«Όταν Ιδήτε την Ιερουσαλήμ Κυκλουμένην υπό Στρατοπέδων»
Η ΤΕΛΙΚΗ πολιορκία της Ιερουσαλήμ τον πρώτον αιώνα μ.Χ. ήταν ένας καιρός πρωτοφανών δεινοπαθημάτων για κείνους που ήσαν κλεισμένοι μέσα στην πόλι. Αλλ’ αυτό έπρεπε να το περιμένουν. Ο μεγαλύτερος προφήτης όλων των χρόνων προείπε αυτή την πολιορκία δεκαετηρίδες προτού πραγματοποιηθή. Ο προφήτης εκείνος έκλαυσε όταν προείδε τη φρικτότητα εκείνης της πολιορκίας και το αποτέλεσμά της.—Λουκ. 19:41-44.
Ό,τι συνέβη στην Ιερουσαλήμ πριν από δεκαεννέα αιώνες δεν πρέπει να είναι απλώς παροδικού ενδιαφέροντος για μας σήμερα. Ο Ιησούς Χριστός, ο προφήτης που προείπε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ετόνισε επίσης έναν καιρό στον οποίο θα επήρχετο ακόμη μεγαλύτερη συμφορά, όχι μόνο σε μια πόλι ή σ’ ένα λαό, αλλά σε όλη την ανθρωπότητα. (Ματθ. 24:3-37) Υπάρχουν λοιπόν ζωτικά μαθήματα που πρέπει ν’ αποκομίσουμε από την πείρα της αρχαίας Ιερουσαλήμ. Αυτά τα μαθήματα, αν τα προσέξωμε, μπορούν να οδηγήσουν στη διαφύλαξι της ανθρώπινης ζωής.
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος αποτελεί την κυρία πηγή πληροφοριών εκείνης της περιόδου. Αυτός υπήρξε αυτόπτης μάρτυς και, μερικές φορές, μέτοχος των γεγονότων που περιγράφει. Αλλά, αντίθετα με τους Βιβλικούς συγγραφείς, ο Ιώσηπος δεν ήταν θεόπνευστος. Η αφήγησίς του είναι προφανώς χρωματισμένη από μια επιθυμία ν’ αποφύγει να θίξη τους Ρωμαίους κυρίους του καθώς επίσης να δικαιολογήση την παράδοσί του στους Ρωμαίους στα πρώτα στάδια του Ιουδαϊκού πολέμου. Μολονότι ο Ιώσηπος δεν μπορεί να είναι πλήρως αξιόπιστος, μπορούμε ωστόσο ν’ αποκομίσωμε πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες από τα συγγράμματά του.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ
Στο έτος 66 μ.Χ. μια αλυσίδα γεγονότων ετέθη σε κίνησι η οποία, κατά τον Ιώσηπο, έκαμε αναπόφευκτο τον πόλεμο με τη Ρώμη. Μια ομάδα Ιουδαίων κατέλαβε το φρούριο της Μασάδας, κοντά στη Νεκρά Θάλασσα, κατέστρεψε τη ρωμαϊκή φρουρά που ήταν εκεί και την αντικατέστησε με δική της φρουρά. Ο στρατηγός του ναού Ελεάζαρ έπεισε τους διακόνους του ναού να μη δεχθούν δώρα ή προσφορές από τους ξένους. Ως αποτέλεσμα τούτου, παρά τις εκκλήσεις των αρχιερέων και των εξεχόντων πολιτών, έπαυσαν να κάνουν προσφορές στη Ρώμη και στον Καίσαρα.
Φοβούμενοι Ρωμαϊκές αντεκδικήσεις, οι κυριώτεροι πολίται, οι αρχιερείς και οι εξέχοντες Φαρισαίοι συνεκάλεσαν δημοσία συνεδρίασι και κατήγγειλαν την αφροσύνη του στασιασμού. Αλλ’ οι προσπάθειές των απέβησαν μάταιες. Γι’ αυτό απέστειλαν πρέσβεις στον Κυβερνήτη Φλόρους και στον Βασιλέα Αγρίππα για βοήθεια. Ο Αγρίππας απήντησε αποστέλλοντας στρατιωτική δύναμι. Τότε ξέσπασαν μάχες μέσα στην Ιερουσαλήμ, στις οποίες τα στασιαστικά στοιχεία εκέρδισαν τη νίκη και κατόπιν κατέστρεψαν τη Ρωμαϊκή φρουρά που εστάθμευε στο φρούριον της Αντωνίας, κοντά στην περιοχή του ναού.
Σε τρεις μήνες, ο Ρωμαίος έξαρχος της Συρίας, Κέστιος Γάλλος, συνεκέντρωσε την δωδέκατη λεγεώνα του Ρωμαϊκού στρατού, μαζί με σημαντικές βοηθητικές δυνάμεις, για να καταστείλη την επανάστασι. Οι Ρωμαϊκές δυνάμεις, φθάνοντας εμπρός στα τείχη της Ιερουσαλήμ στη διάρκεια της εορτής της σκηνοπηγίας, εισέδυσαν σε λίγο ακόμη και σ’ αυτά τα ωχυρωμένα τείχη του ναού. Ενώ προφανώς η νίκη επλησίαζε, ο Γάλλος ξαφνικά και φαινομενικά χωρίς σοβαρό λόγο διέταξε υποχώρησι. Οι Ιουδαϊκές δυνάμεις τους κατεδίωξαν. Οι επιθέσεις των ανάγκασαν τους υποχωρούντας Ρωμαίους να εγκαταλείψουν τον όγκο των εφοδιοπομπών των και τον βαρύ πολιορκητικό εξοπλισμό τους. Οι Ιουδαίοι γεμάτοι χαρά, πεπεισμένοι ότι ο Θεός τους ελευθέρωσε, έκοψαν νομίσματα που έφεραν επιγραφές, «Η Αγία Ιερουσαλήμ.»
ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ
Εν τούτοις, οι Χριστιανοί που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ και στην Ιουδαία δεν μετέσχον σε καμμιά χαρά. Θυμήθηκαν εκείνο που είχε προείπει ο Ιησούς Χριστός: «Όταν δε ίδητε την Ιερουσαλήμ περικυκλουμένην υπό στρατοπέδων, τότε γνωρίσατε ότι επλησίασεν η ερήμωσις αυτής. Τότε οι όντες εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν εις τα όρη· και οι εν μέσω αυτής ας αναχωρώσιν έξω· και οι εν τοις αγροίς ας μη εμβαίνωσιν εις αυτήν.»—Λουκ. 21:20, 21.
Παραδοσιακές πηγές δείχνουν ότι οι Χριστιανοί επρόσεξαν αυτή την προφητική παραγγελία του Ιησού και εγκατέλειψαν τότε την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία. Ο Εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος του τρίτου και τετάρτου αιώνος μ.Χ. έγραψε: «Ολόκληρον όμως το σώμα της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, έχοντας προσταγή με θεία αποκάλυψι, που δόθηκε σε ανθρώπους αποδεδειγμένης ευσεβείας εκεί πριν από τον πόλεμο, απομακρύνθηκαν από την πόλι και κατώκησαν σε κάποια πόλι πέραν του Ιορδάνου, που ελέγετο Πέλλα.» Ο Επιφάνιος της ιδίας γενικά περιόδου λέγει ότι οι Χριστιανοί που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ, επειδή προειδοποιήθηκαν από τον Χριστό για την επικείμενη πολιορκία, μετώκησαν στην Πέλλα.
ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΕΙΣΒΑΛΛΟΥΝ ΜΕ ΒΙΑΙΟΤΗΤΑ
Οι Χριστιανοί λοιπόν ήσαν εκτός κινδύνου όταν ο Αυτοκράτωρ Νέρων διώρισε τον Στρατηγό Βεσπασιανό να συντρίψη την Ιουδαϊκή επανάστασι. Ο Βεσπασιανός, βοηθούμενος κατάλληλα από τον γυιο του Τίτο, εξώρμησε με δύναμι 60.000 ανδρών. Κατηύθυνε τις λεγεώνες του εναντίον των πόλεων της Γαλιλαίας, συναντώντας άγρια αντίστασι. Όταν οι πόλεις τελικά κυριεύθηκαν, η σφαγή των Ιουδαίων ήταν πράγματι μεγάλη.
Τα όσα συνέβησαν στις Ταριχείες και στα Γάμαλα δίνουν μια εικόνα του τι έγινε σε ολόκληρη τη χώρα. Στις Ταριχείες που είναι στην ακτή της Θαλάσσης της Γαλιλαίας, πάνω από 6.000 Ιουδαίοι απωλέσθησαν στη μάχη. Οι επιζώντες κακοποιήθηκαν χωρίς έλεος. Οι «γέροι και οι άχρηστοι» που ανήρχοντο σε 1.200 εξετελέσθησαν. Πάνω από 30.000 πωλήθηκαν ως σκλάβοι, και 6.000 από τους πιο ευρώστους νέους εστάλησαν να εργασθούν για τον Νέρωνα σκάπτοντας τον Ισθμό της Κορίνθου. Στα Γάμαλα, όταν η κατάστασις έγινε απελπιστική για τους Ιουδαίους, πολλοί άνδρες έρριχναν τις συζύγους και τα παιδιά τους καθώς και τους εαυτούς των από τα τείχη της πόλεως. Πάνω από 5.000 άτομα απωλέσθησαν έτσι στις βαθειές τεχνητές χαράδρες που ήσαν από κάτω. Άλλα 4.000 άτομα εσφάγησαν από τους Ρωμαίους.
ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Όσο για την Ιερουσαλήμ, η πόλις αυτή έγινε κατά γράμμα πεδίον μάχης των αντιμαχομένων Ιουδαϊκών φατριών—των Ζηλωτών και των Μετριοπαθών. Οι Ζηλωταί ανέλαβαν τη διοίκησι του ναού και τον έκαμαν φρούριο. Από εκείνη τη βάσι, επεδίδοντο σε πράξεις λεηλασίας και αιματοχυσίας.
Αργότερα ο ιερεύς Άνανος εξήγειρε τους πολίτας εναντίον των Ζηλωτών. Επακολούθησε αγρία μάχη, και οι Ζηλωταί τελικά πολιορκήθηκαν στην περιοχή του ναού. Αλλά ο Άνανος δεν ήθελε να ωθήση τη μάχη μέσα στον ιερό περίβολο και γι’ αυτό διευθέτησε να υπάρχη μια φρουρά από 6.000 άνδρας η οποία να φρουρή τους πολιορκημένους Ζηλωτάς ώστε να μη διαφύγουν.
Οι Ζηλωταί, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, απέστειλαν δύο μηνυτάς έξω από την πόλι για να καλέσουν τους Ιδουμαίους να έλθουν σε βοήθειά τους. Σε λίγο μια δύναμις 20.000 Ιδουμαίων κατηυθύνετο προς την Ιερουσαλήμ. Με την κάλυψι του σκότους και της θύελλας, μια ομάς Ζηλωτών ξέφυγε από τους φρουρούς και άνοιξε τις πύλες στους Ιδουμαίους. Επακολούθησε μεγάλη αιματοχυσία και οι Μετριοπαθείς υπέστησαν πλήρη ήττα. Ο Άνανος εθανατώθη.
Ο ΒΡΟΧΟΣ ΠΕΡΙΣΦΥΓΓΕΙ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Ενώ η Ιερουσαλήμ κλονιζόταν από τα αποτελέσματα των εσωτερικών αγώνων και της διαμάχης, οι Ρωμαϊκές στρατιές εξακολουθούσαν να προελαύνουν, και να εντείνουν την εκστρατεία των. Αλλ’ αυτή η κατάστασις επρόκειτο ν’ αλλάξη.
Επήλθε σοβαρή αναταραχή μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι επαρχίες ήγειραν επανάστασι και ισχυρά στοιχεία συνωμοτούσαν εναντίον του Νέρωνος. Τελικά η Ρωμαϊκή Γερουσία εξέδωκε την απόφασι θανατώσεώς του. Ο Νέρων, για να μην αντιμετωπίση εκτέλεσι ηυτοκτόνησε τον Ιούνιο του έτους 68.
Ο Βεσπασιανός ετοιμαζόταν να βαδίση με τις δυνάμεις του εναντίον της Ιερουσαλήμ, οπότε του ανήγγειλαν την αυτοκτονία του Νέρωνος. Αυτό τον έκαμε ν’ αναστείλη τα σχέδια του, διότι επιθυμούσε να γνωρίση τις θελήσεις του νέου αυτοκράτορος. Τρεις αντίπαλοι αυτοκράτορες, ο Γάλβας, ο Όθων και ο Βιτέλιος, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον πολύ σύντομα. Ο Βεσπασιανός, κληθείς από τον στρατό του ν’ αναλάβη την αυτοκρατορία (στο 69 μ.Χ.), εγκατέλειψε την προσωπική του διεύθυνσι του πολέμου και προσηλώθηκε στην εξασφάλισι της θέσεώς του με σκοπό ν’ αποκτήση τον θρόνο.
Εν τω μεταξύ η κατάστασις δεν εβελτιώνετο στην Ιερουσαλήμ. Εν σχέσει με τις ενέργειες των Ζηλωτών, ο Ιώσηπος αναφέρει: «Το πάθος των για λεηλασία ήταν ακόρεστο· διήρπαζαν τα σπίτια των πλουσίων, εφόνευαν άνδρες και εβίαζαν γυναίκες για διασκέδασι και έπιναν με τα λάφυρα τους βουτηγμένα στο αίμα· από καθαρή πλήξι παραδίδονταν αναίσχυντα σε θηλυπρεπείς πράξεις, με το να στολίζουν την κόμη των και να φορούν γυναικεία ενδύματα, να αλείφονται με αρώματα και να βάφουν από κάτω τα μάτια τους για να γίνωνται ελκυστικοί. Μιμήθηκαν όχι μόνον το ντύσιμο αλλά και τα πάθη των γυναικών, και με την πλήρη ρυπαρότητά των επινοούσαν παράνομες απολαύσεις· εκυλίοντο στο βόρβορο, μεταβάλλοντας ολόκληρη την πόλι σε πορνοστάσια και μολύνοντας την με βρωμερές πράξεις. Εν τούτοις, αν και είχαν πρόσωπα γυναικών, είχαν χέρια φονέων· πλησίαζαν με κουνιστά βήματα και κατόπιν απότομα γίνονταν πολεμισταί, έβγαζαν τα ξίφη τους κάτω από τους βαμμένους μανδύες των και διαπερνούσαν κάθε διαβάτη με το ξίφος.»
Όσο κακή και αν ήταν η κατάστασις, η διαφυγή από την Ιερουσαλήμ ήταν πια ουσιαστικά αδύνατη. Οι Ζηλωταί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τη λιποταξία στους Ρωμαίους. Οποιοσδήποτε έβγαινε από την πόλι εκινδύνευε να φονευθή από μια άλλη αντίπαλη φατρία που ήταν έξω από την πύλη της πόλεως.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Η εσωτερική διαμάχη δεν έπαυσε ακόμη και όταν οι Ρωμαϊκές στρατιές, που ήσαν τώρα κάτω από την ηγεσία του Τίτου, βρίσκονταν μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ τον καιρό του Πάσχα του έτους 70 μ.Χ. Η πόλις ήταν τότε κατάμεστη από εορταστάς του Πάσχα. Την ημέρα του Πάσχα, 14 Νισάν, επετράπη στους προσκυνητάς η είσοδος στην περιοχή του ναού, αλλά απροσδόκητα βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ενόπλους άνδρες μιας από τις ανταγωνιστικές φατρίες της πόλεως. Αυτοί οι άνδρες μπήκαν απαρατήρητοι, διότι μπήκαν μεταμφιεσμένοι με κρυμμένα τα όπλα τους. Προσπάθησαν να επικρατήσουν στα ενδότερα του ναού και στις αποθήκες του. Επακολούθησε βία και αιματοχυσία.
Ύστερα από λίγο οι Ρωμαϊκές πολιορκητικές μηχανές χτυπούσαν εναντίον του εξωτερικού βορείου τείχους του τριπλού τειχικού συστήματος της Ιερουσαλήμ. Την δεκάτη πέμπτη μέρα της πολιορκίας αυτό το τείχος κυριεύθηκε από τους Ρωμαίους. Μετά από τέσσερις μέρες οι Ρωμαίοι εκυρίευσαν το δεύτερο τείχος. Αλλά οι Ιουδαϊκές αντεπιθέσεις το επανέκτησαν. Με μεγάλες απώλειες οι Ρωμαίοι, μέσα σε τέσσερις μέρες, τελικά εξεδίωξαν τους Ιουδαίους από το δεύτερο τείχος και κατόπιν εκρήμνισαν το βόρειο τμήμα από το ένα άκρον έως το άλλο. Απέμεινε τότε ένα μόνον τείχος.
Αργότερα, ο Τίτος συνεκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και επρότεινε την ανέγερσι ενός τείχους γύρω από την πόλι. Επειδή οι Ιουδαίοι δεν θα ήταν δυνατόν μ’ αυτόν τον τρόπο να φύγουν, ο Τίτος επίστευε ότι αυτό θα επετύγχανε την παράδοσί των ή θα διευκόλυνε την κατάληψι της πόλεως λόγω της πείνας που θα επακολουθούσε. Το σχέδιο του έγινε δεκτό. Οι στρατιώται ωργανώθηκαν για ν’ αναλάβουν το σχέδιο. Οι λεγεώνες και οι μικρότερες φάλαγγες του στρατού συναγωνίζονταν μεταξύ των για να τελειώσουν το έργο. Ατομικά οι άνδρες υπεκινούντο από την επιθυμία να ευαρεστήσουν τους ανωτέρους των. Η οχύρωσις τεσσεράμισυ μιλίων και πλέον τελείωσε σε τρεις μέρες μόνον. Έτσι εκπληρώθηκαν τα προφητικά λόγια του Ιησού που απευθύνθηκαν στην Ιερουσαλήμ: «Θέλουσιν ελθεί ημέραι επί σε, και οι εχθροί σου θέλουσι κάμει χαράκωμα περί σε, και θέλουσι σε περικυκλώσει, και θέλουσι σε στενοχωρήσει πανταχόθεν.»—Λουκ. 19:43.
Οι συνθήκες πείνας στην Ιερουσαλήμ έγιναν τώρα χειρότερες. Ο Ιώσηπος γράφει: «Οι στέγες καλύφθηκαν από γυναίκες και βρέφη, οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι από νεκρούς γέροντες. Νέοι και παιδιά εξαντλημένοι από την πείνα, γύριζαν τις πλατείες σαν φαντάσματα και έπεφταν αναίσθητοι όταν τους κατελάμβανε λιποθυμία. Η ταφή των συγγενών των υπερέβαινε τις δυνάμεις των ασθενών, και όσοι μπορούσαν να το κάμουν το απέφευγαν λόγω του μεγάλου αριθμού των νεκρών και της αβεβαιότητος για τη δική τους τύχη· διότι πολλοί, ενώ έθαπταν άλλους, έπεφταν οι ίδιοι νεκροί. Και πολλοί ξεκινούσαν για τους τάφους των προτού έλθη η ώρα τους. Δεν άκουε κανείς κλαυθμό ή θρήνο στην άθλια κατάστασι που ήσαν.» Επειδή δεν μπορούσαν να μαζέψουν χόρτα εξαιτίας του τείχους, «μερικοί ήσαν σε τόσο δύσκολη θέσι ώστε εσκάλιζαν τους οχετούς και τους κοπρώνες και κατεβρόχθιζαν τα απορρίμματα που έβρισκαν εκεί.» Οι Ρωμαίοι πληροφορήθηκαν ότι στη διάρκεια της πολιορκίας όχι λιγώτερα από 600.000 πτώματα είχαν ριφθή έξω από τις πύλες της πόλεως.
Καθόσον η πολιορκία συνεχίζετο, οι Ρωμαίοι τελικά άρχισαν να χτυπούν την περιοχή του ναού. Αφού πυρπολήθηκε το ιερόν, απεφάσισαν να πυρπολήσουν και οτιδήποτε άλλο. Στην τελευταία κιονοστοιχία που απέμεινε από το εξωτερικόν του ναού είχαν καταφύγει περίπου 6.000 άτομα, πιστεύοντας σ’ έναν ψευδοπροφήτη που τους είχε πει να πάνε εκεί για να λάβουν σημεία της απελευθερώσεώς των. Εν τούτοις, οι στρατιώται επυρπόλησαν αυτή την κιονοστοιχία από κάτω. Πολλοί Ιουδαίοι τότε πήδησαν έξω από τη φωτιά για να βρουν τον θάνατό τους ενώ άλλοι κάηκαν μέσα στις φλόγες.
Όταν τελείωσε η πολιορκία, ο απολογισμός των χαμένων ήταν τεράστιος. Περίπου 1.100.000 ήσαν νεκροί, οι περισσότεροι από τους οποίους πέθαναν από ασθένειες και πείνα. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν από την αρχή ώς το τέλος του πολέμου ανήρχοντο σε 97.000 περίπου. Οι πιο υψηλοί και πιο κομψοί νέοι κρατήθηκαν για τη θριαμβευτική πομπή. Όσο για τους λοιπούς, πολλοί εστάλησαν έξω για να εκτελούν καταναγκαστικά έργα στην Αίγυπτο ή στη Ρώμη· άλλους τους έφεραν στις Ρωμαϊκές επαρχίες για ν’ απολεσθούν στις παλαίστρες. Όσοι ήσαν κάτω των δεκαεπτά ετών πωλήθηκαν.
Η πολιορκία διήρκεσε λιγώτερο από πέντε μήνες. Αλλά σε εκπλήρωσι της προφητείας του Ιησού, ήταν πραγματικά η μεγαλύτερη θλίψις που είχε έλθει ποτέ στην Ιερουσαλήμ. Η πόλις και ο ναός της κατεδαφίσθηκαν. Μόνο τρεις πύργοι και ένα τμήμα του δυτικού τείχους της πόλεως έμειναν όρθια. Ο Ιώσηπος λέγει: «Όλες οι λοιπές οχυρώσεις που περιέβαλλαν την πόλι ισοπεδώθηκαν σε τέτοιο σημείο που κανένας από τους επισκέπτας του τόπου εκείνου δεν θα πίστευε ότι επρόκειτο για έναν τόπο που είχε άλλοτε κατοικηθή.»
Οι ειδήσεις αυτές δεν θα εξέπληξαν κανέναν από τους αφοσιωμένους μαθητάς του Κυρίου Ιησού Χριστού. Θα υπενθύμισαν τα λόγια του: «Και θέλουσι κατεδαφίσει σε, και τα τέκνα σου εν σοι, και δεν θέλουσιν αφήσει εν σοι λίθον επί λίθον· διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου.» (Λουκ. 19:44) «Αληθώς σας λέγω, δεν θέλει αφεθή εδώ λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή.»—Ματθ. 24:2.
Ό,τι συνέβη στην Ιερουσαλήμ και στους κατοίκους της πρέπει βέβαια να μας εντυπώση τη σπουδαιότητα να προσέχουμε στις προφητείες της Γραφής. Ιδιαίτερα αληθεύει αυτό εφόσον σήμερα ζούμε στην περίοδο την οποία η Γραφή χαρακτηρίζει ως ‘τις έσχατες ημέρες.’ Και δεν είναι αλήθεια ότι η ανομία και η βία του παρόντος καιρού πολύ ομοιάζει μ’ εκείνην που υπήρχε στην αρχαία Ιερουσαλήμ πριν από την καταστροφή της; (2 Τιμ. 3:1-5) Αλλά πώς θα μπορέση κανείς να διαφύγη τη ‘μεγάλη θλίψι’ που θα φέρη αυτές τις έσχατες ημέρες στο τέλος των; Αυτό δεν θα γίνη με τη φυγή σε μια άλλη γεωγραφική τοποθεσία, διότι η επερχόμενη «θλίψις» θα περιλάβη όλη τη γη. Ο Λόγος του Θεού δείχνει την οδόν της διαφυγής, λέγοντας: Ζητείτε τον Ιεχωβά, πάντες οι πραείς της γης, οι εκτελέσαντες τας κρίσεις αυτού· ζητείτε δικαιοσύνην, ζητείτε πραότητα ίσως σκεπασθήτε εν τη ημέρα της οργής του Ιεχωβά.»—Σοφ. 2:3.
Ζητείτε σεις να συμμορφωθήτε με τον δίκαιο κανόνα του Θεού; Υποτάσσεσθε ταπεινά στην κρίσι του; Αν συμβαίνη αυτό, μπορεί να προστατευθήτε από τον Θεό στη διάρκεια της θλίψεως που θα έλθη σύντομα. Οποιαδήποτε και αν είναι η παρούσα κατάστασίς σας, τώρα είναι καιρός να φροντίσετε ν’ αποδειχθήτε ένας πιστός δούλος του Ιεχωβά Θεού. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο μάθημα που μπορούμε να μάθωμε απ’ όσα συνέβησαν στην Ιερουσαλήμ τον πρώτον αιώνα μ.Χ. Αν ενεργούμε σε αρμονία μ’ αυτό, θα μπορέσωμε να ζήσωμε όταν επέλθη η ‘μεγάλη θλίψις’ στο παρόν ασεβές σύστημα πραγμάτων.—Αποκάλ. 7:13-17.