Γιατί Πρέπει οι Χριστιανοί να Δεχθούν και να Εκπληρώσουν Ευθύνη;
«Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως εκπληρώσατε τον νόμον του Χριστού. Διότι έκαστος το εαυτού φορτίον θέλει βαστάσει.»—Γαλ. 6:2, 5.
1. Τι θα έκανε κανείς αν προσεκαλείτο να εργασθή για την οικοδόμησι του ανακτόρου ενός βασιλέως, στο οποίο θα είχε επίσης μια θέσι να ζη;
ΑΝ ΕΝΑΣ βασιλεύς απεφάσιζε να χτίση ένα ανάκτορο και ευηρεστείτο, όχι μόνο να σας χρησιμοποιήση στην ανέγερσι της οικοδομής, αλλά, επιπρόσθετα, σας υπέσχετο μια θέσι για να κατοικήτε μέσα, τι θα αισθανόσαστε γι’ αυτό; Τι θα εκάνατε; Βέβαια, θα πήτε, με χαρά και ευγνωμοσύνη θα επήγαινα να εργασθώ και θα έκανα το καλύτερο που μπορούσα και θα μιλούσα σε όλους με τους οποίους θα ερχόμουν σε επαφή για την αγαθότητα και τη γενναιοφροσύνη αυτού του βασιλέως.
2. Πότε άρχισε η κατασκευή αυτού του ανακτόρου, και ποιοι είναι οι οικοδόμοι και ο Αριστοτέχνης Εργάτης;
2 Για ένα τέτοιο βασιλικό ανάκτορο μιλεί προφητικά ο Ψαλμός 29:9. Υπήρξε σε πορεία κατασκευής επί χίλια εννιακόσια χρόνια και πλέον. Είναι ένας οίκος ή ναός που ο ίδιος ο Θεός οικοδομεί, όχι με άψυχους λίθους, αλλά με ζωντανό υλικό, με ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες ομοίως, που ελήφθησαν από αυτή τη γη. Εκείνο που είναι σπουδαιότερο, έθεσε την εποπτεία της οικοδομής στα χέρια του πιο καλού, του πιο επιδεξίου, του Αριστοτέχνου Εργάτου, ενός που έχει αναρίθμητα έτη στην υπηρεσία αυτού του μεγάλου Κυριάρχου. Αυτός είναι ο Υιός του Θεού, ο Χριστός Ιησούς, ο οποίος, στις Παροιμίες 8:22-31 (ΜΝΚ) αναφέρεται ως η σοφία του Θεού προσωποποιημένη, και ο οποίος λέγει: «Ο Ιεχωβά με παρήγαγεν εν τη αρχή της οδού αυτού, απαρχήν των έργων αυτού, απ’ αιώνος. . . . Ήμην πλησίον αυτού ως αριστοτέχνης εργάτης· και εγώ ήμην καθ’ ημέραν η τρυφή αυτού, ευφραινομένη πάντοτε ενώπιον αυτού.»—Κολ. 1:15, 16· Ιωάν. 1:3.
3. Ποιον έθεσε ο Ιεχωβά ως θεμέλιον λίθων, και γιατί;
3 Ευηρεστήθη ο Θεός, ο Παγκόσμιος Βασιλεύς, να θέση τον Υιό του ως τον θεμέλιον λίθον του οίκου, επάνω στον οποίον όλοι οι άλλοι λίθοι θα οικοδομούντο. Όσον αφορά αυτόν ο Πέτρος γράφει: «Εις τον οποίον προσερχόμενοι, ως εις λίθον ζώντα, υπό μεν των ανθρώπων αποδεδοκιμασμένον, παρά δε τω Θεώ εκλεκτόν, έντιμον, και σεις, ως λίθοι ζώντες, οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, δια να προσφέρητε πνευματικάς θυσίας, ευπροσδέκτους εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού.» (1 Πέτρ. 2:4, 5) Το έκαμε αυτό επειδή ο Ιησούς απεδείχθη ότι ήταν ‘λίθος εκλεκτός, έντιμος ακρογωνιαίος, θεμέλιον ασφαλές’.—Ησ. 28:16.
4. Τίνος οίκος είναι, ποιος δίνει το αρχιτεκτονικό σχέδιο για την κατασκευή του, και ποια είναι η σχέσις των οικοδόμων προς τον ιδιοκτήτην του οίκου;
4 Μολονότι ο Ιησούς είναι ο «αριστοτέχνης εργάτης», το ανάκτορο ή οίκος ανήκει στον Θεό και οικοδομείται γι’ αυτόν, για να κατοική εκεί με το πνεύμα του. (Ψαλμ. 26:8) Ο απόστολος Παύλος, επίσης, μας πληροφορεί γι’ αυτό, λέγοντας: «Ο δε Χριστός, ως υιός επί τον οίκον αυτού· του οποίου ημείς είμεθα οίκος, εάν κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την παρρησίαν και το καύχημα της ελπίδος.» (Εβρ. 3:6) Ο Θεός, που είναι ο σοφός Αρχιτέκτων, είναι επίσης Εκείνος που δίνει «το αρχιτεκτονικό σχέδιο», ή τις λεπτομέρειες, στον Αριστοτέχνη Εργάτη για την κατασκευή του οίκου. (1 Χρον. 28:12, 19) Συνεπώς, όλοι εκείνοι που εργάζονται στην οικοδομή χαρακτηρίζονται ως «συνεργοί Θεού». Διαβάζομε, λοιπόν; «Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί· σεις είσθε του Θεού αγρός, του Θεού οικοδομή.»—1 Κορ. 3:9.
5. (α) Στη Γραφή, με τι συνδέεται επίσης αυτός ο «πνευματικός οίκος», και πόσοι θα τον απαρτίσουν; (β) Για ποιον λόγο προσκαλούνται ν’ αποτελέσουν μέρος του;
5 Αυτός ο «πνευματικός οίκος» ή βασιλικό ανάκτορο συνδέεται επίσης στη Βίβλο με τη βασιλεία που ο Μέγας Αρχιτέκτων, ο Ύψιστος Θεός, προσφέρει στον πιστό του Υιό, ο οποίος, εξ άλλου, εκτείνει στους συντρόφους του την πρόσκλησι να γίνουν «“γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον,” λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως». (1 Πέτρ. 2:9) Ο αριθμός των είναι περιωρισμένος σε μόνο 144.000, όπως μας λέγεται στην Αποκάλυψι 7:4-8 και 14:1-3. Τη νύχτα που ο Ιησούς επροδόθη είπε στους πρώτους που είχε εκλέξει: «Σεις δε είσθε οι διαμείναντες μετ’ εμού εν τοις πειρασμοίς μου· όθεν εγώ ετοιμάζω εις εσάς βασιλείαν, ως ο Πατήρ μου ητοίμασεν εις εμέ, δια να τρώγητε και να πίνητε επί της τραπέζης εν τη βασιλεία μου· και να καθίσητε επί θρόνων, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.»—Λουκ. 22:28-30· 10:20· Δαν. 7:13-22.
6. Προτού εγκαταλείψη τη γη, τι είπε ο Ιησούς στους μαθητάς του για τη βασιλεία του, και τι δείχνουν τα πραγματικά γεγονότα για την εγκαθίδρυσί της;
6 Ο Ιησούς, προτού εγκαταλείψη την επίγεια σκηνή, μιλώντας στους μαθητάς του, αναφέρθηκε στον εαυτό του ως ‘άνθρωπόν τινα ευγενή, ο οποίος υπήγεν εις χώραν μακράν, δια να λάβη εις εαυτόν βασιλείαν, και να υποστρέψη’. (Λουκ. 19:11, 12) Τους είπε αυτή την παραβολή για να εντυπώση στη διάνοιά των ότι η βασιλεία του δεν «έμελλεν ευθύς να φανή», δηλαδή, δεν θα εγκαθιδρύετο στις ημέρες των, αλλά θα εγκαθίστατο έπειτα από μακρόν χρόνον. Πράγματι, αυτό έγινε σχεδόν δεκαεννέα αιώνες αργότερα. Τα πραγματικά γεγονότα σήμερα, αν τεθούν παράπλευρα στις εκπληρωμένες προφητείες, αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η βασιλεία αυτή έχει εγκαθιδρυθή στους ουρανούς και ότι ο Άρχων Οικοδόμος έχει έλθει. Στο 1914, όταν εξέπνευσαν οι καιροί των εθνών, ο Ιησούς έλαβε τη μεγάλη του δύναμι και άρχισε να κυβερνά εν μέσω των εχθρών του. (Ψαλμ. 110:1, 2) Για την απόδειξι τούτου παρακαλούμε τον αναγνώστη να μελετήση με προσοχή και προσευχή το Ματθαίος 24, Λουκάς 21 και Μάρκος 13. Επίσης, για λεπτομερή εξήγησι, ιδέτε, παρακαλούμε, τη Σκοπιά της 15ης Οκτωβρίου 1958, κάτω από την επικεφαλίδα «Η Βασιλεία του Θεού Κυβερνά—Είναι το Τέλος του Κόσμου Πλησίον;»
7. Στην παραβολή του «ευγενούς», τι έδωσε ο Ιησούς στους εργάτας, για να κάμουν τι μ’ αυτά;
7 Στην παραβολή του «ευγενούς» ο Ιησούς φανερώνεται ως να έχη καλέσει δέκα δούλους του και δώσει σ’ αυτούς δέκα «μνας», λέγοντάς τους, «Πραγματεύθητε εωσού έλθω.» (Λουκ. 19:13) Ο Ματθαίος, εκθέτοντας μια όμοια παραβολή, χρησιμοποιεί τη λέξι «τάλαντα» αντί της λέξεως «μναι». Και οι δύο λέξεις αναφέρονται στο έργον που οι εργάται ανέλαβαν να κάμουν στη διακήρυξι της Βασιλείας, δηλαδή, στη σύναξι της τάξεως της Βασιλείας, κατόπιν δε στη σύναξι και οικοδομή των υπηκόων της Βασιλείας. Αυτοί είχαν ευγνωμόνως δεχθή την ευθύνη αυτή και τώρα έπρεπε πιστά να την εκπληρώσουν. Αλλ’ αφού ο «ευγενής», Χριστός ο Βασιλεύς, ‘έλαβε την βασιλείαν’ στο 1914 (μ.Χ.) και αφού ήλθε στους δούλους του στην επιφάνειά του το 1918 (μ.Χ.) για να δη αν κατάλληλα και με ζήλο εξεπλήρωσαν την ευθύνη των ή όχι, τι διεπίστωσε;
8. Ποια κατάστασι βρήκε ο «ευγενής» μεταξύ των δούλων του όταν επέστρεψε;
8 Βρήκε δύο τάξεις δούλων. Η μία τάξις, που είχε την όρασι του νικητού Βασιλέως εν δράσει, ήταν πιστά ενασχολημένη στο κήρυγμα των αγαθών νέων της Βασιλείας και στην υποβοήθησι των κληρονόμων της Βασιλείας που προσέθετε ο Ιεχωβά για να έλθουν σε ωριμότητα, ώστε και αυτοί επίσης να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν στη λειτουργία αυτής της ενδόξου κυβερνήσεως. Καθώς το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος, η προμήθεια του Θεού έγινε «προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας». (Εφεσ. 4:12) Εκείνοι που ανήκαν στην άλλη τάξι δούλων, αν και είχαν λάβει τις ίδιες ευκαιρίες υπηρεσίας και τις είχαν αποδεχθή, παραμέλησαν το καθήκον και την ευθύνη τους, έστρεψαν την προσοχή τους στο να τύπτουν τους συνδούλους των, έγιναν οκνηροί και εσταμάτησαν το να ‘πραγματεύωνται’ με τα «τάλαντά» των. Εφύλαξαν τας «μνας» των σε μαντήλι με το να γίνουν αδρανείς στην υπηρεσία του Κυρίου, στο κήρυγμα της Βασιλείας.—Λουκ. 19:20· Ματθ. 24:48, 49.
9. Πώς ενήργησε, λοιπόν, προς την πρώτη τάξι;
9 Βλέποντας τούτο, τι έκαμε ο Κύριος; Αμέσως ανέλαβε ενέργεια. Στον πρώτον δούλον είπε: «Εύγε, αγαθέ δούλε· επειδή εις το ελάχιστον εφάνης πιστός, έχε εξουσίαν επάνω δέκα πόλεων.» (Λουκ. 19:17) Σε τέτοιου είδους δούλους εδόθησαν περισσότερα προνόμια της Βασιλείας στη σύναξι των κληρονόμων της Βασιλείας· η χαρά των και η ευτυχία των ηύξησαν πολύ κι εξακολούθησαν ν’ αυξάνουν από τότε.
10. Τι είπε και έκαμε στους αδρανείς, και γιατί;
10 Σημειώστε τώρα την κατάστασι του αδρανούς δούλου, που παρίστανε μια τάξι ανθρώπων. Αυτός δεν ήταν μόνο οκνηρός και χωρίς εκτίμησι, αλλά, επιπρόσθετα, πονηρός και επικριτικός. Κατηγόρησε τον στοργικό του Κύριο ως σκληρόν, που απαιτεί και θερίζει όπου δεν έσπειρε και συνάγει από όπου δεν διεσκόρπισε. (Λουκ. 19:20, 21· Ματθ. 25:24, 25) Αλλά ηνέχθη μήπως ο Κύριος τέτοια άδικη και πονηρή κατηγορία; Χωρίς αναβολή απήγγειλε δυσμενή κρίσι εναντίον του. Απηυθύνθη σ’ αυτόν ως πονηρόν και οκνηρόν, αχρείον δούλον. Αφήρεσε τα τάλαντά του απ’ αυτόν και τα έδωσε σ’ εκείνον που είχε τα δέκα τάλαντα, τον δε άπιστον δούλον έρριψε στο σκότος το εξώτερον. (Λουκ. 19:22, 23· Ματθ. 25:28-30) Γιατί; Διότι εκείνοι που ήσαν από την τάξι αυτή είχαν γίνει οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού (1 Κορ. 4:1)· είχαν συμφωνήσει να χρησιμοποιηθούν στη διατροφή των «προβάτων» του Ιεχωβά με το να συνάξουν και οικοδομήσουν τους προβατοειδείς ακολούθους του Χριστού, αλλά έγιναν αμελείς, αδρανείς. Σημειώστε ότι ερρίφθησαν έξω στο σκότος, όχι λόγω ανηθικότητος ή κάποιου άλλου είδους σαρκικής αμαρτίας, αλλά επειδή δεν ειργάσθησαν για ν’ αυξήσουν τα τάλαντά των στην υπηρεσία της Βασιλείας· δεν επρόσεξαν την ευθύνη των.
ΠΙΣΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
11. Με ποιον τρόπο είναι εξέχον το παράδειγμα του Ιησού ως ζηλωτού εργάτου;
11 Οι Γραφές είναι γεμάτες από πιστά παραδείγματα εργατών που ευγνωμόνως επωμίσθησαν την ευθύνη των. Το μεγαλύτερο παράδειγμα από όλα είναι το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, ο οποίος πραγματικά είχε έναν καταναλίσκοντα ζήλο για τον οίκον του Ιεχωβά και εργάσθηκε γι’ αυτόν. Δεν εδίστασε να προχωρήση, λέγοντας στον Πατέρα του: «Το έργο που μου έδωσες είναι πάρα πολύ και απαιτεί πολλές ώρες και πολλή προσπάθεια.» Όχι, αλλά επροχώρησε κατ’ ευθείαν προς τα εμπρός, με τα λόγια: «Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου.» (Ψαλμ. 40:8· Εβρ. 10:7-9) Σημειώστε την αρχική λέξι, «Χαίρω.» Εκτελούσε το θέλημα του Πατρός του στην οικοδομή των «ζώντων λίθων» του πνευματικού ναού του Θεού από αγάπη, και έχαιρε σ’ αυτό το έργο. Ο Θεός τού είχε δώσει δώδεκα αποστόλους ως δευτερεύοντας θεμελίους λίθους της οικοδομής· τους εδίδαξε και στοργικά τους εξεπαίδευσε να είναι κήρυκες και διδάσκαλοι με το να είναι κάθε μέρα μαζί τους. Τους αγαπούσε τόσο πολύ ώστε κατέθεσε τη ζωή του γι’ αυτούς και για όλα τα «πρόβατά» του. Εξεπλήρωσε την ευθύνη του ως το τέλος. Άρα γε εμείς, ως Χριστιανοί, δείχνομε τέτοιο ζήλο για τα «πρόβατα» του Ιεχωβά;—Ιωάν. 10:11-17.
12. (α) Τι ησθάνετο απέναντι των αδελφών του ένας άλλος που εδέχθη και εξεπλήρωσε ευθύνη; (β) Ποια λόγια στοργής έγραψε στους Θεσσαλονικείς;
12 Ένα άλλο πιστό παράδειγμα αποδοχής και εκπληρώσεως ευθύνης για τα «πρόβατα» του Θεού είναι το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου. Αυτός ο συνεργάτης του Θεού έλαβε την ευθύνη του τόσο σοβαρά στην καρδιά του ώστε έχαιρε να ‘δαπανήση και όλως να δαπανηθή υπέρ των ψυχών’ των αδελφών του. (2 Κορ. 12:15) Μολονότι εγνώριζε, από τη μαρτυρία του πνεύματος του Θεού από πόλι σε πόλι, ότι ‘δεσμά και θλίψεις τον περιέμεναν στην Ιερουσαλήμ’, επροχώρησε κατ’ ευθείαν προς τα εμπρός, καθώς λέγει: «Δεν φροντίζω όμως περί ουδενός τούτων, ουδέ έχω πολύτιμον την ζωήν μου, ως το να τελειώσω τον δρόμον μου μετά χαράς, και την διακονίαν την οποίαν έλαβον παρά του Κυρίου Ιησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού.» (Πράξ. 20:24) Μια άλλη φορά, γράφοντας στους συνοικοδόμους του στη Θεσσαλονίκη, ανέφερε: «Έχοντες ένθερμον αγάπην προς εσάς, ευχαριστούμεθα να μεταδώσωμεν ουχί μόνον το ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας ψυχάς ημών, επειδή εστάθητε αγαπητοί εις ημάς.» (1 Θεσ. 2:8) Τι ήταν εκείνο που τον υποκινούσε ως το σημείο να μεταδώση ακόμη και την ψυχή του; Ο ζήλος και η αγάπη για τους «ζώντας λίθους» του οίκου του Ιεχωβά.
13. Με ποιον τρόπο ο Παύλος απέδειξε την ευθύνη του για τους «ζώντας λίθους»;
13 Και δεν προφέρει απλώς λόγια, αλλά το αποδεικνύει. Γράφοντας στους Κορινθίους, οι οποίοι απέτυχαν να τον αγαπήσουν με τον τρόπο που τους αγαπούσε, και λέγοντάς τους για τα παθήματά του χάριν της πνευματικής οικοδομής των αδελφών του, αναγράφει μερικές κακοποιήσεις που υπέστη στη διάρκεια της διακονίας του—τέτοιες, που πολύ λίγοι από μας σήμερα θα μπορούσαν να τον προσεγγίσουν καν σε παθήματα. Προχωρεί, λέγοντας: «Εκτός των εξωτερικών [δηλαδή, των καθημερινών του κινδύνων και εναντιοτήτων], ο καθ’ ημέραν επικείμενος εις εμέ αγών, η μέριμνα πασών των εκκλησιών. Τις ασθενεί, και δεν ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι;» (2 Κορ. 11:23-29) Σκεφθήτε! Στο μέσον όλων αυτών των κινδύνων και εναντιοτήτων είχε τη μέριμνα όλων των εκκλησιών. Εστενοχωρείτο μέσα στο ενδιαφέρον του για την πνευματική τους ευημερία. Αγαπούσε τους αδελφούς του. Τους εσκέπτετο. Ησθάνετο βαθιά την ευθύνη του γι’ αυτούς.
14. Πώς πρέπει οι μάρτυρες του Ιεχωβά να εκπληρώσουν την ευθύνη τους απέναντι των αδυνάτων;
14 Μιμούνται άρα γε όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά τον Παύλο από αυτή την άποψι; Φροντίζομε όμοια για τους αδυνάτους αδελφούς μας; Όλοι εμείς που είμεθα υπηρέται και οδηγοί μελετών, επισκεπτόμεθα αυτά τα πνευματικώς ασθενή «πρόβατα» στα σπίτια τους για να τα βοηθήσωμε; Έχομε αυτή την ανησυχία, που ήταν ιδιάζουσα στον Παύλο, να επαγρυπνούμε από φόβο μήπως κάποιοι από τους αδελφούς μας έγιναν πνευματικώς ασθενείς ή προσέκοψαν γι’ αυτόν ή εκείνο το λόγο; Εσείς πιθανώς παρετηρήσατε ότι μερικοί από τους αδυνάτους διαγγελείς της Βασιλείας έπαυσαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις και δεν έδωσαν έκθεσι υπηρεσίας αγρού επί μία ή δύο εβδομάδες, να πούμε. Το εκάματε έργον σας να τους επισκεφθήτε, ετοιμασμένοι από πριν να δώσετε πνευματική συμβουλή και διδασκαλία με σκοπό τη θεραπεία της πνευματικής ασθενείας των; ‘Παρηγορείτε αυτούς τους ολιγοψύχους’; (1 Θεσ. 5:14) Επήγατε στο σπίτι τους, ζητώντας με διακριτικότητα απ’ αυτούς να έλθουν μαζί σας για να κάμουν μία ή δύο επανεπισκέψεις σε ανθρώπους καλής θελήσεως στη γειτονική τους περιοχή; Είσθε ενήμερος του γεγονότος ότι θα δώσετε λογαριασμό για την απώλεια και ενός ακόμη «προβάτου»; (Εβρ. 13:17) Έχετε υπ’ όψιν ότι αυτή είναι διαταγή του Ιεχωβά μέσω του Ησαΐα, ο οποίος λέγει στους ωρίμους εργάτας: «Ενισχύσατε τας κεχαυνωμένας χείρας· και στερεώσατε τα παραλελυμένα γόνατα.» (Ησ. 35:3) Στον ίδιο σκοπό αποβλέπουν τα λόγια του Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή 15:1, 2: «Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί να βαστάζωμεν τα ασθενήματα των αδυνάτων, και να μη αρέσκωμεν εις εαυτούς· αλλ’ έκαστος ημών ας αρέσκη εις τον πλησίον δια το καλόν προς οικοδομήν.» Εφαρμόζομε εμείς, ως Χριστιανοί, αυτή τη συμβουλή στον εαυτό μας;
«ΤΑ ΕΠΙΘΥΜΗΤΑ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ»
15. Σ’ αυτόν τον καιρό του τέλους, τι είναι σκοπός του Ιεχωβά να πράξη στον οίκον του, και πώς τα λόγια του Ιησού είναι σε αρμονία με τούτο;
15 Όπως απεδείχθη προηγουμένως σ’ αυτό το περιοδικό, ο ναός, οίκος, ή ανάκτορον του Ιεχωβά αποτελείται από 144.000 και Έναν «ζώντας λίθους». Σ’ αυτόν τον καιρό του τέλους, το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτούς έχουν τεθή στον ουρανό με το ν’ αναστηθούν εκ νεκρών, μόνο δε ένα υπόλοιπο απ’ αυτούς βρίσκονται ακόμη στη γη περιμένοντας την αλλαγή των. (1 Θεσ. 4:15-17) Τώρα ο Πρωτουργός αυτού του ενδόξου οίκου, μέσα στο άπειρο έλεός του, θέλει να γεμίση αυτόν τον οίκον με ανθρώπους που εκτιμούν την αγάπη του και την αγαθότητά του. Με άλλα λόγια, ευαρεστείται να εκτείνη σε εκατοντάδες χιλιάδων από την ανθρώπινη φυλή το προνόμιο του να συνδεθούν με τους «ζώντας λίθους» του ναού, ώστε να λάβουν και αυτοί, επίσης, αιώνια ζωή στον νέο κόσμο με το να γνωρίσουν τον Ιεχωβά και τον Υιό του και με το να γίνουν συλλατρευταί με τους «ζώντας λίθους». Αυτοί οι σύντροφοι είναι εκείνοι που ο Ιησούς είχε υπ’ όψιν όταν έλεγε: «Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης· και εκείνα πρέπει να συνάξω· και θέλουσιν ακούσει την φωνήν μου· και θέλει γείνει μία ποίμνη, είς ποιμήν.»—Ιωάν. 10:16· 17:3.
16. (α) Πότε και έπειτα από ποιο γεγονός άρχισαν να έρχωνται αυτά «τα επιθυμητά πάντων των εθνών»; (β) Από πού έρχονται, και για ποιον σκοπό;
16 Πότε έλαβε χώραν η σύναξις αυτών των «άλλων προβάτων»; Ο Ησαΐας υπό έμπνευσιν μας λέγει: «Εν ταις εσχάταις ημέραις», όταν «το όρος του οίκου του Ιεχωβά θέλει στηριχθή επί της κορυφής των ορέων». (Ησ. 2:2, ΜΝΚ )· Και πώς τους συνάγει ο Ιεχωβά; Αυτός λέγει: «Έτι άπαξ μετ’ ολίγον εγώ θέλω σείσει τον ουρανόν, και την γην, και την θάλασσαν, και την ξηράν. Και θέλω σείσει πάντα τα έθνη, και θέλουσιν ελθεί τα επιθυμητά πάντων των εθνών· και θέλω εμπλήσει τον οίκον τούτον δόξης, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων.» (Αγγαίος 2:6, 7, ΜΝΚ) Ο βασιλικός οίκος άρχισε να γεμίζη από αυτά «τα επιθυμητά πάντων των εθνών» μετά τη γέννησι της βασιλείας του Θεού στους ουρανούς το 1914 (μ.Χ.) και αφού άρχισε η μεγάλη θλίψις εναντίον του Σατανά και του πονηρού του πλήθους στον ουρανό. Καθώς επληροφόρησε τον Ιωάννη ένας από τους πρεσβυτέρους όσον αφορά τον «πολύν όχλον» των «άλλων προβάτων»: «Ούτοι είναι οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης· και έπλυναν τας στολάς αυτών, και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του Αρνίου.» (Αποκάλ. 7:9-14) Αυτοί οι πράοι, προβατοειδείς άνθρωποι, οι οποίοι, σύμφωνα με την όρασι του Ιωάννου, είναι αναρίθμητο μεγάλο πλήθος, άρχισαν να έρχωνται στον βασιλικόν οίκον ή ναόν αφού άκουσαν να κηρύττεται σ’ αυτούς η βασιλεία του Θεού από το 1919 μ.Χ. και έπειτα. Έρχονται τώρα από 185 περίπου χώρες και νήσους της θαλάσσης, για να διδαχθούν ‘τας οδούς του Ιεχωβά’ και να περιπατήσουν ‘στας τρίβους του’.—Ησ. 2:3, ΜΝΚ.
17. (α) Ποια είναι, λοπόν, η ευθύνη των αληθινών ποιμένων; (β) Ποια προειδοποίησι δίνει ο Αρχιεπιθεωρητής στους αυτοϊκανοποιημένους;
17 Ποιος πρόκειται να τους εκπαιδεύση αυτούς; Ο Ιεχωβά μάς βεβαιώνει ότι σ’ αυτόν τον καιρόν του τέλους θα ‘καταστήση ποιμένας επ’ αυτά, και θέλουσι ποιμαίνει αυτά’. (Ιερεμ. 23:4) Είσθε ένας απ’ αυτούς τους ποιμένας; Δεχθήκατε αυτή την ευθύνη και την εκπληρώνετε; Αναφέρεται ότι σε εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά υπάρχουν μερικοί κατάλληλοι, ώριμοι αδελφοί που έχουν την ικανότητα να δίδουν βοήθεια και να εκπαιδεύουν αυτούς τους προβατοειδείς ευδιδάκτους ανθρώπους, αλλά οι οποίοι δεν το πράττουν. Γιατί; Επειδή δεν θέλουν να δεσμευθούν. Λησμονούν ότι τώρα, λίγο καιρό πριν από τον Αρμαγεδδώνα, ο αόρατος Επιθεωρητής Ιησούς Χριστός λέγει σ’ εκείνους από τις εκκλησίες που νομίζουν ότι ‘ζουν, αλλά είναι νεκροί’: «Γίνου άγρυπνος, και στήριξον τα λοιπά τα οποία μέλλουσι να αποθάνωσι.» (Αποκάλ. 3:1-3) Τέτοιο πνεύμα αυτοϊκανοποιήσεως υπάρχει ανάμεσα σε μερικούς σ’ έναν αριθμό εκκλησιών του λαού του Θεού και αν δεν μετανοήσουν και αφυπνισθούν ως προς τις ευθύνες των με το να βοηθήσουν «τα λοιπά τα οποία μέλλουσι να αποθάνωσι», θα χάσουν την πνευματική των όρασι και δεν θα γνωρίζουν τον χρόνον που θα έλθη ο Χριστός για να λογαριασθή μαζί τους.
18. (α) Τι λέγουν, κατ’ ουσίαν, οι αδιάφοροι στον Ιεχωβά και στην όμοια με σύζυγό του οργάνωσι; (β) Πώς πρέπει να ενεργούν απέναντι αυτών των πνευματικών βρεφών οι ώριμοι αδελφοί και οι οδηγοί μελετών;
18 Ο Ιεχωβά τώρα φέρνει στον ναό του δεκάδες χιλιάδων πράους και ευδιδάκτους ανθρώπους από όλα τα έθνη κάθε χρόνο. Εκείνοι που αποφεύγουν τις ευθύνες των κατ’ ουσίαν λέγουν σ’ αυτόν, ‘Πατέρα, σταμάτησε, παρακαλούμε, να τους φέρνης’, και στην όμοια με σύζυγό του οργάνωσι, ‘Σταμάτησε να τους γεννάς· είναι πάρα πολλοί για μας· δεν έχομε καιρό να τους θρέψωμε.’ Δεν καταλαβαίνετε ότι με την αδιάφορη, νωθρή πορεία ενεργείας σας υπαγορεύετε κατ’ ουσίαν στον Θεό πώς πρέπει να διευθύνη την εργασία του; Ποιος, λοιπόν, πρόκειται να θρέψη αυτά τα πρόβατα, να τα εκπαιδεύση και να τα διαπαιδαγωγήση; Μήπως περιμένετε αυτά τα βρέφη να τραφούν μόνα των; Ετρέφατε μόνος σας τον εαυτό σας όταν ήσαστε βρέφος; Οι πιστοί εργάται πρέπει να μιμηθούν τον Παύλο, ο οποίος ‘εστάθη γλυκύς εν τω μέσω των αδελφών, καθώς η τροφός περιθάλπει τα εαυτής τέκνα’. (1 Θεσ. 2:7) Αυτό σημαίνει ότι όταν οι οδηγοί Γραφικών μελετών και οι ώριμοι διαγγελείς της Βασιλείας βλέπουν τα «πρόβατα» του Θεού να έχουν δυσκολία στο ν’ απαντούν στις ερωτήσεις στη Γραφική των μελέτη, πρέπει να το κάμουν εργασία τους το να τα επισκέπτωνται και να τα διδάσκουν πώς να μελετούν τεμαχίζοντας την τροφή γι’ αυτά ώσπου ν’ αυξήσουν σε ωριμότητα.
19. (α) Γιατί μερικοί σήμερα έγιναν χαλαροί απέναντι της ευθύνης των; (β) Ποια παραδείγματα, αρχαία και σύγχρονα, αποδεικνύουν ότι το επιχείρημά των είναι αβάσιμο;
19 Παρετηρήθη ότι μερικοί στις εκκλησίες έγιναν χαλαροί και υπήρξαν απρόθυμοι να εκπληρώσουν την ευθύνη των θέτοντας την κοσμική τους εργασία πιο πάνω από τα συμφέροντα της Βασιλείας και ότι ακόμη κάνουν υπερωρίες για να εξασφαλίσουν τις ευκολίες και τις πολυτέλειες του κόσμου τούτου. Απουσιάζουν από τις συναθροίσεις και συχνά από την υπηρεσία του αγρού. Αποστερούν τον εαυτό τους από τη συναδελφότητα και συναναστροφή των πιστών αδελφών των, που είναι τόσο ουσιώδης και ενθαρρυντική σ’ αυτόν τον καιρόν του τέλους. Υποστηρίζουν: «Είμεθα νυμφευμένοι, έχομε τέκνα, πρέπει να εργαζώμεθα προνοώντας για τις οικογένειές μας.» Αυτό είναι πολύ αληθινό. Σύμφωνα με τον Παύλο, «εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.» (1 Τιμ. 5:8) Αλλά τι θα πούμε για τους προφήτας Ησαΐαν, Ιεζεκιήλ και Ωσηέ και για τον απόστολο Πέτρο; Τι θα πούμε για χιλιάδες άλλους σήμερα, που είναι νυμφευμένοι και έχουν πολλά τέκνα και όμως εργάζονται σκληρά στην υπηρεσία του Ιεχωβά; Πώς κατορθώνουν να προχωρούν; Πού είναι η πίστις των χαλαρών αδελφών; Χωρίς αμφιβολία παίρνουν στα ελαφρά τα λόγια του Ιησού, του Αριστοτέχνου Εργάτου: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.» (Ματθ. 6:33· Ψαλμ. 37:25) Αυτοί οι αδελφοί θέτουν το κάρρο της παροιμίας πριν από το άλογο, και γι’ αυτό ακριβώς δεν έχουν τη χαρά του Κυρίου των.
20. (α) Ποιο προνόμιο έχομε σήμερα, και τι πρέπει να πράξωμε για να είμεθα στη χαρά του Κυρίου μας; (β) Ποίων το ακούραστο σύγχρονο παράδειγμα πρέπει να μιμηθούν εκείνοι που λέγουν, ‘Είμαι κουρασμένος’;
20 Αποτελεί προνόμιο το να είναι κανείς εργάτης στην υπηρεσία του Ιεχωβά και ειδικά τώρα στην τελική συγκομιδή των ‘επιθυμητών πάντων των εθνών’. Αν θέλωμε ν’ ακούσωμε να ηχούν στ’ αυτιά μας οι λόγοι, «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· . . . είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου», πρέπει να δεχθούμε και να εκπληρώσωμε την ευθύνη μας. Αν οραματιζώμεθα τον Μεσσιανικόν Βασιλέα να κατακυριεύη εν μέσω των εχθρών του και αν είμεθα σε αρμονία με τον δίκαιο πόλεμο που διεξάγει εναντίον του Σατανά και των πονηρών του δυνάμεων, πρέπει να προσφερθούμε πρόθυμα σ’ αυτή την ημέρα της στρατιωτικής του δυνάμεως. Αλλιώς θ’ αποτύχωμε. Τι θα σκεφθή ο νικητής Βασιλεύς για κείνον που δεν έρχεται ούτε στη Γραφική μελέτη, όπου τα ασθενή «πρόβατα» έρχονται για τη μελέτη του λόγου του Θεού, για να δώση τη βοήθειά του σ’ αυτά, και που δικαιολογεί τον εαυτό του, λέγοντας ότι το σπίτι τον βρίσκεται αρκετά μέτρα μακριά; Τι θα πη ο αδελφός αυτός για τους Αφρικανούς μάρτυρας της Νυασαλάνδης, οι οποίοι, για να παρευρεθούν στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις, πρέπει να ‘βαδίσουν επτά έως δεκαπέντε μίλια στη βροχή και να διαβούν κολυμβώντας έναν ή δύο ποταμούς που τους λυμαίνονται κροκόδειλοι’; Το ισχνό επιχείρημα, ‘Είμαι κουρασμένος’, δεν θα τον βοηθήση. Ο Αριστοτέχνης Εργάτης δεν θέλει οκνηρούς ανθρώπους στο στράτευμά του. Θα τον εξεμέση από το στόμα του ως ανάξιο στρατιώτη και εργάτη.—Αποκάλ. 3:16.
21. (α) Είναι κατάλληλο να επιζητούμε τη θέσι οποιουδήποτε είδους υπηρέτου στην εκκλησία; (β) Για ποιους δύο λόγους πρέπει όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά να δεχθούν και να εκπληρώσουν ευθύνη;
21 Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για εκκλησιαστικούς υπηρέτας και οδηγούς Γραφικής μελέτης, οι οποίοι να φροντίζουν για τη μεγάλη συγκομιδή των «άλλων προβάτων». Ο απόστολος Παύλος ενθαρρύνει τους ικανούς αδελφούς να επιζητούν ένθερμα τις θέσεις αυτές με το να νουθετή τον Τιμόθεο: «Εάν τις ορέγηται επισκοπήν, καλόν έργον επιθυμεί.» (1 Τιμ. 3:1) Το ένδοξο ανάκτορο του σοφού Κυριάρχου πολύ γρήγορα θα έχη συμπληρωθή, όταν τα τελευταία μέλη που είναι τώρα στη γη θα έχουν ενωθή μ’ εκείνους τους «ζώντας λίθους» που βρίσκονται ήδη στους ουρανούς. Η εισροή των «επιθυμητών πάντων των εθνών» είναι εν προόδω και επιταχύνεται. Τι θα κάμωμε; Ως ώριμοι Χριστιανοί, είτε είμεθα από τους κεχρισμένους, εκείνους που θ’ αποτελέσουν το ανάκτορο του Ιεχωβά στους ουρανούς, είτε από τα επίγεια «άλλα πρόβατα», έχομε δεχθή ευθύνη να εργασθούμε στη σύναξι άλλων πράων ανθρώπων και να τους κάμωμε πιστούς λάτρεις του Ιεχωβά και διδασκάλους. Την ευθύνη αυτή πρέπει με αγάπη να την εκπληρώσωμε. Γιατί; Πρώτον, επειδή το να είμεθα συνεργάται του Υψίστου Θεού σ’ αυτό το μεγαλειώδες έργο αποτελεί ανεκτίμητο προνόμιο και τιμή· και, δεύτερον, επειδή υπάρχει ζωή για τον διδάσκαλον και για εκείνους που διδάσκονται. Αυτό το καθιστά πολύ σαφές ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος, όταν γράφη στον Τιμόθεο: «Πρόσεχε εις σεαυτόν και εις την διδασκαλίαν· επίμενε εις αυτά.» Γιατί; «Διότι τούτο πράττων, και σεαυτόν θέλεις σώσει και τους ακούοντάς σε.»—1 Τιμ. 4:16.