Οικοδόμησις Επάνω σε Ορθό Θεμέλιο με Πυρίμαχα Υλικά
«Εκάστου το έργον θέλει φανερωθή· διότι η ημέρα θέλει φανερώσει αυτό· επειδή δια πυρός ανακαλύπτεται· και το πυρ θέλει δοκιμάσει το έργον εκάστου οποίον είναι.»—1 Κορ. 3:13.
1. Πώς τα πυρίμαχα υλικά, που χρησιμοποιούνται σ’ ένα κτίριο με έκτακτη δαπάνη, αποδεικνύουν την αξία τους;
ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ μεγάλη προστασία και διαφύλαξις δαπανηρών κτιρίων, όταν αυτά κατασκευάζωνται ώστε να μη καίονται. Αυτό επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό με το να κατασκευάζωνται από υλικά, που αντέχουν στη φωτιά. Αν εσημειώνετο έναρξις μιας τοπικής πυρκαϊάς σ’ ένα άκαυστο κτίριο, θα ήταν δύσκολο να ξαπλωθή και τελικά να περιβάλη ολόκληρο το κτίριο με φλόγες και να το μετατρέψη σε στάχτη. Αν μια γενική πυρκαϊά εξεδηλώνετο στη γειτονική κοινότητα, το άκαυστο κτίριο θα παρέμενε, αμαυρωμένο κάπως στην εξωτερική του εμφάνισι και καψαλισμένο από τη φωτιά, αλλά να στέκη από δομική άποψι, ακριβώς όπως ήταν. Τα πυρίμαχα υλικά, που εχρησιμοποιήθησαν για το κτίριο, απεδείχθησαν ότι άξιζαν και η έκτακτη εργασία και δαπάνη απεδείχθησαν δικαιολογημένες.
2. Πώς η κατάταξις ενός ως ακαύστου κτιρίου από τον Εθνικό Κώδικα Οικοδομικής τονίζει το ζωτικό μέρος, που παίζουν τα δομικά υλικά;
2 Έτσι, εκείνος που οικοδομεί συμφέρει να συμμορφωθή με τον Εθνικό Κώδικα Οικοδομικής, ο οποίος καθορίζει ένα άκαυστο κτίριο ως «ένα κτίριο, του οποίου τα κατασκευαστικά τμήματα είναι ακαύστου κατασκευής και έχουν τεσσάρων ωρών αντοχή στην πυρκαϊά, όσον αφορά τους εξωτερικούς τοίχους, τους στύλους και τα υποστηρίγματα και τους δοκούς των τοίχων και τριών ωρών αντοχή στην πυρκαϊά όσον αφορά τα δάπεδα και τα τοιχώματα. Όλοι οι εσωτερικοί και εξωτερικοί τοίχοι, οι οποίοι βαστάζουν βάρος, είναι λιθόκτιστοι με ενισχυμένο σκυρόδεμα.» (Η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία, έκδοσις 1956, 2 Τόμος, σελίς 246, κάτω από την επικεφαλίδα «Προστασία από Πυρκαϊά») Πολύ ορθά τα δομικά υλικά μιας υπερκατασκευής επάνω σε οποιοδήποτε θεμέλιο παίζουν ένα ζωτικό ρόλο.
3, 4. Ποιο στοιχείο κατέστρεψε τον ναό του Ηρώδου στην Ιερουσαλήμ και πώς συνέβη αυτό;
3 Ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή και δαπανηρά κτίρια στην ανθρωπίνη ιστορία κατεστράφη από πυρκαϊά. Ήταν ο ναός που είχε οικοδομήσει ο Βασιλεύς Ηρώδης ο Μέγας στην ίδια θέσι, όπου ο Βασιλεύς Σολομών της Ιερουσαλήμ είχε οικοδομήσει τον περίφημο ναό του, ο οποίος υπήρξε επίσης θύμα πυρκαϊάς. Σχετικά με την καταστροφή του ναού του Ηρώδου πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια, μία Εγκυκλοπαιδείαa μάς λέγει:
4 «Στη διάρκεια του τελικού αγώνος των Ιουδαίων εναντίον των Ρωμαίων, το 70 μ.Χ., ο Ναός υπήρξε η τελευταία σκηνή της αποφασιστικής μάχης. Οι Ρωμαίοι εξώρμησαν από τον Πύργο της Αντωνίας μέσα στους ιερούς περιβόλους, των οποίων οι τοίχοι επυρπολήθησαν από τους ίδιους τους Ιουδαίους. Ήταν εναντίον του θελήματος του [Ρωμαίου στρατηγού] Τίτου να ρίξη ένας Ρωμαίος στρατιώτης μέσα στα βόρεια εξωτερικά κτίρια του ναού ένα δαυλό, ο οποίος προκάλεσε την πυρπόλησι ολοκλήρου της οικοδομής, μολονότι ο ίδιος ο Τίτος προσπάθησε να σβήση την πυρκαϊά. . . . Ο [Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος) Ιώσηπος παρατηρεί, ‘Δεν μπορεί παρά να θαυμάση ένας την ακρίβεια αυτής της περιόδου η οποία αναφέρεται σ’ αυτό· διότι ο ίδιος μήνας και η ιδία ημέρα [την δεκάτη ημέρα του πέμπτου σεληνιακού μηνός, που ελέγετο Αβ] ετηρούντο και τώρα, όπως είπα προηγουμένως, όταν ο προηγούμενος άγιος οίκος είχε πυρποληθή πριν από τους Βαβυλώνιους. Τώρα ο αριθμός των ετών που παρήλθαν από την πρώτη του θεμελίωσι, η οποία είχε γίνει από τον Βασιλέα Σολομώντα, ως αυτή την καταστροφή του, η οποία συνέβη το δεύτερο έτος της βασιλείας του [Αυτοκράτορος] Βεσπασιανού, συμποσούνται σε χίλια εκατόν τριάντα, εκτός από επτά μήνες και δεκαπέντε ημέρες· και από τη δευτέρα ανοικοδόμησί του, η οποία έγινε από τον Αγγαίο το δεύτερο έτος του Κύρου του [Πέρσου] βασιλέως, ως την καταστροφή του υπό τον Βεσπασιανό ήσαν εξακόσια τριάντα εννέα έτη και σαράντα πέντε ημέρες’.»
5. Πώς κατεστράφη ο ναός του Βασιλέως Σολομώντος και από ποιον;
5 Όσον αφορά την καταστροφή του ναού του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ από τον κατακτητή βασιλέα της Βαβυλώνας το 607 π.Χ., ο ιστορικός της Βίβλου μάς λέγει: «Και κατέκαυσαν τον οίκον του [αληθινού, ΜΝΚ] Θεού, και κατέσκαψαν το τείχος της Ιερουσαλήμ, και πάντα τα παλάτια αυτής κατέκαυσαν εν πυρί, και πάντα τα πολύτιμα σκεύη αυτής ηφάνισαν.»—2 Χρον. 36:19· Ιερεμ. 52:12-14.
6. (α) Γιατί κανένα άγαλμα του Ιεχωβά δεν κατεστράφη με την καταστροφή εκείνων των ναών στην Ιερουσαλήμ; (β) Χάριν της λατρείας του Ιεχωβά, ποια οικοδομή οικοδομείται τώρα και σύμφωνα με ποιον Οικοδομικό Κώδικα;
6 Κανένα άγαλμα και καμμία εικών του Θεού, που ελατρεύετο σ’ εκείνους τους ναούς της Ιερουσαλήμ, δεν κατεστράφη από τις φλόγες, διότι ο Θεός, ο οποίος ελατρεύετο εκεί, απηγόρευε την κατασκευή από τους λάτρεις Του της εικόνος οποιουδήποτε ειδώλου. (Έξοδ. 20:1-6) Επί πλέον, η λατρεία του Θεού, ο οποίος ελατρεύετο σ’ εκείνους τους ναούς επέζησε από την καταστροφή αυτών των υλικών ναών και επέζησε ως σήμερα και, πράγματι, βρίσκεται σε άνθησι. Αυτός ο Θεός δεν έχει ανάγκη υλικού ναού, μέσα στον οποίο να λατρεύεται εδώ στη γη. Εν τούτοις, χάριν της λατρείας του, κατασκευάζει τον πιο μεγαλειώδη ναό όλων των εποχών. (Ησ. 66:1· 1 Βασ. 8:27-30· Πράξ. 17:24-28) Αυτός ο ναός θα παραμείνη αιωνίως, διότι έχει κατασκευασθή με πυρίμαχα υλικά. Θα διέλθη άθικτος μέσα από το πυρ της επερχομένης ημέρας θλίψεως του κόσμου και θα λάμψη με ακόμη μεγαλυτέρα δόξα και ωραιότητα. Στο σχέδιο και στα υλικά κατασκευής του, ούτος ο ναός δεν προσαρμόζεται σε κανένα Οικοδομικό Κώδικα και σε κανόνες προστασίας κατά της πυρκαϊάς οποιουδήποτε επιγείου έθνους. Προσαρμόζεται με τον Οικοδομικό Κώδικα του Υπερτάτου Σχεδιαστού, του Δημιουργού του ουρανού και της γης. Είναι οικοδομημένος με τα υλικά, τα οποία αυτός καθορίζει και μπορεί να προμηθεύση.
7. Πώς παραβάλλεται ο χρόνος κατασκευής του αιωνίου ναού του Ιεχωβά με τον χρόνο κατασκευής του ναού του Ηρώδου και της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου;
7 Ο Δημιουργός Θεός ησχολήθη με την οικοδόμησι αυτού του ναού επί περισσότερο χρόνο από όσος εδαπανήθη ποτέ για την ανέγερσι οποιασδήποτε οικοδομής που έχει ως τώρα κατασκευασθή. Σχετικά με το ναό του Ηρώδου, οι Ιουδαίοι είπαν στον Ιησού Χριστό πριν από δέκα εννέα αιώνες: «Εις τεσσαράκοντα και έξ έτη ωκοδομήθη ο ναός ούτος.» (Ιωάν. 2:20) Το κυριώτερο κτίριο του ρωμαιοκαθολικισμού, η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στην Πόλι του Βατικανού, εθεμελιώθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μέγα τον τέταρτο αιώνα και ήταν ακόμη υπό κατασκευήν την εποχή του Προτεστάντου μεταρρυθμιστού Μαρτίνου Λουθήρου, τον δέκατο έκτο αιώνα. Αλλά ο Θεός οικοδομεί τον αιώνιο ναό της λατρείας του από τις ημέρες των αποστόλων του Ιησού Χριστού τον πρώτο αιώνα έως τώρα, και μόνο τώρα, ύστερα από δέκα εννέα αιώνες και πλέον, πλησιάζει η συμπλήρωσίς του.
ΣΥΝΟΙΚΟΔΟΜΟΙ
8. (α) Στο έργο κατασκευής του ναού, ποιους ευαρεστείται να χρησιμοποιή ο Θεός; (β) Πώς ο Παύλος επιχειρηματολογεί σ’ αυτό το σημείο και επίσης προειδοποιεί κατά του διαιρετικού πνεύματος στην εκκλησία;
8 Στην κατασκευή του πυριμάχου ναού του, ο Θεός ευαρεστείται να χρησιμοποιή συνεργούς οικοδόμους εδώ επάνω στη γη. Είσθε ένας συνεργός οικοδόμος με τον Θεό στην οικοδομή αυτού του ναού; Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος ήταν ένας τέτοιος συνεργός οικοδόμος· τέτοιος οικοδόμος ήταν και ένας με μεγάλη ευφράδεια Χριστιανός μαθητής, με τον οποίον ο Παύλος είχε γνωρισθή, ο Απολλώς, ένας μεταστραφείς Ιουδαίος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σχετικά με το έργο τους που έκαναν μαζί με τον Θεό, ο απόστολος Παύλος έγραψε στους αδελφούς της Χριστιανικής εκκλησίας της αρχαίας Κορίνθου και τους προειδοποίησε να μη γίνουν δογματικοί ακόλουθοι οποιουδήποτε θρησκευόμενου ανδρός λέγοντας: «Όταν λέγη τις, Εγώ μεν είμαι του Παύλου· άλλος δε, Εγώ του Απολλώ δεν είσθε σαρκικοί; Τις λοιπόν είναι ο Παύλος, και τις ο Απολλώς, παρά υπηρέται δια των οποίων επιστεύσατε, και όπως ο Κύριος έδωκεν εις έκαστον; Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξησεν. Ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι, ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων. Ο φυτεύων δε και ο ποτίζων είναι έν· και έκαστος θέλει λάβει τον εαυτού μισθόν κατά τον κόπον αυτού. Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί· σεις είσθε του Θεού αγρός, του Θεού οικοδομή.»—1 Κορ. 3:4-9.
9. Πώς ο Παύλος ήταν ένας φυτευτής, παραδείγματος χάριν, σχετικά με την εκκλησίαν της Κορίνθου;
9 Το φύτευμα προηγείται του ποτίσματος· και ο απόστολος Παύλος, με το να είναι όμοιος με φυτευτή, έκαμε το αρχικό ή εναρκτήριο έργο. Αυτός έκαμε σκαπανικό έργο προς όφελος της Χριστιανοσύνης. Αυτό ήταν αληθές όσον αφορά τη Χριστιανική εκκλησία εκεί στη Κόρινθο. Ο Παύλος έφθασε εκεί ως ένας ιεραπόστολος και άρχισε να κηρύττη τον Ιησού ως τον Ιουδαϊκό Μεσσία στη συναγωγή. Αργότερα κατέστη αναγκαίο για τον Παύλο να μεταφέρη τους Ιουδαίους που επίστευσαν σ’ ένα τόπο συναθροίσεως, που ήταν σε σπίτι γειτονικό με τη συναγωγή. Ο Παύλος εβάπτισε τον Κρίσπο, τον αρχισυνάγωγο και την οικογένειά του, επίσης ένα πιστόν που ωνομάζετο Γάιος, καθώς και τον οίκον του Στεφανά.
10. Πώς ο Απολλώς επότισε εκείνο, που είχε φυτεύσει ο Παύλος στην Κόρινθο;
10 Εκεί, αφού εδίδαξε τη Χριστιανοσύνη επί ένα έτος και έξη μήνες, εδημιουργήθησαν συνθήκες, που καθιστούσαν σκόπιμο για τον Παύλο να μεταβή στην Ιερουσαλήμ. Καθ’ οδόν προς τα εκεί εσταμάτησε στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, αφήνοντας σ’ αυτή τους συνταξιδιώτας του Ακύλαν και Πρίσκιλλαν. (Πράξ. 18:1-22· 1 Κορ. 1:13-16) Αργότερα ο Απολλώς, που είχε εν μέρει διδαχθή τη Χριστιανοσύνη, ήλθε στην Έφεσο κι εκήρυξε στη συναγωγή. Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα εγνωρίσθηκαν μαζί του και του εξήγησαν τη Χριστιανοσύνη πληρέστερα. Καθώς τώρα ο Απολλώς ήθελε να υπάγη στην Αχαΐα, οι Χριστιανοί αδελφοί της Εφέσου απέστειλαν μ’ αυτόν συστατικές επιστολές. Έτσι ο Απολλώς ήλθε σ’ επαφή με την εκκλησία της Κορίνθου κι έκαμε ανάμεσα τους ένα υποβοηθητικό έργο. Για να μιλήσωμε εξεικονιστικά, αυτός επότισε τον σπόρο που είχε φυτεύσει ο απόστολος Παύλος. (Πράξ. 18:24-19:1) Ποιος, λοιπόν, παρήγαγε την αύξησι; Ο Θεός.
11. (α) Με τα έργο του στην Κόρινθο, τι εφύτευε πραγματικά ο Παύλος; (β) Ποιος επέφερε την αύξησι και σε ποιον ανήκει ο αγρός των αναπτυσσομένων προϊόντων;
11 Τι ήταν ο σπόρος, που ο Παύλος εφύτευσε στην Κόρινθο; Ήταν οι Χριστιανοί, μαθηταί του Ιησού Χριστού. Η περίπτωσις ήταν όμοια μ’ εκείνη της παραβολής του Ιησού για τον σίτο και τα ζιζάνια (ήρα). Ο Ιησούς είπε: «Ο . . . αγρός είναι ο κόσμος [του ανθρωπίνου γένους]· ο δε καλός σπόρος, ούτοι είναι οι υιοί της βασιλείας.» (Ματθ. 13:38) Ο Παύλος εκήρυττε και εφύτευε, όχι μόνο τους σπόρους της Χριστιανικής αληθείας, αλλά Χριστιανούς, μαθητάς του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτός ‘εμαθήτευε’, όπως ο Ιησούς είπε να κάμουν οι ακόλουθοί του. (Ματθ. 28:19, 20) Εφόσον ο Παύλος ήταν ένας συνεργός του Θεού, ήταν σωστό για τον Παύλο να λέγη στην εκκλησία των Κορινθίων, που επίστευσαν κι εβαπτίσθησαν: «Σεις είσθε του Θεού αγρός.» (1 Κορ. 3:9) Ήταν πραγματικά ο Θεός, που έκανε τα μέλη αυτής της εκκλησίας ν’ αναπτύσσωνται ως Χριστιανοί. Ήταν πραγματικά ο Θεός, που τους έφερε σε ζωή, ως μαθητάς του Ιησού Χριστού, του Υιού του. Ο Παύλος ήταν απλώς ένας συνεργός, που ο Θεός είχε χρησιμοποιήσει για να φέρη σ’ αυτούς τα ζωοπάροχα αγαθά νέα για τον Χριστό, τα οποία αγαθά νέα ο Παύλος είχε λάβει από τον Θεό. Έτσι αυτός ο αγρός των αναπτυσσομένων Χριστιανών δεν ανήκε πραγματικά στον Παύλο. Ανήκε στον Θεό ως τον αληθινό και δικαιωματικό Κτήτορα. Έτσι, αν ο Θεός δεν μετέδιδε την ευλογία του και το πνεύμα του, όλο το έργο του Παύλου ή του Απολλώ θα ήταν χωρίς αποτέλεσμα.
12, 13. (α) Πώς αυτά τα γεγονότα επηρεάζουν το ζήτημα της δημιουργίας θρησκευτικών διαιρέσεων; (β) Πόσους διακόνους δικαιούμεθα για να έχωμε και, ως μαθηταί, ποιον πρέπει ν’ ακολουθούμε;
12 Συνεπώς, ο έπαινος για την Χριστιανική αύξησι ή ύπαρξι δεν θα εδίδετο ούτε στον Παύλο ούτε στον Απολλώ. Για τον ίδιο λόγο τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας στην Κόρινθο δεν ήσαν υποχρεωμένα να γίνουν ακόλουθοι είτε του Παύλου ή του Απολλώ, που ήσαν απλώς «διάκονοι», υπηρέται, μέσω των οποίων οι Κορίνθιοι επίστευσαν. Μάλλον, έπρεπε να είναι ακόλουθοι, μαθηταί του Θεού, του Κτήτορος και του Μόνου, που είχε τη δύναμι να κάμη Χριστιανούς να έλθουν σε ύπαρξι και ν’ αναπτυχθούν σε ωριμότητα. Πόσο λοιπόν περιορισμένης αντιλήψεως ήσαν, δημιουργώντας θρησκευτικά δόγματα και ακολουθώντας επιφανείς ανθρώπους! Ο Θεός είναι τόσο μεγαλύτερος από ένα απλούν άνθρωπο και από όλους τους ανθρώπους μαζί. Ακόμη και αυτοί οι άνθρωποι, που χρησιμοποιεί ως διακόνους, ανήκουν στο Θεό κι έτσι, σε τελευταία ανάλυσι, κάθε τι ανήκει στον Θεό.
13 Δεν ανήκομε σε κανένα διάκονο και δεν μας παρέχεται το δικαίωμα από τον Θεό να έχωμε ένα μόνο διάκονο. Θα έπρεπε να απολαμβάνωμε τη διακονία όλων των διακόνων του. «Ώστε», όπως λέγει ο Παύλος, «μηδείς ας μη καυχάται εις ανθρώπους· διότι τα πάντα είναι υμών· είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς [Πέτρος], είτε κόσμος [του ανθρωπίνου γένους], είτε ζωή είτε θάνατος, είτε παρόντα είτε μέλλοντα· τα πάντα είναι υμών· σεις δε, του Χριστού· ο δε Χριστός, του Θεού.» (1 Κορ. 3:21-23) Έτσι, ας ακολουθούμε τον Θεό, αναγνωρίζοντας την κυριότητά του επάνω σε μας και σε όλους τους ειδικούς διακόνους του προς το καλόν μας.
«ΘΕΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΗ»
14. (α) Εκτός από καλλιεργητής, με τι άλλο παραβάλλεται ο Θεός στο έργο του με Χριστιανούς; (β) Επομένως, τι άλλο είναι αυτοί, που εργάζονται με τον Θεό; Και εκτός του ότι είμεθα απόγονοι του Αδάμ, τι άλλο μπορούμε να κάνωμε σήμερα;
14 Το έργο του Θεού σχετικά με τους Χριστιανούς μπορεί να παραβληθή όχι μόνο με την καλλιέργεια, αλλά επίσης και με την ανοικοδόμησι. Ο Θεός είναι ένας Οικοδόμος, ένας που Εγείρει ένα οικοδόμημα· και αν εμείς είμεθα «συνεργοί του Θεού», τότε πρέπει επίσης να είμεθα οικοδόμοι. Αυτό είναι το αναπόφευκτο γεγονός, που ο απόστολος Παύλος μάς υπενθυμίζει, με το να λέγη: «Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί. . . . Σεις είσθε . . . του Θεού οικοδομή.» (1 Κορ. 3:9) Συλλαμβάναμε αυτό το νόημα; «Σεις» είσθε του Θεού οικοδομή. Είναι μια συγκλονιστική σκέψις για ένα άτομο να διαπιστώση ότι, εκτός του ότι είναι ένας απόγονος της πρώτης ανθρωπίνης δημιουργίας του Θεού, του Αδάμ, έχει κτισθή από τον Θεό και αποτελεί μέρος της οικοδομής του Θεού ενός ιδιαιτέρου είδους. Όλοι οι άνθρωποι είναι απόγονοι της πρώτης ανθρωπίνης δημιουργίας του Θεού, αλλά πόσοι σήμερα είναι ‘οικοδομή του Θεού’;
15, 16. (α) Στο οικοδομικό του έργο, ποιους ευαρεστείται να χρησιμοποιή στη γη ο Θεός; (β) Μήπως όλοι έχουν τον ίδιο διορισμό έργου, και πώς διευκρίνισε ο Παύλος αυτό το γεγονός στα εδάφια 1 Κορινθίους 3:10, 11;
15 Σ’ αυτό το οικοδομικό έργο, ο Θεός ευαρεστείται να χρησιμοποιή ανθρωπίνους ‘συνεργούς’. Τι μέρος του έργου κάνει ένας ανθρώπινος συνεργός; Όχι ότι όλοι οι συνεργοί έχουν το ίδιο μέρος ή τον ίδιο τύπο έργου να εκτελέσουν στην οικοδομική δραστηριότητα. Μερικοί πιθανόν να έχουν ένα περισσότερο αξιοσημείωτο ή σπουδαίο μέρος, σύμφωνα με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού που έχει χορηγηθή σ’ αυτούς. Ο απόστολος Παύλος είδε κι εξετίμησε τον δικό του ειδικό διορισμό έργου. Προσεπάθησε να επωμισθή την ευθύνη του έργου αυτού, χωρίς να παραμερίζη τις επί πλέον υποχρεώσεις, τις συνεχείς υποχρεώσεις, που το έργο αυτό του επέβαλε. Έτσι, περιγράφοντας το δικό του ειδικό έργο, ιδιαιτέρως σχετικά με την εκκλησία της Κορίνθου, ο Παύλος έγραψε:
16 «Εγώ κατά την χάριν του Θεού την δοθείσαν εις εμέ, ως σοφός αρχιτέκτων θεμέλιον έθεσα· άλλος δε εποικοδομεί· έκαστος όμως ας βλέπη πώς εποικοδομεί. Διότι θεμέλιον άλλο ουδείς δύναται να θέση παρά το τεθέν, το οποίον είναι ο Ιησούς Χριστός.»—1 Κορ. 3:10, 11.
17. Για ποιο μέρος της οικοδομής, ενδιεφέρετο ο Παύλος, ως ένας απόστολος του Ιησού Χριστού, ιδιαιτέρως, και πώς τα εδάφια Αποκάλυψις 21:9-14 δείχνουν την καταλληλότητα τούτου;
17 Ο Παύλος, με το να γίνη τώρα ένας «απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού», είχε μέρος στο οικοδομικό πρόγραμμα του Θεού, όπως είναι το έργον ενός «αρχιτέκτονος» ή αρχιοικοδόμου ή αρχιτεχνίτου. Ως τέτοιος, ο Παύλος θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για την ανοικοδόμησι από τα θεμέλια προς τα άνω, διότι, ως ένας σοφός αρχιτέκτων, εγνώριζε πόσο σπουδαία είναι τα θεμέλια μιας οικοδομής. Οι Χριστιανοί απόστολοι είχαν σχέσι με το έργο των θεμελίων της εκκλησίας, διότι στην Αποκάλυψι 21:9-14, η εκκλησία υπό τον Χριστό παρομοιάζεται με μια πόλι, τη Νέα Ιερουσαλήμ, λέγεται δε ότι τα θεμέλια αυτής της συμβολικής ουρανίας πόλεως είναι απόστολοι ‘οι δώδεκα απόστολοι του Αρνίου’. (1 Κορ. 1:1, 2) Ήταν πολύ κατάλληλο το ότι ο Παύλος προσπαθούσε πάντοτε να έχη μέρος στη θεμελίωσι του Χριστιανικού οικοδομικού προγράμματος. Έστρεφε ειδικά την προσπάθειά του στο να εκτελή σκαπανικό έργο σε νέα, ανεπεξέργαστα εδάφη. Έτσι μπορούσε να λέγη:
18. Σχετικά με τον τομέα του έργου του για το κήρυγμα του ευαγγελίου, τι έγραψε ο Παύλος στους Ρωμαίους;
18 «Δεν θέλω τολμήσει να είπω τι εξ εκείνων τα οποία δεν έκαμεν ο Χριστός δι’ εμού, προς υπακοήν των εθνών, λόγω και έργω, με δύναμιν σημείων και τεράτων, με δύναμιν του Πνεύματος του Θεού· ώστε από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι της Ιλλυρίας [μέρος της οποίας είναι σήμερα η Γιουγκοσλαυία] εξεπλήρωσα το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού. Ούτω δε εφιλοτιμήθην να κηρύττω το ευαγγέλιον, ουχί όπου ωνομάσθη ο Χριστός, δια να μη οικοδομώ επί ξένου θεμελίου· αλλά, καθώς είναι γεγραμμένον, “Εκείνοι προς τους οποίους δεν ανηγγέλθη περί αυτού, θέλουσιν ιδεί· και εκείνοι οίτινες δεν ήκουσαν, θέλουσι νοήσει.” Δια τούτο και εμποδιζόμην πολλάκις να έλθω προς εσάς [Ρωμαίοι]. Τώρα όμως μη έχων πλέον τόπον εν τοις κλίμασι τούτοις, επιποθών δε από πολλών ετών να έλθω προς εσάς, όταν υπάγω εις την Ισπανίαν, θέλω ελθεί προς εσάς· διότι ελπίζω διαβαίνων να σας ίδω, και να προπεμφθώ εκεί από σας, αφού πρώτον οπωσούν σας χορτασθώ.»—Ρωμ. 15:18-24.
19. Στην εκτίμησί του για το ζωτικό μέρος ενός κτιρίου, πώς έδειξε ο Παύλος ότι είχε το πνεύμα του Θεού και του Χριστού;
19 Με τον τρόπο αυτόν ο Παύλος δεν είχε μόνο το σκληρό έργον, αλλ’ επίσης την ευχαρίστησι, του να κάμη έναρξι των πραγμάτων και κατόπιν να φροντίζη για την αύξησι. Εγνώριζε ότι ένας οικοδόμος πιθανόν να άρχιζε με μια εσφαλμένη κατεύθυνσι ή σε ακατάλληλο θεμέλιο. Εκτιμούσε τόσο πολύ τη σπουδαιότητα ενός ορθού και καλού θεμελίου για τα πράγματα. Από αυτή την άποψι είχε το πνεύμα του Θεού και του Χριστού. Ο Θεός, ο μέγας Οικοδόμος όλων των πραγμάτων, ετόνισε τη σπουδαιότητα ενός θεμελίου, όταν είπε στον θεοφοβούμενο Ιώβ: «Πού ήσο ότε εθεμελίονον την γην; απάγγειλον, εάν έχης σύνεσιν. Τις έθεσε τα μέτρα αυτής, εάν εξεύρης; ή τις ήπλωσε στάθμην επ’ αυτήν; Επί τίνος είναι εστηριγμένα τα θεμέλια αυτής; ή τις έθεσε τον ακρογωνιαίον λίθον αυτής;» (Ιώβ 38:4-6) Ο Ιησούς Χριστός εξεικόνισε τη σπουδαιότητα ενός σταθερού θεμελίου, όταν είπε: «Είναι όμοιος με άνθρωπον οικοδομούντα οικίαν, όστις έσκαψε και εβάθυνε, και έβαλε θεμέλιον επί την πέτραν· ότε δε έγεινε πλημμύρα, προσέβαλεν ο ποταμός κατά της οικίας εκείνης, και δεν ηδυνήθη να σαλεύση αυτήν· διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί την πέτραν.»—Λουκ. 6:47, 48.
ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟΝ
20. (α) Για να είναι ένας συνεργός του Θεού, σε τίνος τις προδιαγραφές πρέπει να δώση προσοχή; (β) Γιατί ένας συνεργός του Θεού δεν θα μπορούσε να θέση άλλο θεμέλιο από εκείνο που έθεσε ο Παύλος;
20 Ένα άτομο δεν θα μπορούσε να είναι ένας συνεργός του Θεού και ταυτοχρόνως να παραβλέπη τις προδιαγραφές του Θεού, που είναι ο Κύριος Οικοδόμος και στον οποίον η οικοδομή πρέπει να ανήκη. Σχετικά με τη βάσι, επάνω στην οποία στηρίζεται η οικοδομή, ο Θεός εποδοκιμάζει γι’ αυτή μόνο ένα θεμέλιο. Ο απόστολος Παύλος εγνώριζε τι ήταν αυτό το θεμέλιο. Όταν ίδρυσε την εκκλησία της Κορίνθου, αυτό ήταν το θεμέλιο που έθεσε με σκοπό να εργασθή σε αρμονία με τον Θεό και να έχη την επιδοκιμασία του Θεού επάνω στο έργο του. Κάθε άλλος συνεργός του Θεού ώφειλε ν’ αναγνωρίση αυτό το θεμέλιο, που ο Παύλος είχε θέσει, και κατόπιν να κτίση επάνω σ’ αυτό μάλλον, παρά να προσπαθή να θέση κάποιο άλλο θεμέλιο και να μεταθέση την μεγάλη αυτή οικοδομή σ’ ένα άλλο θεμέλιο. Αυτός ήταν ο λόγος, που ο Παύλος προειδοποίησε: «Θεμέλιον άλλο ουδείς δύναται να θέση παρά το τεθέν, το οποίον είναι ο Ιησούς Χριστός.» (1 Κορ. 3:11) Αυτή ήταν η πέτρα, στην οποίαν ανεφέρθη ο Κύριος Ιησούς, όταν είπε στον απόστολο Πέτρο: «Επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου· και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ’ αυτής.»—Ματθ. 16:18.
21. Όσον αφορά το εν ύδατι βάπτισμα, πώς έθεσε ο Παύλος τον Ιησού Χριστό ως το θεμέλιο;
21 Ο περιοδεύων Παύλος είπε σχετικώς στην εκκλησία της Κορίνθου: «Εγώ . . . θεμέλιον έθεσα.» (1 Κορ. 3:10) Τώρα, με ποιο τρόπο ο Παύλος έθεσε τον Ιησού Χριστό ως θεμέλιο; Λοιπόν, όταν ο Παύλος ήλθε για πρώτη φορά στην Κόρινθο να κηρύξη, δεν εκήρυξε τον Σίμωνα Πέτρον ή Κηφάν ούτε τον εύγλωττον Απολλώ ούτε ακόμη τον εαυτό του· ούτε εβάπτισε κανένα εκεί στο δικό του όνομα. Προκαλώντας τους μπορούσε να λέγη: «Δια να μη είπη τις ότι εις το όνομά μου εβάπτισα.» (1 Κορ. 1:15) Λίγο μετά την αναχώρησί του από την Κόρινθο, ανεφέρθη ότι ο Παύλος ήταν στην Έφεσο και εκεί εβάπτιζε στο όνομα του Ιησού. (Πράξ. 19:1-7) Έτσι στο ίδιο όνομα εβάπτισε και στην Κόρινθο.
22, 23. (α) Όταν ειργάζετο με τους Ιουδαίους στην Κόρινθο, πώς ο Παύλος έθεσε τον Ιησού Χριστό ως το θεμέλιο; (β) Ο Ιησούς Χριστός, επειδή αυτός ήταν το θεμέλιο, τι κατέστη επάνω στους μαθητάς του από τον Θεό;
22 Ο απόστολος Παύλος έθεσε τον Ιησού Χριστό ως θεμέλιο, επειδή εδίδαξε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η βάσις για τη σωτηρία μας από την αμαρτία και τον θάνατο. Η αναγραφή του έργου του Παύλου ως σκαπανέως στην Κόρινθο σαφώς λέγει: «Διελέγετο δε εν τη συναγωγή κατά παν σάββατον, και έπειθεν Ιουδαίους και Έλληνας. Ότε δε κατέβησαν από της Μακεδονίας ο τε Σίλας και ο Τιμόθεος, ο Παύλος συνεσφίγγετο κατά το πνεύμα, διαμαρτυρόμενος προς τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.» (Πράξ. 18:1-5) Ακόμη και σ’ αυτή τη χώρα της ειδωλολατρικής Ελληνικής φιλοσοφίας ο Παύλος δεν προσπάθησε να συγχωνεύση τον Ιησού Χριστό με τους διανοουμένους ειδωλολάτρας ή με την κοσμική φιλοσοφία, αλλά εκήρυξε τον Ιησού Χριστό εσταυρωμένο στο ξύλο του μαρτυρίου ως μια ανθρώπινη θυσία για τον Θεό. Ο Παύλος λέγει:
23 «Δεν με απέστειλεν ο Χριστός δια να βαπτίζω, αλλά δια να κηρύττω το ευαγγέλιον· ουχί εν σοφία λόγου, δια να μη ματαιωθή ο σταυρός του Χριστού. Επειδή και οι Ιουδαίοι σημείον αιτούσι, και οι Έλληνες σοφίαν ζητούσιν· ημείς δε κηρύττομεν Χριστόν εσταυρωμένον, εις μεν τους Ιουδαίους σκάνδαλον, εις δε τους Έλληνας [μη Ιουδαίους] μωρίαν· εις αυτούς όμως τους προσκεκλημένους, Ιουδαίους τε και Έλληνας, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν. Διότι το μωρόν του Θεού είναι σοφώτερον των ανθρώπων και το ασθενές του Θεού είναι ισχυρότερον των ανθρώπων. Αλλά σεις είσθε εξ αυτού εν Χριστώ Ιησού, όστις εγενήθη εις ημάς σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις· ώστε, καθώς είναι γεγραμμένον, «ο καυχώμενος, εν Ιεχωβά ας καυχάται.»—1 Κορ. 1:17, 22-25, 30, 31· Ιερεμ. 9:24, ΜΝΚ.
24. Όταν ήλθε σ’ ένα τέτοιο φρούριο ειδωλολατρικής φιλοσοφίας όπως ήταν η Κόρινθος, ποιον επέμενε να κηρύττη ο Παύλος, και γιατί;
24 Όταν ο Παύλος ήλθε στην Κόρινθο για να κηρύξη τα αγαθά νέα, δεν είχε κατατρομάξει από την κοσμική σοφία των ειδωλολατρών Ελλήνων. Δεν προσπάθησε να επιδείξη μεγάλη διανοητικότητα κατά ένα κοσμικό τρόπο με σκοπό να συναγωνισθή με την Ελληνική φιλοσοφία και ν’ αποδείξη ότι αυτός ήταν ευφυέστερος από τους ειδωλολάτρας φιλοσόφους κι έτσι να κερδίση ακολούθους. Δεν προσπάθησε να γαργαλίση τα ώτα των ανθρώπων που επιζητούσαν κοσμική σοφία, ανθρώπινες θεωρίες και φιλοσοφίες. Επήγε εκεί για να θέση τον Ιησού Χριστό ως ένα θεμέλιο για μια Χριστιανική εκκλησία. Έτσι ο Παύλος λέγει στην 1 Κορινθίους 2:1-5: «Και εγώ, αδελφοί, ότε ήλθον προς εσάς, ήλθον ουχί με υπεροχήν λόγου ή σοφίας, κηρύττων εις εσάς την μαρτυρίαν του Θεού. Διότι απεφάσισα να μη εξεύρω μεταξύ σας άλλο τη, ειμή Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον. Και εγώ ήλθον προς εσάς με ασθένειαν, και με φόβον, και με τρόμον πολύν. Και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου δεν εγίνοντο με καταπειστικούς λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με απόδειξιν Πνεύματος και δυνάμεως· δια να ήναι η πίστις σας ουχί δια της σοφίας των ανθρώπων, αλλά δια της δυνάμεως του Θεού.»
25. Σε μια κατάστασι, ομοία μ’ εκείνην του Παύλου στην Κόρινθο, πώς θα μπορούσε να αισθάνεται ένας σκαπανεύς Χριστιανός, αλλά τι μπορεί να κάμη;
25 Έτσι, όπως ο απόστολος Παύλος, ένας Χριστιανός, που εργάζεται ως σκαπανεύς σήμερα, πιθανόν να τρέμη και να αισθάνεται ότι είναι εντελώς αδύνατος, όταν εισέρχεται σ’ ένα προπύργιον κοσμικής φιλοσοφίας. Εν τούτοις, μπορεί να προβή σε μια εκδήλωσι του πνεύματος και της δυνάμεως του Θεού και να εδραιώση την πίστι άλλων προς τον Θεό.
26. (α) Πώς ο Κύριος ενεθάρρυνε τον Παύλο στην Κόρινθο κι έτσι τι έκαμε αυτός; (β) Γιατί απεδείχθη ότι η εκκλησία της Κορίνθου εξακολουθούσε να στέκη χρόνια μετά από αυτό;
26 Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι ήταν αναγκαίο για τον Κύριο να ενθαρρύνη τον Παύλο στην Κόρινθο, ακριβώς όπως διαβάζομε: «Ο Κύριος είπεν εν νυκτί προς τον Παύλον δι’ οράματος, Μη φοβού, αλλά ομίλει και μη σιωπήσης· διότι εγώ είμαι μετά σου, και ουδείς θέλει επιβάλει χείρα επί σε δια να σε κακοποιήση· διότι έχω λαόν πολύν εν τη πόλει ταύτη. Και εκάθισεν εκεί έν έτος και μήνας έξ, διδάσκων μεταξύ αυτών τον λόγον του Θεού.» (Πράξ. 18:9-11) Ο Λόγος του Θεού δεν επρόκειτο να εξουδετερωθή από την κοσμική ειδωλολατρική φιλοσοφία. Η εκκλησία, που ίδρυσε ο Παύλος στην Κόρινθο, ήταν ακόμη εκεί και ανθούσε χρόνια αργότερα, όταν ο Παύλος έγραψε την πρώτη και δευτέρα επιστολές του στους Κορινθίους Χριστιανούς. Είχε ιδρυθή επάνω στο ορθό θεμέλιο. Μπορούσε να στέκη σταθερά.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Εγκυκλοπαιδεία Βιβλικής, Θεολογικής και Εκκλησιαστικής Φιλολογίας, υπό Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, 10ος Τόμος, σελίς 252, παράγραφος 1. Επίσης, βλέπε Πόλεμοι των Ιουδαίων, VI, 4, υπό Φλαβίου Ιωσήπου.