Συγκεντρωμένοι με Ενότητα για Έργο Διακονίας
«Κατά την ευδοκίαν αυτού, την οποίαν [ο Θεός] προέθετο εν εαυτώ, εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, να συγκεφαλαιώση τα πάντα εν τω Χριστώ, και τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης . . . δια να ήμεθα [ή, να υπηρετώμεν, ΜΝΚ] εις έπαινον της δόξης αυτού.»—Εφεσ. 1:9-12.
1. Κατά ποιον τρόπο ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε αντίθεσι με τον εαυτό του;
Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του σε μια πολύπλοκη και δυσχερή θέσι. Βρίσκεται σε αντίθεσι με τον εαυτό του. Αφ’ ενός, στο τελευταίο ήμισυ του αιώνος έμαθε πώς να δεσμεύη κατά κάποιον τρόπο και σε βαθμό που τις δυνάμεις της δημιουργίας του Θεού δεν ωνειρεύθηκαν οι προηγούμενες γενεές, ή αμυδρώς μόνον έκαναν εικασίες. Τρομακτικές πρόοδοι στα μέσα επικοινωνίας και ταξιδίων, πρόοδοι στον τομέα της μηχανικής, επίσης, στον τομέα της ιατρικής και της επιστήμης—άνοιξαν τη θύρα για θαυμάσιες δυνατότητες. Αφ’ ετέρου, με τα ίδια αυτά μέσα, κάτω από τη διεύθυνσι και την παρόρμησι φιλοδόξων και ανηλεών ανθρώπων, η θύρα έχει ανοίξει, επίσης, και σε τρομερές δυνατότητες. Ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ωφελήση τον εαυτό του κατά πολλούς τρόπους αγνώστους ως τώρα, αλλά έχει, επίσης, στα χέρια του τα μέσα σχεδόν να αφανίση τη γη και τους κατοίκους της. Οι άνθρωποι είναι υπερήφανοι για όσα επέτυχαν, αλλά συγχρόνως, καθώς προελέχθη, «οι άνθρωποι θέλουσιν αποψυχεί εκ του φόβου και προσδοκίας των επερχομένων δεινών εις την οικουμένην.» Άνθρωποι επηρμένοι και ισχυρογνώμονες, είναι υποχρεωμένοι να παραδεχθούν ότι αυτοί είναι «καιροί κακοί», και δύσκολοι στην αντιμετώπισι. Τι αντίφασις!—Λουκ. 21:26· 2 Τιμ. 3:1-5.
2, 3. Ποια ωραία αντίθεσις παρατηρείται όταν στραφούμε προς τον Παλαιόν των Ημερών;
2 Αν, όμως, στρέψωμε την προσοχή μας μακριά από τον σύγχρονο άνθρωπο προς τον Παλαιόν των Ημερών, τον Δημιουργό, τι αντίθεσις! Στο κεφάλαιο 7 της προφητείας του Δανιήλ, εδάφια 9 έως 14, περιγράφεται ως ενθρονισμένος σε Δικαστήριο, με πολλές χιλιάδες παριστάμενες ενώπιόν του και που τον διακονούν.
3 Στα συμφραζόμενα της ιδίας εκείνης προφητείας γίνεται λόγος για άγρια θηρία, που παριστάνουν επίγεια βασίλεια, αγωνιζόμενα το ένα εναντίον του άλλου για υπεροχή και που προβάλλουν μεγάλες αξιώσεις. Η λύσις, όμως, όλης της διαμάχης βρίσκεται στα χέρια του Παλαιού των Ημερών, του Υπερτάτου. Προφέρεται κρίσις υπέρ κάποιου ο οποίος περιγράφεται ως ένας «υιός ανθρώπου . . . Και εις αυτόν εδόθη η εξουσία, και η δόξα, και η βασιλεία, δια να λατρεύωσιν αυτόν πάντες οι λαοί . . . η εξουσία αυτού είναι εξουσία αιώνιος, ήτις δεν θέλει παρέλθει, και η βασιλεία αυτού, ήτις δεν θέλει φθαρή.» Δίδοντας περισσότερες λεπτομέρειες η προφητεία αργότερα λέγει ότι «εδόθη η κρίσις εις τους αγίους του Υψίστου . . . και η βασιλεία, και η εξουσία, και η μεγαλωσύνη των βασιλειών των υποκάτω παντός του ουρανού, θέλει δοθή εις τον λαόν των αγίων του Υψίστου.»—Δαν. 7:13, 14, 22, 27.
4, 5. Ποια είναι η ταυτότης εκείνων που αναφέρονται στην Αποκάλυψι ως (α) ο καθήμενος επί του θρόνου, (β) ο άξιος να ανοίξη το βιβλίον, και (γ) οι άγιοι, οι οποίοι συμμετέχουν στην εξουσία με τον Χριστόν;
4 Δεν μένει καμμιά αμφιβολία για την ταυτότητα αυτών των χαρακτήρων. Στο τελευταίο βιβλίο της Γραφής το ίδιο θέμα αναλαμβάνεται και επεκτείνεται. Στην Αποκάλυψι, κεφάλαιο 4, βρίσκομε την μεγαλοπρεπή περιγραφή του ουρανίου θρόνου και Εκείνου που κάθεται επάνω σ’ αυτόν. Εμπνέει βαθύν σεβασμό, αλλά δεν είναι τρομακτική. Ο καθήμενος επί του θρόνου αναφέρεται δύο φορές ονομαστικώς: «Άγιος, άγιος, άγιος, Ιεχωβά ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, . . . Άξιος είσαι, Ιεχωβά, να λάβης την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν· διότι συ έκτισας τα πάντα, και δια το θέλημά σου υπάρχουσι και εκτίσθησαν.»—Αποκάλ. 4:8, 11, ΜΝΚ.
5 Στο κεφάλαιο 5, ο ένας και μόνος, ο οποίος έχει το δικαίωμα προσόδου στον θρόνο και ο οποίος είναι «άξιος να ανοίξη το βιβλίον και να λύση τας σφραγίδας αυτού», αναγνωρίζεται ως «ο λέων όστις είναι εκ της φυλής Ιούδα, η ρίζα του Δαβίδ», δηλαδή ο Χριστός Ιησούς. Μαζί του αναφέρονται, επίσης, οι άγιοι εκείνοι, άτομα απολυτρωμένα ή εξαγορασμένα δια του αίματος του Αρνίου, και οι οποίοι, μαζί με τον Χριστό Ιησού, ‘γίνονται εις τον Θεόν ημών βασιλείς και ιερείς και θέλουσι βασιλεύσει επί της γης’. Αυτοί αποτελούν την αληθινή εκκλησία, την Χριστιανική εκκλησία, οι οποίοι ‘έχουν μέρος εις την πρώτην ανάστασιν,’ και οι οποίοι «θέλουσιν είσθαι ιερείς του Θεού και του Χριστού, και θέλουσι βασιλεύσει μετ’ αυτού χίλια έτη.»—Αποκάλ. 5:5, 9, 10· 20:6.
6. Ως ο Υπέρτατος, ποιες ιδιότητες κατέχει ο Ιεχωβά;
6 Τα εδάφια αυτά από τον λόγον του Θεού εντυπώνουν σ’ εμάς βαθιά το δικαίωμα απολύτου κυριαρχίας και την απρόσβλητη θέσι του Υπερτάτου, του Ιεχωβά. Μαζί του, τα πάντα είναι αρμονικά και ασφαλή. Δεν υπάρχει τίποτε το αντιφατικό, όπως θλιβερά καταφαίνεται στις υποθέσεις του συγχρόνου ανθρώπου. Στα χέρια του ο Ιεχωβά κρατεί την λύσι όλων των προβλημάτων και διαμαχών του ανθρώπου, όπως αποδεικνύεται από την εξουσία και βασιλεία, η οποία ανατίθεται με ασφάλεια στο Αρνίον, τον Χριστόν Ιησού, ο οποίος απεδείχθη άξιος να την λάβη. Το ότι άλλοι, ένας περιωρισμένος αριθμός αμαρτωλών ανθρώπων, καθίστανται ικανοί να συμμετάσχουν σ’ εκείνη την εξουσία και βασιλεία δεν είναι παρά μία πρόσθετη, μολονότι θαυμαστή, απόδειξις του πλούτου της παρ’ αξίαν αγαθότητος του Ιεχωβά.
7. Πώς η χάρις του Ιεχωβά τονίζεται στην αρχή της προς Εφεσίους επιστολής;
7 Αυτή η τελευταία άποψις είναι εκείνη, που ήταν προφανώς στη διάνοια του αποστόλου Παύλου, όταν έγραφε στους Χριστιανούς, «προς τους αγίους τους όντας εν Εφέσω.» Προσεύχεται υπέρ αυτών: «Χάρις είη υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών, και Κυρίου Ιησού Χριστού.» Έπειτα εξηγεί ότι η υιοθέτησίς των ως υιών του Θεού δια του Ιησού Χριστού ήταν «εις έπαινον της δόξης της χάριτος αυτού [του Θεού]», και ότι η ‘άφεσις των αμαρτημάτων των’, βασιζόμενη στο χυμένο αίμα και το αντίλυτρο του Ιησού, ήταν, επίσης, «κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού [του Θεού].»—Εφεσ. 1:1-7.
8, 9. (α) Ποια θα πρέπει να είναι η στάσις μας απέναντι στη ζωή; (β) Ποια αποκάλυψι έκαμε ο Παύλος σχετικά με το θέλημα και τον σκοπό του Θεού;
8 Με αυτό υπ’ όψιν ο απόστολος κατόπιν συζητεί το ίδιο υψηλό θέμα όπως ανεφέρθη ήδη, δηλαδή, το κυρίαρχον θέλημα και σκοπόν του Θεού και τη θέσι όλων των πλασμάτων του σχετικά με αυτό. Δεν υπάρχει εξαίρεσις ή απαλλαγή. Ένα άτομο μπορεί κάποτε να πη, «Εγώ δεν εζήτησα να γεννηθώ», ως να ζητούσε μ’ αυτό ν’ απαλλαγή από κάποιο αίσθημα ευθύνης στη ζωή. Αλλ’ όχι. Δεν οφείλομε την ύπαρξί μας στην τύχη. Ο Ιεχωβά είναι ο Υπέρτατος και αυτός εδημιούργησε τα πάντα, περιλαμβανομένης και της ανθρωπίνης οικογενείας στην αρχική της τελειότητα, προικισμένης με τη θαυμαστή δύναμι της αναπαραγωγής. Από σεβασμό και εκτίμησι προς τον Δημιουργό, οφείλομε να πούμε ότι λόγω του θελήματός του έχομε έλθει σε ύπαρξι.—Αποκάλ. 4:11.
9 Με αυτή την κατάστασι διανοίας ας προσέξωμε τι έχει να πη ο Παύλος. Εξηγεί ότι ο Θεός έκαμε να περισσεύση σε μας η χάρις του με το να μας γνωστοποιήση «το μυστήριον του θελήματος αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού, την οποίαν προέθετο εν εαυτώ, εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, να συγκεφαλαιώση τα πάντα εν τω Χριστώ, και τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης.»—Εφεσ. 1:9, 10.
10, 11. Ποια σημασία και σπουδαιότης συνδέονται με τους όρους (α) «μυστήριον», και (β) «οικονομία»;
10 Αυτή η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο απόστολος τονίζει τη σπουδαιότητα του υπερτάτου θελήματος και σκοπού του Ιεχωβά. Είχε κρατηθή για ένα μακρό διάστημα ως ένα «μυστήριον». Ποια ανταπόκρισι προκαλεί η έκφρασις αυτή σε μας! Τι ευχαρίστησι μας δίνει το ότι μας είναι εμπιστευμένο ένα μυστικό! Ακόμη και ένα παιδί, ιδιαίτερα ένα μικρό κορίτσι, αγαπά να έχη ένα μυστικό και, στην κατάλληλη στιγμή, να το ψιθυρίση στο αυτί της καλυτέρας του φίλης, παρατηρώντας προσεκτικά να βεβαιωθή ότι δεν υπάρχει άλλο παιδί σε απόστασι ακοής. Το μυστικό του πιθανόν να μη σημαίνη πολλά για μας τους ενηλίκους, το μυστικό, όμως, του Ιεχωβά είναι ιερό και ενσωματώνει ολόκληρο τον σκοπό του και είναι σπουδαιότατο τόσο για κείνον όσο και για μας. Το να το αγνοήση κανείς ή να προσκόψη σ’ αυτό, όπως συνέβη σε πολλούς, σημαίνει απώλεια των πάντων.
11 Σκεφθήτε, επίσης, τον όρον «οικονομία» ή «διαχείρισις». Κι αυτός, επίσης, υποδεικνύει κάτι που είναι πραγματικής σπουδαιότητος, διότι χρησιμοποιείται συνήθως εν σχέσει με πράγματα όπως η αποτελεσματική διαχείρισις κυβερνητικών και νομικών υποθέσεων. Πολλοί αναγνώσται του περιοδικού Η Σκοπιά, όταν επισκέπτωνται μια μεγάλη συνέλευσι, απολαμβάνουν μια εκ του πλησίον επίσκεψι στα διάφορα τμήματα, βλέποντας ό,τι είναι δυνατόν να ιδούν, αλλά δεν χρονοτριβούν όταν φθάσουν μπροστά σε μια θύρα με την επιγραφή «Διαχείρισις». Α! όχι, δεν θέλουν να έχουν ανάμιξι σε αυτού του είδους την ευθύνη.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
12, 13. Όπως αναφέρεται εις Εφεσίους 1:10, τι έχομε να μάθωμε όσον αφορά την οικονομία του Θεού;
12 Ποια είναι αυτή η ζωτική οικονομία [ή διαχείρισις] του Ιεχωβά, που εκρατήθη μυστική επί τόσον καιρό; Η απάντησις μας έχει δοθή. Ευηρεστήθη ο Ιεχωβά, κατά ‘το πλήρωμα των καιρών, . . . να συγκεφαλαιώση τα πάντα εν τω Χριστώ, και τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης’. (Εφεσ. 1:10) Από αυτό μπορούμε αμέσως να μάθωμε μερικά σπουδαία πράγματα:
13 (1) Δεν υπάρχει παρά μία μόνον συγκεφαλαίωσις υπό την μίαν οικονομίαν. Ο άνθρωπος, οσοδήποτε και αν είναι ειλικρινής, δεν μπορεί να οικοδομήση τη δική του θρησκευτική οργάνωσι και να ισχυρίζεται ότι αυτή είναι ευπρόσδεκτη στον Θεό. (2) Συγκεφαλαίωσις σε ενότητα με τον Χριστό απαιτεί πνεύμα προθύμου υποταγής σ’ αυτόν ως τον Κεχρισμένον του Θεού, καθώς, επίσης, και πνεύμα ενότητος και προθύμου συνεργασίας με όλους τους άλλους που συγκεντρώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. (3) Όπως ακολούθως απεκαλύφθη, υπάρχει μια διακονία που ενεπιστεύθη ο Θεός σ’ εκείνους που συνάγονται. (4) Το γεγονός ότι ο Ιεχωβά πρόκειται «να συγκεφαλαίωση [‘ανακεφαλαιώση’, Κείμενον] τα πάντα» υπονοεί μια προηγούμενη κατάστασι ευτυχισμένης ενότητος, η οποία για κάποιον λόγο δεν διετηρήθη, αλλά πρόκειται ν’ αποκατασταθή. (5) Περιλαμβάνεται και το στοιχείον του χρόνου. Το μεγάλο αυτό έργο λαμβάνει χώραν κατά ‘το πλήρωμα των καιρών’. Έτσι, θέλομε πρώτα να γνωρίζωμε, πότε είναι το πλήρωμα των καιρών και πότε εγκαινιάζεται πλήρως η οικονομία;a
14. Πότε είναι το «πλήρωμα των καιρών,» και από ποια γεγονότα καθορίζεται;
14 Το πλήρωμα φθάνει όταν, καθώς είπε ο Ιησούς στη μεγάλη του προφητεία, «εκπληρωθώσιν οι καιροί των εθνών.» (Λουκ. 21:24) Η βαρυσήμαντη αυτή στροφή στην ανάπτυξι της βουλής του Ιεχωβά και στην ανθρωπίνη ιστορία έφθασε το 1914, όπως αποδεικνύεται αφθόνως από όσα έλαβαν χώραν εδώ επί της γης σ’ εκπλήρωσι της Βιβλικής προφητείας. Τότε είναι που η εξουσία εδόθη στον Χριστό Ιησού στους ουρανούς, όπως περιγράφεται στον Δανιήλ, κεφάλαιο 7, παρά την εναντίωσι των θηριωδών, κτηνωδών βασιλειών επί της γης. Καθώς, επίσης, προφητικώς περιγράφεται από τον ψαλμωδό, τα έθνη και οι άρχοντες των «συνήχθησαν ομού, κατά του Ιεχωβά, και κατά του Χριστού αυτού», αλλ’ ο Ιεχωβά εγέλασε μυκτηριστικά μαζί τους και εδήλωσε: Αλλ’ εγώ . . . έχρισα τον Βασιλέα μου επί Σιών, το όρος το άγιόν μου.» Όταν ο κεχρισμένος βασιλεύς του Ιεχωβά, Χριστός Ιησούς, εγκατεστάθη ή ενεθρονίσθη, τότε ακριβώς εγκαθιδρύθη η οικονομία. Αυτό δεν έλαβε χώραν στη Σιών, ή Ιερουσαλήμ, εκεί κάτω στην Παλαιστίνη, αλλά, όπως το εδάφιο λέγει, στο «Όρος Σιών, και εις πόλιν Θεού ζώντος, την επουράνιον Ιερουσαλήμ.»—Ψαλμ. 2:2-6, ΜΝΚ· Εβρ. 12:22.
15, 16. (α) Πότε και πώς άρχισε η σύναξις σε ενότητα με τον Χριστό; (β) Τι σημειώνει την πλήρη εγκαθίδρυσι της οικονομίας του Θεού;
15 Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθή ότι, όταν έγραφε στους Εφεσίους, ο Παύλος ωμιλούσε για τη σύναξι σε ενότητα με τον Χριστό ωσάν να είχε ήδη αρχίσει. Αυτό αληθεύει, όσον αφορά τα βήματα προς την κατεύθυνσι εκείνη. Αυτό άρχισε την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. με τα πρώτα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας, όταν το πνεύμα του Θεού είχε εκχυθή επάνω τους. (Πράξ. 2:1-4) Ούτε, όμως, ενόσω ησχολούντο δραστηρίως στη διακονία των, ούτε κατά τον θάνατό τους, έλαβαν την πλήρη αμοιβή των. Καθώς ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής.» (2 Τιμ. 4:8) Η μεγάλη οικονομία του Ιεχωβά εισέρχεται σε πλήρη λειτουργία μετά το τέλος των Καιρών των Εθνών το 1914.
16 Αφού ήλθε ‘εκείνη η ημέρα’, τι βλέπομε; Με τους λόγους του συμβολικού οράματος, όπως περιγράφεται από τον Ιωάννη, μπορούμε τώρα να ιδούμε δια πίστεως: «Και είδον, και ιδού Αρνίον ιστάμενον επί το όρος Σιών, και μετ’ αυτού εκατόν τεσσαρακοντατέσσαρες χιλιάδες έχουσαι το όνομα του Πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών.» Μετά το 1914, οι διοικητικοί «νέοι ουρανοί», με τον ενθρονισμένον Ιησού Χριστό ως τον Οικονόμον του Θεού, έρριψαν τον Σατανά ή Διάβολο και τους δαιμονικούς αγγέλους του κάτω στη γη μας και επροχώρησαν στο έργον της ενοποιήσεως, ιδιαίτερα από το 1919 και έπειτα, όπως αποδεικνύει η σύγχρονος ιστορία των μαρτύρων του Ιεχωβά. (Αποκάλ. 14:1· 12:1-13) Έτσι το έργον της οικονομίας προχωρεί πάντοτε εμπρός εκπληρώνοντας πλήρως το θέλημα του Υπερτάτου ακριβώς όπως ο ίδιος έκαμε να καταγραφή πριν από πολύν χρόνο με τα εξής λόγια: «Δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων· και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος, εις δόξαν Θεού Πατρός.»—Φιλιππησ. 2:10, 11.
17. Σ’ αυτόν τον καιρό τι πρέπει ιδιαιτέρως να προσέξωμε;
17 Έτσι βρισκόμαστε στην ημέρα τη μεγάλη, οπότε θα κάνωμε καλά να προσέξωμε τα μαθήματα εκείνα, τα οποία τονίζουν την ανάγκη να έχωμε μια σαφή όρασι της θεοκρατικής οργανώσεως του Θεού, ως επίσης, να εκτιμήσωμε τον σκοπό, για τον οποίον συναγόμεθα σε ενότητα κάτω από την καθοδήγησί της, δηλαδή, για έργο διακονίας. Επιπροσθέτως, αυτό τονίζει την ανάγκη του πνεύματος υποταγής και συνεργασίας. Τα μαθήματα αυτά διευκρινίζονται με οξύτερο τρόπο καθώς παρατηρούμε περαιτέρω τα όσα ο Παύλος λέγει επάνω στο ίδιο αυτό θέμα.
ΤΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΠΝΕΥΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΣΚΟΠΟ
18. Πάνω στη γη, πώς και γιατί η αρχική κατάστασις της ενότητος έφθασε σ’ ένα τέλος;
18 Για να εξάρωμε την ανάγκη για το κατάλληλο πνεύμα, αξίζει να παρατηρήσωμε προς τα πίσω, ιδιαίτερα στην επίγεια σκηνή, και να ιδούμε γιατί η αρχική κατάστασις της ευτυχισμένης ενότητος δεν διετηρήθη. Όταν η μητέρα Εύα επρόσεξε όσα είχε να ειπή ο όφις για τον απηγορευμένο καρπό, προέκυψε όχι μόνο μια δοκιμή υπακοής, αλλά και ταπεινοφροσύνης. Απατημένη από όσα της ελέχθησαν, άρχισε να βλέπη τον καρπό αυτόν από μια νέα άποψι. Θα της έδινε, όπως ενόμιζε, μια νεωστί ανακαλυφθείσαν ανεξαρτησία, η σκέψις δε αυτή την προσείλκυσε. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν ανέμενε καν να ερωτήση τον σύζυγό της γι’ αυτό, αλλά επροχώρησε με τη δική της πρωτοβουλία. Μπορούμε να την φαντασθούμε να λέγη: ‘Γιατί όχι; Έχω κι εγώ μυαλό, δεν είν’ έτσι; Γνωρίζω ότι ο σύζυγός μου δεν έλαβε ως τώρα από αυτόν τον καρπό, αλλ’ αφήστε το σ’ εμένα· θα φροντίσω να λάβη’. Και εφρόντισε!—Γεν. 3:1-6· 1 Τιμ. 2:14.
19. Πώς εκδηλώνεται το πνεύμα του κόσμου σήμερα, και σε τι αυτό θα οδηγήση;
19 Όχι, δεν ακούσαμε τη μητέρα Εύα να μιλή στον εαυτό της μέσα στον κήπο της Εδέμ, δεν είναι όμως ασύνηθες ν’ ακούμε μερικές από τις θυγατέρες της να μιλούν έτσι. Μήπως δεν είναι το πνεύμα του κόσμου αυτό σήμερα, τόσο από εθνική όσο και από ατομική άποψι; Ακόμη και τα μικρότερα έθνη ζητούν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και την ανεξαρτησία τους. Το ίδιο πνεύμα, επίσης, επιδεικνύεται συχνά από άτομα, τα οποία λέγουν κατ’ ουσίαν: ‘Έχω δικαίωμα να ζήσω τη ζωή μου κατά τον δικό μου τρόπο’. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος, για τον οποίον πολλοί δεν προσέχουν το άγγελμα που τους φέρουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Γνωρίζουν ότι αυτό θα έλθη σε σύγκρουσι με την ανεξαρτησία τους. Και αυτοί και οι άρχοντές των, όμοια με την Εύα, προσέχουν μάλλον στα κομπαστικά όμοια με βατράχους ‘ακάθαρτα πνεύματα’, ή εκφράσεις που εμπνέονται από τους ψευδομένους δαίμονες. Μια τέτοια προπαγάνδα ταράσσει το πνεύμα της υπερήφανης ανεξαρτησίας των και καταλήγει στο να ‘συνάξη αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος’.—Αποκάλ. 16:13, 14, ΜΝΚ.
20. Ποιες δύο δυνατότητες αντιμετωπίζομε σήμερα;
20 Δεν είναι περίεργο το ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ναυαγήσει! Ασφαλώς είναι προφανές ότι οφείλομε να εγκαταλείψωμε ένα τέτοιο πνεύμα ανεξαρτησίας, οσοδήποτε και αν έχωμε εντρυφήσει σ’ αυτό κατά το παρελθόν. Βρισκόμαστε στην ημέρα, που ο Θεός συγκεφαλαιώνει «τα πάντα εν τω Χριστώ», συνάγοντας πρώτα σ’ αυτόν τους πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι είχαν κοιμηθή στον θάνατο, με το να τους αναστήση για να είναι με τον Ιησού Χριστό στον ουρανό. (Εφεσ. 1:10· 1 Θεσ. 4:13-18) Αν δεν θέλωμε να συναχθούμε κάτω από τη δικαία οικονομία με πνεύμα υπακοής και πιστής αφοσιώσεως, τότε, εκουσίως ή ακουσίως, θα βρεθούμε συναγμένοι μαζί με τις αντίθετες δυνάμεις που βαδίζουν προς τον Αρμαγεδδώνα κάτω από την αρχηγία του Σατανά, για να πολεμήσουν εναντίον του Θεού του Παντοκράτορος. Όπως σαφώς είπε ο Ιησούς: «Όστις δεν είναι μετ’ εμού, είναι κατ’ εμού.»—Ματθ. 12:30.
21. Όπως εξεικονίσθη από τον Ιησούν, (α) ποιοι μόνο συνάγονται σ’ αυτόν, και (β) πάνω σε ποια βάσι κάνει κρίσι ο Ιησούς;
21 Χρησιμοποιώντας την εξεικόνισι του Ιησού, βρίσκομε ότι μόνο τα όμοια με πρόβατα άτομα συνάγονται σ’ αυτόν· πρώτον, το «μικρόν ποίμνιον», η Χριστιανική εκκλησία που αποτελεί τους «νέους ουρανούς», αλλά τώρα, επίσης, από το 1931 εκείνα τα «άλλα πρόβατα», τα οποία ζωηρά προσδοκούν τις ευλογίες της «νέας γης». Τα «άλλα πρόβατα» δεν τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως, αλλά όλα γίνονται ‘μία ποίμνη υπό ένα ποιμένα’, ή οικονόμον. Χρησιμοποιώντας μια άλλη εξεικόνισι του Ιησού, που εκπληρώθηκε στις ημέρες μας, οπότε είναι ενθρονισμένος ως Βασιλεύς, βλέπομε ότι περιέγραψε τα «άλλα πρόβατα» ως εκείνους, οι οποίοι υποστηρίζουν και προσφέρουν καλή συνεργασία ακόμη και ‘εις ένα τούτων των αδελφών του των ελαχίστων’, ή ακολούθων του. Όλοι οι άλλοι κρίνονται από αυτόν ως ερίφια, τα οποία, λόγω της ισχυρογνώμονος ανεξαρτησίας των, αρνούνται ή αποτυγχάνουν να προσφέρουν μια τέτοια συνεργασία.—Ματθ. 25:31-46· Λουκ. 12:32· Ιωάν. 10:16.
22. Σε ποιες προσκλήσεις του λόγου του Θεού οφείλομε ν’ ανταποκριθούμε τώρα;
22 Στην ημέρα αυτή, οπότε ο Ιεχωβά συντόμως θα ‘συντρίψη’ όλους εκείνους, οι οποίοι εναντιώνονται σ’ αυτόν και τον κεχρισμένο βασιλέα του, και θα ‘καταπαύση τους πολέμους έως των περάτων της γης’, ας είμεθα όλοι σοφοί και ας ανταποκριθούμε με το κατάλληλο πνεύμα στις προσκλήσεις που γίνονται από τα ίδια Γραφικά εδάφια, όπου ο Ιεχωβά λέγει: «Ησυχάσατε, και γνωρίσατε ότι εγώ είμαι ο Θεός.» «Δουλεύετε τον Ιεχωβά εν φόβω . . . Φιλείτε τον Υιόν [Χριστόν Ιησούν], μήποτε οργισθή . . . Μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτόν.»—Ψαλμ. 2:9-12· 46:9, 10, ΜΝΚ.
23, 24. Ποια είναι η πρόθεσις του Θεού γι’ αυτούς που συνάγονται σ’ ενότητα με τον Χριστό, και μπορούν να το αποφασίσουν μόνοι των αυτό;
23 Ποιος είναι ο σκοπός του Θεού για όσους από μας ανταποκρίνονται και συνάγονται κάτω από την οικονομία του Χριστού; Είναι μήπως μόνον η ευλογία και η σωτηρία μας; Μπορούμε να το αποφασίσωμε αυτό μόνοι μας; Τούτο θα ήταν πάρα πολύ παράλογο, μολονότι μερικοί διέπραξαν αυτό το σφάλμα και έπεσαν από τις τάξεις των πιστών. Όχι, δεν είναι όπως πιθανόν εμείς να νομίζωμε, αλλά, καθώς ο Παύλος λέγει σχετικά με τους 144.000, που έχουν εκ των προτέρων καθορισθή, είναι «κατά την πρόθεσιν του ενεργούντος τα πάντα [Θεού] κατά την βουλήν του θελήματος αυτού.» Ώστε ποιά είναι η πρόθεσις του Θεού; Σημειώστε την απάντησι που δίδεται: «Δια να ήμεθα [υπηρετώμεν, ΜΝΚ] εις έπαινον της δόξης αυτού.» Έπειτα παρατηρήστε ότι σ’ αυτά που ακολουθούν αμέσως μας λέγεται πώς να υπηρετούμε την πρόθεσι του Θεού κατά τρόπον ευπρόσδεκτον. Αφού μίλησε για τον εαυτό του και για άλλους, οι οποίοι υπήρξαν οι «προελπίσαντες εις τον Χριστόν», ο Παύλος κατόπιν λέγει, «εις τον οποίον και σεις [στην Έφεσο] ηλπίσατε.»
24 Πώς αυτό κατέστη δυνατόν; Ο Παύλος εξηγεί πώς αυτό έγινε: «ακούσαντες τον λόγον της αληθείας, το ευαγγέλιον της σωτηρίας σας.» Αυτό μας διευκρινίζει το θέλημα του Υπερτάτου για εκείνους, οι οποίοι συνάγονται. Δεν πρέπει να κρατήσωμε τα αγαθά νέα για τον εαυτό μας, αλλά πρέπει να κάμωμε να τα ακούσουν και άλλοι ώστε και αυτοί, επίσης, να μπορέσουν να συμμετάσχουν και να απολαύσουν την ίδια ένδοξη ελπίδα. Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίον μπορούμε να είμεθα «εις έπαινον της δόξης» του Ιεχωβά, σ’ αυτή δε η θεία πρόθεσις πρέπει να υπηρετηθή κάτω από τη διεύθυνσι μιας μόνο οικονομίας.—Εφεσ. 1:11-13.
25. Ποια είναι η κατάλληλη άποψις του Χριστιανού σχετικά με τον εαυτό του και τα έργα του;
25 Από μια άλλη γωνία, λίγο περαιτέρω, ο Παύλος παρουσιάζει πάλι επιχειρήματα υπέρ της κυριαρχίας του Θεού και κατά της από μέρους μας λήψεως μιας ανεξαρτήτου απόψεως των πραγμάτων. Μας υπενθυμίζει ότι δεν μπορούμε να καυχηθούμε για το ότι εγίναμε Χριστιανοί. Δεν υπάρχει τίποτε για το οποίο να υπερηφανευώμεθα. Μάλλον, ως Χριστιανοί, «αυτού [του Θεού] ποίημα είμεθα.» Εν τούτοις, καίτοι είμεθα «σεσωσμένοι δια της πίστεως», δεν μπορούμε να μένωμε αργοί ούτε και μπορούμε ν’ αποφασίσωμε μόνοι μας πώς θα επεξεργασθούμε τη σωτηρία μας. Αντιθέτως, όπως ο Παύλος το εξέφρασε, συναγόμεθα σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού «προς έργα καλά, τα οποία προητοίμασεν ο Θεός, δια να περιπατήσωμεν εν αυτοίς.»—Εφεσ. 2:8-10.
26, 27. (α) Πώς εκδηλώνεται το κατάλληλο πνεύμα για τον κατάλληλο σκοπό; (β) Πώς ο Ιησούς έκαμε το ζήτημα σαφές;
26 Από τα εδάφια, που εξητάσθησαν κάτω από αυτόν τον υπότιτλο, το μάθημα, που πρέπει να διδαχθούμε, και το ζήτημα, που περιλαμβάνεται, καθίστανται πολύ σαφή. Οφείλομε να έχωμε το κατάλληλο πνεύμα για τον κατάλληλο σκοπό, το πνεύμα της ανιδιοτελούς, ολοψύχου αφοσιώσεως στον Ιεχωβά, για να εξασφαλίσωμε την ευημερία μας με τα δίκαια έργα, τα οποία ητοίμασε για μας. Όχι μόνον πρέπει να συναχθούμε σε ενότητα με τον Χριστό εμείς οι ίδιοι, αλλά κάτω απ’ αυτόν οφείλομε να συμμετάσχωμε στη σύναξι άλλων με το ν’ ακούσουν από μας τα αγαθά νέα.
27 Ο Ιησούς είπε: «Όστις δεν συνάγει μετ’ εμού, σκορπίζει.» Αυτό κάνει το ζήτημα σαφές. Αν αρνούμεθα να έλθωμε κάτω από την οικονομία του ή να παραμείνωμε μέσα σ’ αυτή, τότε είναι έκδηλο ότι έχομε το εσφαλμένο πνεύμα για τον εσφαλμένο σκοπό. Οποιαδήποτε σύναξις, που επιδιώκεται να γίνη χωριστά από την οικονομία του Χριστού, πρέπει να είναι σε αντίθεσι προς αυτήν, οσοδήποτε καλό και αν είναι δυνατόν να φαίνεται ότι είναι το έργο και το ελατήριο. Όπως είπε ο Ιησούς στα προηγούμενα σχόλιά του, αφού είχε κατηγορηθή ότι εκβάλλει δαιμόνια δια του Βεελζεβούλ, «Πάσα βασιλεία διαιρεθείσα καθ’ εαυτής, ερημούται· . . . αν ο Σατανάς τον Σατανάν εκβάλλη, διηρέθη καθ’ εαυτού· πώς λοιπόν θέλει σταθή η βασιλεία αυτού;» Αυτό εξηγεί τον λόγο, για τον οποίον ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε αντίφασι με τον εαυτό του, παρά τις προσπάθειές του για ενότητα. Το ελατήριό του είναι μάλλον ιδιοτελές, και αυτό δεν αποτελεί βάσι για μια γνησία, διαρκή ενότητα. Ας μην είμεθα τυφλωμένοι ή παραπλανημένοι με το να υποστηρίζωμε την εσφαλμένη οικονομία.—Ματθ. 12:24-30.
Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΟΡΦΗ
28. Κατά ποιον τρόπο βλέπομε τη Χριστιανική εκκλησία να παίρνη σχήμα;
28 Συνεχίζοντας αυτό το ίδιο θέμα, ο απόστολος αποκαλύπτει μια περαιτέρω εξέλιξι, που λαμβάνει χώραν κάτω από την οικονομία του Χριστού. Αυτό είναι εντατικά ενδιαφέρον και δίνει μια πιο εξυψωμένη άποψι της οικονομίας. Εξηγεί ότι εκείνοι που συνάγονται δεν συνωθούνται απλώς ως να ήσαν γύρω από ένα κοινό κεντρικό σημείο. Αντιθέτως, παρουσιάζονται παίρνοντας ένα συγκεκριμένο σχήμα, παρομοιαζόμενοι με μια οικοδομή. Εν πρώτοις, ‘ακρογωνιαίος λίθος είναι αυτός ο Ιησούς Χριστός’. Οι απόστολοι και οι προφήται αποτελούν το υπόλοιπον του θεμελίου, επί του οποίου «πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αυξάνεται εις ναόν άγιον εν Ιεχωβά . . . εις κατοικητήριον του Θεού δια του πνεύματος.» (Εφεσ. 2:20-22, ΜΝΚ) Τι εξυψωμένη αντίληψις! Όταν παρευρισκώμεθα σε μια συνάθροισι των μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αίθουσα Βασιλείας των, ή σε μια μεγαλύτερη συνέλευσι, είναι δυνατόν να πειρασθούμε να τους βλέπωμε από μια σαρκική άποψι, επειδή παρατηρούμε μόνο την εξωτερική τους εμφάνισι. Μάλλον, θα έπρεπε να τους παρατηρήσωμε και να τους εκτιμήσωμε όπως ο Ιεχωβά το κάνει. Άλλα εδάφια, τα οποία χρησιμοποιούν την ίδια εξεικόνισι για τον ναό του Θεού, τονίζουν το ίδιο πράγμα, την ανάγκη για μας να έχωμε την πνευματική άποψι, καθώς και την ευθύνη εκείνων που ανήκουν στον ναό του Θεού όπως αποφύγουν να ‘ομοζυγούν με απίστους’.—1 Κορ. 3:16, 17· 2 Κορ. 6:14-7:1.
29. Πώς ο πολύς όχλος των ‘άλλων προβάτων’ φαίνεται στην εξεικόνισι του ναού;
29 Ολόκληρη η Χριστιανική εκκλησία των 144.000 μαζί με τον Ιησού Χριστό αποτελεί τον πνευματικό ναό, που αποτελείται από ‘λίθους ζώντας’. (1 Πέτρ. 2:4, 5· Ιωάν. 2:19-22) Πιθανόν να πήτε ότι αυτό το καταλαβαίνετε, αλλά ότι δεν έχει καμμιά σχέσι μαζί σας, διότι οι ελπίδες σας δεν είναι ουράνιες, όπως εκείνες του «μικρού ποιμνίου», αλλά γήινες. Πολλοί από τους αναγνώστας του περιοδικού Η Σκοπιά ίσως να φρονούν έτσι, αλλά μη πλανάσθε. Αν αγαπάτε τον Ιεχωβά και παρεδώσατε τον εαυτό σας σ’ αυτόν με αφιέρωσι, την οποίαν έχετε συμβολίσει με το εν ύδατι βάπτισμα, τότε βρίσκεσθε ακριβώς μέσα στην εικόνα. Για ενθάρρυνσί σας σάς υπενθυμίζομε ότι, μετά την περιγραφή του σχηματισμού του πνευματικού Ισραήλ, της τάξεως του αγιαστηρίου του ναού, εδόθη στον Ιωάννη μια όρασις ενός μεγάλου πλήθους από «άλλα πρόβατα», τα οποία λέγεται ότι «λατρεύουσιν αυτόν [τον Θεόν] ημέραν και νύκτα εν τω ναώ αυτού.» Δεν θα μπορούσαμε να φαντασθούμε μια ωραιότερη εικόνα στενής ενότητος και ομονοίας!—Αποκάλ. 7:15.
30. Πώς το έργο της συνάξεως έλαβε σήμερα μεγαλύτερη έκτασι, τονίζοντας ποια ανάγκη;
30 Για υποστήριξι τούτου διαβάζομε ότι ο Θεός «θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι, και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας.» (1 Τιμ. 2:4) Σήμερα άνθρωποι κάθε είδους ανταποκρίνονται στα αγαθά νέα και φέρονται σε αρμονία με αυτά, συγκεντρωμένοι σε ‘μία ποίμνη υπό ένα ποιμένα’. Οι Γραφές καθιστούν σαφές ότι όλοι αυτοί πρέπει με τη διαγωγή τους να υπηρετούν για τον αίνο της δόξης του Θεού με το να συμμετέχουν ενωμένα στο έργο της διακονίας, το οποίον πρέπει να συμπληρωθή πριν από το οριστικό τέλος του παρόντος συστήματος πραγμάτων. Από τις ημέρες των αποστόλων και έπειτα η έμφασις είχε δοθή στη σύναξι της Χριστιανικής εκκλησίας των 144.000 συγκληρονόμων του Χριστού· τώρα, όμως, κατά το ‘πλήρωμα των καιρών’, το έργο της συνάξεως περιέλαβε μια μεγαλύτερη συγκέντρωσι από το 1931, η οποία γίνεται με πολύ επείγοντα ρυθμό, διότι ο καιρός είναι σύντομος. Έχομε ανάγκη κάθε δυνατής βοηθείας και ενθαρρύνσεως, και θα είναι επομένως καλό να προσέξωμε πολύ το διακονικό μας έργο, τόσο εντός όσο και εκτός της οργανώσεως του Θεού.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε περιοδικό Η Σκοπιά 15ης Μαρτίου 1960, σελ. 128-130, παραγράφους 15-23.
[Εικόνα στη σελίδα 592]
Όμοια με βατράχους «ακάθαρτα πνεύματα» συνάγουν άρχοντας σ’ εναντίωσι προς τον Θεό
[Εικόνα στη σελίδα 593]
Υπηρετώντας ως διάκονος κάτω από την οικονομία του Χριστού