‘Τρώγετε και Πίνετε εις Δόξαν Θεού’
ΑΚΟΜΗ και στην καθημερινή συνήθεια της ζωής μπορεί και πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο Δημιουργός μας, ο Ιεχωβά Θεός. Η θεόπνευστη νουθεσία στους Χριστιανούς είναι: «Είτε λοιπόν τρώγετε είτε πίνετε είτε πράττετε τι, πάντα πράττετε εις δόξαν Θεού.» (1 Κορ. 10:31) Και πώς μπορεί κανείς να δοξάση τον Θεό σε τέτοια συνήθη πράγματα της ζωής όπως είναι το να τρώγη και να πίνη;
Εν πρώτοις, το να τρώγη και να πίνη ένας Χριστιανός δεν πρέπει να παραβλάπτη τη συνείδησι των άλλων και να παρέχη ευκαιρία για προσκόμματα. Σε μερικές περιοχές, λόγου χάριν, οι άνθρωποι βλέπουν με περιφρόνησι εκείνους που τρώγουν ωρισμένα φαγητά ή πίνουν οινοπνευματώδη ποτά. Ο Χριστιανός δεν πρέπει ν’ αγνοή τελείως τους ενδοιασμούς της συνειδήσεως της κοινότητος στην οποία ζη. Πρέπει επίσης να είναι πολύ διακριτικός στους ενδοιασμούς της συνειδήσεως των ομοπίστων του. Δεν πρέπει να δυσκολεύη πιο πολύ τους άλλους να δεχθούν την αληθινή λατρεία ή να διατηρήσουν την πιστότητά τους στον Θεό. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος συνέστησε τα εξής: «Καλόν είναι το να μη φάγης κρέας μηδέ να πίης οίνον μηδέ να πράξης τι, εις το οποίον ο αδελφός σου προσκόπτει.»—Ρωμ. 14:21.
Ένας Χριστιανός, περιορίζοντας τον εαυτό του από το να κάμη κάτι που δικαιούται να κάμη σ’ αυτό το ζήτημα, δοξάζει τον Θεό. Δείχνει αγάπη και βαθύ ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του, επιζητώντας όχι το δικό του συμφέρον, αλλά το συμφέρον των άλλων. (1 Κορ. 10:24) Δείχνει ότι, σύμφωνα με τον σκοπό του Θεού, όλη η ζωή του συγκεντρώνεται γύρω από την υποβοήθησι των άλλων ν’ αποκτήσουν τη θεία επιδοκιμασία. Η επιθυμία να δοξάση τον Ιεχωβά Θεό εμποδίζει επίσης ένα Χριστιανό να γίνη ακρατής στο φαγητό και στο ποτό. Αν επιδοθή υπέρμετρα σ’ αυτά, θα αμβλύνη τις αισθήσεις του και θα χάση τη διανοητική του επαγρύπνησι, καθώς και την επιθυμία να κάνη κάτι. Με το να πίνη υπερβολικά μπορεί εύκολα ν’ απομακρυνθή, όπως το διατυπώνει η Βιβλική παροιμία: «Ο οίνος είναι χλευαστής και τα σίκερα στασιαστικά· και όστις δελεάζεται υπό τούτων, δεν είναι φρόνιμος.» (Παροιμ. 20:1) Ένας που είναι υπό την επήρεια οινοπνεύματος, αντί να δοξάζη τον Θεό, γίνεται επιρρεπής σε θορυβώδη και ανόητα λόγια και πράξεις που καταλήγουν στο να τον βλέπουν οι άλλοι με καταφρόνησι. Αποδίδει μομφή στον Θεό, σ’ Εκείνον ακριβώς που ισχυρίζεται ότι τον εκπροσωπεί ως δούλος Του.
Η μετριοπάθεια, όμως, στην τροφή και στο ποτό αποτελεί μόνο μια άποψι του θείου νόμου για το φαγητό και το ποτό. Ίσως ένα άτομο να μην είναι έκδοτο στην πολυφαγία ή την πολυποσία και όμως, μπορεί να μη δοξάζη τον Θεό. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα λόγια του αποστόλου Παύλου στον Τιμόθεο: «Το δε πνεύμα ρητώς λέγει ότι εν υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, προσέχοντες εις πνεύματα πλάνης και εις διδασκαλίας δαιμονίων, διά της υποκρίσεως ψευδολόγων, εχόντων την εαυτών συνείδησιν κεκαυτηριασμένην, . . . προσταζόντων αποχήν βρωμάτων, τα οποία ο Θεός έκτισε διά να μεταλαμβάνωσι μετά ευχαριστίας οι πιστοί και οι γνωρίσαντες την αλήθειαν. Διότι παν κτίσμα Θεού είναι καλόν, και ουδέν απορρίψιμον όταν λαμβάνηται μετά ευχαριστίας· διότι αγιάζεται διά του λόγου του Θεού και διά της προσευχής.»—1 Τιμ. 4:1-5.
Σημειώστε ότι οι θρησκευτικοί κανονισμοί που απαγορεύουν ωρισμένες τροφές αποτελούν πραγματικά μια ένδειξι της απομακρύνσεως από την αληθινή Χριστιανοσύνη. Αυτό σημαίνει ότι άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί και όμως διατάσσουν ωρισμένους διαιτητικούς περιορισμούς ως ένα μέσον που απαιτείται για την απόκτησι θείας εύνοιας, στην πραγματικότητα, δεν τιμούν τον Θεό. Πώς γίνεται αυτό; Μήπως ο θείος νόμος που δόθηκε στον Ισραήλ δεν απέκλειε ωρισμένες τροφές ως απαράδεκτες;
Είναι αλήθεια ότι οι Ισραηλίται έλαβον διαιτητικούς νόμους που απαγόρευαν σ’ αυτούς να τρώγουν ωρισμένα θηλαστικά, πτηνά, έντομα και ψάρια. (Λευιτικόν, κεφ. 11) Αλλ’ εκείνοι οι περιορισμοί έπαυσαν να υφίστανται όταν η διαθήκη του νόμου αντικαταστάθηκε από τη νέα διαθήκη στο έτος 33 μ.Χ. Αργότερα, όταν ο απόστολος Πέτρος ευρισκόμενος σε έκστασι αρνήθηκε να φάγη ζώα που ήσαν ακάθαρτα κατά τον Μωσαϊκό νόμο, άκουσε τα εξής λόγια: «Όσα ο Θεός εκαθάρισε, συ μη λέγε βέβηλα.» (Πράξ. 10:15) Ο «λόγος» του Θεού, η εξουσιοδότησις ή η άδεια που έδωσε, ετερμάτισε τη διάκρισι μεταξύ «καθαρών» και «ακαθάρτων» ζώων. Επομένως, η τήρησις της διαιτητικών περιορισμών του Μωσαϊκού νόμου δεν αποτελούσε απαίτησι για την απόκτησι σωτηρίας. Γι’ αυτό και ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος έγραψε: «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς διά φαγητόν ή διά ποτόν ή διά λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού.»—Κολ. 2:16, 17.
Το να επιβάλλουν, λοιπόν, οι θρησκευτικές οργανώσεις του Χριστιανικού κόσμου διαιτητικούς περιορισμούς του Μωσαϊκού νόμου, εν όλω ή εν μέρει, θα εσήμαινε ότι αρνούνται ότι η πραγματικότης ανήκει στον Χριστό, θα ενεργούσαν αντίθετα στον «λόγο» του Θεού που έχει αγιάσει όλα τα πράγματα που είναι χρησιμοποιήσιμα για τροφή, δηλαδή τα θεωρεί ευπρόσδεκτα. Οι θρησκευτικοί διαιτητικοί περιορισμοί εκτός από εκείνους που περιέχονται στον Μωσαϊκό νόμο θα ήσαν, επίσης, σε αντίθεσι προς τη θεία αποκάλυψι ότι «παν κτίσμα Θεού είναι καλόν» και επομένως κατάλληλο για τροφή.
Η επιβολή διαιτητικών περιορισμών ως θρησκευτικό καθήκον δεν είναι ασήμαντο ζήτημα. Αποτελεί απόρριψι της Χριστιανικής πίστεως και της ακριβούς γνώσεως. Υπονοεί ότι υπάρχει κάτι ελαττωματικό στον «λόγο» του Θεού, ότι ο λόγος του Θεού δεν αποκαλύπτει όλες τις διατάξεις που οι άνθρωποι είναι ανάγκη να τηρούν για ν’ αποκτήσουν τη θεία επιδοκιμασία και ότι απαιτούνται επομένως ανθρωποποίητες εντολές. Μειώνεται στο ελάχιστο η σπουδαιότης του θείου «λόγου» και υψώνονται οι ανθρώπινες διατάξεις. Με την παρανόησι λοιπόν του μόνου κανόνος για την κρίσι της αληθείας, του Γραφικού κανόνος, ανοίγεται η θύρα για άλλες αποστατικές διδασκαλίες. Επομένως, το να διατάσσεται η υπακοή σε ανθρωποποιήτους διαιτητικούς περιορισμούς ως θρησκευτικό καθήκον αυτό δεν τιμά τον Θεό. Εν τούτοις, αν ένας πληροφορημένος Χριστιανός απέχη κατά καιρούς για να μη δώση πρόσκομμα ή να μη βλάψη τη συνείδησι ενός ατόμου που δεσμεύεται από τέτοιους διαιτητικούς κανόνες, κάνει κάτι το διακριτικό και αποβλέπει στην απελευθέρωσι και σωτηρία ενός ατόμου που είναι δεμένο σε κανόνες.—1 Κορ. 9:19.
Ο Ιεχωβά Θεός δεν τιμάται, επίσης, όταν τρώγη κανείς χωρίς να εκφράση ευχαριστίες σ’ αυτόν. Διότι η τροφή αγιάζεται, όχι μόνον με τον «λόγο» του Θεού, αλλά και με την προσευχή που γίνεται γι’ αυτήν. Εκείνος που προσεύχεται ομολογεί ότι ο Θεός είναι ο προμηθευτής και δέχεται την τροφή σαν ένα δώρο απ’ αυτόν. Αναγνωρίζει την αλήθεια που εκφράζεται στον Ψαλμό 145:15, 16: «Οι οφθαλμοί πάντων αποβλέπουσι προς σε· και συ δίδεις εις αυτούς την τροφήν αυτών εν καιρώ. Ανοίγεις την χείρα σου και χορταίνεις την επιθυμίαν παντός ζώντος.»
Αυτή η γεμάτη εκτίμησι στάσις έχει ωφέλιμη επίδρασι στους αληθινούς Χριστιανούς. Χρησιμεύει σαν μια ισχυρή παρόρμησις να μη χρησιμοποιούμε κακώς τις θείες προμήθειες, είτε τρώγοντας κατά κόρον είτε κάνοντας σπατάλη όταν παίρνωμε περισσότερη τροφή απ’ όση θα μπορούσαμε λογικά να φάμε. Επίσης ένα άτομο θ’ αποφεύγη να είναι άσκοπα εκλεκτικό στην τροφή. Η ευγνώμων στάσις του θα κάμη κι’ εκείνους ακόμη που έχουν λιγώτερα μέσα να τον δέχωνται ευχαρίστως στο σπίτι τους. Όσο απλό και αν είναι το φαγητό, μπορούν να είναι ήσυχοι και να μη φοβούνται μήπως τα πράγματα δεν είναι σύμφωνα με τους κανόνες του.
Ασφαλώς υπάρχουν σοβαροί λόγοι να τρώγωμε εις δόξαν Θεού. Εκείνος που το κάνει αυτό αποφεύγει να τρώγη και να πίνη πολύ και φυλάττει την αξιοπρέπειά του. Με το να ενδιαφέρεται για τη συνείδησι των άλλων, αποφεύγει να τους γίνεται πρόσκομμα. Πάνω απ’ όλα, ενεργώντας σύμφωνα με τον «λόγο» του Θεού και λαμβάνοντας την τροφή με ευχαριστίες, μπορεί να βρη πραγματική ικανοποίησι γνωρίζοντας ότι αυτή η πορεία οδηγεί σε διαρκείς ευλογίες.