Ένα Έθνος Κρατεί μια Χώρα ως Παρακαταθήκη για τον Θεό
Ο ΙΕΧΩΒΑ Θεός είναι ο Δημιουργός των ουρανών και της γης. Είναι κύριος της γης και κάθε πράγματος επάνω σ’ αυτή. Πλάσματα που ζουν επί της γης έχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας ή δικαιώματα κατοχής όσον αφορά στις μεταξύ των σχέσεις, αυτά δε πρέπει να είναι σεβαστά. Αλλά πρέπει να τηρήται στη διάνοια ότι ο Θεός είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης και όσον αφορά αυτόν, κανένα πλάσμα δεν έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας.—Ψαλμ. 24:1.
Ένα έθνος, επίσης, οφείλει να αναγνωρίση το γεγονός αυτό και να χρησιμοποιή το έδαφος ανιδιοτελώς χάριν του λαού του. Το αν προωθή τη λατρεία του αληθινού Θεού και προσκολλάται στις αρχές του ή αν μιαίνη τη χώρα, φθείροντάς την, καθορίζει αν το έθνος μπορή να εξακολουθή να ζη πάνω σ’ αυτήν ή όχι. Έθνη, που είναι άθεα ή έθνη, που επηρεάζονται από ψευδείς θρησκευτικές διδασκαλίες, οι οποίες πηγάζουν από την αρχαία Βαβυλώνα και οι οποίες δυσφημούν τον Δημιουργό και Κύριον της γης, δεν μπορούν να υπάρχουν επί μακρόν πάνω στη γη. Ενώ επιτρέπεται στα έθνη με ανοχή του Θεού να κατέχουν τη γη, ωστόσο σε κανένα απ’ αυτά, ως αντιπρόσωπόν του, δεν έχει πραγματικά παραχωρηθή οποιαδήποτε χώρα.
Εν τούτοις, υπήρχε κάποτε ένα έθνος, στο οποίον εδόθη μια χώρα παραχωρημένη από τον Θεό. Δεν ήταν παραχώρησις ιδιοκτησίας, αλλά παραχώρησις μιας χώρας για να κρατήται ως παρακαταθήκη με την ευθύνη απέναντί του όσον αφορά τη συνέχισί της. Ήταν το μόνο έθνος που είχε ποτέ θεόθεν θεσπισμένον κώδικα νόμων. Στους σημερινούς καιρούς, που νέα έθνη σχηματίζονται και οι κυβερνήσεις υφίστανται ριζικές μεταβολές, μια μελέτη του έθνους αυτού και της εκβάσεως της πορείας του, θα μας βοηθήση, οπουδήποτε κι αν ζούμε επάνω στη γη, να μάθομε την πορεία που πρέπει ν’ ακολουθήσωμε, αν επιθυμούμε να ζούμε στη χώρα με ασφάλεια, ελευθερία και ευτυχία.
Ο Θεός είχε εξαγοράσει αυτόν τον λαό, που τον θεωρούσε ως τον πρωτότοκόν του υιό, τον Ισραήλ, από την κάμινο της δουλείας στην Αίγυπτο. Ήταν, επίσης, ο Βασιλεύς των. Κάτω από τον Μωυσή τους έφερε στο Όρος Χωρήβ για να οργανώση ένα έθνος. Διεκήρυξε μέσω αγγέλου τις ασύγκριτες Δέκα Εντολές. Όχι στα μη Ιουδαϊκά έθνη του κόσμου, αλλά μόνο στο απελευθερωμένο έθνος του Ισραήλ μπορούσε ο Ιεχωβά να δώση τις επόμενες δύο πρώτες, από τις Δέκα, εντολές: «Εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σου, ο εξαγαγών σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. Μη έχης άλλους θεούς πλην εμού.
»Μη κάμης εις σεαυτόν είδωλον, μηδέ ομοίωμα τινός, όσα είναι εν τω ουρανώ άνω, ή όσα εν τη γη κάτω, ή όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης· μη προσκύνησης αυτά, μηδέ λατρεύσης αυτά· διότι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σου είμαι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν . . .»—Έξοδ. 20:2-6, ΜΝΚ.
Σχετικά με τη χώρα που είχε υποσχεθή στον Αβραάμ και στους απογόνους του, και όχι σε κάποιο μη Ιουδαϊκό έθνος, η πέμπτη από τις εντολές του έλεγε: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, δια να γείνης μακροχρόνιος επί της γης, την οποίαν σοι δίδει Ιεχωβά ο Θεός σου.» (Έξοδ. 20:12, ΜΝΚ) Προσέτι, ήταν σημείον για τους Ισραηλίτας, και όχι για άλλο έθνος, η εντολή που τους κατηύθυνε στην τήρησι άπαξ της εβδομάδος, της εβδόμης ημέρας του σαββάτου ή παύσεως από κάθε εργασία, προς όφελος των ανθρώπων και των κτηνών.—Έξοδ. 20:8-11· 31:13.
ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΑΙ ΟΠΩΣ ΚΑΤΗΥΘΥΝΕ Ο ΘΕΟΣ
Αυτό δεν ήταν ο μόνος σαββατιαίος νόμος. Ο Θεός απαιτούσε να τηρήται ένας αριθμός σαββάτων χάριν του ιδίου του εδάφους που έδωσε στους Ισραηλίτας. Έδωσε εντολή: «Όταν εισέλθητε εις την γην την οποίαν εγώ δίδω εις εσάς, . . . Έξ έτη θέλεις σπείρει τον αγρόν σου, . . . το δε έβδομον έτος θέλει είσθαι σάββατον αναπαύσεως εις την γην, σάββατον δια τον Ιεχωβά. . . .
»Και θέλεις αριθμήσει . . . τεσσαράκοντα εννέα έτη . . . Και θέλετε αγιάσει το πεντηκοστόν έτος, και θέλετε διακηρύξει άφεσιν εις την γην προς πάντας τους κατοίκους αυτής· ούτος θέλει είσθαι ενιαυτός αφέσεως [Ιωβιλαίον] εις εσάς· και θέλετε επιστρέψει έκαστος εις το κτήμα αυτού, και θέλετε επιστρέψει έκαστος εις την οικογένειαν αυτού.»—Λευιτ. 25:1-13, ΜΝΚ.
Η γη αυτή που εδόθη στους Ισραηλίτας ήταν μια ιερή παρακαταθήκη κι έπρεπε να είναι πιστοί στην παρακαταθήκη αυτή, με το ν’ αναγνωρίσουν τη θεία σοφία στην προμήθεια αυτών των σαββατιαίων ετών. Ήταν καλό για το έδαφος της Γης της Επαγγελίας να μένη ακαλλιέργητο ή ανεπεξέργαστο σε τακτικά διαστήματα σύμφωνα μ’ αυτή τη διευθέτησι. Επίσης, έθετε σε δοκιμή την πίστι των Ισραηλιτών στην υπόσχεσι του Ιεχωβά να προμηθεύση τόσο άφθονη συγκομιδή στη διάρκεια εκάστου έκτου έτους, ώστε να έχουν αρκετή τροφή διαθέσιμη που θα επαρκούσε έως τον θερισμό του ογδόου έτους. Και στο τεασαρακοστό όγδοο έτος θα τους ευλογούσε με τόσο καλή συγκομιδή, ώστε θα είχαν αρκετή τροφή, που θα επαρκούσε καθ’ όλο το σαββατιαίο τεσσαρακοστό ένατο έτος και το πεντηκοστό ή Ιωβιλαίον έτος έως τον θερισμό του πεντηκοστού πρώτου έτους. Ήταν μέσα στα δικαιώματα του Θεού το να λέγη στους ενοικιαστάς του γεωργούς πότε να καλλιεργούν τη γη και πότε να μην την καλλιεργούν.—Λευιτ. 25:20-22.
Το γεγονός ότι κατείχαν αυτή τη γη μόνον ως παρακαταθήκη, ετονίσθη στον νόμο του Θεού που ήταν σχετικός με την πώλησι της οικογενειακής ακινήτου περιουσίας: «Και η γη δεν θέλει πωλείσθαι εις απαλλοτρίωσιν· διότι ιδική μου είναι η γη· διότι σεις είσθε ξένοι και πάροικοι έμπροσθέν μου.» (Λευιτ. 25:23) Στο πεντηκοστό ή Ιωβιλαίο έτος, αν κάποιοι Ισραηλίται είχαν χάσει τις περιουσίες των λόγω χρέους, έπρεπε να γίνη σ’ αυτούς αποκατάστασις των γαιών αυτών και ν’ απελευθερώνωνται εκείνοι που είχαν χάσει την προσωπική τους ελευθερία και ανεξαρτησία λόγω χρέους ή ατυχών περιστάσεων. Τι ωραία ευκαιρία να δείξουν υπακοή στον Θεό και σεβασμό για την παρακαταθήκη που τους είχε παραχωρήσει και να εκδηλώσουν αδελφική αγάπη προς τους Ισραηλίτας αδελφούς των! Για να μετρούν αυτά τα σαββατιαία και Ιωβιλαία έτη θ’ άρχιζαν από το ίδιο το έτος που εισήλθαν στη χώρα.—Λευιτ. 25:1, 2.
Ο Ιεχωβά είπε σαφώς στους Ισραηλίτας ότι, αν υπήκουαν σ’ αυτούς τους νόμους, θα κατοικούσαν με ασφάλεια, αλλ’ αν επρόδιδαν την ιερή αυτή παρακαταθήκη, τότε ο Ιεχωβά θ’ απέσυρε την προστασία του και οι εχθροί των θα έπαιρναν τη χώρα των και θα τους διεσκόρπιζαν μεταξύ των εθνών. Ο Θεός θα έκανε τη γη να μένη έρημη για να απολαύση το σάββατον, που οι Ισραηλίται είχαν αποτύχει να τηρήσουν.—Λευιτ. 25:18, 19· 26:27-39.
Αλλ’ ακόμη και τότε ο Θεός δεν θα τους λησμονούσε τελείως. Εκφράζει την αγάπη του για τον Αβραάμ και το μεγάλο του έλεος, όταν τους λέγη ότι, αν εταπεινώνοντο στην καρδιά τους, αυτός τότε θα ενεθυμείτο τη διαθήκη του με τους προγόνους των και θα τους αποκαθιστούσε στη γη.—Λευιτ. 26:40-45.
Προτού να φέρη τους Ισραηλίτας σε διαθήκη νόμου μαζί του, ο Ιεχωβά είπε μέσω του Μωυσέως ως μεσίτου της διαθήκης: «Τώρα λοιπόν, εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον. . . .»—Έξοδ. 19:5, 6.
Ο ΘΕΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΙ ΒΟΗΘΕΙΑ
Αν τηρούσαν αυτή τη διαθήκη, τότε θα εγίνοντο όπως ο Μελχισεδέκ, που ήταν συγχρόνως βασιλεύς και ιερεύς του Ιεχωβά στη Σαλήμ. Προς το παρόν, όμως, ο Ιεχωβά ήταν ο πραγματικός και μοναδικός Βασιλεύς επί του έθνους των. Για να τους βοηθήση να τηρήσουν τη διαθήκη, ο Ιεχωβά έδωσε στον Μωυσή ένα υπόδειγμα οίκου λατρείας. Εστήθη την 1η του Νισάν, το 1512 π.Χ., στους πρόποδας του Όρους Χωρήβ ή Σινά. Το κύριο έπιπλό του ήταν η σκεπασμένη με χρυσόν «κιβωτός του μαρτυρίου», που περιείχε τις λίθινες πλάκες με εγχαραγμένες τις Δέκα Εντολές. Είχε τεθή στο διαμέρισμα «Άγια των Αγίων» αυτού του οίκου, της Σκηνής. Ο Ιεχωβά εξέφρασε την επιδοκιμασία του κάνοντας τη νεφέλη της δόξης του να παραμένη υπεράνω της Σκηνής και να την γεμίζη.—Έξοδ. 40:1-35.
Κατόπιν ο Μωυσής, εκτελώντας εντολή του Θεού, έχρισε ως αρχιερέα τον αδελφό του Ααρών και με ιεροτελεστία που διήρκεσε επτά ημέρες, εγκατέστησε το ιερατείο στο αξίωμα. Έτσι ο Ααρών έγινε ο Κεχρισμένος ή Μεσσίας, ή, όπως τον αποκαλεί η Ελληνική Μετάφρασις των Εβδομήκοντα, Χριστός, ο Κεχρισμένος του Ιεχωβά, αλλά μόνον με ιερατική έννοια. Οι υιοί του Ααρών ήσαν υφιερείς και όλοι οι άλλοι άρρενες Λευίται, που είχαν τα προσόντα, ήσαν υπηρέται του ιερατείου. Ο Θεός εφανέρωσε την εκ μέρους του αποδοχή του νεωστί εγκατεστημένου ιερατείου την ογδόη ημέρα, που ήταν η πρώτη ημέρα της υπηρεσίας των ως ιερέων. Έκαμε να έμφανισθή η δόξα του σε όλο τον λαό, εξήλθε δε πυρ και άρχισε να καταναλώνη τα ολοκαυτώματα επί του θυσιαστηρίου.—Λευιτ. 8:1-30· 9:1-24.
Το ιερατείο αυτό δεν ήταν όπως του Μελχισεδέκ, που ήταν και βασιλεύς και ιερεύς. Ο Θεός ήταν ο αόρατος Βασιλεύς, και γι’ αυτό ετήρησε χωριστά την ιερατεία και τη βασιλεία στον Ισραήλ. Αλλά μέσω του Μωυσέως προείπε ότι θα ήρχετο ο καιρός που οι Ισραηλίται θα έχαναν την πίστι και θα ζητούσαν να έχουν έναν ορατό ανθρώπινο βασιλέα.—Δευτ. 17:14-18.
Ο διαχωρισμός ιερατείας και βασιλείας εξακολούθησε μετά την απόκτησι ανθρωπίνου βασιλέως και υπήρξε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Ο Βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, Οζίας, αιώνες αργότερα, προσεπάθησε με φιλοδοξία να προσθέση ιερατικά καθήκοντα στη βασιλική του εξουσία κι επατάχθη με λέπρα, πράγμα το οποίον τον εκράτησε μακριά από τον ναό και υπεχρεώθη ο υιός του Ιωθάμ να λάβη τον θρόνο ως βασιλεύς.—2 Χρον. 26:16-23.
ΤΥΠΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Η προσφορά του θυμιάματος, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου που προσεφέρετο επί του χρυσού θυσιαστηρίου που ανέδιδε θυμίαμα στη Σκηνή του μαρτυρίου κάθε πρωί και κάθε βράδυ, ήταν καθήκον που είχε ανατεθή αποκλειστικώς στο Ααρωνικό ιερατείο. Επίσης, προσέφεραν έναν αμνό ως ολοκαύτωμα, το «παντοτεινόν ολοκαύτωμα», επί του θυσιαστηρίου που ήταν στην αυλή διαρκώς, κάθε μέρα.—Έξοδ. 30:7, 8· Λουκ. 1:8-11· Έξοδ. 29:38-42.
Στις 14 του Νισάν εωρτάζετο το πάσχα. Την επομένη ημέρα, 15η του Νισάν, ήταν σάββατο, αδιάφορο με ποιά ημέρα της εβδομάδος συνέπιπτε. Την επομένη, 16 του Νισάν, ο αρχιερεύς έπρεπε να κινήση ένα «δράγμα» κριθής πλησίον της Σκηνής του μαρτυρίου. (Λευιτ. 23:5-11) Κατόπιν, μπορούσαν να φάγουν τη νέα κριθή. Λοιπόν, δεν ήταν τυχαίο το ότι ο Ιησούς ηγέρθη εκ νεκρών στις 16 του Νισάν του 33 μ.Χ.—1 Κορ. 15:20.
Κατόπιν μετρούσαν επτά σάββατα ή εβδομάδες, αρχίζοντας από την ημέρα της 16ης του Νισάν, και την πεντηκοστή ημέρα προσεφέροντο πρωτοκάρπια σίτου. (Λευιτ. 23:15-21) Αυτό έφθασε να ονομάζεται Πεντηκοστή (από το πεντήκοντα), όπως αναφέρεται στις Πράξεις 2:1. Η Ιερουσαλήμ ήταν το μέρος, όπου την ημέρα αυτή του 33 μ.Χ., που συνέπεσε ν’ αντίστοιχη προς τη δική μας Κυριακή, ή την πρώτη ημέρα της Ιουδαϊκής εβδομάδος, το άγιο πνεύμα εξεχύθη επάνω στους πρώτους Χριστιανούς, τους ακολούθους του Χριστού.—Πράξ. 2:1-36.
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ-ΙΕΡΕΥΣ ΘΑ ΦΕΡΗ ΔΙΑΡΚΗ ΟΦΕΛΗ
Ο Ααρών δεν ήταν ο «Ποντίφεξ Μάξιμους» («Μέγιστος Γεφυροποιός»), διότι η πόλις της Ρώμης με το κολλέγιό της των αρχιερέων επρόκειτο να ιδρυθή 750 και πλέον χρόνια αργότερα. Όχι, αυτός ήταν ο πρώτιστος κοέν (ιερεύς) του Ιεχωβά Θεού στον Ισραήλ. Πριν απ’ αυτόν το προνόμιο της προσφοράς θυσιών στον Ιεχωβά το απέλαυαν οι πατριαρχικές κεφαλές του λαού Ισραήλ, όπως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ.
Η υπεροχή του ιερέως, που επρόκειτο να έλθη, εδείχθη από το γεγονός ότι ο Μελχισεδέκ ευλόγησε τον Αβραάμ αφού είχε επιστρέψει από την κατατρόπωσι του βασιλέως της Βαβυλωνίας και των συμμάχων του. Με το να είναι ο Αβραάμ πατήρ των Ισραηλιτών, ο Λευί, ο δισέγγονος του, ήταν ακόμη στην οσφύν του, όταν ευλογήθηκε από τον Μελχισεδέκ· έτσι ευλογήθηκε ο Λευί και ο απόγονός του Ααρών. Συνεπώς το ιερατείον του Ααρών ήταν κατώτερο από του Μελχισεδέκ, διότι ο κανών είναι ότι εκείνος που ευλογεί είναι ανώτερος από τον ευλογούμενον. Ο ιερεύς, που επρόκειτο να έλθη κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, θα ήταν, επίσης, μεγαλύτερος από το Λευιτικό ιερατείο του Ααρών. Θα ήταν το Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού.—Εβρ. 7:4-17.
Ο Αρχιερεύς Ααρών απέθανε σε ηλικία 123 ετών στο όρος Ωρ και τον διεδέχθη ο υιός του Ελεάζαρ. (Αριθμ. 20:22-29) Λόγω του ότι ο άνθρωπος γεννάται ατελής, αμαρτωλός και υποκείμενος σε θάνατο, το ιερατείον του Ισραήλ μετεβιβάζετο στην οικογένεια του Ααρών από τον πατέρα στον υιό. Αυτό ήταν αναγκαίο μέχρις ότου ο Ιεχωβά θα ήγειρε τον μεγάλο του βασιλικό ιερέα ή Κοέν όμοιον με τον Μελχισεδέκ και θα εισήγετο το «βασίλειον ιεράτευμα». (Έξοδ. 19:6) Αυτός θα είχε τη δύναμι της αιωνίου ζωής λόγω του ότι θα ήταν αναμάρτητος και τέλειος και δεν θα είχε ανάγκην διαδόχων. Θα ήταν ένας ασυγκρίτως καλύτερος ιερεύς από τον Ααρών, ικανός να προσφέρη θυσία που θα κατέληγε σε αιώνια ζωή για τους πιστούς ανθρώπους.
ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΦΥΛΑΤΤΟΜΕΝΗ ΜΕΣΩ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ
Ο αδελφός του Ααρών, ο Μωυσής, απέθανε επί του Όρους Φασγά, απ’ όπου μπορούσε να κυττάξη προς δυσμάς δια μέσου του Ιορδάνου Ποταμού και να επιβλέψη ολόκληρη τη χώρα την «ρέουσαν γάλα και μέλι.» (Δευτ. 34:1-8) Τον δεύτερο μήνα πριν από το τέλος της τεσσαρακονταετούς πορείας δια μέσου της ερήμου, ο Μωυσής έδωσε αποχαιρετιστήριες ομιλίες, ενθαρρύνοντας τον Ισραήλ να εξακολουθήση να υπηρετή και να λατρεύη τον Ιεχωβά ως Θεόν. Ο Μωυσής εξεφώνησε εδώ κάτω από έμπνευσι τη μεγαλύτερη εντολή της διαθήκης του Ισραήλ με τον Θεό του:
«Άκουε Ίσραήλ , Ιεχωβά ο Θεός [Ελοχίμ] ημών είναι είς Ιεχωβά. Και θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της δυνάμεως σου . . . . Ιεχωβά τον Θεόν [Ελοχίμ] σου θέλεις φοβείσθαι, και αυτόν θέλεις υπηρετεί . . . Δεν θέλετε υπάγει κατόπιν άλλων θεών, εκ των θεών των εθνών των περικυκλούντων υμάς, . . . δια να μη εξαφθή ο θυμός Ιεχωβά του Θεού σου εναντίον σου, και σε εξολοθρεύση από προσώπου της γης.»—Δευτ. 6:4-15, ΜΝΚ.
Δείχνοντας ότι η ίδια αυτή αρχή και εντολή εφαρμόζεται στους Χριστιανούς, ο Ιησούς Χριστός, ο Ηγέτης της Χριστιανοσύνης, όταν τον ρώτησαν, «Ποία εντολή είναι η πρώτη πασών;», εδήλωσε: «Πρώτη . . . είναι, “Ακουε Ισραήλ· Ιεχωβά ο Θεός ημών είναι είς Ιεχωβά. Και θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεως σου”. Δευτέρα . . . αύτη, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”. Μεγαλητέρα τούτων άλλη εντολή δεν είναι.»—Μάρκ. 12:28-31, ΜΝΚ.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΕΧΩΒΑ ΘΕΟΣ
Ας σημειωθή ότι ο Ιησούς Χριστός δεν εξήγησε τους λόγους του Μωυσέως παραθέτοντας από τον Μωυσή ωσάν αυτός να έλεγε, ‘Άκουε, Ισραήλ, Ιεχωβά οι Θεοί μας είναι τρεις’. Δεν είπε ότι υπήρχαν τρεις Ιεχωβά και ότι αυτός ο ίδιος ήταν ένας απ’ αυτούς τους τρεις Ιεχωβά. Ο Ιησούς απλώς είπε: Ιεχωβά ο Θεός ημών, είναι είς Ιεχωβά.» Ο Ιεχωβά είναι ολόκληρος ο Θεός, ολόκληρος ο Ελοχίμ. Ο Ιεχωβά δεν διαμοιράζεται τη λατρεία με δύο άλλους θεούς σε μια Βαβυλωνιακή τριάδα.
Επομένως με το να παραθέση από τον Μωυσή και να πη: «Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου», ο Ιησούς δεν εννοούσε τον εαυτόν του· δεν έλεγε ότι αυτός ο ίδιος ήταν ο Ιεχωβά και εκείνος που έπρεπε έτσι ν’ αγαπούν. Ανεφέρετο στον δικό του Θεό και Πατέρα. Αμέσως μετά τη συζήτησι αυτή ο Ιησούς απέδειξε ότι ο εαυτός του δεν ήταν ο Ιεχωβά, διότι το Μάρκος 12:35-37 μας λέγει: «Ο Ιησούς έλεγε, . . . Πώς λέγουσιν οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι υιός του Δαβίδ; Διότι αυτός ο Δαβίδ είπε δια του πνεύματος του αγίου, “Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριον μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου”. Αυτός λοιπόν ο Δαβίδ λέγει αυτόν Κύριον και πόθεν είναι υιός αυτού;» Τοιουτοτρόπως ο Ιησούς απέδειξε ότι ήταν του Δαβίδ «Κύριος», προς τον οποίον απηυθύνθη ο Ιεχωβά, διότι ο Ιησούς ήταν υιός του Δαβίδ και επρόκειτο να γίνη «Κύριος» υπεράνω του Δαβίδ.
Πρέπει, συνεπώς, να είμεθα πολύ προσεκτικοί, για να μην πέσωμε θύματα σε ψευδείς Βαβυλωνιακές θρησκευτικές ιδέες και διδασκαλίες, που θα μας έκαναν να ‘στρεβλώνουμε τις Γραφές’ προς καταστροφήν μας. Ο Ιεχωβά είναι μόνον ένας Θεός, ένα Πρόσωπο, όχι τρία. Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτεί, όπως τα ευπειθή του πλάσματα δίνουν αποκλειστική αφοσίωσι, με όλη την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια και τη δύναμι, προς το ένα μόνο Πρόσωπο, δηλαδή, προς τον Μόνον, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά.—Ψαλμ. 83:18· Ησ. 42:8.
Σκεφθήτε τα πράγματα, που έκαμε ο Θεός δείχνοντας την αγάπη του προς τους Ισραηλίτας. Εταπείνωσε την κραταιά Πρώτη Παγκόσμιο Δύναμι, την Αίγυπτο. Ελευθέρωσε τον Ισραήλ και τον ωργάνωσε σε έθνος. Στη διάρκεια των σαράντα ετών στην έρημο ωδήγησε και διεφύλαξε το έθνος, προμηθεύοντας γι’ αυτούς τροφή και ποτό. Ακόμη και τα ενδύματα τους δεν εφθάρησαν. Τους επρομήθευσε οίκο λατρείας με ιερατείο, για να μπορούν εξακολουθητικά να περιλαμβάνωνται στην ιερή τους διαθήκη μ’ αυτόν. Τώρα εφρόντισε γι’ αυτούς, διορίζοντας τον πιστό διάκονο του Μωυσέως, τον στρατιωτικό διοικητή Ιησού τον υιό του Ναυή, να τους οδηγήση δια μέσου του Ιορδάνου Ποταμού στη χώρα του γάλακτος και μέλιτος.
Αν οι Ισραηλίται εξακολουθούσαν ν’ αγαπούν και να λατρεύουν τον Ιεχωβά και να τηρούν τις εντολές του στη χώρα, τούτο θα εσήμαινε γι’ αυτούς ζωή με ευτυχία, ευημερία και ασφάλεια, και θα ήταν δυνατόν να λάβουν διαβεβαίωσι ότι θα συνέχιζαν παραμένοντας στη χώρα ως έθνος, φέροντας σε πέρας την ιερή τους παρακαταθήκη ως παρά Θεού ενοικιασταί καλλιεργηταί της χώρας. Εξ άλλου, αν απετύγχαναν στο να διαφυλάξουν την παρακαταθήκη διατηρώντας την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά, τούτο θα ωδηγούσε σε ηθικό εκπεσμό και παρακμή, ακόμη και μέχρι καταστροφής και ερημώσεως της χώρας, η κατοχή της οποίας τους είχε κατά χάριν παραχωρηθή. Τι θα έκαναν οι Ισραηλίται; Το πώς θ’ αποκτούσαν βασιλεία προ της ελεύσεως του μεγάλου Βασιλέως-Ιερέως σαν τον Μελχισεδέκ, και πώς εξεπληρώθησαν οι λόγοι του Ιεχωβά ως προς αυτούς, θα το δούμε. Επίσης, θα δούμε ότι ο Θεός έχει σήμερα ένα λαό, που θέτει την αγάπη και τη λατρεία του ενός Θεού Ιεχωβά επάνω απ’ όλα τα άλλα πράγματα, αποδίδοντας σ’ αυτόν αποκλειστική αφοσίωσι. Τους έχει μήπως οργανώσει ο Ιεχωβά; Ποια είναι η χώρα που τους παραχωρεί ο Ιεχωβά επάνω σ’ αυτή τη γη, και θα παραμείνουν; Πώς μπορείτε ν’ απολαύσετε μερίδα σε μια τόσο τερπνή χώρα; Αυτά τα πράγματα θα εξετασθούν σε επόμενα τεύχη της Σκοπιάς.