Ένα Βλέμμα στον Μορμονισμό
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ Εκκλησία των Αγίων της Εσχάτης Ημέρας πολύ απέχει από το να είναι μια ασήμαντη θρησκευτική οργάνωσις. Έχοντας στο 1960 περισσότερα από ενάμισυ εκατομμύριο μέλη, είναι πράγματι αρκετά μεγάλη για να καταστήση την παρουσία της αισθητή στον σύγχρονο αυτόν κόσμο. Η ένζηλος δράσις 6.000 ολοχρονίων ιεραποστόλων και περισσοτέρων από 7.000 ημιχρονίων ιεραποστόλων έχει φέρει τον Μορμονισμό σ’ επαφή με ανθρώπους πολλών χωρών, οι οποίοι σχεδόν τίποτα δεν γνωρίζουν γι’ αυτόν. Προς όφελός των, ας ρίξωμε από κοντά ένα βλέμμα σ’ αυτόν.
Οι Μορμόνοι, ισχυριζόμενοι ότι αποτελούν μια σαφώς διακρινόμενη διαφορετική θρησκευτική οργάνωσι, αποκρούουν έντονα οποιαδήποτε σχέσι με τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Ο ιδρυτής των, Ιωσήφ Σμιθ, είχε πεισθή ότι δεν υπήρχε αλήθεια ούτε στη μία ούτε στην άλλη απ’ αυτές τις μεγάλες θρησκευτικές διαιρέσεις του «Χριστιανικού κόσμου». Οι Μορμόνοι, καυχώμενοι για το ότι διαφέρουν από τις άλλες εκκλησίες, θεωρούν την εκκλησία τους ως την αποκατάστασι της εκκλησίας του Χριστού, η οποία, όπως πιστεύουν, κατεστράφη όταν πέθαναν οι απόστολοι. Λησμονώντας ότι ο Χριστός είναι το κύριο θεμέλιο της εκκλησίας του, συμπεραίνουν ότι η εκκλησία δεν θα μπορούσε να υπάρχη χωρίς τους ζώντας αποστόλους ως θεμέλιο. Πιστεύουν ότι η αποκατάστασις της εκκλησίας του Χριστού άρχισε όταν ο Ιωσήφ Σμιθ είχε οράματα ουρανίων αγγελιαφόρων.
Στο έτος 1820 ο Ιωσήφ Σμιθ είχε το πρώτο του όραμα. Ισχυρίσθη ότι, όταν ήταν μόνος μέσα στα δάση, είδε όραμα δύο λαμπερών προσωπικοτήτων που έστεκαν πάνω του και του είπαν να μην ενωθή με καμμιά εκκλησία. Αυτά τα πρόσωπα, όπως προβάλλεται η αξίωσις, ήσαν ο ουράνιος Πατήρ και ο Υιός του, Ιησούς Χριστός. Ύστερ’ από τρία χρόνια είπε ότι είδε άλλο ένα όραμα. Αυτή τη φορά ήταν ένας ουράνιος αγγελιαφόρος που αυτωνομάζετο «Μορόνι» και του είπε για ένα κρυμμένο βιβλίο γραμμένο σε χρυσές πλάκες. Ακολουθώντας τις οδηγίες του αγγελιαφόρου, είπε, εξήγαγε τις πλάκες από τον κρυψώνα τους αφού επερίμενε επί τέσσερα χρόνια. Το χρυσό αυτό βιβλίο υποτίθεται ότι είναι «το Βιβλίον του Μορμόνου».
Ο Ιωσήφ Σμιθ ισχυρίσθη ότι είχε κι άλλο όραμα στο έτος 1829, οπότε του ενεφανίσθη ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ως ουράνιος αγγελιαφόρος, και απένειμε σ’ αυτόν και στον σύντροφό του, Όλιβερ Κάουντερυ, το ιερατείον του Ααρών, μετά το οποίον αλληλοεβαπτίσθησαν μυστικά. Αυτή η αξίωσις έγινε παρά το γεγονός ότι η Αγία Γραφή λέγει ότι το Ααρωνικόν ιερατείον άλλαξε, όταν ο Ιησούς ετερμάτισε τον Μωσαϊκό νόμο. Αυτό το όραμα κι ένα επόμενο τριών αποστόλων πιστεύεται ότι έδωσε σ’ αυτούς τους δύο άνδρες εξουσία ν’ αποκαταστήσουν την εκκλησία του Χριστού.—Εβρ. 7:11, 12, 18.
ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ
Οι Μορμόνοι ομολογούν ότι παραδέχονται την Αγία Γραφή ως τον εμπνευσμένο λόγο του Θεού, αλλά σπεύδουν να καθορίσουν το είδος της παραδοχής των αυτής λέγοντας: «Πιστεύομε ότι η Αγία Γραφή είναι ο λόγος του Θεού εφόσον μεταφράζεται ορθώς.» Αυτή η υπεκφυγή τους επιτρέπει ν’ απορρίπτουν κάθε Γραφική δήλωσι που αντίκειται στη Μορμονική διδασκαλία. Έτσι οι Μορμονικές διδασκαλίες και τα συγγράμματα κατέστησαν ο κάλαμος μετρήσεως της αληθείας.
Από την εποχή της μεταφράσεως της Γραφής Βασιλέως Ιακώβου, η γνώσις των Βιβλικών γλωσσών εβελτιώθη πολύ και ανευρέθησαν χιλιάδες παλαιοτάτων χειρογράφων της Βίβλου. Οι παράγοντες αυτοί κατέστησαν δυνατές τις σύγχρονες μεταφράσεις της Βίβλου με ακρίβεια κειμένου πλησιέστατη προς τα πρωτόγραφα συγγράμματα. Η Αγία Γραφή είναι ένας αξιόπιστος οδηγός και δεν χρειάζεται ούτε τα απόκρυφα συγγράμματα της Καθολικής εκκλησίας ούτε το Βιβλίον του Μορμόνου για να την καταστήσουν πλήρη.—2 Τιμ. 3:16, 17.
Όπως η Καθολική εκκλησία, που αρνείται να παραδεχθή την Αγία Γραφή ως τη μόνη αυθεντία σε θρησκευτικές δοξασίες, έτσι και οι Μορμόνοι επιμένουν ότι υπάρχουν κι άλλες αυθεντίες ισοβάθμιες με την Αγία Γραφή. Αυτή η άποψις είναι ζωτική σε κάθε θρησκεία που έχει διδασκαλίες, οι οποίες στερούνται Γραφικής υποστηρίξεως. Ο Ουάλλας Φ. Μπέννετ, στο βιβλίο του Γιατί Είμαι ένας Μορμόνος, εκφράζει τη Μορμονική άποψι όταν λέγη: «Αναγνωρίζομε τα όρια της Γραφής καθώς και την αξία της. Δεν αποδίδομε τελεσίδικον κύρος σε οποιαδήποτε από τις δηλώσεις της, διότι πιστεύομε ότι ο Θεός έχει ανασυστήσει την εξουσία του να ομιλούμε εν τω ονόματί του και την επανέδωσε σε δικαίους ανθρώπους.» Πάνω στο ίδιο αυτό θέμα, ο Ιωσήφ Σμιθ, ο Νεώτερος, εξέθεσε τα εξής στο βιβλίο Τεκμηριωμένη Ιστορία της Εκκλησίας: «Είπα στους αδελφούς ότι το Βιβλίον του Μορμόνου ήταν το ορθότερο από κάθε άλλο βιβλίο στη γη και ο κεντρικός λίθος της θρησκείας μας, κι ένας άνθρωπος θα επλησίαζε περισσότερο τον Θεό εμμένοντας στα διδάγματα αυτού μάλλον παρά οποιουδήποτε άλλου βιβλίου.» Μήπως η Αγία Γραφή δεν πρέπει να είναι ο κεντρικός λίθος της Χριστιανικής πίστεως;
Η Γραφική περικοπή του Ιεζεκιήλ 37:16, 17 χρησιμοποιείται από τους Μορμόνους προς απόδειξιν του ισχυρισμού των ότι η Αγία Γραφή και το Βιβλίον του Μορμόνου προελέχθησαν προφητικά. Διισχυρίζονται ότι οι δύο ράβδοι, για τις οποίες ομιλεί ο προφήτης Ιεζεκιήλ παριστάνουν αυτά τα δύο βιβλία. Αλλά οι ράβδοι της προφητείας του Ιεζεκιήλ δεν σχετίζονται με βιβλία, το γεγονός δε αυτό τονίζεται απ’ τον ίδιον τον Ιεζεκιήλ. Αυτός προώρισε τη μία ράβδο για τον Ιούδα, η δε άλλη ήταν η «ράβδος του Εφραΐμ.» Η φυλή του Εφραΐμ προήρχετο από τον Ιωσήφ κι έγινε η κεφαλή των δέκα φυλών που απεσπάσθησαν στις ημέρες του Βασιλέως Ιεροβοάμ. Λόγω της ηγεσίας αυτής, το όνομα Εφραΐμ έφθασε να εφαρμόζεται στο δεκάφυλο βασίλειο. Μετά την απελευθέρωσι των Ισραηλιτών από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος, οι δέκα φυλές ενώθηκαν πάλι με τις άλλες δύο φυλές και τους Λευίτας. Η επανένωσις αυτή των βασιλείων του Ισραήλ, βορείου και νοτίου, ήταν εκείνο που προείπε ο Ιεζεκιήλ, όταν είπε ότι οι δύο ράβδοι θα εγίνοντο μία ράβδος. Η Γραφή, λοιπόν, δεν υποστηρίζει τον ισχυρισμό ότι και κάποιο άλλο θρησκευτικό βιβλίο είναι ίσου κύρους με αυτήν.
Η ΙΔΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ
Ο Ιησούς Χριστός είπε σχετικά με τον Πατέρα του, στο κατά Ιωάννην 4:24, «Ο Θεός είναι πνεύμα». Οι Μορμόνοι ισχυρίζονται ότι ο Θεός δεν είναι πνεύμα αλλά πρόσωπον από σάρκα και οστά. «Εκείνο που θέλω να σας εντυπώσω», είπε ο Ιωσήφ Σμιθ στο περιοδικό Λόγκαν Τζόρναλ της 14ης Μαρτίου 1911, «είναι ότι ο Θεός είναι πραγματικός, ένα πρόσωπο με σάρκα και οστά, όπως είμεθα σεις κι εγώ. Ο Χριστός είναι το ίδιο, αλλά το Άγιον Πνεύμα είναι ένα πρόσωπο πνεύματος.» Αυτοί οι τρεις αποτελούν, κατά τη Μορμονική δοξασία, μια τριάδα ή μια θεότητα, αλλ’ όχι με τον ίδιο τρόπο της τριάδος που αντιλαμβάνεται ο Καθολικισμός. Η Μορμονική τριάς συνίσταται από τρία διακεκριμένα πρόσωπα, που είναι ενωμένα κατά τον σκοπό. Χαρακτηρίζουν και τα τρία ως Θεόν τον Πατέρα, Θεόν τον Υιόν και Θεόν το Άγιον Πνεύμα.
Οι Μορμόνοι υποδεικνύουν τη Γραφική δήλωσι ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη κατ’ εικόνα Θεού ως απόδειξιν του ισχυρισμού των ότι ο Θεός έχει σώμα με σάρκα και οστά, αλλ’ αυτό το συμπέρασμα δεν συμφωνεί με τις Γραφές. Το ότι είναι κατ’ εικόνα Θεού δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος και ο Θεός είναι όμοιοι στην ουσία. Τα σάρκινα σώματα είχαν διαμορφωθή για ζωή επάνω στη γη, όχι για ύπαρξι στο πνευματικό βασίλειο. Γι’ αυτό είπε ο Παύλος: «Άλλη μεν η δόξα των επουρανίων, άλλη δε η των επιγείων.» (1 Κορ. 15:40) Ο άνθρωπος μοιάζει τον Θεό διότι απεικονίζει τις ιδιότητες του Θεού, που κάνουν τον άνθρωπο ανώτερον από τα κτήνη.
Τίποτα δεν επιτυγχάνεται με τον ισχυρισμό ότι τα ουράνια σώματα του Θεού και του Χριστού είναι σαρξ και οστά μάλλον παρά σαρξ και αίμα. Σώματα από σάρκα και οστά δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς αίμα, διότι η Γραφή λέγει: «Η ζωή της σαρκός είναι εν τω αίματι». (Λευιτ. 17:11) Ένα σώμα από σάρκα και οστά θα ήταν επομένως νεκρό. Είναι εξίσου αδύνατο για ένα σώμα σαρκός και οστέων να είναι στην ουράνια βασιλεία όσο αδύνατον είναι αυτό και για ένα σώμα σαρκός και αίματος. Ο απόστολος Παύλος το διασαφηνίζει αυτό, όταν λέγη ειδικά ότι σαρξ δεν μπορεί να πάη εκεί. «Σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν.»—1 Κορ. 15:50.
Ο αναστημένος Ιησούς Χριστός δεν είχε σάρκινο σώμα όταν ήλθε στην παρουσία του Θεού μετά την ανάληψί του. Ο Πέτρος τονίζει ότι ο Χριστός ανεστήθη με πνευματικό σώμα, όχι με υλικό σώμα σαρκός και οστέων χωρίς αίμα. «Ο Χριστός άπαξ έπαθε δια τας αμαρτίας, ο δίκαιος υπέρ των αδίκων, δια να φέρη ημάς προς τον Θεόν, θανατωθείς μεν κατά την σάρκα, ζωοποιηθείς δε δια του πνεύματος.» (1 Πέτρ. 3:18) Εξετάστε επίσης τη μαρτυρία του Παύλου: «Ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν». (1 Κορ. 15:45) Τα σάρκινα σώματα, που είχε ο Ιησούς επάνω στη γη μετά την ανάστασί του, ήσαν υλοποιήσεις όπως εκείνες που εγίνοντο από αγγέλους σε πολλές περιπτώσεις ως τον πρώτον αιώνα. Ο Ιησούς είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιή ένα σάρκινο σώμα.
Το αντι-γραφικό συμπέρασμα του Μορμονισμού ότι ο Θεός έχει σώμα σαρκός και οστέων ωδήγησε στον ισχυρισμό ότι ο Θεός ήταν κάποτε άνθρωπος. Ο Ιωσήφ Σμιθ, ο Νεώτερος, είπε στο περιοδικό Χρόνοι και Καιροί της 15ης Αυγούστου 1844: «Είναι η πρώτη αρχή του ευαγγελίου το να γνωρίζωμε με βεβαιότητα τον χαρακτήρα του Θεού και να γνωρίζωμε ότι μπορούμε να συνδιαλεχθούμε με αυτόν, όπως ένας άνθρωπος συνδιαλέγεται με άλλον και ότι ο Θεός ήταν κάποτε άνθρωπος όπως εμείς· ναι, ότι ο ίδιος ο Θεός, ο Πατήρ όλων μας, διέμενε σε μια γη, όπως κι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.» Για να υποστηρίξουν αυτή την άποψι οι Μορμόνοι είναι αναγκασμένοι να ανατρέξουν στα ίδια των συγγράμματα μάλλον παρά στην Αγία Γραφή.
Η αντίληψις ότι υπάρχει μια θεότης από τρεις Θεούς, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα, επίσης δεν έχει βάσι στη Γραφή. Η Βίβλος διδάσκει ότι υπάρχει μόνον ένας Θεός, ο οποίος είναι και θα είναι πάντοτε χωρίς όμοιον. «Αλλ’ εις ημάς είναι είς Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα, και ημείς εις αυτόν· και είς Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα, και ημείς δι’ αυτού.» (1 Κορ. 8:6) Ο Ιησούς Χριστός, αντί ν’ αποτελή μέρος μιας θεότητος και τελικά να εξισώνεται με τον Πατέρα, είναι ένα πλάσμα, που, όπως και τ’ άλλα πλάσματα, αποβλέπει στον Πατέρα ως Θεόν του και υπόκειται αιωνίως σ’ αυτόν. Γι’ αυτό είπε στη Μαρία: «Αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεόν μου και Θεόν σας.»—Ιωάν. 20:17· 1 Κορ. 15:28.
ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Όπως ο Ινδουισμός κι ο Βουδδισμός, έτσι κι ο Μορμονισμός πιστεύει ότι η ύπαρξις ενός ανθρώπου εκτείνεται πριν από την ημέρα της γεννήσεώς του και πέραν της ημέρας του θανάτου του, πράγμα που αποτελεί μια μακρά προχώρησιν αντιλήψεως. Αυτό το βασίζουν στον ισχυρισμό των ότι το πνεύμα του ανθρώπου είναι αθάνατον. Σχετικά με τούτο, ο Στέφανος Λ. Ρίτσαρντς, ένας από τους προέδρους των Μορμόνων, είπε: «Κατά την αντίληψί των, το πνεύμα του ανθρώπου όχι μόνο ποτέ δεν πεθαίνει αλλά και ζη δια μέσου καταστάσεων αιωνίας προόδου. Οτιδήποτε μαθαίνεται ή αποκτάται στη ζωή ενός ανθρώπου, συνεχίζεται σε μια επόμενη ζωή. Η καταδίκη ή ‘κατάκρισης’ δεν είναι παρά μια επιβράδυνσις της προόδου. Η Καλωσύνη επιταχύνει την πρόοδο—η κακία την επιβραδύνει. Δεν υπάρχει αντιληπτός περιορισμός στα επιτεύγματα του καλού. Μπορούν τελικά να γίνουν δια της προόδου τόσον νοήμονες και τόσον παντοδύναμοι όσον ο Θεός ο ίδιος.» Ένας άλλος εκπρόσωπος των Μορμονών, ο Τζέημς Ε. Τάλματζ, εδήλωσε: «Υπάρχει στον άνθρωπο ένα αθάνατο πνεύμα που έζησε ως ένα νοητικόν ον προτού σχηματισθή το σώμα, και αυτό θα εξακολουθήση να υπάρχη ως το ίδιο αθάνατο άτομο μετά τη φθορά του σώματος.»
Η Γραφή είναι πολύ σαφής στο να καταστήση γνωστό το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρχε στο πνευματικό βασίλειο προτού γίνη άνθρωπος. Αν αυτό το ίδιο ίσχυε για όλους τους ανθρώπους, δεν θα το διεσαφήνιζε επίσης η Γραφή; Αν μια τέτοια δοξασία ήταν αληθινή, θα ήταν τόσο μεγάλης σπουδαιότητος ώστε η Γραφή ασφαλώς θα την ανέφερε, αλλά τίποτα δεν λέγει περί του ότι οι άνθρωποι είχαν προανθρώπινη ύπαρξι.
Ωστόσο οι Μορμόνοι επικαλούνται ένα ερώτημα, που ετέθη από τους μαθητάς του Ιησού για ένα τυφλόν ως απόδειξι προϋπαρξίας. Το Γραφικό εδάφιο που χρησιμοποιούν είναι το κατά Ιωάννην 9:1-3, που λέγει: «Και ενώ ανεχώρει, είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγοντες, Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ώστε να γεννηθή τυφλός; Απεκρίθη ο Ιησούς, Ούτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού». Αλλ’ ο Ιησούς δεν είπε ότι είχαν την ορθή ιδέα. Μάλλον, τους διώρθωσε όταν είπε ότι ούτε ο άνθρωπος εκείνος ούτε οι γονείς του είχαν αμαρτήσει. Πιθανώς αυτοί οι μαθηταί επίστευαν σε μερικούς Ραββίνους ότι ένα άτομο μπορεί ν’ αμαρτήση στην κοιλία της μητρός του πριν γεννηθή. Εφόσον ο στοχασμός των ήταν εσφαλμένος, το ερώτημά των δεν υποστηρίζει τη δοξασία της προϋπαρξίας.
Ο απόστολος Παύλος, μιλώντας για τον Ησαύ και τον Ιακώβ, υπεστήριξε τη Γραφική άποψι ότι η ύπαρξις ενός ανθρώπου αρχίζει στη γέννησί του και όχι σε κάποιο πνευματικό βασίλειο πριν από τη γέννησί του. Ο Παύλος είπε: «Πριν έτι γεννηθώσι τα παιδία, και πριν πράξωσι τι αγαθόν ή κακόν.» (Ρωμ. 9:11) Αν αυτοί είχον προανθρώπινη ύπαρξι, ο Παύλος δεν θα το έλεγε αυτό. Ο ίδιος ο Ιησούς κατέδειξε ότι οι άνθρωποι δεν προέρχονται από τα άνω πνευματικά βασίλεια, όπως αυτός. Στους Ιουδαίους είπε: «Σεις είσθε εκ των κάτω, εγώ είμαι εκ των άνω. Σεις είσθε εκ του κόσμου τούτου, εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου τούτου.»—Ιωάν. 8:23.
Επίσης, η πίστις των Μορμόνων, ότι το πνεύμα ενός ανθρώπου χωρίζεται από το σώμα του στον θάνατο και συνεχίζει την ύπαρξί του σ’ έναν τόπο καλούμενο «παράδεισο», όπου του δίδεται ευκαιρία ν’ ακούση το ευαγγέλιο και να μετανοήση για τις αμαρτίες του, δεν βρίσκει υποστήριξι στον λόγον του Θεού. Η Γραφή λέγει ότι οι νεκροί δεν μπορούν να σκεφθούν και να λάβουν αποφάσεις. Σημειώστε τι είναι γραμμένο στον Ψαλμό 146:4: «Το πνεύμα αυτού εξέρχεται· αυτός επιστρέφει εις την γην αυτού· εν εκείνη τη ημέρα οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται.» Εφόσον αφανίζονται οι διαλογισμοί του, το πνεύμα του δεν θα μπορούσε να είναι κάτι που συνεχίζει τη συνειδητή του υπάρξι, αλλ’ αντιθέτως είναι η απρόσωπη δύναμις της ζωής. Έν’ άλλο Γραφικό εδάφιο λέγει: «Αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν.» (Εκκλησ. 9:5) Η ελπίς για τους νεκρούς είναι η ανάστασις, μια αφύπνισις απ’ τον θάνατο στη ζωή.
Τα λόγια του Πέτρου στην επιστολή 1 Πέτρου 4:6, επίσης, δεν υποστηρίζουν τη Μορμονική άποψι. Ο Πέτρος δεν ωμιλούσε για τα πνεύματα των νεκρών όταν είπε: «Επειδή δια τούτο εκηρύχθη το ευαγγέλιον και προς τους νεκρούς, δια να κριθώσι μεν κατά ανθρώπους εν σαρκί.» Εφόσον οι φυσικώς νεκροί «δεν γνωρίζουσιν ουδέν,» οι νεκροί που μνημονεύονται ενταύθα είναι οι ίδιοι νεκροί που εννοούσε ο Ιησούς όταν είπε: «Άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς,» και οι ίδιοι που εννοούσε ο Παύλος, όταν είπε: «Και εσάς όντας νεκρούς δια τας παραβάσεις και τας αμαρτίας εζωοποίησεν [ο Θεός].» Ζώντα άτομα, που είναι νεκρά στα όμματα του Θεού λόγω των αμαρτιών των, μπορούν ν’ ακούσουν το ευαγγέλιο, να σκεφθούν και να μετανοήσουν. «Τα πνεύματα τα εν τη φυλακή», στα οποία εκήρυξε ο Ιησούς ήσαν πεπτωκότες άγγελοι, όχι πνεύματα νεκρών ανθρώπων.—Ματθ. 8:22· Εφεσ. 2:1· 1 Πέτρ. 3:18, 19.
ΓΑΜΟΣ
Λόγω της αντιγραφικής πίστεως ότι η συνειδητή ύπαρξις του ανθρώπου συνεχίζεται μετά θάνατον, προβάλλεται από τους Μορμόνους ο ισχυρισμός ότι ο γαμήλιος δεσμός συνεχίζεται μετά θάνατον. Ο Ουάλλας Μπέννετ λέγει: «Οι Μορμόνοι πιστεύουν ότι, όταν η τελετουργία γίνεται σ’ ένα ναό, από έναν που έχει την απαιτούμενη εξουσία, η ένωσις είναι αιώνια σε διάρκεια και εκτείνεται πέραν του θανάτου.» Τίποτα δεν υπάρχει στη Γραφή που να επιβεβαιώνη αυτό το συμπέρασμα.
Αντίθετα προς τη διδασκαλία των Μορμόνων, η Γραφή αποκαλύπτει ότι ο θάνατος διαλύει τον δεσμόν του γάμου. Στην επιστολή προς Ρωμαίους 7:2 είναι γραμμένο: «Η ύπανδρος γυνή είναι δεδεμένη δια του νόμου με τον άνδρα ζώντα· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, απαλλάττεται από του νόμου του ανδρός.» Δεν την δεσμεύει πια ο γαμήλιος δεσμός με αυτόν. Σημειώστε επίσης τι είπε ο Ιησούς Χριστός: «Εν τη αναστάσει ούτε νυμφεύονται, ούτε νυμφεύουσιν, αλλ’ είναι ως άγγελοι του Θεού εν ουρανώ.» (Ματθ. 22:30) Εφόσον γίνονται σαν τους αγγέλους ως προς τον γάμον, είναι άγαμοι. Ο Μπρίγκαμ Γιώνγκ παρεδέχθη τον άγαμο βίον των αγγέλων όταν είπε: «Αυτοί είναι άγαμοι, χωρίς οικογένειες ή βασίλεια στα οποία να βασιλεύουν.» Η αλήθεια του πράγματος είναι ότι ο θάνατος τερματίζει τον γαμήλιο δεσμό.
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟΝ
Πολύ ιεραποστολικό έργον γίνεται από τους Μορμόνους για τη διάδοσι των δοξασιών των, αλλά κανείς στην εκκλησία των Μορμόνων δεν κάνει το ιεραποστολικό έργον προορισμό του ή μόνιμη ενασχόλησί του, όπως έκαμε ο Ιησούς κι ο απόστολος Παύλος. Οι ιεραπόστολοι είναι συνήθως νεαροί, γύρω στα είκοσι τους χρόνια, οι οποίοι δαπανούν δύο έτη σε Αγγλόφωνες χώρες και δυόμισυ έτη σε χώρες όπου ομιλείται διάφορη γλώσσα. Μετά απ’ αυτή τη βραχεία διαμονή, επιστρέφουν στους τόπους των για να επαναλάβουν το δικό τους πρότυπτο διαβιώσεως στην κοινότητά τους.
Στη διάρκεια της πραμονής των σε μια χώρα οι ιεραπόστολοι εργάζονται κατά ζεύγη, κάνοντας επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι. Όταν ένας οικοδεσπότης τούς καλή μέσα, προβαίνουν στη διεξαγωγή, με φιλικό τρόπο, μιας σειράς μαθημάτων στις δοξασίες της εκκλησίας των με τον αντικειμενικό σκοπό να προσηλυτίσουν τον οικοδεσπότη στη θρησκεία των. Μολονότι ο οικοδεσπότης μπορεί ν’ απολαμβάνη τη φιλία των και να φθάση στο να εξαρτάται απ’ αυτούς για πνευματική εκπαίδευσι και καθοδήγησι, αυτοί δεν ενδιαφέρονται αρκετά γι’ αυτόν, ώστε να παραμείνουν στη χώρα πέραν των δύο ή δυόμισυ ετών που απαιτούνται απ’ αυτούς. Όταν φεύγουν, ο οικοδεσπότης ανατίθεται σε μια νέα σειρά ιεραποστόλων, αν φθάση νέα σειρά.
Δεν μπορεί να υπάρξη αμφισβήτησις για την ειλικρίνεια των Μορμόνων στις δοξασίες των, αλλ’ η ειλικρίνεια δεν καθιστά αληθείς τις δοξασίες των. Η αλήθεια δεν αποκαθίσταται με την ατομική πεποίθησι. Πολλά άτομα από τις ημέρες των αποστόλων ισχυρίσθησαν ότι είχαν οράματα και ήσαν προφήται του Θεού. Η ακλόνητη πεποίθησις εκείνων που τους επίστεψαν δεν κατέστησε αληθείς τις διδασκαλίες των ανθρώπων αυτών. Συνήθως οι αυτόκλητοι αυτοί προφήται διεκήρυξαν τα ίδια των συγγράμματα ως αγίαν γραφήν αντί ν’ ανεύρουν υποστήριξι των διδασκαλιών των στην Αγία Γραφή, όπου δεν δίδεται τοιαύτη. Η καλύτερη προστασία από τέτοιες πλάνες είναι η αντιπαραβολή των θρησκευτικών διδασκαλιών με την Αγία Γραφή. Χρησιμοποιείτε αυτήν ως την ράβδον μετρήσεως της αληθείας. Ακολουθείτε τη συμβουλή του Ιωάννου: «Αγαπητοί, μη πιστεύετε εις παν πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα αν ήναι εκ του Θεού· διότι πολλοί ψευδοπροφήταί εξήλθον εις τον κόσμον.»—1 Ιωάν. 4:1.