Είχε ο Ιησούς Ανθρώπινο Πατέρα;
ΣΤΗΝ εποχή των «Χριστουγέννων,» η προσοχή πολλών ανθρώπων συγκεντρώνεται στον Ι. Χριστό από τη Ναζαρέτ. Χωρίς αμφιβολία ο άνθρωπος εκείνος επηρέασε την ανθρώπινη φυλή προς το καλό περισσότερο από κάθε άλλον. Η αξιοσημείωτη ζωή του κίνησε το ενδιαφέρον πολλών συγγραφέων να γράψουν γι’ αυτόν. Εν τούτοις, πολλοί απ’ αυτούς τους συγγραφείς δεν συμφωνούν με ό,τι λέγει η Βίβλος για τον Ιησού ότι γεννήθηκε από παρθένο και είχε τον Δημιουργό, Ιεχωβά Θεό, ως Πατέρα του, και επιμένουν ότι είχε ανθρώπινον Πατέρα.
Πράγματι, σήμερα ολοένα και περισσότεροι θρησκευτικοί ηγέται, τόσο Ρωμαιοκαθολικοί όσο και Προτεστάνται, έχουν αυτή τη γνώμη. Επί παραδείγματι, στο περιοδικό Θεολογία της Σήμερον (στην Αγγλική) του Ιουλίου 1971, ένας καθηγητής της θεολογίας επιχειρηματολογεί για να δείξη ότι ο Πατέρας του Ιησού ήταν ή ένας εραστής της Μαρίας ή ο σύζυγός της Ιωσήφ. Ένας καθηγητής στο Καίμπριτζ της Αγγλίας, γράφοντας στο περιοδικό Ερμηνευτικοί Καιροί (στην Αγγλική) του Φεβρουαρίου 1969, επιμένει ότι «από την αυστηρώς ιστορική άποψι υπάρχουν πολύ λίγα αξιόπιστα δεδομένα τα οποία μπορεί κανείς να επικαλεσθή για την παρθενική σύλληψι του Ιησού.» Αμφισβητεί τις αφηγήσεις που περιέχονται στα δύο πρώτα κεφάλαια του Ματθαίου και του Λουκά και έπειτα λέγει, «Καμμιά άλλη παραπομπή δεν υπάρχει στην Καινή Διαθήκη την οποίαν οποιοσδήποτε ιστορικός. . . θα ενόμιζε ότι υποστηρίζει ότι ο Ιησούς είχε συλληφθή από μια Παρθένο χωρίς ανθρώπινον πατέρα.» Και ένας συγγραφεύς στο Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό Κοντίνιουμ (Χειμών-Άνοιξις 1969) λέγει: «Η παρθενική γέννησις είναι μυθολογικός ή εξεικονιστικός τρόπος για να συλλάβη κανείς το θεολογικό μυστήριο της δωρεάν σωτηρίας. . . . Εκείνοι που παρήγαγαν τον μύθο . . . χρησιμοποιούσαν εικόνες . . . για να παραστήσουν την άποψί των για το Μεσσιανικό γεγονός.»
Ας εξετάσωμε αυτό το ζήτημα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Τι δείχνει πράγματι η Γραφή ότι συνέβη; Είχε ο Ιησούς ανθρώπινο πατέρα, ή ήταν ο Δημιουργός, ο Ιεχωβά Θεός, αληθινά και πράγματι ο Πατέρας του;
Πρώτα απ’ όλα, ας σημειώσωμε ότι ένα τέτοιο πράγμα, όπως η ιδέα ότι ο Ιησούς δεν είχε έναν άνθρωπο ως πατέρα του, δεν θα ήταν αδύνατο για τον Θεό, καθώς έχει σχολιασθή πολύ καλά: «Αν ο Θεός έκαμε τον πρώτο άνθρωπο—τον Αδάμ—χωρίς ανθρώπινη μητέρα, τότε δεν μπορούσε ο ίδιος Θεός να φέρη σε ύπαρξι τον δεύτερο Αδάμ—τον Χριστόν—χωρίς ανθρώπινο πατέρα;» Ασφαλώς! Αλλά εκείνοι που αντιτίθενται στην παρθενική γέννησι του Ιησού συνήθως αντιτίθενται επίσης στην αφήγησι της Βίβλου περί δημιουργίας, καθώς ένας απ’ αυτούς τους κριτικούς το έθεσε: «Εγώ τουλάχιστον δεν είμαι πρόθυμος να πιστέψω ότι ο Θεός έκαμε τον Αδάμ χωρίς μητέρα.»
Αλλ’ εκείνοι που παραδέχονται τη Βίβλο ως τον εμπνευσμένον Λόγον του Θεού δεν έχουν καμμιά δυσκολία στο να πιστέψουν ότι Εκείνος, που εδημιούργησε τον Αδάμ με σπερματοζωάρια στην αρχή και ο οποίος επροίκισε το γυναικείον φύλον με τη δύναμι να συλλαμβάνη και να γεννά τέκνα, μπορούσε επίσης να παραγάγη ένα σπερματοζωάριο ανεξάρτητα από οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα και μπορούσε να το τοποθετήση σε μια παρθένο κι έτσι να την κάμη να συλλάβη χωρίς τη βοήθεια ενός ανδρός. Αν πιστεύωμε καν στον Θεό, πρέπει να του αποδώσωμε αυτές τις δυνάμεις, δεν πρέπει; Είναι πράγματι αξιοσημείωτον ότι ο άγγελος ετόνισε αυτό ακριβώς το σημείο απαντώντας στην ερώτησι της παρθένου Μαρίας για το πώς επρόκειτο να συλλάβη εφόσον δεν είχε καθόλου σχέσεις με οποιονδήποτε άνδρα. Ο άγγελος είπε, «διότι ουδέν πράγμα θέλει είσθαι αδύνατον παρά τω Θεώ.»—Λουκ. 1:36, 37.
Η Μαρτυρία των Ευαγγελίων
Γίνεται η κατηγορία ότι οι μόνες αναγραφές που έχομε για τη γέννησι του Ιησού είναι του Ματθαίου και του Λουκά, τότε όμως εκείνες οι δύο είναι οι μόνες που μας μιλούν για τη νηπιακή και τη νεανική ζωή του Ιησού. Ο Μάρκος αναμφιβόλως άφησε έξω τα γεγονότα της γεννήσεως και βρεφικής ηλικίας του Ιησού χάριν συντομίας, και ο απόστολος Ιωάννης έκαμε το ίδιο εφόσον αυτός ενδιεφέρετο κυρίως για συμπληρωματικά ζητήματα που δεν είχαν καλυφθή από τους συγγραφείς των άλλων Ευαγγελίων.
Ο Ματθαίος μάς λέγει ότι η Μαρία έμεινε έγκυος από το πνεύμα του Θεού προτού να έχη σχέσεις με τον Ιωσήφ, με τον οποίον ήταν αρραβωνιασμένη. Αυτός επίσης καταγράφει πώς ο Ιωσήφ αντέδρασε όσον αφορά την εγκυμοσύνη της Μαρίας και πώς ο άγγελος του Θεού τον εβεβαίωσε για το πώς αυτό συνέβη. Επί πλέον, η αφήγησις τονίζει το σημείον ότι ο Ιωσήφ δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις με αυτήν εωσότου εγέννησε τον Ιησούν. (Ματθ. 1:18-25) Ο Λουκάς μάς πληροφορεί για τα ίδια ακριβώς συμβάντα, αλλά από την άποψι της Μαρίας. Ο Λουκάς και ο Ματθαίος έχουν περίπου δώδεκα κοινά σημεία. (Λουκ. 1:26-35) Σαφώς, και ο Ματθαίος και ο Λουκάς αναφέρουν ότι ο Θεός, και όχι κάποιος άνθρωπος, ήταν ο Πατέρας του Ιησού. Ακόμη και ο Μάρκος θα μπορούσε να λεχθή ότι μαρτυρεί εμμέσως για το γεγονός αυτό. Πώς; Διότι, αντί να γράφη ότι οι άνθρωποι ρωτούσαν, «Δεν είναι ούτος ο υιός του τέκτονος;» τους αναφέρει να ρωτούν, «Δεν είναι ούτος ο τέκτων, ο υιός της Μαρίας . . . ;»—Ματθ. 13:55· Μάρκ. 6:3.
Περισσότερο επιβεβαιωτική ότι ο Ιησούς έχει τον Θεόν, και όχι κάποιον άνθρωπον, Πατέρα του, ήταν η φωνή που ακούσθηκε από τον ουρανό τον καιρό της μεταμορφώσεώς του, που έλεγε: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην.» Ποια ισχυρότερη απόδειξι θα θέλαμε ότι ο Ιησούς είχε τον Θεό, και όχι κάποιον άνθρωπο, Πατέρα του;—Ματθ. 3:17· 17:5· Μάρκ. 1:10, 11· 9:7· Λουκ. 3:21, 22· 9:35.
Ο απόστολος Ιωάννης στο ευαγγέλιό του μαρτυρεί με το ίδιο νόημα. Πώς; Με το ότι λέγει ότι ο Ιησούς είχε μια προανθρώπινη ύπαρξι και είχε χρησιμοποιηθή από τον Θεό στη δημιουργία και ήταν «ο μονογενής υιός» του Θεού. Πώς μπορούσε λοιπόν οποιοσδήποτε άνθρωπος να ήταν πατέρας του;—Ιωάν. 1:1-3, 14.
Η Μαρτυρία του Ιησού και του Παύλου
Όσο για τον Ιησού τον ίδιο, φαίνεται ότι, ακόμη και ως παιδί δώδεκα ετών, εγνώριζε ότι ο Θεός ήταν ο Πατέρας του. Διότι τον καιρό που ο Ιωσήφ και η Μαρία τον βρήκαν στον ναό αφού τον αναζητούσαν τρεις ημέρες, είπε προς αυτούς: «Διά τι με εζητείτε; Δεν ηξεύρετε ότι πρέπει να είμαι εις τα του Πατρός μου;» (Λουκ. 2:41-50) Ο ναός εκείνος δεν ήταν σπίτι του Ιωσήφ, αλλά του Θεού!
Εκτός αυτού, σε όλη τη διακονία ο Ιησούς επανειλημμένως εβεβαίωσεν ότι είχε τον Θεόν Πατέρα του, και επομένως όχι άνθρωπον. Έλεγε ότι είχε προανθρώπινη ύπαρξι («Πριν γίνη ο Αβραάμ εγώ είμαι»), και είπε ότι κατέβηκε από τον ουρανό και ότι επρόκειτο να επιστρέψη στον ουρανό. Πώς μπορούσε ο Ιησούς να έχη προανθρώπινη ύπαρξι και να έλθη στη γη, αν ο Ιωσήφ ήταν εκείνος που του είχε δώσει ζωή;—Ιωάν. 3:13· 6:41, 62· 8:23, 56-58· 17:5.
Ο απόστολος Παύλος μαρτυρεί για τις ίδιες ακριβώς αλήθειες. Επανειλημμένως αναφέρεται στην προανθρώπινη ύπαρξι του Ιησού και λέγει πώς ο Ιησούς ήλθε στη γη και ότι μετά την ανάστασί του επέστρεψε στον ουρανό. Είναι αλήθεια ότι ο Παύλος δεν δίνει μαρτυρία για την παρθενική γέννησι του Ιησού με πολλά λόγια, αλλ’ ότι ο Θεός, και όχι κάποιος άνθρωπος, ήταν Πατέρας του Ιησού, υπονοείται από ό,τι ο Παύλος έγραψε.—Ρωμ. 8:3· 1 Κορ. 15:47· Γαλ. 4:4· Φιλιπ. 2:7, 8· Κολ. 1:15-17 Εβραίους, κεφάλαια 1 και 2.
Γιατί Δεν Είχε Ανθρώπινον Πατέρα
Αν ο Ιησούς είχε κάποιον ατελή άνθρωπον αντί του Θεού ως Πατέρα του, δεν θα μπορούσε να εκπληρώση τους σκοπούς για τους οποίους ήλθε στη γη. Ήταν επιτακτικό ο Θεός, και όχι ο Ιωσήφ ή κάποιος άλλος άνθρωπος, να είναι Πατέρας του Ιησού, επειδή ο Ιησούς έπρεπε να είναι αναμάρτητος για να είναι «ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» (Ιωάν. 1:29) Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί λόγω της παραβάσεως του Αδάμ. (Ρωμ. 5:12, 19) Αφού έτσι έχει το πράγμα, κανένας δεν μπορούσε να δώση στον Θεό λύτρον για τον αδελφό του, όπως ακριβώς έχει σημειωθή στον Ψαλμό 49:7-9. Και ο Ιώβ επίσης παρετήρησε: «Τις δύναται να εξάξη καθαρόν από ακαθάρτου;» Αυτό υπήρξεν αληθινό για όλους, εκτός από τον Ιησού, ότι ‘εν αμαρτία οι μητέρες των τους συνέλαβον και εν ανομία εγεννήθησαν με ωδίνας,’ καθώς ωμολόγησε ο Βασιλεύς Δαβίδ όταν ικέτευε για όλους.—Ιώβ 14:4· Ψαλμ. 51:5.
Επειδή ο Ιησούς είχε τον Θεόν, και όχι κάποιον άνθρωπο, ως Πατέρα του, ήταν «άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών.» Μπορούσε να προκαλή τους εχθρούς του να τον αποδείξουν ένοχον οποιασδήποτε αμαρτίας. (Εβρ. 7:26· Ιωάν. 8:46) Επειδή ήταν τέλειος, μπορούσε να «δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» Και αφού έδωκε τη ζωή του ως αντίλυτρον, έγινε «μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων,» ικανός να είναι «ιλασμός περί των αμαρτιών ημών» καθώς και «περί όλου του κόσμου.»—Ματθ. 20:28· 1 Τιμ. 2:5, 6· 1 Ιωάν. 2:2.
Εκτός αυτού, ο Θεός είχε σκοπό όπως ο Υιός του Ιησούς δώση το υπέρτατο παράδειγμα ενός τελείου ανθρωπίνου πλάσματος που θα κρατούσε ακεραιότητα παρ’ όλα όσα ο Διάβολος θα έκανε, και ο Διάβολος έκαμε το χειρότερο που μπορούσε για να κάμη τον Ιησού να διαρρήξη την ακεραιότητά του με πειρασμούς όσο και με διωγμούς. (Ματθ. 4:1-10· Ιωάν. 19:1-18) Ότι σκοπός του Διαβόλου ήταν ν’ απομακρύνη όλους τους ανθρώπους από τον Θεό φαίνεται από το ότι επέτυχε ν’ απομακρύνη τον Αδάμ και την Εύα και από τους κομπασμούς του και τις προσπάθειες που έκαμε ν’ απομακρύνη τον Ιώβ από τον Θεό.—Γέν. 3:1-19· Ιώβ κεφάλαια 1 και 2.
Εξέτασις Υποθετικών Αντιρρήσεων
Παρ’ όλη την προηγούμενη μαρτυρία, υπάρχουν πολλοί που εγείρουν αντιρρήσεις. Επί παραδείγματι, αυτοί παρατηρούν ότι επανειλημμένως ο Ιησούς αναφέρεται ως ο υιός του Ιωσήφ. Είναι αλήθεια, αλλ’ εφόσον ο Ιωσήφ, με το να λάβη τη Μαρία ως σύζυγό του όταν αυτή ήταν έγκυος, στην πραγματικότητα υιοθέτησε τον Ιησούν ως υιόν του, ο Ιησούς μπορούσε να λέγεται υιός του. Γενικώς, οι υιοθετημένοι υιοί λέγονται υιοί των πατέρων που τους υιοθέτησαν, δεν είν’ έτσι; Εκτός αυτού, βρίσκομε ότι συνήθως εκείνοι που πιθανόν δεν εγνώριζαν τα γεγονότα ανεφέροντο στον Ιησούν ως τον υιόν του Ιωσήφ. Το γεγονός ότι οι εχθροί του Ιησού εχλεύαζαν ότι αυτοί δεν γεννήθηκαν από πορνεία, κατ’ ανάγκην δεν εσήμαινε ότι είχαν πληροφορία για τον Ιησού ότι δεν ήταν υιός του Ιωσήφ. Γιατί όχι; Επειδή στην ίδια ακριβώς περίπτωσι κακολόγησαν τον Ιησούν ότι είναι Σαμαρείτης και έχει δαιμόνιον, πράγμα που φανερά εγνώριζαν ότι δεν ήταν αλήθεια.—Ιωάν. 8:41, 48.
Έπειτα πάλι, πολλοί προσβάλλουν την παρθενική γέννησι του Ιησού με τη βάσι ότι τα πρώτα δύο κεφάλαια του Ματθαίου και του Λουκά προσετέθησαν μεταγενέστερα και από κάποιο άλλο χέρι. Αλλά καμμιά απολύτως βάσις δεν υπάρχει γι’ αυτόν τον ισχυρισμό. Πρώτα πρώτα, το συγγραφικόν ύφος των αμφισβητουμένων κεφαλαίων είναι ακριβώς το ίδιο όπως των επομένων κεφαλαίων. Σημειώστε, επί παραδείγματι, τις πολλές παραπομπές του Ματθαίου στις Εβραϊκές Γραφές, που είναι δικό του χαρακτηριστικό, και την ιατρική γλώσσα του Λουκά σ’ αυτά τα δύο κεφάλαια, που είναι δικό του χαρακτηριστικό. Ούτε υπάρχει καμμιά απόδειξις χειρογράφων που να υποστηρίζη αυτούς τους ισχυρισμούς. Επί παραδείγματι, υπάρχει απόδειξις ότι οι περικοπές εις Μάρκον 16:9-20 και Ιωάννην 7:53-8:11 είχαν προστεθή από μεταγενέστερο χέρι αλλά καμμιά ακριβώς μαρτυρία χειρογράφων δεν υπάρχει που ν’ αντικρούη την αυθεντικότητα των πρώτων δύο κεφαλαίων του Ματθαίου και του Λουκά. Ούτε τα παλαιότερα Ελληνικά χειρόγραφα ούτε οι μεταφράσεις υπαινίσσονται τέτοιο πράγμα. Αυτό υποστηρίζεται ακόμη και από το γεγονός ότι οι πρώτοι μεταποστολικοί συγγραφείς, όπως είναι ο Ειρηναίος ο Τερτυλλιανός, ο Ιγνάτιος, ο Αριστείδης, ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Ωριγένης και άλλοι, όλοι παραδέχθηκαν τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων για τη γέννησι του Ιησού από παρθένο. Και μια αυθεντία λέγει: «Η μαρτυρία των Πατέρων για την παρθενική σύλληψι είναι ομόφωνος και αναμφισβήτητος.»a
Το γεγονός ότι τα σπουδαιότερα χειρόγραφα περγαμηνών των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών φθάνουν μόνον μέχρι των αρχών του τετάρτου αιώνος χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα από μερικούς ότι τα αμφισβητούμενα κεφάλαια μπορεί να μη υπήρχαν στα αρχικά συγγράμματα. Αλλά, έχοντας υπ’ όψι και άλλα παλαιότερα χειρόγραφα που σώζονται, ο Σερ Φρέντερικ Κένυον, στο βιβλίο του Η Βίβλος και η Αρχαιολογία (στην Αγγλική), έγραψε: «Το διάστημα λοιπόν μεταξύ των χρονολογιών της αρχικής συνθέσεως και της παλαιοτέρας αποδείξεως που υπάρχει γίνεται τόσο μικρό ώστε να είναι ασήμαντο. . . . Τόσο η αυθεντικότης όσο και η γενική ακεραία μορφή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης μπορεί να θεωρήται ως τελικά αποδεδειγμένη.»
Μια άλλη αντίρρησις που προβάλλεται είναι ότι οι δυο αφηγήσεις του Ματθαίου και του Λουκά δεν συμφωνούν. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι όμοιες, αλλά δεν υπάρχει καμμιά αντίθεσις μεταξύ των. Πράγματι, σε πολλά από τα σπουδαιότατα σημεία, αυτά τα κεφάλαια επαληθεύουν το ένα το άλλο—όπως ότι ο Ιησούς γεννήθηκε σε μια εποχή που ο Ηρώδης (ο Μέγας) κυβερνούσε την Παλαιστίνη· ότι ο Ιησούς συνελήφθη από το άγιο πνεύμα του Θεού και γεννήθηκε από μια παρθένο· ότι η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ ο οποίος ήταν από τη γενεαλογία του Δαβίδ· ότι με θεία κατεύθυνσι ο υιός έπρεπε να ονομασθή Ιησούς· ότι επρόκειτο να γίνη σωτήρ και ελευθερωτής, και ούτω καθεξής.
Ότι η παρθενική γέννησις είναι αντίθετη στην επιστήμη είναι μια άλλη αντίρρησις που εγείρεται. Αλλά, όπως παρετήρησε ένας επιστήμων, σήμερα δεν μπορεί κανείς πια να λέγη ότι κάτι είναι αδύνατον. Όλο εκείνο που μπορεί να λεχθή είναι ότι κάτι είναι απίθανον με βάσι την παρούσα γνώσι. Και παραμένει το γεγονός ότι στη δημιουργία υπάρχουν πάντοτε πάρα πολλά παραδείγματα παρθενογενέσεως, δηλαδή, θηλέων που γεννούν χωρίς την ενέργεια σπέρματος του άρρενος.
Άλλοι αντιτάσσονται με βάσι ότι οι ειδωλολατρικοί μύθοι μιλούν για παρθενογενέσεις. Αλλά δεν μιλούν. Μιλούν για δαίμονες ή ζώα που συγκατοικούν με «παρθένους» ώστε αυτές δεν είναι πια παρθένοι· κάτι που απέχει πάρα πολύ από ότι αναγράφει η Βίβλος σχετικά με τη γέννησι του Ιησού. Το γεγονός είναι ότι αντί οι παρθένες να περιορίζωνται σε γυναίκες που δεν είχαν ποτέ σεξουαλική σχέσι, στους αρχαίους χρόνους πόρνες καθώς και άγαμες γυναίκες που γέννησαν τέκνα, περιελαμβάνοντο επίσης σ’ αυτόν τον όρον. Ούτε μπορούν ο Ματθαίος και ο Λουκάς να κατηγορηθούν ότι ενσωμάτωσαν μύθους ή λεζάντες στα Ευαγγέλιά των. Είναι σχεδόν ανόητο να μιλούν για μύθους όταν έχουν να κάμουν με αυτόπτες μάρτυρες.
Οι συγγραφείς Ματθαίος και Λουκάς δεν ήσαν ανόητοι. Ο ένας ήταν τελώνης και ο άλλος γιατρός. Τα συγγράμματά των είναι σφραγισμένα με την ίδια εντιμότητα ειλικρίνεια και ευθύτητα που χαρακτηρίζουν όλα τα άλλα βιβλία της Βίβλου. Και εφόσον η μαρτυρία του υπολοίπου των Γραφών είναι σε αρμονία με τα Ευαγγέλιά των, και αφού εμείς βλέπομε λόγους γιατί ο Ιησούς απλώς έπρεπε να έχη τον Δημιουργό μάλλον παρά κάποιον άνθρωπον ως Πατέρα του, όσοι αγαπούν την αλήθεια απαντούν «Όχι,» στην ερώτησι «Είχεν ο Ιησούς έναν ανθρώπινον πατέρα;»
[Υποσημειώσεις]
a «Η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία» 1966, Τόμος 14 σελ. 693, στην Αγγλική.