Ο Αγαπημένος Απόστολος Συγγράφει το Τέταρτον Ευαγγέλιον
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΣ αφηγήσεις των Ευαγγελίων δεν είναι απλές αντιγραφές. Ούτε είναι επινοήσεις γόνιμης φαντασίας. Όσο περισσότερο εξοικειωνόμεθα μ’ αυτά τόσο περισσότερο μαθαίνομε να εκτιμούμε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους και ότι είναι πράγματι τέσσερες ανεξάρτητες κι όμως αρμονικές μαρτυρίες των γεγονότων της επιγείου διακονίας του Μεσσία, του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού.
Κάθε ένα από τα τέσσερα ευαγγέλια έχει το δικό του θέμα, τον δικό του αντικειμενικό σκοπό, το ξεχωριστό του συγγραφικό ύφος και τα δικά του ιδιαίτερα γεγονότα, καθώς και ότι, όπως φαίνεται, το κάθε ένα εγράφη σε διάφορη τοποθεσία: του Ματθαίου στην Παλαιστίνη, του Μάρκου στη Ρώμη, του Λουκά στην Καισάρεια, και του Ιωάννου στην Έφεσο ή πλησίον αυτής. Πράγματι είναι τόσο διαφορετικά, ώστε ο τρόπος, με τον οποίον εγράφησαν, εχρησίμευσε ως δικαιολογία για ωρισμένους κοσμικά σκεπτομένους πρώτους «Χριστιανούς» να ακολουθήσουν μια ιδιότυπη αίρεσι: του Ματθαίου οι Εβιωνίται, του Μάρκου οι Δασιθεανοί, του Λουκά οι Μαρκιωνίται, του Ιωάννου οι Βαλεντινιανοί.
Μολονότι μόνο ένα 7 τοις εκατό από το Ευαγγέλιο του Μάρκου είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα, όμως αυτό το 7 τοις εκατό είναι τόσο διεσπαρμένο σ’ ολόκληρο το Ευαγγέλιο, ώστε, μαζί με το ξεχωριστό του θέμα και το συγγραφικό του ύφος—σύντομο, ταχυκίνητο, υπερπλήρες με Λατινισμούς και λοιπά, στέκεται σταθερά σαν ένας ανεξάρτητος μάρτυς. Εξ άλλου, βρίσκομε ότι το τέταρτο Ευαγγέλιο, αν και είναι κατά 92 τοις εκατό μοναδικό, δηλαδή, καλύπτει σημεία που δεν αναφέρονται από τα άλλα, είναι εκπληκτικά όμοιο με τα άλλα τρία ως προς τις βασικές αλήθειες, τον τύπο των χαρακτήρων που περιγράφουν, το πνεύμα τους και την εντύπωσι που δημιουργούν.
Αυτό θα μπορούσε να διευκρινισθή από ό,τι αυτοί έχουν να πουν για τον απόστολο Πέτρο. Ασφαλώς τα πρώτα τρία Ευαγγέλια δείχνουν ότι ο Πέτρος ήταν αυθόρμητος στην ομιλία και στη δράσι, το ίδιο δε δείχνει και το τέταρτο Ευαγγέλιο. Δείχνει ότι ο Πέτρος ήταν εκείνος που εναντιώθη να του πλύνη ο Ιησούς τα πόδια και εκείνος που ερρίφθη στη θάλασσα της Τιβεριάδος να κολυμπήση αμέσως προς την ακτή, μόλις έμαθε ότι ο ξένος στην ακτή δεν ήταν άλλος από τον Κύριό του, τον αναστημένο Ιησού τον ίδιο.—Ιωάν. 13:4-10· 21:7.
ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ
Χωρίς αμφιβολία ο Ιωάννης είχε ενώπιον του τα πρώτα τρία Ευαγγέλια και έτσι έκαμε το δικό του Ευαγγέλιο συμπληρωματικό. Ότι επροτίθετο να συμπληρώση είναι φανερό τόσο απ’ αυτά που λέγει όσο και απ αυτά που παραλείπει να πη. Τα πρώτα τρία, γνωστά ως συνοπτικά Ευαγγέλια, επειδή βλέπουν τα πράγματα από την ίδια άποψι, λέγουν για την υπερφυσική γέννησι του Ιησού. Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου μάς λέγει για την προανθρώπινη ύπαρξι του Λόγου και ότι «ο Λόγος έγεινε σαρξ.» Έτσι, επίσης, ο Λουκάς λέγει για την υποτακτικότητα του παιδιού Ιησού, ενώ ο Ιωάννης λέγει για την υπό του Ιησού διεκδίκησι της ανεξαρτησίας του μόλις έφθασε στην ανδρική ηλικία: «Τι είναι μεταξύ εμού και σου, γύναι;»—Ιωάν. 1:14· 2:4.
Οι συνοπτικοί κατέγραψαν τι έλαβε χώραν στο «βάπτισμα του Ιησού, ενώ ο Ιωάννης παραθέτει τι είχε να πη αργότερα ο Βαπτιστής για εκείνα τα γεγονότα: «Είδον το πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν.» Αυτοί παραλείπουν το πρώτο μέρος της επιγείου διακονίας του Ιησού, αρχίζοντας με τη φυλάκισι του Ιωάννου του Βαπτιστού. Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου αναγράφει το πρώτο μέρος της διακονίας του Ιησού μαζί με το πρώτο του θαύμα, τη μεταβολή του νερού σε κρασί.—Ιωάν. 1:32.
Η διακονία του Ιησού στη Γαλιλαία περιγράφεται από τους πρώτους τρεις Ευαγγελιστάς· ο Ιωάννης περιγράφει τη διακονία του Ιησού στην Ιουδαία. Αυτοί ομιλούν για τις παραβολές του Ιησού, ακόμη και ο Μάρκος παραθέτει τέσσερες, αλλά ο Ιωάννης δεν αναφέρει ούτε μία. Εξ άλλου, αυτός μόνο μας δίνει τις συνομιλίες του Ιησού με τον Νικόδημο, με τη Σαμαρείτιδα στο πηγάδι της Συχάρ και με τον Πιλάτο. Συγχρόνως μας δίνει πολλές από τις παρομοιώσεις του Ιησού που οι άλλοι δεν μας δίνουν, όπως όταν ο Ιησούς παρωμοίασε τον εαυτό του με τον όφι που ύψωσε ο Μωυσής, μ’ ένα καλόν ποιμένα και με μια άμπελο. Εκείνοι μας λέγουν για την απαγγελία από τον Ιησού των ουαί κατά των γραμματέων και Φαρισαίων· ο Ιωάννης μάς λέγει για την υπό του Ιησού παρομοίωσι των Ιουδαίων προς τον πατέρα τους τον Διάβολο. Αυτοί λέγουν για τον καθαρισμό του ναού που έκαμε ο Ιησούς στο τέλος της επιγείου διακονίας του· ο Ιωάννης ομιλεί για ένα καθαρισμό του ναού στην έναρξί της. Αυτοί λέγουν για την υπό του Ιησού εγκαινίασι της αναμνήσεως του θανάτου του· ο Ιωάννης μάς λέγει για το πλύσιμο υπό του Ιησού των ποδών των αποστόλων του σ’ εκείνη την περίπτωσι, για τις εγκάρδιες ομιλίες που έδωσε και για την προσευχή που ανέπεμψε προς χάριν των εκείνη την αξιομνημόνευτη νύχτα.
Οι συνοπτικοί αναφέρουν την μετάβασι του Ιησού στην Ιερουσαλήμ μόνο στο τέλος της διακονίας του, και από τις αφηγήσεις των θα μπορούσαμε λογικά να συμπεράνωμε ότι η διακονία του Ιησού ήταν διαρκείας μόνον ενός έτους περίπου. Ο Ιωάννης, όμως, μας λέγει για τη μετάβασι του Ιησού στην Ιερουσαλήμ επανειλημμένως σε κάθε πάσχα, δίνοντας μας έτσι μια απάντησι ως προς το μήκος της διακονίας του Ιησού, δηλαδή, τριάμισυ χρόνια. Αυτό συμφωνεί με την προφητεία του Δανιήλ για τις εβδομήντα εβδομάδες ετών, όπου κατεδεικνύετο ότι ο Μεσσίας θα ήρχετο στο τέλος της εξηκοστής ενάτης εβδομάδος, και θα εθανατώνετο στο μέσον της εβδομηκοστής εβδομάδος, ή μετά τριάμισυ έτη.—Δαν. 9:24-27· Ιωάν. 2:13· 5:1· 6:4· 12:1 και 13:1.
Βλέπομε, επίσης, τον Ιωάννη να είναι συμπληρωματικός όσον αφορά τα θαύματα του Ιησού. Μόνον αυτός μας λέγει για το πρώτο θαύμα του Ιησού, την αλλαγή του νερού σε κρασί, και για το τελευταίο θαύμα του Ιησού, το μέγεθος του αλιεύματος ψαριών μετά την ανάστασί του. Επίσης, μόνον ο Ιωάννης μάς λέγει για την αποκατάστασι από τον Ιησού της οράσεως του εκ γενετής τυφλού και για την απ’ Αυτόν ανάστασι του Λαζάρου, αφού ήταν νεκρός τέσσερες ημέρες.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Για πολλά χρόνια μερικοί ισχυρίσθησαν ότι το τέταρτο Ευαγγέλιο δεν μπορούσε απλούστατα να έχη γραφή από τον απόστολο Ιωάννη λόγω ελλείψεως αρχαίων αντιγράφων. Εν τούτοις, απεδείχθη ότι το Ευαγγέλιον του Ιωάννου εγράφη στο διάστημα της ζωής του από την ανακάλυψι ενός τεμαχίου του Ευαγγελίου του στην Αίγυπτο, που είναι γνωστό τώρα ως Πάπυρος Ράυλαντς 457 (Ρ52), και το οποίον περιέχει τα εδάφια Ιωάννης 18:31-33, 37, 38 και φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη Ιωάννου Ράυλαντς, στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Σχετικά μ’ αυτό, ο αποβιώσας Σερ Φρέντερικ Κένυον του Λονδίνου, λέγει στο βιβλίο του, Η Βίβλος και η Σύγχρονη Μάθησις, το οποίον εξεδόθη το 1948, τα εξής: «Έστω και αν είναι μικρό, είναι αρκετό ν’ αποδείξη ότι ένα χειρόγραφο αυτού του ευαγγελίου κυκλοφορούσε, πιθανώς στην επαρχιακή Αίγυπτο όπου ευρέθη, στην περίοδο 130-150 μ.Χ. Ο υπολογισμός του ελαχίστου έστω χρόνου, που χρειάζεται για την κυκλοφορία του έργου από τον τόπο που παρήχθη, θα έφερε αναδρομικώς τη χρονολογία της συγγραφής του τόσο κοντά στην εκ παραδόσεως χρονολογία, δηλαδή, στην τελευταία δεκαετία του πρώτου αιώνος, ώστε δεν υπάρχει περαιτέρω λόγος να αμφισβητήται το κύρος της παραδόσεως.»
Το γεγονός ότι το Ευαγγέλιο του Ιωάννου θέτει τόσο πολλή έμφαση στην αγάπη, δεν αποδεικνύει κατ’ ανάγκην ότι δεν εγράφη απ’ αυτόν επειδή ο Ιησούς ανεφέρθη σ’ αυτόν ως ‘Υιόν Βροντής.’ Το γεγονός ότι ως νέος εχαρακτηρίσθη έτσι δεν αποδεικνύει ότι δεν έγινε πιο ήπιος στα ενενήντα, να πούμε, χρόνια. Είναι πολύ πιθανόν ότι ο Ιωάννης ήταν ο νεώτερος από τους δώδεκα και, επομένως, πιθανόν να ήταν ο πιο ιδεαλιστής απ’ όλους. Αν συμβαίνη έτσι, αυτό βοηθεί να εξηγηθή η μεγάλη του αφοσίωσις στον Κύριό του καθώς και η ιδιαίτερη αγάπη του Ιησού για τον Ιωάννη. Είναι εντελώς παράλογο να ισχυρισθούμε ότι, λόγω της ειδικής στοργής που είχε ο Ιησούς για τον Ιωάννη, ο Ιωάννης πρέπει να ήταν ασυνήθως ήπιος, αδύνατος και ακόμη θηλυπρεπής.
Αντιθέτως, όπως ακριβώς ο Ιησούς είχε πύρινο ζήλο για τη δικαιοσύνη—παρατηρήστε τον καθαρισμό απ’ αυτόν του ναού, τις δημόσιες καταγγελίες του εναντίον του κλήρου των ημερών του—το ίδιο είχαν και ο Ιωάννης και ο αδελφός του Ιάκωβος. Γι’ αυτό τους εδόθη ο τίτλος Βοανεργές, «Υιοί Βροντής.» Το ότι οι Σαμαρείται μιας πόλεως δεν επέτρεψαν στον Κύριό τους να περάση μέσ’ από την πόλι, επειδή επήγαινε προς την Ιερουσαλήμ, και ότι αυτό τους γέμισε με δίκαιη αγανάκτησι, ώστε ήθελαν να κατέβη φωτιά από τον ουρανό, είναι ενδεικτικό, επίσης, της πίστεώς των!—Μάρκ. 3:17· Λουκ. 9:54.
Τα Ευαγγέλιον του Ιωάννου αποκαλύπτει την ίδια ισχυρή νομιμοφροσύνη, την ίδια έντονη αγάπη, την ίδια δίκαιη αγανάκτησι. Ο Ιωάννης δεν καλύπτει τον Νικόδημο, αλλά ωμά μας λέγει ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού στο σκοτάδι της νύχτας από φόβο για το τι εσκέπτοντο οι άλλοι. Και το ίδιο είναι αληθινό για ένα άλλο μέλος του Σανχεδρίν, τον Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας. Ο τελώνης Ματθαίος, που ησχολείτο πάντοτε με τις χρηματικές αξίες, δεν μπορούσε παρά να σημειώση ότι ο Ιωσήφ ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος καθώς και μαθητής του Ιησού. Ο Μάρκος, γράφοντας για τους Ρωμαίους, μας λέγει ότι ο Ιωσήφ ήταν έντιμος βουλευτής που και αυτός επερίμενε την βασιλεία του Θεού. Ο Λουκάς μάς δίνει περισσότερες λεπτομέρειες: Ο Ιωσήφ ήταν μέλος του Σανχεδρίν, άνθρωπος αγαθός και δίκαιος, που δεν ήταν σύμφωνος με τα σχέδια και τις ενέργειές των εναντίον του Ιησού, και περίμενε τη βασιλεία του Θεού. Αλλά η αφοσίωσις του Ιωάννου στον Ιησού και η οξεία του αίσθησις δικαιοσύνης, ο έμφυτος ιδεαλισμός του, δεν του επέτρεπαν πλέον να παρίδη ένα σοβαρό ελάττωμα στον Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας απ’ όσο του επέτρεπαν να παρίδη το ίδιο ελάττωμα στον Νικόδημο: «Μαθητής του Ιησού, κεκρυμμένος όμως δια τον φόβον των Ιουδαίων.» Το εδάφιο αυτό είναι εκφραστικό!—Ματθ. 27:57· Μάρκ. 15:43· Λουκ. 23:50, 51· Ιωάν. 19:38.
Ο Ιωάννης δεν μπορούσε ν’ ανεχθή το γεγονός ότι κάποιος μπορούσε να ομολογή ότι είναι μαθητής του Κυρίου του και όμως να ντρέπεται γι’ αυτό! Κι έτσι δεν πρέπει να εκπληττώμεθα όταν βλέπωμε ότι η αντίδρασίς του για τον Ιούδα τον προδότη είναι η ισχυρότερη από τις αντιδράσεις των άλλων συγγραφέων των Ευαγγελίων. Πολύ πριν ο Ιούδας προδώση τον Κύριό του, ο Ιωάννης μας λέγει, «Ήξευρεν εξ αρχής ο Ιησούς, τίνες είναι οι μη πιστεύοντες, και τις είναι ο μέλλων να παραδώση αυτόν.» «Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιησούς, Δεν έκλεξα εγώ εσάς τους δώδεκα, και είς από σας είναι διάβολος; Έλεγε δε τον Ιούδαν του Σίμωνος τον Ισκαριώτην· διότι ούτος, είς ων εκ των δώδεκα, έμελλε να παραδώση αυτόν.» Ναι, να τον προδώση, αν και ήταν ένας εκ των δώδεκα!—Ιωάν. 6:64, 70, 71.
Έτσι βρίσκομε ότι, ενώ οι άλλοι συγγραφείς των Ευαγγελίων μάς λέγουν για τον γογγυσμό, που έγινε λόγω του πολυτίμου μύρου με το οποίον η Μαρία άλειψε τον Ιησού λίγο προ του θανάτου του, μόνον ο Ιωάννης μας λέγει ποιος το είπε και γιατί: «Είς εκ των μαθητών αυτού, ο Ιούδας Σίμωνος ο Ισκαριώτης, όστις έμελλε να παραδώση αυτόν,» εγόγγυσε. «Είπε δε τούτο, ουχί διότι έμελεν αυτόν περί των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το γλωσσόκομον, και εβάσταζε τα βαλλόμενα εις αυτό.» Πάλι βλέπομε εδώ τον «Υιόν της Βροντής» να εκφράζη τη δίκαιη αγανάκτησί του. Και μπορεί να σημειωθή, ότι, χωρίς αυτά, που μας λέγει ο Ιωάννης για τον Ιούδα, η προδοτική του πορεία θα παρέμενε κατά μέγα μέρος ένα αίνιγμα.—Ιωάν. 12:4-6.
ΑΛΛΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Αυτό τούτο το ύφος του τετάρτου Ευαγγελίου μάς δίνει περιστατική απόδειξι ότι ένας ‘αγράμματος και ιδιώτης’, όπως ήταν ο Ιωάννης, θα πρέπει να υπήρξε ο συγγραφεύς. (Πράξ. 4:13) Το ύφος του Ιωάννου είναι εξαιρετικά απλό—απλές λέξεις, απλές προτάσεις, χρήσις ενός λεξιλογίου πολύ μικρότερου από εκείνο που διέθεταν οι πλείστοι άλλοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Παράλληλα, όμως, το δικό του βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο. Όπως το εξέφρασε ο Ουέστκοτ, διάσημος Βιβλικός λόγιος του προηγουμένου αιώνος: «Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είναι η πιο τέλεια τέχνη, που πηγάζει από την πιο τέλεια απλότητα. . . . Κανένα σύγγραμμα . . . δεν έχει μεγαλύτερη απλότητα με πιο εμβριθή βάθη.» Έτσι δεν είναι εκπληκτικό να μάθωμε ότι το Ιωάννης 7:53 έως 8:11, για το οποίον υπάρχει αμφισβήτησις αν το έγραψε ο Ιωάννης, «δεν περιέχει το ευκόλως αναγνωριζόμενον ύφος του Ιωάννου.»—Τα Τέσσερα Ευαγγέλια, Ντομ Ι. Τσάπμαν.
Ακόμη πιο οριστική ένδειξις ότι ο απόστολος Ιωάννης είναι ο συγγραφεύς του τετάρτου Ευαγγελίου είναι η χρησιμοποίησις σ’ αυτό ονομάτων. Περισσότερα ονόματα αναγράφονται σ’ αυτό παρά σε οποιοδήποτε από τ’ άλλα Ευαγγέλια. Μόνον αυτό μας λέγει ότι ο Φίλιππος και ο Ανδρέας, ο αδελφός του Πέτρου, ήσαν εκείνοι που συνεζήτησαν με τον Ιησού για τη διατροφή των πέντε χιλιάδων ανδρών· ότι ο Μάλχος ήτα εκείνος του οποίου ο Πέτρος απόκοψε το αυτί. Εν τούτοις, αν και αναφέρει τον Πέτρο τριάντα τρεις φορές, το Ευαγγέλιο αυτό ούτε μια φορά δεν ονομάζει τον Ιωάννη ούτε τον αδελφό του Ιάκωβο, αναφέροντάς τους μόνο μια φορά υπό τον τίτλο ‘υιοί του Ζεβεδαίου.’ Αν εξαιρέσωμε αυτό, ο Ιωάννης προτιμά να παραμένη ανώνυμος με την ονομασία που ήταν πλησιέστερα στην καρδιά του, ‘ο μαθητής, τον οποίον ηγάπα ο Ιησούς.’—Ιωάν. 6:5-8· 18:10· 13:23.
Ούτε είναι μόνο αυτά. Η ισχυρότερη απόδειξις απ’ όλες ότι ο Ιωάννης έγραψε αυτό το Ευαγγέλιο είναι το γεγονός ότι το όνομα «Ιωάννης» εμφανίζεται στο Ευαγγέλιό του επανειλημμένως, αλλά ούτε μια φορά δεν αναφέρεται στον απόστολο Ιωάννη αλλά μόνο στον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ναι, ο Ιωάννης, που έχει την τάσι περισσότερο από τους άλλους συγγραφείς των Ευαγγελίων να μας δίδη τα πλήρη ονόματα των προσώπων, όταν ομιλή για τον Ιωάννη, τον Βαπτιστή, ποτέ δεν φροντίζει να τον ονομάζη με το πλήρες όνομά του, αλλά μόνον «Ιωάννην,» αν και υπάρχει και άλλος ένας Ιωάννης, αυτός ο ίδιος. Οι άλλοι κάνουν αυτή τη διάκρισι, διότι πώς θα μπορούσατε να πήτε για ποιόν Ιωάννη μιλούν, τον Ιωάννη τον Βαπτιστή ή τον Ιωάννη τον απόστολο; Αλλά ο απόστολος Ιωάννης δεν το ενόμισε αναγκαίο να κάνη αυτή τη διάκρισι, διότι, όταν μιλούσε για τον «Ιωάννην», δεν ανεφέρετο στον εαυτό του, αλλά μιλούσε για τον Βαπτιστή! Βεβαίως, κανείς άλλος, εκτός από τον ίδιο τον απόστολο Ιωάννη, δεν θα παρέλειπε να σημειώση σε ποιον Ιωάννη ανεφέρετο.
Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Κατάλληλα, σε καιρούς εντάσεως ο αγαπημένος απόστολος Ιωάννης ευρίσκετο ο περισσότερον πλησίον στον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Στο τελευταίο πάσχα ήταν «κεκλιμένος εις τον κόλπον του Ιησού». Ακολούθησε τον Ιησού μέσα στην αυλή του αρχιερέως, στον οποίον ήταν γνωστός, αυτός δε είναι ο απόστολος, που τον βλέπομε με τον Ιησού στον Γολγοθά, όπου του ενεπιστεύθη τη μητέρα του.—Ιωάν. 13:23· 18:15· 19:27.
Από το τέταρτο ευαγγέλιο γίνεται φανερό ότι ο συγγραφεύς είχε οξυτάτη εκτίμησι της προανθρωπίνης υπάρξεως του Ιησού. «Εν αρχή ήτο ο Λόγος . . . Πάντα δι’ αυτού έγειναν.» Και μόνο αυτός παραθέτει τις πολλές παραπομπές, που έκαμε ο Ιησούς για την προανθρώπινη ύπαρξί του, όπως ότι ‘κατέβη εκ του ουρανού.’ «Εγώ είμαι ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού.» «Πριν γείνη ο Αβραάμ εγώ είμαι.» «Δόξασόν με συ, Πάτερ, πλησίον σου, με την δόξαν την οποίαν είχον παρά σοι πριν γείνη ο κόσμος.»—Ιωάν. 1:1-3· 3:13· 6:41· 8:58· 17:5.
Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου φθάνει τα ανώτατα ύψη θείας αληθείας. Μας δίνει την υψίστη εκτίμησι προς τον Ιησού ως τον Λόγον, τον Καλόν Ποιμένα, το Φως του κόσμου, τον Άρτον της Ζωής, την Οδόν, την Αλήθεια και τη Ζωή. Έχει να πη περί αγάπης περισσότερα από τους τρεις άλλους συγγραφείς των Ευαγγελίων όλους μαζί λαμβανόμενους. Μπορούμε να φαντασθούμε ότι κάποιος άλλος παρά ένας στενός μαθητής του Ιησού θα ήταν ικανός να μας δώση μια τέτοια περιγραφή της προσωπικότητος του Ιησού;
Από τους δώδεκα, ο Ιησούς ξεχώρισε τρεις για ειδική στενή σχέσι: τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Μόνον αυτοί συνώδευσαν τον Ιησού στην οικία για να παραστούν μάρτυρες όταν ανέστησε από τους νεκρούς τη νεαρή θυγατέρα του αρχισυναγώγου· μόνον αυτοί τον συνώδευσαν στο όρος της μεταμορφώσεως και αυτοί μόνο τον συνώδευσαν περαιτέρω στον κήπο της Γεθσημανή. Λογικά, ένας απ’ αυτούς τους τρεις θα ήταν εκείνος που θα μας έδινε την πιο εξυψωμένη άποψι του Ιησού. Ο Πέτρος και ο Ιάκωβος πέθαναν πολύ πριν γραφή το τέταρτο Ευαγγέλιο. Εκείνος που ειδικά αγαπούσε ο Ιησούς θα πρέπει να ήταν ένας απ’ αυτούς τους τρεις και επομένως ο Ιωάννης.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι το 21ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ιωάννου, που μας λέγει για την ανάθεσι από τον Ιησού στον Πέτρο της τριπλής εντολής να βόσκη τα αρνία του και τα μικρά πρόβατά του, εγράφη από ένα διαφορετικό χέρι από εκείνο που έγραψε το υπόλοιπο Ευαγγέλιο, διότι το τελευταίο εδάφιο του προηγουμένου κεφαλαίου (20) είναι υπό μορφήν επιλόγου· δεν είναι, όμως, έτσι. Το ύφος του 21ου κεφαλαίου είναι του Ιωάννου και αναμφιβόλως προσετέθη από τον ίδιο αργότερα.
Τι θησαυρό έχομε στο τέταρτο Ευαγγέλιο! Εκπληροί πολύ καλά τον σκοπό του: «Ταύτα δε εγράφησαν, δια να πιστεύσητε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντες να έχητε ζωήν εν τω ονόματι αυτού.»—Ιωάν. 20:31.