Ένας Θάνατος που Έφερε Ζωή!
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ του Ιησού Χριστού πάνω στο ξύλο του μαρτυρίου πριν από 1.900 και πλέον έτη ήταν εκείνος που άνοιξε για μας μια θύρα προς ζωήν. Χωρίς τον θάνατό του δεν θα είχαμε την ελπίδα να φθάσωμε πάλι σε μια κατάστασι αναμαρτησίας και τελειότητος, που αρχικώς κατείχε ο προπάτωρ μας Αδάμ. Δεν θα είχαμε ελπίδα να δούμε την ημέρα, που ο θάνατος δεν θα τερματίζη πια κάθε ανθρώπινη ζωή οιουδήποτε μήκους. Δεν θα είχαμε ελπίδα αποκτήσεως πείρας απελευθερώσεως από την αιχμαλωσία του θανάτου μέσω αναστάσεως. Η ζωή του, ως τελείου ανθρωπίνου όντος, παρεδόθη ως αντίλυτρον για μας.
Η απολύτρωσις σημαίνει απελευθέρωσι από αιχμαλωσία ή τιμωρία με πληρωμή μιας τιμής. Ένα αντίλυτρον εξαγοράζει ή απολύει, απαλλάσσοντας ένα πρόσωπο από θλίψι και στενοχωρία. Επειδή ο προπάτωρ μας Αδάμ παρέβη το νόμο του Θεού, έχασε το σημείον ή μέτρον της δικαιοσύνης, που ο Θεός είχε θέσει για όλα τα πλάσματά του. Εφόσον ουδείς μπορεί να «εξάξη καθαρόν από ακαθάρτου», οι απόγονοι του Αδάμ εκληρονόμησαν την αμαρτωλή κατάστασι που επεκράτησε με τη δική του πράξι της παρακοής. (Ιώβ 14:4) Από την ημέρα του μέχρι των ημερών μας όλοι οι απόγονοί του εγεννήθησαν στην αμαρτία και υπήχθησαν στον θάνατο. «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμ. 5:12) Υπήρχε μήπως κανένα μέσο, με το οποίο μπορούσε ο άνθρωπος να απελευθερωθή από την αμαρτία και τον θάνατον; Μάλιστα, αλλά δεν εξηρτάτο από τον άνθρωπο ν’ αποφασίση πώς θα μπορούσε να επιτευχθή τέτοια απελευθέρωσις· θα ήταν δυνατή μόνο με το να γίνη εξιλασμός σε αρμονία με τον δίκαιο νόμο του Θεού. Εφόσον, με την παρακοή του στον Θεό, ο Αδάμ είχε χάσει το δικαίωμα της τελείας ανθρωπίνης ζωής για τον εαυτό του και τους απογόνους του, εκείνο που έχασε αυτός μπορούσε ν’ αποκτηθή πάλιν από τους ευπειθείς κατά τον ωρισμένο καιρό του Θεού, μόνον αν επληρώνετο μια απολυτρωτική τιμή ίση με ό,τι είχε απολεσθή. Ένα αντίστοιχο λύτρο απητείτο για να ικανοποιηθή ο δίκαιος νόμος του Θεού.
Ουδείς απόγονος του Αδάμ υπήρξε ικανός να προμηθεύση την απαιτούμενη απολυτρωτική τιμή διότι ουδείς υπήρξε αναμάρτητος και τέλειος. «Ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράση αδελφόν, μηδέ να δώση εις τον Θεόν λύτρον δι’ αυτόν· διότι πολύτιμος είναι η απολύτρωσις της ψυχής αυτών, και ανεύρητος δια παντός, ώστε να ζη αιωνίως, να μη ίδη διαφθοράν.» (Ψαλμ. 49:7-9) Μόνον ο Θεός μπορούσε να το προμηθεύση, αλλά δεν ήταν κάτω από υποχρέωσι να ενεργήση έτσι. Ήταν πράξις αγαθωσύνης, της οποίας δεν ήσαν άξιοι οι απόγονοι του Αδάμ, το ότι ο Θεός, από αγάπη κινούμενος, επρομήθευσε μια απολυτρωτική τιμή γι’ αυτούς. Η τιμή ήταν ο μονογενής του Υιός, του οποίου τη ζωή μετέφερε από τους ουρανούς στη μήτρα της Μαρίας, ώστε ο Υιός του να γεννηθή ένα τέλειο ανθρώπινο ον. Με το να έλθη η δύναμις της ζωής στον Ιησούν από τον ουρανό μάλλον παρά από τον Αδάμ, μέσω παραγωγής, αυτός ήταν απηλλαγμένος από τα αποτελέσματα της αμαρτίας του Αδάμ. Ήταν αναμάρτητος.
Με το να εγκαταλείψη την τελεία του ανθρώπινη ζωή, ο Ιησούς Χριστός επλήρωσε την απαιτούμενη απολυτρωτική τιμή, που αντιστοιχούσε σε αξία με τη ζωή του Αδάμ πριν αυτός αμαρτήση. «Διότι είναι είς Θεός, είς και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» (1 Τιμ. 2:5, 6) Άπαξ και επληρώθη το αντίλυτρον, άλλη τέτοια θυσία για αμαρτίες ήταν περιττή. «Ουδέ δια να προσφέρη πολλάκις εαυτόν, καθώς ο αρχιερεύς εισέρχεται εις τα άγια κατ’ ενιαυτόν με ξένον αίμα· (διότι έπρεπε τότε πολλάκις να πάθη από καταβολής κόσμου·) τώρα δε άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη, δια να αθετήση την αμαρτίαν δια της θυσίας εαυτού.»—Εβρ. 9:25, 26.
Η δήλωσις ότι ο Ιησούς ήταν «αντίλυτρον υπέρ πάντων» πρέπει να κατανοηθή υπό το φως άλλων Γραφικών εδαφίων. Ο θάνατός του δεν ευεργετεί όλους τους απογόνους του Αδάμ άσχετα προς την προσωπική τους πορεία και την προσωπική τους στάσι. Δεν επλήρωσε την απολυτρωτική τιμή για άτομα, που διαπράττουν εξακολουθητικώς αμαρτίες παραβιάζοντας εκουσίως τους νόμους του ουρανίου του Πατρός. Η τιμή είναι μόνο για τα άτομα, που εκτιμούν την παρ’ αξίαν χάριν που ο Θεός τούς έδειξε προμηθεύοντας μέσον για την απελευθέρωσί τους από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Είναι για κείνους που αναγνωρίζουν ότι έχουν ανάγκη ενός αντιλύτρου και εξασκούν πίστι σ’ αυτό. Ο ίδιος ο Ιησούς περιώρισε τα ευεργετήματα του αντιλύτρου στα τοιαύτα άτομα, λέγοντας: «Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» (Ιωάν. 3:16) Σημειώστε το προσόν—«πας ο πιστεύων εις αυτόν.» Συνεπώς, το αντίλυτρον είναι για όλους εκείνους που ασκούν πίστι, όχι για όλους που ζουν.
Με την ανυπακοή του ο Αδάμ εξέπεσε από την αρμονική του σχέσι με τον Θεό και έγινε εχθρός. Όλοι οι απόγονοί του, λόγω των κληρονομημένων και των προσωπικών αμαρτιών, περιήλθαν στην ίδια κατάστασι εχθρότητος με τον Θεό. Η θυσία του αντιλύτρου καθιστά δυνατόν γι’ αυτούς να συμφιλιωθούν με τον Θεό, τουτέστι, να φερθούν πάλι σε αρμονία με αυτόν. Επί του σημείου τούτου οι Γραφές εκθέτουν: «Αλλ’ ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών. Διότι, εάν εχθροί όντες εφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ μάλλον φιλιωθέντες θέλομεν σωθή δια της ζωής αυτού.» (Ρωμ. 5:8, 10) Εδώ, λοιπόν, είναι δύο από τα πολλά ευεργετήματα που εχορηγήθησαν σ’ εμάς με τον θάνατο του Χριστού. Μπορούμε να έλθωμε σε αρμονία με τον Θεό και μπορούμε να σωθούμε.
Το να σωθούμε σημαίνει ν’ απελευθερωθούμε από αιχμαλωσία στην αμαρτία και στο θάνατο που έχομε κληρονομήσει. Αυτό δεικνύεται από το Γραφικό εδάφιο στο Ιωάννης 3:16, που παρετέθη ανωτέρω, και από το επόμενο εδάφιο. Καθώς δεικνύουν τα Γραφικά εδάφια, η θυσία του Χριστού κατέστησε δυνατόν για άτομα, που ασκούν πίστι, να αποκτήσουν αιώνια ζωή, κι έτσι να σωθούν μάλλον παρά να υποστούν καταστροφή, όπως θα συνέβαινε αν δεν είχε πληρωθή ένα αντίλυτρο. Το εδάφιο 17 δηλώνει: «Επειδή δεν απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, δια να κρίνη τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος δι’ αυτού.» Ο κόσμος του ανθρωπίνου γένους δεν θα απολεσθή στον θάνατο, διότι η απολυτρωτική θυσία του Χριστού κατέστησε δυνατόν να σωθούν από εξάλειψι παντός είδους άνθρωποι που ασκούν πίστι. Θα τους δοθή το δώρον της αιωνίου ζωής στη δίκαιη νέα τάξι του Θεού που είναι τώρα τόσο πλησίον, επί θύραις. Πολλοί απ’ αυτούς θα εγερθούν ακόμη και από τους νεκρούς. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνη, αν ο Χριστός δεν είχε πεθάνει ως απολυτρωτική θυσία.
Σήμερα εμείς μπορούμε να πλησιάσωμε τον Θεό και να λάβωμε συγχώρησι των αμαρτιών μας, θεωρούμενοι δίκαιοι ενώπιον του Θεού, μέσω της θυσίας του Χριστού. Όταν πλησιάζη ο θάνατος, μπορούμε, λόγω της θυσίας αυτής, να έχωμε μια σταθερή ελπίδα ότι δεν θα παραμείνωμε για πάντα στην κατάστασι εκμηδενίσεως του θανάτου, αλλά θα φερθούμε πάλι σε ζωή μέσω αναστάσεως. Στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού, μπορούμε με πεποίθησι να προσδοκούμε μια αναγέννησι στην κατάστασι της ανθρωπίνης τελειότητος που είχε απολαύσει ο Αδάμ· και μπορούμε με χαρά ν’ αποβλέπωμε στο να λάβωμε το δώρον της «ζωής αιωνίου, την οποίαν υπεσχέθη ο αψευδής Θεός προ χρόνων αιωνίων.» (Τίτον 1:2) Έτσι ο θάνατος του τελείου ανθρώπου, Ιησού Χριστού, έφερε ζωή στο θνήσκον ανθρώπινο γένος.