Η Άποψις της Βίβλου
Γιατί ο Ιησούς Χριστός Απεκάλεσε τον Εαυτό του ο «Αμήν»;
Ο ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ Υιός του Θεού είπε στη Χριστιανική εκκλησία της Λαοδικείας τα εξής: «Ταύτα λέγει ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού· Εξεύρω τα έργα σου, ότι ούτε ψυχρός είσαι ούτε ζεστός· είθε να ήσο ψυχρός ή ζεστός· ούτως, επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ψυχρός ούτε ζεστός, μέλλω να σε εξεμέσω εκ του στόματός μου.»—Αποκάλ. 3:14-16.
Ασφαλώς, υπήρχε μεγάλη αντίθεσις μεταξύ του Ιησού Χριστού και πολλών μαθητών του στη Λαοδίκεια. Μολονότι ο Υιός του Θεού ήταν πιστός και αληθινός, η εκκλησία των Λαοδικέων ευρίσκετο σε μια κατάστασι σοβαρής πνευματικής χαλαρώσεως. Δεν ήταν διεγερτικά θερμή, ούτε αναψυκτικά δροσερή, αλλά χλιαρή, χωρίς ενθουσιασμό και ζήλο.
Λόγω της κακής πνευματικής καταστάσεως αυτής της εκκλησίας, ήταν ιδιαίτερα κατάλληλο το ότι ο Ιησούς Χριστός επέστησε την προσοχή στο ότι εκείνος είναι ο Αμήν. Ο όρος «Αμήν» σημαίνει «βέβαιος,» «αληθινός,» «είθε,» «αλήθεια.» Ο Ιησούς Χριστός είναι πράγματι ένας που λέγει την αλήθεια, ένας αληθινός προφήτης ή εκπρόσωπος του Θεού. Και το ότι ανεφέρθη στον εαυτόν του ως τον «Αμήν,» το έκανε για να επιπλήξη την εκκλησία των Λαοδικέων λόγω του ότι μέλη αυτής της εκκλησίας είχαν αποτύχει να ζουν σύμφωνα μ’ εκείνο που αντιπροσώπευε ο Κύριός τους—δηλαδή, την αλήθεια και την πιστότητα. Με το να είναι χλιαροί, ήσαν στην πραγματικότητα άπιστοι ως προς εκείνο που απαιτείτο απ’ αυτούς.
Ως ο Αμήν, ο Ιησούς Χριστός, ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο από ένας που λέγει την αλήθεια. Επιβεβαιώνει ή εγγυάται το ότι όλες οι υποσχέσεις του Θεού θα πραγματοποιηθούν. Αυτό τόνισε ο απόστολος Παύλος στο εδάφιο 2 Κορινθίους 1:20, λέγοντας: «Πάσαι αι επαγγελίαι του Θεού είναι εν αυτώ το ναι και εν αυτώ το αμήν, προς δόξαν του Θεού δι’ ημών.»
Αλλά πώς ο Ιησούς Χριστός έγινε εκείνος μέσω του οποίου επικυρώνονται όλες οι υποσχέσεις του Θεού; Για ν’ απαντήσωμε σ’ αυτή την ερώτησι, πρέπει να εξετάσωμε γιατί αυτό κατέστη αναγκαίο.
Όταν ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ περιφρόνησε τον θείο νόμο, έχασε την άγια θέσι του ενώπιον του Δημιουργού του και κατέστρεψε την τελειότητα του. Ως αμαρτωλός, δεν μπορούσε πια να γεννήση αναμάρτητα τέκνα. Έτσι, όλο το ανθρώπινο γένος εισήλθε στη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου. Η Αγία Γραφή μάς λέγει: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμ. 5:12) Επί πλέον, οι απόγονοι του Αδάμ ήσαν αποξενωμένοι από τον Ιεχωβά Θεό, ο οποίος είναι άγιος, αμόλυντος και καθαρός, και ο οποίος δεν έχει καμμιά σχέσι με την αμαρτία.
Έτσι, η ανθρώπινη φυλή χρειαζόταν απελευθέρωσι από την δουλεία της αμαρτίας. Μόνο μέσω εξαγοράς απ’ αυτή τη δουλεία θα μπορούσαν να συνδιαλλαγούν με τον Θεό. Επειδή ο Αδάμ είχε χάσει τέλεια ανθρώπινη ζωή, η τιμή του αντιλύτρου θάπρεπε να είναι ακριβώς ισότιμη—τέλεια ανθρώπινη ζωή. Κανένας ατελής απόγονος του Αδάμ δεν θα μπορούσε να πληρώση αυτό το πολύτιμο τίμημα. Γι’ αυτό η Βίβλος λέγει: «Ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράση αδελφόν, μηδέ να δώση εις τον Θεόν λύτρον δι’ αυτόν· διότι πολύτιμος είναι η απολύτρωσις της ψυχής αυτών, και ανεύρητος διαπαντός, ώστε να ζη αιωνίως, να μη ίδη διαφθοράν.»—Ψαλμ. 49:7-9.
Ο Ιησούς Χριστός, όμως, κατείχε το απαιτούμενο απολυτρωτικό τίμημα. Θαυματουργικά, μετεφέρθη από την ουράνια ύπαρξι του ως πνευματικό πρόσωπο σε επίγεια ύπαρξι που είχε την αρχή της στη μήτρα της παρθένου Μαρίας. (Λουκ. 1:30-35· Ιωάν. 1:1, 2, 14) Έτσι, ο Ιησούς ήταν τέλειος. Σε αντίθεσι με τον Αδάμ, ο οποίος κατέστρεψε την τελειότητά του, ο Υιός του Θεού διετήρησε την αναμάρτητη κατάστασί του εν σαρκί.
Σχολιάζοντας το γεγονός αυτό, ο απόστολος Πέτρος έγραψε: «Όστις αμαρτίαν δεν έκαμεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού.» (1 Πέτρ. 2:22) Ακόμη και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης δεν μπόρεσε να αναφερθή σε καμμιά αμαρτία από μέρους του Ιησού. Μολονότι συνεδέετο πολύ στενά μαζί του και μπορούσε να παρατηρή τον Υιόν του Θεού όταν δεν ευρίσκετο σε δημόσια θέα, ο Ιούδας δεν μπόρεσε να δικαιολογήση την προδοσία του Ιησού εκ μέρους του. Υποκινήθηκε ν’ αναγνωρίση: «Ήμαρτον παραδόσας αίμα αθώον.» (Ματθ. 27:4) Επίσης, οι πιο άσπονδοι εχθροί του Ιησού Χριστού μπόρεσαν να παρουσιάσουν μόνο ψευδή μαρτυρία εναντίον του.—Μάρκ. 14:55-59.
Συνεπώς, όταν ο Ιησούς Χριστός κατέθεσε πρόθυμα τη ζωή του, πλήρωσε το τίμημα που απαιτείτο για την εξαγορά του ανθρωπίνου γένους. Αυτός «έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.»—1 Τιμ. 2:6.
Οι άνθρωποι που γνωρίζουν ότι έχουν εξαγορασθή και επιθυμούν να εφαρμοσθούν στη ζωή τους τα εξιλεωτικά οφέλη της θυσίας του Χριστού, μπορούν να συνδιαλλαγούν με τον Θεό. Σχετικά μ’ αυτό, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Ο Χριστός, ότε ήμεθα έτι ασθενείς, απέθανε κατά τον ωρισμένον καιρόν υπέρ των ασεβών. . . . Διότι εάν εχθροί όντες εφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ μάλλον φιλιωθέντες θέλομεν σωθή δια της ζωής αυτού· και ουχί μόνον τούτο, αλλά και καυχώμενοι εις τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου ελάβομεν τώρα την φιλίωσιν.» (Ρωμ. 5:6-11) Όλοι εκείνοι, λοιπόν, που έχουν συμφιλιωθή με τον Θεόν, θα δουν την εκπλήρωσι των θείων υποσχέσεων, η οποία έγινε δυνατή μέσω της τελείας πορείας ζωής του Ιησού περιλαμβανομένου και του θυσιαστικού θανάτου του.
Φυσικά, ο Ιεχωβά Θεός ήταν εκείνος που ενήργησε για την εξαγορά της ανθρωπίνης φυλής, πράγμα που στοίχισε ακριβά σ’ αυτόν. Μολονότι αγαπούσε τον Υιόν του βαθιά, επέτρεψε ωστόσο να πεθάνη μ’ ένα επονείδιστο θάνατο, έτσι ώστε οι αμαρτωλοί άνθρωποι να μπορέσουν να απολυτρωθούν. Αφού ο Ύψιστος έδειξε τέτοια υπερβολική αγάπη, δεν υπάρχει καμμιά απολύτως υπόσχεσι που δεν θα εκπληρωθή. Ο απόστολος Παύλος τόνισε αυτό το σημείο μέσω της επομένης ερωτήσεως: «Όστις τον ίδιον εαυτού Υιόν δεν εφείσθη, αλλά παρέδωκεν αυτόν υπέρ πάντων ημών, πώς και μετ’ αυτού δεν θέλει χαρίσει εις ημάς τα πάντα;»—Ρωμ. 8:32.
Ως προς τον Υιόν, λόγω της ταυτότητός του μέχρι θανάτου, τον αντήμειψε πλούσια. Διαβάζομε στην Αγία Γραφή: «Ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα, δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός.»—Φιλιππ. 2:9-11.
Σύμφωνα μ’ αυτό, όλες οι προσευχές πρέπει να απευθύνωνται μέσω του Ιησού και το «αμήν» πρέπει να λέγεται εν τω ονόματί του. Επειδή ο Υιός του Θεού είναι ο Αμήν, όλες οι κατάλληλες αιτήσεις λαμβάνουν απάντησι. Εκείνος είπε στους αποστόλους του: «Όσα αν αιτήσητε παρά του Πατρός εν τω ονόματι μου, θέλει σας δώσει. . . . Αιτείτε και θέλετε λαμβάνει, δια να ήναι πλήρης η χαρά σας.» (Ιωάν. 16:23, 24) «Ό,τι αν ζητήσετε εν τω ονόματι μου, θέλω κάμει τούτο, δια να δοξασθή ο Πατήρ εν τω Υιώ. Εάν ζητήσητε τι εν τω ονόματί μου, εγώ θέλω κάμει αυτό.»—Ιωάν. 14:13, 14.
Ασφαλώς, ο Ιησούς Χριστός ορθά απεκάλεσε τον εαυτό του «Αμήν.» Επειδή λοιπόν είναι ο «Αμήν,» μπορούμε να έχωμε εμπιστοσύνη στη βεβαία εκπλήρωσι των υποσχέσεων του Θεού. Επίσης, όλες οι προσευχές που αναπέμπονται με πίστι και σε αρμονία με το θείο θέλημα θα λάβουν απάντησι. Το γεγονός ότι ο Ιησούς είναι ο Αμήν, πρέπει, επίσης, να υπενθυμίζη στους Χριστιανούς τη σπουδαιότητα του να παραμένουν πιστοί, μιμούμενοι το παράδειγμά του ως ‘του μάρτυρος του πιστού και αληθινού.’