Απάντησις στο Ερώτημα του Ρωμαίου Κυβερνήτου «Τι Είναι Αλήθεια;»
«Λέγει προς αυτόν ο Πιλάτος, Τι είναι αλήθεια;»—Ιωάν. 18:38.
ΕΚΕΙΝΟΣ, που έκαμε αυτή την ερώτησι, ήταν ο κυβερνήτης ή επίτροπος των Ρωμαϊκών επαρχιών της Ιουδαίας, Σαμαρείας και Ιδουμαίας στη Μέση Ανατολή στη διάρκεια των ετών 20 έως 36 της Κοινής μας Χρονολογίας. Η πρωτεύουσά του ήταν στην Καισάρεια κοντά στη Μεσόγειο θάλασσα· αλλά έθεσε αυτή την ερώτησί του σ’ έναν άνθρωπο, που ήταν υπόδικος ενώπιόν του στο κυβερνητικό μέγαρο στην Ιερουσαλήμ την ημέρα του Ιουδαϊκού Πάσχα, 14 Νισάν, του έτους 33 μ.Χ. Ως κυβερνήτης, ήταν στην Ιουδαϊκή Αγία Πόλι με τα στρατεύματά του για να τηρήση την τάξι στη διάρκεια του εορτασμού του Πάσχα. Φαινομενικώς, για να προληφθή κάθε ανωμαλία στην Ιερουσαλήμ την ημέρα εκείνη, οι θρησκευτικοί ηγέται της πόλεως παρέδωσαν στον Ρωμαίο κυβερνήτη έναν άνθρωπο, που τον αποκαλούσαν κακοποιό, για να δικασθή και να τιμωρηθή σύμφωνα με τον Ρωμαϊκό κοσμικό νόμο. Στη διάρκεια της ιδιαιτέρας ανακρίσεως, που επακολούθησε, ο κυβερνήτης ενεργώντας ως δικαστής έθεσε στον κατηγορούμενο ως κακοποιό την ερώτησι: «Τι είναι αλήθεια;» Το ενδιαφέρον του κυβερνήτου για την αλήθεια επροχώρησε μόνο ως αυτό το σημείο. Ύστερ’ από τρία χρόνια εκλήθη στη Ρώμη για να λογοδοτήση για κακή διαχείρισι υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο, εξωρίσθη στη Βιέννη στη Ρωμαϊκή επαρχία της Γαλατίας και αργότερα αυτοκτόνησε. Απέθανε δίχως να λάβη την απάντησι στο ερώτημά του.
1. Πώς το ιστορικό γεγονός της συναντήσεως του Πιλάτου με τον Χριστό υποστηρίζεται από συγγραφείς, αλλά ποιος έγραψε τις περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή;
Ο ΡΩΜΑΙΟΣ κυβερνήτης ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Ο άνθρωπος, στον οποίον έθεσε την περίφημη ερώτησί του, ήταν ο Ιησούς Χριστός. Το ιστορικό γεγονός της συναντήσεως των δυο αυτών ανδρών κατά την σπουδαία εκείνη περίστασι υποστηρίζεται, όχι μόνο από Ιουδαίους μάρτυρας, αλλά, επίσης, από τον διάσημο Ρωμαίο ιστορικό του πρώτου αιώνος μας, Πόπλιο Κορνήλιο Τάκιτο. Όταν γράφη για το όνομα «Χριστιανός», αυτός ο μη Ιουδαίος ιστορικός λέγειa «Ο ιδρυτής αυτού του ονόματος, Χριστός, ετιμωρήθη με ποινήν [εθανατώθη] από τον επίτροπο Πόντιο Πιλάτο, όταν ο Τιβέριος ενεργούσε ως αυτοκράτωρ.» Αλλά ο άνθρωπος, ο οποίος ανέφερε τις λεπτομέρειες αυτής της συναντήσεως μεταξύ του Ιησού Χριστού και του Ποντίου Πιλάτου, ήταν ο πιο αγαπητός επίγειος φίλος του Ιησού Χριστού, δηλαδή, ο Ιωάννης ο υιός του Ζεβεδαίου. (Ιωάν. 18:28-38) Η έκθεσις του Ιωάννου είχε ένα ισχυρό ιστορικό βάθος αληθινότητος, διότι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον Βιβλικόν συγγραφέα αυτός έγραψε περί αληθείας και αληθινότητος, σ’ ένα τομέα ενδιαφέροντος, ο οποίος έχει μεγίστη σπουδαιότητα για όλους μας.
2. Ποια ερωτήματα εγείρονται σχετικά με την ερώτησι του Πιλάτου, και τι μπορούμε να ειπούμε εις απάντησι;
2 Προφανώς ο Ρωμαίος κυβερνήτης Πόντιος Πιλάτος άφησε την ερώτησι «Τι είναι αλήθεια;» να αποθάνη μαζί μ’ αυτόν, αναπάντητη. Απέθανε, όμως, πραγματικά μαζί μ’ αυτόν η ερώτησις; Παρέμεινε η ερώτησις αυτή αναπάντητη ως σήμερα; Μολονότι ο Ιησούς Χριστός δεν απήντησε προφορικώς στην ερώτησι του Πιλάτου σ’ αυτόν τον ίδιο, άφησε πραγματικά την ερώτησι αναπάντητη για τους άλλους, καθώς και για μας; Είμεθα υποχρεωμένοι ν’ απαντήσωμε όχι! Η ερώτησις του Πιλάτου έχει λάβει απάντησι, και η απάντησις μπορεί να δοθή σ’ εκείνους, που μ’ εντιμότητα εκζητούν και αγαπούν ‘την αλήθεια’.
3. Τι είναι «αλήθεια», και για ποια αλήθεια ερώτησε ο Πιλάτος;
3 Αλήθεια σημαίνει «συμφωνία προς γεγονότα». Υπάρχουν κάθε είδους πράγματα, για τα οποία οφείλομε να καθορίσωμε τα πραγματικά γεγονότα, ώστε να γνωρίσωμε την αλήθεια σχετικά μ’ αυτά. Όταν γνωρίζωμε ένα πράγμα όπως ακριβώς είναι, η γνώσις μας γι’ αυτό το πράγμα είναι τυπικώς αληθινή ή κατά τύπον αληθινή. Για να είμεθα αληθείς, η γνώσις μας για ένα πράγμα πρέπει να είναι σύμφωνη με ό,τι το πράγμα αυτό είναι στην πραγματικότητα. Τώρα, όταν ο Ιησούς Χριστός εδικάζετο ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου, ο κυβερνήτης ενδιεφέρετο να μάθη ωρισμένα γεγονότα σχετικά μ’ αυτόν τον κατηγορούμενο. Το ενδιαφέρον του δεν ήταν για την αλήθεια γενικώς· τα προσδιωρισμένα καθήκοντά του, και οι ευθύνες του δεν επέτρεπαν μια τόσο ευρεία έρευνα. Ο άνθρωπος που ίστατο ενώπιόν του κατηγορούμενος ήταν εκείνος που έθεσε το ζήτημα της αληθείας. Ώστε ήταν η αλήθεια, από την άποψι αυτή, εκείνη για την οποία ο Πιλάτος ερώτησε: «Τι είναι αλήθεια;» Ποια, λοιπόν, ήταν η αλήθεια που ήλθε εδώ επί τάπητος; Ας ιδούμε.
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΙ
4. Σύμφωνα με την έκθεσι του Ιωάννου, πώς προέκυψε η ερώτησις του Πιλάτου;
4 Η έκθεσις, την οποία έκαμε ο Ιωάννης ο υιός του Ζεβεδαίου, λέγει: «Εισήλθε λοιπόν πάλιν εις το πραιτώριον ο Πιλάτος, και εφώναξε τον Ιησούν, και είπε προς αυτόν, Συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Απεκρίθη προς αυτόν ο Ιησούς, Αφ’ εαυτού λέγεις συ τούτο, ή άλλοι σοι είπον περί εμού; Απεκρίθη ο Πιλάτος, Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; το έθνος το ιδικόν σου και οι αρχιερείς σε παρέδωκαν εις εμέ· τι έκαμες; Απεκρίθη ο Ιησούς, Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου· εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθαι, δια να μη παραδοθώ εις τους Ιουδαίους· τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν. Και ο Πιλάτος είπε προς αυτόν, Λοιπόν βασιλεύς είσαι συ; Απεκρίθη ο Ιησούς, Συ λέγεις, ότι βασιλεύς είμαι εγώ. Εγώ δια τούτο εγεννήθην, και δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, δια να μαρτυρήσω εις την αλήθειαν. Πας όστις είναι εκ της αληθείας, ακούει την φωνήν μου. Λέγει προς αυτόν ο Πιλάτος, Τι είναι αλήθεια;»—Ιωάν. 18:33-38· Ματθ. 27:11-14.
5. Όταν εδικάζετο ενώπιον του Πιλάτου, πώς έδειξε ο Ιησούς ότι ήταν αληθής προς την αποστολή του, για την οποία ήλθε στον κόσμο;
5 Σ’ αυτή την αποφασιστική περίπτωσι ο Ιησούς ήταν αληθής στην αποστολή, για την οποία ήλθε στον κόσμο. Φόβος θανάτου δεν τον επηρέασε ώστε να αρνηθή τα γεγονότα της υποθέσεως. Όταν εκείνοι, που τον συνέλαβαν, τον παρέδωσαν στον Πιλάτο, τον κατηγόρησαν λέγοντας: «Τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος, και εμποδίζοντα το να δίδωσι φόρους εις τον Καίσαρα, λέγοντα εαυτόν ότι είναι Χριστός βασιλεύς.» (Λουκ. 23:1-3) Έτσι, όταν ερωτήθηκε καθαρά αν είναι βασιλεύς, δεν το ηρνήθη. Εις απάντησι στον Πιλάτο, ωμίλησε περί της ‘βασιλείας μου,’ αλλά εξήγησε ότι αυτή δεν ήταν μέρος του κόσμου τούτου. Από αυτή την εξήγησι ο Πιλάτος συνεπέρανε ότι ο Ιησούς ήταν βασιλεύς. Αυτό τον παρεκίνησε να ερωτήση μια δευτέρα φορά σχετικά με την βασιλική ιδιότητα του Ιησού, λέγοντας: «Λοιπόν βασιλεύς είσαι συ;» Δηλαδή, έστω και αν η βασιλεία σου δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Ο Ιησούς απήντησε ότι ο Πιλάτος είχε βγάλει το ορθό συμπέρασμα, λέγοντας: «Συ λέγεις, ότι βασιλεύς είμαι εγώ». Άλλως, ο Πιλάτος δεν θα ρωτούσε για δευτέρα φορά αν ήταν ένας βασιλεύς.
6. Έχοντας υπ’ όψι ποιον σκοπό, ήταν ο Ιησούς αποφασισμένος να παραμείνη πιστός σ’ αυτή την περίπτωσι, οτιδήποτε κι αν τού εστοίχιζε;
6 Ο Ιησούς άφησε να παραμείνη η συμπερασματική κρίσις του Πιλάτου ως η αληθινή. Ο Ιησούς ίστατο ως ένας μάρτυς και δεν μπορούσε τώρα να αρνηθή την αλήθεια. Όπως είπε τότε στον Πιλάτο, γι’ αυτό τον σκοπό ακριβώς είχε γεννηθή και ήλθε στον κόσμο γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, για να δώση μαρτυρία για την αλήθεια περί της βασιλείας του. Και ο καθένας που είναι με το μέρος της αληθείας θα εδέχετο τη μαρτυρία του Ιησού ως την αλήθεια. Είχε γεννηθή για να δώση μαρτυρία για την αλήθεια. Σε ηλικία τριάντα ετών εβαπτίσθη κι εξήλθε στον κόσμο να φέρη μαρτυρία για την αλήθεια. Έτσι τώρα στο κατακόρυφο της επιγείου ζωής του δεν θ’ απετύγχανε όσον αφορά τον σκοπό της γεννήσεώς του ως ανθρώπου και της δημοσίας εισόδου του στη σκηνή του κόσμου. Θα παρέμενε πιστός στην αλήθεια, έστω και αν του εστοίχιζε τη ζωή. Αν δεν επρόκειτο για την αλήθεια, ασφαλώς δεν θα ήταν πρόθυμος να πεθάνη γι’ αυτήν· δεν θα πέθαινε για ένα ψέμμα.
7. Για ποιο πράγμα πρέπει να έχωμε πεισθή σχετικά με τη μαρτυρία του Ιησού, και σε τι μας οδηγεί το να έχωμε πεισθή;
7 Ο Ιησούς ήταν πρόθυμος να πεθάνη για την αλήθεια. Έχομε εμείς πεισθή από το θάρρος και την πιστότητα της πορείας του ότι η μαρτυρία του, όχι μόνον ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτου αλλά και ενώπιον όλου του έθνους, ήταν η αλήθεια; Αν έχωμε πεισθή, τι σημαίνει αυτό; Αν ακούσωμε τη φωνή του με το να παραδεχθούμε όσα λέγει, τότε τον παραδεχόμεθα ως βασιλέα. Ενεργώντας έτσι, αποδεικνύομε ότι είμεθα «εκ της αληθείας». Αυτό σημαίνει ότι κι εμείς, επίσης, είμεθα με το μέρος του Ιησού, όπως πράγματι θα θέλαμε να είμεθα.
8. (α) Γιατί εκείνη η αλήθεια ήταν που έπρεπε να πληροφορηθούμε; (β) Γιατί ο ίδιος ο Ιησούς έπρεπε να είναι η αλήθεια;
8 Θα πρέπει να είναι πολύ σπουδαία αλήθεια, αν ένα άτομο γεννάται για μόνο το σκοπό να δώση μαρτυρία γι’ αυτήν. Θα πρέπει να είναι μια αλήθεια άξια ν’ αφιερώση κανείς ολόκληρη τη ζωή του γι’ αυτήν, αν ένα άτομο έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο για τον μόνο σκοπό να δώση μαρτυρία γι’ αυτή. Πράγματι η αλήθεια αυτή ήταν ακριβώς τόσο σπουδαία. Έτσι, αν υπάρχη κάποια αλήθεια, που θα έπρεπε να πληροφορηθούμε, είναι ακριβώς αυτή η αλήθεια. Εν τούτοις, στην περίπτωσι του Ιησού, η αλήθεια δεν ήταν απλώς ένα ζήτημα του τι έλεγε· ήταν, επίσης, και ζήτημα του τι έκανε, πώς έζησε και πώς πέθανε. Ήταν μια περίπτωσις του να ζη για να κάμη να πραγματοποιήται η αλήθεια ή να γίνη αυτή πραγματικότης. Πολλά περιελαμβάνοντο στον Ιησού ως άνθρωπο, τα οποία ήσαν παγκοσμίου σπουδαιότητος, ναι, σπουδαία για τον ουρανό και τη γη· και ώφειλε να ζη και να ενεργή εις εκπλήρωσιν εκείνων των πραγμάτων. Αυτός ο ίδιος πρέπει να είναι η αλήθεια.
9. Σε αρμονία με αυτό, τι είπε ο Ιωάννης σχετικά με τον Ιησού Χριστό στα εδάφια Ιωάν. 1:14, 16, 17, και ήταν αυτό μια παραδοξολογία;
9 Δεν ήταν απλώς μια παραδοξολογία ή υπερβολική γλώσσα, όταν ο Ιωάννης, ο αγαπητός μαθητής του Ιησού, έγραψε για την έλευσί του από τον ουρανό στη γη για να γεννηθή ως ένας τέλειος άνθρωπος και είπε: «Και ο Λόγος έγεινε σαρξ, και κατώκησε μεταξύ ημών, (και είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός,) πλήρης χάριτος και αληθείας. Και πάντες ημείς ελάβομεν εκ του πληρώματος αυτού, και χάριν αντί χάριτος. Διότι και ο νόμος εδόθη δια του Μωυσέως· η δε χάρις και η αλήθεια έγεινε δια Ιησού Χριστού».—Ιωάν. 1:14, 16, 17.
ΠΩΣ «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΓΕΙΝΕ»
10, 11. (α) Η αντίθεσις που γίνεται μεταξύ του Ιησού και του Μωυσέως σημαίνει μήπως ότι ο Νόμος που εδόθη μέσω του Μωυσέως δεν ήταν η αλήθεια; (β) Στα εδάφια Ρωμαίους 7:10- 12, τι λέγει ο Παύλος για την υπεράσπισι της αγαθότητος του νόμου του Θεού;
10 Αλλά, τότε, πώς ο Ιησούς ήταν «πλήρης . . . αληθείας»; Πώς ήταν εκείνος, μέσω του οποίου «η αλήθεια έγεινε»; Γιατί ο απόστολος Ιωάννης αντιπαραβάλλει τον Ιησού με τον Μωυσή; Δεν έφερε μήπως ο προφήτης Μωυσής την αλήθεια στην εποχή του, δεκατέσσερες αιώνες και πλέον πριν από τον Χριστό; Δεν ήταν ο Νόμος, που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή για το Ιουδαϊκό έθνος η αλήθεια; Ναι. Αιώνες μετά την επίδοσι του Νόμου μέσω του Μωυσέως, ο θεόπνευστος ψαλμωδός είπε στον Θεό τον Νομοθέτη: «Επλησίασαν οι ακολουθούντες την πονηρίαν· εξέκλιναν από του νόμου σου. Συ, Ιεχωβά, είσαι πλησίον, και πάντα τα προστάγματά σου είναι αλήθεια». (Ψαλμ. 119:150, 151, ΜΝΚ) Αυτό τούτο το γεγονός, ότι ο Νόμος, όπως εδόθη μέσω του Μωυσέως, κατεδίκαζε τον ίδιο το λαό του ως αμαρτωλούς, αποδεικνύει ότι αυτός ο Νόμος ήταν αληθής στη δικαιοσύνη και την αγιότητά του. Λόγω της τελειότητός του, ο Νόμος κατεδίκασε τους Ιουδαίους σε θάνατο. Έτσι, προς υπεράσπισιν της αγαθωσύνης του νόμου του Θεού, ο απόστολος Παύλος γράφει:
11 «Και η εντολή ήτις εδόθη προς ζωήν, αυτή ευρέθη εν εμοί προς θάνατον. Διότι η αμαρτία λαβούσα αφορμήν δια της εντολής, με εξηπάτησε, και δι’ αυτής [δηλαδή, δια της εντολής, η οποία κατεδίκαζε τους αμαρτωλούς σε θάνατο] με εθανάτωσεν. Ώστε ο μεν νόμος είναι άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.»—Ρωμ. 7:10-12.
12, 13. (α) Τι απαιτούσε ο νόμος του Μωυσέως από τους Ιουδαίους για να κερδίσουν ζωή μέσω αυτού, και γιατί ο νόμος αυτός δεν απέτυχε στον σκοπό του; (β) Πώς ο απόστολος Παύλος κατέστησε αυτό το σημείο σαφές, στα εδάφια Γαλάτας 3:23-25;
12 Ώστε ο Νόμος, ο οποίος εδόθη μέσω του Μωυσέως, δεν ήταν εσφαλμένος. Μάλλον, ετόνιζε τι είναι σφάλμα. Ο Νόμος, που εδόθη μέσω του Μωυσέως, δεν ήταν ένα σφάλμα. Οι Δέκα Εντολές, οι οποίες ήσαν ένα μέρος του Νόμου, δεν ήσαν καθόλου ένα σφάλμα. Ο Νόμος απαιτούσε τελεία υπακοή εκ μέρους των Ιουδαίων, ώστε να μπορέσουν αυτοί να κερδίσουν αιώνια ζωή με το να τον τηρούν. Κανένας, όμως, από τους Ιουδαίους, τους γεννημένους με τον συνήθη τρόπο, δεν μπορούσε να τηρήση τελείως τον Νόμο και να κερδίση αιώνια ζωή με τα έργα του Νόμου. Εν τούτοις, ο Νόμος εξυπηρέτησε το σκοπό του, διότι έκαμε γνωστή την ταυτότητα ή ετόνισε τον Τέλειον Εκείνον, ο οποίος ετήρησε το Νόμο άψογα, Εκείνον, ο οποίος έτσι διέφυγε την καταδίκη από το Νόμο και ο οποίος επομένως ανεκηρύχθη τελείως δίκαιος και άξιος αιωνίου ζωής λόγω της αμέμπτου δικαιοσύνης του. Το ότι ο Νόμος, ο οποίος εδόθη μέσω του Μωυσέως, δεν απέτυχε στον σκοπό του και ότι δεν ήταν μια εσφαλμένη προσπάθεια ή αποτυχία, ο Ιουδαίος Χριστιανός απόστολος Παύλος το καθιστά σαφές με τα εξής λόγια:
13 «Πριν δε έλθη η [Χριστιανική] πίστις, εφρουρούμεθα υπό τον νόμον, συγκεκλεισμένοι εις την πίστιν ήτις έμελλε να αποκαλυφθή. Ώστε ο νόμος έγεινε παιδαγωγός ημών εις τον Χριστόν, δια να δικαιωθώμεν εκ πίστεως· αφού όμως ήλθεν η πίστις, δεν είμεθα πλέον υπό παιδαγωγόν [τον Νόμον]».—Γαλ. 3:23-25.
14. (α) Πώς ο νόμος του Μωυσέως ήταν περισσότερο από απλώς ένα νομικό κώδικα; (δ) Πώς αυτό ήταν αληθές όσον αφορά το ιερατείο, για το οποίο είχε κάμει προμήθεια ο Νόμος;
14 Ο Νόμος, ο οποίος εδόθη μέσω του Μωυσέως, ήταν περισσότερο από απλώς ένα νομικό κώδικα, περισσότερο από ένα συστηματοποιημένο σύνολο νόμων για τη διαγωγή των ανθρώπων. Κατά πολλούς τρόπους ήταν προφητικός. Διέτασσε πολλά πράγματα, τα οποία ήσαν προφητικά καλών πραγμάτων, που επρόκειτο να έλθουν. Παραδείγματος χάριν, ο Νόμος καθιέρωνε ένα ιερατείο για το Ιουδαϊκό έθνος από την οικογένεια του Ααρών, του πρεσβυτέρου αδελφού του Μωυσέως. Αυτό ήταν προφητικό του πώς ο Ιεχωβά Θεός θα εγκαθιστούσε έναν Αρχιερέα, ο οποίος θα προσέφερε θυσία για το αιώνιο όφελος όλου του ανθρωπίνου γένους. Αυτός ο πνευματικός, ουράνιος Αρχιερεύς θα είχε, επίσης, υφιερείς, οι οποίοι θα ελαμβάνοντο από τους ανθρώπους και θα ήσαν σε θέσι να δείξουν συμπάθεια προς τους ανθρώπους στην αμαρτωλή τους κατάστασι και ατέλεια.
15. Τίνος προφητική εικών ήσαν τα χαρακτηριστικά της ετησίας Ιουδαϊκής ημέρας εξιλασμού;
15 Ο Νόμος διέτασσε, όπως κάθε χρόνο μια εθνική ημέρα εξιλασμού τηρήται τη δεκάτη ημέρα του εβδόμου σεληνιακού μηνός των Ιουδαίων. Την ημέραν εκείνη θα εγίνετο άφεσις τόσο για το ιερατείο όσο και για όλο το υπόλοιπο του Ιουδαϊκού έθνους μέσω της θυσίας ενός αμώμου μόσχου και τράγου, το αίμα των οποίων ερραντίζετο στα Άγια των Αγίων του αγιαστηρίου. Επίσης, τα αμαρτήματά των επρόκειτο να μεταφερθούν μακριά στη λήθη μ’ έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Αυτό όλο ήταν προφητικό του πώς ο Μέγας Αρχιερεύς του Θεού θα προσέφερε μια θυσία για τον εξιλασμό των αμαρτιών του ανθρωπίνου γένους και θα εχρησίμευε ως ένας πραγματικός Φορεύς Αμαρτίας για να μεταφέρη μακριά στη λήθη την αμαρτία του ανθρωπίνου γένους. Όλη αυτή η προμήθεια θα ήταν μια έκφρασις της στοργικής αγαθότητος του Θεού.
16. Ώστε, εκτός από εντολές, τι άλλο επρομήθευσε ο νόμος του Μωυσέως, σύμφωνα με τον συγγραφέα της προς Εβραίους επιστολής 8:4, 5;
16 Ώστε υπήρχαν πολύ περισσότερα στο Νόμο, που εδόθη μέσω του Μωυσέως, από απλώς εντολές, για να τονίζουν τι ήταν αμαρτία και να λέγουν στους Ιουδαίους τι ήταν καθαρό, δίκαιο, άγιο και ανιδιοτελές πράγμα να κάμουν, για να συνεχίσουν να βαδίζουν σε αρμονία με τον Θεό. Εκτός αυτού, ο Νόμος διέτασσε ωρισμένες σημαντικές τελετές, οι οποίες θα εγίνοντο τακτικά για να χαράξουν προφητικές περιγραφές, που δίνουν μια αληθινή εικόνα μεγάλων πραγμάτων, που θα ήρχοντο σύμφωνα με τον σκοπό του Θεού. Ο θεόπνευστος συγγραφεύς ονομάζει αυτές τις προφητικές περιγραφές ‘σκιές’, λέγοντας: «Υπήρχον ιερείς οι προσφέροντες τα δώρα κατά τον νόμον· οίτινες λειτουργούσιν εις υπόδειγμα και σκιάν των επουρανίων, καθώς ελαλήθη προς τον Μωυσήν, ότε έμελλε να κατασκευάση την σκηνήν διότι “Πρόσεχε”, λέγει, “να κάμης πάντα κατά τον τύπον τον δειχθέντα εις σε εν τω όρει [Σινά] ”.»—Εβρ. 8:4, 5.
17. Κατά ποιον τρόπο επρομήθευσε ο Νόμος ‘σκιές’ του τελείου ανθρωπίνου σώματος, που έπρεπε να προσφερθή για αμαρτίες;
17 Πάλιν ο ίδιος συγγραφεύς αναφέρει την λέξιν ‘σκιές’, όταν αποδεικνύη την ανάγκη να παρουσιασθή ως θυσία στον Θεό ένα τέλειο ανθρώπινο σώμα, λέγοντας: «Διότι ο νόμος, έχων σκιάν των μελλόντων αγαθών, ουχί αυτήν την εικόνα των πραγμάτων, δεν δύναται ποτέ δια των αυτών θυσιών τας οποίας προσφέρουσι κατ’ ενιαυτόν πάντοτε, να τελειοποιήση τους προσερχόμενους. Επειδή τότε ήθελον παύσει να προσφέρονται· διότι οι λατρευταί άπαξ καθαρισθέντες, δεν ήθελον έχει πλέον ουδεμίαν συνείδησιν αμαρτιών. Αλλ’ εν αυταίς γίνεται κατ’ ενιαυτόν ανάμνησις αμαρτιών. Διότι αδύνατον είναι αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρή αμαρτίας. Δια τούτο εισερχόμενος εις τον κόσμον, λέγει, “Θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας, αλλ’ ητοίμασας εις εμέ σώμα”.»—Εβρ. 10:1-5.
18. Ποιες ήσαν μερικές από τις ‘σκιές’ στο Μωσαϊκό νόμο, και γιατί μπορούσαν κατάλληλα να λέγωνται ‘σκιές’;
18 Πολλά άλλα πράγματα, τα οποία διέτασσε ο Νόμος, όπως το πασχαλινόν δείπνον, η εορτή των εβδομάδων ή Πεντηκοστή, η εβδομαδιαία ημέρα του σαββάτου, το Ιωβιλαίον έτος, η εορτή της πρώτης ημέρας κάθε μηνός ή νέας σελήνης, ιδιαιτέρως η εβδόμη νέα σελήνη κάθε έτους, όλα αυτά ήσαν ‘σκιές’. Ήσαν όλα αληθινά αυτά καθ’ εαυτά, δίνοντας μια αληθινή περιγραφή ή μικρή εικόνα μεγαλυτέρων πραγμάτων, που θα ήρχοντο. Εν τούτοις, ήσαν μόνο ‘σκιές’. Μια σκιά είναι μια σκοτεινή εικόνα ή σχέδιο, που πέφτει επάνω σε κάποια επιφάνεια από μια στερεά, μη διαφανή ουσία και δείχνει τον δρόμο του φωτός. Η σκιά δεν είναι το ουσιώδες· δεν είναι η πραγματικότης. Η ουσία ή το σώμα, που η σκιά περιγράφει η εξεικονίζει, είναι η πραγματικότης. Αν η ουσία ή το σώμα είναι εμπρός από το φως, τότε η σκιά του εκτείνεται μπροστά από την ουσία ή σώμα. Γι’ αυτό το λόγο, υπάρχει μια κοινή παροιμία, που λέγει: «Τα επερχόμενα γεγονότα ρίχνουν μπροστά τη σκιά τους». Στη βουλή του Θεού, η σκιά ήλθε πρώτα, για να δώση σε μικρή κλίμακα μια ιδέα των μεγάλων πραγμάτων, τα οποία είχε υπ’ όψι του ο Θεός για το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. Οι σκιές εκείνες διήγειραν βάσιμες προσδοκίες στους ανθρώπους, οι οποίοι με υπακοή τηρούσαν τον νόμο του Θεού. Επειδή οι ‘σκιές’ ήσαν αληθινές, οι άνθρωποι αυτοί δεν επρόκειτο ν’ απογοητευθούν στις προσδοκίες των.
19. Γιατί, λοιπόν, ο Ιωάννης μπορούσε ορθώς να πη: «Ο νόμος εδόθη δια του Μωυσέως, . . . η αλήθεια έγεινε δια Ιησού Χριστού»;
19 Η σκιά είναι αληθινή, αλλά δεν είναι η πλήρης αλήθεια του ζητήματος. Μόνο, όταν έλθη η ουσία, η οποία προεσκιάζετο, τότε έρχεται η αλήθεια. Τότε πραγματοποιείται η αλήθεια. Η ουσία ή το σώμα είναι η αλήθεια. Εφόσον ο Μωσαϊκός νόμος περιείχε μόνο τις σκιές, έπρεπε ν’ ανοίξη τον δρόμο για την πραγματικότητα, την ουσία ή το σώμα που προεσκίαζε ο Νόμος. Επομένως, οι κανόνες, που ετέθησαν στον Μωσαϊκό νόμο σχετικά με το φαγητό, το ποτό, την τήρησι των τελετών και των αγίων ημερών, επρόκειτο να παρέλθουν ως εικόνες ή σκιές. Και παρήλθαν, διότι ο απόστολος Παύλος γράφει στη Χριστιανική εκκλησία των Κολοσσών, Μικράς Ασίας: «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς δια φαγητόν ή δια ποτόν, ή δια λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων· τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού». (Κολ. 2:16, 17) Σε πλήρη, λοιπόν, αρμονία με τα ιστορικά γεγονότα ο απόστολος Ιωάννης μπορούσε να πη: «Ο νόμος εδόθη δια του Μωυσέως· η δε χάρις και η αλήθεια έγεινε δια Ιησού Χριστού.»—Ιωάν. 1:17.
20, 21. Για να επαληθεύση πλήρως η δήλωσις του Ιωάννου, τι απητείτο εκ μέρους του Ιησού όσον αφορά τον εξιλασμό περί αμαρτίας;
20 Για ν’ αποδειχθή αυτή η δήλωσις αληθής στην πιο πλήρη εννοιά της, απητούντο από τον Ιησού Χριστό περισσότερα από απλώς να ομιλή, να κηρύττη, να διδάσκη. Παρίστατο ανάγκη, όπως αυτός, ο Υιός του Θεού, αποβάλη την πνευματική του δόξα στους ουρανούς και γεννηθή ως ένα τέλειο ανθρώπινο παιδίον για να μπορέση να εκπληρώση την αλήθεια των θυσιών της Ημέρας του Εξιλασμού, οι οποίες συμβολικά αφαιρούσαν τις αμαρτίες ολοκλήρου του Ιουδαϊκού έθνους. Παρέστη ανάγκη γι’ αυτόν, όπως παρουσιασθή σε ηλικία τριάντα ετών ως ένα κατάλληλο ανθρώπινο θύμα για μια ευπρόσδεκτη από τον Θεό θυσία, ώστε να διορισθή ως Αρχιερεύς του Θεού, για την άφεσι των αμαρτιών ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους. (Εβρ. 5:1-5· 7:27· 8:1-4) Αυτό το έπραξε, όταν παρουσιάσθη για βάπτισμα στον Ιορδάνη Ποταμό από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, οπότε το σώμα του εξηφανίσθη από την όρασι με το να ταφή για μια στιγμή στο νερό. Έτσι ‘εισήλθεν εις τον κόσμον’ με το θυσιαστικό ανθρώπινο σώμα που είχε ετοιμάσει γι’ αυτόν ο Θεός.—Εβρ. 10:5-10· Ψαλμ. 40:6-8· Ιωάν. 18:37.
21 Κατά τον θάνατό του τριάμισυ χρόνια αργότερα, ως Αρχιερεύς του Ιεχωβά, έκαμε μια προσφορά της ανθρωπίνης του θυσίας «άπαξ γενομένης». Για να μπορέση να παρουσιάση την αξία της τελείας ανθρωπίνης θυσίας του στον Θεό στον ουρανό, έπρεπε ν’ αναστηθή εκ νεκρών. Αυτό συνέβη την τρίτη ημέρα από του θανάτου του. Έπειτα, όπως ο Ιουδαίος αρχιερεύς εισήρχετο πίσω από το εσωτερικό παραπέτασμα του ναού στα Άγια των Αγίων ή το ενδότερο διαμέρισμα, ο Ιησούς Χριστός ανεστήθη εκ νεκρών στο πνευματικό βασίλειο και στον κατάλληλο καιρό ενεφανίσθη στην κατά γράμμα παρουσία του Θεού για να παρουσιάση την αξία για ζωή της θυσίας του.
22. Πώς όλα αυτά αποτελούσαν μέρος του να μαρτυρήση ο Ιησούς εις την αλήθεια;
22 Όλο αυτό απέδειξε την αληθινότητα των σκιών, οι οποίες περιελαμβάνοντο στον Νόμο που εδόθη μέσω του Μωυσέως. Εγκαθίδρυσε την αρχιερωσύνη του Ιησού Χριστού ως μια πραγματική αλήθεια, που εξετελέσθη επιτυχώς. Από το γεγονός αυτό οι πιο πολύτιμες ευλογίες πρόκειται να εκχυθούν επάνω στο ανθρώπινο γένος. Όλ’ αυτά τα πράγματα αποτελούσαν μέρος της επιδόσεως από τον Ιησού μαρτυρίας για την αλήθεια, και τοποθετήσεως μέσα στο βασίλειο της πραγματικής αληθείας των πραγμάτων, τα οποία προελέχθησαν και προεσκιάσθησαν από το νόμο του Μωυσέως.
ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
23. (α) Ήσαν τα πράγματα, που είχαν σχέσι με την ιερατική θυσία υπέρ αμαρτιών, όλη η αλήθεια που μας ενδιαφέρει, και πώς αυτό έγινε σαφές στη δίκη του Ιησού; (β) Ποια, λοιπόν, άλλα πράγματα του νόμου του Μωυσέως έπρεπε ν’ αποδειχθούν ότι ήσαν ορθές σκιές;
23 Είναι, όμως, η αλήθεια σχετικά με την ιερατική υπηρεσία και την προσφορά της εξιλαστικής θυσίας για τις αμαρτίες του κόσμου όλη η αλήθεια, η οποία έχει σπουδαιότητα και ενδιαφέρον για μας; Όχι! Διότι, όταν ο Ιησούς αντιμετώπιζε τις ερωτήσεις του Κυβερνήτου Ποντίου Πιλάτου, το ζήτημα της βασιλικής κυβερνήσεως ήταν το εξέχον θέμα. Οι εχθροί, οι οποίοι τον είχαν παραδώσει για να δικασθή από τους Ρωμαίους, τον είχαν επιβαρύνει με την κατηγορία ότι έλεγε ότι είναι «Χριστός βασιλεύς». (Λουκ. 23:1, 2) Στην πραγματικότητα, ακριβώς την εποχή εκείνη υπήρχε πολλή αλήθεια ν’ αποκατασταθή σχετικά με το ζήτημα κυβερνήσεως, όχι μόνο της τοπικής κυβερνήσεως των Ιουδαίων αλλά της κυβερνήσεως όλου του κόσμου του ανθρωπίνου γένους. Επειδή αυτό εξηρτάτο ακόμη περισσότερο από τον Ιησού Χριστό την εποχή εκείνη, αυτός εξετίμησε το γεγονός αυτό και ήταν πλήρως αποφασισμένος να παραμείνη πιστός. Έτσι, όχι απροσδοκήτως, ζητήματα του Νόμου του Μωυσέως, τα οποία είχαν σχέσι με τη μέλλουσα κυβέρνησι του λαού του Θεού έπρεπε ν’ αποδειχθούν ορθές προφητείες, ορθές «σκιές», οι οποίες να προσαρμόζονται σε μελλοντικά γεγονότα. Πώς, όμως, απεδείχθησαν ορθές;
24. (α) Ποιο λειτούργημα μέσα στον Ισραήλ εγκαθίδρυσε ο Θεός για τον Ααρών και την οικογένειά του; (β) Γιατί ο Θεός δεν έθεσε, επίσης, ένα ανθρώπινο βασιλέα επάνω στον Ισραήλ;
24 Την εποχή, που ο Νόμος είχε δοθή μέσω του Μωυσέως στο Όρος Σινά, δεν υπήρχε ορατός ανθρώπινος βασιλεύς στον Ισραήλ. Ο Μωυσής δεν ήταν βασιλεύς του Ισραήλ, αλλά υπηρετούσε ως μεσίτης μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και του έθνους Ισραήλ. Πρεσβύτερος αδελφός του Μωυσέως ήταν ο Ααρών, ο πρωτότοκος υιός του Αμράμ του Λευίτου. Με την οικογένεια του Ααρών ο Ιεχωβά Θεός εγκαθίδρυσε το ιερατείο επάνω στον Ισραήλ. Γιατί ο Θεός δεν εγκατέστησε, επίσης, και ένα ανθρώπινο βασιλέα επάνω στον Ισραήλ; Ή γιατί δεν έκαμε τον Ααρών ένα βασιλέα-ιερέα; Διότι ο Ιεχωβά Θεός, μολονότι αόρατος, ήταν ο νομοθέτης Βασιλεύς επάνω στον Ισραήλ. Δεν μπορούσε να είναι, επίσης, και ο Ιερεύς του Ισραήλ. Τα πράγματα στον Ισραήλ είχαν ακριβώς όπως ο Μωυσής έψαλε γι’ αυτά κατά μήκος της Ερυθράς Θαλάσσης, τρείς περίπου μήνες προτού δοθή ο Νόμος μέσω του Μωυσέως: «Ο Ιεχωβά θέλει βασιλεύει εις τους αιώνας των αιώνων. Διότι εισήλθον οι ίπποι του Φαραώ εις την θάλασσαν μετά των αμαξών αυτού και μετά των ιππέων αυτού, και ο Ιεχωβά έστρεψεν επ’ αυτούς τα ύδατα της θαλάσσης· οι δε υιοί Ισραήλ επέρασαν δια ξηράς εν τω μέσω της θαλάσσης». (Έξοδ. 15:18, 19, ΜΝΚ) Έτσι ο Ιεχωβά δεν παρητήθη από το αξίωμά του ως Βασιλεύς.
25. Στο Νόμο που έδωσε μέσω του Μωυσέως, τι δηλώσεις έκαμε για ανθρώπινο βασιλέα επάνω στον Ισραήλ ο Θεός;
25 Στον Μωσαϊκό νόμο ο Ιεχωβά Θεός υπεδείκνυε ότι θα ήρχετο ένας καιρός, οπότε οι Ισραηλίται θα ήθελαν να γίνουν όμοιοι με τα μη θεοκρατικά ειδωλολατρικά έθνη και να έχουν ένα ορατό βασιλέα επάνω τους. Κατόπιν, είπε ο Ιεχωβά, «θέλεις βέβαια καταστήσει βασιλέα επί σε, όντινα εκλέξη Ιεχωβά ο Θεός σου· εκ των αδελφών σου θέλεις καταστήσει βασιλέα επί σε· δεν δύνασαι να καταστήσης άνθρωπον ξένον επί σε, όστις δεν είναι αδελφός σου . . . Και όταν καθήση επί του θρόνου της βασιλείας αυτού, θέλει γράψει δι’ εαυτόν αντίγραφον του νόμου τούτου, εις βιβλίον, εξ εκείνου το οποίον είναι ενώπιον των ιερέων των Λευιτών». (Δευτ. 17:14-18, ΜΝΚ) Αργότερα ο Μωυσής προειδοποίησε ότι αν οι Ισραηλίται δεν εξεπλήρωναν το ιεροπρεπές των συμβόλαιο ή διαθήκη των με τον Θεό, τότε «ο Ιεχωβά θέλει φέρει σε, και τον βασιλέα σου όντινα καταστήσης επί σε, εις έθνος το οποίον δεν εγνώρισας, συ, ουδέ οι πατέρες σου· και εκεί θέλεις λατρεύσει άλλους θεούς, ξύλα και λίθους.» (Δευτ. 28:35, 36, ΜΝΚ) Τριακόσια πενήντα και πλέον χρόνια αργότερα ολόκληρο το έθνος Ισραήλ εζήτησε ένα τέτοιο βασιλέα, και ο Θεός τούς έδωσε τον Σαούλ τον υιόν του Κεις.—1 Σαμ. 8:4 ως 12:5.
26. (α) Σε ποια Ισραηλιτική φυλή ανήκε ο Σαούλ ο γυιός του Κεις; (β) Αλλά σε ποιον επροφήτευσε ο πατριάρχης Ιακώβ ότι θα εδίδετο η βασιλική ισχύς στον Ισραήλ, και, επομένως, ποιος θα ήρχετο σ’ αυτή τη φυλή;
26 Ο βασιλεύς Σαούλ ήταν από τη φυλή του Βενιαμίν. Αλλά πολύ προτού δοθή ο Νόμος μέσω του Μωυσέως, ο Ιεχωβά Θεός ενέπνευσε τον πατριάρχη Ιακώβ ή Ισραήλ να προφητεύση ότι η βασιλική ισχύς στον Ισραήλ θα ευρίσκετο στα χέρια της φυλής του Ιούδα και ότι το σκήπτρον και ο νομοθέτης δεν θα εξέλειπαν ποτέ από αυτή τη φυλή. Κάποιος ονομαζόμενος Σηλώ (που σημαίνει «Εκείνος εις τον Οποίον Ανήκει») θα ήρχετο σ’ αυτή τη φυλή, «και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών».
27. Πώς θα μπορούσε να λεχθή ότι η προφητεία του Ιακώβ περιλαμβάνεται στον Νόμο που εδόθη μέσω του Μωυσέως;
27 Η προφητεία αυτή σχετικά με την βασιλεία είχε γραφή στο πρώτο βιβλίο της Γραφής, τη Γένεσι 49:8-10. Αλλά το βιβλίο της Γενέσεως είχε γραφή από τον Μωυσή. Ό,τι είναι σήμερα τα πρώτα πέντε βιβλία της Γραφής, ήταν αρχικώς μόνο ένα βιβλίο γραμμένο από τον Μωυσή. Στις ημέρες του Ιησού Χριστού, όταν οι Ιουδαίοι ανεφέροντο στις μεγάλες υποδιαιρέσεις των βιβλίων των Εβραϊκών Γραφών, τα πρώτα πέντε βιβλία της Γραφής, τα γραμμένα από τον Μωυσή, ελέγοντο ο Νόμος ή «Τορά», έτσι ώστε το βιβλίο της Γενέσεως ήλθε κάτω από την επικεφαλίδα «ο Νόμος», το Τορά. Μετά την ανάστασί του εκ νεκρών ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Ούτοι είναι οι λόγοι τους οποίους ελάλησα προς υμάς, ότε ήμην έτι μεθ’ υμών [εν σαρκί], ότι πρέπει να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα εν [1] τω νόμω του Μωυσέως και [2] προφήταις και [3] ψαλμοίς περί εμού.» (Λουκ. 24:44) Γι’ αυτό το λόγο, η έκφρασις «ο Νόμος» μπορούσε να περιλαμβάνη τα γραμμένα στο βιβλίο της Γενέσεως, περιλαμβανομένης και αυτής της προφητείας, που έγινε από τον πατριάρχη Ιακώβ, σχετικά με την βασιλεία στη φυλή του Ιούδα.
28. (α) Για να ‘μαρτυρήση εις την αλήθειαν’ πλήρως ο Ιησούς, γιατί έπρεπε να γεννηθή σε μια ιδιαίτερη οικογένεια και όχι μόνο από μια ιδιαίτερη φυλή; (β) Πώς ο Θεός έκαμε την υπόσχεσί του για τη βασιλεία ακόμη ισχυρότερη, και σε ποιον ανήκε πραγματικά η βασιλεία;
28 Για να ‘μαρτυρήση εις την αλήθειαν’, τη σχετική με τη βασιλεία του Θεού, ο Ιησούς εγεννήθη στη φυλή του Ιούδα. (Εβρ. 7:14) Αλλά για να μπορέση ο Ιησούς να ‘μαρτυρήση εις την αλήθειαν’ πλήρως, η γέννησίς του δεν μπορούσε να γίνη μέσα σε οποιαδήποτε, μη ιδιαίτερη, οικογένεια στη φυλή του Ιούδα. Η γέννησίς του έπρεπε να γίνη στην οικογενειακή γραμμή του Δαβίδ από τη Βηθλεέμ· και έγινε. (Ρωμ. 1:1-4) Γιατί αυτό; Διότι ο Δαβίδ από τη φυλή του Ιούδα είχε γίνει βασιλεύς του Ισραήλ, για να διαδεχθή τον Βασιλέα Σαούλ και το γυιό του Ις-βοσθέ, και τότε ο Ιεχωβά Θεός έκαμε ένα ιεροπρεπές συμβόλαιο ή διαθήκη με τον Βασιλέα Δαβίδ για να παραμείνη η βασιλεία του λαού του Θεού στη βασιλική οικογενειακή γραμμή του Δαβίδ για πάντα. Αυτό εσήμαινε ότι τελικά ο Δαβίδ θα είχε ένα μόνιμο κληρονόμο στη Βασιλεία. (2 Σαμ. 7:11-16· 1 Χρον. 17:11-15) Ο Ιεχωβά Θεός όχι μόνο έκαμε αυτή την υπόσχεσι στον πιστό Βασιλέα Δαβίδ, αλλά έκαμε ισχυρότερη την υπόσχεσί του αυτή με το να ορκισθή. Ορκιζόμενος, έτσι, ο Θεός ωρκίζετο πράγματι χάριν της ιδικής του βασιλείας, διότι ο ίδιος ο Βασιλεύς Δαβίδ ανεγνώρισε ότι η βασιλεία επάνω στον Ισραήλ ανήκε πραγματικά στον Ιεχωβά και ότι ο θρόνος, επάνω στον οποίον εκάθητο στην Ιερουσαλήμ, ήταν πραγματικά «θρόνος του Ιεχωβά». (1 Χρον. 29:10, 11, 23, ΜΝΚ) Σχετικά με αυτή την ένορκη δήλωσι, η οποία ήταν για να επιβεβαιώση την διαθήκη με τον Δαβίδ για μια αιώνια βασιλεία, διαβάζομε:
29. Τι είχε να πη ο Ψαλμός 89 σχετικά με αυτή τη διαθήκη και τον όρκο του Θεού σχετικά με τη βασιλεία του Δαβίδ;
29 «“Έκαμα διαθήκην μετά του εκλεκτού μου· ώμοσα προς Δαβίδ τον δούλον μου· δια παντός θέλω στερεώσει το σπέρμα σου, και θέλω οικοδομήσει τον θρόνον σου εις γενεάν και γενεάν” . . . Δεν θέλω παραβή την διαθήκην μου, ουδέ θέλω αθετήσει ό,τι εξήλθεν εκ των χειλέων μου. Άπαξ ώμοσα εις την αγιότητά μου, ότι δεν θέλω ψευσθή προς τον Δαβίδ. Το σπέρμα αυτού θέλει διαμένει εις τον αιώνα, και ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος, ενώπιόν μου· ως η σελήνη θέλει στερεωθή εις τον αιώνα, και μάρτυς πιστός εν τω ουρανώ.»—Ψαλμ. 89:3, 4, 34-37· Πράξ. 2:30.
30. Ποια ήσαν, λοιπόν, τα «ελέη του Δαβίδ», που αναφέρονται στο εδάφιο Ησαΐας 55:3, και γιατί ήταν βέβαιο ότι θα είναι πιστά;
30 Αυτή η διαθήκη για τη βασιλεία και όλες τις μορφές της είναι αυτό, που ο λόγος του Θεού αποκαλεί τα «ελέη του Δαβίδ», ο δε όρκος του Θεού επ’ αυτής προσέθεσε στην πιστότητα και αξιοπιστία της. Επομένως, σ’ ένα καιρό διωγμού, ο λαός του Θεού, ο οποίος εξαρτάται από αυτόν για να εκπληρώση αυτή τη διαθήκη για τη βασιλεία, μπορεί πολύ ορθά να προφέρη τους λόγους του ψαλμωδού, όχι με κάποια αμφιβολία για τη διαθήκη, αλλά ως μια έκκλησι προς τον Θεό σχετικά με αυτήν, και να πη: «Πού είναι τα ελέη σου τα αρχαία, Ιεχωβά, τα οποία ώμοσας προς τον Δαβίδ εν τη αληθεία σου;» (Ψαλμ. 89:49, ΜΝΚ) Με διακριτικότητα ο Θεός βεβαιώνει τον λαό του για την πιστότητά του στη διαθήκη, λέγοντας: «Θέλω κάμει προς εσάς αιώνιον διαθήκην, τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά». (Ησ. 55:3) Ο Ιησούς Χριστός ιδιαιτέρως μπορούσε να λάβη παρηγοριά από αυτή την θεία υπόσχεσι.
31. (α) Γιατί, λοιπόν, ο Ιησούς εγεννήθη στη βασιλική οικογενειακή γραμμή του Δαβίδ; (β) Πώς ο Ιεχωβά απήντησε έτσι στην προσευχή του Ψαλμού 132:1-18;
31 Έτσι με τον σκοπό να κάμη τη διαθήκη για τη βασιλεία μια αιώνια αλήθεια, ο Ιησούς εγεννήθη στη βασιλική οικογενειακή γραμμή του Δαβίδ, για να γίνη ο Μόνιμος Κληρονόμος του Δαβίδ. Έτσι, ο Ιεχωβά δεν απεδείχθη αναληθής προς τον Βασιλέα Δαβίδ και δεν αθέτησε την υπόσχεσί του να δώση σ’ αυτόν τον κεχρισμένο βασιλέα ένα μόνιμο κληρονόμο. Ο Ιεχωβά απήντησε στην προσευχή που έγινε σ’ αυτόν στον Ψαλμό 132:1-18, ΜΝΚ: «Ένεκεν Δαβίδ του δούλου σου, μη αποστρέψης το πρόσωπον του κεχρισμένου σου. Ώμοσεν ο Ιεχωβά αλήθειαν προς τον Δαβίδ, δεν θέλει αθετήσει αυτήν, “Εκ του καρπού του σώματός σου θέλω θέσει επί τον θρόνον σου. . . . Εκεί θέλω κάμει να βλαστήση κέρας εις τον Δαβίδ· ητοίμασα λύχνον δια τον κεχρισμένον μου. Τους εχθρούς αυτού θέλω ενδύσει αισχύνην· επί δε αυτόν θέλει ανθεί το διάδημα αυτού”.»
32, 33. Πώς ο Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής έδωσε μαρτυρία για τον όρκο του Θεού προς τον Δαβίδ για τη βασιλεία και για την εκπλήρωσί του;
32 Ο απόστολος Πέτρος ήταν ένας, ο οποίος είχε δώσει μαρτυρία για την αλήθεια όλων αυτών. Την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, πενήντα ημέρες μετά την ανάστασι του Ιησού Χριστού εκ νεκρών, ο Πέτρος εξήγησε την έκχυσι του αγίου πνεύματος του Θεού επάνω στους μαθητάς του Χριστού εκεί στην Ιερουσαλήμ και είπε:
33 «Άνδρες αδελφοί, δύναμαι να σας είπω μετά παρρησίας περί του πατριάρχου Δαβίδ, ότι και ετελεύτησε και ετάφη, και το μνήμα αυτού είναι παρ’ ημίν μέχρι της ημέρας ταύτης. Επειδή λοιπόν ήτο προφήτης, και ήξευρεν ότι μεθ’ όρκου ώμοσε προς αυτόν ο Θεός, ότι εκ του καρπού της οσφύος αυτού θέλει αναστήσει κατά σάρκα τον Χριστόν, δια να καθίση αυτόν επί του θρόνου αυτού, προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού, ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή αυτού εν τω άδη, ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν. Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, του οποίου πάντες ημείς είμεθα μάρτυρες. Αφού λοιπόν υψώθη δια της δεξιάς του Θεού, και έλαβε παρά του Πατρός την επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος, εξέχεε τούτο το οποίον τώρα σεις βλέπετε και ακούετε. Διότι ο Δαβίδ δεν ανέβη εις τους ουρανούς· λέγει όμως αυτός, “Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.” Βεβαίως λοιπόν ας εξεύρη πας ο οίκος του Ισραήλ, ότι ο Θεός Κύριον και Χριστόν έκαμεν αυτόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε».—Πράξ. 2:29-36, ΜΝΚ.
«ΚΥΡΙΟΣ» ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΑΒΙΔ
34. (α) Πώς έγινε ο Ιησούς Χριστός Κύριος του Δαβίδ, και πού προείπε ο Δαβίδ αυτή τη στροφή των πραγμάτων; (β) Πότε ο Δαβίδ θ’ αναγνωρίση προσωπικώς την κυριότητα του Ιησού;
34 Εδώ ο απόστολος Πέτρος, κάτω από έμπνευσιν του εκχυθέντος αγίου πνεύματος, εδήλωσε ότι ο εξυψωμένος Ιησούς Χριστός ήταν ο Κύριος του Βασιλέως Δαβίδ, δηλαδή, ανώτερος από τον Βασιλέα Δαβίδ. Ο θρόνος του Βασιλέως Δαβίδ ήταν απλώς ένας επίγειος θρόνος, ο οποίος ελέγετο «θρόνος του Ιεχωβά»· αλλά ο Ιησούς Χριστός είχε τεθή σ’ ένα ουράνιο θρόνο, στα δεξιά αυτού του Θεού. Επρόκειτο να είναι ένας αθάνατος, αιώνιος ουράνιος βασιλεύς. Στο προσεχές μέλλον, όταν ο Δαβίδ θ’ αναστηθή εκ νεκρών, θα μάθη για τον απόγονό του, Ιησού Χριστό, και θ’ αναγνωρίση αυτόν τον εξυψωμένο ως Κύριόν του, τον αληθινό Χριστό ή Κεχρισμένο. Στον Ψαλμό 110 ο Βασιλεύς Δαβίδ προείπε την κυριότητα του Ιησού Χριστού. Ο απόστολος Πέτρος παρέθεσε το πρώτο εδάφιο αυτού του ψαλμού και το εφήρμοσε στον Ιησού Χριστό, ως εκπληρωμένο σ’ αυτόν. Έτσι, πραγματικά, ο θεόπνευστος Πέτρος εφήρμοσε ολόκληρο τον ψαλμό στον Ιησού Χριστό. Και ο απόστολος Παύλος, επίσης, τον εφαρμόζει σ’ αυτόν.
35. Σε ποιον ωρκίσθη ο Ιεχωβά στον Ψαλμό 110:4, και σχετικά με τι;
35 Αυτός ο ψαλμός του Δαβίδ αναφέρει τον Ιεχωβά ως ορκιζόμενο και πάλι, αλλά αυτή τη φορά όχι στον Βασιλέα Δαβίδ, αλλά στον Κύριο του Δαβίδ στα δεξιά του Θεού στους ουρανούς. Απευθυνόμενο σ’ αυτόν, το τέταρτο εδάφιο του Ψαλμού 110 (ΜΝΚ) αναγγέλλει: «Ώμοσεν ο Ιεχωβά, και δεν θέλει μεταμεληθή, Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.» Επομένως, ο Ιεχωβά ορκίζεται εδώ στον Υιό του, Ιησού Χριστό.
36. Τι το ειδικό υπήρχε σχετικά με την «τάξιν» του Μελχισεδέκ, και πώς αυτός απεδείχθη ανώτερος του Αβραάμ;
36 Ποιος ήταν αυτός ο Μελχισεδέκ, του οποίου η «τάξις» επρόκειτο να τύχη μιμήσεως στον Κύριον του Δαβίδ, Ιησού Χριστόν; Ο Νόμος, ο οποίος εδόθη μέσω του Μωυσέως, και περιλαμβάνει το βιβλίο της Γενέσεως, μας πληροφορεί. Ο Μελχισεδέκ δεν ήταν μόνο ένας ιερεύς αλλά και ένα βασιλεύς. Σύμφωνα με τα εδάφια Γένεσις 14:17-20, εξήλθε από τη βασιλική του πόλι για να συναντήση τον πατριάρχη Αβραάμ, όταν επέστρεφε νικητής από μια μάχη. Διαβάζομε: «Ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ, έφερεν έξω άρτον και οίνον· ήτο δε ιερεύς του Θεού του Υψίστου. Και ευλόγησεν αυτόν, και είπεν, Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γην· και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρα σου. Και ο Άβραμ έδωκεν εις αυτόν δέκατον από πάντων». Ο Μελχισεδέκ, λοιπόν, ήταν ανώτερος του Άβραμ.
37. (α) Από ποιον εκληρονόμησε ο Ιησούς τη βασιλεία; (β) Έλαβε μήπως ο Ιησούς το ιερατείο του στον αιώνα από τον Αρχιερέα Ααρών, ή πώς;
37 Στα εδάφια Εβραίους 6:20 έως 7:17 η ένορκος δήλωσις του Ψαλμού 110:4 εφαρμόζεται στον Ιησού Χριστό. Η «τάξις», κατά την οποίαν γίνεται όμοιος με τον Βασιλέα-Ιερέα Μελχισεδέκ, εξηγείται λεπτομερώς. Ο Μελχισεδέκ ως ένας βασιλεύς-ιερεύς δεν είχε διαδόχους επί της γης. Ο Ιησούς Χριστός δεν εκληρονόμησε ούτε ιερατείο ούτε βασιλεία από τον Μελχισεδέκ. Έγινε ο Μόνιμος Κληρονόμος του Βασιλέως Δαβίδ σύμφωνα με τη διαθήκη για τη βασιλεία, αλλά δεν εκληρονόμησε το ιερατείο του από τον Αρχιερέα Ααρών της φυλής του Λευί. Ο Ιησούς δεν είχε γεννηθή από τη φυλή του Λευί, διότι έπρεπε να είναι απόγονος του Δαβίδ. Πώς ο Ιησούς έλαβε το ιερατείο του δια παντός; Μέσω της ενόρκου δηλώσεως του Ιεχωβά, όπως αναφέρεται στον Ψαλμό 110:4.
38. Πώς επαλήθευσε στον Ιησού Χριστό εκείνο που εξεικόνιζε ο Μελχισεδέκ, και επομένως για ποιο πράγμα δεν θα μεταμεληθή ο Ιεχωβά;
38 Εφόσον ο αρχαίος Μελχισεδέκ επρόκειτο να δείξη την «τάξιν» ενός μελλοντικού Βασιλέως-Ιερέως, ο Μελχισεδέκ ήταν ένα προφητικό ιστορικό πρόσωπο και εξεικόνιζε τον μεγαλύτερο Βασιλέα-Ιερέα, Ιησού Χριστό. Εκείνο που ο Μελχισεδέκ εξεικόνιζε επαλήθευσε στον Ιησού Χριστό. Το όνομα του Μελχισεδέκ σημαίνει «Βασιλεύς Δικαιοσύνης»· και ως βασιλεύς της Σαλήμ, που σημαίνει «Ειρήνη», ήταν, επίσης, «βασιλεύς ειρήνης». Εν τούτοις, ο Ιησούς Χριστός ήταν ο πραγματικός Μελχισεδέκ, τον οποίον ο Θεός είχε υπ’ όψι του πριν από πολύν καιρό· ήταν ο πραγματικός Μελχισεδέκ, τον οποίον ο πραγματικός «Βασιλεύς ειρήνης». Είναι ο πραγματικός Βασιλεύς-Ιερεύς, ο οποίος κάνει αιώνια εξιλέωσι για όλο το ανθρώπινο γένος και ο οποίος θα βασιλεύση ειρηνικά επάνω σε όλη τη γη. Ο Ιεχωβά Θεός δεν θα μεταμεληθή ποτέ διότι ώμοσε να τον κάμη Βασιλέα-Ιερέα.
Η ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
39. Πώς ο Ιησούς Χριστός ήταν η αλήθεια, και πώς πραγματικά εμαρτύρησε εις την αλήθειαν;
39 Από όλ’ αυτά γίνεται έκδηλο ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η Αλήθεια. Είναι η πραγματοποίηση της αληθείας, την οποία ετόνιζαν από πριν οι σκιές του Μωσαϊκού νόμου καθώς επίσης και οι προφητείες των Εβραϊκών Γραφών. Όλ’ αυτά τα προφητικού χαρακτήρος πράγματα συνεκεντρώνοντο σ’ αυτόν. Γι’ αυτό εγεννήθη και γι’ αυτό ήλθε στον κόσμο για να μαρτυρήση στην αλήθεια αυτών των πραγμάτων με το να τα εκπληρώση. Αυτός ήταν η ζώσα Αλήθεια των αποκαλύψεων εκείνων του σκοπού του Θεού, των πραγμάτων εκείνων, για τα οποία ο Θεός είχε ορκισθή.
40, 41. (α) Απ’ αυτή την άποψι, πώς ήταν ακριβής ο Ιησούς λέγοντας ότι αυτός ήταν η αλήθεια; (β) Μ’ αυτή την ιδιότητα, ποιους ωφελεί, και πώς ο Παύλος το δείχνει αυτό στα εδάφια Ρωμαίους 15:8-12;
40 Όταν ήταν στη γη ως άνθρωπος, ο Ιησούς ήταν αποφασισμένος να δώση μαρτυρία για την αλήθεια του Θεού, που ήταν αναγεγραμμένη στις Εβραϊκές Γραφές, Τη νύχτα που έπεσε στα χέρια των εχθρών του είπε στους πιστούς του αποστόλους: «Εγώ είμαι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι’ εμού.» (Ιωάν. 14:6) Δεν ήταν ακριβής λέγοντας αυτά τα λόγια; Ναι, διότι πραγματικά αυτός ήταν η Αλήθεια. Δεν ήταν σκιά Μεσσίου ή Χριστού. Ήταν ο πραγματικός εκείνος, για τον οποίον είχε δοθή η υπόσχεσις. Δεν ήταν σκιά βασιλέως-ιερέως. Ήταν ουσιαστικά ο πραγματικός βασιλεύς-ιερεύς, ο οποίος είχε προεικονισθή. Ως ένας τέτοιος, ωφελεί όχι μόνο τους περιτετμημένους Ιουδαίους, αλλά, επίσης, όλα τα μη Ιουδαϊκά έθνη. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος λέγει:
41 «Λέγω δε, ότι ο Ιησούς Χριστός έγεινε διάκονος της περιτομής υπέρ της αληθείας του Θεού, δια να βεβαιώση τας προς τους πατέρας επαγγελίας· και δια να δοξάσωσι τα έθνη τον Θεόν δια το έλεος αυτού, καθώς είναι γεγραμμένον, “Δια τούτο θέλω σε υμνεί μεταξύ των εθνών, και εις το όνομά σου θέλω ψάλλει.” Και πάλιν λέγει, “Ευφράνθητε, έθνη, μετά του λαού αυτού.” Και πάλιν, “Αινείτε τον Ιεχωβά, πάντα τα έθνη, και δοξολογείτε αυτόν, πάντες οι λαοί.” Και πάλιν ο Ησαΐας λέγει, “Θέλει είσθαι η ρίζα του Ιεσσαί [πατρός του Βασιλέως Δαβίδ],” και “ο ανιστάμενος δια να βασιλεύη επί τα έθνη· εις αυτόν τα έθνη θέλουσιν ελπίσει”.»—Ρωμ. 15:8-12, ΜΝΚ· Ψαλμ. 18:49· 117:1· Δευτ. 32:43· Ησ. 11:10.
42. (α) Πώς έγινε πραγματικά ο Ιησούς «διάκονος της περιτομής»; (β) Πώς ο Ιησούς ‘επαλήθευσε’ τις υποσχέσεις, που είχε κάμει ο Θεός στους πατέρας;
42 Κάποτε, όταν συνήντησε μια Χαναναία [Φοίνισσα, ΜΝΚ] γυναίκα, ο Ιησούς Χριστός είπε: «Δεν απεστάλην, ειμή εις τα πρόβατα τα απολωλότα του οίκου Ισραήλ.» Όταν απέστειλε τους δώδεκα αποστόλους του να κηρύξουν τη βασιλεία των ουρανών, ο Ιησούς τούς είπε: «Εις οδόν εθνών μη υπάγετε, και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθετε· υπάγετε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα του οίκου Ισραήλ.» (Ματθ. 15:24· 10:5, 6) Διότι, επειδή είχε γεννηθή και περιτμηθή ως ένας Ιουδαίος κάτω από τον Μωσαϊκό νόμο, ο Ιησούς «έγινε διάκονος της περιτομής». Αυτή η διακονία του Ιησού Χριστού προς τους περιτετμημένους Ιουδαίους έγινε «υπέρ της αληθείας του Θεού», διότι ο Ιεχωβά Θεός είχε ειπεί προς τους πατριάρχας Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ ότι όλα τα έθνη της γης θα ηυλογούντο μέσω του σπέρματός των. Φυσικά, λόγω της ανθρωπίνης γεννήσεως, το «σπέρμα» των θα ήταν Ισραηλίται ή Ιουδαίοι, Εβραίοι. (Γέν. 22:18· 26:4· 28:14) Επομένως, σύμφωνα με τη φυσική διάταξι των πραγμάτων, ήταν ανάγκη ν’ αποκαταστήση ο Ιησούς Χριστός την ‘αλήθειαν του Θεού’ όσον αφορά τις υποσχέσεις εκείνες, που έγιναν στους τρείς Εβραίους πατριάρχας· πώς; Με το να προσφέρη πρώτον στους Ιουδαίους την ευκαιρία να λάβουν την Αβρααμιαία ευλογία και να γίνουν το πνευματικό σπέρμα του Αβραάμ. Ήταν απολύτως υποχρεωτικό για τον Ιησού να σεβασθή την ένορκο δήλωσι του Ιεχωβά Θεού, διότι ο Θεός είχε βεβαιώσει μεθ’ όρκου ότι οι επαγγελίες του προς τους πατριάρχας ήσαν αληθείς, και ο Ιησούς επρόκειτο να «βεβαιώση [επαληθεύση, ΜΝΚ]» αυτές τις επαγγελίες.
43. (α) Για να κρατήση ποιο πράγμα εξήγαγε ο Ιεχωβά τους απογόνους των πατέρων από την Αίγυπτο; (β) Πώς έκαμε ισχυρότερη την υπόσχεσί του προς τους πατέρας;
43 Προς τους περιτετμημένους απογόνους των πατριαρχών, ο Μωυσής είπε: Αλλ’ επειδή ο Ιεχωβά σας ηγάπησε και δια να φυλάξη τον όρκον τον οποίον ώμοσε προς τους πατέρας σας, σας εξήγαγεν ο Ιεχωβά . . . εκ χειρός Φαραώ, βασιλέως Αιγύπτου.» (Δευτ. 7:8, ΜΝΚ) Το ότι ώμοσε ο Θεός προς τους πατριάρχας αναφέρεται περαιτέρω στον Ψαλμό 105:7-11,b (ΜΝΚ), ο οποίος λέγει: «Αυτός είναι Ιεχωβά ο Θεός ημών· εν πάση τη γη είναι αι κρίσεις αυτού. Μνημονεύετε πάντοτε της διαθήκης αυτού, του λόγου τον οποίον προσέταξεν εις χιλίας γενεάς, της διαθήκης την οποίαν έκαμε προς τον Αβραάμ, και τον όρκον αυτού προς τον Ισαάκ· και εβεβαίωσεν αυτόν προς τον Ιακώβ δια νόμον, προς τον Ισραήλ δια διαθήκην αιώνιον, λέγων, Εις σε θέλω δώσει την γη Χαναάν, μερίδα της κληρονομιάς σας.»—Βλέπε, επίσης, Γένεσιν 24:6, 7· 50:24· Έξοδον 6:8· Ιερεμίαν 11:4, 5.
44. Ποια πρόσωπα, πρωτίστως, σέβονται τον όρκο του Θεού;
44 Ο Ιεχωβά Θεός σέβεται τον όρκον του και ποτέ δεν αποδεικνύεται ψευδής σ’ αυτόν. Ομοίως και ο Ιησούς Χριστός, όταν ήταν επάνω στη γη, εσεβάσθη τον όρκο του Ιεχωβά και προσπάθησε ν’ αποδείξη την αλήθειά του.
45. (α) Σε ποιον εκπληρώνονται οι όρκοι του Θεού σχετικά με τη βασιλεία και το ιερατείο; (β) Με ποια ιστορικά γεγονότα ήλθε η αλήθεια του Θεού;
45 Έτσι στον Ιησού Χριστό διαπιστώνομε ότι εκπληρώνεται ο όρκος του Θεού για επιβεβαίωσι της διαθήκης, την οποία έκαμε με τον Δαβίδ για μια αιώνια βασιλεία, και ο όρκος του Θεού για την υποστήριξι του διορισμού που έκαμε ενός αιωνίου ιερέως κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Με τη γέννησι του Ιησού επάνω στη γη, την έλευσί του στον κόσμο κατά τον χρόνο του βαπτίσματός του στο νερό, την επί τριάμισυ έτη δημοσία υπηρεσία του υπέρ της βασιλείας του Θεού, τον θάνατό του σε πιστότητα προς τον Θεό, την ανάστασί του εκ νεκρών και την ανύψωσί του στον ουρανό, με όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα ήλθε η αλήθεια, ήλθε η αλήθεια του Θεού. Η όλη σταδιοδρομία του Ιησού Χριστού ήταν έτσι μια μαρτυρία για την αλήθεια.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ!
46. Ποια είναι, λοιπόν, η απάντησις της Γραφής στο ερώτημα του Ρωμαίου κυβερνήτου, «Τι Είναι Αλήθεια;»
46 Πώς, λοιπόν, θ’ απαντήσωμε στην ερώτησι, που έκαμε ο Ρωμαίος Κυβερνήτης Πόντιος Πιλάτος στον Ιησού, δηλαδή, «Τι είναι αλήθεια;» Αν ληφθούν υπ’ όψι οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες ετέθη η ερώτησις, η απάντησις της Γραφής πρέπει να είναι: Η «αλήθεια» είναι η βασιλεία του Θεού με τον Ιησού Χριστό τον «Υιόν του Δαβίδ» να υπηρετή στον θρόνο ως Βασιλεύς-ιερεύς.
47. (α) Τι, λοιπόν, δεν είναι περίεργο σχετικά με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής; (β) Πώς η βασιλική ιδιότης του Θεού τονίζεται στο τελευταίο βιβλίο των Εβραϊκών Γραφών και στο πρώτο βιβλίο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών;
47 Είναι, συνεπώς, περίεργο, ότι η βασιλεία του Θεού δια του Χριστού είναι το κύριον δόγμα ή διδασκαλία της Αγίας Γραφής; Από το πρώτο της βιβλίο, τη Γένεσι, που ομιλεί για το προφητικό πρόσωπο, τον Μελχισεδέκ, ως το τελευταίο της βιβλίο, την Αποκάλυψι, που περιγράφει τη γέννησι της Βασιλείας και την επί χίλια χρόνια διακυβέρνησί της, η Γραφή προσκολλάται στο θέμα της Μεσσιανικής βασιλείας του Θεού. Σε αρμονία με αυτό, στο τελευταίο βιβλίο των αρχαίων Εβραϊκών Γραφών, ο Θεός εφιστά την προσοχή στην βασιλική του ιδιότητα, λέγοντας: « Εγώ είμαι Βασιλεύς μέγας, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων, και το όνομά μου είναι τρομερό εν τοις έθνεσι.» (Μαλαχ. 1:14, ΜΝΚ) Και, σύμφωνα με το πρώτο βιβλίο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, όταν ο Ιησούς ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο για να κάμη έναρξι της Μεσσιανικής του υπηρεσίας προς τον Θεό, προηγήθηκε από αυτόν ένας πρόδρομος, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο οποίος εκήρυττε στους περιτετμημένους Ιουδαίους: «Μετανοείτε· διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.»—Ματθ. 3:1, 2.
48. Πώς ετόνισε ο Ιησούς την διδασκαλία της Βασιλείας, όταν ακολούθησε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και όταν προείπε το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων;
48 Όταν ο Ιησούς Χριστός ακολούθησε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, είπε επίσης; «Επληρώθη ο καιρός και επλησίασεν η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε, και πιστεύετε εις το ευαγγέλιον.» (Μάρκ. 1:14, 15) Τελικά, όταν ο Ιησούς Χριστός προείπε το κήρυγμα, που θα εσημείωνε την επιστροφή του και δευτέρα παρουσία του και την συντέλεια του συστήματος πραγμάτων, ποια ιδιαίτερη Βιβλική διδασκαλία είπε ότι θα εκηρύττετο από τους μαθητάς του; Οι λόγοι του που έχουν αναγραφή εις Ματθαίον 24:14 δίνουν την απάντησι : «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη και τότε θέλει έλθει το τέλος».—Ματθ. 24:3, 14.
49, 50. (α) Σύμφωνα με τα εδάφια Αποκάλυψις 11:15-18, γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος σήμερα για να κηρυχθή αυτή η πρωτίστη Βιβλική διδασκαλία; (β) Την κατάρριψι του Σατανά από τους ουρανούς θα ακολουθούσε ποια κατάλληλη αναγγελία από τους ουρανούς;
49 Σήμερα υπάρχει σοβαρός λόγος για να κηρυχθή πρωτίστως η Βιβλική αυτή διδασκαλία. Γιατί; Διότι αυτό το «τέλος του συστήματος πραγμάτων» (ΜΝΚ) επρόκειτο να είναι ο καιρός για τη γέννησι της Μεσσιανικής βασιλείας του Θεού στους ουρανούς, όπως περιεγράφη προφητικώς στο τελευταίο βιβλίο της Γραφής, την Αποκάλυψι. Όταν συνέβη αυτό το γεγονός, πολλές φωνές στον ουρανό ενώθηκαν μαζί για ν’ αναγγείλουν: «Αι βασιλείαι του κόσμου έγειναν του Κυρίου ημών, και του Χριστού αυτού, και θέλει βασιλεύσει εις τους αιώνας των αιώνων». Επίσης, στον Κύριο τον Θεό, ο οποίος είναι η πραγματική Δύναμις πίσω από τη Μεσσιανική βασιλεία, προσεφέρθησαν ευχαριστίες με τα εξής λόγια: «Ευχαριστούμεν σοι, Ιεχωβά Θεέ Παντοκράτωρ, ο Ων και ο Ην, διότι έλαβες την δύναμίν σου την μεγάλην, και εβασίλευσας· και τα έθνη ωργίσθησαν, και ήλθεν η οργή σου». (Αποκάλ. 11:15-18, ΜΝΚ) Επί πλέον, όταν ο Σατανάς ο μέγας εναντιούμενος στην ουρανία βασιλεία θα κατερρίπτετο από τον ουρανό κάτω στη γη, η αναγγελία επρόκειτο να γίνη μεγαλοφώνως από τους ουρανούς:
50 «Τώρα έγεινεν η σωτηρία και η δύναμις και η βασιλεία του Θεού ημών, και η εξουσία του Χριστού αυτού· διότι κατερρίφθη ο κατήγορος των αδελφών ημών, ο κατηγορών αυτούς ενώπιον του Θεού ημών ημέραν και νύκτα.»—Αποκάλ. 12:5-10.
Ο «ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»
51. Λόγω των λεπτομερειών που μας δίνει και λόγω των συγγραφέων της, πώς ορθώς καλείται η Γραφή;
51 Η Μεσσιανική βασιλεία του Θεού είναι η «αλήθεια», και για να δώση μαρτυρία γι’ αυτήν εγεννήθη και ήλθε στον κόσμον ο Ιησούς. Εφόσον η Αγία Γραφή μάς παρέχει πλήρως τις λεπτομέρειες γι’ αυτή τη βασιλεία, ορθώς η Γραφή λέγεται «ο λόγος της αληθείας». Οι άνθρωποι, οι οποίοι έλαβαν μέρος στη συγγραφή της Βίβλου κάτω από θεία έμπνευσι, ήσαν εκζητηταί της αληθείας. Παραδείγματος χάριν, ο Βασιλεύς Σολομών ανεφέρθη στον εαυτό του ως τον εκκλησιαστή του λαού του Θεού και έγραψε: «Ο Εκκλησιαστής εζήτησε να εύρη λόγους ευαρέστους· και το γεγραμμένον ήτο ευθύτης, και λόγοι αληθείας.» (Εκκλησ. 12:10) Ο άγγελος, ο οποίος εστάλη να πη στον προφήτη Δανιήλ μια πολύ ζωτική πληροφορία σχετικά με τον «έσχατον καιρόν», στον οποίον τώρα ζούμε, είπε: «Θέλω σοι αναγγείλει το γεγραμμένον εν τη γραφή της αληθείας. . . Και τώρα θέλω σοι αναγγείλει την αλήθειαν.» (Δαν. 10:21· 11:2· 12:4) Ο απόστολος Παύλος, ένας εξέχων συνεργάτης στη Βίβλο, έγραψε στους συγ-Χριστιανούς του: «Να ήμεθα εις έπαινον της δόξης αυτού ημείς οι προελπίσαντες εις τον Χριστόν· εις τον οποίον και σεις ηλπίσατε, ακούσαντες τον λόγον της αληθείας, το ευαγγέλιον της σωτηρίας σας.»—Εφεσ. 1:12, 13.
52, 53. (α) Για να χρησιμεύση ως ένα όργανο της αληθείας, πώς πρέπει να χειριζώμεθα τη Γραφή, και τι δείχνει αν ο «Χριστιανικός κόσμος» την εχειρίσθη έτσι; (β) Σε τι πρέπει να περιπατούν οι Χριστιανοί σήμερα όπως και στον πρώτον αιώνα, και πώς μπορεί να γίνη αυτό;
52 Για να χρησιμεύση η Γραφή ως το όργανον για το κήρυγμα και την διδασκαλία της αληθείας από μέρους μας, πρέπει να τη χειριζώμεθα μ’ ένα ορθό τρόπο. Γι’ αυτό, όταν ο απόστολος Παύλος έγραψε σ’ ένα επίσκοπο μιας Χριστιανικής εκκλησίας να προσέχη στον εαυτό του και τη διδασκαλία του, είπε: «Σπούδασον να παράστησης σεαυτόν δόκιμον εις τον Θεόν, εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας.» (2 Τιμ. 2:15· 1 Τιμ. 4:16) Σήμερα ο «Χριστιανικός κόσμος» καυχάται ότι έχει 900.000.000 και πλέον μέλη και έχει στη διάθεσί του τη Γραφή σε χειρόγραφα ή τυπωμένη επί πολλές εκατονταετηρίδες. Έχει όμως ορθοτομήσει τον «λόγον της αληθείας»; Όχι· διότι διδάσκει θρησκεία κατά χίλιους διαφόρους τρόπους, όπως αντιπροσωπεύεται από τις εκατοντάδες των θρησκευτικών του δογμάτων. Ο «Χριστιανικός κόσμος», ως μια εκπροσώπησις της Χριστιανοσύνης, είναι ένα ψεύδος. Αντιθέτως, η Χριστιανοσύνη, η οποία βασίζεται στην Αγία Γραφή και η οποία ορθοτομεί την Γραφήν, είναι η αλήθεια. Οι αληθινοί Χριστιανοί πρέπει ν’ ακολουθούν τη Γραφή, αν πρόκειται να περιπατούν στην αλήθεια.
53 Αυτό είναι εκείνο, που έκαμαν οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος, με την αγνότητα της πίστεώς των. Επιβεβαιώνοντας το γεγονός αυτό, ο απόστολος Ιωάννης έγραψε σ’ έναν ομόπιστό του ονομαζόμενο Γάιο και είπε: «Εχάρην κατά πολλά, ότι έρχονται αδελφοί και μαρτυρούσιν εις την αλήθειάν σου, καθώς συ περιπατείς εν τη αληθεία. Μεγαλητέραν χαράν δεν έχω παρά τούτο, να ακούω ότι τα τέκνα μου περιπατούσι εν τη αληθεία.»—3 Ιωάν. 3, 4.
54. (α) Την εποχή εκείνη ποιος «λόγος» ήταν αναγκαίος για ν’ αποκυηθή ένας ως πνευματικός υιός του Θεού; (β) Για να είμεθα αληθινοί Χριστιανοί, από πού πρέπει να προερχώμεθα, και πώς πρέπει ν’ αγαπούμε;
54 Την εποχή εκείνη ένα άτομο δεν μπορούσε να γίνη ένας αληθινός Χριστιανός, αποκυημένος ως ένας πνευματικός υιός του Θεού, εκτός αν είχε ακούσει και μελετήσει και πιστεύσει την αλήθεια. Ο μαθητής Ιάκωβος εφιστά την προσοχή σ’ αυτή την ανάγκη της αληθείας όταν γράφη: «Μη πλανάσθε, αδελφοί μου αγαπητοί· πάσα δόσις αγαθή, και παν δώρημα τέλειον, είναι άνωθεν, καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής. Εξ ιδίας αυτού θελήσεως εγέννησεν ημάς δια του λόγου της αληθείας, δια να ήμεθα ημείς απαρχή τις των κτισμάτων αυτού.» (Ιάκ. 1:16-18) Ένας πραγματικός Χριστιανός μπορεί να προέλθη μόνο από την αλήθεια. Ο απόστολος Ιωάννης, ο οποίος αγαπούσε να γράφη για την αλήθεια, έγραψε σε Χριστιανούς, οι οποίοι ήσαν σ’ αυτόν προσφιλείς: «Τεκνία μου, μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν. Και εκ τούτου γνωρίζομεν ότι είμεθα εκ της αληθείας, και θέλομεν πληροφορήσει τας καρδίας ημών έμπροσθεν αυτού.» (1 Ιωάν. 3:18, 19) Έτσι, αν επιθυμούμε να βεβαιώσωμε τις καρδιές μας ενώπιον του Θεού ότι είμεθα γνήσιοι Χριστιανοί, πρέπει να προερχώμεθα από την αλήθεια που μας εδόθη και πρέπει να έχωμε αδελφική αγάπη. Αν είμεθα εκ του κόσμου, θα βρισκώμαστε στην πλάνη.—1 Ιωάν. 4:4-7.
55. Πώς μπορούμε ν’ αποφύγωμε την πλάνη και το να είμεθα αντίχριστοι;
55 Έχοντας υπ’ όψι το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «η αλήθεια», όπως ο ίδιος είπε εις Ιωάννην 14:6, οφείλομε να έχωμε την ορθή πίστι σχετικά με αυτόν, αν πρόκειται να προερχώμεθα εκ της αληθείας και να είμεθα στην αλήθεια, και όχι να είμεθα αντίχριστοι. Αν δεν πιστεύωμε ότι εγεννήθη κατά σάρκα και ήλθε στον κόσμο για να είναι ο κύριος φορεύς μαρτυρίας «της αληθείας» του Θεού, τότε είμεθα στην πλάνη και είμεθα εκ του κόσμου και δεν είμεθα αληθινοί Χριστιανοί.—1 Ιωάν. 4:1-6.
56. Λόγω της γνώσεως της αληθείας, με ποια οργάνωσι θέλομε να συνταυτισθούμε, σύμφωνα με τα εδάφια 1 Τιμόθεον 3:14, 15;
56 Μέσω της Αγίας Γραφής, του «λόγου της αληθείας» του Θεού, γνωρίζομε την απάντησι στην ερώτησι, «Τι είναι αλήθεια;» Επιθυμούμε, επίσης, να είμεθα συνταυτισμένοι με την ορατή οργάνωσι αληθείας του Θεού. Αυτός εχρησιμοποίησε τον Ιησού Χριστό τον δοξασμένο Υιό του για να θεμελιώση αυτή την οργάνωσι την ημέρα της Πεντηκοστής πενήντα ημέρες μετά την ανάστασί του. Σύμφωνα με τα θεόπνευστα λόγια εις 1 Τιμόθεον 3:14, 15, αυτή η οργάνωσις είναι ο ‘οίκος του Θεού, όστις είναι η εκκλησία του Θεού του ζώντος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας’. Ναι, πράγματι, αυτό είναι εκείνο με το οποίο θέλομε να συνταυτιστούμε, ο «στύλος και το εδραίωμα της αληθείας».
57. Ώστε, τι είμεθα αποφασισμένοι να κάνωμε σχετικά με την αλήθεια;
57 Ώστε, αντί να προσπαθούμε να γκρεμίσωμε την αλήθεια—πράγμα αδύνατο—θα κάνωμε το μέρος μας για να υποστηρίξωμε την αλήθεια της Βασιλείας, εξυψώνοντάς την για να την βλέπουν όλοι. Σε όλα τα έθνη θα δώσωμε την απάντησι της Γραφής στην ερώτησι, «Τι είναι αλήθεια;» Θα συμμετέχωμε με την «εκκλησία του Θεού του ζώντος» στο κήρυγμα της αληθείας, ‘τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας’, και θα το πράττωμε σε όλη την οικουμένη προς μαρτυρίαν σε όλα τα έθνη προτού έλθη το τέλος. (Ματθ. 24:14) Όποιος είναι εκ της αληθείας θα ακούση τη φωνή μας καθώς υπηρετούμε ως πρέσβεις Χριστού.—Ιωάν. 18:37· 2 Κορ. 5:20.
[Υποσημειώσεις]
a Η δήλωσίς του στη Λατινική λέγει τα εξής: «Auctor nominis eius Christus, Tiberio imperitante, per procuratorem Pontium Pilatum supplicio affectus est. »
Βλέπε Έργα Τακίτου Τόμος 1, σελίς 423, έκδοσις 1858 υπό του οίκου Χάρπερ και Αδελφοί, Νέα Υόρκη, Ν.Υ. Επίσης, Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, Τόμος 8, σελίς 199, στήλη 2. Επίσης, Η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 22, εκδόσεως 1929, σελίς 83, κάτω από τη λέξι «Πιλάτος».
b Άλλες περιπτώσεις, που ο Θεός παρέχει βεβαιώσεις με όρκο ή με υψωμένη χείρα, είναι: Προς τους πατέρας: Αριθμοί 11:12· 32:11· Δευτερονόμιον 1:8, 35· Μιχαίας 7:20. Προς τον Ισραήλ: Αριθμοί 14:16, 28, 30· Νεεμίας 9:15· Ψαλμοί 95:10, 11· Εβραίους 3:17, 18· 4:3· Ιεζεκιήλ 20:5, 6. Προς τον Μωυσή: Δευτερονόμιον 4:21.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθή ότι ο Ιεχωβά Θεός ορκίζεται στο δικό του όνομα (Ιερεμ. 44:26, 27)· στην ψυχή του (Ιερεμ. 51:14· Αμώς 6:8)· στην αγιότητά του (Αμώς 4:2)· στην «Δόξαν του Ιακώβ» (Αμώς 8:7)· στον ίδιο τον εαυτό του (Ησ. 45:23· Ιερεμ. 49:13· 22:5)· στο ότι ζη εις τον αιώνα (Δευτ. 32:40, 41)· και σχετικά με το σκοπό του (Ησ. 14:24)· σχετικά μ’ ένα άλλο κατακλυσμό (Ησ 54:9)· και σχετικά με τη βρώσι και πόσι των δούλων του.—Ησ. 62:8, 9.