“Συνιστώντες Εαυτούς Προς Πάσαν Συνείδησην Ανθρώπων Ενώπιον του Θεού”
1. Γιατί η ικανότης της συνειδήσεως δεν είναι ένας ασφαλής οδηγός αυτή καθ’ εαυτήν;
ΤΟ ΝΑ έχη κανείς την ικανότητα της συνειδήσεως δεν είναι αρκετό. Αυτή καθ’ εαυτήν δεν είναι ένας ασφαλής οδηγός στη ζωή. Αυτό οφείλεται στο ότι αποτελεί μέρος του εαυτού μας, στενά συνδεδεμένο με την καρδιά μας και επηρεάζεται από την αλληλεπίδρασι και της καρδιάς και της διανοίας. Έτσι σύμφωνα μ’ αυτό που είμεθα, μ’ αυτό που έχομε στην καρδιά και στο νου μας, η φωνή του ’μαρτυρούντος’ θα είναι η συγκαλυμμένη η σαφής, η μαρτυρία της θα είναι η υγιής, αξιόπιστη και αληθινή ή θα είναι ελαττωματική, παροδηγητική, ακόμη και τελείως λανθασμένη.
2. Ποια παραδείγματα δείχνουν πώς η συνείδησις μπορεί να δώση εσφαλμένη μαρτυρία;
2 Ο Χριστός Ιησούς, παραδείγματος χάριν, προειδοποίησε τους μαθητάς του ότι «έρχεται ώρα. καθ’ ην πας όστις σας θανατώση θέλει νομίσει ότι προσφέρει λατρείαν προς τον Θεόν.» (Ιωάν. 16:2) Ο από την Ταρσό Σαούλ ήταν ένας απ’ αυτούς. Με τον ζήλο που είχε γι’ αυτό που πίστευε συνειδητά ότι ήταν ορθό, ο Σαούλ ’έπραξε πολλά εναντίον εις το όνομα του Ιησού,’ διώκοντας τους μαθητάς του ’και ότε εφονεύοντο έδωκα ψήφον κατ’ αυτών.’ (Πράξ. 26:9, 10· παράβαλε Γαλάτας 1:13, 14.) Αργότερα, όμως, όταν ο ίδιος έλαβε πείρα του διωγμού ως ο Χριστιανός απόστολος Παύλος, μπορούσε να πη με συντομία: «Έζησα ενώπιον του Θεού μετά πάσης καλής συνειδήσεως μέχρι ταύτης της ημέρας.» (Πράξ. 23:1) Μολονότι η συνείδησίς του ήταν «καλή» τον καιρό που εμάχετο εναντίον της Χριστιανοσύνης, η μαρτυρία της ήταν ελαττωματική, θλιβερά εσφαλμένη και τον είχε οδηγήσει στο να μάχεται εναντίον του Θεού. Τι ήταν το εσφαλμένο;
ΑΝΑΓΚΗ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
3. Γιατί η γνώσις της Γραφής είναι ουσιώδης για να δίνη η συνείδησις καλή μαρτυρία;
3 «Αγνοών έπραξα εν απιστία,» απαντά ο Παύλος. (1 Τιμ. 1:13) Αν η συνείδησίς μας πρόκειται να μας βοηθήση στο δρόμο της αιωνίου ζωής, είναι ανάγκη να μελετούμε προσεκτικά τον Λόγο του Θεού, τις Ιερές Γραφές. Γιατί ; Διότι με τη γνώσι της Γραφής και την εφαρμογή της στη ζωή μας μπορεί να γνωρίσωμε τον Ιεχωβά Θεό, να γνωρίσωμε την προσωπικότητά του, τις οδούς και τους σκοπούς του. Χωρίς σαφή δράσι Εκείνου δεν είναι δυνατόν ν’ αντανακλούμε τις ιδιότητες και τους κανόνες του, και η φωνή της συνειδήσεώς μας θα είναι ακαθόριστη, και συγκεχυμένη.
4. (α) Ποια άλλη βοήθεια είναι αναγκαία; (β) Δώστε παράδειγμα, (γ) Τι μαθαίνομε από τα εδάφια που αναφέρονται στο τέλος αυτής της παραγράφου;
4 Είναι επίσης ανάγκη να ζητούμε συνεχώς το πνεύμα του Ιεχωβά Θεού και να προσευχώμεθα αδιάκοπα γι’ αυτό. Ο απόστολος έλεγε για τη συνείδησί του ότι ’συμμαρτυρούσε με αυτόν εν πνεύματι αγίω,’ και όταν το πνεύμα του Θεού ενεργή επάνω στις διαφωτισμένες και εκπαιδευμένες σύμφωνα με τις Γραφές διάνοιες και καρδιές μας, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι για ορθή μαρτυρία εκ μέρους του ’μαρτυρούντος’ μέσα μας. (Ρωμ. 9:1) Αυτό μπορούμε να το αποδείξωμε με το παράδειγμα ενός παιδιού που έχει ανατραφή από ένα στοργικό πατέρα, ένα πατέρα ο οποίος προσεκτικά ενστάλλαξε στο γυιο του ωρισμένες αρχές και κανόνες, όχι μόνο με λόγια, αλλά επίσης με παράδειγμα. Υποθέστε τώρα, ότι κάποτε αυτό το παιδί βρίσκεται μακρυά από τον πατέρα του και κάποιος προσπαθεί να πείση το παιδί να κάμη μια πράξι αντίθετη με τις αρχές του πατέρα του. Ίσως για τη συγκεκριμένη πράξι, που ζητείται από το παιδί να κάμη, δεν είχε γίνει ποτέ λόγος από τον πατέρα του. Το άτομο που προσπαθεί να πείση το παιδί να κάμη αυτή την πράξι μπορεί ακόμη να πη, «Σου είπε ο πατέρας σου συγκεκριμένα ότι δεν μπορείς να το κάμης αυτό;» Η απάντησις μπορεί να είναι, «Όχι, δεν μου είπε.» Και όμως το παιδί μπορεί ν’ απορρίψη την πρότασι, λέγοντας, «Μολονότι ο πατέρας μου ποτέ δεν έκαμε λόγο γι’ αυτό, γνωρίζω καλά ότι δεν θα ήθελε να το κάμω αυτό—γνωρίζω ότι δεν θα του άρεσε αυτό.» Ακόμη και χωρίς μια ειδική προσταγή, το αγόρι γνωρίζει τι πρέπει να κάμη. Γιατί; Διότι έχει το πνεύμα του πατέρα του, γνωρίζει τη στάσι του πατέρα του επάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Με όμοιο τρόπο μπορούμε να γνωρίζωμε τη στάσι του Ιεχωβά με τη βοήθεια του Λόγου του και του λόγου του Υιού του καθώς και του αγίου πνεύματος.—Παράβαλε 1 Κορινθίους 2:16· επίσης το παράδειγμα του «πνεύματος» του Παύλου που καθοδηγούσε την εκκλησία της Κορίνθου, όπως αναγράφεται στα εδάφια 1 Κορινθίους 5:3-5.
5, 6. (α) Γιατί οι Χριστιανοί οι οποίοι οδηγούνται από το πνεύμα του θεού δεν είναι «υπό νόμον»; (β) Τι περιλαμβάνεται, λοιπόν, εις τον ’νόμο τον γραμμένο στις καρδιές των Χριστιανών’;
5 Για τον άνθρωπο που οδηγείται από το πνεύμα του Θεού, ο απόστολος λέγει : «Εάν οδηγήσθε υπό του πνεύματος, δεν είσθε υπό νόμον ,.. ο δε καρπός του πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια· κατά των τοιούτων δεν υπάρχει νόμος.» (Γαλ. 5:18, 22, 23) Πώς συμβαίνει να μη είναι «υπό νόμον»;
6 Ο Χριστός Ιησούς έδειξε ότι ολόκληρος ο κώδιξ του Νόμου που είχε δοθή στον Ισραήλ στηριζόταν σε δύο βασικές εντολές: Αγάπη για τον Θεό με όλη την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμι, και αγάπη για τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας. (Ματθ. 22:36-40) Ο απόστολος Παύλος λέγει επίσης ότι οι νόμοι εναντίον της μοιχείας, του φόνου, της κλοπής, της επιθυμίας «και πάσα άλλη εντολή, εν τούτω τω λόγω συμπεριλαμβάνεται, εν τω, ’Θέλεις αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Η αγάπη κακόν δεν κάμνει εις τον πλησίον είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου η αγάπη.» (Ρωμ. 13:9, 10) Κυβερνώμεθα απ’ αυτή την αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον και έχομε ακριβή γνώσι του Λόγου του Θεού και ισχυρή πίστι; Τότε ακόμη και χωρίς ένα εκτεταμένο κώδικα διαταγμάτων, κανόνων και περιορισμών, μπορούμε να παραμείνωμε στην οδό της δικαιοσύνης, διότι έχομε τον νόμο του Θεού ’γραμμένον στις καρδιές μας.’ (’Εβρ. 10:16) «Νόμος» σημαίνει, βασικώς, ‘κανών διαγωγής.’ Όλα όσα μαθαίνομε για τον Θεό, και από μελέτη και από την πολιτεία του μαζί μας, γίνεται ο κανών της διαγωγής μας ή «νόμος.» Όταν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η συνείδησίς μας δίνει καλή και αξιόπιστη μαρτυρία για να μας καθοδηγή.
ΑΔΥΝΑΤΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ
7, 8. Με ποιο τρόπο ήταν η συνείδησις ωρισμένων Κορινθίων Χριστιανών ασθενής, και ποια ήταν μια βασική αιτία;
7 Αλλ’ ακόμη και σε βαπτισμένους Χριστιανούς, δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό. Μερικοί έχουν ‘ισχυρή’ συνείδησι, άλλοι ’αδύνατη’ συνείδησι, όπως φαίνεται από την πρώτη επιστολή του Παύλου στην εκκλησία της Κορίνθου. Σ’ αυτή την πόλι το κρέας που προσεφέρετο σ’ ένα είδωλο από τους ειδωλολάτρας Κορινθίους επωλείτο συνήθως στα κρεοπωλεία της πόλεως. Η συνείδησις μερικών Χριστιανών δεν τους επέτρεπε να φάγουν τέτοιο κρέας χωρίς να αισθάνωνται ένοχοι. Ήταν η μαρτυρία της συνειδήσεώς των ορθή; Αν όχι, γιατί όχι;
8 Εκείνοι οι Χριστιανοί δεν είχαν ακριβή γνώσι και διάκρισι των δικαίων αρχών. Ο Παύλος εξήγησε ότι τα ειδωλολατρικά είδωλα ήσαν στην πραγματικότητα «ουδέν» εφόσον δεν υπάρχει «άλλος Θεός ειμή εις,» ο Δημιουργός. Επομένως, το κρέας δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να ανήκη στο είδωλο, εφόσον αυτό δεν είχε πραγματική ύπαρξι και επομένως καμμιά δύναμι να λάβη ή να έχη αυτό το κρέας. Το κρέας παρέμενε ιδιοκτησία εκείνου ο οποίος δικαιωματικά ’είναι κύριος της γης και του πληρώματος αυτής,’ του Ιεχωβά Θεού.—1 Κορ. 8:1-6· παράβαλε 10:25, 26.
9. (α) Ποιοι άλλοι παράγοντες μπορούν να παράγουν μια ασθενή συνείδησι; (β) Γιατί η βρώσις κρέατος που είχε προσφερθή σε είδωλα θα ’εμίαινε’ τη συνείδησί τους;
9 Αλλά και κάτι άλλο έκανε τις συνειδήσεις των να δίνουν ανακριβή μαρτυρία. Αφού λέγει, «Αλλά δεν είναι εις πάντας η γνώσις αυτή,» ο Παύλος προσθέτει, «τινές δε διά την συνείδησιν του ειδώλου έως σήμερον τρώγουσι το ειδωλόθυτον ως ειδωλόθυτον, και η συνείδησις αυτών ασθενής ούσα μολύνεται.» (1 Κορ. 8:7) Αυτό δείχνει ότι η καταγωγή μας, το περιβάλλον, οι συνήθειές μας, οι πεποιθήσεις και η στάσις των ανθρώπων ανάμεσα στους οποίους έχομε μεγαλώσει, όλ’ αυτά μπορούν επίσης να επιδράσουν στη μαρτυρία της συνειδήσεώς μας. Πολλοί Κορίνθιοι ήσαν ειδωλολάτρες προτού γίνουν Χριστιανοί. Είναι προφανές ότι από τη δύναμι της συνήθειας εξακολουθούσαν να ενδιαφέρωνται για τη λατρεία που σχετίζεται με το κρέας που τόσο συχνά προσεφέρετο σε ειδωλολατρική θυσία. Έτσι, το να φάγουν κρέας εσήμαινε, όπως είπε ο Παύλος, ’να μολύνουν τη συνείδησί τους.’ Με τον καιρό, η γνώσις θα είχε μια υγιή και διαφωτιστική επίδρασι στη συνείδησί τους, θα αναπροσήρμοζε την άποψί των, και θα τους βοηθούσε να υπερνικήσουν τις παλαιές προκαταλήψεις των, φόβους, εσφαλμένες πεποιθήσεις και απόψεις.—2 Κορ. 13:11.
‘ΟΦΕΙΛΟΜΕΝ ΝΑ ΜΗ ΑΡΕΣΚΩΜΕΝ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΥΣ’
10. Πώς εκείνοι που έχουν ισχυρή συνείδησι ’οικοδομούν’ τις συνειδήσεις των άλλων με εσφαλμένο τρόπο;
10 Αλλά στο μεταξύ τι έπρεπε να κάνουν εκείνοι οι Χριστιανοί που οι συνειδήσεις των δεν ήσαν ασθενείς, οι οποίοι είχαν γνώσι των ορθών αρχών και τη σωστή άποψι του ζητήματος; Έπρεπε μήπως να περιφρονούν τις αμφιβολίες εκείνων που είχαν ασθενή συνείδησί; Έπρεπε να προχωρήσουν και να κάμουν οτιδήποτε τους επέτρεπε η συνείδησίς τους χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τις ασθενείς συνειδήσεις των άλλων, με τον ισχυρισμό ότι το θάρρος των πάνω σ’ αυτό το ζήτημα θα βοηθούσε στην ενίσχυσι της ασθενούς συνειδήσεως των άλλων; Ο Παύλος λέγει ότι η αγάπη πρέπει να μας υπαγορεύη, διότι «η γνώσις φυσιοί η δε αγάπη οικοδομεί» εκείνους που την εκδηλώνουν. (1 Κορ. 8:1) Πρέπει να φυλάγωνται, διότι η αίσθησις της «εξουσίας» ή του δικαιώματος των (να φάγουν αυτό το κρέας επειδή δεν είχε πια καμμιά λατρευτική σχέσι) θα μπορούσε «να γείνη πρόσκομμα εις τους ασθενείς.» Ναι, αν έτρωγαν κρέας γνωρίζοντας ότι αυτό είχε προσφερθή σε θυσία, θα είχε την επίδρασι της ’εποικοδομήσεως’ της συνειδήσεως των ασθενών, αλλά εποικοδομήσεώς των, όχι μ’ ένα ορθό τρόπο, αλλά με το να στραφή η συνείδησίς των στο αντίθετο άκρο. Ποιο; Το να τρώγουν κρέας σε θρησκευτική τελετή που είχε σχέσι με την ειδωλολατρία, ή τουλάχιστον να το τρώγουν παρά τη συνειδητότητα της λατρείας. Αυτό το έχει καταδικάσει το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας, με την καθοδήγησι του αγίου πνεύματος.—1 Κορ. 8:9, 10· Πράξ. 15:28, 29.
11. Γιατί «κατακρίνεται» το άτομο που δεν ενεργεί με πίστι;
11 Ακόμη και αν η συνείδησις ενός ανθρώπου είναι υπερβολικά περιοριστική, κανένας δεν θα έπρεπε να τολμήση να ανατρέψη αυτή τη συνείδησι ή να προσπαθήση να πείση το άτομο να πάη ενάντια σ’ αυτήν. Όπως δείχνει η αντίστοιχη συζήτησις του αποστόλου στην προς Ρωμαίους επιστολή του, αν ένα άτομο επρόκειτο να φάγη κρέας με αμφιβολίες όσον αφορά την ορθότητα της πράξεως, «κατακρίνεται. . . διότι δεν τρώγει εκ πίστεως.» Ο Χριστιανός ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με την πίστι έχει καθαρή συνείδησί· αλλ’ άν ενεργή χωρίς πίστι του ότι εκείνο που κάνει είναι κατάλληλο, τότε η συνείδησίς του δεν είναι καθαρή, διότι, μολονότι αισθάνεται ότι ενεργεί αντίθετα με το θέλημα του Θεού, εν τούτοις το κάνει.—Ρωμ. 14:5, 14, 23.
12. Γιατί, λοιπόν, η πίστις είναι τόσο ουσιώδης για να έχωμε συνείδησι η οποία θα δίνη κατάλληλη κατεύθυνσι;
12 Μια ισχυρή πίστις συμβάλλει στην καλή συνείδησι, μια συνείδησι η οποία μιλεί με θάρρος, ορθά, χωρίς ν’ αποφεύγη να δίνη την απαιτούμενη μαρτυρία σε κρίσιμους καιρούς. Η πίστις δίδει όχι μόνο εμπιστοσύνη, αλλά παράγει νομιμοφροσύνη στην αλήθεια και στη δικαιοσύνη. Ο Χριστιανός ο οποίος έχει οικοδομήσει ισχυρή πίστι με γνώσι και ειλικρινή εφαρμογή της, με γνήσια εκτίμησι και ελπίδα, θα είναι νομιμόφρων. Μολονότι η συνείδησίς του πιθανόν να του επιτρέπη να κάμη πράγματα που εκείνοι που έχουν ασθενή πίστι διστάζουν να τα κάμουν, δεν θα συγχωρήση ταυτοχρόνως τον εαυτό του να πράξη κακό.—Γαλ. 5:13.
13. Γιατί έχει ζωτική σπουδαιότητα το να δείχνωμε αγάπη λαμβάνοντας υπ’ όψι τη συνείδησι των άλλων και να κατευθύνουμε τη διαγωγή μας απ’ αυτό;
13 Η αγάπη όμως πρέπει να ρυθμίζη πάντοτε τις πράξεις μας. Αυτή η κυριαρχούσα αρχή τονίζεται από τον Παύλο όταν λέγη: «Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί να βαστάζωμεν τα ασθενήματα των αδυνάτων, και να μη αρέσκωμεν εις εαυτούς· αλλ’ έκαστος ημών ας αρέσκη εις τον πλησίον διά το καλόν προς οικοδομήν.» (Ρωμ. 15:1, 2) Δείχνοντας πόσο σοβαρό είναι το ζήτημα γι’ αυτόν που έχει ισχυρή πίστι να μη λαμβάνη υπ’ όψι εκείνους οι οποίοι είναι αδύνατοι στα ζητήματα της συνειδήσεως, ο Παύλος προειδοποιεί: «Εάν όμως ο αδελφός σου λυπήται διά φαγητόν, δεν περιπατείς πλέον κατά αγάπην. Μη φέρε εις απώλειαν με το φαγητόν σου εκείνον, υπέρ του οποίου ο Χριστός απέθανε.» «Αμαρτάνοντες δε ούτως εις τους αδελφούς, και προσβάλλοντες την ασθενή συνείδησιν αυτών, εις τον Χριστόν αμαρτάνετε.» (Ρωμ. 14:15· 1 Κορ. 8:11, 12) Εκείνο που λέγεται σχετικά με την τροφή και το ποτό μπορεί να λεχθή σχετικά με ζητήματα αμφιέσεως, αναψυχής, εργασίας και όλων των άλλων εκδηλώσεων της ανθρώπινης ζωής.—Ρωμ. 14:21.
14. Πώς μπορεί να υπάρχη ισορροπία στη στάσι και εκείνων που η συνείδησις των είναι πολύ περιοριστική και αυτών που η συνείδησις των δεν είναι τόσο περιοριστική; Ποιες αρχές πρέπει να έχουν πάντοτε υπ’ όψιν και οι δύο τάξεις;
14 Όπως ακριβώς είναι εσφαλμένο εκείνος που έχει ισχυρή πίστι να περιφρονή εκείνους οι οποίοι είναι υπερβολικά σχολαστικοί ή να προσπαθή να επιβάλη τη συνείδησί του επάνω στη δική τους, έτσι είναι επίσης εσφαλμένο ο υπερβολικά σχολαστικός να κρίνη ή να κατηγορή εκείνους οι οποίοι ενεργούν με Χριστιανική ελευθερία. «Πάντες ημείς θέλομεν παρασταθή εις το βήμα του Χριστού [του Θεού, ΜΝΚ];» λέγει ο Παύλος, και κατόπιν, «έκαστος ημών περί εαυτού θέλει δώσει λόγον εις τον Θεόν.» «Διατί η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως;» (Ρωμ. 14:3-12· 1 Κορ. 10:29, 30) Ωστόσο, μολονότι είναι πεπεισμένος για ωρισμένα ’δικαιώματα’ η «εξουσίαν» που βασίζονται στον Λόγο του Θεού, ο Χριστιανός ο οποίος καθοδηγείται από αγάπη δεν θα ’αναζητή το δικό του συμφέρον,’ με το να επιμένη στα δικαιώματα του και ν’ αρέσκη στον εαυτό του, έστω και με ζημία των άλλων, αλλά θα μιμήται τον Χριστό, ο οποίος «δεν ήρεσεν εις εαυτόν» μ’ ένα ιδιοτελή και απερίσκεπτο τρόπο.—1 Κορ. 8:9· 13:4, 5· Ρωμ. 15:3.
ΜΕΜΙΑΣΜΕΝΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ
15, 16, Ποια διαφορά υπάρχει μεταξύ μιας ασθενούς συνειδήσεως και μιας συνειδήσεως μεμιασμένης; Περιγράψτε το αυτό από τις Γραφές.
15 Το να έχη κανείς συνείδησι αδύνατη λόγω ελλείψεως γνώσεως είναι ένα πράγμα. Αλλ’ είναι τελείως άλλο πράγμα το να έχη μια μεμιασμένη συνείδησι επειδή απορρίπτει την αλήθεια ή ακολουθεί μια πορεία η οποία είναι αντίθετη με τη συνείδησί του.
16 Ο Παύλος ζητούσε στοργική διακριτικότητα απέναντι στους υπερβολικά σχολαστικούς Χριστιανούς που ήσαν στη Ρώμη και την Κόρινθο, σ’ εκείνους που εξεδήλωναν ’ασθενή πίστι.’ Αλλά έδωσε οδηγίες στον Τίτο ’να ελέγχη αποτόμως’ τους Κρήτας οι οποίοι δεν ήσαν ’υγιείς στην πίστιν.’ Γιατί; Διότι δεν ήσαν απλώς υπερβολικά σχολαστικοί λόγω ελλείψεως γνώσεως. Αυτοί οι άνδρες εμφανίζονταν ως διδάσκαλοι των απόψεών τους, αντιλέγοντας στην κατευθυνόμενη από το πνεύμα απόφασι του κυβερνώντος σώματος στο ζήτημα τής περιτομής. Τόσο οι διάνοιες όσο και οι συνειδήσεις των ήσαν μεμιασμένες. Τα έργα των το έδειχναν αυτό.—Ρωμ. 14:1· Τίτον 1:9-15.
17. (α) Ποιες σοβαρές συνέπειες μπορούν να προκύψουν από την αποτυχία να διατηρήση κανείς μια καθαρή συνείδησι ενώπιον του Θεού; (β) Πώς το εδάφιο Εφεσίους 4:20 παρουσιάζει μια άλλη βοήθεια για ν’ αντανακλούμε την ’εικόνα και ομοίωσιν’ του Ιεχωβά;
17 Το ν’ ακολουθήση κανείς μια αυθαίρετη πορεία του κακού μπορεί να οδηγήση στο να καυτηριασθή ή να σκληρυνθή η συνείδησίς του ωσάν με πυρακτωμένο σίδερο. (1 Τιμ. 4:2) Μερικοί απ’ αυτούς στην εποχή του Παύλου είχαν ’ αποβάλει την πίστι και την καλή συνείδησι και είδαν την πίστι τους να ’ναυαγή’ βλασφημώντας τους πιστούς δούλους του Θεού και την αλήθεια Του. (1 Τιμ. 1:19, 20) Ένας Χριστιανός μπορούσε να επιστρέψη και να γίνη όμοιος με τους ανθρώπους αυτού του κόσμου, οι οποίοι είναι «εσκοτισμένοι την διάνοιαν, απηλλοτριωμένοι όντες από της ζωής του Θεού.» Λόγω της αγνοίας και της πορώσεως της καρδιάς των «εργάζονται πάσαν ακαθαρσίαν,» η συνείδησίς τους δικαιολογεί κάθε είδους χαλαρή διαγωγή, ακαθαρσία και απληστία. Αλλ’ όπως προσθέτει ο Παύλος, «σεις όμως δεν εμάθετε ούτω τον Χριστόν.» (Εφεσ. 4:17-20) Ο Υιός του Θεού μας έδωσε ένα πρότυπο και ένα παράδειγμα με το οποίο οι συνειδήσεις μας μπορούν να εκπαιδευθούν για να δίνουν καλή μαρτυρία.
ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
18-20. (α) Περιγράψτε μερικούς από τους τρόπους με τους οποίους ο Παύλος έκανε έκκλησι στη συνείδησι εκείνων που υπηρετούσε. (β) Σύμφωνα με όσα έχει γράψει στους θεσσαλονικείς και τους Κορινθίους ήταν ικανοποιημένος απλώς να πιστεύη ότι ’ο Θεός γνωρίζει ότι η καρδιά μου είναι καθαρή όσον αφορά αυτά που κάνω’;
18 Ασφαλώς επιθυμούμε ν’ αποφύγωμε να μολύνωμε τη συνείδησί μας προς βλάβην δική μας και άλλων. Όπως ο απόστολος Παύλος, πρέπει να είμεθα σε θέσι να πούμε: «Η μαρτυρία της συνειδήσεως ημών [είναι], ότι εν απλότητι και ειλικρίνεια Θεού, ουχί εν σοφία σαρκική, αλλ’ εν χάριτι Θεού επολιτεύθημεν εν τω κόσμω, περισσότερον δε προς εσάς.»—2 Κορ. 1:12.
19 Ανασκοπήστε μερικούς από τους τρόπους με τους οποίους ο Παύλος έκανε έκκλησι στη συνείδησι εκείνων τους οποίους υπηρετούσε. Δεν ζητούσε ούτε εξοχότητα, ούτε εγκώμια, ούτε εξουσία επάνω τους. Κανένας από τους αποστόλους δεν εργάσθηκε πιο σκληρά απ’ αυτόν, ωστόσο δεν ανελάμβανε μόνος του ειδικά προνόμια ούτε ζητούσε το καλύτερο από απόψεως υλικών ανέσεων σαν ’να του ωφείλοντο.’ Ακόμη και απέφευγε να κάμη χρήσι των δικαιωμάτων που είχε με πολλούς τρόπους.—1 Κορ. 9:3-18· 15:10.
20 Η στάσις του δεν ήταν, ‘Είμαι ο απόστολος των εθνών διωρισμένος από τον ίδιο τον Υιό του Θεού, επομένως δεν ενδιαφέρομαι για το τι σκέπτονται οι άλλοι. Εκείνο που κάνω είναι μεταξύ εμού και του Θεού. Γνωρίζω ότι έχω δίκηο· ώστε ας το δεχθούν οι άλλοι και ας μη το αμφισβητούν.’ Μολονότι είχε εξουσία, ωστόσο δεν ήταν αυταρχικός. Αντί να επιδεικνύη μια ισχυρή προσωπικότητα για να πείθη, έκανε έκκλησι στη συνείδησι των ανθρώπων με αγάπη. Υπενθυμίζει στους Θεσσαλονικείς ότι αυτός και οι σύντροφοί του ήσαν ’γλυκείς όπως η μητέρα που θηλάζει’ μεταδίδοντας με θερμή αγάπη «ουχί μόνον το ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας ψυχάς ημών, επειδή εστάθητε αγαπητοί εις ημάς.» Αυτός και οι σύντροφοί του εκουσίως μοχθούσαν σε κοσμική εργασία νύχτα και μέρα για να μη θέσουν ένα δαπανηρό φορτίο σε άλλους. Οι Θεσσαλονικείς, λέγει, έγιναν έτσι ’μάρτυρες και ο Θεός επίσης, ότι οσίως και δικαίως και αμέμπτως εφέρθημεν.’ (1 Θεσσ. 2:5-10) Μολονότι ήταν βέβαιος ότι η καρδιά του ήταν φανερή στον Θεό, ο Παύλος είπε στους Κορινθίους, «Ελπίζω δε ότι και εις τας συνειδήσεις σας είμεθα φανεροί.»—2 Κορ. 5:10-12Γ.
21, 22. (α) Είναι αρκετό να συνιστούμε τον εαυτό μας στον θεό και στη συνείδησι των αδελφών μας; (β) Γιατί είναι ζωτικό να κάνωμε έκκλησι στη συνείδησι εκείνων στους οποίους φέρομε την μαρτυρία του ευαγγελίου της βασιλείας;
21 Σ’ αυτή την ίδια επιστολή προς τους Κορινθίους, ο Παύλος λέγει ότι αυτός και οι σύντροφοί του ’απηρνήθησαν τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία, μηδέ δολώνοντες τον λόγο του Θεού, αλλά με την φανέρωσιν της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού.’ Μαζί με μία καθαρή συνείδησι απέναντι στον Θεό και στους αδελφούς μας, ως Χριστιανοί επιθυμούμε επίσης να έχωμε καθαρή συνείδησι «προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων,» περιλαμβανομένων και εκείνων οι οποίοι βρίσκονται στον κόσμο του ανθρωπίνου γένους. (2 Κορ. 4:2) Το κάνομε αυτό;
22 Δεν πρέπει ποτέ ν’ αμφιβάλλωμε ότι η πρόοδος και η επιτυχία του κηρύγματος του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το να ’συνιστώμεν εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων’ με το να διακρατούμε, μια αγαθή συνείδησι εμείς οι ίδιοι και ως εκκλησία και ως άτομα. Δεν αρκεί να κηρύττωμε και να διδάσκωμε Γραφικές αλήθειες σε άλλους. Μαζί μ’ αυτό—πραγματικά ως μέρος του κηρύγματος και της διδασκαλίας μας—οφείλομε να κάνωμε έκκλησι στις συνειδήσεις των. Δεν μπορούν να δουν τις καρδιές μας όπως μπορεί ο Θεός, αλλά μπορούμε να καταβάλλωμε προσπάθειες να κάνωμε έκδηλο εκείνο που βρίσκεται στην καρδιά μας—την ειλικρίνειά μας, την εντιμότητα μας, την αγνότητα του ελατηρίου μας, την ανιδιοτελή αγάπη μας. Μπορούμε όμως να το κάνωμε αυτό, αν εμείς οι ίδιοι παραλείπωμε να κάνωμε εκείνο που κηρύττομε;
23. Τι πρέπει να μας ωθή στο να φροντίζωμε να μη γινώμεθα ποτέ πρόσκομμα σ’ εκείνους στους οποίους κηρύττομε και διδάσκομε;
23 Πόσο ενδιαφερόμεθα για την αιώνια ευημερία εκείνων που μας περιβάλλουν, όχι μόνο για τις οικογένειές μας και τους πνευματικούς αδελφούς μας, αλλά επίσης τους πλησίον μας, τους συμπολίτας μας, τους ομοεθνείς μας; Ο Παύλος έγραψε: «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν πνεύματι αγίω, ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου . . . υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου, οίτινες είναι Ισραηλίται.» (Ρωμ. 9:1-4) Εξεδήλωσε το ενδιαφέρον του με το ν’αγωνίζεται να διατηρήση καλή διαγωγή η οποία θα μπορούσε να κάμη έκκλησι στη συνείδησί τους, με το να προσπαθή να μην είναι ποτέ χωρίς λόγο αποκρουστικός στην Ιουδαϊκή συνείδησι. (Παράβαλε Ρωμαίους 10:1· 1 Κορινθίους 9:20.) Πόσο βαθειά είναι η επιθυμία μας να βοηθήσωμε τους ανθρώπους του έθνους μας ν’ αποκτήσουν ζωή; Πόσο πρόθυμοι είμεθα να προσπαθούμε ν’ αποφεύγωμε να ‘γινώμεθα πρόσκομμα σε άλλους’;—1 Κορ. 10:32, 33.
24. (α) Τι έχουν κάμει πολλοί δούλοι του Θεού στη σύγχρονη εποχή για να συνιστούν εαυτούς σε κάθε συνείδησι ανθρώπων ενώπιον του θεού; (β) Ποια ερωτήματα εγείρονται για μελλοντική εξέτασι;
24 Το ενδιαφέρον για τη διατήρησι αγαθής συνειδήσεως ενώπιον του Θεού και όλων των ανθρώπων έκαμε πολλούς δούλους του Θεού στη σύγχρονη εποχή να κάνουν μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους—στην καθημερινή διαγωγή τους και την ομιλία τους, στη στάσι τους και στη συμπεριφορά τους απέναντι στους άλλους, στην εργασία τους και στις εμπορικές συναλλαγές τους. ’Σπουδάζουν εις το να έχουν άπταιστον συνείδησιν προς τον θεό και προς τους ανθρώπους διά παντός.’ (Πράξ. 24:16) Σεις το κάνετε αυτό; Ποια είναι μερικά πράγματα που είναι ζητήματα συνειδήσεως για τους δούλους του Θεού σήμερα; Εκεί όπου η έκκλησις στη συνείδησι των άλλων απαιτεί ωρισμένες αλλαγές, μήπως χρειάζονται κάποιο ειδικό νόμο ή εντολή ή διάταγμα που να τους υποκινήση να κάμουν μια τέτοια αλλαγή; Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία αφήνομε ν’ απαντήση το επόμενο τεύχος του περιοδικού Η Σκοπιά.