Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Τι είναι ο ‘τρίτος ουρανός’ και ο ‘παράδεισος’ στον οποίον αναφέρονται τα εδάφια 2 Κορινθίους 12:2, 4;—Ρ. Μπ., Η.Π.Α.
Στα εδάφια 2 Κορινθίους 12:2-4 ο απόστολος Παύλος περιγράφει έναν ο οποίος «ηρπάγη . . . έως τρίτου ουρανού» και «εις τον παράδεισον». Εφόσον δεν αναφέρεται στις Γραφές κανένα άλλο πρόσωπο που να είχε τέτοια πείρα, φαίνεται πιθανόν ότι αυτή ήταν η πείρα αυτού του ιδίου του αποστόλου Παύλου. Μολονότι μερικοί προσπάθησαν να συνδυάσουν τη μνεία που κάνει ο Παύλος περί «τρίτου ουρανού» με την αρχαία Ραββινική άποψι ότι υπήρχαν στάδια του ουρανού, και μάλιστα ένα σύνολο από «επτά ουρανούς», αυτή η άποψι δεν βρίσκει καμμιά υποστήριξι στις Γραφές.
Όταν εξετάζωμε τα συμφραζόμενα, γίνεται καταφανές ότι ο απόστολος δεν αναφέρεται στους ουρανούς που βρίσκονται στο ατμοσφαιρικό στερέωμα της γης ή στο εξωτερικό διάστημα. Ο απόστολος έγραψε: «Θέλω έλθει εις οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου. Γνωρίζω άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων, (είτε εντός του σώματος, δεν εξεύρω· είτε εκτός του σώματος δεν εξεύρω· ο Θεός εξεύρει)· ότι ηρπάγη ο τοιούτος έως τρίτου ουρανού . . . ηρπάγη εις τον παράδεισον, και ήκουσεν ανεκλάλητα λόγια, τα οποία δεν συγχωρείται εις άνθρωπον να λαλήση».—2 Κορ. 12:1-4.
Φαίνεται επομένως ότι η μνεία περί «τρίτου ουρανού» αναφέρεται στους πνευματικούς ουρανούς και δείχνει στον υπερθετικό βαθμό την έκστασι στην οποία εφάνη η όρασις. Σχετικά μ’ αυτό, μπορεί κανείς να παρατηρήση τον τρόπο με τον οποίο επαναλαμβάνονται τρεις φορές εκφράσεις στα εδάφια Ησαΐας 6:3, Ιεζεκιήλ 21:27, Ιωάννης 21:15-17 και Αποκάλυψις 4:8, προφανώς για να εκφρασθή η έντασις της ιδιότητος ή της ιδέας.
Εκείνος που είδε την όρασι και ηρπάγη έως «τρίτου ουρανού», εισήλθε «εις τον παράδεισον». και άκουσε ανεκλάλητα λόγια. Μια κλείδα για την κατανόησι της περιγραφής της οράσεως από τον Παύλο βρίσκεται στις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών οι οποίες αναφέρονται στην αποκατάστασι του αρχαίου λαού του Θεού. Σε πολλά από τα προφητικά βιβλία της Βίβλου υπάρχουν θείες υποσχέσεις σχετικά με την αποκατάστασι του Ισραήλ από τις χώρες της εξορίας του στην ερημωμένη πατρίδα του. Ο Θεός θα έκανε εκείνη την εγκαταλελειμμένη γη να καλλιεργηθή και να σπαρή, για να έχη πλούσια παραγωγή με αφθονία για τους ανθρώπους και για τα κτήνη· οι πόλεις επρόκειτο ν’ ανοικοδομηθούν και να κατοικηθούν και οι άνθρωποι θα έλεγαν: «Η γη αυτή, ήτις ήτο ηφανισμένη, κατεστάθη ως ο παράδεισος της Εδέμ».—Ιεζ. 36:6-11, 29, 30, 33-35· παράβαλε με Ησαΐας 51:3· Ιερεμίας 31:10-12· Ιεζεκιήλ 34:25-27.
Εν τούτοις, αυτές οι προφητείες δείχνουν επίσης ότι οι παραδεισιακές συνθήκες αναφέρονταν σ’ αυτούς τους ιδίους τους ανθρώπους. Με πιστότητα στον Θεό, μπορούσαν να φυτρώσουν και ν’ ανθίσουν ως «δένδρα δικαιοσύνης», και ν’ απολαμβάνουν ωραία πνευματική ευημερία ως «κήπος ποτιζόμενος», που καταβρέχεται με άφθονες ευλογίες από τον Θεό λόγω του ότι έχει την εύνοιά του (Ησ. 58:11· 61:3, 11· Ιερεμ. 31:12· 32:41). Ο λαός Ισραήλ υπήρξε ο αμπελών του Θεού, το φύτευμά του, αλλά η κακία των και η αποστασία των από την αληθινή λατρεία είχε προξενήσει ‘μαρασμό’ του πνευματικού των αγρού, ακόμη και προτού επέλθη η κατά γράμμα ερήμωσις της γης των.—Παράβαλε Έξοδος 15:17· Ησαΐας 5:1-8· Ιερεμίας 2:21.
Έτσι ο παράδεισος που είδε σε όρασι ο απόστολος Παύλος μπορούσε ν’ αναφέρεται σε πνευματική κατάστασι μεταξύ του λαού του Θεού, όπως στην περίπτωσι του κατά σάρκα Ισραήλ. Αυτό μπορεί ν’ αποδειχθή από το γεγονός ότι η Χριστιανική εκκλησία ήταν επίσης του Θεού «αγρός», η πνευματική του άμπελος, ριζωμένη στον Ιησού Χριστό φέρνοντας καρπό προς αίνον του Θεού. (1 Κορ. 3:9· Ιωάν. 15:1-8) Ως τέτοια άμπελος αντικατέστησε το έθνος Ισραήλ στην εύνοια του Θεού.—Παράβαλε Ματθαίος 21:33-43.
Η όρασις του Παύλου, ωστόσο, πρέπει λογικώς να είχε εφαρμογή σε κάποια μελλοντική εποχή. Μια αποστασία επρόκειτο ν’ αρχίση ανάμεσα στη Χριστιανική εκκλησία που ευρίσκετο ήδη εν προόδω στις ημέρες του Παύλου και θα κατέληγε σε μια κατάστασι ομοία μ’ ένα αγρό στον οποίο είχαν σπαρή από πάνω ζιζάνια (Ματθ. 13:24-30, 36-43· Πράξ. 20:29· 2 Θεσσ. 2:3, 7· παράβαλε Εβραίους 6:7, 8). Έτσι, η παραδεισιακή όρασις του Παύλου λογικώς δεν θα μπορούσε να έχη εφαρμογή εφόσον θα υπήρχε τέτοια κατάστασις. Μάλλον είναι καταφανές ότι θ’ ανεφέρετο στον «καιρόν του θερισμού» όταν οι αγγελικοί θερισταί θα εσύναζαν τους γνησίους Χριστιανούς και θ’ απελάμβαναν πλούσιες ευλογίες και πνευματική ευημερία από τον Θεό.
Οι κεχρισμένοι ακόλουθοι στα βήματα του Ιησού Χριστού οι οποίοι ζουν σήμερα απολαμβάνουν πράγματι έναν πνευματικό παράδεισο, όπως μπορεί ν’ αποδειχθή από την πνευματική ευημερία που είναι τώρα καταφανής ανάμεσα τους. Πράγματι, η πνευματική ευημερία σήμερα κάτω από την εγκαθιδρυμένη βασιλεία του Θεού είναι πιο ένδοξη από εκείνην που απελάμβαναν στην εποχή των αποστόλων, στην πρώτη περίοδο της Χριστιανοσύνης. Στη σημερινή πνευματική ευημερία συμμετέχει ο «πολύς όχλος» των ‘άλλων προβάτων’ τα οποία αποβλέπουν στο ν’ απολαύσουν ένα κατά γράμμα παράδεισο εδώ στη γη στο προσεχές μέλλον.—Αποκάλ. 21:1-4.
● Με ποια βάσι εφαρμόζεται η προφητεία των εδαφίων Ιεζεκιήλ 21:25-27 (ΜΝΚ) στον Ιουδαίο Βασιλέα Σεδεκία;—Α.Σ., Η.Π.Α.
Η προφητεία αυτή λέγει: «Και συ, βέβηλε ασεβή, ηγεμών του Ισραήλ, του οποίου ήλθεν η ημέρα, ότε η ανομία έφθασεν εις πέρας, ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός· Σήκωσον το διάδημα, και αφαίρεσον το στέμμα· αυτό δεν θέλει είσθαι τοιούτον ο ταπεινός θέλει υψωθή, και ο υψηλός θέλει ταπεινωθή. Θέλω ανατρέψει, ανατρέψει, ανατρέψει αυτό, και δεν θέλει υπάρχει εωσού έλθη εκείνος εις ον ανήκει· και εις τούτον θέλω δώσει αυτό».
Η γενική ομολογία μεταξύ των λογίων της Βίβλου, Ιουδαίων, Καθολικών και Διαμαρτυρομένων, είναι ότι αυτή η προφητεία εφαρμόζεται πράγματι στον τελευταίο βασιλέα του Ιούδα, τον Σεδεκία, και υπάρχουν σοβαροί λόγοι γι’ αυτό. Ο Ιεζεκιήλ λέγει ότι άρχισε να προφητεύη το πέμπτο έτος της εξορίας του Βασιλέως Ιωαχείν, η οποία άρχισε το έτος 617 π.Χ. (Ιεζ. 1:2). Ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ αντικατέστησε τον Βασιλέα Ιωαχείν με τον Βασιλέα Σεδεκία, θείο του Ιωαχείν (2 Βασ. 24:12-17). Ο Βασιλεύς Σεδεκίας βασίλευε επομένως όταν ο Ιεζεκιήλ άρχισε να προφητεύη. Και ασφαλώς απεδείχθη ότι ήταν ‘ασεβής ηγεμών’.—2 Βασ. 24:18-20.
Το κεφάλαιο 21 του βιβλίου του Ιεζεκιήλ αρχίζει με μια προφητεία που απευθύνεται κατά της «Ιερουσαλήμ» και «κατά της γης Ισραήλ», και τα εδάφια 20 και 21 λέγουν ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος θα επετίθετο κατά του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Εφόσον ο Βασιλεύς Σεδεκίας ήταν ο μόνος, καθώς επίσης και ο τελευταίος, βασιλεύς του Ισραήλ ο οποίος εβασίλευσε στη διάρκεια που προφήτευε ο Ιεζεκιήλ, έπεται ότι τα εδάφια Ιεζεκιήλ 21:25-27 πρέπει να έχουν εφαρμογή σ’ αυτόν.
Και αυτή η προφητεία είχε πράγματι εκπληρωθή στον Σεδεκία και στην εποχή του. Έλεγε, «Σήκωσον το διάδημα και αφαίρεσον το στέμμα». Αυτό έκαμε ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ σ’ αυτόν, σηκώνοντας το βασιλικό διάδημα του Σεδεκία και αφαιρώντας το στέμμα του με το να τον οδηγήση αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα. Η προφητεία ανήγγειλε μια τριπλή, δηλαδή, ολοκληρωτική ερήμωσι, και αυτό έλαβε επίσης χώρα με την πλήρη ερήμωσι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα. Ως αποτέλεσμα τούτου ο «ταπεινός» ειδωλολάτρης Εθνικός άρχων Ναβουχοδονόσορ είχε «υψωθή» και ο «υψηλός» Βασιλεύς Σεδεκίας, ο οποίος εκάθητο στο θρόνο του Δαβίδ, είχε «ταπεινωθή».
Επί πλέον, εφόσον ο Βασιλεύς Σεδεκίας ήταν ο τελευταίος από τη γραμμή του Βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος εκάθισε σ’ ένα επίγειο θρόνο στην Ιερουσαλήμ, ήταν πράγματι αληθινό ότι ύστερ’ άπ’ αυτόν «δεν θέλει υπάρχει εωσού έλθη εκείνος εις ον ανήκει· και εις τούτον θέλω δώσει αυτό». Και όπως ελέχθη στην παρθένο Μαρία από τον άγγελο Γαβριήλ, «εκείνος εις ον ανήκει» δεν ήταν άλλος από τον Υιόν του Θεού, τον Ιησού Χριστό.—Λουκ. 1:32, 33· 22:28-30.
● Ωμίλησε ο Ιεχωβά Θεός προσωπικά με τον Μωυσή, ή αυτό έγινε μέσω ενός αγγελικού αντιπροσώπου;—Σ.Κ., Η.Π.Α.
Ο Ιεχωβά επεκοινώνησε με τον Μωυσή σε περισσότερες από μια περιπτώσεις. Όταν ο Μωυσής εποίμαινε το ποίμνιο του πενθερού του κατά μήκος του Όρους Χωρήβ, είδε μια φλεγόμενη βάτο, η οποία όμως δεν κατεκαίετο. Όπως αναφέρεται στα εδάφια Έξοδος 3:4-6 (ΜΝΚ), «ως είδεν ο Ιεχωβά τον Μωυσήν ότι έστρεψε να παρατηρήση, εφώνησε προς αυτόν ο Θεός εκ μέσου της βάτου, και είπε, Μωυσή, Μωυσή. . . . Και είπε προς αυτόν, Εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ. Έκρυψε δε το πρόσωπον αυτού ο Μωυσής· διότι εφοβείτο να εμβλέψη εις τον Θεόν.» Ποιος ήταν εκείνος που ωμιλούσε στην πραγματικότητα στον Μωυσή σ’ αυτή την περίπτωσι; Το εδάφιον 2 (ΜΝΚ) λέγει: «Εφάνη . . . εις αυτόν άγγελος Ιεχωβά εν φλογί πυρός, εκ μέσου της βάτου.» Ώστε δεν ήταν ο ίδιος ο Ιεχωβά, ο οποίος εμφανίσθηκε εκεί στον Μωυσή και ωμίλησε σ’ αυτόν, άλλα ήταν ο άγγελος του Ιεχωβά, ο οποίος, ως εκπρόσωπος του Θεού, ωμιλούσε εν ονόματι Του.
Με την κατεύθυνσι του Ιεχωβά, ο Μωυσής μετέβη στην Αίγυπτο για να εμφανισθή στον Φαραώ, και να οδηγήση τους Ισραηλίτας έξω από τη χώρα. Εκεί ο Ιεχωβά εξακολούθησε να ομιλή στον Μωυσή, δίνοντάς του ειδικά αγγέλματα ν’ ανακοινώνη στον Φαραώ καθώς και προειδοποιήσεις για πληγές που επρόκειτο να επέλθουν στη χώρα. Είναι λογικό να συμπεράνωμε ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ιεχωβά εξακολουθούσε να ομιλή στον Μωυσή, όχι με άμεσο τρόπο, αλλά μέσω ενός αγγελικού εκπροσώπου, όπως ακριβώς είχε κάμει στο όρος Χωρήβ.
Αργότερα, ο Μωυσής επέστρεψε στα γειτονικά μέρη όπου ο Ιεχωβά είχε δώσει σ’ αυτόν οδηγίες για πρώτη φορά, έχοντας μαζί του τους επελευθερωμένους υιούς Ισραήλ. Εκεί ο Θεός με ακουστή φωνή ανεκοίνωσε τις Δέκα Εντολές σ’ ολόκληρο το έθνος που ήταν συγκεντρωμένο κοντά στους πρόποδες του όρους. (Έξοδ. 20:1-18, 22· Δευτ. 9:10) Κατειλημμένοι από φόβο, οι αρχηγοί των φυλών και οι πρεσβύτεροι του λαού παρεκάλεσαν να μην ομιλήση ο Ιεχωβά σ’ αυτούς και πάλι μ’ αυτό τον εντυπωσιακό τρόπο, αλλά να επικοινωνή μαζί των μέσω του Μωυσέως. Έτσι ο λαός απεσύρθη στις σκηνές του, και ο Ιεχωβά έδωσε στον Μωυσή περαιτέρω κρίσεις του για το έθνος.—Δευτ. 5:4, 23-31.
Στον Μωυσή και τον Ααρών, τον Ναδάβ και τον Αβιούδ και σ’ εβδομήντα από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ εδόθη κατόπιν «όρασις του αληθινού Θεού» όταν εγκαινιάσθηκε η διαθήκη του Νόμου. (Έξοδ. 24:11, ΜΝΚ) Αλλά σχετικά με την προσωπική πείρα του Μωυσέως διαβάζομε: «Και εκάθησεν η δόξα του Ιεχωβά επί του όρους Σινά, και η νεφέλη εσκέπασεν αυτό έξη ημέρας· και την εβδόμην ημέραν εκάλεσεν ο Ιεχωβά τον Μωυσήν εκ μέσου της νεφέλης. Και η θέα της δόξης του Ιεχωβά ήτο, εις τους οφθαλμούς των υιών Ισραήλ, ως πυρ κατατρώγον επί της κορυφής του όρους. Και εισήλθεν ο Μωυσής εις το μέσον της νεφέλης, και ανέβη επί το όρος· και εστάθη ο Μωυσής επί του όρους τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας. Και ελάλησεν ο Ιεχωβά προς τον Μωυσήν . . . Και έδωκεν εις τον Μωυσήν, αφού ετελείωσε λαλών προς αυτόν επί του όρους Σινά, δύο πλάκας του μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας, γεγραμμένας με τον δάκτυλον του Θεού.» (Έξοδ. 24:16-31:18, ΜΝΚ) Ήταν ο ίδιος ο Ιεχωβά εκείνος που ανήγγειλε προσωπικώς τις Δέκα Εντολές σ’ ολόκληρο το έθνος στο Όρος Σινά και ο οποίος αργότερα παρέδωσε περαιτέρω κρίσεις καθώς και τις γεγραμμένες πλάκες μαρτυρίου στον Μωυσή; Πολλά άτομα που διάβασαν την αφήγησι πιθανόν να έχουν βγάλει αυτό το συμπέρασμα.
Εν τούτοις, όταν ο Ιουδαίος Χριστιανός μαθητής Στέφανος, με την ενέργεια του πνεύματος του Θεού, ωμίλησε στο Ιουδαϊκό Σάνχεδριν, εξήγησε: «Ούτος είναι ο Μωυσής, όστις . . . εν τη εκκλησία εν τη ερήμω εστάθη μετά του αγγέλου του λαλούντος προς αυτόν εν τω όρει Σινά, και μετά των πατέρων ημών, και παρέλαβε λόγια ζωής, διά να δώση εις ημάς.» Κατόπιν ο Στέφανος προχώρησε για ν’ αναφέρη στους άνδρες, μπροστά στους οποίους ίστατο, ως σεις «οίτινες ελάβετε τον Νόμον εκ διαταγών αγγέλων.» (Πράξ. 7:37, 38, 53) Σε πλήρη συμφωνία μ’ αυτό, ο απόστολος Παύλος ωνόμασε τον Μωσαϊκό νόμο ‘τον λόγον τον λαληθέντα δι’ αγγέλων.’ (Εβρ. 2:2) Και όταν έγραφε στις εκκλησίες της Γαλατίας είπε: ‘ Ο νόμος . . . διετάχθη δι’ αγγέλων διά χειρός μεσίτου.’ (Γαλ. 3:19) Έτσι, γίνεται σαφές ότι, ο Ιεχωβά, αντί να μιλήση στο έθνος προσωπικώς και να ομιλήση πάλι προσωπικώς στον Μωυσή και να δώση σ’ αυτόν τις δύο πλάκες του Μαρτυρίου, τα έκαμε αυτά μέσω αγγελικών εκπροσώπων οι οποίοι ήσαν εξουσιοδοτημένοι να μιλήσουν εν ονόματί Του.
Λίγον καιρό ύστερ’ άπ’ αυτό, ο Μωυσής έκαμε ειδική παράκλησι στον Ιεχωβά: «Δείξον μοι, δέομαι, την δόξαν σου.» Ο Ιεχωβά απήντησε: «Εγώ θέλω κάμει να περάση έμπροσθέν σου όλη η αγαθότης μου, και θέλω κηρύξει το όνομα του Ιεχωβά έμπροσθέν σου, και θέλω ελεήσει όντινα ελεώ, και θέλω οικτειρήσει όντινα οικτείρω.» Και προσέθεσε: «Δεν δύνασαι να ιδής το πρόσωπόν μου· διότι άνθρωπος δεν θέλει με ιδεί, και ζήσει.» Και είπε περαιτέρω ο Ιεχωβά: «Ιδού τόπος πλησίον μου, και θέλεις σταθή επί της πέτρας, και όταν η δόξα μου διαβαίνη, θέλω σε βάλει εις το σχίσμα της πέτρας, και θέλω σε σκεπάσει με την χείρα μου, εωσού παρέλθω· και θέλω σηκώσει την χείρα μου, και θέλεις ιδεί τα οπίσω μου· το δε πρόσωπον μου δεν θέλεις ιδεί.»—Έξοδ. 33:18-23, ΜΝΚ
Ενωρίς το πρωί ο Μωυσής ανέβηκε στο Όρος Σινά. «Και κατέβη ο Ιεχωβά εν νεφέλη, και εστάθη μετ’ αυτού εκεί, και εκήρυξε το όνομα του Ιεχωβά. Και παρήλθε ο Ιεχωβά έμπροσθεν αυτού, και εκήρυξε, Ιεχωβά, Ιεχωβά ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και αληθινός, φυλάττων έλεος εις χιλιάδας, συγχωρών ανομίαν και, παράβασιν και αμαρτίαν, και ουδόλως αθωόνων τον ένοχον ανταποδίδων την ανομίαν των πατέρων επί τα τέκνα, και επί τα τέκνα των τέκνων, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς. Και έσπευσεν ο Μωυσής και κύψας εις την γην, προσεκύνησε.» (Έξοδ. 34:4-8, ΜΝΚ) Ήταν ο Ιεχωβά ο ίδιος προσωπικώς εκεί στο Όρος Σινά εκείνο το πρωί, έτσι ώστε ο Μωυσής είδε τα πραγματικά «οπίσω» του Θεού του ιδίου;
Μη λησμονείτε ότι ο Ιεχωβά είχε ειπεί στον Μωυσή: «Άνθρωπος δεν θέλει με ιδεί, και ζήσει.» (Έξοδ. 34:20) Και αργότερα ο απόστολος Ιωάννης ανέφερε ως γεγονός ότι «Ουδείς είδε ποτέ τον Θεόν.» (Ιωάν. 1:18) Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι σχετικά με τον χρόνο που είχε γίνει η αγγελική ανακοίνωσις στους θεοφοβούμενους ποιμένες όσον αφορά τη γέννησι του Ιησού, το εδάφιο Λουκάς 2:9 (ΜΝΚ) αναφέρει: «Άγγελος Ιεχωβά εξαίφνης εφάνη εις αυτούς, και δόξα Ιεχωβά έλαμψε περί αυτούς.» Έτσι αποδεικνύεται ότι εκδηλώσεις της δόξης του Ιεχωβά μπορούσαν να γίνουν σε συσχετισμό με αγγέλους. Αυτό είναι προφανώς εκείνο που είχε συμβή όταν ο Ιεχωβά έκαμε να φανή η δόξα του στον Μωυσή; Εν τούτοις, αυτή δεν ήταν η πλήρης δύναμις της δόξης του Ιεχωβά, που θα κατέληγε στο θάνατο του Μωυσέως, αλλά μόνο η ανταύγεια, «τα οπίσω» του Θεού, έτσι να πούμε. Αυτό είναι συνεπές και με την εξήγησι του Στεφάνου ότι ο Μωυσής «εστάθη μετά του αγγέλου του λαλούντος προς αυτόν εν τω όρει Σινά.» Υστερ’ από αυτό η θεία δύναμις έγραψε τις Δέκα Εντολές σε δύο νέες πλάκες που είχε ανεβάσει ο Μωυσής.—Έξοδ. 34:28.
Κάποτε αργότερα, ο Ιεχωβά, όταν επέπληξε τον Ααρών και τη Μαριάμ διότι είχαν λαλήσει εναντίον του αδελφού των Μωυσέως, είπε στον Ααρών και στη Μαριάμ: «Ακούσατε τώρα τους λόγους μου· Εάν ήναι μεταξύ σας προφήτης, εγώ ο Ιεχωβά δι’ οπτασίας θέλω γνωρισθή εις αυτόν καθ’ ύπνον θέλω λαλήσει προς αυτόν δεν είναι ούτως περί του θεράποντός μου Μωυσέως· εν όλω τω οίκω μου ούτος είναι πιστός· στόμα προς στόμα θέλω λαλεί προς αυτόν, και φανερώς, και ουχί δι’ αινιγμάτων, και το πρόσωπον [την ομοίωσιν, ΜΙΛ ΙΕΕ] του Ιεχωβά θέλει βλέπει.» (Αριθμ. 12:6-8, ΜΝΚ) Αυτό ήταν μια καλή επίπληξις για τον Ααρών και τη Μαριάμ, διότι είχαν καυχηθή ότι ο Ιεχωβά είχε ομιλήσει και μέσω αυτών κι έτσι ήσαν και αυτοί προφήται όπως ήταν ο Μωυσής.
Κατόπιν των όσων ήδη εμάθαμε, θα μπορούσε να υποβληθή η ερώτησις, Τι ήθελε να τονίση ο Ιεχωβά στον Ααρών και στη Μαριάμ όταν είπε ότι ωμίλησε στον Μωυσή «στόμα προς στόμα»; Πώς η επικοινωνία του με τον Μωυσή ήταν διαφορετική από την επικοινωνία του με άλλους προφήτας που είχε γίνει επίσης μέσω αγγέλων;
Ο Μωυσής ήταν εκείνος, τον οποίο είχε εκλέξει ο Ιεχωβά για να είναι μεσίτης μεταξύ Αυτού και του έθνους Ισραήλ. Σ’ αυτόν ο Θεός έδωσε τις οδηγίες και τον κώδικα νόμων της διαθήκης του Νόμου για το έθνος. Ο Ιεχωβά είχε εμπιστευθή σ’ αυτόν ‘όλον τον οίκον Του,’ χρησιμοποιώντας τον Μωυσή ως στενό εκπρόσωπό του για τη διοργάνωσι του έθνους. Οι μετέπειτα προφήται απλώς συνέχισαν να οικοδομούν επάνω στο θεμέλιο που είχε τεθή μέσω του Μωυσέως. Μολονότι ο Θεός είχε λαλήσει στο παρελθόν μέσω αγγέλων σε πιστούς ανθρώπους όπως ο Νώε και ο Αβραάμ, και είχε διαβιβάσει με ακουστό τρόπο τις Δέκα Εντολές σ’ ολόκληρο το έθνος μέσω του αγγέλου του σε κάποια μοναδική ευκαιρία, ο Ιεχωβά ωμίλησε με τον Μωυσή «στόμα προς στόμα» ή «πρόσωπον προς πρόσωπον, καθώς λαλεί άνθρωπος προς τον φίλον αυτού.» (Έξοδ. 33:9-11) Όχι απλώς σε μια ή δυο περιπτώσεις, αλλά επανειλημμένως ελάλησε ο Ιεχωβά στον Μωυσή, και ο Μωυσής, με τη σειρά, ελάλησε προς τον Θεόν, για να παρουσιάση προβλήματα για να ζητήση την κατεύθυνσί του και να εκφράση τα δικά του αισθήματα, και ο Ιεχωβά απαντούσε σ’ αυτόν μέσω του αγγέλου του. Κανένας άλλος προφήτης δεν απελάμβανε τέτοια συνεχή διπλής κατευθύνσεως συνομιλητική επικοινωνία με τον Θεόν όπως απελάμβανε ο Μωυσής με την ιδιότητά του ως μεσίτου η μεσολαβητού.—Δευτ. 34:10.
Ο Ιεχωβά, μέσω του αγγέλου του στο Όρος Χωρήβ, είπε στον Μωυσή: «Δεν δύνασαι να ίδης το πρόσωπόν μου· διότι άνθρωπος δεν θέλει με ιδεί, και ζήσει» (Έξοδ. 33:20) Έτσι, όταν το εδάφιο Δευτερονόμιον 34:10 (ΜΝΚ) λέγη, «ο Μωυσής, τον οποίον εγνώρισεν ο Ιεχωβά πρόσωπον προς πρόσωπον,» δεν μπορούσε ποτέ να εννοή ότι ο Μωυσής είδε αυτό το ίδιο το πρόσωπον του Ιεχωβά ή είδε αυτόν προσωπικώς. Και εφόσον το στόμα αποτελεί μέρος του προσώπου, τότε, όταν ο Ιεχωβά είπε, «Στόμα προς στόμα θέλω λαλεί προς αυτόν,» δεν μπορούσε να σημαίνη ότι ο Μωυσής είδε το πρόσωπον του Θεού ή ότι ευρίσκετο σε κατ’ ευθείαν άμεση επαφή, με τον Θεό. Είχε απλώς προσωπική ακρόασι με τον Θεό, μέσω αγγέλων, οι οποίοι, όπως είπε ο Ιησούς στο εδάφιο Ματθαίος 18:10, «διαπαντός [σε καιρούς ανάγκης] βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν ουρανοίς.»
Ο τρόπος, με τον οποίον επολιτεύετο ο Ιεχωβά με τον Μωυσή, ήταν τόσο εντυπωσιακός, ώστε ήταν ως αν ο Μωυσής είχε ιδεί πράγματι τον Θεό με τα ίδια τα μάτια του, αντί να έχη απλώς μια διανοητική όρασι ή ένα όνειρο στο οποίο να έχη ακούσει τον Θεό να ομιλή, που ήταν ο συνήθης τρόπος με τον οποίο ο Θεός επικοινωνούσε με τους προφήτας του. Ο Μωυσής δεν είδε στην πραγματικότητα ποτέ τον Ιεχωβά, και μόνο μέσω αγγέλων ωμίλησε ο Θεός σ’ αυτόν, αλλά η πολιτεία του Ιεχωβά με τον Μωυσή ήταν τόσο πραγματική ώστε ο Μωυσής αντιδρούσε ως αν έβλεπε «τον Αόρατον.» (Εβρ. 11:27) Και ο τρόπος με τον οποίον κατεγράφη η περιγραφή ηχούσε και εδιαβάζετο ως αν ο Μωυσής είχε ιδεί και ακούσει αυτόν τον ίδιο τον Ιεχωβά Θεόν.