Να Ζούμε ως Ανήκοντες στον Ιεχωβά
«Εάν τε . . . ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Ιεχωβά είμεθα.»—Ρωμ. 14:8.
1. Σε ποια ζητήματα πρέπει να είναι ενωμένη η Χριστιανική εκκλησία;
ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ Χριστιανοί ενδιαφέρονται να ζουν ειρηνικά με τους άλλους. (Ρωμ. 12:18) Τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας το κάνουν αυτό δίνοντας προσοχή στα πιο σπουδαία πράγματα και περικόπτοντας όσα δεν είναι ουσιώδη για την προαγωγή της πίστεως. (1 Τιμ. 1:4) Μεταξύ των σπουδαίων πραγμάτων, επιζητούν να έχουν ενότητα πίστεως και ενεργείας. Ως παράδειγμα της ενότητος αυτής, ο απόστολος Παύλος υποδεικνύει το ανθρώπινο σώμα. Ακριβώς όπως τα μέλη ενός υγιούς σώματος λειτουργούν με ενοποιημένο τρόπο για τα συμφέροντα ολοκλήρου του σώματος, το οποίο μ’ αυτό τον τρόπο καθίσταται ικανό να εκτελή μια αξιόλογη εργασία, το ίδιο συμβαίνει και στη Χριστιανική εκκλησία. Δεν πρέπει να υπάρχη διαίρεσις σ’ αυτό το σώμα, αλλά «να φροντίζωσι τα μέλη το αυτό υπέρ αλλήλων.»—1 Κορ. 12:25.
2. Μολονότι υπάρχει ενότης, γιατί οι Χριστιανοί δεν βλέπουν με τον ίδιο τρόπο όλα τα πράγματα και δεν ενεργούν ομοίως;
2 Εν τούτοις, αυτή η ενότης δεν σημαίνει ομοιομορφία. Το γεγονός ότι όλοι οι Χριστιανοί πιστεύουν στον ένα Παντοδύναμο Θεό και στον Υιό του Ιησού Χριστό, που είναι η Κεφαλή της εκκλησίας δεν τους καθιστά ‘πανομοιώματα,’ ούτε τους κάνει να μιλούν μηχανικά, σαν να ήσαν ρομπότ. Όχι, ο καθένας έχει τη δική του προσωπικότητα, την προσωπική του άποψι σε ζητήματα που δεν είναι ουσιώδη για σωτηρία. Ο καθένας διαφέρει από τους άλλους, λίγο ή πολύ, ως προς τον τρόπο που διευθετεί τις υποθέσεις του και ενεργεί, ακόμη και στις καθημερινές συνήθεις εργασίες, στην αναψυχή και στη διασκέδασι. Αυτό οφείλεται κατά μέγα μέρος στο ότι οι περιστάσεις και το παρελθόν των ατόμων διαφέρουν πολύ.
3, 4. Πώς ο αληθινός Χριστιανός ζη «δια τον Ιεχωβά»;
3 Παρ’ όλ’ αυτά, ό,τι κι αν κάνουν οι Χριστιανοί, πρέπει να το κάνουν με όλη τους την καρδιά σαν να το κάνουν στον Ιεχωβά Θεό τον ίδιο. Ένας Χριστιανός μπορεί να μην καταλαβαίνη πλήρως γιατί ένας άλλος βλέπει ή πράττη τα πράγματα μ’ έναν ωρισμένο τρόπο. Αλλά κατανοεί ότι ο Θεός είναι ο Κριτής των δούλων του. Και ακριβώς όπως ο Χριστιανός προσπαθεί να ενεργή σε όλα με τον καλύτερο τρόπο που αυτός καταλαμβάνει και μπορεί για να ευαρεστήση τον Ιεχωβά, έτσι αποδίδει τα ίδια ελατήρια και στους αδελφούς του. Ο απόστολος λέγει σχετικά μ’ αυτό τα εξής:
«Ουδείς εξ ημών ζη δι’ εαυτόν και ουδείς αποθνήσκει δι’ εαυτόν. Επειδή εάν τε ζώμεν, δια τον Ιεχωβά ζώμεν· εάν τε αποθνήσκωμεν, δια τον Ιεχωβά αποθνήσκομεν. Εάν τε λοιπόν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Ιεχωβά είμεθα.»—Ρωμ. 14:7, 8, ΜΝΚ.
4 Ακόμη και ο πιο ειλικρινής, ευσυνείδητος Χριστιανός έχει ατέλειες και ελαττώματα και, επομένως, δεν είναι πάντοτε απηλλαγμένος από ιδιοτελείς πράξεις. Αλλά δεν αποτελεί μεγάλο σκοπό της ζωής του να γίνη πλούσιος ή να επιδοθή σε μια ζωή ευχαριστήσεων και ανέσεων. Δεν ζη για τον εαυτό του και μόνο. Η κυρία επιδίωξις στη ζωή του είναι να ευαρεστή τον Θεό με το να κάνη το θέλημά Του. Είναι πρόθυμος να πεθάνη σε κάθε στιγμή αν ο θάνατός του μπορή να εξυπηρετήση τον σκοπό του Θεού. Και ακριβώς όπως έζησε τη ζωή του σαν ν’ ανήκε στον Θεό, έτσι και στον θάνατο ο Ιεχωβά τον υπολογίζει δικό Του. Πραγματικά, αντιμετωπίζοντας τον θάνατο είναι βέβαιος για την ανάστασι, διότι ο Ιεχωβά θεωρεί ως ζώντας, και όχι ως νεκρούς, εκείνους που έχουν αυτόν ως Θεό τους.—Ματθ. 22:31, 32· Ρωμ. 4:17.
ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΝΑ ΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
5. (α) Ποιο είναι το πιο σπουδαίο έργο; (β) Πώς πρέπει ένας Χριστιανός να θεωρή τον τρόπο με τον οποίον κάποιος άλλος δαπανά το χρόνο και τις ενέργειές του;
5 Το πιο σπουδαίο έργο που μπορεί να προσφέρη κάποιος είναι να βοηθή άλλους ν’ αποκτήσουν και να διατηρήσουν μια αγαθή στάσι ενώπιον του Θεού και του Χριστού. Αλλά πρέπει να γίνουν και άλλα πράγματα. Ένας άνθρωπος που αφιερώνει χρόνο στη διακήρυξι των «αγαθών νέων» μπορεί ν’ αποφασίση ν’ ανεγείρη μια νέα κατοικία, ή να μεγαλώση την κατοικία του, για την οικογένειά του. Επειδή δαπανά χρόνο και χρήμα γι’ αυτό τον σκοπό, οι άλλοι Χριστιανοί δεν πρέπει να συμπεράνουν ότι αυτός κατ’ ανάγκην είναι υλιστής. Τον κρίνουν αν πουν, ‘Η αγάπη του για την αλήθεια «ψυχραίνεται.»’ Μπορεί να το κάνη αυτό επειδή φρονεί ότι αποτελεί Χριστιανικό καθήκον να έχη ένα ευπαρουσίαστο, ευπρεπισμένο σπίτι στα μάτια της κοινότητος. Ίσως να θέλη να χρησιμοποιήση αυτό το σπίτι ως τόπο συναθροίσεως για μια εκκλησιαστική ομάδα.
6. Πώς θα μπορούσε κανείς να βρη τον εαυτό του να σφάλλη ως κριτής του αδελφού του σχετικά με μορφές αναψυχής;
6 Ένας άλλος ευσυνείδητος Χριστιανός μπορεί να εκλέξη μια μορφή αναψυχής που δεν είναι εσφαλμένη αυτή καθ’ εαυτή. Την διατηρεί σε δεύτερη θέσι ως προς την εξυπηρέτησι των συμφερόντων της Βασιλείας. Άλλοι ίσως δεν εκλέγουν αυτή την ιδιαίτερη μορφή αναψυχής για τον εαυτό τους, αλλά την θεωρούν σπατάλη χρόνου. Αλλά θα έκριναν τον Χριστιανό αν έλεγαν ότι αυτός ζη για τον εαυτό του και όχι για τον Ιεχωβά, ότι έχει μοιράσει τον εαυτό του μεταξύ του να ‘δουλεύη Θεόν και μαμωνά.’—Λουκ. 16:13.
7. Γιατί δεν μπορεί ο Χριστιανός να καθορίση τι είναι καλύτερο για τον άλλον ως προς τα υλικά αποκτήματα;
7 Ο καθένας μας έχει τη δική του άποψι ως προς το ποια υλικά πράγματα χρειάζεται ή μπορεί να έχη, ενώ εξακολουθεί να θέτη πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας, μετέχοντας με ζήλο στο επείγον έργο της διακηρύξεως των «αγαθών νέων» σε άλλους. (Ματθ. 6:33· Μάρκ. 13:10) Ένας άνθρωπος μπορεί να κατέχη άφθονα υλικά αγαθά και ωστόσο να τα διατηρή κάτω από τον έλεγχό του, χρησιμοποιώντας τα προς αίνο του Ιεχωβά. Ένας άλλος μπορεί να έχη τέτοιο χαρακτήρα ώστε να μη μπορή να ελέγχη τον πλούτο του και υποκύπτει στον πειρασμό ν’ αφήνη τα πλούτη να τον απομακρύνουν από τα πνευματικά πράγματα. Είναι ανάγκη να δαμάζη το σώμα του και να μάθη ν’ ασκή αυτοκυριαρχία, έχοντας υπ’ όψι την πρώτιστη υποχρέωσι να διακηρύττη τα «αγαθά νέα.» (1 Κορ. 9:16, 27) Αλλά ένας άλλος Χριστιανός δεν πρέπει να σπεύδη να κρίνη ή να ενεργή σαν μια «συνείδησις» γι’ αυτό το άτομο, μολονότι μπορεί να παράσχη στοργική υποβοήθησι και συμβουλή σ’ έναν ο οποίος υποκύπτει στην αγάπη του χρήματος.—1 Τιμ. 6:17.
ΜΗΔΕΝΑ ΒΛΕΠΕΤΕ «ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ»
8. Πώς μπορεί και ο πτωχός και ο πλούσιος να ‘καυχώνται’ στις αντίστοιχες θέσεις τους στην αλήθεια;
8 Ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, ο Ιάκωβος, λέγει τα εξής σχετικά μ’ αυτό: «Ας καυχάται δε ο αδελφός ο ταπεινός εις το ύψος αυτού, ο δε πλούσιος εις την ταπείνωσιν αυτού, επειδή ως άνθος χόρτου θέλει παρέλθει.» (Ιάκ. 1:9, 10) Ο ταπεινός, που δεν έχει αποκτήματα ούτε εξέχουσα θέσι σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων, μπορεί να καυχάται επειδή στον κόσμο παρεβλέπετο, αλλά τώρα θεωρείται ως να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον πλούσιο στην κρίσι του Θεού και των συγχριστιανών του. Είναι ένας συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού. (Εφεσ. 2:19) Έχει τον υπερβάλλοντα πλούτον της υπηρεσίας του Θεού και ενώπιόν του βρίσκεται η αμοιβή της ζωής. Ο πλούσιος μπορεί να καυχάται για το γεγονός ότι βοηθήθηκε να διακρίνη ότι είναι άχρηστο να δαπανά τις ενέργειές του στη συσσώρευσι πλούτου. Από τη νέα του Χριστοειδή, ταπεινή θέσι μπορεί να κατανοήση την απατηλότητα του πλούτου και τη μωρία του να εμπιστεύεται σ’ αυτόν. (Μάρκ. 4:19) Γνωρίζει ότι «τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια.» Αποβλέπει τώρα στην ίδια αμοιβή που αποβλέπει και ο ταπεινός.—2 Κορ. 4:18.
9. Γιατί δεν πρέπει να ‘γνωρίζωμε ουδένα κατά σάρκα’;
9 Με βάσι αυτές τις αλήθειες, ο θαυμάσιος κανών για όλους τους Χριστιανούς εκτίθεται από τον απόστολο: «[Ο Χριστός] απέθανεν υπέρ πάντων, δια να μη ζώσι πλέον δι’ εαυτούς οι ζώντες, αλλά δια τον αποθανόντα και αναστάντα υπέρ αυτών. Ώστε ημείς από του νυν δεν γνωρίζομεν ουδένα κατά σάρκα.» (2 Κορ. 5:15, 16) Εκείνο που λαμβάνει υπ’ όψι του ο Θεός είναι η πνευματική κατάστασις του ανθρώπου, και όχι το πώς φαίνεται από σαρκική, υλική άποψι. Πρέπει ν’ αξιολογούμε τα πράγματα μ’ αυτό τον τρόπο.
10. Γιατί πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν ότι ο Χριστός είναι κύριος και νεκρών και ζώντων;
10 Το γεγονός ότι ο αληθινός Χριστιανός δεν μπορεί ορθώς να βλέπη τα πράγματα με κανένα άλλο τρόπο, καταδεικνύεται επίσης από τα λόγια του αποστόλου. Αφού λέγει «του Ιεχωβά είμεθα,» συνεχίζει: «Επειδή δια τούτο ο Χριστός και απέθανε και ανέστη και ανέζησε, δια να ήναι Κύριος και νεκρών και ζώντων.» (Ρωμ. 14:9) Τώρα, ως Κύριος, μπορεί να βοηθήση τους Χριστιανούς να διάγουν τη ζωή τους επιτυχώς ως προς τα πράγματα του Θεού. Όπως εκείνος ενίκησε τον κόσμο, έτσι κι αυτοί μπορούν να νικήσουν. (Ιωάν. 16:33· Εβρ. 7:25) Ως Κύριος των νεκρών, ο Χριστός έχει την εξουσία και τη δύναμι να επαναφέρη τους νεκρούς σε ζωή. Είναι παρηγορητικό το ότι σε όλη τους τη ζωή που υπηρετούν τον Θεό, ακόμη και στον θάνατο, ποτέ δεν εγκαταλείπονται.—Ρωμ. 8:31-34, 38, 39.
11. Γιατί είναι εντελώς άτοπο για τους Χριστιανούς να κρίνουν τους αδελφούς των;
11 Ο Παύλος τα λέγει αυτά όχι απλώς για να επαναλάβη την ελπίδα που πρέπει να έχη ήδη ο Χριστιανός. Χρησιμοποιεί αυτό το επιχείρημα για ν’ αποδείξη ότι δεν πρέπει ο Χριστιανός να κρίνη τον αδελφό του, διότι εκείνος ο αδελφός ανήκει ολοκληρωτικά στον Θεό. Ο απόστολος τονίζει το επιχείρημά του στα επόμενα λίγα εδάφια, λέγοντας:
«Συ δε δια τι κρίνεις τον αδελφόν σου; ή και συ δια τι εξουθενείς τον αδελφόν σου; επειδή πάντες ημείς θέλομεν παρασταθή εις το βήμα του Χριστού. Διότι είναι γεγραμμένον· Ζω εγώ, λέγει Κύριος, ότι εις εμέ θέλει κάμψει παν γόνυ, και πάσα γλώσσα θέλει δοξολογήσει τον Θεό. Άρα λοιπόν έκαστος ημών περί εαυτού θέλει δώσει λόγον εις τον Θεόν. Λοιπόν ας μη κρίνωμεν πλέον αλλήλους.»—Ρωμ. 14:10-13.
ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ, ΜΗ ΓΙΝΕΣΘΕ ΠΡΟΣΚΟΜΜΑ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ
12, 13. Πώς τόσον ο απόστολος Παύλος όσο και ο Ιησούς Χριστός τονίζουν εκείνο που πρέπει να κάνη ο καθένας, αντί να είναι κριτής άλλων;
12 Στην εκκλησία της Ρώμης μερικοί έκριναν τις πράξεις και τα ελατήρια των άλλων που είχαν διαφορετικές γνώμες και διαφορετικούς ενδοιασμούς συνειδήσεως. Αυτό ήταν εσφαλμένο και επικίνδυνο για όλους όσοι το έκαναν αυτό. Ήταν δυσάρεστο στον μέγα Κριτή, ενώπιον του οποίου κανείς δεν απολάμβανε προνομιακής θέσεως. Ο Παύλος δείχνει ένα καλύτερο τρόπο. Σ’ εκείνους που έσπευδαν να κρίνουν, είπε τα εξής: «Τούτο κρίνατε μάλλον, το να μη βάλλητε πρόσκομμα εις τον αδελφόν ή σκάνδαλον.»—Ρωμ. 14:13.
13 Αυτοί θα μπορούσαν να μεταστρέψουν την τάσι τους να κρίνουν άλλους σε πλεονέκτημα, με το να κρίνουν μάλλον τον εαυτό τους και με το να είναι αποφασισμένοι να επιβλέπουν τη δική τους διαγωγή στενώτερα. Ο Ιησούς προειδοποίησε: «Μη κρίνητε δια να μη κριθήτε· διότι με οποίαν κρίσιν κρίνετε θέλετε κριθή, . . . πώς θέλεις ειπεί προς τον αδελφόν σον, Άφες να εκβάλω το ξυλάριον από του οφθαλμού σου, ενώ η δοκός είναι εν τω οφθαλμώ σου; Υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε θέλεις ιδεί καθαρώς δια να εκβάλης το ξυλάριον εκ του οφθαλμού του αδελφού σου.»—Ματθ. 7:1-5· παράβαλε με 1 Κορινθίους 11:31· 2 Κορινθίους 13:5.
14. Τι σημαίνει να ‘σκανδαλίσωμε’ έναν αδελφό; Δώστε ένα παράδειγμα.
14 Το να κάνωμε έναν άλλο να σκανδαλισθή θα εσήμαινε ότι τον υποκινούμε σε αμαρτία, διότι η αμαρτία παρίσταται στην Αγία Γραφή ως πτώσις. (1 Κορ. 10:12· 1 Τιμ. 6:9· παράβαλε με Ματθαίον 5:27-30.) Ένας Χριστιανός θα μπορούσε να σκανδαλίση έναν αδελφό με τον εξής τρόπο: Θα μπορούσε να κάνη κάτι το οποίο έχει τη Χριστιανική ελευθερία να κάνη, χωρίς να εξακριβώση πρώτα αν αυτό θα πλήγωνε τη συνείδησι ενός άλλου αδελφού. Παραδείγματος χάριν, αυτός ο αδελφός μπορεί να έχη ενδοιασμούς συνειδήσεως ως προς τα οινοπνευματώδη ποτά. Εν τούτοις, ο Χριστιανός μπορεί να πίνη ενώπιον του αδελφού, ή να του προσφέρη ένα ποτό. Ο αδελφός μπορεί να σκεφθή, ‘Αυτός είναι ένας ώριμος Χριστιανός κι έτσι ίσως μπορώ ν’ ακολουθήσω το παράδειγμά του.’ Έτσι, ενθαρρύνεται και προχωρεί. Αλλά, συγχρόνως, η συνείδησίς του τού λέγει ότι αυτό δεν είναι σωστό. Τον κατακρίνει. Δεν ενεργεί από πίστι, ούτε ως να το έκανε αυτό για τον Θεό. Επομένως, σκανδαλίσθηκε, Η συνείδησίς του πληγώθηκε και αυτός αποθαρρύνθηκε επειδή πιστεύει ότι αμάρτησε. Ίσως να του είναι δύσκολο ν’ ανανήψη.—1 Κορ. 8:12, 13· Ρωμ. 14:23.
15. Η επιμονή ενός Χριστιανού να κάνη ένα ωρισμένο πράγμα επειδή έχει «δικαίωμα» να το κάνη, τι αμάρτημα θα μπορούσε να προξενήση σ’ έναν ομόπιστό του;
15 Ή, η ενέργεια ενός Χριστιανού ο οποίος επιμένει στην «ελευθερία» του να κάνη κάτι το οποίο κάτω από ομαλές περιστάσεις έχει το δικαίωμα να κάνη, θα μπορούσε να κάνη έναν που έχει αδύνατη συνείδησι να γίνη κριτής του. Η ασύνετη άσκησις αυτής της «ελευθερίας» θα μπορούσε να κάνη τον ασθενέστερο ν’ αρχίση να διατηρή ψευδείς υπόνοιες και ζηλοτυπίες. Αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη και την ενότητα της εκκλησίας.
16. Γιατί ένας Χριστιανός αποφεύγει να κάνη μερικά πράγματα που ένας άλλος τα θεωρεί απολύτως εν τάξει;
16 Ο Παύλος εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ένας Χριστιανός μπορεί ν’ αποφασίση να μην κάνη κάτι, του οποίου η εκτέλεσις είναι απολύτως εν τάξει για τον άλλον: «Εξεύρω και είμαι πεπεισμένος εν Κυρίω Ιησού ότι ουδέν υπάρχει ακάθαρτον αφ’ εαυτού· ειμή εις τον όστις στοχάζεταί τι ότι είναι ακάθαρτον, εις εκείνον είναι ακάθαρτον.»—Ρωμ. 14:14.
17, 18. (α) Ποια ευρεία ελευθερία έχει ο Χριστιανός, όπως τονίζεται από τον απόστολο Παύλο; (β) Γιατί μερικοί από τους πρώτους Χριστιανούς δεν μπορούσαν ν’ ασκήσουν πλήρως αυτή την ελευθερία;
17 Ο απόστολος τονίζει την ευρεία ελευθερία που έχουν πραγματικά οι Χριστιανοί, μιλώντας για την τροφή την οποία, όπως λέγει, «ο Θεός έκτισε δια να μεταλαμβάνωσι μετά ευχαριστίας οι πιστοί και οι γνωρίσαντες την αλήθειαν.» «Διότι,» συνεχίζει, «παν κτίσμα Θεού είναι καλόν, και ουδέν απορρίψιμον, όταν λαμβάνηται μετά ευχαριστίας· διότι αγιάζεται δια του λόγου του Θεού [που το επιδοκιμάζει] και δια της προσευχής.»—1 Τιμ. 4:3-5.
18 Εκείνο που ο Θεός δημιούργησε και προώρισε για ένα ωρισμένο σκοπό, όπως είναι η τροφή, είναι καλό και ο Χριστιανός μπορεί να τρώγη απ’ αυτό χωρίς ν’ αμαρτάνη—είναι καθαρό. Αλλά μερικοί, ιδιαίτερα μεταξύ των Ιουδαϊκών μελών της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας, είχαν ασθενή συνείδησι ως προς τις τροφές που απηγορεύοντο από τον Μωσαϊκό νόμο. (Πράξ. 10:14, 15) Μολονότι άλλοι Χριστιανοί εξηγούσαν το ζήτημα, η μακρόχρονη συνήθεια και το έθιμο καθιστούσαν δύσκολο για τις συνειδήσεις τους να θεωρήσουν καθαρή αυτή την τροφή. Φυσικά, δεν ήσαν αναγκασμένοι να φάγουν. Αλλά κάποιος άλλος θα μπορούσε να κατανοήση ότι ο Θεός είχε δηλώσει ότι ο Νόμος καταργήθηκε με βάσι τη θυσία του Χριστού και ότι, επομένως, όλες οι τροφές ήσαν «νόμιμες» και καθαρές. Θα μπορούσε επομένως να φάγη με όλη την καρδιά του, ευχαριστώντας τον Θεό για τις προμήθειές του.
19, 20. (α) Περιγράψτε τη διαφορά μεταξύ πραγμάτων που πρέπει να γίνουν και πραγμάτων που είναι προαιρετικά για τον Χριστιανό. (β) Πώς μπορεί ένας Χριστιανός, που είναι αποφασισμένος ν’ ασκήση τη Χριστιανική του ελευθερία, να μη ‘περιπατή πλέον κατά αγάπη’;
19 Ωστόσο, πρέπει ο Χριστιανός που έχει αυτή τη γνώσι να φάγη ενώπιον του Ιουδαίου Χριστιανού; Ο Παύλος απαντά «Εάν όμως ο αδελφός σου λυπήται δια φαγητόν, δεν περιπατείς πλέον κατά αγάπην. Μη φέρε εις απώλειαν με το φαγητόν σου εκείνον, υπέρ του οποίου ο Χριστός απέθανεν.»—Ρωμ. 14:15.
20 Μολονότι το παράδειγμα που χρησιμοποιείται εδώ είναι η τροφή, η αρχή καλύπτει οτιδήποτε θα είχαμε δικαίωμα να πράξωμε και ωστόσο είναι προαιρετικό ζήτημα. Εν τούτοις, υπάρχουν πράγματα για τα οποία ο Θεός δίνει εντολή να γίνουν, περιλαμβανομένης και της ακεραιότητος, της δικαιοσύνης και της υπακοής. Αυτά είναι τα «διαφέροντα (τα σπουδαία πράγματα, ΜΝΚ). (Φιλιππ. 1:10) Κανένας Χριστιανός δεν μπορεί κατάλληλα να συμβιβασθή ως προς αυτά τα σημεία ή να τα παραβλέψη. Αλλά το να προχωρούμε με πείσμα σε ζητήματα προσωπικής προτιμήσεως ή γνώμης, χωρίς να ενδιαφερώμεθα για τα αισθήματα των άλλων Χριστιανών, σημαίνει ότι δεν ενεργούμε σε αρμονία με την αγάπη. Εκείνο που δεν γίνεται από αγάπη, δεν έχει αξία για το άτομο που το κάνει.—1 Κορ. 13:1-3.
21. Τι επίδρασι θα μπορούσε να έχη σε κάποιον άλλο μια απρόσεκτη ενέργεια;
21 Επί πλέον, η ισχυρογνώμων ενέργεια θα ήταν πολύ ασύνετη. Θα μπορούσε να πληγώση τον άλλο αδελφό, ακόμη κι αν η γνώμη αυτού του αδελφού ότι η πράξις αυτή είναι εσφαλμένη, μπορεί να μην είναι βάσιμη. Μπορεί το άτομο αυτό ν’ αποθαρρυνθή, να οργισθή, ακόμη και να αηδιάση. Η βλάβη μπορεί να φθάση και σε τέτοιο βαθμό που να βλάψη την πίστι του. Ο Χριστός που έδωσε τη ζωή του για την ανθρωπότητα, είναι ο Κτήτωρ του ατόμου αυτού. (Ιούδ. 4) Αυτός θεωρεί αυτόν τον αδελφό, που εξαγοράσθηκε με το αίμα του, ως πολύτιμο γι’ αυτόν, και ασφαλώς δεν θα ευαρεστηθή μ’ εκείνον ο οποίος, επειδή επιμένει στη γνώμη του, κρίνει τον αδελφό του ή τον κάνει να προσκόψη.—Παράβαλε με Ματθαίον 18:6, 14.
22. Τι, λοιπόν, πρέπει να είμεθα αποφασισμένοι να πράττωμε;
22 Ζώντας, λοιπόν, για τον Ιεχωβά, γνωρίζομε ότι «πάντα [όσα ο Θεός προμήθευσε για να χρησιμοποιούμε ή να κάνωμε] είναι εις την εξουσίαν μου, αλλά πάντα δεν συμφέρουσι [εξαρτώνται από τον χρόνο, τις περιστάσεις και από ό,τι είναι προς όφελος των άλλων] πάντα είναι εις την εξουσίαν μου, αλλά πάντα δεν οικοδομούσι. Μηδείς ας ζητή το εαυτού συμφέρον, αλλ’ έκαστος τα του άλλου.»—1 Κορ. 10:23, 24.
[Εικόνα στη σελίδα 16]
Ένας Χριστιανός δεν πρέπει να σκανδαλίζη έναν άλλο προσφέροντάς του ποτό ή φαγητό το οποίο η συνείδησίς του απορρίπτει