ αυτόν τον ίδιο τον Δημιουργό του ανθρώπου; Έχει κανένας άλλος μεγαλύτερο δικαίωμα απ’ αυτόν ν’ αποφασίζη και να διατάζη πώς πρέπει να κυβερνηθή η γη και οι κάτοικοί της; Η απάντησις σ’ αυτήν την ερώτησι είναι αυταπόδεικτη.
4 Φυσικά οι οπαδοί της εξελίξεως μπορούν να πουν σαρκαστικά ότι δεν υπάρχει προσωπικός νοήμων Ποιητής της γης και του ανθρώπου· αλλά αυτοί οι οπαδοί της εξελίξεως δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν μια ικανοποιητική κυβέρνησι, ούτε ακόμη ύστερα από τα εκατομμύρια χρόνια που ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε στη γη προτού φθάση σ’ αυτόν τον πολύ καυχησιολόγο αιώνα του Εγκεφάλου του ανθρώπου. Αυτοί οι οπαδοί της εξελίξεως είναι καμωμένοι απλώς από κοινό πηλό όπως οι υπόλοιποι εμείς, και μας υπενθυμίζουν μερικές ερωτήσεις που είχαν υποβληθή δύο χιλιάδες επτακόσια χρόνια προτού αυτοί οι εξελικτικοί εγκέφαλοι παρουσιασθούν: «Το πλάσμα θέλει ειπεί περί του πλάσαντος αυτό, Ούτος δεν με έπλασεν; ή το ποίημα θέλει ειπεί περί του ποιήσαντος αυτό. Ούτος δεν είχε νόησιν;» (Ησ. 29:16) Κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθή επιτυχώς ότι ο Ποιητής της γης και ο Πλάστης του ανθρώπου εξεδήλωσε νόησι. Και μια κυβέρνησις που αυτός γνωρίζει πώς να την εγκαταστήση επάνω από τον άνθρωπο θα ήταν μια θεοκρατία.
5, 6. (α) Ποιο υπήρξε πρώτο στη γη, η δημοκρατία ή η θεοκρατία, και τι δείχνει η Γραφή σχετικά μ’ αυτό; (β) Το πρώτο ανθρώπινο γένος θα μπορούσε να ζη ως ποιο σημείο της εκπληρώσεως της εντολής του Θεού που είχε δοθή σ’ αυτούς;
5 Αξιόπιστα ιστορικά αρχεία αποδεικνύουν ότι η θεοκρατία είχε προηγηθή από τη δημοκρατία στη γη. Ακόμη και οι επιστήμονες είναι αναγκασμένοι να παραδεχθούν ότι η ανθρώπινη φυλή μας προέρχεται από ένα πρώτο ανθρώπινο έγγαμο ζεύγος. Αυτός ο πρώτος άνδρας και η πρώτη γυναίκα έπρεπε να ζουν κάτω από θεοκρατία ή κυριαρχία του Θεού, διότι ο Θεός ήταν ο Πλάστης των και επίσης ο Κυβερνήτης των, ο Νομοθέτης των και ο Άρχων των. Δεν ήσαν ένας άνδρας και μια γυναίκα των σπηλαίων. Δεν ήσαν τρωγλοδύται. Ήσαν Παραδείσιοι άνθρωποι, διότι ο Θεός τούς είχε δημιουργήσει σ’ ένα επίγειο Παράδεισο. (Γεν. 2:7-25) Όπως είχε κάνει με τα ψάρια, τα πουλιά και τα χερσαία ζώα, ο Θεός ενεφύτευσε σ’ αυτό το τέλειο ανθρώπινο ζεύγος τις δυνάμεις να παράγουν τέκνα· και ποιος καλύτερος σκοπός στη ζωή μπορούσε να τεθή μπροστά τους απ’ αυτόν που είχε περιληφθή σ’ αυτή τη θεοκρατική εντολή: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης»;—Γέν. 1:26-28.
6 Με την ευλογία του Θεού αυτό το χωρίς ελάττωμα πλασμένο ανθρώπινο ζεύγος μπορούσε να ζη και να ιδή αυτή τη θεία εντολή να εκπληρώνεται πλήρως, δηλαδή ολόκληρη τη γη να έχη κατακτηθή και να έχη γείνει ένας παγγήινος παράδεισος, γεμάτος με άνετο τρόπο από τα παιδιά των και τα παιδιά των παιδιών τους που θα ήσαν τέλεια.
7. (α) Γιατί και πώς θα μπορούσαν να ζουν και να ιδούν τη γη γεμάτη με τους απογόνους των; (β) Γιατί εμείς οι απόγονοί τους έχομε γεννηθή με την καταδίκη του θανάτου;
7 Ακόμη και αν χρειάζονταν χίλια χρόνια ζωής, εκείνο το πρώτο έγγαμο ζεύγος μπορούσε να εξακολουθή να ζη για να δη τον πλήρη αριθμό των τέκνων του που επρόκειτο να κατοικήσουν αυτόν τον παγγήινο παράδεισο για πάντα διότι δεν ήταν ανάγκη να πεθάνουν. Αν ζούσαν πιστά στη Θεοκρατία, στην αόρατη διακυβέρνησι του Θεού, και εδίδασκαν όλα τα τέκνα των να ζουν πιστά σύμφωνα μ’ αυτήν, θα μπορούσαν να ζουν σήμερα και με την προοπτική μπροστά τους να ζουν ευτυχισμένοι στον παράδεισο μαζί με όλα τα τέκνα τους σε χρόνο ατελεύτητο. Όταν οι πρώτοι γονείς μας απέρριψαν τη Θεοκρατία και εξέλεξαν την ανθρώπινη διακυβέρνησι ή δημοκρατία, τότε ήλθαν κάτω από την καταδίκη του θανάτου. Επειδή εμείς γεννηθήκαμε απ’ αυτούς όταν ήδη είχαν κάμει αυτή την εκλογή και είχαν εκδιωχθή από τον Παράδεισο της Εδέμ για να πεθάνουν, κληρονομήσαμε την αμαρτία και την καταδίκη του θανάτου απ’ αυτούς. (Γέν. 2:16, 17· 3:1 έως 4:2· Ρωμ. 5:12) Απ’ αυτό μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι η δημοκρατία δεν προσφέρει υπόσχεσι για αιώνια ζωή. Η Θεοκρατία προσφέρει.
8. (α) Πότε και πού ήλθε σε ύπαρξι η δημοκρατία, και πώς; (6) Τι μπορεί να λεχθή για τη θεοκρατία την εποχή εκείνη;
8 Κάθε ίχνος εκείνου του απολεσθέντος Παραδείσου έχει σαρωθή από τον παγγήινο κατακλυσμό της εποχής του Νώε, του δεκάτου ανθρώπου στη γενεαλογική γραμμή από τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ. Δεκαέξη περίπου αιώνες ύστερ’ απ’ αυτό, ή τον όγδοο αιώνα π.Χ., αναφέρεται ότι ήλθε σε ύπαρξι η Ελλάς. Λέγουν ότι αυτή ήταν το λίκνον της δημοκρατίας. Το έτος 700 περίπου π.Χ. υπήρξε μια τάσις δημοκρατικών κυβερνήσεων στις Ελληνικές πολιτείες. Αυτό κατέληξε σε ανθρώπινες μορφές κυβερνήσεως καθώς προχωρούσε ο καιρός και οι άνθρωποι αποκτούσαν δύναμι, ιδιαίτερα όταν αποκλείσθηκε το ιππικό των ευγενών και σχηματίσθηκαν οι φάλαγγες των κοινών πεζών στρατιωτών.a Αλλά οκτακόσια και πλέον χρόνια πριν απ’ αυτό μια θεοκρατία είχε εγκαθιδρυθή στη γη από τον ουράνιο Θεοκράτη. Πού;
9, 10. (α) Πού είχε εγκαθιδρυθή η θεοκρατία, και με ποια μορφή λατρείας; (β) Πώς ο Μωυσής, στην αποχαιρετιστήριο ομιλία του, ετόνισε ότι ο Ισραήλ είχε μια βασιλική θεοκρατική κυβέρνησι;
9 Στη Σιναϊτική Χερσόνησο. Εκεί, στο Όρος Χωρήβ, Αυτός ανήγγειλε τις Δέκα Εντολές. Στην πρώτη απ’ αυτές τις δέκα εντολές είπε: «Εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σου, ο εξαγαγών σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. Μη έχης άλλους θεούς πλην εμού.» (Έξοδ. 20:1-3, ΜΝΚ) Αυτή η πρώτη εντολή έδειχνε ότι μιλούσε και ενεργούσε ως ένας Θεοκράτης ή Θείος Άρχων και μιλούσε στους ανθρώπους τους οποίους είχε απελευθερώσει και επάνω στους οποίους είχε εγκαθιδρύσει μια Θεοκρατία. Αυτό συνέβη την άνοιξι του έτους 1513 π.Χ. Χρησιμοποιώντας τον προφήτη Μωυσή ως προφήτη του, ο Ιεχωβά εγκαθίδρυσε όχι μόνο τη μορφή της κυβερνήσεως αλλά επίσης τη μορφή της θρησκευτικής λατρείας για τον απελευθερωμένο λαό του ως ένα ωργανωμένο έθνος. Έτσι ο λαός αυτός είχε μια θεοκρατική κυβέρνησι και μια θεοκρατική λατρεία. Σαράντα περίπου χρόνια αργότερα ο ηλικιωμένος Μωυσής έδωσε την αποχαιρετιστήριο ομιλία του στο θεοκρατικό έθνος. Ομιλώντας για το έθνος ως τον Ιεσουρούν, που σημαίνει «Ο Δίκαιος,» ο Μωυσής είπε:
10 «Ο Ιεχωβά ήλθεν εκ Σινά, . . . Και ήτο βασιλεύς εν τω Ιεσουρούν, ότι οι άρχοντες του λαού συνήχθησαν μετά των φυλών Ισραήλ.»—Δευτ. 33:1-5, ΜΝΚ.
11, 12. (α) Σε ποια χώρα εγκαθιδρύθηκε τελικά η Θεοκρατία και πώς; (β) Πώς ο Κριτής Γεδεών απεδείχθη νομιμόφρων στη Θεοκρατία, και στην εποχή του ποιο τοπικό σώμα κυβερνήσεως είχε η Σοκχώθ;
11 Την άνοιξι μετά τον θάνατο του Μωυσέως, το 1473 π.Χ., ο Ιεχωβά ο Βασιλεύς των ωδήγησε το θεοκρατικό έθνος του μέσα από τον Ιορδάνη Ποταμό για να εισέλθη στη γη της Επαγγελίας. Ύστερ’ από χρόνια κατακτήσεων των ειδωλολατρικών μη θεοκρατικών κατοίκων της χώρας, η Θεοκρατία είχε εγκαθιδρυθή στο μεγαλύτερο μέρος της γης της Επαγγελίας. Υπήρχαν πολλοί πειρασμοί που μπορούσαν να κάμουν τους Ισραηλίτας ν’ απομακρυνθούν από τη θεοκρατική διακυβέρνησι.
12 Σε μια περίπτωσι για να επαναφέρη τον δύστροπο λαό του στη θεοκρατική διάταξι, ο Ιεχωβά ήγειρε τον Κριτή Γεδεών ως απελευθερωτή. Ύστερ’ από την κατατρόπωσι των καταπιεστικών εχθρών, οι Ισραηλίται θέλησαν να κάμουν τον Γεδεών ορατό βασιλέα των, αρχηγό μιας δυναστείας βασιλέων. Αλλ’ ο Γεδεών ήταν νομιμόφρων στη θεοκρατία. Γι’ αυτό είπε στους υποτιθεμένους κατασκευαστάς βασιλέων: «Δεν θέλω γείνει άρχων εφ’ υμάς εγώ, αλλ’ ουδέ ο υιός μου θέλει γείνει άρχων εφ’ υμάς· ο Ιεχωβά θέλει είσθαι άρχων εφ’ υμάς.» (Κριταί 8:22, 23, ΜΝΚ) Κάτω απ’ αυτή τη θεοκρατική διακυβέρνησι οι πόλεις συνέχισαν να έχουν μερικούς πρεσβυτέρους ως ένα τοπικό κυβερνών σώμα. Την εποχή του Γεδεών η πόλις Σοκχώθ είχε εβδομήντα επτά πρεσβυτέρους, περιλαμβανομένων και των τοπικών αρχόντων. (Κριταί 8:6, 14-16) Αυτοί ως επίσημοι πρεσβύτεροι εκπροσωπούσαν την Σοκχώθ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΟΥΔΑΪΚΗ ΘΕΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗ ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΗ ΘΕΟΚΡΑΤΙΑ
13, 14. (α) Ποια αλλαγή στην κυβέρνησι έλαβε χώρα την εποχή του προφήτου Σαμουήλ, και πώς; (β) Πώς έγινε ο Δαβίδ βασιλεύς σ’ όλο τον Ισραήλ, και στον θρόνο τίνος ελέχθη ότι εκάθησε;
13 Το έτος 1117 π.Χ. η Θεοκρατία στη Γη της Επαγγελίας υπέστη μια αλλαγή, ανέλαβε ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό. Οι επίσημοι πρεσβύτεροι του λαού ζήτησαν από τον προφήτη του Ιεχωβά Σαμουήλ να εγκαταστήση στο έθνος ένα ορατό ανθρώπινο βασιλέα. Ο Ιεχωβά δυσαρεστήθηκε και είπε στον Σαμουήλ: «Εμέ απέβαλον από του να βασιλεύω επ’ αυτούς.» (1 Σαμ. 8:4-7) Ωστόσο ο Ιεχωβά εξουσιοδότησε τον Σαμουήλ να χρίση τον Σαούλ υιόν του Κεις από τη φυλή Βενιαμίν βασιλέα επί τον Ισραήλ. Εφόσον ο Σαούλ είχε χρισθή ως βασιλεύς από τον προφήτη του Ιεχωβά, έγινε «ο κεχρισμένος του Ιεχωβά.»—1 Σαμ. 12:3, 5· 24:6, 10.
14 Λόγω της επανειλημμένης ανυπακοής του βασιλέως Σαούλ, ο Ιεχωβά διέταξε τον Σαμουήλ να χρίση τον ποιμαινόπαιδα Δαβίδ της Βηθλεέμ ως τον μελλοντικό βασιλέα του Ισραήλ. Έτσι ύστερ’ από τον θάνατο του Σαούλ και τον θάνατο του υιού και διαδόχου του, τι έλαβε χώρα; Διαβάζομε: «Ήλθον πάντες οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ προς τον βασιλέα εις Χεβρών· και έκαμεν ο βασιλεύς Δαβίδ συνθήκην μετ’ αυτών εν Χεβρών ενώπιον του Ιεχωβά· και έχρισαν τον Δαβίδ βασιλέα επί τον Ισραήλ.» (2 Σαμ. 5:1-3, ΜΝΚ) Έτσι ο Δαβίδ έγεινε «ο κεχρισμένος [Μεσσίας] του Ιεχωβά,» και ελέχθη γι’ αυτόν ότι εκάθισεν «επί τον θρόνον του Ιεχωβά» ως ο ορατός αντιπρόσωπος του μεγάλου Θεοκράτου.—1 Χρον. 29:23.
15. Τίνος την βασιλεία επί τον Ισραήλ ανεγνώρισε ο Δαβίδ, και σχετικά μ’ αυτό τι είπε όταν μετεφέρθη η κιβωτός στην Ιερουσαλήμ;
15 Ο Βασιλεύς Δαβίδ ανεγνώρισε τον μεγάλο Θεοκράτη λέγοντας: «Σου η βασιλεία, Ιεχωβά, και συ είσαι ο υψούμενος ως κεφαλή υπεράνω πάντων.» (1 Χρον. 29:10, 11, ΜΝΚ) Τον καιρό που ο Δαβίδ μετέφερε την ιερή κιβωτό της διαθήκης σε μια σκηνή κοντά στον τόπο της διαμονής του στην Ιερουσαλήμ, συνέταξε ένα αναμνηστικό ψαλμό στον οποίο είπε: «Είπατε εν τοις έθνεσιν, Ο Ιεχωβά βασιλεύει.» (1 Χρον. 16:31· Ψαλμ. 96:10, ΜΝΚ) Αυτό συνέβη περίπου το έτος 1070 π.Χ.
16. (α) Όταν η Ιερουσαλήμ και ο ναός της κατεστράφησαν και η γη ερημώθηκε εβδομήντα χρόνια, τι συνέβη στη Θεοκρατία; (β) Τι θα έφερνε η αποκατάστασις της Μεσσιανικής Βασιλείας, και ως τότε σε ποια κατάστασι έπρεπε να συνεχίση ο λαός του Ιεχωβά;
16 Ύστερ’ από τετρακόσια εξήντα τρία χρόνια ο ναός της λατρείας του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ κατεστράφη από τους Βαβυλωνίους, και η Ιερουσαλήμ και η γη της Ιουδαίας ερημώθηκε επί εβδομήντα χρόνια όταν οι εξόριστοι κάτοικοί της ήσαν αιχμάλωτοι στη γη της Βαβυλώνος. Μήπως αυτό εσήμαινε ότι η θεοκρατία του Ιεχωβά πάνω στον εκλεκτό λαό του είχε παύσει να υπάρχη; Όχι! Διότι αυτός είναι Εκείνος ο οποίος αργότερα τους επανέφερε στη Θεόδοτη γη τους. Εκείνο που έπαυσε να υπάρχη ήταν η βασιλεία στη βασιλική γραμμή του Δαβίδ, και έτσι η Μεσσιανική βασιλεία του Θεού σε μια μικρογραφία ή μικρή κλίμακα είχε παύσει να λειτουργή. Στον ωρισμένο καιρό επρόκειτο ν’ αποκατασταθή η Μεσσιανική βασιλεία του Θεού. Η αποκατάστασίς της θα ωδηγούσε στην εγκαθίδρυσι μιας δικαίας νέας τάξεως. (Ιεζ. 21:25-27· Πράξ. 3:20, 21· 2 Πέτρ. 3:13) Εν τω μεταξύ ο λαός του Ιεχωβά για το Όνομά του θα εξακολουθούσε να παραμένη σε μια σχετική υποταγή στα έθνη και τις βασιλείες των.—Νεεμ. 9:36, 37· Λουκ. 21:24· Ρωμ. 13:1.
17. (α) Σύμφωνα με το εδάφιο Ησαΐας 52:7 όταν ο Ιεχωβά αποκατέστησε το λαό του στη γη τους, τι ανελάμβανε προφανώς Ιεχωβά; (β) Πώς είχε αναγγείλει ο Ιεχωβά την ιδιότητά του ως βασιλέως μέσω του Μαλαχία;
17 Συνεπώς, όταν ο Ιεχωβά επανέφερε τον λαό του στη γη τους το 537 π.Χ., ήταν ωσάν ο Ιεχωβά να ανελάμβανε και πάλι τη βασιλεία του επάνω σ’ αυτούς. Ήταν σαν ο Ιεχωβά να είχε στείλει μπροστά τον αγγελιαφόρο του στην ερημωμένη επίγεια οργάνωσί του, σε εκπλήρωσι του εδαφίου Ησαΐας 52:7, το οποίο λέγει: «Πόσον ωραίοι είναι επί των ορέων οι πόδες του ευαγγελιζομένου, του κηρύττοντος ειρήνην! του ευαγγελιζομένου αγαθά, του κηρύττοντος σωτηρίαν, του λέγοντος προς την Σιών, ο Θεός σου βασιλεύει!» Ως απόδειξις τούτου ο ναός ανοικοδομήθηκε πάλι στην Ιερουσαλήμ. Ύστερ’ από μερικές δεκαετίες, όταν ο Ιεχωβά ήγειρε τον προφήτη του Μαλαχία και εξήγησε γιατί οι Ισραηλίται έπρεπε ν’ αποδίδουν σ’ αυτόν την κατάλληλη λατρεία στον ναό του, είπε: «Διότι εγώ είμαι βασιλεύς μέγας, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων, και το όνομά μου είναι τρομερόν εν τοις έθνεσι.»—Μαλ. 1:14, ΜΝΚ.
18. (α) Στην επί του Όρους Ομιλία του πώς ο Ιησούς ανεγνώρισε τη βασιλική ιδιότητα του Ιεχωβά επάνω στον Ισραήλ; (β) Πώς έδειξε ότι επρόκειτο να λήξη;
18 Ακόμη και τον πρώτον αιώνα μ.Χ., όταν ο αληθινός Μεσσίας, ο Ιησούς Χριστός, ήταν στη γη, ανεγνώρισε τη βασιλική ιδιότητα του Ιεχωβά επάνω στον Ισραήλ, διότι, στην επί του Όρους Ομιλία του, είπε στους μαθητάς του: «Μη ομόσητε μηδόλως· μήτε εις τον ουρανόν, διότι είναι θρόνος του Θεού· μήτε εις την γην, διότι είναι υποπόδιον των ποδών αυτού· μήτε εις τα Ιεροσόλυμα, διότι είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως.» (Ματθ. 5:34, 35) Αλλά το έτος 33 μ.Χ. ο Ιησούς έδειξε ότι η θεοκρατία του Ιεχωβά στον Ισραήλ επρόκειτο να λήξη. Αυτό συνέβη στην Ιερουσαλήμ, όταν είπε σ’ εκείνη την πόλι σχετικά με το ναό της: «Ιδού, αφίνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος.» Κατόπιν, λίγο αργότερα, προείπε την καταστροφή αυτού του οίκου λατρείας.—Ματθ. 23:37 έως 24:22.
19. Ήσαν ακόμη οι Ισραηλίται κάτω από τον Θεοκρατικό Νόμο την εποχή εκείνη, και τι δείχνει αν ήσαν;
19 Την εποχή εκείνη οι Ισραηλίται στους οποίους εκήρυττε ο Ιησούς Χριστός τη βασιλεία του Θεού ήσαν ακόμη κάτω από τη Θεοκρατική διαθήκη του Νόμου στην οποία ο προφήτης Μωυσής είχε μεσιτεύσει για τους πατέρες των στο Όρος Σινά. Την επομένη ημέρα του Πάσχα, που εωρταζόταν στην Ιερουσαλήμ κάτω από τον Θεοκρατικό Νόμο, ο Ιησούς Χριστός είχε θανατωθή ως ο αντιτυπικός Πασχαλινός Αμνός και είχε ταφή. Αλλά, επειδή δεν ήταν ψεύτικος Χριστός, αλλά ήταν ο αληθινός Μεσσίας, ανεστήθη εκ νεκρών την τρίτη ημέρα σε ουράνια ζωή. Την τεσσαρακοστή ημέρα από τότε, όταν ο Ιησούς Χριστός υλοποιήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητάς του για τελευταία φορά, αυτοί τον ερώτησαν: «Κύριε, τάχα εν τω καιρώ τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν εις τον Ισραήλ;» (Πράξ. 1:1-6) Εφόσον ο Ιησούς Χριστός δεν είχε εμφανισθή τότε στην ουρανία παρουσία του Θεού για τη νέα διαθήκη, οι φυσικοί περιτετμημένοι Ισραηλίται εξακολουθούσαν να είναι κάτω από τη Θεοκρατική διαθήκη του Νόμου η οποία είχε εγκαινιασθή στο Όρος Σινά. Αυτό αλήθευε μολονότι εκείνοι οι Ισραηλίται δεν ήσαν τότε κάτω από τη Μεσσιανική βασιλεία στη βασιλική γραμμή του Δαβίδ. Εν τούτοις, η θεοκρατία του Ιεχωβά επάνω σ’ αυτούς επρόκειτο να λήξη.
20. Πότε ήλθε η απόδειξις ότι μια νέα διαθήκη είχε εγκαθιδρυθή, και πώς και σε ποιους;
20 Ύστερ’ από δέκα μέρες οι Ισραηλίται είχαν συγκεντρωθή στην Ιερουσαλήμ για να εορτάσουν την εορτή της Πεντηκοστής σύμφωνα με την θεοκρατική διαθήκη του Νόμου του Όρους Σινά. Τότε, λίγο πριν από την ενάτη πρωινή ώρα της 6ης του μηνός Σιβάν, κατά το Ιουδαϊκό ημερολόγιο, ήλθε η ορατή και ακουστή απόδειξις ότι ο Ιησούς Χριστός είχε εμφανισθή στην παρουσία του Ιεχωβά Θεού στους ουρανούς και είχε εφαρμόσει την αξία της τελείας ανθρωπίνης θυσίας του για μια νέα διαθήκη. Ήταν η «νέα διαθήκη» σύμφωνα με την υπόσχεσι που είχε δοθή στα εδάφια Ιερεμίας 31:31-34 και που είχε αναφέρει ο Ιησούς Χριστός όταν εγκαινίασε τον εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου την νύχτα που προηγήθηκε του Πάσχα. (1 Κορ. 11:23-26· Λουκ. 22:14-20) Η απόδειξις τούτου ήταν η έκχυσις του αγίου πνεύματος του Θεού από τον ουρανό. Επάνω σε ποιους; Όχι επάνω στους Ισραηλίτας που εώρταζαν την εορτή της Πεντηκοστής στο ναό της Ιερουσαλήμ, αλλά επάνω στους πιστούς μαθητάς του Μεσσία, του Ιησού Χριστού, εκατόν είκοσι περίπου απ’ αυτούς, που ήσαν συγκεντρωμένοι σ’ ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ. Έτσι σ’ αυτούς τους μαθητάς εκπληρώθηκε η προφητεία των εδαφίων Ιωήλ 2:28, 29.
21, 22. (α) Με ποιο έθνος είχε εγκαθιδρυθή η νέα διαθήκη; (β) Τι εσήμαινε αυτό για τη Θεοκρατία του Ιεχωβά, και σε αρμονία μ’ αυτό το γεγονός τι είπε ο Πέτρος σε χιλιάδες Ιουδαίους την ημέρα της Πεντηκοστής;
21 Αυτό εσήμαινε ότι εκείνοι οι μαθηταί ήσαν τώρα στην «νέα διαθήκη» μέσω ενός Μεσίτου μεγαλυτέρου από τον Μωυσή, δηλαδή, του Ιησού Χριστού. Με το να έχουν αναγεννηθή μέσω του πνεύματος του Θεού για να είναι πνευματικά τέκνα του, έγιναν πνευματικοί Ισραηλίται. Αυτό εσήμαινε, επίσης, ότι η Θεοκρατία του Ιεχωβά είχε μεταφερθή από το έθνος του φυσικού περιτετμημένου Ισραήλ σ’ αυτό το νέο «άγιον έθνος» του πνευματικού Ισραήλ, «του Ισραήλ του Θεού.» (1 Πέτρ. 2:9· Ρωμ. 2:28, 29· 8:15-17· Γαλ. 6:16) Έτσι η παλαιά Διαθήκη του Νόμου με τον φυσικό Ισραήλ είχε καταργηθή, έπαυσε να ισχύη. (Εφεσ. 2:15, 16· Κολ. 2:13, 14· Ρωμ. 7:4-6) Σε αρμονία με τη Θεοκρατία του Ιεχωβά που ίσχυε τώρα στους μαθητάς του Ιησού Χριστού, ο απόστολος Πέτρος είπε στις χιλιάδες των Ιουδαίων οι οποίοι είχαν ελκυσθή από τη θαυματουργική έκχυσι του αγίου πνεύματος του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού:
22 «Ο Δαβίδ δεν ανέβη εις τους ουρανούς· λέγει όμως αυτός, ‘Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.’ Βεβαίως λοιπόν ας εξεύρη πας ο οίκος του Ισραήλ, ότι ο Θεός Κύριον και Χριστόν έκαμεν αυτόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε.»—Πράξ. 2:34-36.
ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
23, 24. (α) Όταν ο Ιησούς ήταν στη γη ποιους ανεγνώρισε ως την εκκλησία του Ιεχωβά; Και πώς το απέδειξε αυτό; (β) Πότε εγκαθίδρυσε ο Ιησούς τη Μεσσιανική εκκλησία, και τι λέγει γι’ αυτήν το εδάφιο Πράξεις 5:11;
23 Όπως ο Βασιλεύς Δαβίδ της παλαιάς εποχής, ο Ιησούς Χριστός όταν ήταν στη γη ανεγνώρισε το έθνος των φυσικών περιτετμημένων Ισραηλιτών ως την εκκλησία του Ιεχωβά Θεού. (Ψαλμ. 22:22, 23· Εβρ. 2:12· Ματθ. 18:17) Επομένως, όταν ο Ιησούς ήταν στη γη και κάτω από τη Θεοκρατική Διαθήκη του Νόμου, δεν είχε εγκαθιδρύσει μια ανταγωνιστική εκκλησία. Αλλά είχε υπ’ όψιν να εγκαθιδρύση μια Μεσσιανική εκκλησία όταν θα είχε τεθή σε ισχύ η «νέα διαθήκη,» που είχε προλεχθή, με την παρουσίασι της θυσιαστικής του αξίας στον Ιεχωβά Θεό στον ουρανό. Γι’ αυτό ο Ιησούς, λιγώτερο από ένα χρόνο πριν από το θυσιαστικό θάνατό του και την ανάστασί του, είπε απαντώντας στην ομολογία του αποστόλου Πέτρου, «Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος,» τα εξής λόγια: «Συ είσαι Πέτρος, και επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου· και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ’ αυτής.»—Ματθ. 16:16-18.
24 Το επόμενο έτος ο Ιησούς Χριστός πράγματι εγκατέστησε αυτή την εκκλησία την ημέρα της Πεντηκοστής (6 Σιβάν, 33 μ.Χ.) ενεργώντας ως ο κύριος αντιπρόσωπος του Ιεχωβά στην έκχυσι του αγίου πνεύματος επάνω στους μαθητάς του. (Πράξ. 2:32, 33) Ύστερ’ απ’ αυτό διαβάζομε για τη Μεσσιανική ή Χριστιανική εκκλησία. Παραδείγματος χάριν, στο εδάφιο Πράξεις 5:11, διαβάζομε για την εκκλησία της Ιερουσαλήμ: «Και επέπεσε φόβος μέγας εφ’ όλην την εκκλησίαν, και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.»—Πράξ. 8:1.
25. (α) Τι είδους οργάνωσις έπρεπε να είναι η Χριστιανική εκκλησία; (β) Σε ποιον ανήκε ο αρχαίος Ισραήλ, και γιατί, και σε ποιον ανήκει η Χριστιανική εκκλησία, και γιατί;
25 Όπως η αρχαία εκκλησία του φυσικού Ισραήλ ήταν μια θεοκρατική οργάνωσις, έτσι η εκκλησία του πνευματικού Ισραήλ θα ήταν και πρέπει να είναι μια θεοκρατική οργάνωσις. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, είναι ο Υπέρτατος Άρχων της. Αυτό επίσης εξηγεί γιατί εκείνα που συνέβησαν στην αρχαία εκκλησία του Ισραήλ μπορεί να λεχθή ότι έχουν συμβή τυπικώς ή ως «παραδείγματα» για τη Χριστιανική εκκλησία του Ιεχωβά. (1 Κορ. 10:6, 11) Ο Ιεχωβά είχε ελευθερώσει τον αρχαίο Ισραήλ από τη δουλεία και τον θάνατο στην Αίγυπτο βάσει του αίματος του Πασχαλίου αμνού και κατόπιν από τον θάνατο στην Ερυθρά Θάλασσα στη διάρκεια της φυγής των από τα Αιγυπτιακά στρατεύματα που τους κατεδίωκαν. Μπορούσε να πη στον αρχαίο Ισραήλ: «Εμού είσαι.» (Ησ. 43:1) Με τον ίδιο τρόπο, η Χριστιανική εκκλησία έγινε δική Του με το εκχυθέν αίμα του αντιτυπικού Πασχαλίου Αμνού, του Ιησού Χριστού, ‘του Χριστού που εθυσιάσθη το Πάσχα ημών.’ (Ιωάν. 1:29, 36· 1 Κορ. 5:7) Ορθώς ο Χριστιανός απόστολος Παύλος μίλησε γι’ αυτήν ως «την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε διά του αίματος του ιδίου αυτού Υιού.»—Πράξ. 20:28, Κριτικόν Κείμενον, Υποσημείωσις.
26. (α) Επειδή ήταν απόκτημα τίνος αυτό το «άγιον έθνος» είχε τι είδους άρχοντα επάνω του, και ο προφήτης Ησαΐας το τονίζει αυτό προφητικώς; (β) Τι είδους διαθήκη ήταν η νέα διαθήκη, και γιατί;
26 Εφόσον η εκκλησία είναι ένα «έθνος άγιον, λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός,» είναι ιδιοκτησία του Ιεχωβά και Αυτός είναι ο αναμφισβήτητος Άρχων της. Είναι ο Άρχων Θεός, ο Θεοκράτης. (1 Πέτρ. 2:9· Έξοδ. 19:5, 6) Η θεοκρατική θέσις του Ιεχωβά Θεού απέναντι στην εκκλησία προλέγεται από τα λόγια του προφήτου Ησαΐα σχετικά με τον αρχαίο Ισραήλ: «Ο Ιεχωβά είναι ο κριτής ημών· ο Ιεχωβά είναι ο νομοθέτης ημών· ο Ιεχωβά είναι ο βασιλεύς ημών· αυτός θέλει σώσει ημάς.» (Ησ. 33:22, ΜΝΚ) Ενεργώντας με όλες αυτές τις ιδιότητες, εγκαθίδρυσε τη διαθήκη του Νόμου με τον αρχαίο Ισραήλ μέσω του προφήτου Μωυσέως ως μεσίτου. Μέσω ενός Μεσίτου μεγαλυτέρου από τον Μωυσή, δηλαδή, μέσω του Ιησού Χριστού, ο Ιεχωβά έχει εγκαθιδρύσει τη νέα διαθήκη με τη Χριστιανική εκκλησία των πνευματικών Ισραηλιτών. (1 Τιμ. 2:5, 6) Ως Θεοκρατικός Άρχων, ο Ιεχωβά λέγει στη νέα διαθήκη: «Θέλω θέσει τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών, και θέλω γράψει αυτόν εν ταις καρδίαις αυτών· και θέλω είσθαι Θεός αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου.» (Ιερεμ. 31:33· Εβρ. 8:7-10) Έτσι ήταν μια θεοκρατική νέα διαθήκη.
27. Πώς ο Ιεχωβά έδειξε τη θεοκρατική δύναμί του και το δικαίωμά του απέναντι στη Χριστιανική εκκλησία, και ποια ευθύνη γι’ αυτήν ανέλαβε η κεφαλή της;
27 Ό απόστολος Παύλος καλώντας την προσοχή στη θεοκρατική δύναμι και το δικαίωμα του Ιεχωβά να κάνη τους διορισμούς ανθρώπων μέσα στην οργάνωσί του, γράφει: «Πάντα υπέταξεν [δηλαδή ο Ιεχωβά] υπό τους πόδας αυτού [δηλαδή, τους πόδας του Χριστού]· και έδωκεν αυτόν κεφαλήν υπεράνω πάντων εις την εκκλησίαν, ήτις είναι το σώμα αυτού.» «Και ο Χριστός [είναι] κεφαλή της εκκλησίας, και αυτός είναι σωτήρ του σώματος.» «Η εκκλησία υποτάσσεται εις τον Χριστόν.» (Εφεσ. 1:22, 23· 5:23, 24) Συνεπώς, ο Ιησούς Χριστός έχει την ευθύνη υπό τον Θεό να κάνη εκλογή και διορισμούς στην εκκλησία.
28. Πώς ο Ιησούς εξεπλήρωσε αυτή την ευθύνη σχετικά με την ίδρυσι της εκκλησίας, και πώς αυτή αύξησε θαυματουργικά την ημέρα της ιδρύσεώς της;
28 Αποβλέποντας στην ίδρυσι της εκκλησίας των πνευματικών Ισραηλιτών, ο Ιησούς πέρασε μια νύχτα προσευχόμενος στον Θεό και κατόπιν εξέλεξε δώδεκα αποστόλους. (Λουκ. 6:12-16· Μάρκ. 3:13-19) Είπε στους πιστούς αποστόλους του: «Σεις δεν εξελέξατε εμέ, αλλ’ εγώ εξέλεξα εσάς, και σας διέταξα, διά να υπάγητε σεις και να κάμητε καρπόν, και ο καρπός σας να μένη.» (Ιωάν. 15:16) Ο Ιησούς εγνώριζε ότι ο αρχαίος Ισραήλ ο οποίος είχε απαρτισθή από δώδεκα φυλές, αποτελείτο από απογόνους των δώδεκα υιών του Ιακώβ, ο οποίος είχε μετονομασθή Ισραήλ. (Γέν. 49:28, 33· Πράξ. 7:8) Σε αντιστοιχία μ’ αυτήν την προφητική εικόνα ύστερ’ από το θάνατο του Ιησού Χριστού και την ανάστασί του και την ανάληψί του στον ουρανό, η εκκλησία του πνευματικού Ισραήλ έκαμε έναρξι την ημέρα της Πεντηκοστής με δώδεκα ορατά και απτά θεμέλια, δηλαδή, τους δώδεκα αποστόλους. (Πράξ. 1:13, 24-26· 2:1, 37) Την ημέρα εκείνη η εκκλησία άρχισε με εκατόν είκοσι περίπου μέλη και θαυματουργικά αύξησε σε τρεις περίπου χιλιάδες.—Πράξ. 1:15· 2:37-41.
29. (α) Πώς η εκκλησία έδειξε ότι ανεγνώριζε τους δώδεκα αποστόλους ως τα ιδρυτικά μέλη; (β) Ποια όρασι είχε ο Ιωάννης όσον αφορά τη σχέσι των αποστόλων με το σύνολο της εκκλησίας;
29 Όλα εκείνα τα μέλη της εκκλησίας, τα αρχικά καθώς και τα νέα που είχαν προστεθή, ανεγνώριζαν τους δώδεκα αποστόλους ως τα ιδρυτικά μέλη του πνευματικού Ισραήλ. Αυτό είναι έκδηλο από το γεγονός που διαβάζομε στις Πράξεις 2:42, 43: «Και ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, . . . Κατέλαβε δε πάσαν ψυχήν φόβος· και πολλά τεράστια και σημεία εγίνοντο διά των αποστόλων.» Η σχέσις αυτών των αποστόλων με το σύνολον της εκκλησίας των πνευματικών Ισραηλιτών εξεικονίζεται στην όρασι που είδε ο απόστολος Ιωάννης για τη νύμφη του Χριστού, τη Νέα Ιερουσαλήμ, σχετικά με την οποία διαβάζομε: «Και είχε τείχος μέγα και υψηλόν· είχε και δώδεκα πυλώνας, και εις τους πυλώνας, δώδεκα αγγέλους, και ονόματα επιγεγραμμένα, τα οποία είναι των δώδεκα φυλών των υιών Ισραήλ. . . . Και το τείχος της πόλεως είχε θεμέλια δώδεκα, και εν αυτοίς τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου.»—Αποκάλ. 21:1, 2, 12-14.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε σελίδες 90, 91 του βιβλίου «Η Οδός προς τον Πολιτισμό,» που εξεδόθη το 1937, υπό Χέκελ και Σίγκμαν.
[Εικόνα στη σελίδα 167]
Όταν οι άνδρες του Ισραήλ θέλησαν να κάμουν τον Γεδεών βασιλέα, εκείνος παρέμεινε πιστός στη θεοκρατία, λέγοντας: «Ο Ιεχωβά θέλει είσθαι άρχων εφ’ υμάς.»