Διαφύλαξις με Υπακοή στον Νόμον του Θεού Περί Αίματος
ΖΩΗ ή θάνατος—η εκλογή είναι δική σας! Αλλά τι θα καθορίση την εκλογή σας; Αντιμετωπίζοντας μια κρίσι που σημαίνει και τη ζωή σας, θα κατευθύνετε την πορεία σας με τις αρχές που βρίσκονται στον λόγον του Θεού; Ή, αν αυτή η πορεία φαίνεται ότι θέτει σε κίνδυνο την άμεση προοπτική της ζωής σας, μήπως θα προτιμήσετε να υποχωρήσετε στη βία των ανθρώπων που σας πιέζουν ν’ αφήσετε κατά μέρος τον νόμον του Θεού;—Δευτ. 30:19, 20· Ματθ. 16:25.
Οι πρώτοι Χριστιανοί ηρνούντο να συμβιβασθούν. Το άφοβό τους κήρυγμα του λόγου του Θεού τούς έφερνε σε σύγκρουσι με τον Ρωμαϊκό κόσμο. Επειδή οι Χριστιανοί δεν εκτιμούσαν ό,τι θεωρούσαν ως τιμητικό οι Ρωμαίοι, η αποψίς των δεν εγίνετο ανεκτή. Ωστόσο δεν αποτελούσε δόξα για τη Ρώμη το να τους καταστρέψη απλώς. Εκείνο που ήθελαν ήταν να τους εξαναγκάσουν σε υποχώρησι. Με τους Ρωμαίους δικαστάς έκαμαν ως σκοπόν τους, όχι να τους εκτελούν, αλλά να τους εξαναγκάζουν εμπράκτως να δείχνουν ότι εγκατέλειψαν τη Χριστιανική τους πίστι. «Αν συγκατετίθεντο να ρίξουν λίγους κόκκους θυμιάματος πάνω στον βωμό [για λατρεία των εθνικών θεών], απελύοντο από το δικαστήριο ασφαλώς και με επευφημίες.» Ο δικαστής, προσπαθώντας να κάμη τις συγκινήσεις των κρατουμένων να κατανικήσουν τις Χριστιανικές πεποιθήσεις των, «έθετε ενώπιον των οφθαλμών των κάθε περιστατικό που θα καθιστούσε τη ζωή πιο ευχάριστη, ή τον θάνατο πιο τρομερό και τους εκλιπαρούσαν, μάλιστα τους ικέτευαν, να δείξουν κάποια συμπάθεια στον εαυτό των, στην οικογένειά των και στους φίλους των.»a
Ούτε η προσφορά θυμιάματος στον αυτοκράτορα δεν ήταν η μόνη παράδοσις που επιζητούσαν να παρακινήσουν αυτούς τους Χριστιανούς μάρτυρας να διαπράξουν. Ο Χριστιανός συγγραφεύς Τερτυλλιανός, επικρίνοντας τις μεθόδους του Ρωμαϊκού κόσμου της εποχής του, λέγει: «Η πλάνη σας ας ερυθριά ενώπιον των Χριστιανών, διότι εμείς δεν περιλαμβάνομε ούτε ζώων το αίμα στο φυσικό μας διαιτολόγιο. Απέχομε ένεκα τούτου από πράγματα πνικτά ή θνήσκοντα αφ’ εαυτών, για να μη μολυνθούμε με οποιονδήποτε τρόπο από αίμα, έστω κι αν αυτό είναι θαμμένο μέσα στο κρέας. Τέλος, όταν σεις δοκιμάζετε Χριστιανούς, τους προσφέρετε λουκάνικα γεμάτα από αίμα· γνωρίζετε, βέβαια, πολύ καλά ότι αυτό τους είναι απαγορευμένο· αλλά σεις θέλετε να τους κάμετε να διαπράξουν παράβασι.»b Ήταν, λοιπόν, πολύ γνωστόν ότι οι Χριστιανοί δεν θα ήθελαν να καταναλώσουν αίμα εφόσον και σ’ αυτή την αρχαία Ρώμη η παράβασις αυτής της αρχής από ένα Χριστιανό εθεωρείτο ως απάρνησις της Χριστιανικής πίστεως.
Μήπως δεν θα ήταν ένα μικρό πράγμα το να προσφερθή απλώς μια ελαχίστη ποσότης θυμιάματος στον αυτοκράτορα; Μήπως θα ήταν πράγματι μια τόσο φοβερή παράβασις για έναν Χριστιανό να λάβη λίγο αίμα; Οι πρώτοι Χριστιανοί εγνώριζαν ότι η εκλογή των εσήμαινε ζωή ή θάνατο. Το να κρατήσουν σταθερά την ακεραιότητά των θα τους εξησφάλιζε την εύνοια του Ζωοδότου, του ουρανίου Θεού αυτών, και απολύτρωσι από τον ίδιο τον θάνατο με μια ανάστασι σε ζωή αιώνια.—Ματθ. 24:13.
Στην πίστι των ήσαν όπως οι μάρτυρες του Ιεχωβά που είχαν προηγηθή απ’ αυτούς. Γι αυτούς είναι γραμμένο: «Εβασανίσθησαν μη δεχθέντες την απολύτρωσιν, δια να αξιωθώσι καλητέρας αναστάσεως· άλλοι δε εδοκίμασαν εμπαιγμούς και μάστιγας, έτι δε και δεσμά και φυλακήν.» Ο Θεός δεν εμπόδισε το να φυλακισθούν, να δαρούν και να θανατωθούν ακόμη. Αλλ’ η πίστις των δεν εκλονίσθη. Δεν ανέμεναν να διαφυλαχθούν από δοκιμασίες στα χέρια των εχθρών του Θεού. Η επιθυμία των ήταν να διαφυλαχθούν στη μνήμη του Θεού με υπακοή στις εντολές του, για να μπορέσουν να τύχουν της αμοιβής της ζωής στον μέλλοντα κόσμο. Με ισχυρή πίστι, ηρνήθησαν να κυριευθούν από τη βία των ανθρώπων, οι οποίοι τους κατεπίεζαν για ν’ αφήσουν κατά μέρος τον νόμου του Θεού.—Εβρ. 11:35-38. 1 Κορ. 10:13.
Η ανάγκη τέτοιας πίστεως δεν εμειώθη στον σύγχρονο αυτό κόσμο. Οι θείες εντολές δεν διαφέρουν για μας σήμερα απ’ εκείνες που ήσαν για τους πρώτους Χριστιανούς. Η πίεσις του κόσμου, είτε με τη μορφή της κτηνωδίας ή του παραπειστικού επιχειρήματος, δεν έχει ελαττωθή. Ο νόμος του Θεού εναντίον της ειδωλολατρίας τηρείται ακόμη από τους Χριστιανούς· έτσι είναι κι η εντολή του που απαγορεύει την κατανάλωσι αίματος.
Ο ΘΕΙΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΑΙΜΑΤΟΣ
Τι ακριβώς λέγει η Γραφή για τη χρήσι αίματος; Αμέσως μετά τον Κατακλυσμό της εποχής του Νώε, πριν από 4.300 χρόνια και πλέον, ο Ιεχωβά Θεός ευλόγησε τον Νώε και τους γυιούς του, τους οποίους είχε διαφυλάξει, και μαζί μ’ εκείνη την ευλογία συμπεριέλαβε και την περί αίματος εντολή του, λέγοντας: «Παν κινούμενον, το οποίον ζη, θέλει είσθαι εις εσάς προς τροφήν· ως το χλωρόν χόρτον έδωκα τα πάντα εις εσάς· κρέας όμως με την ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει.» (Γέν. 9:3, 4) Η θεία αυτή απαίτησις κατ’ επανάληψιν ετονίσθη στο έθνος Ισραήλ. Πολλές φορές τους είχε λεχθή ότι έπρεπε ν’ απέχουν από αίμα. «Μόνον άπεχε ισχυρώς από του να φάγης το αίμα· διότι το αίμα είναι η ζωή· και δεν δύνασαι να φάγης την ζωήν μετά του κρέατος. Δεν θέλεις τρώγει αυτό· επί την γην θέλεις χύνει αυτό ως ύδωρ. Δεν θέλεις τρώγει αυτό· δια να ευημερής, συ και τα τέκνα σου μετά σε, όταν πράττης το αρεστόν ενώπιον του Ιεχωβά.» Οι εκούσιοι παραβάται του Θεοδότου αυτού νόμου εθανατώνοντο.—Δευτ. 12:23-25, ΜΝΚ· Λευιτ. 17:14.
Η απαγόρευσις της καταναλώσεως αίματος δεν παρήλθε με τη διαθήκη του νόμου. Δεν επρόκειτο απλώς για ένα διαιτητικό νόμο των Ιουδαίων. Εφαρμόζεται σε όλους τους απογόνους του Νώε, σε όλο το ανθρώπινο γένος. Ήταν, λοιπόν, κατάλληλο για το ιθύνον σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας κι απ’ τον πρώτον ακόμη αιώνα της υπάρξεώς της να τονίζη τη σπουδαιότητα του ζητήματος και να επισύρη σ’ αυτό την προσοχή όλων των πιστών και πάλι: «Διότι εφάνη εύλογον εις το άγιον πνεύμα και εις ημάς, να μη επιβάλλωμεν εις εσάς μηδέν πλειότερον βάρος εκτός των αναγκαίων τούτων, να απέχητε από ειδωλοθύτων, και αίματος, και πνικτού, και πορνείας από των οποίων φυλάττοντες εαυτούς, θέλετε πράξει καλώς.» (Πράξ. 15:28, 29) Ναι, αναγκαίον είναι ν’ απέχουν οι Χριστιανοί από αίμα. Το διάταγμα εκείνο, που υπεκινήθη από το άγιον πνεύμα του Θεού, την ενεργό του δύναμι, δεν περιώρισε τον σκοπό της απαγορεύσεως από ζωικό αίμα και τη λήψι αίματος δια του στόματος. Η ορολογία περιελάμβανε όλα: «Να απέχητε . . . από αίματος.»
Εφόσον η απαγόρευσις αφεώρα, την πόσιν ζωικού αίματος, πολύ περισσότερο ακόμη απέκλειε πράξεις τέτοιες όπως ήταν η εισβολή στη Ρωμαϊκή κονίστρα για την απομύζησι του αίματος των ηττηθέντων μονομάχων, όπως εγίνετο εκείνο τον καιρό. Εφόσον δε η απαγόρευσις εξίσου ισχύει στη ζωή των σημερινών Χριστιανών, όχι μόνον εμπερικλείει πράξεις παρόμοιες με την πόσι αίματος προσφάτως εσφαγμένων ζώων και τη βρώσι αιματωδών πλακούντων ή αιματούχων αλλαντικών, αλλά καθιστά και παράνομη την οικειοποίησι του αίματος της ζωής ενός ανθρώπου για τη διατήρησι της ζωής άλλου.
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΑΚΟΗΣ
Χαρακτηριστική των καταστάσεων που αντιμετωπίζονται σχεδόν κάθε μέρα σε όλα τα μέρη του κόσμου απ’ εκείνους που συμμορφώνονται με τον νόμο του Θεού περί αίματος είναι η περίπτωσις της εικοσαετούς Άννης στην Ολλανδία. Αυτή από ηλικίας ένδεκα ετών υπέφερε από αιμολυτική αναιμία, μια κατάστασι, στην οποία ο σπλην καταστρέφει υπερβολικό αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα την έλλειψι οξυγόνου στα κύτταρα του σώματος, πράγμα που κάνει το δέρμα να προσλάβη υποκίτρινο χρώμα.
Όταν η Άννα έφθασε δεκαεννέα ετών, οι προσβολές της νόσου επανήλθαν μετά από μια χαλάρωσι ολίγων ετών και αύξησαν σε σοβαρό βαθμό. Τελικά ένας ειδικός αιματολόγος συνεβούλευσε τον πατέρα της ότι ο σπλην έπρεπε ν’ αφαιρεθή. Η επέμβασις, ελέχθη στον πατέρα της, θ’ απαιτούσε και μεταγγίσεις αίματος, αλλ’ ο πατέρας εξήγησε ότι ως Χριστιανός δεν μπορούσε παρά ν’ αντιταχθή στη χρήσι αίματος μ’ αυτόν τον τρόπο, εφόσον ο λόγος του Θεού απαγορεύει την παροχή αίματος στο σώμα, είτε από το στόμα είτε με οποιοδήποτε άλλο μέσον που έχει επινοηθεί από την επιστήμη.
Μετά από ένα εξάμηνο περίπου, η Άννα αρρώστησε βαριά. Ο πυρετός της έφθασε τους 105 βαθμούς Φαρενάιτ. Από μέρα σε μέρα η κατάστασίς της εχειροτέρευε. Ο θεράπων ιατρός υπέδειξε την επείγουσα ανάγκη μεταγγίσεως αίματος. Αλλ’ εγνώριζε την άποψι των γονέων και της κόρης και δεν εξεβίασε τα πράγματα, λέγοντας: «Σε πλείστες περιπτώσεις ένας ανακαλεί μια τέτοια απόφασι την τελευταία στιγμή.» Όταν η κατάστασίς της εχειροτέρεψε περισσότερο, ο πατέρας εκάλεσε τον γιατρό και τον επίεσε να κάμη ό,τι ήταν δυνατόν, αλλά χωρίς τη χρήσι μεταγγίσεως αίματος. Μετά από μια ώρα, το ασθενοφόρον όχημα έφθασε εμπρός στο σπίτι και το κορίτσι μετεφέρθη στο νοσοκομείο.
Στο νοσοκομείο οι γιατροί εβεβαίωσαν ότι αν δεν της γίνουν μεταγγίσεις αίματος, το κορίτσι θα πέθαινε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά παρά τα ιατρικά επιχειρήματα και τις χλευαστικές κατηγορίες που προωρίζοντο να κάμουν τα συναισθήματα των γονέων να υπερισχύσουν από τις πεποιθήσεις των, δεν κατώρθωσαν να κλονίσουν τη βαθιά πίστι της οικογενείας στην ορθότητα του Θείου νόμου που απαγόρευε τη χρήσι αίματος. Μολονότι η ασθενής ήταν απελπιστικά αδύνατη κι εχρειάζετο συμπαθητική εξέτασι, έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες για να την κάνουν να κλονισθή από την απόφασί της και ν’ αφήση κατά μέρος στην κρίσιμη εκείνη στιγμή την εμπιστοσύνη της στους νόμους του Θεού, γύρω από τους οποίους είχε οικοδομήσει τη ζωή της. Αφηγείται η ιδία την πείρα της:
«Τη νύχτα περιέπεσα σε μια βαθιά αναισθησία, και καθώς ήμουν σε μια θνήσκουσα κατάστασι, οι γονείς μου εκλήθησαν στο νοσοκομείο. Όλες οι αντιδράσεις μου εξέλιπαν, ως το σημείο να χρειασθή και τεχνητή αναπνοή, διότι δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Επειδή δεν είχα φάγει ούτε είχα πιει τίποτα επί αρκετές μέρες, παρέστη ανάγκη να τρέφεται το σώμα μου με εγχύσεις ορρών. Μολονότι το μοιραίον δεν επήλθε, η κατάστασίς μου παρέμενε σοβαρή και ήμεθα έτοιμοι για όλα. . . . Έγιναν όλες οι προσπάθειες για να μεταπεισθούν οι γονείς μου, ο αδελφός μου και ο μνηστήρ μου. Κατόπιν συνεβούλευσαν τον γιατρό να με ρωτήση ο ίδιος. . . . Μπορούσα να βλέπω το πρόσωπο του γιατρού και να μυρίζω τη διεγερτική οσμή του καπνού καθώς έσκυψε πάνω μου και μ’ ερώτησε: ‘Κορίτσι μου, λίγες ελπίδες έχεις να ζήσης . . . αν δεν δεχθής μετάγγισι θα είσαι νεκρή απόψε. Θέλεις τη μετάγγισι;’ Αρνήθηκα απερίφραστα, όχι μια φορά αλλά επτά φορές.»
Η ιατρική επιστήμη τελικά υπεχώρησε προ της Χριστιανικής ακεραιότητος. Η εγχείρησις έγινε, και χάρις στις Θεόδοτες σωματικές αναρρωτικές δυνάμεις, στην επιδεξιότητα του χειρουργού, τη στοργική περιποίησι των νοσοκόμων και την ισχυρή θέλησι της ασθενούς να ζήση, η Άννα πέρασε χωρίς μετάγγισι αίματος. Και το σπουδαιότερο γι’ αυτήν, δεν παρέβη την ακεραιότητά της στον Θεό.
Ένα άλλο γεγονός συνέβη πριν από λίγους μήνες στο Λος Άντζελες της Καλιφορνίας. Μια νεαρή γυναίκα, μια Μάρτυς, και τα δύο μικρά παιδιά της έπεσαν θύματα αυτοκινητικού δυστυχήματος που έσβησε τη ζωή του διετούς της γυιού και αφήκε εκείνη σε κρίσιμη κατάστασι. Όταν έφθασε στο νοσοκομείο, το ζήτημα που ηγέρθη αμέσως σχεδόν ήταν η μετάγγισις αίματος. Μολονότι αυτή ήταν ημιαναίσθητη, διεσαφήνισε ότι δεν ήθελε αίμα, κι όταν έφθασε ο σύζυγός της, και αυτός επίσης ηρνήθη να συγκατατεθή σε μια παράβασι αυτού του νόμου του Θεού. Ένας αυτόπτης μάρτυς λέγει: «Αν δεν ήμουν στο νοσοκομείο ακριβώς εκεί γύρω στις μέρες εκείνες, και δεν άκουα τη γλώσσα των γιατρών, και δεν παρατηρούσα τη συνεχή πίεσι που ασκούσαν στη νεαρή αυτή αδελφή και στον σύζυγό της, δεν φαντάζομαι πώς θα το πίστευα. Ήσαν ανηλεείς και άκαμπτοι στο να ενοχλούν τους δύο αυτούς πτωχούς αδελφούς. Αποκαλούσαν τον σύζυγο ‘φονέα’, ‘δολοφόνο’, ‘αμαθές κτήνος’, και τα παρόμοια, αρκετά μεγαλοφώνως ώστε ν’ ακούωνται σε ολόκληρο το διαμέρισμα εκείνο του νοσοκομείου. Στη νεαρή αδελφή κατ’ επανάληψιν έλεγαν ότι έβαινε στον θάνατο και μόνο το αίμα θα την έσωζε. Κατά τη γνώμη μου, δεν φρονώ ότι της έδωσαν την ευκαιρία να ζήση, διότι αυτή ετηρείτο σε μια κατάστασι φόβου μέρα και νύχτα απ’ τους γιατρούς και τις νοσοκόμους. Κάθε απόπειρα που εγίνετο από μένα η από άλλους αδελφούς να κάμωμε αυτούς τους γιατρούς να λογικευθούν συναντούσε μεγαλόφωνες αισθηματικές εκρήξεις.» Σε λίγες μέρες ή αδελφή πέθανε. Θα την έσωζε το αίμα; Αυτό είναι κάτι που κανένας γιατρός δεν μπορούσε να το εγγυηθή. Ασφαλέστατα δεν είναι αυτή η μόνη θεραπεία που υπάρχει, ούτε και της λείπουν οι θανάσιμοι κίνδυνοι.
Εφημερίδες παντού έχουν δημοσιεύσει περιπτώσεις σαν αυτές με χτυπητές εκφράσεις, αποδίδοντας στον γιατρόν ο οποίος προτρέπει τη χρήσι αίματος τον ρόλον του σωσιβίου και χαρακτηρίζοντας τον αρνούμενον να δεχθή αυτή τη θεραπεία ως φανατικόν. Στη διάρκεια ενός πολέμου, οι πατριώται θεωρούν τιμή για έναν άνθρωπο να πεθάνη για την πατρίδα του. Αλλά πόσοι το θεωρούν τιμή για έναν άνθρωπο να είναι πρόθυμος να πεθάνη, εν ανάγκη, λόγω αρνήσεώς του να παραβή την ακεραιότητά του στον Θεό; Συχνότερα, μιμούνται το παράδειγμα των ειδωλολατρών Ρωμαίων δικαστών, οι οποίοι επιζητούσαν να καταπατήσουν τις Χριστιανικές αρχές με ψυχολογικές εκκλήσεις.
Δεν πρέπει να συναχθή το συμπέρασμα ότι οι αφωσιωμένοι Χριστιανοί στρέφουν τα νώτα σε κάθε ιατρική βοήθεια και ότι δεν υπάρχει άλλο μέσον θεραπείας που μπορεί να χρησιμοποιηθή. Υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις, στις οποίες ασθενείς απεπέμφθησαν από χειρούργους, οι οποίοι ηρνούντο να τους χειρουργήσουν χωρίς αίμα, αλλά βρέθηκαν κι άλλοι γιατροί, οι οποίοι ήσαν πρόθυμοι να κάμουν τις εγχειρήσεις και είχαν πολλή επιτυχία—χωρίς αίμα. Σε πολλές περιπτώσεις επήλθε σημαντική απώλεια αίματος, αλλ’ οι εκτατήρες όγκου πλάσματος, που συχνά καλούνται «υποκατάστατα αίματος», εχρησιμοποιήθησαν, και κατέστησαν δυνατόν να διατηρηθή η πίεσις του αίματος ώσπου να μπορέση το σώμα ν’ αντισταθμίση την απώλεια αίματος μέσω του ιδικού του μηχανισμού. Συχνά απητήθη περισσότερη επιδεξιότης και μεγαλύτερη προσοχή για να γίνη εγχείρησις χωρίς τη χρήσι αίματος, αλλά περισσότερο απ’ αυτό, απητήθη η πρόσκλησις γιατρού, ο οποίος ήταν πρόθυμος να σεβασθή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ασθενούς του και να κάμη επίσης και ό,τι μπορούσε για να βοηθήση. Υπάρχουν γιατροί σε αυξανομένους αριθμούς σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι, όταν ανεγνώρισαν τους ενυπάρχοντας κινδύνους της μεταγγίσεως αίματος και ιδιαίτερα όταν εξετίμησαν την ειλικρίνεια των θρησκευτικών πεποιθήσεων των ασθενών των, που ηρνούντο μετάγγισιν αίματος, ήσαν πρόθυμοι ν’ αναλάβουν τη θεραπεία σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Η ΕΛΛΕΙΨΙΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΑΥΞΑΝΕΙ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
Λόγω της θέσεως που έλαβε ο ιατρικός κλάδος γενικά ως προς τις μεταγγίσεις αίματος, ενδιαφέρει να εξετασθή η ιατρική πλευρά του ζητήματος.
Οι ιατροί γενικά θεωρούν τις μεταγγίσεις αίματος ως βιοσωστικές. Ακόμη κι εκείνοι που γράφουν για τις καταχρήσεις, οι οποίες γίνονται, γενικά τονίζουν ότι, από μια ιατρική άποψι, έχει γίνει μεγάλο καλό. Μπορεί όμως να λεχθή, έστω κι από ιατρική άποψι, ότι οι μεταγγίσεις αίματος είναι τελείως ασφαλείς και ότι μόνον καλό μπορεί να προκύψη απ’ αυτές;
Τα ίδια τα ιατρικά περιοδικά υπογραμμίζουν τη στάσι γιατρών οι οποίοι μ’ ελευθεριότητα δίνουν αίμα. Ο προϊστάμενος του Νομικού Τμήματος του Αμερικανικού Ιατρικού Συνδέσμου είπε τα εξής, στο τεύχος Ιουνίου 1960 του Ιατρο-Δικαστικού Περιοδικού: «Η τεχνική της μεταγγίσεως αίματος έχει καταστή ζήτημα τέτοιας συνηθείας, ώστε μερικοί γιατροί τείνουν να παραβλέψουν τους ενυπάρχοντας κινδύνους που συνοδεύουν τις μεταγγίσεις αίματος και πλάσματος. Πάρα πολλοί γιατροί έχουν την εσφαλμένη εντύπωσι ότι μια μετάγγισις αίματος είναι τόσο ακίνδυνη όσο και μια ενδοφλέβιος έγχυσις γλευκοσακχάρου ή φυσιολογικού ορρού.»
Το αίμα είναι ένα πολύ περίπλοκο στοιχείο του ανθρωπίνου σώματος και η χρήσις του από τους γιατρούς στη μετάγγισι απήτησε τη μεγαλύτερη προσοχή κι εκτενή γνώσι του ιδίου του αίματος και των αντιδράσεων, που μπορεί να επέλθουν, όταν αυτό εισάγεται στο σώμα ενός άλλου ατόμου, αν πρόκειται ν’ αποφευχθούν σοβαρές επιπλοκές, και θάνατος ακόμη. Διεφύλαξαν όμως όλοι οι γιατροί τη σπουδαία αυτή πληροφορία; Ο Πωλ Χόξγουορθ, Μ. D., Μέλος του Αμερικανικού Κολλεγίου Χειρουργών, λέγει τα εξής στο Δελτίον του Αμερικανικού Συνδέσμου Τραπεζών Αίματος, του Μαρτίου 1960: «Η αύξησις της χρήσεως μεταγγίσεων αίματος στα πρόσφατα χρόνια είχε το παράδοξο αποτέλεσμα να γνωρίζουν πολλοί κλινικολόγοι λιγώτερα αντί περισσότερα σ’ αυτό το θέμα, απλώς διότι η αυξανόμενη πολυπλοκότης του το εισήγαγε στον τομέα των ειδικών γνώσεων. Ο γιατρός που διατάσσει αίμα για έναν ασθενή δεν μπορεί ν’ αναμένεται ότι γνωρίζει καλά όλες τις απόψεις αυτής της γνώσεως . . . [Ωστόσο] η μετάγγισις αίματος αποτελεί ριψοκίνδυνη ενέργεια, η οποία μπορεί να υπολογισθή μόνο με γνώσι των κινδύνων.»
Ακόμη και η πλήρης γνώσις όλων, όσα ο ιατρικός κλάδος έχει μάθει γι’ αυτό το θέμα, δεν μπορεί να άρη τους κινδύνους. Το Ιατρικόν Περιοδικόν της Αυστραλίας 24ης Σεπτεμβρίου 1960, λέγει τα εξής: «Το πρόβλημα είναι πραγματικά ότι, παρ όλες τις προόδους στην τεχνική της συγκεντρώσεως αίματος και μεταγγίσεως αίματος, δεν υπάρχει πλήρως ικανοποιητική δοκιμή αντιστοιχίας για όλες τις περιστάσεις, το δε δίλημμα του παθολόγου δεν μπορεί να λυθή προχείρως.» Με παρόμοιο τρόπο, το πολύ εκτιμώμενο Αγγλικό Ιατρικό περιοδικό, Δη Λάνσετ, τονίζοντας ότι η μέθοδος της μεταγγίσεως αίματος εμπερικλείει ζητήματα, τα οποία κανένας γιατρός δεν εννοεί πλήρως, αναφέρει: «Αναφύονται ενοχλήσεις, τις οποίες δεν μπορούμε να εξηγήσωμε. Παρ’ όλες τις προφυλάξεις, μερικοί ασθενείς αντιδρούν δυσμενώς σε μεταγγίσεις, οι οποίες γίνονται ορθώς.»
ΟΙ ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΙΣ ΠΡΟΞΕΝΟΥΝ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Μια έκθεσις από το Πέμπτο Διεθνές Συνέδριο Μεταγγίσεως Αίματος, η οποία ανέφερε τα εξής για ένα κρούσμα, τονίζει τους κινδύνους που συνδέονται με τη μετάγγισι: «Μια ασθενής, που είχε εγχειρηθή για μια απλή κύστι της ωοθήκης και της οποίας η ανάρρωσις υπήρξε ομαλή, επρόκειτο να εξέλθη από το νοσοκομείο. Ο γιατρός παρετήρησε μια ελαφρή ωχρότητα, και μια πλήρης αιμομέτρησις απεκάλυψε χαμηλού βαθμού, δευτέρου βαθμού αναιμία. Εξήγησε στην ασθενή ότι μπορούσε να πάη σπίτι της εκείνο το απόγευμα αν το επιθυμούσε, αλλά θα εχρειάζετο τότε αυτός, στο γραφείο του, να θεραπεύη την αναιμία, πιθανώς για μια περίοδο έξη μηνών. Προσέθεσε, όμως, ότι, αν παρέμενε στο νοσοκομείο άλλη μια μέρα και της εγίνετο μετάγγισις αίματος, πιθανώτατα δεν θα εχρειάζετο άλλη θεραπεία. Αυτή επροτίμησε τη δεύτερη λύσι. Η εργαστηριακή εξέτασις κατέδειξε ότι το αίμα της ήταν της ομάδος Β Rhesus-θετικόν, και κατόπιν εντολής ελήφθησαν 500 κυβ. εκατ. αίματος ομάδος Β Rhesus-θετικού, διεσταυρώθησαν, διεπιστώθησαν σε αρμονία κι εδόθησαν στην ασθενή. Εκείνο το βράδυ, η θερμοκρασία της ασθενούς ήταν 106 βαθμών F. και την επομένη το πρωί είχε προσβληθή από ίκτερο και είχε ανουρία. Μέσα σε 24 ώρες πέθανε.»
Για κείνους που διαφεύγουν τον θάνατο λόγω σοβαρών μετά τη μετάγγισι αντιδράσεων, μόνο το πρώτο εμπόδιο έχει παρέλθει. Η ασθένεια μπορεί να προχωρή. Η σύφιλις, η ελονοσία, η ηπατίτις και άλλες ασθένειες, μπορούν να μεταδοθούν με το αίμα. Όχι μόνο μπορούν να μεταδοθούν με το αίμα, αλλά και έχουν μεταδοθή μ’ αυτόν τον τρόπο, και σήμερα ακόμη ανεφέρθησαν περιπτώσεις τοιαύτης μεταδόσεως με μετάγγισι αίματος.c Ναι, υπάρχουν δοκιμές που μπορούν να γίνουν για να προσδιορισθή αν το αίμα είναι ασφαλές, αλλ’ οι δοκιμές δεν είναι αλάνθαστες, ούτε αλάνθαστοι είναι εκείνοι που ελέγχουν τ’ αποτελέσματα. Πολλές τράπεζες αίματος δεν ρωτούν τους αιμοδότας αν έχουν σύφιλιν, διότι είναι μια ερώτησις που εμβάλλει σε αμηχανία κι αν το εγνώριζε ο αιμοδότης, θα μπορούσε να ψευσθή· ακόμη και οι εργαστηριακές δοκιμές δεν δείχνουν πάντοτε τον κίνδυνο. Όσο για την ελονοσία, η δυνατότης θεωρείται απομακρυσμένη σε πολλούς τόπους, κι έτσι λίγα μόνο γίνονται για τον έλεγχό της. Ακόμη κι αν γίνη έλεγχος, μπορεί να μην ανακαλυφθή. Στα μέρη δε της γης, όπου παρατηρείται άμεση παρουσία του κινδύνου, τόσο πολλοί αιμοδόται θα ήταν ανάγκη ν’ απορριφθούν, αν ληφθή υπ’ όψιν αυτός ο κίνδυνος, ώστε δεν θα υπήρχε αρκετό αίμα· γι’ αυτό οι γιατροί συχνά έχουν τη γνώμη ότι καλύτερο είναι να επιβάλουν το αίμα και κατόπιν να θεραπεύσουν την ελονοσία. Σχετικά με την ορρογενή ηπατίτιδα, που μεταδίδεται με κανονικές μεταγγίσεις αίματος και πλάσματος, το περιοδικό Η Σημερινή Υγεία, Οκτωβρίου 1960, λέγει ότι μεταδίδεται από τους αιμοδότας στους αιμολήπτας κατά μέσον όρον μια φορά σε κάθε 200 μεταγγίσεις πλήρους αίματος. ‘Δεν είναι γνωστή καμμιά εργαστηριακή δοκιμή που ν’ ανακαλύπτη τους αιμοδότας, οι οποίοι είναι φορείς του ιού της ηπατίτιδος’, λέγει ο Ιωάννης Β. Άλσεβερ, M.D., ιατρικός διευθυντής των Νοτιοδυτικών Τραπεζών Αίματος, Φοίνιξ, Αριζόνας. Η ιστορία του αιμοδότου δεν μπορεί να τύχη εμπιστοσύνης για ν’ αποκλεισθούν οι φορείς, εν μέρει λόγω της πιθανώς εσκεμμένης αποκρύψεως ή πενιχράς μνήμης, αλλά κυρίως διότι πλείστοι είναι άθεοι φορείς που δεν είχαν ποτέ μια κλινικώς διαγνώσιμη ασθένεια .»
Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ ΣΤΟΝ ΘΕΙΟ ΝΟΜΟ
Αυτές οι βεβαιώσεις από ιατρικά συγγράμματα διασαφηνίζουν ότι οι μεταγγίσεις αίματος δεν μπορούν να γίνουν δεκτές ως τελείως ασφαλή βιοσωστικά μέσα θεραπείας. Η ιατρική πείρα πιστοποιεί το γεγονός ότι ο Παντοδύναμος Θεός, ο Δημιουργός του ανθρώπου, ο μέγας Ιατρός, που γνωρίζει τη λειτουργία του ανθρωπίνου σώματος, όσο κανείς ποτέ ανθρώπινος γιατρός δεν θα γνωρίση, απαγορεύοντας τη χρήσι αίματος από τον άνθρωπο, όχι μόνον απαιτούσε υπακοή από τον άνθρωπο, αλλά και για κείνους, που υπήκουαν σ’ αυτόν τον νόμο, παρείχε διαφύλαξι από τα πολυάριθμα κακά που επήλθαν σε ανθρώπους ως άμεσον αποτέλεσμα της χρήσεως αίματος.
Οι γιατροί μπορεί να ισχυρισθούν ότι αξίζει ν’ αγνοηθή ο κίνδυνος αν υπάρχη κάποια δυνατότης να σωθή μια ζωή. Οι θρησκευτικοί ηγέται μπορεί να προσθέσουν τη δικαιολογία τους, ισχυριζόμενοι ότι ο νόμος του Θεού δεν εφαρμόζεται εκεί όπου πρόκειται περί ζωής. Και τα δύο είναι εσφαλμένα. Όταν επίκειται θάνατος δεν είναι καιρός αμφιταλαντεύσεως ή στροφής των νώτων προς τον Θεό. Είναι καιρός να εναποτεθή πλήρης εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον στου οποίου τα χέρια κείται η δύναμις της ζωής. Είναι καιρός, κατά τον οποίον όλα τα άλλα άτομα, είτε γιατροί είναι, είτε φίλοι, είτε συγγενείς, μπορούν να δείξουν την ειλικρινή των αγάπη στον ασθενή και τον φόβο τους στον Θεό, ενθαρρύνοντας τον ασθενή να κρατήση στερρώς την πίστι του, να μη φοβάται, αλλά να εναποθέση την εμπιστοσύνη του στον Παντοδύναμο Θεό.
Οι πιστοί Χριστιανοί ενθυμούνται την κατηγορία του Διαβόλου, ο οποίος είπε: «Δέρμα υπέρ δέρματος, και πάντα, όσα έχει ο άνθρωπος, θέλει δώσει υπέρ της ζωής αυτού.» (Ιώβ 2:4) Ισχυρίσθη ότι κανείς δεν θα διακρατούσε πίστι στον Θεό και υπακοή στον νόμον Του αν διακινδυνεύη η ζωή του. Αλλ’ ο Διάβολος είναι ψεύτης, και οι Θεοσεβείς Χριστιανοί σε όλα τα μέρη της γης κάθε μέρα τον αποδεικνύουν τοιούτον με υπακοή στον Θείο νόμο περί αποχής από αίμα. Για την πιστότητά των ο Θεός θα τους διαφυλάξη, έστω κι αν πεθάνουν, εγείροντάς τους σε αιώνια ζωή στον δίκαιο νέο κόσμο του.
[Υποσημειώσεις]
a Ιστορία της Χριστιανοσύνης, υπό Εδουάρδου Γίββων, σελ. 234, 235.
b Απολογία Τερτυλλιανού.
c Βλέπε συγγράμματα: Μετάγγισις Αίματος και Κλινική Ιατρική (Π. Λ. Μόλισον)· Δη Λάνσετ 27 Αυγούστου 1960· Χειρουργική και Κλινική Παθολογία στις Τροπικές Χώρες (Κ. Μπώουσμαν)· Νοσηλευτικοί Τάιμς (Αγγλία), 17 Ιανουαρίου 1958· Φυσιολογία και Κλινική της Μεταγγίσεως Αίματος (2α Έκδοσις 1960 εκδοθέν στην Ιένα Γερμανίας).