Ένα Πρότυπον Δράσεως για να Ευαρεστούμε τον Θεό
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ για σας το να ευαρεστή ένας τον Θεό; Είσθε μήπως ένα από τα πολλά άτομα που λέγουν: «Η θρησκεία των πατέρων μου είναι αρκετά καλή για μένα», ή, «Εγεννήθηκα στη θρησκεία μου και σ’ αυτήν θα πεθάνω»; Ή μήπως έχετε αναβάλει το να προβήτε σε κάποια ενέργεια σχετικά με το ζήτημα της θρησκείας ωσότου εξασφαλίσετε τη θέσι σας στον κόσμο, ή να διευθετήσετε μερικά πράγματα που θέλετε να κάμετε προηγουμένως; Ίσως να έχετε διερωτηθή, αν έχη κάποια αξία το να ευαρεστήτε τον Θεό, να είσθε φίλος του. Οποιαδήποτε κι αν είναι η θέσις σας, η ζωή σας έχει πάρα πολύ μεγάλη αξία για σας, προκειμένου να λάβετε οποιαδήποτε στάσι από τις ανωτέρω, εφόσον έχετε στη διάθεσί σας άφθονες πληροφορίες που θα σας καταστήσουν ικανό να είσθε βέβαιος ως προς την ενέργεια στην οποία θα προβήτε, έχοντας υπ’ όψι την ευτυχέστερη, την πιο ευεργετική έκβασι.
Ένα πραγματικό παράδειγμα για μας μπορεί να βρεθή στην αφήγησι της ζωής του ανθρώπου Αβραάμ, ενός από τους σχετικώς ολίγους ανθρώπους στην ιστορία που έγιναν φίλοι του Θεού. Μια εξέτασις της αφηγήσεως θα πείση τον έντιμο ερευνητή ότι δεν υπάρχει τίποτε, απ’ ό,τι θα μπορούσε οποιοσδήποτε άνθρωπος να επιτελέση προς την κατεύθυνσι αυτή, που θα εσυγκρίνετο ως προς την αξία του με τη φιλία του Θεού. Αλλ’ ένας, που επιθυμεί να έχη αυτή την πολύτιμη φιλία, πρέπει να είναι πρόθυμος να προβή σε ενέργειες για να την αποκτήση, διότι ο Θεός είναι Θεός δράσεως και απαιτεί ενεργό υπακοή εκ μέρους εκείνων που θα ήθελαν να τον ευαρεστήσουν.—Ιάκ. 2:23.
Ο Αβραάμ ανήκε στη δεκάτη γενεά μετά τον Νώε, καταγόμενος από τον πιστό υιό του Νώε, τον Σημ. Ο Νεβρώδ, ο έγγονος του Χαμ και ο πρώτος βασιλεύς της αρχαίας Βαβυλώνος, δεν απεδείχθη ότι ήταν, όπως είχαν ελπίσει οι ακόλουθοί του, το υπεσχημένο στον κήπο της Εδέμ σπέρμα, που επρόκειτο να συντρίψη τον Μέγαν Όφιν στην κεφαλή. Όχι, το σπέρμα αυτό επρόκειτο να έλθη μέσω της γραμμής του Σημ, της μόνης οικογενειακής γραμμής που συνεχίζεται από γενεά σε γενεά δια μέσου των βιβλίων της Γραφής, ωσότου τελειώση με την έλευσι του αληθινού Σπέρματος της γυναικός του Θεού. Αυτό το αληθινό σπέρμα απεδείχθη ότι ήταν ο Υιός του Ιεχωβά Θεού.—Γεν. 10:1· 11:10-26· Λουκ. 3:23-38.
Η Βιβλική αφήγησις αρχίζει με τον Αβραάμ (που τότε εκαλείτο Άβραμ), όταν ζούσε με τον πατέρα του στην Ουρ των Χαλδαίων, μια πολύ αρχαία πόλι που έκειτο στη νοτία Βαβυλωνία. Έγινε η πρωτεύουσα της Σουμερίας. Οι Σουμέριοι είχαν πολλούς θεούς. Αλλά κάθε πόλις είχε τον ιδιαίτερο θεό της, τον οποίον θεωρούσε ως προστάτη της.—Γέν. 11:28, 29.
Όπως ακριβώς ο Μαρδώκ (Μερωδάχ) είχε φθάσει να γίνη ο θεός της πόλεως Βαβυλώνος, έτσι και ο Σιν ήταν ο πολιούχος θεός της Ουρ. Ο Σιν ήταν θεός της σελήνης κι ελατρεύετο επειδή το Βαβυλωνιακό έτος ήταν σεληνιακό, που έδιδε πολύ εξέχουσα θέσι στη σελήνη στο ημερολόγιό των. Εθεωρείτο ότι ήταν ο αόρατος κύριος της πόλεως και της περιοχής της σε καιρό ειρήνης και ο αρχηγός του στρατού της σε καιρό πολέμου.
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Μήπως η κατάστασις αυτή έκαμε τη θέσι του Αβραάμ τέτοια ώστε να μπορή να συγκριθή με τις ημέρες μας; Ναι, διότι, όπως ακριβώς σήμερα, υπήρχαν πολλοί θεοί και μεγάλη ποικιλία ψευδούς θρησκείας. Επίσης, η θρησκεία είχε πολλές σχέσεις με την πολιτική—με το Κράτος, όπως ακριβώς έχει και σήμερα. Ο Κ. Λέοναρντ Γούλλευ, σ’ ένα βιβλίο με τίτλο Οι Σουμέριοι, εκδόσεως 1929, στις σελίδες 128, 129, σχολιάζει:
Εξετάζοντας το ιερατείο πρέπει να ενθυμούμεθα ότι το Σουμεριακό κράτος ήταν κατ’ ουσίαν θεοκρατικό. Ο θεός της πόλεως ήταν στην πραγματικότητα ο βασιλεύς της· ο ανθρώπινος άρχων, πατέσι (κυβερνήτης) ή βασιλεύς, ήταν απλώς ο αντιπρόσωπός του—‘ο μισθωτής-γεωργός’ του θεού. Τα πολιτικά και τα εκκλησιαστικά αξιώματα δεν διεκρίνοντο σαφώς. Ο βασιλεύς ή κυβερνήτης ήταν ιερεύς ο ίδιος, πράγματι δε στην περίπτωσι του πατέσι η θρησκευτική άποψις ήταν η παλαιότερη και κατά την αρχική περίοδο η σπουδαιότερη· . . . Η θεοποίησις των Σουμερίων βασιλέων είχε μόνον ως λογική της κατάληξι τη θεωρία ότι κυβερνούσαν εν ονόματι του θεού. Αντιστρόφως, ο αρχιερεύς ενός από τους μεγαλυτέρους ναούς ήταν πρόσωπο μεγάλης πολιτικής σπουδαιότητος και συχνά εξελέγετο από τον βασιλικόν οίκον. Εκκλησία και Κράτος ήσαν τόσο αναποσπάστως συνδεδεμένα, ώστε, ενώ το Κράτος έπρεπε να θεωρήται ως θεοκρατία, η Εκκλησία έπρεπε, εν μέρει τουλάχιστον, να κρίνεται ως πολιτικός θεσμός και η κρατική θρησκεία ως ένα πολιτικόν όργανον.
Ως εκ τούτου, είναι πιθανόν ότι ο πατήρ του Αβραάμ, ο Θάρρα, έλαβε μέρος στις ειδωλολατρικές εκδηλώσεις της πόλεως, εφόσον ο Ιησούς του Ναυή 24:2 λέγει στους Ισραηλίτας: «Πέραν του ποταμού [Ευφράτου] κατώκησαν απ’ αρχής οι πατέρες σας, Θάρρα ο πατήρ του Αβραάμ, και ο πατήρ του Ναχώρ, και ελάτρευσαν άλλους θεούς.»—Βλέπε, επίσης, εδάφιο 14.
Άσχετα προς τις θρησκευτικές δοξασίες του πατρός του, ο Αβραάμ (που εγεννήθη το 2018 π.Χ.) έδειξε πίστι στον Θεό του Σημ, που ζούσε ακόμη. Ο Χριστιανός μάρτυς Στέφανος μάς λέγει ότι ο Αβραάμ ήταν στην Ουρ όταν ο Ιεχωβά τον διέταξε: «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει· και θέλω σε κάμει έθνος μέγα. . . και θέλουσιν ευλογηθή εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης.»—Γεν. 12:1-3· Πράξ. 7:2-4.
Ήταν μακρινό ταξίδι προς βορράν από την Ουρ προς την Χαρράν, που έκειτο επί του Ποταμού Μπελίκ, εξήντα μίλια από το σημείο όπου συναντά τον Ευφράτη. Εκεί, ο Θάρρα απέθανε και ο Αβραάμ, που ήταν τώρα εβδομήντα πέντε ετών, διεπέρασε τον Ευφράτη και εισήλθε στη χώρα όπου ζούσαν απόγονοι του Χαναάν, θείου του Νεβρώδ. Η ημερομηνία όταν διεπέρασε τον Ευφράτη ήταν η 14η του Νισάν του 1943 π.Χ.—Γέν. 12:4, 5· Έξοδ. 12:40, 41.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Αβραάμ δεν ήταν αδρανής, αλλ’ αμέσως άρχισε να επικαλήται τον Ιεχωβά και να διακηρύττη το όνομά του στους κατοίκους αυτής της χώρας. Αυτός και ο Λωτ, ο ορφανός ανεψιός του τον οποίον ο άτεκνος Αβραάμ είχε πάρει μαζί του στη χώρα, ήταν κτηνοτρόφοι. Τελικά εχωρίσθησαν· ο Αβραάμ, επειδή δεν ήταν υλιστής, επέτρεψε γενναιόδωρα στον Λωτ να εκλέξη την καλώς αρδευομένη περιοχή στην κοιλάδα του Ιορδάνου, που ήταν τόπος παραγωγικός «ως παράδεισος του Ιεχωβά.» Στην περιοχή αυτή ευρίσκοντο οι πόλεις της Πεδιάδος, τουτέστι, τα Σόδομα, Γόμορρα, Αδαμά, Σεβωείμ και Βελά ή Σηγώρ.—Γέν. 12:8· 13:5-13, ΜΝΚ· 10:19· 14:2, 8.
Από την αρχή της παραμονής του Αβραάμ στη χώρα, αυτός απεδείχθη ένας αποφασιστικός, δραστήριος μαχητής υπέρ της αληθινής λατρείας. Διότι οι πέντε Χαναναίοι βασιλείς της περιοχής, όπου είχε εγκατασταθή ο Λωτ, ηνώθησαν σε ανταρσία εναντίον του Χοδολλογομόρ, βασιλέως της Ελάμ, μιας χώρας που έκειτο ανατολικά της Βαβυλωνίας, ο οποίος τους είχε κρατήσει σε υποταγή επί δώδεκα έτη. Το δέκατο τέταρτο έτος, ο Χοδολλογομόρ μαζί με τρεις άλλους βασιλείς, περιλαμβανομένου του Αμαρφέλ, βασιλέως της Σενναάρ, ήλθε για να πολεμήση εις την κοιλάδα Σιδδίμ, πλησίον των Σοδόμων. Οι πέντε Χαναναίοι βασιλείς ηττήθησαν και ο ανεψιός και συλλατρευτής του Αβραάμ, ο Λωτ, συνελήφθη και εφέρθη πάλι προς τη Σενναάρ της Βαβυλωνίας.—Γέν. 14:1-12.
Ο Αβραάμ ζούσε σ’ ένα μέρος που ωνομάζετο Μαμβρή, πλησίον της Χεβρών. Όταν επληροφορήθη την αιχμαλωσία του Λωτ, ο Αβραάμ, που είχε εγκαταλείψει την Σενναάρ οριστικώς, ασφαλώς δεν εσκόπευε ν’ αφήση τον Λωτ να απαχθή, αν μπορούσε να του παράσχη βοήθεια. Γι’ αυτό συνεκέντρωσε 318 εκπαιδευμένους δούλους κι εξήλθε προς καταδίωξιν, συνοδευόμενος από τρεις συμμάχους. Αυτή δεν ήταν μια σύντομη καταδίωξις σε μήκος ολίγων μιλίων, αλλά μια μακρά καταναγκαστική πορεία έως την περιοχή Δαν, πλέον των εκατό μιλίων βορείως της Ιερουσαλήμ και ολιγώτερον των σαράντα μιλίων από τη Δαμασκό. Ήσαν από απόψεως αριθμού περισσότεροι, αλλά με ουράνια σοφία κατένειμε τις δυνάμεις του, τους ενίκησε και τους κατεδίωξε εκκαθαρίζοντας το έδαφος πέραν της Δαμασκού, ανακτώντας όλα τα αγαθά και ειδικώς τον Λωτ, τον συγγενή του.—Γέν. 14:13-16.
ΛΑΤΡΕΥΤΑΙ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ποιος είχε την ευθύνη για τη νίκη εκείνη; Τα εδάφια Γένεσις 14:18-20 μας λέγουν ότι, καθώς ο νικηφόρος Αβραάμ επέστρεψε με κατεύθυνσι την Ιερουσαλήμ, «ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ, έφερεν έξω άρτον και οίνον· ήτο δε ιερεύς του Θεού του Υψίστου. Και ευλόγησεν αυτόν, και είπεν, Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του Υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γην· και ευλογητός ο Θεός ο Ύψιστος όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρά σου. Και ο Άβραμ έδωκεν εις αυτόν δέκατον από πάντων.»
Επομένως, η αληθινή λατρεία δεν είχε εισαχθή στη χώρα από τον Αβραάμ, διότι εδώ βρίσκομε έναν πολύ σπουδαίο λάτρη του Ιεχωβά που ήταν ήδη εκεί, πραγματικά, τον πρώτο ιερέα ή κοέν που αναφέρεται στη Γραφή, που ήταν ιερεύς του ενός ζώντος και αληθινού Θεού και που συγχρόνως ήταν βασιλεύς, με διορισμό από τον Ύψιστο Θεό τον ίδιο. Ήταν βασιλεύς της Σαλήμ. Σύμφωνα με την αρχαία Ιουδαϊκή και Χριστιανική αντίληψι, η Σαλήμ ήταν το αρχικό μέρος εκείνης της πόλεως που έγινε η Ιερουσαλήμ. Τοιουτοτρόπως, σ’ αυτή την αρχαία πόλι ο Αβραάμ συνήντησε τον κοέν ή ιερέα του Ιεχωβά λίγον καιρό πριν από το 1933 π.Χ.—Βλέπε Ψαλμόν 76:1, 2· 147:12.
Ο Μελχισεδέκ ήταν απόγονος του Νώε, που επέζησε από τον Κατακλυσμό, ενός ανθρωπίνου λατρευτού του Υψίστου Θεού, όχι ενός υλοποιημένου αγγέλου. Αλλά η Γραφή δεν λέγει σαφώς ότι ήταν ο Σημ, ο υιός του Νώε, που ζούσε ακόμη. Παραλείπει σκοπίμως κάθε πληροφορία σχετική με τους προγόνους του, τους απογόνους του και τον θάνατό του έτσι ώστε να είναι δυνατόν να χρησιμεύση ως προφητική εικών ή τύπος του υποσχεμένου Σπέρματος της γυναικός του Θεού, το οποίον καθίσταται ο αιώνιος Αρχιερεύς του Υψίστου Θεού, για να προσφέρη τη θυσία που καταλήγει σε αιώνια σωτηρία για το ανθρώπινο γένος.
Η σπουδαιότης αυτού του ανθρώπου περιγράφεται από τον απόστολο Παύλο στα εδάφια Εβραίους 6:20 ως 7:7, στα οποία λέγει: «Απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος· μη έχων μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής [στο γραπτό υπόμνημα]· αλλ’ αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού· μένει ιερεύς πάντοτε. Στοχασθήτε δε πόσον μέγας ήτο ούτος . . . Εκείνος δε [ο Μελχισεδέκ] όστις δεν εγενεαλογείτο εξ αυτών [των Λευιτών ιερέων], εδεκάτωσε τον Αβραάμ [από τον οποίον κατήγοντο οι Λευίται], και ευλόγησε τον έχοντα τας επαγγελίας [από τον Ιεχωβά Θεόν]. Χωρίς δε τινος αντιλογίας, το μικρότερον ευλογείται υπό του μεγαλητέρου.»
Ο Δαβίδ, ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, έγραψε υπό έμπνευσιν, δείχνοντας ότι αυτός ο ερχόμενος, που θα ήταν ο μεγαλύτερος Αρχιερεύς παρόμοιος με τον Μελχισεδέκ, επρόκειτο να είναι ένας ουράνιος Αρχιερεύς, όταν είπε: «Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. Εκ της Σιών θέλει εξαποστείλει ο Ιεχωβά την ράβδον της δυνάμεώς σου . . . Ώμοσεν ο Ιεχωβά και δεν θέλει μεταμεληθή, Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.»—Ψαλμ. 110:1, 2, 4, ΜΝΚ.
Ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς της πόλεως αυτής που αργότερα έγινε η Ιερουσαλήμ, απεδείχθη ότι ήταν εναντίον της Βαβυλώνος, επειδή ηυλόγησε τον Αβραάμ λόγω του ότι είχε νικήσει και λαφυραγωγήσει τον βασιλέα της Σενναάρ και τους συμμάχους του. Αυτό αποδεικνύει ότι εξ αρχής οι δούλοι του Θεού ήσαν εχθροί της Βαβυλώνος, όχι μόνον διότι ο Αβραάμ εξήλθε από τη Βαβυλώνα όταν εκλήθη από τον Θεό, αλλ’ επίσης διότι επολέμησε εναντίον του βασιλέως της Βαβυλωνίας (Σενναάρ), όταν παρέστη ανάγκη. Ο Αβραάμ απέδωσε τη νίκη στον Θεό με το να δώση στον Μελχισεδέκ, τον ιερέα του Θεού, δέκατον από των λαφύρων, ενώ ηρνήθη να λάβη οτιδήποτε για τον εαυτό του.
Διαφέροντας από τον Νεβρώδ, που εναντιώθηκε προς τον Θεό και ως εκ τούτου έκαμε την πόλι του Βαβυλώνα να είναι εχθρά του Θεού σε όλη την ιστορία της, ο Αβραάμ ευλογήθηκε από τον Μελχισεδέκ. Η ευλογία αυτή, συνδυαζομένη με την υπόσχεσι του Θεού, που κατεγράφη στη Γένεσι 12:1-3, εσήμαινε ότι το Σπέρμα της γυναικός θα ήρχετο μέσω του Αβραάμ. Αυτός θα είχε απογόνους που θα εγίνοντο μεγάλο έθνος, και αυτό θα ήταν το έθνος, μέσω του οποίου θα ήρχετο το Σπέρμα της γυναικός του Θεού.
ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΣΠΕΡΜΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ
Ο Αβραάμ, που ήταν ακόμη άτεκνος στην ηλικία των ενενήντα εννέα ετών, εδέχθη επίσκεψι ενός αγγέλου του Θεού, που εστάλη για να του πη ότι θ’ αποκτούσε θαυματουργικά έναν υιό από την αληθινή σύζυγό του, τη Σάρρα, το επόμενο έτος. Η διαθήκη του Θεού, που περιείχε την ευλογία, επρόκειτο να διαβιβασθή σ’ αυτόν, ο οποίος θα ωνομάζετο Ισαάκ, που σημαίνει «Γέλως».—Γεν. 17:19· 18:1-15.
Το επόμενο πρωί οι άγγελοι του Θεού εξήλειψαν τέσσερες από τις πονηρές πόλεις της Πεδιάδος. Ο Λωτ, στην κατάλληλη ακριβώς στιγμή, είχε φύγει έξω από τα Σόδομα οδηγούμενος υπό των αγγέλων του Ιεχωβά, μαζί με την σύζυγό του και τις δύο θυγατέρες του. Η Σηγώρ δεν περιελήφθη στην καταστροφή ώστε ο Λωτ να μπορή να βρη εκεί ασφάλεια. Καθ’ οδόν, η σύζυγος του Λωτ δεν ετήρησε τις αγγελικές οδηγίες και κατεστράφη.—Γεν. 19:12-26.
Σχετικά με τον αγαπητό του υιό Ισαάκ, ο Αβραάμ υπεβλήθη σε μια πάρα πολύ βαριά δοκιμασία της πίστεώς του. Αυτό συνέβη όταν ο Θεός διέταξε να πάρη τον Ισαάκ, που ήταν τότε περίπου είκοσι πέντε ετών,a πίσω προς την Σαλήμ, όχι για να δη τον Μελχισεδέκ, αλλά για να προσφέρη τον υιό του Ισαάκ ως θυσία ανταποδόσεως στον Θεό, ο οποίος του τον έδωσε. Ο Αβραάμ ενήργησε με έργα πίστεως και μετέβη στο Όρος Μοριά, προς βορράν της Σαλήμ, σύμφωνα με τις οδηγίες. Εκεί, ουσιαστικώς, προσέφερε τον Ισαάκ, τον αγαπητό του υιό, ως θυσία. Η πίστις του Αβραάμ ήταν τέτοια ώστε δεν εταλαντεύθη στο να εκτελέση την εντολή του Θεού. Εγνώριζε ότι ο Ισαάκ επρόκειτο να είναι εκείνος, μέσω του οποίου θα ήρχετο το μεγάλο έθνος και ήταν βέβαιος ότι ο Θεός θα εξεπλήρωνε την υπόσχεσί του ανασταίνοντας, αν ήταν ανάγκη, τον Ισαάκ από τους νεκρούς. Τη στιγμή ακριβώς που επρόκειτο να χρησιμοποιήση μάχαιρά του, η προσοχή του Αβραάμ επεστήθη από τον άγγελον του Θεού σ’ έναν κριό, που είχε συλληφθή σε «φυτόν πυκνόκλαδον», τον οποίον έπρεπε να χρησιμοποιήση ως υποκατάστατο του Ισαάκ.
ΑΣΥΓΚΡΙΤΗ ΕΥΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΑΡΕΣΤΗΣΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τώρα, παραπλεύρως του θυσιαστηρίου, ο Ιεχωβά Θεός επεβεβαίωσε την υπόσχεσί του προς τον Αβραάμ, αποσαφηνίζοντας ότι ο Ισαάκ, ο υιός της συζύγου του Αβραάμ Σάρρας, ήταν εικών του Σπέρματος της γυναικός του Θεού. Εφώνησε δια του αγγέλου του: «Ώμοσα εις εμαυτόν, λέγει ο Ιεχωβά, ότι, επειδή έπραξας το πράγμα τούτο και δεν ελυπήθης τον υιόν σου, τον μονογενή σου, ότι ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού . . . και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.»—Γεν. 22:15-18, ΜΝΚ· Εβρ. 11:17-19.
Αν και ο Αβραάμ δεν το εγνώριζε, ο Θεός επετέλεσε ένα δράμα τεραστίας σημασίας για μας. Αυτό συνωψίσθη από τον Ιησού Χριστό δεκαεννέα αιώνες αργότερα, όταν είπε: «Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» Αυτός ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ήταν Εκείνος που προεσκιάσθη από τον αγαπητό υιό του Αβραάμ, τον Ισαάκ και απ’ εκείνο το αρσενικό πρόβατο, που προσεφέρθη ως υποκατάστατο του Ισαάκ. Ο Υιός του Θεού έγινε πράγματι ο Αμνός του Θεού για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.—Ιωάν. 3:16· 1:29, 36.
Πόσο πολύ ευλογήθηκε ο Αβραάμ επειδή είχε ενεργήσει σύμφωνα με την πρόσκλησι του Ιεχωβά να εξέλθη από τη Βαβυλωνία! Η διαθήκη της ευλογίας του Ιεχωβά έγινε βεβαία γι’ αυτόν. Απέθανε στην πολύ προχωρημένη ηλικία των 175 ετών, με τη βεβαιότητα αναστάσεως στη διάρκεια του κράτους της Βασιλείας του Ιησού Χριστού, του Σπέρματος της γυναικός. Ο Ιεχωβά προσωπικώς μετεβίβασε τη διαθήκη στον Ισαάκ, έπειτα στον υιό του Ισαάκ, τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ απέκτησε δώδεκα υιούς, σχηματίζοντας ένα θεμέλιο για κείνο το ‘μέγα έθνος’ της επαγγελίας.—Γεν. 26:1-5· 28:10-15· 29:1 έως 30:26· 35:16-20· Εβρ. 11:13-16.
Ο Αβραάμ προμηθεύει για μας ένα λαμπρό παράδειγμα πίστεως μαζί με έργα—δράσι σε υπακοή προς αυτή την πίστι. Δεν ήταν ικανοποιημένος με το να λατρεύη τους ειδωλολατρικούς θεούς των πατέρων του. Απέφυγε την ψευδή θρησκεία και ενέμεινε στην αληθινή λατρεία. Δεν επεζήτησε ασφάλεια στην Ουρ των Χαλδαίων, μια πόλι με υψηλό πολιτισμό. Εξήλθε πηγαίνοντας σε μια χώρα από την οποία δεν εγνώριζε τίποτε κι έζησε ως ένας ξένος, μέσα σε σκηνές. Απέρριψε ευκαιρίες που θα τον έκαναν πλούσιο από υλιστικής απόψεως στην Ουρ. Όμως, πόσο ευτυχισμένη και γεμάτη σκοπούς ήταν η ζωή του, και τι λαμπρά ανταμοιβή τον αναμένει! Αν επιθυμούμε τη φιλία του Θεού, πρέπει ν’ ακολουθήσωμε την πορεία του πιστού Αβραάμ.
[Υποσημειώσεις]
a Ο Ιώσηπος ορίζει την ηλικία του Ισαάκ στα είκοσι πέντε έτη.—Βλέπε Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλίο 1, κεφάλαιο 13, παράγραφος 2.