Ερωτήσεις από Αναγνώστες
● Αν ένας άπιστος σύζυγος χωρισθή από τον πιστό σύντροφο, δεν υπάρχει τότε Γραφική βάσις για να λυθή ο γάμος σύμφωνα με το εδάφιο 1 Κορινθίους 7:15, όπου ο Παύλος λέγει: «. . . ο αδελφός ή η αδελφή δεν είναι δεδουλωμένοι εις τα τοιαύτα· ο Θεός όμως προσεκάλεσεν ημάς εις ειρήνην»;
Όχι. Ο απόστολος δεν ομιλεί εδώ για διαζύγιο, αλλ’ απλώς διαβεβαιώνει τους Χριστιανούς ότι ο άνδρας ή η γυναίκα δεν πρέπει να αισθάνωνται απογοητευμένοι αν ο άπιστος χωρισθή εσκεμμένως από τον πιστό σύντροφο, παρά τις ευσυνείδητες προσπάθειες του πιστού να συνοικήση ειρηνικά με το άπιστο μέλος.
Ο Παύλος είχε μόλις ενθαρρύνει τον πιστό σύντροφο να μη αφήνη τον άπιστο σύντροφο αν αυτός «συγκατανεύη να συνοική» με τον Χριστιανό. Γιατί; «Διότι ο ανήρ ο άπιστος ηγιάσθη δια της γυναικός, και η γυνή η άπιστος ηγιάσθη δια του ανδρός· επειδή άλλως τα τέκνα σας ήθελον είσθαι ακάθαρτα, αλλά τώρα είναι άγια.»—1 Κορ. 7:12-14.
Έχοντας αυτό υπ’ όψιν, θα μπορούσε φυσικά, να εγερθή το ερώτημα σε ποια κατάστασι θα εγκατελείπετο ο πιστός, αν το άπιστο μέλος έφευγε παρά τις καλές προσπάθειες του πιστού. Θα έπρεπε αυτός ή αυτή να αισθάνεται τώρα ότι έχει την αποδοκιμασία του Θεού ή ότι τα τέκνα είναι ακάθαρτα λόγω του αναγκαστικού χωρισμού για τον οποίο ο πιστός δεν μπορεί να κάμη τίποτε;
Όχι. Διότι ο απόστολος απαντά: «Εάν δε ο άπιστος χωρίζηται, ας χωρισθή. Ο αδελφός ή η αδελφή δεν είναι δεδουλωμένοι εις τα τοιαύτα· ο Θεός όμως προσεκάλεσεν ημάς εις ειρήνην.» Αφού ο πιστός σύντροφος έχει κάμει όλα όσα είναι λογικώς δυνατά για ν’ αποφύγη τον χωρισμό, δεν πρέπει να αισθάνεται καμμιά ευθύνη να τρέξη πίσω από τον άπιστο σε μια προσπάθεια ν’ αποδείξη ότι είναι «δεδουλωμένη». Αν ο άπιστος παρέμενε, και ήταν πρόθυμος να συνοικήση με τον πιστό σύντροφο ‘με ειρήνη,’ το πιστό μέλος θα μπορούσε να είναι ‘δεδουλωμένο’ να εκπληρώση τις ευθύνες του γάμου. Αλλ’ ο απόστολος αναγνωρίζει ότι ο βίαιος χωρισμός δεν επιτρέπει στο πιστό μέλος να ενεργήση έτσι.
Ο Χριστιανός τώρα έχει ειρήνη σε κάποιο βαθμό για να υπηρετή τον Ιεχωβά, μολονότι ο χωρισμός είναι φυσικό να προκαλέση μερικές συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις. Επί πλέον, αν προσπαθήση με επίμονο τρόπο να φέρη συμφιλίωσι, είναι πιθανόν να επιδεινώση τις τεταμένες σχέσεις. Ίσως το άπιστο μέλος θελήση να επιστρέψη αργότερα. Αυτό θα ήταν επιθυμητό με τον σκοπό να ζήσουν μαζί ειρηνικά και με την ελπίδα ότι το άπιστο μέλος θα γίνη ένα άτομο της ιδίας πίστεως. Αυτό θα είναι σε συμφωνία με τις γενικές οδηγίες που εδόθησαν προηγουμένως στα εδάφιο 10 και 11, δηλαδή ότι στην περίπτωσι του χωρισμού, πρέπει να «μένη άγαμος ή ας συνδιαλλαγή.»
Εν τω μεταξύ, αυτό δεν εμποδίζει τη σύζυγο, αν είναι αυτή το πιστό μέλος, να κάμη νομικές ενέργειες για τη συντήρησι του εαυτού της και των παιδιών της, αν το νομίζη αυτό κατάλληλο και αναγκαίο. Οι Γραφές, και συχνά οι νόμοι της χώρας, επιρρίπτουν στον πατέρα και σύζυγο την ευθύνη να συντηρή την οικογένειά του.
Ο Ιησούς δεν είπε ότι το πιστό μέλος είναι ελεύθερο να ξαναπαντρευτή αν το άπιστο μέλος χωρισθή από το πιστό και αποκτήση ένα νόμιμο διαζύγιο. Και ο απόστολος Παύλος δεν λέγει τίποτε περισσότερο από ό,τι είπε ο Ιησούς με το να δώση εδώ εκείνο που οι Καθολικές αυθεντίες αποκαλούν «Προνόμιο του Παύλου.» Ο Παύλος χρησιμοποιεί ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της διατηρήσεως του γαμηλίου δεσμού, όχι υπέρ της διαλύσεώς του. Ο θάνατος λύει προφανώς τον γαμήλιο δεσμό. Αλλ’ ενόσω και οι δύο σύντροφοι ζουν, μόνο η «πορνεία» δίνει στον πιστό σύντροφο τη βάσι για πραγματικό διαζύγιο και ελευθερία να ξαναπαντρευτή.—Ματθ. 5:32· 19:9· 1 Κορ. 7:39.
Έτσι, αντίθετα με τον τρόπο που μερικοί μεταφρασταί ερμηνεύουν αυτά τα εδάφια, τα επόμενα λόγια του Παύλου, στο εδάφιο 16, δεν ενθαρρύνουν το πιστό μέλος να δη τον χωρισμό σαν μια ευκαιρία για να ελευθερωθή πλήρως από τον άπιστο σύντροφο. Σ’ αυτό το σημείο λέγει: «Διότι τι εξεύρεις γύναι, αν μέλλης να σώσης τον άνδρα; ή τι εξεύρεις, άνερ, αν μέλλης να σώσης την γυναίκα;» Αυτές οι ρητορικές ερωτήσεις δεν προωρίζοντο να αποδείξουν, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ότι το πιστό μέλος διακινδυνεύει πάρα πολλά με το να διατηρήση τον γάμο αποβλέποντας στο να βοηθήση το άπιστο μέλος για σωτηρία και ότι θα ήταν πιο συνετό να διαζευχθή το άπιστο μέλος εφόσον η αποχώρησίς του κάνει τις περιστάσεις ευνοϊκές προς αυτή την κατεύθυνσι. Αντιθέτως, ο Παύλος τονίζει το όφελος που μπορεί να προκύψη αν ο πιστός σύντροφος παραμείνη με τον άπιστο.
Στο εδάφιο 16, λοιπόν, ο Παύλος, κάνει μια περίληψι της συμβουλής του προς εκείνους που βρίσκονται κάτω από άνισο ζυγό και δείχνει ότι αν το άπιστο μέλος είναι πρόθυμο να μείνη με το πιστό, αυτό μπορεί να το κάμη να πιστέψη και να κερδίση σωτηρία. Τι ισχυρός και στοργικός λόγος για το πιστό μέλος να μη χωρίση! Και αυτό βρίσκεται σ’ αρμονία με την επιστολή και το πνεύμα των υπολοίπων Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, καθώς και της προτροπής του Πέτρου προς τις Χριστιανές συζύγους ώστε οι άπιστοι σύζυγοι «κερδηθώσιν άνευ του λόγου δια της διαγωγής των γυναικών.»—1 Πέτρ. 3:1-6.
Ως μια ζωντανή απόδειξι για το ότι αυτή είναι η ορθή κατανόησις της συμβουλής του αποστόλου, σκεφθήτε την ευλογία του Θεού πάνω στις τόσες πολλές περιπτώσεις μεταξύ των Μαρτύρων του Ιεχωβά όπου ο πιστός σύντροφος παρέμεινε με τον άπιστο. Ναι, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου το πιστό μέλος υπέμεινε ακόμη και προσωρινό χωρισμό, ώσπου στο τέλος είδε τον πρώην άπιστο να γίνεται ένας ομόπιστος λάτρης του Ιεχωβά και να βαδίζη τώρα μαζί του ή μαζί της στην οδό για την αιώνια ζωή.
● Πώς μπορούσε ο Ιεζεκιήλ ως ‘φύλαξ επί τον οίκον Ισραήλ’ να είναι υπεύθυνος για τη ζωή του λαού του Θεού στην Ιερουσαλήμ όταν ήταν εξόριστος στη Βαβυλώνα;—Ιεζ. 33:7.
Ο Ιεζεκιήλ ήταν ένας από τους 18.000 Ισραηλίτες που ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλεύς της Βαβυλώνος έφερε ως εξορίστους από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα το 617 π.Χ. (2 Βασ. 24:14-16) Αυτό συνέβη δέκα χρόνια πριν από την πλήρη καταστροφή της Ιερουσαλήμ που είχε συμβή το 607 π.Χ., όταν πολύ περισσότεροι Ισραηλίτες είχαν μεταφερθή ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα.
Η επικοινωνία μέσω αγγελιοφόρων και επιστολών ανάμεσα στις πρωτεύουσες της Βαβυλώνος και της Ιερουσαλήμ ήταν πολύ καλή εκείνον τον καιρό και για κείνες τις αποστάσεις. (Ιεζ. 21:7· 33:21· 2 Βασ. 25:8-10) Υπήρχαν τακτικά καραβάνια στις εμπορικές οδούς της περιοχής που ωνομαζόταν Φερτάιλ Κρέσεντ (περιοχή Μεσοποταμίας) τα οποία μπορούσαν να μεταφέρουν ειδήσεις και μηνύματα μεταξύ της Ιερουσαλήμ και της Βαβυλώνος. (Παράβαλε Γένεσις 11:31· 12:1-5· Ιεζ. 27:3, 17-24) Όσα ο Ιεζεκιήλ είδε σε όρασι και όσα παρέστησε στη Βαβυλώνα (Ιεζ. 24:24), ακόμη και όσα είχαν πει οι ψευδείς προφήτες σ’ εκείνη την πόλι, έγιναν γνωστά στην Ιερουσαλήμ. (Ιερεμ. 29:20-23) Ομοίως, όσα είχε πει ο προφήτης του Ιεχωβά Ιερεμίας στην Ιερουσαλήμ έγιναν αμέσως γνωστά στους εξορίστους του Ισραήλ στη Βαβυλώνα.—Ιερεμ. 29:1.
Γι’ αυτό με την γνωστοποίησι των αγγελμάτων του Ιεζεκιήλ στους εξορίστους της Βαβυλώνος, αυτά τα νέα με λεπτομέρειες θα μπορούσαν να φθάσουν στην Ιερουσαλήμ. Υπήρχε η παραστατική όρασις των βδελυγμάτων που είδε στον ναό (Ιεζ. 8:1-18), η περιγραφή του ανδρός με τα λινά που εσημείωνε τα μέτωπα των ανθρώπων που εστέναζαν στην Ιερουσαλήμ (Ιεζ. 9:1-11) και η διακήρυξις εναντίον της Ιερουσαλήμ που αναγράφεται στον Ιεζεκιήλ 12:10-16.
Έτσι οι Ισραηλίτες που ήσαν τόσο στη Βαβυλώνα όσο και στην Ιουδαία είχαν επισήμως προειδοποιηθή από τον Ιεχωβά. Ο Ιεζεκιήλ, λοιπόν, υπηρέτησε όχι μόνο ως ένας πιστός ‘φύλαξ επί τον οίκον του Ισραήλ,’ αλλ’ επίσης απηλλάγη από την ευθύνη της ενοχής αίματος των χιλιάδων που έχασαν τη ζωή τους το 607 π.Χ. (Ιεζ. 3:17-19· 33:9) Μ’ έναν όμοιο τρόπο σήμερα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, τόσο αυτοί που αποτελούν την τάξι του Ιεζεκιήλ, δηλαδή των κεχρισμένων, όσο κι εκείνοι που αποτελούν την τάξι του ‘πολλού όχλου’ απαλλάσσονται από την ενοχή αίματος με το να υπηρετούν στην παγκόσμια σκηνή ως κήρυκες της ‘ημέρας εκδικήσεως’ του Ιεχωβά, επειδή κηρύττουν το προειδοποιητικό μήνυμα του Ιεχωβά στους κατοίκους της γης.—Ησ. 61:1-3· Ματθ. 24:14.
Σε όλα αυτά φαίνεται η σοφία του Ιεχωβά. Με το να εκτελή ο Ιεζεκιήλ την πνευματικώς πλούσια υπηρεσία του στη Βαβυλώνα μερικοί από τους εξορίστους όχι μόνο θα αφυπνίζοντο ως προς την εκτέλεσι των κρίσεων του Ιεχωβά στην αποστάτιδα Ιερουσαλήμ, αλλ’ επίσης θα ήσαν πνευματικώς άγρυπνοι για μελλοντική δραστηριότητα. Πώς θα γινόταν αυτό; Ο σκοπός του Ιεχωβά ήταν να επαναφέρη μετά από εβδομήντα χρόνια αυτό το πνευματικά εμπλουτισμένο υπόλοιπο πίσω στη γη του Ισραήλ σαν αναζωογονημένα ‘φυτά.’ (Ησ. 61:3) Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έδωσαν πολλή προσοχή στον Ιεζεκιήλ. Αυτοί έμειναν κατάπληκτοι όταν ήλθε η επιβεβαίωσις ότι η Ιερουσαλήμ είχε πράγματι καταστραφή. Με την απιστία των ήσαν τελείως απροετοίμαστοι γι’ αυτό το τρομερό γεγονός. Εν τούτοις, αναγκάσθηκαν ν’ αναγνωρίσουν ότι ο Ιεζεκιήλ ήταν ένας αληθινός προφήτης ανάμεσά τους. Αυτή η τρομερή εμπειρία πρέπει να είχε αφυπνίσει πνευματικώς πολλούς, οι οποίοι μαζί με τους απογόνους των θα είχαν ενισχυθή πνευματικώς ως τα «καλά σύκα» που ο Ιερεμίας είχε προείπει ότι θα επέστρεφαν στην Ιερουσαλήμ για να σχηματίσουν μια «νέα γη,» προωρισμένη να θεμελιωθή μετά το 537 π.Χ.—Ιερ. 24:1-7· 28:4· Ησ. 65:17.