-
Μέρος ΚΒ΄—Σχολή Γαλαάδ και Εκκλησιαστικές Σχολές ΔιακονίαςΗ Σκοπιά—1956 | 15 Ιουλίου
-
-
ελκυστικό θέμα της πρώτης δημοσίας διαλέξεως στην αρχική σειρά των ομιλιών. Απητήθη χρόνος για να προσαρμοσθούν οι εκκλησίες προς το νέον αυτό δημόσιον έργον που απαιτούσε ειδικές συναθροίσεις σε διαφόρους δημοσίους χώρους, καθώς επίσης συνεργασία στη διαφήμισι των διαλέξεων με διανομή προγραμμάτων στο από σπίτι σε σπίτι έργον και στις γωνίες των δρόμων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες για το πρώτο αυτό έτος έγιναν 18.646 δημόσιες συναθροίσεις, με σύνολον ακροατών 917.352. Εν τούτοις, αυτές οι συναθροίσεις διεξήχθησαν μόνον από 1.558 εκκλησίες από τις 2.871 που υπήρχαν τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες.g Στο 1946 ο αριθμός των δημοσίων συναθροίσεων αυξήθηκε σε 28.703 για τον Αμερικανικό αγρό, πράγμα που έδειχνε μια συμβάδισι με τη νέα αυτή μορφή κηρύγματος.h Κάθε χρόνο από το 1945 η Εταιρία τακτικά εξέδιδε σχέδια για νέες σειρές οκτώ δημοσίων ομιλιών, οι οποίες ετόνωσαν το δυνατό παγκόσμιο βήμα ομιλιών που ετίθετο τώρα σε χρήσι από τον λαό του Ιεχωβά.
Χιλιάδες νέων ενδιαφερομένων έτυχαν πνευματικής διατροφής με τη ζωτική αυτή υπηρεσία του κηρύγματος. Οι εκπαιδευμένοι θεοκρατικοί ομιληταί κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να κάμουν τις διαλέξεις αυτές μια συνεχή επιτυχία.
(Ακολουθεί)
-
-
Ερωτήσεις από ΑναγνώσταςΗ Σκοπιά—1956 | 15 Ιουλίου
-
-
Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Το εδάφ. Γένεσις 1:26 λέγει: «Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών.» Δεν θα μπορούσε να σημαίνη αυτό ότι η μορφή του πνευματικού σώματος του Θεού είναι η ίδια με τη μορφή του φυσικού ανθρωπίνου σώματος;—Χ. Ντ., Καλιφορνία.
Το Δευτερονόμιον 4:15-20 δείχνει ότι η μορφή του Θεού δεν είναι γνωστή στους ανθρώπους, κι έτσι δεν είναι ανάγκη να προσπαθούν οι άνθρωποι να παραστήσουν τη μορφή του με κάποιο επίγειο πλάσμα. Βλέπε επίσης Ησαΐαν 40:18, 25. Το να προσπαθή κανείς να παραστήση τον Δημιουργό με τη μορφή ορατού ανθρώπου ή άλλου γηίνου πλάσματος, αντί να τον δοξάζη ως τον αόρατο και παντοδύναμο Θεό, είναι πράγμα μωρόν, όπως λέγει ο Παύλος: «Διότι γνωρίσαντες τον Θεόν, δεν εδόξασαν ως Θεόν, ουδέ ευχαρίστησαν· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία. Λέγοντες ότι είναι σοφοί εμωράνθησαν. Και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εις ομοίωμα εικόνος φθαρτού ανθρώπου, και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών.—Ρωμ. 1:21-23.
Επίσης ο Παύλος έγραψε: «Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ “έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν·” ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. Και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, θέλομεν φορέσει και την εικόνα του επουρανίου.» (1 Κορ. 15:45, 49). Απ’ αυτό καταφαίνεται ότι η εικών του Αδάμ δεν ήταν η ίδια με την εικόνα του ανεστημένου Χριστού, πνευματικού πλάσματος. Η μορφή του Χριστού αναστημένου ως πνευματικού πλάσματος ήταν άγνωστη στους Χριστιανούς. Αυτοί ήξεραν ότι ο Χριστός ήταν «εικών του Θεού», ή ο «χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού,» αλλά δεν ενόμιζαν ότι αυτή η «εικών» ή ο «χαρακτήρ της υποστάσεως» ήταν κατά την ανθρώπινη μορφή, η οποία τους ήταν γνωστή. Ήξεραν, επίσης, ότι τελικά κι αυτοί θα έβλεπαν τον Θεό και θα ήσαν όπως Αυτός, όταν θα ανεσταίνοντο ως πνευματικά πλάσματα για να συμβασιλεύσουν με τον Χριστόν: «Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού· και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι· εξεύρομεν όμως, ότι, όταν φανερωθή, θέλομεν είσθαι όμοιοι με αυτόν· διότι θέλομεν ιδεί αυτόν καθώς είναι.»—Εβρ. 1:3· 1 Ιωάν. 3:2.
Απ’ όλα αυτά καταφαίνεται ότι οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών δεν θεωρούσαν τη μορφή των ανθρώπων ως ομοίαν με τη μορφή του Θεού ή με τη μορφή του αναστημένου Χριστού. Φαίνεται λοιπόν βέβαιον ότι όταν ο Ιεχωβά είπε στον Λόγον (αυτός ήταν ο τίτλος του Χριστού προτού έλθη ως άνθρωπος στη γη), «Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών», δεν ανεφέρετο σε καμμιά κατά γράμμα μορφή ή εμφάνισι. Ο λόγος υπέστη μεγάλη μεταβολή για να γίνη κατά την ομοιότητα του ανθρώπου. (Φιλιππησ. 2:7) Εμμένομε, λοιπόν, στην εξήγησι που εδημοσιεύθη προηγουμένως ότι ο άνθρωπος ‘έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν αυτών’, διότι όπως οι ιδιότητες του Ιεχωβά είναι δικαιοσύνη, αγάπη, σοφία και δύναμις, έτσι κι ο άνθρωπος εδημιουργήθη μ’ αυτές τις ίδιες ιδιότητες, που τον ξεχωρίζουν απ’ όλες τις άλλες επίγειες μορφές ζωής και τον εφοδιάζουν με τα μέσα για να ασκή επικυριαρχία πάνω σ’ αυτές και να εκπροσωπή ορατώς τον Ιεχωβά επάνω στη γη. Εφόσον οι θείες ιδιότητες κατέχονται και από τον Λόγον, ο Δημιουργός μπορούσε ορθώς να μιλήση γι’ αυτές στον Λόγον ως την «εικόνα ημών» και «ομοίωσιν ημών».—Γεν. 1:28· 5:3· Ψαλμ. 89:14· Παροιμ. 2:6· 3:19, 20· Δαν. 2:20· 1 Ιωάν. 4:8.
● Σε διάφορες περιπτώσεις μέσα στις Ελληνικές Γραφές άνθρωποι καλούνται «αγαθοί». Εν τούτοις, όταν ένας νεανίας απεκάλεσε τον Ιησούν «αγαθόν» επεπλήχθη και του ελέχθη ότι κανείς δεν είναι αγαθός εκτός από τον Θεό. Γιατί;—Τ. Κ., Πενσυλβανία.
Ο Ιησούς είπε ότι ο Ιεχωβά «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς». Για τον Βαρνάβα αναγράφεται ότι «ήτο ανήρ αγαθός». Οι νεαρές Χριστιανές γυναίκες ενουθετούντο να είναι «αγαθαί». Οι οικέται εδιδάσκοντο να υποτάσσωνται στους κυρίους των, «ου μόνον εις τους αγαθούς και επιεικείς, αλλά και εις τους διεστραμμένους.» (Ματθ. 5:45· Πράξ. 11:24· Τίτον 2:5· 1 Πέτρ. 2:18) Για άλλες περιπτώσεις βλέπε Ματθ. 12:35· 20:15· 22:10· 25:21, 23· Λουκ. 6:45· 19:17· 23:50. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται η ίδια λέξις του Ελληνικού πρωτοτύπου κειμένου αγαθός. Η ίδια Ελληνική λέξις χρησιμοποιείται και εκεί όπου η ευαγγελική αφήγησις ομιλεί για τον πλούσιο νεαρό άρχοντα ο οποίος ερώτησε τον Ιησούν: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάμω δια να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον;» Ο Ιησούς τού είπε: «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ειμή είς, ο Θεός.»—Μάρκ. 10:17, 18· Λουκ. 18:18, 19.
Βέβαια, αν ατελείς άνθρωποι μπορούσαν να καλούνται «αγαθοί», ο Ιησούς πολύ περισσότερο είχε τα προσόντα να κληθή έτσι. Ούτε και θα ηρνείτο τον όρον «διδάσκαλος»· εδέχθη κάποτε τον χαρακτηρισμόν αυτόν. (Ιωάν. 13:13) Τότε γιατί απήντησε έτσι στον νεανίαν εκείνον; Φαίνεται ότι οι ραββίνοι του Ιουδαϊσμού ποθούσαν υπερβολικά αυτόν τον τίτλον, πράγμα που μπορεί να εξηγήση το γιατί τον απέκρουσε ο Ιησούς. Όταν ο άρχων εκείνος τον προσηγόρευσε έτσι, αυτό εσήμαινε ότι τον κατέτασσε με τους ραββίνους. Ο Ιησούς δεν ήθελε ραββινικούς τίτλους, με την επίπληξι δε αυτή ο Ιησούς κατέδειξε την ακαταλληλότητα της χρήσεως τοιούτων τίτλων. (Ιώβ 32:21, 22· Ματθ. 23:7-10) Ο Χριστός δεν είχε αντιρρήσεις να χαρακτηρίζεται κατάλληλα ο διδάσκαλος
-