Οι Πρώτοι Κατάλογοι και ο Κανών των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών
ΛΕΓΕΤΑΙ ότι στην περίφημη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, που συνεκροτήθη το 325 μ.Χ., σαράντα περίπου «Ευαγγέλια» ετοποθετήθηκαν επάνω στο πάτωμα μπροστά στους ακροατάς που είχαν συγκεντρωθή, και, κατόπιν προσευχής που ανεπέμφθη, τα τέσσερα ευαγγέλια μας ηγέρθησαν θαυματουργικά και ετακτοποιήθησαν επάνω στο τραπέζι και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, από τότε έγιναν αποδεκτά ως τα αληθινά ευαγγέλια. Στο φως της ιστορικής αποδείξεως, μια τέτοια αφήγησις μπορεί αμέσως να απορριφθή ως ανόητη, αλλά προβάλλεται το ερώτημα, Πώς τα είκοσι επτά βιβλία που βρίσκονται τώρα στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές μας απετέλεσαν μια συλλογή; Γιατί πρέπει μόνο τα βιβλία αυτά να είναι αποδεκτά ως γνήσια και κανονικά, και τα άλλα να απορρίπτωνται; Εξετάζοντας το τμήμα αυτό της Γραφής πρέπει να ενθυμούμεθα ότι, αν και οι Εβραϊκές Γραφές δεν έχουν σχέσι με το θέμα αυτό, εν τούτοις, ο κανών δεν είναι διηρημένος για να αποτελέση μια «Παλαιά Διαθήκη» και μια «Καινή Διαθήκη».
Η ίδια η λέξις «κανών» δείχνει το γιατί είναι σπουδαίο να έχωμε τα σωστά βιβλία στη Γραφή μας. Αρχικά ανεφέρετο σ’ ένα κάλαμον που εχρησιμοποιείτο ως μετρική ράβδος, αν δεν ήταν πρόχειρο ένα κομμάτι ξύλον, και έπειτα σ’ ένα εργαλείο, στην στάθμη του ξυλουργού ή στον χάρακα ενός γραμματέως. Ο απόστολος Παύλος ανεφέρετο στον «κανόνα» πορείας καθώς και στον κατά γράμμα κανόνα ή στην οροθετική γραμμή. (Γαλ. 6:16· 2 Κορ. 10:13) Έτσι κανονικά βιβλία είναι εκείνα, που είναι αληθινά και θεόπνευστα και άξια να χρησιμοποιούνται ως χάρακας στον προσδιορισμό της ορθής πίστεως και του ορθού δόγματος. Αν χρησιμοποιούμε βιβλία, που δεν έχουν την «ευθύτητα» της γραμμής μιας βολίδος, «το οικοδόμημά» μας δεν θα είναι αληθινό και θα αποτύχη στη δοκιμασία του Κυρίου Επόπτου.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ισχυρίζεται ότι έχει την ευθύνη για την απόφασι ως προς το ποιο βιβλίο πρέπει να περιλαμβάνεται στον κανόνα και αναφέρεται στις Συνόδους Ιππώνος (393 μ.Χ.) και Καρχηδόνος (397 μ.Χ.), όπου οι κατάλογοι των βιβλίων διεμορφώθησαν. Τα αντίθετο είναι αληθές, εν τούτοις, διότι ο κανών ήταν ήδη τακτοποιημένος από τότε, και όχι με απόφασι οιασδήποτε συνόδου, αλλά με την συνήθεια των Χριστιανικών εκκλησιών σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Μια αυθεντία λέγει: «Είναι αυτονόητον, ότι η Εκκλησία εννοούμενη ως το όλον σώμα των πιστών, εδημιούργησε τον Κανόνα . . . και δεν έγινε το αντίθετο· διότι δεν έγινε η επιβολή άνωθεν, είτε από επισκόπους ή συνόδους.»1 Η ερευνά μας για την απόδειξι θα περιγραφή πώς αυτό έγινε.
Η ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΩΝ
Ένα βλέμμα στον παρατιθέμενο πίνακα αποκαλύπτει ότι τον τέταρτον αιώνα αρκετοί κατάλογοι συμφωνούν ακριβώς με τον σημερινό κανόνα μας, ή παραλείπουν μόνο την Αποκάλυψι. Πριν από το τέλος του δευτέρου αιώνος υπάρχει παγκόσμια παραδοχή των τεσσάρων Ευαγγελίων, των Πράξεων και δώδεκα από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Μόνο μερικά από τα μικρότερα συγγράμματα ήσαν αμφίβολα σε μερικές περιοχές.
Ο πιο σπουδαίος πρώτος κατάλογος είναι το τμήμα που απεκαλύφθη από τον Λ. Α. Μουρατόρι στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη στο Μιλάνο της Ιταλίας και εδημοσιεύθη από τον ίδιο το 1740. Αν και η αρχή του καταλόγου αυτού παραλείπεται, εν τούτοις, το ότι αναφέρεται στο ευαγγέλιο του Λουκά ως το τρίτο Ευαγγέλιο δείχνει ότι εμνημόνευε πρώτα τα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου. Ένας άλλος κατάλογος που βρέθηκε σε βιβλιοθήκη είναι ο κατάλογος Τσέλτεναμ, τον οποίον πρώτος ανέφερε ο Τ. Μόμσεν το 1885 στο Τσέλτεναμ, της Αγγλίας. Και οι δύο κατάλογοι συνοδεύονται από κάποια αμφιβολία, όσον αφορά ειδικά τις συντομότερες επιστολές, οι δε κριτικοί δεν συμφωνούν στο ποία βιβλία αφορούν οι αμφιβολίες αυτές.
Οι πιο πολλοί κατάλογοι στον πίνακα είναι ειδικοί, που δείχνουν ποια βιβλία έγιναν αποδεκτά ως κανονικά. Οι κατάλογοι του Ειρηναίου, του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, του Τερτυλλιανού και του Ωριγένους συνεπληρώθησαν από τις παραπομπές που έγιναν, οι οποίες φανερώνουν πώς εθεωρούσαν τα συγγράμματα, στα οποία ανεφέροντο. Επί πλέον, οι κατάλογοι αυτοί είναι συμπληρωμένοι από τα κείμενα του πρώτου ιστορικού Ευσεβίου. Αλλά γιατί δεν βρίσκομε ακριβείς καταλόγους αρχαιότερους από τα ανευρεθέντα τεμάχια του Μουρατόρι;
Η ανάγκη να καταγραφούν τα βιβλία, που έπρεπε οι Χριστιανοί να παραδεχθούν, παρουσιάσθη κατά τα μέσα του δευτέρου αιώνος, οπότε ανεφάνησαν άνθρωποι όπως ο Μαρκίων. Αυτός συνέταξε ιδικόν του κανόνα για να παρακολουθούν τις διδασκαλίες του, αφού πήρε μόνον μερικές από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου και μία καθαρισμένη από τον ίδιο μορφή του Ευαγγελίου του Λουκά. Αυτό, μαζί με το πλήθος των αποκρύφων βιβλίων, που από τότε εξηπλώθησαν σ’ όλο τον κόσμο, έκαμαν επιτακτική την ανάγκη να διαλαληθή μια σαφής διάκρισις μεταξύ εκείνου που μπορούσε να γίνη αποδεκτό ως Γραφικό και εκείνου που δεν μπορούσε. Επομένως είναι ανάγκη να εργασθούμε από τους καταλόγους του τέλους του δευτέρου αιώνος για να πληρώσωμε το υπάρχον χάσμα των εκατό περίπου ετών.
ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
Δεν πρέπει να γίνεται σκέψις ότι οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν έλλειψι ικανότητος για να συλλέξουν τα Θεόπνευστα συγγράμματα, ή ήσαν όλοι πολύ πτωχοί για ν’ αποκτήσουν αντίγραφα. Αφού τα ψεύτικα συγγράμματα, που άξιζαν σχεδόν 3.000 λίρες Αγγλίας (252.000 δρχ.), εκαίοντο σε μια περίπτωσι από εκείνους που ησπάζοντο τη Χριστιανοσύνη, «είναι βέβαιον ότι θα ήθελαν αυτοί να τα αντικαταστήσουν με αντίγραφα των Γραφών ευθύς ως παρουσιάζετο η ευκαιρία. (Πράξ. 19:19) Υπολογίζεται ότι στο τέλος του δευτέρου αιώνος 60.000 αντίγραφα του μεγαλυτέρου μέρους των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών θα εκυκλοφορούσαν, και αν ακόμη μόνον ένας στους πενήντα απ’ αυτούς που ωμολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί κατείχε ένα αντίγραφο.
Οι πρώτοι συγγραφείς δείχνουν την οικειότητα των με τη συλλογή Ευαγγελίων. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, περί το 150 μ.Χ., ομιλεί για «υπομνήματα, που είχαν καταρτισθή απ’ αυτούς (τους αποστόλους), που καλούνται Ευαγγέλια». (1 Απολογία 66) Σε μια άλλη περίπτωσι αναφέρεται στα «υπομνήματα, για τα οποία λέγω ότι εγράφοντο από τους αποστόλους Του και απ’ εκείνους που τους ακολουθούσαν» (Διάλογος με τον Τρύφωνα 103), η δε τελευταία αυτή παρατήρησις αναφέρεται στον Μάρκο και στον Λουκά. Ο Ιγνάτιος, που απέθανε το 115 μ.Χ., αναφέρεται, επίσης, στο μοναδικό «Ευαγγέλιο», αν και ήξερε περισσότερα από ένα.—Ιγνατίου Επιστολή προς τους Σμυρναίους 5:1· 7:2.
Ο Ειρηναίος τονίζει, περί το 190 μ.Χ., ότι υπήρχαν ακριβώς τέσσερα Ευαγγέλια. Ο όρος του ‘τετραπλούν ευαγγέλιον’ δείχνει ότι εγνώριζε τα Ευαγγέλια ως μια συλλογή και συνιστούσε αυτά τα συγγράμματα ως τον χάρακα ή κανόνα της αληθείας. (Κατά των Αιρέσεων ΙΙΙ. 11:8) Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, δείχνοντας την αυθεντικότητα και τη σχηματισμένη μορφή των Ευαγγελίων, λέγει, «Δεν βρίσκομεν αυτή τη φράσι στα τέσσερα Ευαγγέλια που έχουν περιέλθει σ’ εμάς, αλλά σ’ εκείνο που συμφωνεί με τους Αιγυπτίους».—Μισέλανις («Σύμμικτα») ΙΙΙ. 13.
Ένα μοναδικό έργο του δευτέρου αιώνος ήταν το «Διατεσσάρων» του Τατιανού, που σημαίνει «των τεσσάρων». Αυτό ήταν μια αρχική εναρμόνισις, που συνύφανε σε μια αφήγησι τα διάφορα τμήματα των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων. Αυτό πάλιν δείχνει την αποδοχή των τεσσάρων ευαγγελίων ως μιας συλλογής και επιβεβαιώνει το αναμφισβήτητο κύρος των ως των αυθεντικών κειμένων της ζωής και των λόγων του Ιησού. Επειδή το βιβλίο των Πράξεων ήταν συνδεδεμένο με το Ευαγγέλιο του Λουκά, μπορεί συχνά να έχουν κυκλοφορήσει με τα τέσσερα Ευαγγέλια, όπως το χειρόγραφο Ρ45 του Τσέστερ Μπήττυ στην αρχή του τρίτου αιώνος.
Όπως ακριβώς οι πρώτοι Χριστιανοί ήσαν ζηλωταί στο να συλλέξουν μαζί τα τέσσερα Ευαγγέλια, έτσι επιθυμούσαν να έχουν όλες τις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Μόλις ελαμβάνετο μια επιστολή, θα έπρεπε να αναγνωσθή προς όλους τους ανήκοντας στην εκκλησία και έπειτα η αρχική επιστολή ή ένα αντίγραφο αυτής συχνά θα έπρεπε να σταλή σε μια άλλη εκκλησία για να ανταλλαγή με την επιστολή τη δική των. (1 Θεσ. 5:27· Κολ. 4:16) Αν δεν απευθύνετο σ’ ένα αριθμό εκκλησιών, μπορούσε ν’ αντιγραφή πολλές φορές. (Γαλ. 1:2) Αν και ο Παύλος έστειλε δύο επιστολές ιδιαιτέρως στους Κορινθίους, ήλπιζε ότι θα είχαν μια ευρεία κυκλοφορία. (1 Κορ. 1:2· 2 Κορ. 1:1) Βαθμηδόν θα εσχηματίζοντο διάφορες συλλογές.
Δεν γνωρίζομε το πόσον γρήγορα εσχηματίζετο μια πλήρης συλλογή, αλλ’ οι λόγιοι γενικά συμφωνούν ότι τουλάχιστον δέκα επιστολές του Παύλου ήσαν ευρέως γνωστές ως μια επισημοποιημένη συλλογή από το 90-100 μ.Χ.2 Οι πρώτοι συγγραφείς δείχνουν ότι έχουν γνώσι μιας τέτοιας συλλογής, διότι συνυφαίνουν περικοπές και συμπεράσματα στα συγγράμματα τους. Μεταξύ αυτών μπορεί να αναφερθούν ο Πολύκαρπος, ο Ιγνάτιος και ο Κλήμης ο Ρώμης.3 Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς χρησιμοποιεί τον συλλογικόν όρον «Απόστολος» και ο Ειρηναίος χρησιμοποιεί τον όρον «Απόστολος», αναφέροντας τον Παύλον ως αυθεντίαν περισσότερον από διακόσιες φορές και χρησιμοποιώντας όλες τις επιστολές εκτός ίσως από τις επιστολές προς Εβραίους και την προς Φιλήμονα.3 Το χειρόγραφο Ρ46 Τσέστερ Μπήττυ του τρίτου αιώνος αρχικά περιείχε σ’ ένα κώδικα δέκα επιστολές, περιλαμβάνοντας την προς Εβραίους επιστολή (μερικοί λέγουν ένδεκα, προσθέτοντας την προς Φιλήμονα), έτσι ώστε η ενωμένη απόδειξις όλης της περιόδου πριν από τον τυπικό κατάλογο μαρτυρεί τόσο για την κανονικότητα όσο και για τη συλλογική μορφή των επιστολών του Παύλου.
Η αυθεντικότης όλων αυτών των βιβλίων περαιτέρω επιβεβαιώνεται από φράσεις τέτοιες όπως η πολύ γνωστή «είναι γεγραμμένον», που βρίσκεται περίπου σαράντα φορές στα Ευαγγέλια μόνον. Όχι μόνον οι συγγραφείς του ευαγγελίου χρησιμοποιούν την έκφρασι αυτή, όταν αναφέρονται στις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές, αλλά η φράσις χρησιμοποιείται περί το 125 μ.Χ., όταν παραθέτουν από τις επιστολές του Παύλου.4 Ο Βαρνάβας (όχι ο ίδιος ο ως συνοδός του Παύλου) και ο Ιουστίνος χρησιμοποιούν και οι δύο αυτή όταν παραθέτουν από τον Ματθαίο. (Η Επιστολή του Βαρνάβα, Κεφάλαιο 4· Διάλογος με τον Τρύφωνα 49) Ένας συγγραφεύς, που υποτίθεται ότι είναι ο Κλήμης της Ρώμης επίσης αναφέρεται στα Ευαγγέλια και τις Επιστολές ως σε «Γραφή». (Η δεύτερη Επιστολή του Κλήμεντος, Κεφάλαιο 2) Περισσότερο σπουδαία είναι ακόμη η μαρτυρία του Πέτρου, «Παύλος έγραψε προς εσάς . . . ως και εν πάσαις ταις επιστολαίς αυτού, λάλων εν αυταίς περί τούτων μεταξύ των οποίων είναι τινά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλόνουσιν, ως και τας λοιπάς Γραφάς, προς την ιδίαν αυτών απώλειαν.» (2 Πέτρ. 3:15, 16) Ο Πέτρος εδώ αναφέρεται σ’ ‘όλες τις επιστολές του Παύλου’—μια αρχική συλλογή.
Όχι μόνον ήσαν το «Ευαγγέλιον» και ο «Απόστολος» τοποθετημένα στην ιδία βάσι ως συλλογική Γραφή από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, αλλά και εξισωμένα με τις Εβραϊκές Γραφές. (Μισέλανις [Σύμμικτα] Βιβλίον 4) Ο δε Ιουστίνος μάς λέγει ότι στις συναθροίσεις των πρώτων Χριστιανών «τα υπομνήματα των αποστόλων ή το βιβλίο των προφητών αναγινώσκονται, εφόσον επιτρέπει ο χρόνος». (1 Απολογία 67) Ο Ιγνάτιος, ο Θεόφιλος και ο Τερτυλλιανός, επίσης, ωμίλησαν για τους Προφήτας, τον Νόμο και το Ευαγγέλιο ως εξίσου αυθεντικά.—Επιστολή Ιγνατίου προς τους Σμυρναίους, 5.1· Θεόφιλος προς Αυτόλυκον, Βιβλίον 3, κεφ. 12· Περί Οδηγιών Εναντίον των Αιρετικών, κεφ. 36.
Ο ΚΑΝΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΟΣ
Αφού καθορίσαμε την κανονική θέσι του μεγαλυτέρου μέρους των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, μπορούμε να εξετάσωμε τα βιβλία που σημειώνονται στον πίνακα ως αμφισβητούμενα από μερικούς.
Επειδή η προς Εβραίους επιστολή δεν φέρνει το όνομα του Παύλου και επειδή φαίνεται ότι είναι γραμμένη σε διαφορετικό ύφος, απορρίπτεται από μερικούς, ιδιαιτέρως στη Δύσι, αν και Κλήμης ο Ρώμης την εχρησιμοποίησε ως ένα έργο αυθεντίας. (E.g., 1 Κλήμης 36· Εβρ. 1:3, 4) Στην Ανατολή, εν τούτοις, έγινε αποδεκτή εντελώς, και στην Αλεξάνδρεια τόσο ο Κλήμης όσο και ο Ωριγένης ανεγνώριζαν τον Παύλον ως τον συγγραφέα. (Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου,a σελ. 233, 234, 236) Αυτή περιλαμβάνει, επίσης, πολλές πλοκές και ομοιότητες της γλώσσης του Παύλου, ιδιαίτερα στις επιστολές προς Ρωμαίους και Κορινθίους. Αλλά καθώς παρετήρησε ο Ουέστκοττ, «Μπορέσαμε να βεβαιώσωμε ότι η αποστολική αυθεντία της Επιστολής είναι ανεξάρτητη από το θέμα της συγγραφής της υπό του Παύλου . . . κανένα βιβλίο της Γραφής δεν αναγνωρίζεται με περισσότερη πληρότητα από την παγκόσμια συναίνεσι ότι δίδει μια θεία άποψι των γεγονότων του Ευαγγελίου».5 Η εσωτερική απόδειξις προμηθεύει τους πιο ισχυρούς λόγους για την κανονική παραδοχή της.
Το βιβλίο της Αποκαλύψεως επιβεβαιώνεται από την ομοφωνία των πρώτων σχολιαστών, στους οποίους περιλαμβάνονται ο Παπίας, ο Ιουστίνος, ο Μελίτων και ο Ειρηναίος.6 (Αποσπάσματα Παπία 8) Απερρίφθη από μερικούς στην Ανατολή επειδή οι διδασκαλίες της δεν έγιναν παραδεκτές από μερικές σχολές της σκέψεως. Αλλ’ αυτό δεν έφερε δυσκολία στη γενική παραδοχή της. Ακόμη και σ’ αυτή την πρώτη χρονολογία απεδίδετο, επίσης, ο προσήκων σεβασμός, διότι είχε ένα ορθό κείμενο, καθώς μας πληροφορεί ο Ειρηναίος αναφερόμενος στο εδάφιο Αποκάλυψις 13:18, όταν παρατηρή, ότι «Ο αριθμός έτσι βρίσκεται σε όλα τα γνήσια και αρχαία αντίγραφα».—Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, σελ. 188.
Αυτή παραλείπει τις επιστολές του Ιακώβου και του Ιούδα, του Πέτρου και του Ιωάννου. Ουδέποτε υπήρξε οιαδήποτε δυσκολία με την Πρώτη επιστολή του Πέτρου και την Πρώτη του Ιωάννου, για την αυθεντικότητα των οποίων ο Παπίας και ο Πολύκαρπος είναι μεταξύ των πρώτων που τις επιβεβαιούν. (Αποσπάσματα του Παπία 6· Η Επιστολή του Πολυκάρπου προς Φιλιππησίους 2, 7) Όταν ενθυμούμεθα πόσο μικρό είναι το καθένα από τα υπόλοιπα πέντε βιβλία, δεν εκπλησσόμεθα για το ότι βρίσκομε ένα μικρόν αριθμό παραπομπών σ’ αυτά, αφού αποτελούν μόνο το ένα τριακοστό έκτο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Αυτά όλα αναφέρονται από ένα ή άλλον Χριστιανόν του δευτέρου αιώνος, αλλά έπρεπε να ανεμένετο ότι τα συντομώτερα έργα δεν θα παρετίθεντο τόσο συχνά και, εφόσον θα μπορούσαν να έχουν μια μικρότερη και βραδεία κυκλοφορία, θα εγίνοντο γνωστά σε μερικές χώρες και όχι σε άλλες. Η Δεύτερη Επιστολή του Πέτρου αμφισβητήθηκε κυρίως από κριτικούς, αλλ’ ο Ειρηναίος την χρησιμοποιεί, (Ειρηναίου, Κατά των Αιρέσεων 5. 23.2 και 5. 28.3) και η εσωτερική απόδειξις δείχνει ότι πρέπει να είναι αρχικό έργο και όχι του δευτέρου αιώνος.
ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Αλλά γιατί το χειρόγραφο του Σιναϊτικού Κωδικός περιλαμβάνει ύστερ’ από το βιβλίο της Αποκαλύψεως την επιστολή του Βαρνάβα και τον Ποιμένα του Ερμά, και ο Αλεξανδρινός κώδιξ προσθέτει τις δύο επιστολές του Κλήμεντος; Πολλά παρόμοια συγγράμματα έχουν αποκαλυφθή προσφάτως, που ισχυρίζονται αποστολική προέλευσι, μεταξύ δε αυτών το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Θωμά έχει προκαλέσει πολλή συζήτησι. Μήπως θα πρέπει μερικά από τα έργα αυτά να περιλαμβάνωνται σήμερα στη Γραφή μας;
Ο Ιστορικός Ευσέβιος, συγκεφαλαιώνοντας το θέμα, εκθέτει τρεις κατηγορίες βιβλίων. Πρώτον τα γνωστά, που είναι αριθμημένα και έπειτα τα αμφισβητούμενα, που θεωρούνται αμφότερα κανονικά. Η τρίτη ομάδα, στην οποία αναφέρει τον Ποιμένα του Ερμά, τον Βαρνάβα και άλλα, τα ονομάζει νόθα, αν και ανεγινώσκοντο σε διάφορες εκκλησίες κατά καιρούς. (Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, σελ. 110) Το Μουρατοριανό απόσπασμα λέγει ότι ο Ποιμήν μπορούσε να αναγινώσκεται, αλλ’ ουδέποτε ανεγνωρίσθη ως βιβλίο κανονικό.4
Όταν ευρέθη εκείνο το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Πέτρου κι επρόκειτο να αναγινώσκεται δημοσίως στο τέλος του δευτέρου αιώνος, εδόθη εντολή ν’ απορριφθή ως ψευδές. (Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, σελ. 231) Ο Τερτυλλιανός μάς λέγει ότι ο συγγραφεύς των «Πράξεων του Παύλου» ετιμωρήθη διότι παρουσιάζετο ως ένας συγγραφεύς του πρώτου αιώνος. (De Baptismo 17) Σε μια επιστολή γραμμένη από τον Θεόδωρο της Αιγύπτου στον τέταρτο αιώνα τα απόκρυφα βιβλία αναφέρονται ως «λιμνάζοντα νερά που τόσο πολλοί ήπιαν»,7 ο δε Μουρατοριανός κατάλογος ομιλεί γι’ αυτά ως χολή, που δεν πρέπει να αναμιχθή με το μέλι.4 Επομένως η Χριστιανική κοινότης επρόσεχε να προστατεύη την ακεραιότητα των συγγραμμάτων της.
Ήταν συχνά ζήτημα ευκολίας να δέσουν μέσα σ’ ένα κώδικα ένα απόκρυφο βιβλίο, διότι μπορούσε να διαβάζεται από μερικούς, αν και είχαν οι αναγνώσται αυτοί κατά νουν τη διάκρισι που εδείχνετο από το γεγονός ότι σε δύο κώδικας που ανεφέρθησαν (τον Σιναϊτικό και τον Αλεξανδρινό) τα απόκρυφα συγγράμματα ήσαν μετά την Αποκάλυψι, που είναι το τελευταίο από τα κανονικά βιβλία. Ή μπορεί να κατέχωμε ένα χειρόγραφο σήμερα, που ανήκε σε μια αποστάτιδα εκκλησία, δίδοντας πολύ μεγάλη προσοχή σε τέτοια έργα, όπως ακριβώς στην περίπτωσι που ο Σεραπίων της Αντιοχείας απεκάλυψε στο τέλος του δευτέρου αιώνος.
Η εσωτερική απόδειξις επιβεβαιώνει την καθαρή διαίρεσι, που γίνεται μεταξύ των θεοπνεύστων και των νόθων έργων. Τα απόκρυφα συγγράμματα είναι πολύ κατώτερα και συχνά φαντασιώδη και παιδαριώδη. Είναι συνήθως ανακριβή. Σημειώστε τις ακόλουθες δηλώσεις των λογίων επάνω σ’ αυτά τα μη κανονικά βιβλία:
«Δεν γεννάται καμμιά συζήτησις για το ότι οποιοδήποτε απ’ αυτά έχει αποκλεισθή από την Καινή Διαθήκη: έχουν αποκλεισθή μόνα των.»—Μ. Ρ. Τζαίημς Η Αποκρυφική Καινή Διαθήκη, σ. XII.
«Αρκεί μόνο να συγκρίνωμε τα βιβλία της Καινής Διαθήκης μας ως ένα σύνολο με άλλα έντυπα του είδους αυτού, για να καταλάβωμε πόσο μεγάλη είναι η άβυσσος που τα χωρίζει από εκείνα. Τα μη κανονικά ευαγγέλια, έχει συχνά λεχθή, στην πραγματικότητα είναι η καλύτερη απόδειξις για τα κανονικά.»—Γ. Μίλιγκαν, Έγγραφα Καινής Διαθήκης, σ. 228.
«Ένα μεγάλο μέρος του Ευαγγελίου του Θωμά είναι σαφώς μεταγενέστερον και με αναξίας εμπιστοσύνης παράδοσι . . . και δεν χρησιμοποιείται για να προσδιορισθή τι ο Ιησούς είπε και έκαμε.»—Φ. Β. Φίλσον, Ο Βιβλικός Αρχαιολόγος, 1961, σ. 18.
«Εκτός από το κανονικό Ευαγγέλιο, δεν υπάρχει γνωστό υλικό, το οποίον (όταν δεν βεβαιώνεται εντελώς) να μην υπαχθή κατά κάποιον τρόπο σε υποψία για τη γνησιότητα ή την ορθοδοξία του.»—Κ. Φ. Ν. Μουλ, Η Γέννησις της Καινής Διαθήκης, σ. 192.
«Δεν μπορεί να λεχθή για ένα μοναδικό βιβλίον, που διετηρήθη ως εμάς από την αρχαία περίοδο της Εκκλησίας έξω από την Καινή Διαθήκη ότι θα μπορούσε κατάλληλα να προστεθή σήμερα στον Κορνόνα.»—Κ. Άλαντ, Το Πρόβλημα του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, σ. 24.
ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΑ
Η αληθινή δοκιμή για την κανονικότητα είναι η απόδειξις της θεοπνευστίας. (2 Τιμ. 3:16) Τα είκοσι επτά βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών βρήκαν τη θέσι των, όχι από απλή ιδιοτροπία ανθρώπων, αλλ’ από το πνεύμα του Θεού. Τίποτε δεν παραλείπεται και τίποτε επί πλέον δεν έχει προστεθή. Ήδη ο Ιωάννης, στην γεροντική του ηλικία, μπόρεσε να δη την αρχή μιας μεγάλης προσθετέας φιλολογίας, αλλά χρειάσθηκε αυτή; (Ιωάν. 21:25) Και αν ακόμη ήταν δυνατόν να βρεθή ένας γνήσιος λόγος του Ιησού σ’ ένα από αυτά τα βιβλία, αυτό δεν θα το έκανε θεόπνευστο βιβλίο. Ο λόγος του Θεού, που εμπεριέχεται σε εξήντα έξη βιβλία, είναι ο οδηγός μας, η δε πλήρης αυτών αρμονία και ισορροπία βεβαιώνουν την πληρότητα του. Όλος ο αίνος ανήκει προς τον Ιεχωβά Θεό, τον Δημιουργό του ασύγκριτου αυτού Βιβλίου! Μπορεί να μας εξαρτίση πλήρως και να μας θέση στον δρόμο της ζωής. Ας το χρησιμοποιούμε συνετά εφόσον έχομε ακόμη καιρόν.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Το Πρόβλημα του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, υπό Κουρτ Άλαντ, 1962, σελίς 18.
2 Το Κείμενο των Επιστολών, υπό Γ. Ζουντζ, 1946, σελίδες 14, 279.
3 Οι Πρώτες Χριστιανικές Διδασκαλίες, υπό Ι. Ν. Δ. Κέλλυ, 1958, σελίς 58.
4 Τα Έγγραφα της Καινής Διαθήκης, Γ. Μίλλιγκαν, 1913, σελίδες 214, 290, 291.
5 Η Επιστολή προς Εβραίους, Ελληνικό Κείμενο και Σημειώσεις, υπό Β. Φ. Ουέστκοττ, 1889, σελ. lxxi.
6 Ιστορική Απόδειξις της Συγγραφής και Μεταβιβάσεως των Βιβλίων της Καινής Διαθήκης, από Σ. Π. Τρέζελλες, 1852, σελ. 61 -63.
7 Οι Νέες Αρχαιολογικές Ανακαλύψεις, 2α Έκδ. υπό Κ. Μ. Κόμπερν, 1917, σελ. 334.
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
Εβραϊκές Γραφές Ελληνικές Γραφές Σύνολον
Λέξεις 592.493 181.253 773.746
Εδάφια 23.214 7.959 31.173
Κεφάλαια 929 260 1.189
Βιβλία 39 27 66
Όπως περιλαμβάνονται στη Μετάφρασι της Γραφής Βασιλέως Ιακώβου.
[Υποσημειώσεις]
a Μεταφρασμένη υπό Κ. . ρυζέ, Δεκάτη Έκδοσις, 1856.
[Πίνακας στη σελίδα 252]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Πίναξ Των Εξεχόντων Πρώτων Καταλόγων
Όνομα Χρονολογία μ.Χ.
και Τόπος κατά προσέγγισιν
Απόσπασμα Μουρατόρι, Ιταλία 170
Ειρηναίος, Μικρά Ασία 180
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς 190
Τερτυλλιανός, Β. Αφρική 200
Ωριγένης, Αλεξάνδρεια 230
Ευσέβιος, Παλαιστίνη 310
Κύριλος της Ιερουσαλήμ 348
Τσέλτεναμ Κατάλογος, Β. Αφρική 360
Αθανάσιος, Αλεξάνδρεια 367
Επιφάνιος, Παλαιστίνη 368
Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Μικρά Ασία 370
Αμφιλόχιος, Μ. Ασία 370
Φιλάστριος, Ιταλία 383
Jerome, Italy 394
Αυγουστίνος, Β. Αφρική 397
Τρίτη Σύνοδος Καρχηδόνος, Β. Αφρική 397
Matthew
Mark
Luke
John
Acts
Romans
1 Cor.
2 Cor.
Galatians
Ephesians
Philippians
Colossians
1 Thess.
2 Thess.
1 Timothy
2 Timothy
Titus
Philemon
Hebrews
James
1 Peter
2 Peter
1 John
2 John
3 John
Jude
Revelation
A – Παραδεδεγμένα χωρίς συζήτησι ως Γραφικά και Κανονικά.
D – Αμφίβολα σε μερικά τμήματα.
DA – Αμφίβολα σε μερικά τμήματα, αλλ’ ο κατάλογος παραδεκτός ως Γραφικός και Κανονικός.
? – Οι λόγιοι είναι αβέβαιοι για την ανάγνωσι του κειμένου.