Ποια Είναι η Ευθύνη Ενός Χριστιανού προς τους Ενδεείς και Ασθενείς;
Η ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ προς τους ενδεείς είναι μια έξοχη εκδήλωσις της θείας ιδιότητος της αγάπης. Αυτή η γενναιοδωρία ώθησε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή να πη: «Ο έχων δύο χιτώνας ας μεταδώση εις τον μη έχοντα· και ο έχων τροφάς ας κάμη ομοίως.» (Λουκ. 3:11) Αυτή η ανιδιοτελής πράξις είναι ένας τρόπος αποδείξεως αγάπης προς τον πλησίον σύμφωνα με την εντολή του Θεού προς τους Ισραηλίτας: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.»—Λευιτ. 19:18.
Στο νόμο, που έδωσε ο Θεός στο έθνος Ισραήλ, κατέστησε σαφές ότι στους πτωχούς μεταξύ των δεν έπρεπε να δείχνεται σκληρή παραμέλησις ή μια άστοργη μεταχείρισις. Είπε στο λαό του: «Εάν ήναι εν μέσω σου πτωχός εκ των αδελφών σου εντός τινός των πυλών σου, εν τη γη σου την οποίαν Ιεχωβά ο Θεός σου δίδει εις σε, δεν θέλεις σκληρύνει την καρδίαν σου, ουδέ θέλεις κλείσει την χείρά σου από του πτωχού αδελφού σου· αλλ’ εξάπαντος θέλεις ανοίξει την χείρά σου προς αυτόν, και εξάπαντος θέλεις δανείσει εις αυτόν ικανά δια την χρείαν αυτού, εις ό,τι χρειάζεται.»—Δευτ. 15:7, 8, ΜΝΚ.
Η αγάπη αποκαλύπτεται έτσι ότι αποτελεί την άποψι του Θεού για τα άτομα που έχουν ανάγκη. Όπως αυτός άνοιξε γενναιόδωρα το χέρι του και έκαμε προμήθειες για τις ανάγκες του ανθρωπίνου γένους, έτσι και ο λαός του έπρεπε ν’ ανοίξουν γενναιόδωρα τα χέρια τους για να βοηθήσουν άτομα που έχουν ανάγκη μεταξύ τους. Η προμήθεια αυτή συνίστατο στην υποβοήθησι ενός ομοίου με αυτούς Ισραηλίτου, ο οποίος υφίστατο κάποια κακοτυχία ή είχε μια προσωρινή απογοήτευσι.
Δεν έπρεπε να λαμβάνεται κανένα κέρδος από ένα άτομο που ήταν σε ανάγκη με το ν’ απαιτηθή από αυτό η πληρωμή τόκου για το βοήθημα που του είχε παρασχεθή, διότι αυτό δεν θα εσήμαινε γενναιόδωρο άνοιγμα των χεριών. Οι οδηγίες του Θεού σχετικά με αυτό ήσαν: «Και εάν πτωχεύση ο αδελφός σου, και δυστυχήση, τότε θέλεις βοηθήσει αυτόν, ως ξένον, ή πάροικον, δια να ζήση μετά σου. Το αργύριόν σου δεν θέλεις δώσει εις αυτόν επί τόκω, και επί πλεονασμώ δεν θέλεις δώσει τας τροφάς σου.» (Λευιτ. 25:35, 37) Η χρέωσις τόκου σε τέτοιες περιπτώσεις δεν θα τον βοηθούσε αλλά θα εσήμαινε ιδιοτελή αποκόμισι ωφελημάτων από την κατάστασί του.
Μολονότι οι οδηγίες του Ιεχωβά προς τους Ισραηλίτας ήσαν για τους συμπατριώτας των Ισραηλίτας που ευρίσκοντο σε ανάγκη, τα λόγια που αυτός ενέπνευσε να γραφούν στις Παροιμίες αποκαλύπτουν ότι η ιδιότης της αγάπης προς τον πλησίον δεν επρόκειτο να είναι περιωρισμένη σε στενό κύκλο αλλά να επεκταθή ακόμη και σε άτομα που πιθανόν τους μισούσαν. «Εάν πεινά ο εχθρός σου, δος εις αυτόν άρτον να φάγη· και εάν διψά, πότισον αυτόν ύδωρ.» (Παροιμ. 25:21) Ο Ιησούς Χριστός διηύρυνε αυτή τη συμβουλή, όταν είπε: «Εις τον ζητούντα παρά σου δίδε· και τον θέλοντα να δανεισθή από σου μη αποστραφής. Ηκούσατε ότι ερρέθη, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου”, και μίσει τον εχθρόν σου. Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας . . . και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες . . . σας κατατρέχουσι.»—Ματθ. 5:42-44.
Όταν τον ερώτησαν, «Τις είναι ο πλησίον μου;» ο Ιησούς απήντησε με το ν’ αφηγηθή την παραβολή του καλού Σαμαρείτου, ο οποίος είδε ένα πληγωμένον άνθρωπο στο χείλος του δρόμου και του παρέσχε βοήθεια, ενώ άλλοι δύο επέρασαν από το άλλο μέρος. Κατόπιν σ’ εκείνον που τον ερώτησε υπέβαλε το ερώτημα, «Τις λοιπόν εκ των τριών τούτων σοι φαίνεται ότι έγεινε πλησίον του εμπεσόντος εις τους ληστάς;» Όταν ο ερωτήσας ανεγνώρισε ότι εκείνος ο οποίος έκαμε έλεος ήταν ο πλησίον, ο Ιησούς είπε: «Ύπαγε, και συ κάμνε ομοίως.» (Λουκ. 10:29-37) Έτσι εφιστάτο η προσοχή των ακολούθων του Ιησού στην υποχρέωσί των να εκδηλώνουν καλωσύνη προς τον πλησίον ακόμη και σ’ εκείνους, οι οποίοι δεν επίστευαν όπως αυτοί. Αυτό ετονίσθη, επίσης, από τον Παύλο, ένα απόστολο του Ιησού Χριστού: «Άρα λοιπόν ενόσω έχομεν καιρόν, ας εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας, μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως.»—Γαλ. 6:10.
ΠΙΣΤΙΣ, ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΜΕ ΕΡΓΑ
Ο Χριστιανός Βιβλικός συγγραφεύς Ιάκωβος συνδέει πολύ στενά τη γενναιοδωρία προς ενδεείς με την απόδειξι της πίστεως ενός, τονίζοντας ότι η πίστις στη θεία διδασκαλία κατ’ ανάγκην αποκαλύπτεται από ό,τι κάνει ένας Χριστιανός. Είπε: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι, και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν.»—Ιακ. 2:14-17.
Ώστε αποτελεί εκδήλωσι πίστεως για ένα άτομο το να προσφέρη υλική βοήθεια σ’ ένα συγ-Χριστιανόν, ο οποίος έχει ανάγκη ρουχισμού, τροφής και στέγης που προήλθε από κάποιο απρόβλεπτο γεγονός, όπως είναι μια καταστρεπτική θύελλα, σεισμός, πυρκαϊά ή σοβαρή οικονομική ατυχία. Το να γνωρίζη ένας την ανέχειά του και ωστόσο να περιορισθή στο να του πη απλώς «θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε», δίχως να του προσφέρη τα αναγκαία για το σώμα του δεν θ’ αποτελούσε απόδειξι ούτε πίστεως ούτε αγάπης. Μια τέτοια αποτυχία να δείξωμε αγάπη για ένα Χριστιανό αδελφό με το να του προσφέρωμε βοήθεια στον καιρό της ανάγκης του δεν θα ήταν άρά γε απόδειξις ότι η πίστης ενός είναι νεκρά; Ο Ιωάννης, ένας απόστολος του Ιησού Χριστού, έγραψε: «Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου, και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν, και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ; Τεκνία μου, μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.»—1 Ιωάν. 3:17, 18.
Η γενναιοδωρία προς ενδεείς Χριστιανούς έχει ως ελατήριο την αγάπη και την ανθρωπίνη συμπάθεια. Και οι δύο αυτές ιδιότητες εξεδηλώθησαν προς το ανθρώπινο γένος από τον Θεό, και αυτός μας ενθαρρύνει να τις εκδηλώνωμε προς αλλήλους. Από αγάπη ο Χριστιανός είναι πρόθυμος να μοιρασθή τα υλικά του αγαθά μ’ έναν ενδεή πνευματικό αδελφό του σε ώρα επειγούσης ανάγκης, δίχως να περιμένη ανταπόδοσι. Αυτό συνιστά ο Λόγος του Θεού στο εδάφιο Ρωμαίους 12:13: «Εις τας χρείας των αγίων μεταδίδοντες· την φιλοξενίαν ακολουθούντες.» Μια τέτοια συμπαράστασις είναι ένα προσωρινό μέτρον για να βοηθηθή ν’ αναλάβη από ένα απρόβλεπτο οικονομικό χτύπημα.
Όταν, όμως, ένας προσφέρη τέτοια βοήθεια, είτε σε συγ-Χριστιανούς είτε σε απίστους, δεν βρίσκεται κάτω από Γραφική υποχρέωσι να προσφέρη σ’ ένα οκνηρό άτομο που ζητεί να επωφεληθή ιδιοτελώς από τη Χριστιανική γενναιοδωρία του.
ΕΞ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΑΠΟΡΟΙ
Υπάρχουν πολλοί εξ επαγγέλματος άποροι που είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν κάθε τέχνασμα απάτης για να φαίνωνται πτωχοί και να διεγείρουν συμπάθεια για τον εαυτό τους. Σ’ αυτό το σημείο ο Χάρλαμ Γκίλμορ γράφει στο βιβλίο του Ο Επαίτης: «Μ’ ένα έντεχνο συνδυασμό παλαιών ρούχων, εκφράσεων του προσώπου και πραγματικής ή προσποιητής σωματικής αναπηρίας ο επαίτης παρουσιάζει μια εικόνα απογνώσεως.» Αυτή η εικών ετοιμάζεται από αυτόν με σκοπό να διεγείρη την ανθρωπίνη συμπάθεια και να κάμη ανθρώπους να του προσφέρουν υλική υποστήριξι δίχως να είναι αυτός αναγκασμένος να εργάζεται. Υποχρεώνει τον Χριστιανό η Γραφική αρχή περί γενναιοδωρίας να προσφέρη κάτι σε τέτοιους ανθρώπους; Ένας οδηγός για τη Χριστιανική γενναιοδωρία αναφέρεται στο εδάφιο 2 Θεσσαλονικείς 3:10: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγει»
Σε πλείστες χώρες σήμερα παρέχεται δημοσία βοήθεια σε απόρους μέσω της φορολογίας. Σ’ αυτές τις χώρες, άτομα που επαιτούν το κάνουν αυτό, όχι διότι δεν μπορούν να βρουν εργασία αν πραγματικά το θέλουν και όχι διότι η κυβέρνησις δεν έχει λάβει φροντίδα γι’ αυτούς που δεν μπορούν να βρουν εργασία, αλλά επειδή έμαθαν ότι μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να εισπράξουν περισσότερα χρήματα.
ΤΟΥΣ ΓΝΗΣΙΟΥΣ ΑΠΟΡΟΥΣ
Μέσα στη Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνος, είχε γίνει προμήθεια να ληφθή φροντίδα για τις άπορες χήρες που ήσαν μεταξύ τους, οι οποίες δεν είχαν τα μέσα συντηρήσεως ούτε συγγενείς να τις βοηθήσουν. Σχετικά με αυτό ο απόστολος Παύλος είπε: «Εάν τις πιστός ή πιστή έχη χήρας, ας προμηθεύη εις αυτάς τα αναγκαία, και ας μη επιβαρύνηται η εκκλησία· δια να δύναται να βοηθή τας αληθώς χήρας.» (1 Τιμ. 5:16) Αυτές οι χήρες θα ήσαν μητέρες και μάμμες. Τα τέκνα και τα εγγόνια έχουν ευθύνη να βοηθούν τέτοιους συγγενείς, όπως λέγει το εδάφιο: «Εάν δε τις χήρα έχη τέκνα ή έκγονα, ας μανθάνωσι πρώτον να καθιστώσιν ευσεβή τον ίδιον αυτών οίκον, και να αποδίδωσιν αμοιβάς εις τους προγόνους αυτών· διότι τούτο είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Θεού. Αλλ’ εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.» (1 Τιμ. 5:4, 8) Ένας Χριστιανός θα εκπληρώση την ευθύνη του να φροντίση για απόρους συγγενείς, είτε κάνοντας έτσι προσωπικώς είτε σε συνεργασία με άλλους συγγενείς ή με το να τους βοηθή να κάνουν χρήσι της κυβερνητικής βοηθείας που χορηγείται σ’ αυτούς.
Σε πλείστες χώρες σήμερα έχει γίνει προμήθεια ώστε να χρησιμοποιούνται φόροι για να χορηγήται βοήθεια σε απόρους και ένας φορολογούμενος δικαιούται να κάμη χρήσι αυτής της προμηθείας, όταν έχη ανάγκη βοηθείας. Οι Κοινωνικές ασφαλίσεις και συντάξεις είναι ακόμη άλλοι τρόποι με τους οποίους παρέχεται βοήθεια σε άτομα που δεν μπορούν πια να κερδήσουν τα «προς ζωήν» λόγω ηλικίας. Αυτά καθώς και κάθε άλλο πρόγραμμα βοηθείας που χρηματοδοτούνται από φόρους μπορούν να χρησιμοποιούνται από απόρους, αλλά υπάρχουν πάντοτε άφθονες ευκαιρίες για να κάμουν άτομα πράξεις ανθρωπίνης καλωσύνης σε τέτοια πρόσωπα.
ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΑΣΘΕΝΩΝ
Το να εκδηλώνωμε ‘αγάπην προς αλλήλους’, καθώς προσέταξε ο Ιησούς Χριστός εις Ιωάννην 15:12, περιλαμβάνει, επίσης, επίσκεψη των ασθενών. Ένας ασθενής, που είναι υποχρεωμένος να παραμείνη στο κρεββάτι ή στο σπίτι του, έχει ανάγκη ενθαρρυντικών επισκέψεων και επιστολών από Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές του. Επισκέψεις σε τέτοια περίπτωσι δείχνουν ότι οι άλλοι ενδιαφέρονται για την ευτυχία του και επωφελούνται της ευκαιρίας να του προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια μπορούν.
Όταν ο Ιησούς είπε μια προφητεία σχετικά με τον καιρό της δευτέρας του παρουσίας, υπέδειξε ότι το να φροντίζωμε για τους Χριστιανούς, που είναι ασθενείς, είναι ένα έργο πίστεως. Είπε τα εξής: «Ξένος ήμην, και με εφιλοξενήσατε· γυμνός, και με ενεδύσατε· ησθένησα, και με επεσκέφθητε.» Οι Χριστιανοί, φυσικά, δεν το έχουν κάμει αυτό απ’ ευθείας στον Ιησού, και γι’ αυτό συνέχισε και είπε: «Καθ’ όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε.» (Ματθ. 25:35, 36, 40) Αυτή η μεταχείρισις των πνευματικών αδελφών του Χριστού θέτει μια αρχή που αποτελεί ένα αξιόλογο οδηγό για τη μεταχείρισι συγ-Χριστιανών.
Η στοργική βοήθεια και το ενδιαφέρον που επιδεικνύονται σε ενδεείς και ασθενείς μέσα στη Χριστιανική εκκλησία ενισχύουν τους δεσμούς της Χριστιανικής κοινωνίας. Η στοργή που επιδεικνύεται σε άτομα έξω από τη Χριστιανική εκκλησία αποτελεί μια σύστασι για την αλήθεια για την οποία δίνει μαρτυρία ο λαός του Ιεχωβά. Ακολουθώντας, λοιπόν, τη συμβουλή του αποστόλου Ιωάννου, ας «μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.»—1 Ιωάν. 3:18· 2 Κορ. 6:4-6.