Ευφραίνεσθε στην Υπηρεσία σας στον Ιεχωβά
«Δουλεύσατε εις τον Ιεχωβά εν ευφροσύνη· έλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει.»—Ψαλμ. 100:2, ΜΝΚ.
1, 2. Πώς εκζητείται συχνά η ευτυχία και ποια ήταν η άποψις του Ιησού ως προς το τι φέρνει ευτυχία;
ΘΕΛΕΤΕ να είσθε ευτυχείς; ‘Φυσικά,’ μπορεί ν’ απαντήσετε, ‘αυτό δεν θέλουν όλοι’; Πολλοί άνθρωποι επιδιώκουν την ευτυχία σε όλη τη ζωή τους, αλλά η πλειονότης των κατοίκων της γης ποτέ δεν βρίσκει πραγματικά εκείνη την εσωτερική ειρήνη, την ευχαρίστησι και τη χαρά που χαρακτηρίζουν την αληθινή διαρκή ευτυχία. Πολλοί άνθρωποι, πιστεύοντας ότι τα υλικά πράγματα θα τους κάνουν ευτυχείς, προσπαθούν με ζήλο ν’ αποκτήσουν περισσότερα υπάρχοντα. Αλλά μήπως η επιδίωξις υλικών πραγμάτων είναι ο τρόπος για να βρη κανείς διαρκή ευτυχία; Αν όχι, πώς μπορεί να βρεθή η ευτυχία;
2 Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι δύσκολο ν’ απαντηθούν όταν κατανοήσωμε ότι η μόνιμη ευτυχία δεν εξαρτάται πρωτίστως από τις φυσικές περιστάσεις. Στην επί του Όρους Ομιλία του Ιησού, οι «μακαρισμοί» δεν κάνουν μνεία για υλικά αποκτήματα. Αντιθέτως, ο Ιησούς είπε: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι (οι έχοντες συναίσθησιν της πνευματικής των ανάγκης, ΜΝΚ)· . . . Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην . . . Μακάριοι οι ελεήμονες . . . Μακάριοι οι ειρηνοποιοί.»—Ματθ. 5:3-9.
3. Είναι πραγματικά δύσκολο να βρεθή η οδός της αληθινής χαράς και ευτυχίας;
3 Όσο ασύλληπτη και αν πιστεύουν μερικοί ότι είναι η ευτυχία και η αληθινή χαρά, εν τούτοις δεν βρίσκεται μακρυά διότι είναι στενά συνδεδεμένη με την αγνή λατρεία του Δημιουργού, του Ιεχωβά Θεού. Αυτός αποκαλείται ‘μακάριος Θεός’ και, εφόσον έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του, υπονοείται ότι θέλει να είμεθα κι εμείς ευτυχείς. (1 Τιμ. 1:11· Γεν. 1:27) Μας διευκολύνει να διαπιστώσωμε ποιος είναι ο σκοπός του για μας, και τι πρέπει να κάνωμε. Ο απόστολος Παύλος είπε σε μια ομάδα Αθηναίων φιλοσόφων ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον και ότι επιθυμεί να «ψηλαφήσωσιν αυτόν [οι άνθρωποι] και να εύρωσιν, αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών.»—Πράξ. 17:26, 27.
Η ΑΠΟΨΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΦΕΡΝΕΙ ΧΑΡΑ
4. Γιατί μπορούμε να βασισθούμε στη συμβουλή του Ιησού ότι ένα άτομο δεν πρέπει να είναι γεμάτο από ανησυχίες και μέριμνες για τα υλικά πράγματα;
4 Σ’ αυτόν τον κόσμο, πολλοί διαπιστώνουν ότι χρειάζεται αγώνας για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για τη ζωή. Αλλά είναι κατ’ ανάγκην έτσι; Πραγματικά, απαιτείται εργασία για ν’ αποκτηθούν τα προς το ζην. Αλλ’ ο Ιησούς Χριστός ετόνισε ότι η υπερβολική μέριμνα και η ενασχόλησις σε μια ανήσυχη επιδίωξι ικανοποιήσεως των αναγκών μας δεν είναι απαραίτητη. (Ματθ. 6:25) Ο Ιησούς εγνώριζε τι έλεγε, διότι αυτός είχε υπηρετήσει ως ένας εκπρόσωπος του Πατρός του για τη δημιουργία του ανθρωπίνου γένους από την αρχή. (Κολ. 1:15, 16) Είχε παρατηρήσει τη φροντίδα και τις προμήθειες του Θεού για κείνους που Τον υπηρετούσαν και μπορούσε να συμφωνήση με τη δήλωσι του Δαβίδ: «Νέος ήμην και ήδη εγήρασα, και δεν είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτον.»—Ψαλμ. 37:25.
5. Ήσαν οι οικονομικές συνθήκες πιο εύκολες στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του Ιησού και μετά απ’ αυτήν, απ’ όσο είναι στην εποχή μας, έτσι ώστε τα λόγια του Ιησού να μπορούν να εφαρμοσθούν με λιγώτερη έμφασι σ’ εμάς σήμερα;
5 Ο Ιησούς ήλθε στο Ιουδαϊκό έθνος σ’ έναν καιρό αναταραχής. Εγνώριζε ότι θα ήρχοντο όλο και πιο δύσκολοι καιροί σε λίγα χρόνια. Μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι ως ο ύψιστος εκπρόσωπος του Θεού στον λαό, έδωσε σοβαρές, ειλικρινείς συμβουλές, όταν είπε: «Μη μεριμνήσητε λοιπόν λέγοντες, Τι να φάγωμεν ή τι να πίωμεν ή τι να ενδυθώμεν; Διότι πάντα ταύτα ζητούσιν οι εθνικοί· επειδή εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι έχετε χρείαν πάντων τούτων. Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.»—Ματθ. 6:31-33.
6. Μπορεί εκείνος που εμπιστεύεται στον Θεό για τις ανάγκες του, να καθήση και να περιμένη να φροντίση ο Θεός γι’ αυτές;
6 Ο Ιησούς εγνώριζε ότι ο Πατήρ του ήταν ο ζων Θεός, ικανός και πρόθυμος να χρησιμοποιήση την ανώτερη δύναμί του για να φροντίση εκείνον που τον υπηρετεί ακολουθώντας τον λόγο της αληθείας του. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός θα τρέφη και θα ενδύη τον δούλο του χωρίς προσπάθεια από μέρους του ατόμου. Ο δούλος του Θεού πρέπει να έχη ισορροπημένη άποψι, εργαζόμενος για τα προς ζωήν αναγκαία, αλλά χωρίς να το κάνη αυτό αποκλειστική επιδίωξί του. Πρέπει να ζητή να μάθη τι θέλει ο Θεός να κάνη ερευνώντας τον λόγο του Θεού. Πρέπει πρωτίστως να φροντίζη για το πνευματικό μέρος της ζωής του. Τότε ο Θεός θα κάνη το μέρος του, ενισχύοντας το άτομο ν’ αποκτήση ό,τι χρειάζεται.—Φιλιππ. 4:19.
ΟΙ ΠΡΩΤΙΣΤΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΧΑΡΑ
7. Ποια είναι πιθανόν η πρώτιστη ευτυχία για ένα άτομο που μαθαίνει την αλήθεια;
7 Αυτή η διαβεβαίωσις εκ μέρους του Θεού ότι η υπόσχεσίς του είναι αληθινή αποτελεί μια πηγή ευτυχίας. Οι μεγαλύτερες χαρές είναι αυτές: Πρώτον η κατανόησις του σκοπού του Θεού για τη γη και το ανθρώπινο γένος και η θέσις που κατέχει το άτομο σ’ αυτόν τον σκοπό. Αυτό δίνει στόχο, σκοπό στη ζωή, πράγματα που είναι πιο σπουδαία για την ευτυχία από τα απλά υλικά αποκτήματα.
8. Πώς εφαρμόζονται σε μας σήμερα τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην 1 προς Τιμόθεον 4:8;
8 Έπειτα, το να ζη κανείς σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Θεού τον απαλλάσσει από πολλούς φόβους και κινδύνους. Εκείνοι που φροντίζουν κατάλληλα για τις οικογένειές των και υλικά και πνευματικά, έχουν χαρά, διότι έχουν γενικά πιο ευτυχισμένες οικογενειακές σχέσεις. Τα τέκνα των μεγαλώνουν μ’ ένα σκοπό στη ζωή. Είναι πολύ πιο εύκολο για τα μέλη μιας τέτοιας οικογενείας να διακρίνουν πόσο μάταιο είναι ν’ αναζητούν απολαύσεις στα ναρκωτικά, στις ανήθικες συναναστροφές και στην επιδίωξι σκοπών οι οποίοι δεν έχουν διαρκή ανταμοιβή. Έτσι αποφεύγουν πολλές ασθένειες, διανοητικές και σωματικές, που προέρχονται από τον χαλαρό, σπάταλο και μη πραγματικό τρόπο ζωής που επιδιώκουν πολλοί άνθρωποι σήμερα. Σχετικά μ’ αυτό, ο απόστολος Παύλος είπε: «Η ευσέβεια είναι προς πάντα ωφέλιμος, έχουσα επαγγελίαν της παρούσης ζωής και της μελλούσης.»—1 Τιμ. 4:8.
9. Εκτός από τις χαρές που ήδη ελέχθησαν, ποια άλλη χαρά έχει ένας που έρχεται σε γνώσι της αληθείας και την ακολουθεί;
9 Επίσης, υπάρχει μια πραγματική αδελφοσύνη μεταξύ εκείνων που υπηρετούν τον Θεό. Αυτοί μπορεί να μη βρίσκουν πάντοτε εύνοια από τους συγγενείς. Μπορεί να χάσουν φίλους, αλλά όπως υποσχέθηκε ο Ιησούς: «Δεν είναι ουδείς όστις, αφήσας οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, δεν θέλει λάβει εκατονταπλασίονα τώρα εν τω καιρώ τούτω, οικίας και αδελφούς και αδελφάς και μητέρας και τέκνα και αγρούς μετά διωγμών, και εν τω ερχομένω αιώνι ζωήν αιώνιον.»—Μάρκ. 10:29, 30.
10. Ποια είναι μια μεγάλη ευτυχία που μπορούν να έχουν μόνο όσοι κηρύττουν τα αγαθά νέα;
10 Μια κορυφαία ευτυχία της ζωής που διάγει κανείς σύμφωνα με την Αγία Γραφή είναι η χαρά του να βοηθή άλλους. Αντίθετα με τη γενική εντύπωσι ότι υπάρχει χαρά στην απόκτησι, ο Υιός του Θεού είπε τα εξής: «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» (Πράξ. 20:35) Εκείνοι που αφιέρωσαν τη ζωή τους να βοηθούν τους συνανθρώπους των στον τομέα της ιατρικής, στην εκπαίδευσι και σε παρόμοιες προσπάθειες, βρήκαν ένα μέτρο ικανοποιήσεως και χαράς. Αλλά αυτές οι χαρές δεν εξισώνονται με τη χαρά της υποβοηθήσεως των συνανθρώπων να έλθουν σε επίγνωσι του Θεού. Αυτό συμβαίνει διότι η γνώσις των οδών του Θεού και των οδηγιών του βοηθούν περισσότερο από έναν πρόσκαιρο τρόπο—αλλά σ’ όλη αυτή τη ζωή και δίνουν ελπίδα για μια μελλοντική ζωή. Μαθαίνοντας την αλήθεια, οι άνθρωποι μαθαίνουν πώς, με τη βοήθεια του Θεού να διάγουν τη ζωή τους, να λύουν και ν’ αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους. Κατόπιν κι αυτοί θα μπορούν να βοηθούν άλλους να μάθουν την οδό της ζωής την οποία προμηθεύει η Αγία Γραφή. Όλα αυτά αυξάνουν τη χαρά εκείνου που διδάσκει τα αγαθά νέα, διότι διακρίνει την καρποφορία του έργου του στην επέκτασι των αγαθών νέων σε μια περιοχή ευρύτερη από εκείνη που θα μπορούσε ο ίδιος να καλύψη. Η πρώτη εκκλησία της Θεσσαλονίκης αποτελεί παράδειγμα σχετικά μ’ αυτό.—1 Θεσσ. 1:8, 9.
11. Περιγράψτε τη χαρά που είχαν ο Παύλος και ο Σίλας ενόσω υφίσταντο διωγμό στους Φιλίππους.
11 Αν μπορούμε να φέρωμε χαρά στους άλλους, αυτό έχει ως αποτέλεσμα και μια ικανοποιητική χαρά για μας. Ασφαλώς ο Παύλος και ο Σίλας εξεπλάγησαν και εχάρησαν όταν ο Ιεχωβά θαυματουργικά διέρρηξε τις θύρες του δεσμωτηρίου στο οποίο εκρατούντο, στην Μακεδόνικη πόλι των Φιλίππων. Αλλά φαντασθήτε τη χαρά που είχαν όταν ο δεσμοφύλαξ, κατανοώντας ότι αυτοί οι άνθρωποι εκπροσωπούσαν τον Ύψιστο Θεό, τους έβγαλε από το κελλί του δεσμωτηρίου και ερώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάμω δια να σωθώ;» Ο Παύλος και ο Σίλλας μπόρεσαν τότε να εξηγήσουν τους σκοπούς του Θεού μέσω του Χριστού, και το αποτέλεσμα ήταν ότι «εβαπτίσθη ευθύς αυτός και πάντες οι αυτού, . . . και ευφράνθη πανοικί πιστεύσας εις τον Θεόν.»—Πράξ. 16:25-34.
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΔΕΝ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΑΝΤΙΩΣΙ ΝΑ ΦΘΕΙΡΗ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΩΝ
12. Γιατί δεν πρέπει ν’ απογοητευώμεθα επειδή μερικοί εναντιώνονται στην αλήθεια και μας ονειδίζουν;
12 Μερικοί άνθρωποι όμως, δεν χαίρονται όταν ακούουν για την αλήθεια, και αυτοί τείνουν ν’ αμαυρώσουν τη χαρά εκείνου που κηρύττει τα αγαθά νέα. Αυτοί μπορεί ακόμη και να καταπολεμούν τη διάδοσι των αγαθών νέων και να προσπαθούν να φέρουν δυσκολίες στον κήρυκα κακοπαριστάνοντας τον ίδιον και τα ελατήριά του. Αυτό συνέβη στον απόστολο Παύλο. Εν τούτοις, ο Παύλος, όταν ήταν στη φυλακή της Ρώμης έγραψε πάλι στην εκκλησία των Φιλίππων, λέγοντας: «Τινές μεν και δια φθόνον και δια έριδα, τινές δε και από καλής θελήσεως κηρύττουσι τον Χριστόν· οι μεν κηρύττουσιν εξ αντιζηλίας τον Χριστόν, ουχί εν καθαρότητι, νομίζοντες ότι προσθέτουσι θλίψιν εις τα δεσμά μου· οι δε εξ αγάπης, εξεύροντες ότι είμαι τεταγμένος εις απολογίαν του ευαγγελίου. Τι λοιπόν; πλην κατά πάντα τρόπον, είτε επί προφάσει είτε τη αλήθεια, ο Χριστός κηρύττεται· και εις τούτο χαίρω αλλά και θέλω χαίρει.» Και προσέθεσε, «και μη φοβιζόμενοι εις ουδέν από των εναντίων, το οποίον εις αυτούς μεν είναι ένδειξις απωλείας, εις εσάς δε σωτηρίας, και τούτο από Θεού.»—Φιλιππ. 1:15-18, 28.
13. Πώς αντέδρασαν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ αντιμετωπίζοντας τον εκεί σκληρό διωγμό;
13 Σε μια προγενέστερη περίπτωσι, λίγο πριν από την Πεντηκοστή του έτους 33 μ.Χ., ο αρχιερεύς και οι Σαδδουκαίοι «επλήσθησαν ζήλου» από τη δημοσία μαρτυρία των αποστόλων, ιδιαίτερα για το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι τους άκουαν και πίστευαν. Τους έβαλαν σε δημόσια φυλακή. Απ’ εκεί ελευθερώθηκαν από έναν άγγελο και συνελήφθησαν αργότερα. Οι θρησκευτικοί άρχοντες, όταν άκουσαν την απολογίαν των, «έτριζον τους οδόντας και εβουλεύοντο να θανατώσωσιν αυτούς.» Αλλ’ όταν ένας Φαρισαίος ονομαζόμενος Γαμαλιήλ που έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως τους προειδοποίησε: «Αφήσατε αυτούς . . . και προσέχετε μήπως ευρεθήτε και θεομάχοι,» αυτοί απλώς εμαστίγωσαν τους αποστόλους και τους διέταξαν να παύσουν να κηρύττουν. Μήπως αυτή η απειλή με θάνατο τους αποθάρρυνε κάνοντάς τους να χάσουν τη χαρά τους; Εντελώς το αντίθετο, αυτοί «ανεχώρουν . . . χαίροντες ότι υπέρ του ονόματος αυτού ηξιώθησαν να ατιμασθώσι. Και πάσαν ημέραν εν τω ιερώ και κατ’ οίκον δεν έπαυον διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι τον Ιησούν Χριστόν.»—Πράξ. 5:12-42.
14. Μπορούμε να υπολογίζωμε σε τόση βοήθεια από τον Θεό όσο και η Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνος;
14 Σ’ αυτή την περίπτωσι και σε άλλες, ο Θεός επενέβη θαυματουργικά και έκαμε φανερό ότι υπεστήριζε το έργο της διακηρύξεως των αγαθών νέων. (Πράξ. 12:1-11) Υποστηρίζει τα αγαθά νέα και σήμερα επίσης, καθώς ο Χριστός και οι άγγελοί του επιβλέπουν το έργο. Στους συγχρόνους καιρούς οι δούλοι του Ιεχωβά έλαβαν πείρα θαυμαστών απελευθερώσεων. Είδαν το έργο της διακηρύξεως των αγαθών νέων να επεκτείνεται σε περιοχές που έως τώρα ήταν αδύνατον να πλησιασθούν. Ο Θεός, με το πνεύμα του, προσήλκυσε στην αλήθεια άτομα που ήσαν άλλοτε σκληροί εναντιούμενοι, υπενθυμίζοντάς μας έτσι τη μεταστροφή του Σαούλ, ο οποίος κατέληξε να γίνη ο απόστολος Παύλος. (Πράξ. 9:1-16) Τα σύγχρονα παραδείγματα δεν είναι τόσο φανερώς θαυματουργικά όσο εκείνα που έγιναν στην πρώτη εκκλησία. Εν τούτοις, οι δούλοι του Θεού μπορούν να διακρίνουν την παντοδυναμία που είναι πίσω από αυτές τις περιπτώσεις—τα «θαύματα» του Ιεχωβά.—Γαλ. 3:5.
15. Επιζητούν οι Χριστιανοί τον διωγμό, και ποιος είναι ο λόγος που αντιμετωπίζουν δυσάρεστες καταστάσεις;
15 Μ’ αυτή την ισχυρή δύναμι που τους υποστηρίζει, εκείνοι που αληθινά υπηρετούν τον Ιεχωβά δεν παραλύουν από φόβο, ούτε αποθαρρύνονται ως το σημείο να εγκαταλείψουν τη δράσι των λόγω της αδιαφορίας των ανθρώπων στους οποίους ομιλούν. Πραγματικά, αυτοί γνωρίζουν τους λόγους του Ιησού προς τους ακολούθους του: «Και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου.» Επίσης ενθυμούνται την ειδοποίησι του αποστόλου Παύλου ότι «πάντες δε οι θέλοντες να ζώσιν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού θέλουσι διωχθή.» (Ματθ. 10:22· 2 Τιμ. 3:12) Οι Χριστιανοί δεν ζητούν ούτε επιθυμούν τον διωγμό, ούτε τους αρέσουν αυτές οι καταστάσεις, αλλά τις αντιμετωπίζουν όταν τους παρουσιάζωνται, γνωρίζοντας ότι η εγκαρτέρησις κάτω από δοκιμασίες θ’ αποβή προς το καλό των. Λαμβάνουν τη θέσι των πρώτων Χριστιανών: «Καυχώμεθα εις τας θλίψεις, γινώσκοντες ότι η θλίψις εργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, [δηλαδή, ελπίδα για την απόκτησι της ανταμοιβής] η δε ελπίς δεν καταισχύνει.»—Ρωμ. 5:3, 4.
16, 17. (α) Τι απητείτο από τους στρατιώτας του Ισραήλ στη μάχη των εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών; (β) Μπορούμε εμείς να υπολογίζωμε στην ίδια υποστήριξι ενόσω ασχολούμεθα να φέρωμε μαρτυρία στους ανθρώπους;
16 Ο αρχαίος ψαλμωδός ενεθάρρυνε τους άνδρες του Ισραήλ: «Δουλεύσατε εις τον Ιεχωβά εν ευφροσύνη· έλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει.» (Ψαλμ. 100:2, ΜΝΚ) Ήθελε να συναχθή όλος ο Ισραήλ στον ναό της Ιερουσαλήμ για να επιδοθή στην αγνή λατρεία. Μπορούμε να λάβωμε δύναμι και ενθάρρυνσι αν εξετάσωμε την κατάστασι και την πίστι εκείνων που υπηρέτησαν τον Ιεχωβά τότε. Εκείνοι έπρεπε να τηρούν υπακοή στο Νόμο, ο οποίος έθετε τον ύψιστο κανόνα της ηθικής και ο οποίος με τους υγειονομικούς και διαιτητικούς νόμους, είχε σκοπό να φυλάξη τους πιστούς Ιουδαίους από συναναστροφές μ’ εκείνους που δεν ήσαν λάτρεις του αληθινού Θεού. Αυτοί περιεστοιχίζοντο από αυτά τα ειδωλολατρικά έθνη που διέπρατταν κάθε είδους ανηθικότητα, συχνά σε συνδυασμό με την ακάθαρτη ειδωλολατρία των. Κατά καιρούς εκαλούντο να καταπολεμήσουν αυτούς τους λαούς οι οποίοι γενικά επιθυμούσαν να καταστρέψουν τον Ισραήλ και να λάβουν τη χώρα των.
17 Φαντασθήτε την πίστι και το θάρρος που έπρεπε να έχουν για να διεξάγουν μάχες εναντίον αυτών των εθνών, των οποίων οι στρατιώται ήσαν σκληροί πολεμισταί, ενώ οι Ισραηλίται, κατά το πλείστον δαπανούσαν τον χρόνο τους σε ειρηνικές γεωργικές επιδιώξεις. Φαντασθήτε να βγήτε σεις και να πολεμήσετε από κοντά αυτούς τους ισχυρούς εχθρικούς πολεμιστάς. Δεν ήταν η προσωπική των δύναμις, αλλά η πίστις στον Θεό που έκανε τον Ισραήλ ισχυρό να νικήση, διότι όταν έχαναν την πίστι των στο Θεό, τότε τα έθνη εκείνα ήσαν μια πολύ μεγάλη δύναμι γι’ αυτούς. Είναι πολύ ενθαρρυντικό να διαβάσωμε αφηγήσεις όπως εκείνη του βιβλίου 2 Σαμουήλ 23:8-22, και ενώ διαβάζομε, να κατανοούμε ότι, μολονότι οι άνδρες που κατονομάζονται εκεί ήσαν ασφαλώς ισχυροί, δραστήριοι, η πίστις των στον Θεό ήταν εκείνη που τους έδωσε τη θαυματουργική ενεργητικότητα και την καρτερική τους δύναμι. Έχομε κι εμείς την ίδια ισχυρή υποστήριξι σήμερα. (Ματθ. 28:20· Αποκάλ. 14:6) Γι’ αυτό δεν πρέπει να αποκάμνωμε στην αγαθοεργία ούτε ν’ αποσυρθούμε από φόβο, διότι ο Ιεχωβά «δίδει ισχύν εις τους ητονημένους και αυξάνει την δύναμιν εις τους αδυνάτους. Και οι νέοι θέλουσιν ατονήσει και αποκάμει, και οι εκλεκτοί νέοι θέλουσιν αδυνατήσει παντάπασιν· αλλ’ οι προσμένοντες τον Ιεχωβά θέλουσιν ανανεώσει την δύναμιν αυτών· θέλουσιν αναβή με πτέρυγας ως αετοί· θέλουσι τρέξει και δεν θέλουσιν αποκάμει· θέλουσι περιπατήσει και δεν θέλουσιν ατονήσει.»—Ησ. 40:29-31.
18. Πώς μπορεί η χαρά μας ως αποτέλεσμα της πίστεώς μας να είναι πραγματικά μεγαλύτερη, από εκείνη που εδοκίμασαν εκείνοι οι αρχαίοι πιστοί άνδρες;
18 Καθώς κηρύττομε τα αγαθά νέα δεν αντιμετωπίζομε άμεσο θάνατο κάθε ώρα, όπως συχνά αντιμετώπιζαν τότε εκείνοι οι πολεμισταί. Και έχωμε ένα ειρηνικό άγγελμα που είναι ελκυστικό στις καρδιές εκείνων που ακούουν πραγματικά. Η χαρά μας λοιπόν μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Αντί να πολεμούμε με καταστρεπτικά όπλα της σαρκός, έχομε όπλα δικαιοσύνης που αφανίζουν, όχι ανθρώπους, αλλά τις εσφαλμένες διδασκαλίες και σκέψεις, και φέρνουν θεραπεία. Η χαρά που φέρνει αυτό το άγγελμα στις καρδιές εκείνων οι οποίοι ακούουν και πιστεύουν, αυξάνει τη χαρά μας και ενισχύει την ελπίδα μας να κερδίσωμε την ωραία ανταμοιβή που είναι εμπρός μας.—2 Κορ. 6:4, 7· Κολοσ. 3:23, 24.
[Εικόνα στη σελίδα 666]
Μεγάλη χαρά προέρχεται όταν βοηθούμε συναδέλφους να μάθουν την αλήθεια της Γραφής.