Διευθέτησις του Ζητήματος της Κυριότητος
«Ιδού, Ιεχωβά του Θεού σου είναι ο ουρανός, και ο ουρανός των ουρανών· η γη, και πάντα τα εν αυτή.»—Δευτ. 10:14, ΜΝΚ.
1. Ποια είναι η πρώτη απόδειξις της θείας κυριότητος των ουρανών και της γης, και πώς το υποστηρίζει αυτό η Γραφή;
«ΕΝ ΑΡΧΗ εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην.» (Γεν. 1:1) Αυτές οι αρχικές λέξεις της Αγίας Γραφής παρέχουν άμεση απόδειξι ότι ο Θεός είναι κύριος των ουρανών και της γης. Αυτός τα εδημιούργησε, δηλαδή αυτός τα παρήγαγε και τα έφερε σε ύπαρξι. Αυτός είναι ο Δημιουργός των. Αυτά ήσαν και είναι κτήμα του, ιδιοκτησία του, και αυτός έχει το αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα της κυριότητός των. Ο Θεός κατέχει τον τίτλο όλης αυτής της ιδιοκτησίας και η Αγία Γραφή αποτελεί τη νομική απόδειξι τούτου. Είναι ο τίτλος ιδιοκτησίας του. Αυτό επαναλαμβάνεται σε όλο τον Λόγο του Θεού ως το τελευταίο βιβλίο του, την Αποκάλυψι.—Αποκάλ. 4:11· 10:6· 14:7.
2. Πώς η Γραφή δίνει και άλλες αποδείξεις της θείας κυριότητος;
2 Το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως εξακολουθεί να υποστηρίζη τα ανωτέρω με λέξεις που δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία. Σε κάθε στάδιο της δημιουργίας ο Θεός ήταν εκείνος που έδινε τον λόγο για το τι έπρεπε να γίνη. Κατ’ επανάληψιν διαβάζομε ότι ο Θεός «εποίησεν» αυτό και εκείνο, στον ουρανό και στη γη, έμψυχα και άψυχα. Επίσης τα κατωνόμασε. «Και εκάλεσεν ο Θεός το φως, Ημέραν· το δε σκότος εκάλεσε, Νύκτα.» Τελικά, «Είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε· και ιδού, ήσαν καλά λίαν.» Είχαν τη σφραγίδα της επιδοκιμασίας του. Όλα ανήκαν σ’ αυτόν, τον μόνον αληθινό Θεό, «ότε εκτίσθησαν αυτά, καθ’ ην ημέραν εποίησεν Ιεχωβά ο Θεός γην και ουρανόν.» (Γεν. 1:5, 31· 2:4, ΜΝΚ) Αργότερα, ο Μωυσής ενεπνεύσθη να τα επιβεβαιώση αυτά, όταν είπε στον Ισραήλ: «Ιδού, Ιεχωβά του Θεού σου είναι ο ουρανός, και ο ουρανός των ουρανών· η γη, και πάντα τα εν αυτή. Διότι Ιεχωβά ο Θεός σας είναι Θεός των θεών, και Κύριος των κυρίων, Θεός μέγας, ισχυρός, και φοβερός, ουκ αποβλέπων εις πρόσωπον, ουδέ λαμβάνων δώρον.»—Δευτερονόμιον 30:14, 17, ΜΝΚ.
3. Σχετικά με αυτό, γιατί η δημιουργία του ανθρώπου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή;
3 Η δημιουργία του ανθρώπου ήταν η κορωνίς του έργου της γηίνης δημιουργίας, και αυτό αξίζει την ιδιαίτερη προσοχή μας. Η αφήγησις της δημιουργίας του ανθρώπου δείχνει αμέσως μια ανάπτυξι, μια διεύρυνσι του ζητήματος της κυριότητος. Αναφέρονται διάφορες απόψεις, όπως είναι η υποτέλεια, που δείχνει μια σχετική η περιωρισμένη κυριότητα σε ποικίλους βαθμούς και ευθύνες που σχετίζονται με αυτή. Προσέξτε τι λέγεται σχετικά με αυτό.
4. (α) Τι μαθαίνομε από τη φράσι: «Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών»; (β) Πώς ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει την ταυτότητα του δημιουργικού αντιπροσώπου που χρησιμοποιήθηκε;
4 Για πρώτη φορά στην αναγραφή του δημιουργικού έργου του Θεού κάποιος καλείται να συνεργασθή στη δημιουργία. «Και είπεν ο Θεός, Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών και ας εξουσιάζη επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί των κτηνών, και επί πάσης της γης, και επί παντός ερπετού, έρποντος επί της γης.» Μήπως αυτή η συνεργασία υπονοεί ότι ο Θεός παραιτείτο από την κυριότητά του σε κάποιον βαθμό, ή υπονοεί μια συγκυριότητα; Όχι. Η πρωτοβουλία, η ευθύνη και η εξουσία ήσαν εντελώς στα χέρια του Θεού όπως διαβάζομε παρακάτω: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς.» (Γεν. 1:26, 27) Από άλλες Γραφικές περικοπές μαθαίνομε ότι αυτός που τώρα λέγεται Ιησούς Χριστός ήταν στην προ ανθρώπινη ύπαρξί του εκείνος που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιεχωβά ως ο ιδιαίτερος δημιουργικός του αντιπρόσωπος. Αυτός, ως η προσωποποιημένη, Σοφία, ήταν «εν τη αρχή των οδών αυτού [του Ιεχωβά],» ο ‘πρωτεργάτης’ του Ιεχωβά. Αυτός ήταν «ο Λόγος,» και «πάντα δι’ αυτού έγειναν.» Αυτός είναι «εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως,» και γι’ αυτό κατάλληλα περιελήφθη στη δημιουργία του ανθρώπου, αφού και ο άνθρωπος επίσης δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού. Είναι αλήθεια ότι ο Ιησούς Χριστός χαρακτηρίζεται ως ο ‘μόνος Δεσπότης και Κύριος ημών,’ αλλ’ όπως θα εξετάσουμε παρακάτω, ο τίτλος αυτός του δόθηκε λόγω της εξαγοράς που έκαμε, όχι ένεκα του ρόλου του ως δημιουργικού αντιπροσώπου του Θεού.—Παροιμ. 8:22, 30· Ιωάν. 1:1-3· Κολ. 1:15, 16· Ιούδ 4.
5. Ποιες Γραφικές περικοπές θα μπορούσαν να παρατεθούν για να καταδειχθή ο βαθμός κυριότητος του ανθρώπου;
5 Εγείρεται όμως το ερώτημα, αν ο άνθρωπος έλαβε σημαντικό βαθμό κυριότητος όταν δημιουργήθηκε και του δόθηκε η εντολή: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης» (Γεν. 1:28) Απ’ αυτό μπορεί να υποστηρίξη κάποιος ότι αυτό έγινε. Μήπως το γεγονός ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού δεν περιελάμβανε και την ικανότητα να έχη κυριότητα; Μπορεί να έλθουν στη διάνοιά μας και άλλες Γραφικές περικοπές που το υποστηρίζουν αυτό. Μετά τον κατακλυσμό, ο Θεός είπε στον Νώε για «τα ζώα» τα εξής: «Εις τας χείρας σας εδόθησαν.» Επίσης ενθυμούμεθα τα λόγια του Δαβίδ όταν είπε στον Ιεχωβά: «Κατέστησας αυτόν κύριον επί τα έργα των χειρών σου· πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού.» Πάλι, έρχεται στη μνήμη η γνωστή φράσις του ψαλμωδού: «Οι ουρανοί των ουρανών είναι του Ιεχωβά, την δε γην έδωκεν εις τους υιούς των ανθρώπων.»—Γεν. 9:2· Ψαλμ. 8:6· 115:16, ΜΝΚ.
6. Γιατί είναι ουσιώδες να εξετάζωνται τα συμφραζόμενα οποιασδήποτε Γραφικής περικοπής;
6 Ναι, είναι παραδεκτό ότι οι ανωτέρω Γραφικές περικοπές ομιλούν για κυριότητα, αλλ’ αυτή είναι το πολύ σ’ ένα σχετικό ή περιορισμένο βαθμό. Αυτό καταφαίνεται όταν σε κάθε περίπτωση παρατηρούμε τα συμφραζόμενα, πράγμα που είναι πάντοτε ουσιώδες όταν αναζητούμε μια κατάλληλη κατανόησι του Λόγου του Θεού σε οποιοδήποτε θέμα.
7. Σχετικά με τη θέσι του ανθρώπου ως κυρίου, τι μαθαίνομε από τα εδάφια (α) Γένεσις 2:15-17, (β) Γένεσις 9:3-6, (γ) Ψαλμός 8, και (δ) Ψαλμός 115;
7 Σχετικά με την αρχική κατάστασι του ανθρώπου, δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το ποιος ήταν ο πραγματικός κύριος όταν διαβάζωμε ότι «έλαβε Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον, και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ για να εργάζηται αυτόν και να φυλάσση αυτόν.» Κατόπιν διαβάζομε: «Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γεν. 2:15-17) Ασφαλώς εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε κανένα λόγο ή δικαιολογία να λησμονήση σε ποιον ανήκε, αφού η ίδια η ζωή του εξηρτάτο από την υπακοή του στον Δημιουργό και Κτήτορά του. Με μια παρόμοια έννοια, όταν ο Θεός παρέδωσε όλα τα ζώα στα χέρια του Νώε, διαβάζομε αμέσως για την αυστηρή απαγόρευσι σχετικά με τη βρώσι αίματος και την έκχυσι ανθρωπίνου αίματος. Και αυτό πάλι τονίζει ποιος ήταν ο ανώτατος Κύριος της ζωής η οποία αντιπροσωπεύεται στο αίμα όλων των ζώντων πλασμάτων. (Γεν. 9:3-6) Αν ανοίξωμε στον Ψαλμό 8, παρατηρούμε ότι, αντί να δίδεται η εντύπωσις ότι η κυριότης της γης δόθηκε στον άνθρωπο, το όλον θέμα στρέφεται μάλλον στην απόδοσι τιμής και αίνου σ’ Εκείνον ο οποίος κατέχει και εξουσιάζει τα πάντα: «Ιεχωβά ο Κύριος ημών, πόσον είναι θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη!» (Εδάφια 1, 9, ΜΝΚ) Παρατηρούμε ένα παρόμοιο θέμα όταν κοιτάζωμε στον Ψαλμό 115. Σημειώστε ιδιαίτερα τα εισαγωγικά λόγια: «Μη εις ημάς, Ιεχωβά, μη εις ημάς, αλλ’ εις το όνομά σου δος δόξαν, διά το έλεός του, διά την αλήθειάν σου.» Αυτό τονίζει ότι ο Ιεχωβά δεν είναι μόνον ο πραγματικός Κτήτωρ, αλλά είναι και ένας καλός και άξιος Κτήτωρ. Δεν θα μπορούσε να υπάρξη καλύτερος.
8. (α) Σε ποια θέσι τοποθετήθηκε ο άνθρωπος από τον Δημιουργό του; (β) Αναγνωρίζεται αυτό γενικά, και ποια ερωτήματα εγείρονται;
8 Από τις Γραφικές περικοπές που εξετάσθηκαν ήδη, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι ο άνθρωπος αρχικώς έλαβε θέσι μεγάλης εμπιστοσύνης και ευθύνης. Δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού ως ελεύθερος ηθικός παράγων, είχε όλη την αναγκαία ικανότητα ν’ ανταποκριθή σε κάθε απαίτησι. Ο Ιεχωβά ήταν ο Κτήτωρ της γης. Ο άνθρωπος ήταν ο ενοικιαστής καλλιεργητής, εντεταλμένος να γίνη ο παγκόσμιος επιστάτης. Του είχε δοθή μια ιερή παρακαταθήκη και επιστασία. Αυτό είναι σαφές. Αλλά είναι εξίσου σαφές ότι ο άνθρωπος σήμερα, από γενική άποψι, δεν αναγνωρίζει καμμιά υποχρέωσι σχετικά μ’ αυτό. Εντελώς το αντίθετο μάλιστα. Πώς έγινε αυτό; Πώς το ζήτημα της κυριότητος έγινε ένα επίμαχο ζήτημα, και πώς θα διευθετηθή; Επίσης, εμείς ως άτομα, πώς περιλαμβανόμεθα σ’ αυτό και ποιες είναι οι συνέπειες για μας; Ενδιαφερόμεθα πραγματικά να λάβωμε τις ορθές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα.
ΕΓΕΡΣΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΑΧΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ
9. Τι υπονοούσε η βρώσις του απαγορευμένου καρπού;
9 Όταν ο Σατανάς ή Διάβολος παραπλάνησε την Εύα να φάγη από τον απαγορευμένο καρπό, δεν ανέφερε τίποτε για την ιδιοκτησία του καρπού. Αλλά σκεφθήτε για μια στιγμή τι συμβαίνει όταν τρώτε κάτι. Όταν είναι στο χέρι σας ή στο σπίτι σας, το έχετε αποκτήσει, είτε το δικαιούσθε είτε όχι. Αφού το φάτε, όμως, το εκάματε στην πραγματικότητα μέρος του εαυτού σας. Το εκάματε δικό σας, άσχετα με το τι θα πήτε ως δικαιολογία ή ομολογία. Αυτό είχε γίνει και με την Εύα. Μολονότι εκείνη είχε μόλις επαναλάβει τη θεία εντολή: «Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν διά να μη αποθάνητε,» διαβάζομε κατόπιν ότι «λαβούσα εκ του καρπού αυτού έφαγε και έδωκεν και εις τον άνδρα αυτής μεθ’ εαυτής και αυτός έφαγε.» (Γεν. 3:1-6) Το επιχείρημα του Σατανά που υπεκίνησε την πράξι τους είχε το νόημα ότι το δικαίωμα να φάγουν απ’ εκείνον τον καρπό ανήκε σ’ αυτούς. Έτσι, με εσκεμμένη και προκλητική πράξι, που μιλεί πιο δυνατά από τα λόγια, ο Αδάμ και η Εύα κατέταξαν το απαγορευμένο εκείνο δένδρο μεταξύ όλων των άλλων δένδρων για τα οποία τους είχε δοθή το δικαίωμα να φάγουν. Αλλά αμέσως μόλις έφαγαν και οι δυο τον απαγορευμένο καρπό, μήπως αισθάνθηκαν ότι ήσαν δικαιολογημένοι στην κατάταξι των δένδρων κατά την κρίσι των; Το γεγονός ότι τους έτυπτε η συνείδησίς των μας λέγει όχι! Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούσαν να δώσουν πίσω στο δένδρο τα κομμάτια του καρπού που είχαν φάγει απ’ αυτό, αλλά το ότι αφομοίωσαν τον καρπό που έφαγαν μέσα στα σώματά τους δεν τους έφερε το αίσθημα ότι είχαν το δικαίωμα να φάγουν τον απαγορευμένο καρπό. Τα φύλλα με τα οποία έκαμαν καλύμματα της οσφύος των για να κρύψουν την γυμνότητα που τώρα κατενόησαν, δεν ελήφθησαν από το απαγορευμένο δένδρο, αλλά ελήφθησαν από τη συκή. Η έκβασις του όλου ζητήματος ήταν σαν να είχαν φάγει «όμφακες.»—Ιεζ. 18:2.
10. Πώς το επίμαχο ζήτημα που ηγέρθη δεν περιωρίσθηκε σε κάτι υλικό, και ποια άλλα ερωτήματα ηγέρθησαν;
10 Ωστόσο, ηγέρθη το ζήτημα της δικαιωματικής ιδιοκτησίας του Θεού. Ας σημειωθή ότι το επίμαχο ζήτημα δεν περιωρίζετο διόλου σε κάτι το υλικό, στον καρπό ενός ωρισμένου δένδρου. Τι θα λεχθή για τον ίδιο τον άνθρωπο, όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά και για τις καλές εκείνες ηθικές ιδιότητες της πιστότητος και αφοσιώσεως και εκτιμήσεως; Δεν πρέπει όλες αυτές οι ιδιότητες να ασκούνται πάντοτε προς τιμήν και αίνον του Ιεχωβά, και ν’ αποδεικνύωνται από μια πορεία εκούσιας υπακοής και υποταγής σ’ αυτόν; Δεν είναι ο άνθρωπος τελείως εξηρτισμένος από τον Θεό για ζωή και για όλες τις δυνατότητες και ευλογίες της; Η συνεχής αναγνώρισις αυτής της εξαρτήσεως δεν είναι κάτι που κατάλληλα ανήκει στον Θεό ως δικαίωμά του να την έχη;
11. (α) Πώς ο Παύλος εχρησιμοποίησε παρόμοιο συλλογισμό όταν έγραψε στους Κορινθίους; (β) Ποια συσχέτισις παρουσιάζεται έτσι μεταξύ σχέσεως και κυριότητος;
11 Ο Παύλος χρησιμοποίησε συλλογισμό παρόμοιο με αυτόν όταν έγραψε στους Χριστιανούς της Κορίνθου: «Φοβούμαι όμως, μήπως, καθώς ο όφις εξηπάτησε την Εύαν δια της πανουργίας αυτού, διαφθαρή ούτως ο νους σας εκπεσών από της απλότητος της εις τον Χριστόν.» Μια τέτοια πορεία ειλικρίνειας και απλότητος από μέρους αυτών των Χριστιανών δικαιωματικά ανήκε στον Χριστό, διότι, όπως εξήγησε ο Παύλος, «σας ηρραβώνισα με ένα άνδρα, διά να σας παραστήσω παρθένον αγνήν εις τον Χριστόν.» Μια ορθή Γραφική κατανόησις του ζητήματος της σχέσεως θα μας βοηθήση να αποκτήσωμε ορθή άποψι της κυριότητος, για ν’ αποφύγωμε να δελεασθούμε από πανούργες σοφιστείες.—2 Κορ. 11:2, 3.
12. Ποια ήταν η αντίδρασις του Θεού στον στασιασμό της Εδέμ;
12 Οι πρώτοι γονείς μας εθελουσίως εξέλεξαν μια πορεία παρακοής και ανεξαρτησίας, μια διεφθαρμένη πορεία. Πραγματικά εκείνοι αρνήθηκαν το γεγονός ότι ο Θεός ήταν ο Κτήτωρ των. Έλαβαν την άποψι ότι ανήκαν στους εαυτούς των και σε αλλήλους, αλλ’ όχι στον Θεό. Διέκοψαν την καλή σχέσι τους με αυτόν. Ποια ήταν η αντίδρασις του Θεού σ’ αυτή την πρόκλησι; Μήπως παραιτήθηκε της κυριότητος επάνω σ’ αυτούς και στην Εδεμική τους κατοικία; Όχι, διόλου. Αυτός ήταν ο Νομοθέτης και Κριτής των, και τώρα ενεργούσε με αυτή την ιδιότητα. Αφού ανήγγειλε καταδίκη, επροστάτευσε την ιδιοκτησία του βγάζοντας τον άνθρωπο έξω από τον Κήπο της Εδέμ και κάνοντας αδύνατη κάθε επιστροφή σ’ αυτόν, ιδιαίτερα φρουρώντας «την οδόν του ξύλου της ζωής.»—Γεν. 3:24.
13. Προς όφελος τίνος δόθηκε η προφητεία στη Γένεσι 3:15 και ποια διαβεβαίωσι παρέσχε αυτό;
13 Μολονότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θεός από τότε εγκατέλειψε εντελώς τον Αδάμ και την Εύα στις δικές τους δυνάμεις, δεν το έκαμε αυτό στους απογόνους των. Όταν απήγγειλε καταδίκη κατά του όφεως, ο Θεός προφητικά μίλησε για ένα μελλοντικό «σπέρμα» της γυναικός που θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως. (Γεν. 3:15) Δεν αποκαλύφθηκαν λεπτομέρειες για το πότε και πώς θα εγίνετο αυτό, αλλά δόθηκε συγκεκριμένη υπόσχεσις ότι ο Θεός θα παρείχε μια ικανοποιητική απάντησι στην πρόκλησι που ηγέρθη από τον στασιασμό του ανθρώπου. Επομένως, αυτό ετόνιζε και την συνεχή ιδιοκτησία της γης και του ουρανού από τον Θεό, περιλαμβανομένων και των κατοίκων των, παρά την προσωρινή ανοχή του κακού και των κακοποιών.
14. Πώς ο Άβελ, ο Ενώχ και ο Νώε ανεγνώρισαν την κυριότητα του Θεού σ’ αυτούς;
14 Προς υποστήριξιν τούτου, σημειώστε τι λέγεται για τους τρεις πιστούς άνδρες που εμνημόνευσε ο Παύλος, τον Άβελ, τον Ενώχ και τον Νώε. Αυτοί ‘περιεπάτησαν με τον αληθινό Θεό’ ο δε Παύλος το επεβεβαίωσε αυτό στην επιστολή προς Εβραίους 11:1-7. (Γεν. 5:24· 6:9) Αυτοί ανεγνώρισαν την κυριότητα του Θεού σ’ αυτούς αποδεικνύοντας τούτο με την τήρησι μιας πορείας πιστής υπακοής με πνεύμα πιστής αφοσιώσεως και υποταγής. Παρά την ισχυρή αντίστασι που αντιμετώπισαν, απέδωσαν στον Θεό ό,τι ωφείλετο σ’ αυτόν με κάθε ειλικρίνεια και αγνότητα.
15. (α) Ποια πορεία ακολούθησε το ανθρώπινο γένος γενικά και ποια επίμαχα ζητήματα περιελαμβάνοντο; (β) Ποια είναι η στάσις και ο σκοπός του Ιεχωβά σ’ αυτά τα επίμαχα ζητήματα; (γ) Πώς ο Ιησούς έδωσε το παράδειγμα της ορθής στάσεως;
15 Εκτός από τους λίγους που αναφέραμε ήδη, πολλοί από την ανθρώπινη οικογένεια ακολούθησαν το δικό τους δρόμο. Το ζήτημα της κυριότητος εχρειάζετο πολύ χρόνο για να τακτοποιηθή. Οι ολίγοι μετά από τον Άβελ έδωσαν παράδειγμα των ορθών άρχων με την πορεία της ζωής των, αλλ’ όπως δείχνει το υπόμνημα, η μεγάλη πλειονότης των ανθρώπων αγνόησε ή απεστράφη το καλό αυτό παράδειγμα και εναντιώθηκε σ’ αυτό. (Εβρ. 11:36-38) Ακόμη και ο κατακλυσμός των ημερών του Νώε, που ήταν μια ισχυρή υπόμνησις του ποιος πραγματικά κατείχε τη γη και τους κατοίκους της, έφερε μόνο μια προσωρινή αναστολή στην εσκεμμένη, ιδιοτελή και στασιαστική πορεία του ανθρώπου. Αυτό ελύπησε τον Μεγάλο Κτήτορα, Ιεχωβά, αλλά δεν τον κατέλαβε εξ απροόπτου. Περιελαμβάνοντο και άλλα στενά συνδεόμενα ζητήματα: κυριαρχία ή εξουσία και λατρεία. Προκλητικά ερωτήματα εγέρθηκαν από τον Σατανά εν σχέσει με αυτά τα ζητήματα και ο Ιεχωβά προχωρούσε στην πραγματοποίησι του σκοπού του, που του είναι γνωστός από πριν, από τον καιρό που άρχισε ο στασιασμός. Η πλήρης πραγματοποίησις αυτού του σκοπού θα καταδείξη για πάντα, όχι μόνο το γεγονός της υπέρτατης κυριότητος του Θεού, αλλά και ότι είναι απόλυτα άξιος να κατέχη, αυτή τη θέσι και ότι ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να την αναγνωρίζει. Αυτή η αναγνώρισις εκδηλώνεται και θα εκδηλώνεται ως την τελική δοκιμασία από εκείνους που τηρούν ορθή σχέσι με τον ίδιο τρόπο που απήντησε ο Ιησούς στον τελικό πειρασμό στην έρημο: «Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει.»—Ματθ. 4:10 (ΜΝΚ)· Ιώβ 1:7-12· 2:2-5· Ησ. 46:9-11· Αποκάλ. 20:7-9.
16. Πότε και πώς ηγέρθη το επίμαχο ζήτημα της ιδιοκτησίας σε εθνικό επίπεδο και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
16 Λίγο μετά τον Κατακλυσμό, αναζωπυρώθηκε και πάλι το ζήτημα της κυριότητος. Ο Νεβρώδ, δισέγγονος του Νώε, επεδίωξε να θέση υπό τον έλεγχό του όλο το ανθρώπινο γένος. Έκτισε και εξουσίασε πόλεις στη χώρα του ‘στην αρχή της βασιλείας αυτού.’ Κατόπιν «εκ της γης εκείνης μετέβη στην Ασσυρία, (ΜΝΚ)» για να κατακτήση και να κτίση και άλλες πόλεις. Λόγω μολύνσεως με αυτό το πνεύμα, καταστρώθηκε ένα τολμηρό σχέδιο. Οι υιοί των ανθρώπων ανέλαβαν συνδυασμένη ενέργεια και είπαν: «Έλθετε, ας οικοδομήσωμεν εις εαυτούς πόλιν και πύργον, του οποίου η κορυφή να φθάνη έως του ουρανού· και ας αποκτήσωμεν εις εαυτούς όνομα, μήπως διασπαρώμεν επί του προσώπου πάσης της γης.» Ο Ιεχωβά απήντησε στην πρόκλησι συγχέοντας τη γλώσσα τους, «και διεσκόρπισεν αυτούς ο Ιεχωβά [από τη Βαβέλ] επί το πρόσωπον πάσης της γης.» Αυτοί, όμως, πήραν μαζί τους αυτή την ίδια σκέψι και το ίδιο πνεύμα. Αναπτύχθηκαν εθνικές ομάδες, και το ζήτημα της ιδιοκτησίας και κυριαρχίας υπήρχε τώρα σε εθνικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τον στενό πατριωτισμό, τις εχθρότητες και τους πολέμους που προξένησαν ανυπολόγιστη θλίψι και πικρία ως την εποχή μας.—Γεν. 10:8-12· 11:1-9, ΜΝΚ.
17. (α) Πώς ο Ιεχωβά ανέλαβε δράσι σε εθνικό επίπεδο; (β) Με τι τρόπους ο Ισραήλ αποδείχθηκε άπιστος και ανάξιος, και σε τι αποκορύφωμα έφθασε;
17 Στον ωρισμένο καιρό και ο Ιεχωβά επίσης ανέλαβε δράσι σε εθνικό επίπεδο. Από τους δώδεκα γυιους του Ιακώβ, του οποίου το όνομα άλλαξε σε Ισραήλ, ο Ιεχωβά ωργάνωσε το έθνος του Ισραήλ. Στο Όρος Σινά τούς είπε: «Εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών διότι ιδική μου είναι πάσα η γη.» (Εξοδ. 19:5) Στο βιβλίο του Δευτερονομίου η έκφρασις «εκλεκτός.» «περιούσιος» (Οʹ), «ειδικό απόκτημα» (ΜΝΚ) απαντάται τρεις φορές και τα συμφραζόμενα σε κάθε περίπτωσι τονίζουν με έμφασι την ορθή άποψι και πορεία ενεργείας ως προς τη λατρεία και την ιδιοκτησία. (Δευτ. 7:6· 14:2· 26:18) Ως έθνος, όμως, ο Ισραήλ κατ’ επανάληψιν παρέλειψε ν’ ανταποκριθή ή να υποταχθή στις εντολές του Θεού ή να προσέξη τους προφήτες του. Απέρριψαν το προνόμιο να είναι Αυτός ο Κτήτωρ των, είτε ως Βασιλεύς είτε ως Νομοθέτης. (1 Σαμ. 8:7· Ησ. 33:22· Ιεζ. 20:13, 30-32) Το αποκορύφωμα ήλθε όταν ο Θεός έστειλε τον αγαπητό του Υιό σ’ αυτούς. Είχαν κάθε λόγο να τον δεχθούν ως τον Μεσσία των. Αντιθέτως, κάτω από την επιρροή των ηγετών των, τον απέρριψαν και τον εθανάτωσαν. Ο ίδιος ο Ιησούς το παρέστησε αυτό με ακρίβεια στην παραβολή του στην οποία παρωμοίασε τον Ιεχωβά με τον ‘κύριον του αμπελώνος’ τον οποίον ‘εμίσθωσεν εις γεωργούς.’—Λουκ. 20:9-16.
Η ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΑΧΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΘΗΚΕ
18. (α) Ποιο νέο γεγονός συνέβη στην Πεντηκοστή του 33 μ.Χ.; (β) Ποιες σπουδαίες αλήθειες ετόνισε ο Πέτρος στους ακροατάς του σ’ εκείνη την περίπτωσι;
18 Οι θρησκευτικοί εκείνοι ηγέτες νόμιζαν ότι μπορούσαν τώρα να συνεχίζουν ως αναμφισβήτητοι κύριοι της καταστάσεως και του κοινού λαού. Δεν ήταν όμως έτσι. Στην εορτή της Πεντηκοστής, την πεντηκοστή δεύτερη μέρα από τη σταύρωσι του Ιησού, το άγιο πνεύμα, συνοδευόμενο από τη θαυματουργική δωρεά των γλωσσών, ξεχύθηκε στους μαθητάς του στην Ιερουσαλήμ. Γρήγορα συγκεντρώθηκε ένα πλήθος. Απευθυνόμενος σ’ αυτούς ο απόστολος Πέτρος τους εξέθεσε καθαρά την ευθύνη τους επειδή είχαν απορρίψει τον Ιησού, αλλά πρόσθεσε ότι αυτό έγινε «κατά την ωρισμένην βουλήν και πρόγνωσιν του Θεού.» Αποτελούσε ένα ζωτικό μέρος της πραγματοποιήσεως του σκοπού του Ιεχωβά. Ο Πέτρος κατόπιν είπε ότι ο Θεός ανέστησε τον Ιησούν και τον εξύψωσε στα δεξιά του και τον έκαμε Κύριον και Χριστόν.—Πράξ. 2:22-24, 32-36.
19. Τι αναφέρουν ο Πέτρος και ο Ιούδας ως προς τη δικαιωματική θέσι του Ιησού, και πώς ο Παύλος το επιβεβαιώνει αυτό;
19 Σε τρεις άλλες περιπτώσεις, δημοσία και ενώπιον του Σάνχεδριν, ο Πέτρος ετόνισε αυτές τις ίδιες αλήθειες, προσθέτοντας ότι ο Ιησούς ήταν ο ‘Αρχηγός της ζωής’ και είχε γίνει ο ‘ακρογωνιαίος λίθος’ και ότι «δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η σωτηρία.» (Πράξ. 3:15-18· 4:10-12· 5:30-32) Ύστερ’ από χρόνια, ο Πέτρος και ο Ιούδας στις επιστολές τους προειδοποίησαν για τους ψευδοδιδασκάλους οι οποίοι θα ηρνούντο «και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην,» «τον μόνον δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.» (2 Πέτρ. 2:1· Ιούδ. 4) Είναι φανερό λοιπόν ότι αποτελούσε προεγνωσμένο σκοπό του Θεού να συγκεντρωθή στον Ιησούν η τακτοποίησις του επιμάχου ζητήματος της κυριότητος, και ότι με τον θάνατο και την ανάστασί του εξασφαλίσθηκε και βεβαιώθηκε το πρώτο σπουδαίο βήμα, το θεμέλιον. Όπως είπε ο Παύλος στους Αθηναίους: «[Ο Θεός] προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη διά ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.»—Πράξ. 17:31.
20. Πώς ο Ιησούς έγινε ο κύριος του ανθρωπίνου γένους, σε αρμονία με την αγάπη και τη δικαιοσύνη του Θεού;
20 Άλλες Γραφικές περικοπές αναπτύσσουν πώς ο Ιησούς έγινε ο κύριος όλου του ανθρωπίνου γένους. Με ένα σύντομο βλέμμα σ’ αυτές τις περικοπές παρατηρούμε ότι ο Παύλος εξηγεί, στην επιστολή προς Ρωμαίους 5:12-21, πώς ο Αδάμ, με τον στασιασμό του, επώλησε τον εαυτό του και τους απογόνους του (που δεν είχαν γεννηθή ακόμη από τον Αδάμ) σε δουλεία και έγειναν υποτελείς στους δύο βασιλείς, την Αμαρτία και τον Θάνατο. Εν τούτοις, ο Θεός με τη μεγάλη αγάπη του και το έλεός του, και σε αρμονία πάντοτε με την αυστηρή δικαιοσύνη, επρομήθευσε ένα μέσον συνδιαλλαγής. Αυτό απαιτούσε την προμήθεια και πληρωμή ενός ικανοποιητικού τιμήματος με το οποίο ο άνθρωπος θα μπορούσε να λυτρωθή και να ελευθερωθή από την καταδίκη. Το τίμημα έπρεπε να αντιστοιχή επακριβώς με τον τέλειο άνθρωπο Αδάμ. Θαυματουργικά ο Θεός εφρόντισε να κατέλθη στη γη ο ουράνιος Υιός του, να γεννηθή και να μεγαλώση και να γίνη τέλειος άνδρας. Ο Ιησούς εθελουσίως ανέλαβε αυτή την πορεία και, όπως είπε, έδωσε «την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» Όπως έγραψε ο Παύλος: «Είναι εις Θεός, εις δε και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» Ο Θεός ήταν ο Δημιουργός και Κτήτωρ καθώς και ο Πρωτουργός αυτής της διευθετήσεως γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι τώρα πρόκειται για ζήτημα συγκυριότητος.—Ματθ. 20:28· 1 Τιμ. 2:5, 6· Πράξ. 20:28.
21. Πώς και πότε θα είναι διαθέσιμα τα οφέλη του αντιλύτρου στο ανθρώπινο γένος γενικά;
21 Η δικαιοσύνη την οποία ο Θεός αποδίδει σε ένα άτομο λόγω της πίστεώς του και αποδοχής της απολυτρωτικής θυσίας του Χριστού χαρακτηρίζεται ως «χάρισμα.» (Ρωμ. 5:15-17· 6:23) Τα οφέλη του αντιλύτρου θα είναι διαθέσιμα για το ανθρώπινο γένος γενικά στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Θεού. Έως τώρα η πλειονότης των ανθρώπων έζησαν και πέθαναν σε πλήρη άγνοια αυτής της προμηθείας. Αλλά κάτω από την κυριαρχία της βασιλείας του Θεού θα υπάρξη ανάστασις ‘πάντων των εν τοις μνημείοις’ και μια δίκαιη κρίσις για όλους που θ’ αποδοθή από τον Βασιλέα, δηλαδή τον Ιησού Χριστό.—Ιωάν. 5:28· Αποκάλ. 20:11-21:4.
22. Πώς ο Ιησούς έδειξε μια πορεία αντίθετη της κυριότητος και τι ερωτήματα προκαλεί αυτό;
22 Εν τούτοις, προτού αρχίση εκείνη η ημέρα της κρίσεως του ανθρωπίνου γένους, πρέπει να εκπληρωθή ένα άλλο μέρος του θείου σκοπού. Αυτό επίσης αφορά στην αναγνώρισι της θείας κυριότητος. Σε μια περίπτωσι ο Ιησούς είπε: «Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν, και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού, και ας με ακολουθή.» (Ματθ. 16:24) Τι εννοούσε με αυτό; Μήπως μας έδωσε κανένα σχετικό παράδειγμα για να το ακολουθήσωμε σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων; Τι σημαίνει αυτό για μας σήμερα ως άτομα; Αυτά τα ερωτήματα μάς έρχονται στη διάνοια, γι’ αυτό θα τα εξετάσωμε στο επόμενο άρθρο.