Μιλώντας με τον Θεό
«Εις την προσευχήν προσκαρτερούντες.»—Ρωμ. 12:12
1. Ποια είναι η αξία του να μιλούμε μ’ εκείνους που είναι πλησίον μας;
ΤΟ ΝΑ μιλούμε ο ένας με τον άλλον είναι μια βασική απαίτησις της φιλίας. Όχι ότι οι φίλοι πρέπει να μιλούν πάντοτε, αλλά πρέπει να υπάρχη επικοινωνία. Το ίδιο αληθεύει όσον αφορά τα μέλη μιας οικογενείας. Το να διατηρούν καλές σχέσεις μεταξύ των είναι επιτακτικό για να εξακολουθούν να μιλούν το ένα με το άλλο. Αποτυχία να το πράττουν αυτό θα εσήμαινε ότι παραμένουν χωριστά έστω και αν συμμετέχουν στην ίδια στέγη, κλίνη και φαγητά. Το να μιλούν το ένα με το άλλο για διάφορα πράγματα καταλήγει σε κατανόησι, εμπιστοσύνη και στοργή. Τότε το καθένα γνωρίζει τι βρίσκεται στη διάνοια και στην καρδιά του άλλου, και ποιες είναι οι φροντίδες του, οι ανάγκες του και οι φιλοδοξίες του. Τότε η αμοιβαία των εκτίμησις αυξάνει καθώς επικοινωνούν το ένα μέλος με το άλλο, συμμεριζόμενα ό,τι φέρνουν οι περιπέτειες της ζωής, Και όπως έχει καλά λεχθή, μοιραζόμενες λύπες γίνονται οι μισές, μοιραζόμενες χαρές διπλασιάζονται.
2. Ποια είναι η σχέσις μας προς τον Ιεχωβά;
2 Λόγω του ότι εκάμαμε αφιέρωσι προς τον Ιεχωβά Θεό, ανήκομε σ’ αυτόν και είμεθα είτε υιοθετημένοι γυιοί του, είτε μελλοντικοί εγγονοί του. Ο Ιεχωβά Θεός κι εμείς έχομε κοινά συμφέροντα, το πρώτιστο από τα οποία είναι η υπεράσπισις του ονόματος του Ιεχωβά, δευτερεύον δε, η σωτηρία μας. Εμείς ενδιαφερόμεθα για την υπεράσπισι του Ιεχωβά και αυτός για τη σωτηρία μας. Εν τούτοις, ο Ιεχωβά Θεός εντελώς άνετα μπορεί να προχωρήση και χωρίς εμάς, διότι, αν τον αφήσωμε, κάποιος άλλος θα μας αντικαταστήση. Αλλά εμείς δεν μπορούμε να προχωρήσωμε χωρίς τον Θεό, όχι, αν θέλωμε ευτυχία και αιώνια ζωή. Εξαρτώμεθα πλήρως απ’ αυτόν και συνεπώς πάντοτε θέλομε να έχωμε τις καλύτερες σχέσεις μαζί του. Αυτός είναι ο απαραίτητος Κύριός μας, ενώ εμείς είμεθα αχρείοι δούλοι του.—Λουκ. 17:10.
3, 4. Με ποιο μέσον μιλεί ο Θεός σ’ εμάς, και τι μας λέγει εκεί;
3 Ο Ιεχωβά Θεός ο ίδιος δεν είναι ένας σιωπηλός ουράνιος Πατέρας ή Κύριος. Όχι, καθόλου! Είναι έτοιμος να μιλήση σ’ εμάς πάντοτε μέσω εξήντα έξη βιβλίων, που είναι μικρά σε μέγεθος, αφού μερικά αποτελούνται από μια μόνο σελίδα, αλλά είναι βαρυσήμαντα σε περιεχόμενο. Αυτά μας καθιστούν ικανούς να εκτιμήσωμε πώς ακριβώς ο Θεός βλέπει τα πράγματα, τι σκέπτεται γι’ αυτά και τι πρέπει να πράξωμε για να τον ευαρεστήσωμε. Έτσι διαβάζομε ότι «Κύριος ο Ιεχωβά δεν θέλει κάμει ουδέν, χωρίς να αποκαλύψη το απόκρυφον αυτού εις τους δούλους αυτού τους προφήτας». Με όμοια διάθεσι ο Ιησούς είπε στους αποστόλους του: «Εσάς δε είπον φίλους, διότι πάντα όσα ήκουσα παρά του Πατρός μου, εφανέρωσα εις εσάς.»—Αμώς 3:7, ΜΝΚ· Ιωάν. 15:15.
4 Μέσω του λόγου του ο Ιεχωβά Θεός μεταδίδει σ’ εμάς όχι μόνο το θέλημά του και τους σκοπούς του, αλλά και την αγάπη του και τη στοργή του για μας. «Ως παιδίον, το οποίον παρηγορεί η μήτηρ αυτού, ούτως εγώ θέλω σας παρηγορήσει.» «Ναι, σε ηγάπησα αγάπησιν αιώνιον· δια τούτο σε είλκυσα με έλεος.» «Αυτός ο Πατήρ σάς αγαπά.» Ακόμη και όταν τα πλάσματα του λαμβάνουν μια άσοφη πορεία με αποτέλεσμα να υποφέρουν, ο Θεός αισθάνεται λύπη και είναι πληγωμένος στην καρδιά. Εξ άλλου, χαροποιεί την καρδιά του Ιεχωβά το να λάβωμε μια σοφή πορεία. Έτσι με το ν’ αφήνωμε εξακολουθητικά τον Θεό να μιλή σ’ εμάς μέσω του λόγου του, γνωριζόμεθα πάντοτε περισσότερο με το θέλημά του και τους σκοπούς του και μπορούμε να θερμαινώμεθα στην αγάπη του.—Ησ. 66:13· Ιερεμ. 31:3· Ιωάν. 16:27· Κριτ. 10:16· Παροιμ. 27:11.
5. Τι αξία έχει να κρατούμε στη μνήμη κομμάτια από τον λόγον του Θεού;
5 Όχι ότι η ομιλία του Θεού σ’ εμάς περιορίζεται στο να διαβάζομε τον λόγον του. Κάθε φορά που ενθυμούμεθα μέρη του λόγου του, ακούμε στη μνήμη μας τον Ιεχωβά να μιλή σ’ εμάς. Δεν έχομε πάντοτε πρόσοδο στον γραπτό του λόγο και μπορεί ακόμη ν’ αποστερηθούμε απ’ αυτόν, όπως μερικοί στα κομμουνιστικά στρατόπεδα εργασίας. Τι ισχυρή αιτία για να κρατούμε στη μνήμη τόσα από τον λόγον του Θεού όσα πιθανώς μπορούμε, έτσι ώστε πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις να μπορή ο Ιεχωβά Θεός να μιλή σ’ εμάς δια μακρών! Επιπρόσθετα, καθώς ενασχολούμεθα στη Χριστιανική διακονία, θέλομε να βασιζώμεθα στερεά στον λόγον του Θεού, διότι δεν μπορούμε να κάμωμε κάτι καλύτερο από το ν’ αφήνωμε τον Θεό να μιλή στους ακροατάς μας.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΑ ΜΙΛΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
6. Για ποιους λόγους πρέπει να μιλούμε με τον Θεό;
6 Είναι μέσα στην ίδια τη φύσι των πραγμάτων ότι πρέπει να μιλούμε στον Θεό. Έχομε μήπως κάποια αμφιβολία για την ύπαρξί του, για το ότι είναι ο Δοτήρ ‘πάσης δόσεως αγαθής, και παντός δωρήματος τελείου’; Φυσικά όχι! Τότε, όπως ακριβώς ένα παιδί στο τραπέζι του γεύματος διδάσκεται να ζητή τροφή και να λέγη «Παρακαλώ», και αφού την λάβη να λέγη «Ευχαριστώ», έτσι πρέπει να συμβαίνη και μ’ εμάς. Δεν μπορούμε να θεωρούμε την αγαθότητα του Θεού ως δεδομένη. Πρέπει να ζητούμε απ’ αυτόν ό,τι χρειαζόμεθα και έπειτα να εκφράζωμε εκτίμησι για κείνο που λαμβάναμε.—Ιάκ. 1:17.
7. Ποιο περαιτέρω όφελος προέρχεται από το να ενδύωμε τα αισθήματα μας με σκέψεις και λόγους;
7 Αλλά επί πλέον, στις προσευχές μας φθάνομε σ’ ένα βαθμό εκτιμήσεως, ζέσεως, αφοσιώσεως, ευγνωμοσύνης και τύψεων, μετανοίας, που δεν είναι πιθανόν να αισθανώμεθα αλλιώς. Ενισχύονται τα αισθήματά μας, η ευγνωμοσύνη μας ή η μετάνοια μας, όταν ζητούμε να τα ενδύσωμε με λόγια, Συλλογισθήτε για μια στιγμή πόσο εύκολο είναι για ένα νέον να σκέπτεται για μια νέα, «Σε αγαπώ» και όμως πόσο δύσκολο είναι να φέρη τον εαυτό του σε θέσι να το πη αυτό με πάρα πολλά λόγια! Ή πόσο ρέπαμε να εκφράσωμε την απολογία μας για κάποιο πταίσμα μας μ’ έναν έμμεσο τρόπο ή με κάποιο δώρο, μάλλον παρά να τη διατυπώσωμε με λόγια! Έτσι το να ερχώμεθα στον Θεό με προσευχή, λέγοντας σ’ αυτόν τι είναι στην καρδιά μας και στη διάνοιά μας ενισχύει την ευγνωμοσύνη μας ή τη μετάνοιά μας, ανάλογα με την περίππτωσι.
8. Παράλειψις να μιλούμε στον Θεό τι θα έδειχνε;
8 Πράγματι, αν δεν μιλούμε στον Θεό με προσευχή, δεν θα μπορούσε να λεχθή ότι περιπατούμε με τον Θεό. Η διαγωγή μας μπορεί να είναι ευθεία και μπορεί να είμεθα απασχολημένοι στην υπηρεσία του· αλλ’ αν ο Θεός δεν είναι τόσο πραγματικός σ’ εμάς ώστε να μιλούμε εξακολουθητικά σ’ αυτόν, κάτι είναι εσφαλμένο. Τότε προδίδομε ότι είμεθα αφιερωμένοι σ’ ένα έργον, σ’ ένα σκοπό, ή σε μια οργάνωσι αντί να είμεθα αφιερωμένοι σε μια Προσωπικότητα, στον στοργικό ουράνιο Πατέρα μας. Αν ένας σύζυγος και πατέρας ειργάζετο σκληρά για να συντηρήση την οικογένειά του, αλλά δεν μιλούσε ποτέ σ’ αυτήν λέγοντας της κάτι περισσότερο από ό,τι ήταν ανάγκη να πη και ποτέ δεν της έδινε εκφράσεις στοργής, η οικογένεια του θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεράνη ότι το ελατήριό του ήταν απλώς δυσάρεστο καθήκον αντί αγάπης. Και το ίδιο θα συνέβαινε μ’ εμάς.
9-11. (α) Ποιες εντολές έχομε όσον άφορα την προσευχή; (β) Πώς μπορούν να εκτελεσθούν αυτές;
9 Έτσι, η εντολή, που μας δίδεται, είναι «Εις την προσευχήν προσκαρτερούντες.» «Προσευχόμενοι εν παντί καιρώ μετά πάσης προσευχής και δεήσεως δια του πνεύματος.» Ο Ιησούς, για να υπογραμμίση για μας την ανάγκη ‘να προσευχώμεθα πάντοτε, και να μη αποκάμνωμεν’, μας έδωσε την παραβολή της χήρας που εξακολούθησε να ενοχλή με φορτικότητα έναν δικαστή ώσπου επέτυχε δικαιοσύνη.—Ρωμ. 12:12· Εφεσ. 6:18· Λουκ. 18:1-8.
10 Αν εκτιμούμε το προνόμιο της προσευχής, θα προσευχώμεθα όχι μόνο σε τακτικές ώρες, αλλά και «παρεμπιπτόντως», καθώς παρέχεται η ευκαιρία. Και πάρα πολλές ευκαιρίες παρουσιάζονται αρκεί να ‘αγρυπνώμεν εις τας προσευχάς’. Τέτοιες ώρες, όπως όταν εγειρώμεθα και προτού αποσυρθούμε, οι ώρες του φαγητού, των εκκλησιαστικών συναθροίσεων και οι σχετικές με τη διακονία του αγρού, θεωρούνται ως ενδεικνυόμενες για προσευχή. Και είναι εντελώς εύκολο να σκεφθούμε να στραφούμε προς τον Θεό, όταν έχωμε ανάγκη ειδικής σοφίας και δυνάμεως, ή όταν λαμβάνωμε ειδικές ευλογίες. Αλλά, επιπρόσθετα, πρέπει να καλλιεργούμε μια τάσι για προσευχή, έτσι ώστε οι καρδιές μας να είναι όμοιες με τη βελόνη μιας πυξίδας, η οποία, ενώ προσωρινά παρεκκλίνει από εξωτερικές επιρροές, πάντοτε επαναστρέφει για να δείχνη τον βορρά. Τότε θα κάμωμε την προσευχή συνήθεια, προσέχοντας την εντολή, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε.»—1 Πέτρ. 4:7· 1 Θεσ. 5:17.
11 Αλλά επί πλέον, όχι μόνο θα στρεφώμεθα κατ’ επανάληψιν στον Θεό, αλλά και θα ευφραινώμεθα να ενδιατρίβωμε στην προσευχή, όπως ακριβώς δύο φίλοι απολαμβάνουν τη συντροφιά ο ένας του άλλου, και αναβάλλουν ν’ αποχωρισθούν. Θα προσερχώμεθα όχι μόνο με αιτήσεις, αλλά και με αίνο και ευχαριστία. Καθώς νουθετεί ο απόστολος Παύλος: «Εμμένετε εις την προσευχήν, αγρυπνούντες εις αυτήν μετά ευχαριστίας.» Τότε δεν θα θέτωμε τον Ιεχωβά Θεό στον ρόλο ενός αστυφύλακος, ιατρού ή δικηγόρου, ενός που απλώς συμβουλευόμεθα όταν είμεθα σε θλίψι, αλλά θα τον θεωρούμε τον πιο προσφιλή και αληθινό μιας φίλο, στον οποίον ευφραινόμεθα να μιλούμε καθώς περιπατούμε μαζί του.—Κολ. 4:2.
ΟΡΟΙ
12. Για ποιους και μόνο είναι το προνόμιο της προσευχής, και με ανταπόκρισι σε ποιους βασικούς όρους;
12 Ανάμεσα στις κακές αντιλήψεις που επικρατούν στον κόσμο σχετικά με την προσευχή είναι ότι οποιοσδήποτε μπορεί να προσεύχεται με την προσδοκία ν’ ακουσθή. Αλλά δεν είναι έτσι. Το προνόμιο της προσευχής είναι μόνο για κείνους που έχουν κάμει, με βάσι την ακριβή γνώσι, αφιέρωσι του εαυτού των να πράττουν το θέλημα του Ιεχωβά. Είναι μόνο για κείνους που περιπατούν με τον Θεό, διότι είναι σύμφωνοι μαζί του. (Αμώς 3:3) Αλλά και αυτοί ακόμη δεν μπορούν να περιμένουν ότι θ’ ακουσθούν, αν δεν πλησιάσουν τον Θεό μέσω του μόνου αγωγού και ζητήσουν με πίστι. Ο Ιησούς είπε: «Εγώ εξέλεξα εσάς, . . . ώστε, ό,τι αν ζητήσητε παρά του Πατρός εν τω ονόματί μου, να σας δώση αυτό.» «Κατά την πίστιν σας ας γείνη εις εσάς.»—Ιωάν. 15:16· Ματθ. 9:29.
13. Ποιον περαιτέρω όρον προσευχής ετόνισε ο Δαβίδ και ο Παύλος;
13 Ένας άλλος ζωτικός όρος όταν ερχώμεθα στον Θεό με προσευχή είναι μια καθαρή συνείδησις. Παρατηρήστε πόσο ένθερμα προσηυχήθη ο Βασιλεύς Δαβίδ με βάσι μια τέτοια συνείδησι προτού κάμη αιτήσεις για τον λαό του και για τον γυιό του Σολομώντα. «Γνωρίζω, Θεέ μου, ότι συ είσαι ο δοκιμάζων την καρδίαν, και αρέσκεσαι εις την ευθύτητα. Εγώ εν ευθύτητι της καρδίας μου προσέφερα πάντα ταύτα.» (Η αξία των όσων ο Δαβίδ προσέφερε ήταν πάνω από 140.930.800 δολλάρια.)a Παρατηρήστε επίσης πώς ο Παύλος συνδέει την καθαρή συνείδησι με την προσευχή: «Προσεύχεσθε περί ημών διότι είμεθα πεπεισμένοι, ότι έχομεν καλήν συνείδησιν, θέλοντες να πολιτευώμεθα κατά πάντα καλώς.» Ναι, μόνο «η δέησις των «ευθέων [είναι] ευπρόσδεκτος» εις τον Ιεχωβά.—1 Χρον. 29:17· Εβρ. 13:18· Παροιμ. 15:8.
14-16. Ποια άλλη ιδιότης χρειάζεται για ν’ ακουσθούν οι προσευχές μας;
14 Αφού μιλώντας στον Θεό έχομε ανάγκη να ικετεύωμε για το έλεος του και τη συγχώρησί του, αυτός ορθώς απαιτεί να συγχωρούμε εμείς οι ίδιοι. Ο Ιησούς διευκρίνισε τη σπουδαιότητα τούτου στην παραβολή του για ένα βασιλέα ο οποίος, τακτοποιώντας λογαριασμούς με τους δούλους του, συνεχώρησε έναν που του ώφειλε 10 εκατομμύρια δολλάρια. Αλλά ο δούλος κατόπιν αρνήθηκε να συγχωρήση έναν που του ώφειλε μόνο 17 δολλάρια. Αυτό έκαμε τον βασιλέα να ακυρώση τη συγχώρησί του και να βάλη τον ανελεήμονα δούλο στη φυλακή ώσπου τελείως να ξεπληρώση το χρέος του. «Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θέλει κάμει εις εσάς, εάν δεν συγχωρήσητε εκ καρδίας σας έκαστος εις τον αδελφόν αυτού τα πταίσματα αυτών.»—Ματθ. 18:23-35.
15 Ο Ιησούς ετόνισε το ίδιο πράγμα, όταν είπε: «Εάν λοιπόν προσφέρης το δώρόν σου εις το θυσιαστήριον, και εκεί ενθυμηθής, ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε, πρώτον φιλιώθητι με τον αδελφόν σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου.» Μεταξύ των δώρων που μπορούμε να προσφέρωμε σήμερα είναι ο ‘καρπός χειλέων’.—Ματθ. 5:23, 24· Εβρ. 13:15.
16 Ο απόστολος Πέτρος θίγει αυτό το ίδιο θέμα νουθετώντας τους άνδρες να είναι στοχαστικοί στη συμπεριφορά τους προς τις συζύγους των ως σκεύη ασθενέστερα. Παράλειψις να το πράττουν αυτό θα έκανε τις προσευχές των ανδρών να εμποδίζωνται. Πρέπει να υπάρχη αγάπη και ενότης στη συζυγική σχέσι, όπως ακριβώς στη Χριστιανική εκκλησία, για ν’ ακούη και ν’ απαντά ο Θεός στις προσευχές.—1 Πέτρ. 3:7.
17. Για ν’ απαντά ο Θεός στις προσευχές μας, ποιες πρέπει να είναι οι πράξεις μας;
17 Ούτε θα θέλαμε να παραβλέψωμε τον όρο να ενεργούμε σε αρμονία με τις προσευχές μας. Πώς, πράγματι, θα μπορούσε ο Θεός ν’ απαντά στις προσευχές μας αν ενεργούσαμε αντίθετα σ’ αυτές; Μήπως προσευχόμεθα για μια ασφαλή άφιξι και έπειτα παραβαίνομε τους νόμους της ταχύτητας, ενεργούμε απρόσεκτα ή οδηγούμε αφού έχομε πιεί οινοπνευματώδες ποτό; Μήπως προσευχόμεθα για σοφία και έπειτα παραμελούμε την προσωπική μελέτη, τις συναθροίσεις και τις συνελεύσεις; Μήπως προσευχόμεθα για ενότητα και ειρήνη της Ιερουσαλήμ και συγχρόνως ενεργούμε με αγένεια, με τραχύτητα ή διαστροφή στις δοσοληψίες μας με τους αδελφούς μας; Τότε μιλούμε στον Θεό ματαίως. Ναι, πρέπει να κάμωμε το μέρος μας, αν περιμένωμε να κάμη ο Θεός το δικό του μέρος.
ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ ΜΑΣ
18. Για ποιο πράγμα μπορούμε να προσευχώμεθα;
18 Γνωρίζομε ότι μπορούμε να προσευχώμεθα για οτιδήποτε που είναι σε αρμονία με το θέλημα του Ιεχωβά, όπως ακριβώς έδειξε ο Ιησούς στην υποδειγματική προσευχή του. Κάθε τι που μας αφορά, πνευματικώς και φυσικώς ή υλικώς, μπορεί να είναι το αντικείμενον των αιτήσεων μας: «Εν παντί πράγματι ας γνωρίζωνται τα ζητήματα σας προς τον Θεόν . . . δια της προσευχής και της δεήσεως.» Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να προσευχώμεθα για θεία θεραπεία, διότι αυτό δεν είναι σε αρμονία με το θέλημα του Θεού για μας σήμερα, αλλά μπορούμε να προσευχώμεθα για το άγιο πνεύμα του Θεού ή σοφία και δύναμι έτσι ώστε να λάβωμε την πιο σοφή πορεία και να έχωμε το σθένος να υπομείνωμε οτιδήποτε μπορεί να επιτρέπη ο Θεός.—Φιλιππησ. 4:6· Λουκ. 11:13.
19. Πώς μπορούμε ν’ αποφύγωμε να μπούμε σε μια μονότονη επανάληψι με τις προσευχές μας;
19 Επειδή προσευχόμεθα τακτικά, πρέπει να φροντίζωμε να μην μπούμε σε μια μονότονη επανάληψι με τις εκφράσεις μας. «Όταν δε προσεύχησθε,» είπε ο Ιησούς, «μη βαττολογήσητε.» Πόσο μηχανικά θα ηχούσαν οι ομιλίες των Χριστιανών διακόνων στις θύρες, αν αυτοί χρησιμοποιούσαν τις ίδιες κάθε χρόνο! Εν τούτοις, αν δεν δώσωμε προσοχή στο ζήτημα αυτό, μπορεί να είμεθα ένοχοι αυτού του ιδίου πράγματος εν σχέσει με τις προσωπικές μας προσευχές, και τι απώλεια ευλογίας θα εσήμαινε αυτό! Όπως ακριβώς ο Ιεχωβά Θεός μάς δίνει ατέλειωτη ποικιλία στον λόγο του και στη φύσι, έτσι ας φροντίζωμε να μην επανσλαμβάνωμε μηχανικά τον εαυτό μας όταν μιλούμε στον Θεό, αλλ’ ας ποικίλλωμε τη σκέψι που περιέχεται στις προσευχές μας, σύμφωνα με τις άμεσες περιστάσεις, το εδάφιο της ημέρας, και ούτω καθεξής.—Ματθ. 6:7.
20, 21. Ποιοι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψι στην εκκλησιαστική προσευχή;
20 Ειδικά αν μας παρέχεται το προνόμιο του ν’ αντιπροσωπεύωμε δημοσίως άλλους σε προσευχή, πρέπει να δίδεται προσοχή σε τέτοια πράγματα, παραδείγματος χάριν, να λαμβάνουμε υπ’ όψι το θέμα της εκκλησιαστικής συναθροίσεως. Ολίγη στοχαστικότης στο να ειδοποιήται από πριν εκείνος που πρόκειται ν’ απολαύση αυτό το προνόμιο, θα βοηθήση στο να έχωμε δημοσία προσευχή ρέουσα, συνεκτική, ένθερμη, πλούσια σε περιεχόμενο σκέψεως και κατάλληλη για την ειδική συνάθροισι. Σε τέτοιες προσευχές πρέπει ν’ αποφεύγωνται και τα δύο άκρα όσον αφορά το μήκος· μερικοί κληρικοί έγιναν γνωστοί ότι προσεύχονται επί δύο ώρες!
21 Για να ωφελούνται όλοι πλήρως από την εκκλησιαστική προσευχή, εκείνος που εκλέγεται για ν’ αντιπροσωπεύση την εκκλησία πρέπει να είναι ικανός να εκφρασθή με επαρκή όγκον φωνής, με συνοχή και ευκρινώς. Ο σκοπός της προσευχής δεν είναι να ενθαρρυνθή ο προσευχόμενος ή να του δοθή πείρα δημοσίας προσευχής, αλλά ν’ αντιπροσωπεύση άλλους κατάλληλα ενώπιον του θρόνου της χάριτος του Ιεχωβά. Ας σημειωθή ότι η εκκλησιαστική προσευχή δεν είναι απλός τυπικισμός όπως τα λόγια μιας λειτουργίας σε ξένη γλώσσα. Επομένως, ο καθένας πρέπει να την ακούη προσεκτικά, και πρέπει να δίδεται μ’ έναν τρόπο που θα ανάγκαζε κάθε ακροατή να προφέρη ένα ένθερμο «Αμήν» στο τέλος της.
22. Πώς και πού πρέπει τα τέκνα να διδάσκωνται να προσεύχωνται;
22 Επειδή οι δημόσιες προσευχές δεν είναι συνεδριάσεις ασκήσεως, τα παιδιά δεν πρέπει να ζητούνται ν’ αντιπροσωπεύσουν ενηλίκους στην προσευχή. Το μέρος για να μάθουν τα νεαρά τέκνα να προσεύχωνται είναι το γόνυ ενός γονέως. Σεις γονείς, διαθέστε χρόνον και σκέψι για να διδάξετε τα τέκνα σας πώς πρέπει να προσεύχωνται και τι πρέπει να περιλαμβάνουν οι προσευχές των. Εντυπώστε στις νεαρές των διάνοιες ότι μιλούν στον Θεό και για τούτο πρέπει ν’ απευθύνωνται σ’ αυτόν με ευλάβεια, ειλικρίνεια και παιδική απλότητα.
23. Τι υπαγορεύει ο σεβασμός για το προνόμιο της προσευχής;
23 Σεβασμός για το πολύτιμο προνόμιο της προσευχής υπαγορεύει να μη δίδωνται οι προσευχές ως μέρος μιας επιδείξεως. Γι’ αυτό ακριβώς, ένας άρρην υπηρέτης, που συνοδεύει μια αδελφή στις οικιακές Γραφικές της μελέτες, την αφήνει μεν να οδηγή με σκοπό να της παρέχη συμβουλή αν υπάρχη ανάγκη, αλλ’ αναπέμπει αυτός την εναρκτήριο και την τελική προσευχή, διότι η προσευχή ποτέ δεν αναπέμπεται για σκοπό νουθεσίας.
24. Πώς μπορεί να συνοψισθή το προνόμιό μας να μιλούμε με τον Θεό;
24 Αληθινά, είναι μεγάλη συγκατάβασις από μέρους που Θεού το να μας αφήνη να περιπατούμε και να μιλούμε μαζί του. Και καθώς περιπατούμε μαζί του ας είμεθα πάντοτε άγρυπνοι ν’ ακούμε και να προσέχωμε ό,τι έχει να μας πη, καθώς εξακολουθούμε κι εμείς οι ίδιοι να μιλούμε μαζί του, ακατάπαυστα, εγκαρτερώντας στην προσευχή με ευχαριστία καθώς κάνομε γνωστά τα αιτήματά μας. Συγχρόνως ας φροντίζωμε να διάγωμε σύμφωνα με τα αιτήματά μας και να διατηρούμε τη σκέψι που περιέχεται στις προσευχές μας πάντοτε κατάλληλη προς την περίστασι και ν’ αποφεύγωμε να μπούμε σε μηχανική επανάληψι λόγων. Ενεργώντας έτσι, θα μετάσχωμε στην υπεράσπισι του ονόματος του Ιεχωβά, θα χαροποιήσωμε την καρδιά του και θα εξασφαλίσωμιε εμείς οι ίδιοι πολλή χαρά τώρα και στον ατελεύτητο νέο κόσμο δικαιοσύνης του Ιεχωβά.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε 1 Χρονικών 29:3, 4, 7 και τις σχετικές υποσημειώσεις στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου των Εβραϊκών Γραφών, Τόμος 2, του έτους 1955.