Η Άποψις της Βίβλου
Ποια «Αλήθεια» θα Ελευθερώση τους Ανθρώπους;
ΟΤΑΝ ο Ιησούς βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ για την Εορτή της Σκηνοπηγίας του έτους 32 μ.Χ., έκανε μια δήλωσι που έγινε διάσημη παγκοσμίως. Η αφήγησις του Ευαγγελίου του Ιωάννου αναφέρει τη δήλωσι αυτή ως εξής: «Έλεγε λοιπόν ο Ιησούς προς τους Ιουδαίους τους πιστεύσαντας εις αυτόν· Εάν σεις μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, είσθε αληθώς μαθηταί μου, και θέλετε γνωρίσει την αλήθειαν. Και η αλήθεια θέλει σας ελευθερώσει.»—Ιωάν. 8:31, 32.
Τι εννοούσε ο Ιησούς με τη λέξι «αλήθεια,» η οποία θα μπορούσε να ελευθερώση τους ανθρώπους; Μήπως μιλούσε για την αληθινή διδασκαλία ως κάτι αντίθετο με τα ψεύδη; Ή μήπως ο Υιός του Θεού είχε κάτι άλλο στο νου του;
Θα μπορούσαμε καλύτερα να προσδιορίσουμε την αλήθεια που αναφέρεται εδώ, αν εξετάσωμε τον τρόπο με τον οποίον εκείνοι οι Ιουδαίοι ακροατές του Ιησού έπρεπε να ελευθερωθούν. Σχετικά μ’ αυτό, ας εξετάσωμε προσεκτικά τα συμφραζόμενα, μεταξύ των οποίων βρίσκονται αυτά τα πασίγνωστα λόγια.
Σχετικά με την αντίδρασι των Ιουδαίων ακροατών, ο Ιωάννης γράφει τα εξής: «Απεκρίθησαν προς αυτόν· Σπέρμα του Αβραάμ είμεθα, και δεν εγείναμεν δούλοι εις ουδένα πώποτε· πώς συ λέγεις ότι θέλετε γείνει ελεύθεροι; (Ιωάν. 8:33) Μολονότι είχαν υποταχθή σε Εθνικές κυβερνήσεις επί αιώνες, οι Ιουδαίοι έβλεπαν τη σαρκική καταγωγή τους από τον Αβραάμ σαν μια εγγύησι ότι ήσαν πράγματι ελεύθεροι. Τα Βιβλικό σχολιολόγιο υπό Τζων Πήτερ Λέηντζ δίνει τις εξής εξηγήσεις:
«Επειδή ήσαν σπέρμα [απόγονοι] του Αβραάμ. . . , αξιούσαν, σύμφωνα με την Ιουδαϊκή θεολογία, όχι μόνο ελευθερία, αλλά και κυριαρχία ακόμη επί των εθνών. . . . αυτές οι λέξεις [ότι ποτέ δεν είχαν γίνει, δούλοι κανενός] μπορούν επίσης να σημαίνουν: Όσο συχνά κι αν βρεθήκαμε κάτω από καταπίεσι (υπό τους Αιγυπτίους, Βαβυλωνίους, Συρίους), ποτέ δεν παραδεχθήκαμε κανέναν καταδυνάστη ως κύριο, αλλά πάντοτε υποτασσόμεθα μόνο από ανάγκη, διατηρώντας το δικαίωμά μας της ελευθερίας, και αγωνιζόμενοι γι’ αυτό. . . . Και μέχρι σήμερα, αυτό παραμένει μεταξύ των δεκαπέντε ευλογιών που πρέπει να λέγωνται από τους Ιουδαίους κάθε πρωί: ‘Είσαι ευλογημένος, που δεν με έκανες δούλο.’»
Αλλά ο Ιησούς τόνισε ότι οι ακροατές του ήσαν στην πραγματικότητα δούλοι. Η δουλεία τους μάλιστα ήταν χειρότερη από την υποδούλωσι σε εθνικές δυνάμεις. «Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιησούς· Αληθώς, αληθώς σας λέγω ότι πας όστις πράττει την αμαρτίαν δούλος είναι της αμαρτίας.» (Ιωάν. 8:34) Εγνώριζε ότι οι ακροατές του κατά συνήθεια έπρατταν πράγματα που ήσαν αντίθετα με το θέλημα και το νόμο του Θεού. Η βασική αιτία γι’ αυτό είναι ότι, λόγω κληρονομικότητος, όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί· δηλαδή, αποτυγχάνουν ν’ αντανακλούν πλήρως τις θείες ιδιότητες προσωπικότητος. (Ρωμ. 3:23) Αυτή η αμαρτωλή κατάστασις οδηγεί επίσης στα γηρατειά και στον θάνατο. (Ρωμ. 5:12· 6:23) Η σαρκική καταγωγή από τον Αβραάμ δεν θα μπορούσε να τους δώση ελευθερία ή απαλλαγή από τη δουλεία στην αμαρτία.
Η άρνησίς τους να παραδεχθούν τη δουλεία τους, έθετε τους Ιουδαίους σε επικίνδυνη θέσι. Ο Ιησούς εξήγησε: «Ο δε δούλος δεν μένει πάντοτε εν τη οικία· ο υιός μένει πάντοτε.» (Ιωάν. 8:35) Ο δούλος δεν είχε κανένα κληρονομικό δικαίωμα και θα μπορούσε ν’ απολυθή ανά πάσα στιγμή. (Παράβαλε με Γένεσιν 21:8-14· Γαλάτας 4:30.) Μόνον «ο υιός,» που εγεννάτο πράγματι ή υιοθετείτο από τον οικοδεσπότη, θα μπορούσε να παραμείνη «πάντοτε», δηλαδή, όσο θα ζούσε. Επειδή οι Ιουδαίοι προς τους οποίους μίλησε ο Ιησούς ήσαν, στην πραγματικότητα, δούλοι, διέτρεχαν τον κίνδυνο να εκδιωχθούν από τον οίκο των λάτρεων του Θεού.—Βλέπε Ματθαίον 8:11, 12· 21:43· Ρωμαίους 11:15, 17, 19.
Ποια είναι λοιπόν, «η αλήθεια» που μπορεί να φέρη ελευθερία από τη δουλεία στην αμαρτία; Ο Ιησούς την προσδιώρισε με τα επόμενα λόγια του: «Εάν λοιπόν ο Υιός σάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι θέλετε είσθαι.» (Ιωάν. 8:36) Αυτή η αλήθεια που δίνει ελευθερία εσχετίζετο με ‘τον Υιόν,’ τον ίδιο τον Ιησού, τον μονογενή Υιό του Θεού, ο οποίος ήταν η πηγή πάσης ελευθερίας. (2 Κορ. 3:17) Το ίδιο σημείο τονίζεται στο εδάφιο Ιωάννης 1:17, όπου αναφέρονται τα εξής: «Η δε χάρις και η αλήθεια έγεινε δια Ιησού Χριστού.»
Με ποια έννοια «η χάρις και η αλήθεια» μπορούσαν να έλθουν μέσω του Ιησού Χριστού σε αντιπαραβολή με το νόμο του Θεού που εδόθη μέσω του Μωυσέως; Ο Νόμος εχρησιμοποιήθη ως παιδαγωγός που ωδήγησε στον Χριστό. (Γαλ. 3:23-25) Περιελάμβανε σκιές ή προφητικές εικόνες που εκπληρώθηκαν πλήρως στον Χριστό. Σχετικά μ’ αυτό, ο απόστολος Παύλος γράφει τα εξής: «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς δια φαγητόν ή δια ποτόν ή δια λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού.» (Κολ. 2:16, 17) Ομοίως, «η χάρις και η αλήθεια έγεινε δια Ιησού Χριστού,» επειδή ο Ιησούς έθεσε τα πράγματα, που προεσκιάσθησαν από το Νόμο, στο βασίλειο της πραγματικότητος, στο «σώμα.»
Πώς μπορεί ο Ιησούς Χριστός ως «ο Υιός» να ελευθερώση τους ανθρώπους από την αμαρτία; Οι ‘σκιές’ του Μωσαϊκού νόμου περιελάμβαναν θυσίες για συγχώρησι αμαρτιών. (Λευιτ. 4:20, 26) Σχετικά με την πραγματικότητα την οποία αυτές οι θυσίες προεσκίασαν, ο απόστολος Ιωάννης γράφει τα εξής: «Αυτός [ο Θεός] ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.» (1 Ιωάν. 4:10) Ο Ιησούς μπορούσε να προσφέρη την ανθρώπινη ζωή του ως λυτρωτική θυσία, λόγω του ότι ήταν τέλειος, αναμάρτητος, και Υιός του Θεού. Επειδή η αμαρτία εισήλθε στον κόσμο μέσω της ανυπακοής ενός τελείου ανθρώπου, μπορούσε και ν’ αφαιρεθή επίσης από κάποιον άλλον τέλειο άνθρωπο, ο οποίος θ’ ακολουθούσε μια πορεία πλήρους υπακοής στον Θεό, τον Πατέρα του. Ο απόστολος Παύλος γράφει:
«Αν δια το αμάρτημα του ενός απέθανον οι πολλοί, πολύ περισσότερον η χάρις του Θεού και η δωρεά δια της χάριτος του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού επερίσσευσεν εις τους πολλούς.» (Ρωμ. 5:15) «Καθώς λοιπόν δι’ ενός αμαρτήματος [δηλαδή του Αδάμ] ήλθε κατάκρισις εις πάντας ανθρώπους, ούτω και δια μιας δικαιοσύνης [δια του Ιησού Χριστού] ήλθεν εις πάντας ανθρώπους δικαίωσις εις ζωήν. Διότι καθώς δια της παρακοής του ενός ανθρώπου οι πολλοί κατεστάθησαν αμαρτωλοί, ούτω και δια της υπακοής του ενός οι πολλοί θέλουσι κατασταθή δίκαιοι.—Ρωμ. 5:18, 19.
Σχετικά με τον Ιησού Χριστό, εκείνος στον οποίον ‘ανήκει το σώμα’ ή ‘η πραγματικότης,’ οι θυσίες κάτω από το Μωσαϊκό νόμο αυτόν υπεδείκνυαν. Οι Γραφές λέγουν επίσης «Οίτινες [οι άνθρωποι που ευρίσκοντο κάτω από τον Μωσαϊκό νόμο] λειτουργούσιν εις υπόδειγμα και σκιάν των επουρανίων.» (Εβρ. 8:5· παράβαλε με 10:1-4.) «Διότι εάν το αίμα των ταύρων και τράγων [που παρουσιάζοντο την Ημέρα του Εξιλασμού] και η σποδός της δαμάλεως ραντίζουσα τους μεμολυσμένους αγιάζη προς την καθαρότητα της σαρκός, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, όστις δια του πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν άμωμον εις τον Θεόν, θέλει καθαρίσει την συνείδησίν σας από νεκρών έργων εις το να λατρεύητε τον ζώντα Θεόν;» (Εβρ. 9:13, 14) «Αυτός [ο Ιησούς] . . . προσέφερε μίαν θυσίαν υπέρ αμαρτιών.»—Εβρ. 10:12.
Ποια, λοιπόν, είναι «η αλήθεια» που μπορεί να ελευθερώση τους ανθρώπους; Αυτή η αλήθεια σχετίζεται με τον Ιησού Χριστό ο οποίος είναι η εκπλήρωσις του τυπικού συστήματος θυσιών που εγίνοντο κάτω από τον Μωσαϊκό νόμο. Επειδή η θυσία του Χριστού φέρνει ελευθερία από την αμαρτία και τη συνέπειά της, τον θάνατο, ο Ιησούς ο ίδιος μπορούσε να πη: «Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή, πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.—Ιωάν. 3:16.