Η Ενότης της Χριστιανικής Εκκλησίας
«Εγώ την δόξαν την οποίαν μοι έδωκας, έδωκα εις αυτούς· δια να ήναι έν, καθώς ημείς είμεθα έν.»—Ιωάν. 17:22.
1. Γιατί μπορεί να ονομασθή ο Ιεχωβά ο Μέγας Εκείνος που ενοποιεί;
Ο ΙΕΧΩΒΑ είναι ο Μέγας Δημιουργός ενότητος. Είναι Εκείνος που μ’ ένα θαυμαστό τρόπο μπορεί να συνδέση νοήμονα πλάσματα σε μια ενότητα για οποιονδήποτε σκοπό επιθυμεί. Επί εκατομμύρια χρόνια προτού καν ο άνθρωπος ιδή το φως της ημέρας, ο Ιεχωβά είχε εργασθή σε τελεία ενότητα με τον πρωτότοκό του Υιό, μέσω του οποίου εδημιούργησε τα πάντα. Καθώς προχωρούσε το δημιουργικό έργο του Ιεχωβά και ο αριθμός των νοημόνων πλασμάτων ηύξανε στο σύμπαν, το έργο αυτό δεν ωδήγησε σε σύγχυσι. Ο Ιεχωβά τα ήνωσε όλα σε μια αρμονική ενότητα που λειτουργούσε ομαλά, με το να τα συνδέση όλα προς τον εαυτό του και το ένα προς το άλλο με δεσμούς αγάπης. Για να διευκρινίση αυτή την ευτυχή ένωσι, μιλεί για την παγκόσμια οργάνωσί του πιστών ουρανίων πλασμάτων ως να πρόκειται για σύζυγό του, προς την οποία είναι ενωμένος με ευτυχή γάμο.—Κολ. 1:16· 1 Ιωάν. 4:8, 11-13· Ησ. 54:5, 6.
2. Ποιος είναι ο πιο ισχυρός δεσμός για τη δημιουργία ενότητος ανθρώπων, και πώς ο Ισραήλ έγινε η μόνη αληθινή συναγωγή ή εκκλησία του Θεού στις ημέρες της;
2 Όταν ο Ιεχωβά Θεός άρχισε να οικοδομή την ανθρώπινη κοινωνία, ξεκίνησε με την πιο μικρή μονάδα της, τη γαμήλιο ένωσι, η οποία φυσιολογικά είναι μια από τις πιο ισχυρές ενώσεις, των οποίων ο άνθρωπος αποτελεί μέρος. Αυτό συμβαίνει επειδή ο συνδετικός παράγων στο γάμο είναι η αγάπη, και αυτή είναι η πιο ισχυρή συνεκτική δύναμις που μπορεί να έχη οποιαδήποτε ενότης πλασμάτων. Πράγματι, είναι η μόνη βάσις επάνω στην οποία μπορεί να διατηρηθή οποιαδήποτε ενότης. Διαμορφώνοντας ευρυτέρους κύκλους, οι γονείς και τα τέκνα συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς αγάπης στην οικογενειακή ενότητα, οι δε οικογένειες ή φυλές των δώδεκα υιών του Ιακώβ, του πατριάρχου, ήσαν εκείνες, που ο Ιεχωβά Θεός συνέδεσε σε μια εθνική ενότητα. Μια συμφωνία ή διαθήκη έγινε μεταξύ αυτού και των Ισραηλιτών με σκοπό να είναι αυτός, όχι μόνο Βασιλεύς των, αλλά και Θεός των· τούτο δε κατέστησε τον Ισραήλ, όχι μόνο έθνος, αλλά και συναγωγή ή εκκλησία του Θεού, τη μόνη αληθινή εκκλησία του καιρού εκείνου.—Γέν. 2:24· Έξοδ. 19:5, 6, 8· 20:1, 2· Πράξ. 7:38· Ψαλμ. 147:20.
3. Ήταν ο Ιεχωβά εθνικιστικός εκλέγοντας τον Ισραήλ ως εκκλησία του;
3 Γιατί ο Ιεχωβά εξέλεξε το έθνος του Ισραήλ για να παραγάγη απ’ αυτό μια σύναξι η εκκλησία; Μήπως ήταν ένας εθνικιστικός Θεός; Όχι, δεν ήταν. Αυτό έγινε επειδή είχε δώσει μια επαγγελία στον φίλο του Αβραάμ, τον προπάτορα των Ισραηλιτών, ότι επετρέπετο σ’ αυτούς ν’ αποτελέσουν το σώμα της νέας αυτής εκκλησίας. Αλλ’ ο Ιεχωβά δεν εμπόδισε με εθνικιστικό πνεύμα τους μη Ισραηλίτας από το να γίνουν μέλη της μόνης αληθινής εκκλησίας με περιτομή. Όλοι οι Θεοσεβείς άνθρωποι, που ήθελαν να ενωθούν με τον Ισραήλ στη λατρεία του αληθινού Θεού, ήσαν δεκτοί ασχέτως εθνικότητος και φυλής, προηγούμενης θρησκείας ή πολιτικών δεσμών. Ελαμβάνετο πρόνοια για να γίνουν όλοι αυτοί οι περιτετμημένοι ξένοι μέτοχοι της ενότητας που είχε ο Θεός με τον Ισραήλ, με το να παρασχεθή συνταγματικώς τόπος γι’ αυτούς μέσα στην εκκλησιαστική οργάνωσι, υπό την οποία τελούσε ο Ισραήλ. Στον Ισραήλ ελέχθη ν’ αγαπά τον ξένον όπως και ο Ιεχωβά τον αγαπούσε. Ούτε ο Θεός έδειξε διάκρισι για εθνικότητα ή φυλή με το να σχηματίση χωριστές μονάδες ή εκκλησίες με τους περιτετμημένους του λάτρεις μη Ισραηλιτικής καταγωγής. Υπήρχε ένας μόνο ναός όπου μπορούσε να συναντάται ο Θεός, ένας αρχιερεύς, ένας Νόμος, μια ενότης ή εκκλησία για να ενώνωνται σ’ αυτήν όλοι οι λατρευταί. Το Βιβλικό υπόμνημα δείχνει ότι μερικοί λαοί και φυλές, όπως το σύμμικτο πλήθος που βγήκε από την Αίγυπτο, οι περιτετμημένοι Γαβαωνίται και οι περιτετμημένοι Ρηχαβίται καθώς και πολλά άτομα όπως οι γυναίκες Ραάβ και Ρουθ, απετέλεσαν μια ενότητα με τον Ισραήλ. Έτσι ο Ιεχωβά απέδειξε ότι ήταν ο πρώτος που ήνωσε έθνη επιτυχώς.—Δευτ. 10:17-19· 1 Βασ. 8:41-43· Έξοδ. 12:38· 2 Σαμ. 21:1, 2· Ιερεμ. 35:18, 19.
4. Πώς η Χριστιανική εκκλησία έφθασε να είναι η αληθινή εκκλησία του Θεού;
4 Η Ιουδαϊκή εκκλησία, εν τούτοις, δεν έδειξε αγάπη για τον Ιεχωβά στη μακρά διαδρομή του χρόνου· και συνεπώς εχωρίσθη από την ενότητά της μαζί του, η δε Χριστιανική εκκλησία έγινε η αληθινή εκκλησία του Θεού από την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ.
ΕΝΟΤΗΣ
5, 6. Πώς γνωρίζομε ότι η εκκλησία του Θεού πρέπει να είναι μία, και ποιοι περιλαμβάνονται στην ενότητα;
5 Εξέχουσα στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία ήταν η ενότης της. Προπάντων, ήταν ενωμένη με τον Ιεχωβά Θεό και τον Χριστό Ιησού, και αυτή είναι η πιο σπουδαία από όλες τις ενότητες. Ο Ιησούς ετόνισε αύτη την ενότητα στην παραβολή της αμπέλου: «Εγώ είμαι η άμπελος, σεις τα κλήματα· ο μένων εν εμοί, και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν· διότι χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν. Εάν τις δεν μείνη εν εμοί, ρίπτεται έξω.»—Ιωάν. 15:4-6.
6 H ενότης με τον Χριστό πρέπει επίσης να οδηγήση σε ενότητα μ’ εκείνους που είναι ενωμένοι μαζί του. Γι’ αυτό ο Ιησούς, στην προσευχή που ανέπεμψε αμέσως προτού προδοθή, έκαμε αίτησι για τέτοια ενότητα μεταξύ των ακολούθων του, λέγοντας: «Και δεν παρακαλώ μόνον περί τούτων, άλλα και περί των πιστευσόντων εις εμέ δια του λόγου αυτών δια να ήναι πάντες έν· καθώς συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, να ήναι και αυτοί εν ημίν έν δια να πιστεύση ο κόσμος ότι συ με απέστειλας. Και εγώ την δόξαν την οποίαν μοι έδωκας, έδωκα εις αυτούς· δια να ήναι έν, καθώς ημείς είμεθα έν. Εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί· δια να ήναι τετελειωμένοι εις έν, και να γνωρίζη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας, και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας.» Σημειώστε τις κατευθύνσεις που λαμβάνει η ενότης αυτή. Όλοι οι ακόλουθοί του πρέπει να είναι ένα· όχι μόνο εκείνοι που ζούσαν τότε, αλλά και εκείνοι που πιστεύουν σ’ αυτόν μέσω του λόγου των, δηλαδή, του λόγου των μαθητών του· ώστε η ενότης φθάνει στο μέλλον και περιλαμβάνει όλους τους αληθινούς Χριστιανούς που ζουν σήμερα. Συγχρόνως φθάνει στον ουρανό για να περιλάβη τον Ιησού Χριστό και τον Ιεχωβά Θεό, για να είναι οι ακόλουθοί του, όπως είπε ο Ιησούς, «εν ημίν έν».—Ιωάν. 17:20-23
ΕΚΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ
7. Τι καθιστά μια ενότητα χαλαρή και ασθενή, και τι την καθιστά στενή και ισχυρή;
7 Για ποιου είδους ενότητα παρακαλούσε ο Ιησούς στην περίφημη προσευχή του; Πόσοι και πόσο ισχυροί έπρεπε να είναι οι δεσμοί που θα την συγκρατούσαν; Δεν είναι όλες οι ενότητες εξίσου ισχυρές. Μερικές ενότητες επηρεάζουν μόνο ένα ιδιαίτερο πεδίον στη ζωή των μελών των. Παραδείγματος χάριν, άνθρωποι μπορεί ν’ ανήκουν στον ίδιο σύνδεσμο ή ενότητα για την προστασία ζώων και όμως να είναι τόσο χωρισμένοι όσο η Ανατολή και η Δύσις σε ζητήματα θρησκείας, πολιτικής και άλλων συμφερόντων. Τέτοιες ενότητες είναι χαλαρές. Σε αντίθεσι με αυτές, ο γάμος ή οι οικογενειακές ενότητες είναι στενές και ισχυρές ενότητες, επειδή επηρεάζουν έναν ολόκληρο αριθμό συμφερόντων στη ζωή των μελών των. Σε μια φυσιολογική οικογένεια, πράγματα όπως οι δεσμοί αίματος, η αμοιβαία αγάπη, η κοινή κατοικία, το πνεύμα της ή η ατμόσφαιρά της, το οικογενειακό όνομα, η παράδοσις, η θρησκεία, το επίπεδον πνευματικής καλλιέργειας, η έκτασις της εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλον, ο σεβασμός και η κατανόησις είναι όλα πράγματα που τα μέλη έχουν από κοινού· και σε όσο περισσότερα πράγματα συμμετέχουν οι άνθρωποι, τόσο στενώτερα και ισχυρότερα είναι συνδεδεμένοι μεταξύ των.
8. Τι καθιστούσε την ενότητα της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας τόσο ισχυρή;
8 Τώρα, ας επιστρέψωμε στην ερώτησί μας. Για ποιου είδους ενότητα μιλούσε ο Ιησούς στο κατά Ιωάννη 17; Ήταν μόνο μια χαλαρή ενότης, που θα επηρέαζε απλώς ένα ή δύο συμφέροντα στη ζωή των ακολούθων του; Όχι, παρακαλούσε για την πιο ισχυρή ενότητα που θα μπορούσε να υπάρξη. «Και εγώ την δόξαν την οποίαν μοι έδωκας, έδωκα εις αυτούς· δια να ήναι έν, καθώς ημείς είμεθα έν.» Δεν μπορούμε να σκεφθούμε στενώτερη και ισχυρότερη ενότητα από εκείνην που υπάρχει μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και του Υιού του Χριστού Ιησού. Η δύναμις αυτής της ενότητος απεδείχθη από την ευπειθή πορεία του Ιησού ακόμη και μέχρι θανάτου στο ξύλο του μαρτυρίου. Ο Ιησούς παρεκάλεσε να ληφθούν οι μαθηταί του στην πιο στενή οικογενειακή ενότητα του Θεού, σε μια προνομιούχο υιότητα, και γι’ αυτόν τον σκοπό είχε δώσει σ’ αυτούς την δόξαν, την οποίαν ο Ιεχωβά είχε δώσει σ’ αυτόν «δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός.» (Ιωάν. 1:14) Μερικά από τα πολλά πράγματα που επρόκειτο να έχουν από κοινού, αναφέρονται από τον Παύλο στην προς Εφεσίους επιστολή 4:3-5, όπου αυτός μιλεί για την προσπάθεια να διατηρούν την ενότητα του πνεύματος δια του συνδέσμου της ειρήνης, και έπειτα προχωρεί και απαριθμεί: «Έν σώμα και έν πνεύμα, καθώς και προσεκλήθητε με μίαν ελπίδα της προσκλήσεώς σας· είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα· είς Θεός και Πατήρ πάντων, ο ων επί πάντων, και δια πάντων, και εν πάσιν υμίν.» Τι στενά ενωμένο και συμπαγές σώμα πρέπει να έγιναν οι ακόλουθοι του αν έχωμε υπ’ όψι τα πολυάριθμα πράγματα που διακρατούν από κοινού!
9. Τι διευκρινίζει ο Παύλος με το ν’ αναφέρεται στο ανθρώπινο σώμα στην 1 Κορινθίους κεφάλαιο 12 και Εφεσίους κεφάλαιο 4;
9 Ο Παύλος, για να διευκρινίση περαιτέρω αυτή τη στενή και συμπαγή ενότητα, την παραβάλλει προς το ανθρώπινο σώμα: «Διότι καθώς το σώμα είναι έν, και έχει μέλη πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, είναι έν σώμα· ούτω και ο Χριστός· Διότι ημείς πάντες δια του ενός πνεύματος εβαπτίσθημεν εις έν σώμα, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι· και πάντες εις έν πνεύμα εποτίσθημεν. . . . ο Θεός συνεκέρασε το σώμα, δόσας περισσοτέραν τιμήν εις το ευτελέστερον, δια να μη ήναι σχίσμα εν τω σώματι, αλλά να φροντίζωσι τα μέλη το αυτό υπέρ αλλήλων.» «Αληθεύοντες εις την αγάπην, να αυξήσωμεν εις αυτόν κατά πάντα, όστις είναι η κεφαλή, ο Χριστός· εξ ου παν το σώμα συναρμολογούμενον και συνδεόμενον δια πάσης συναφείας και συνεργούντων μελών, κατά την ανάλογον ενέργειαν ενός εκάστου μέρους, κάμνει την αύξησιν του σώματος, προς οικοδομήν εαυτού, εν αγάπη.» Θα μπορούσε μήπως να υπάρξη τελειότερη ενότης από εκείνην που υπάρχει μεταξύ των μελών του ανθρωπίνου σώματος; Θα ήταν μήπως δυνατόν να είναι διηρημένο το σώμα; Θα μπορούσαν να υπάρχουν περισσότερες από μια κεφαλή σ’ ένα σώμα; Τι έξοχο παράδειγμα για να καταδειχθή ο ύψιστος βαθμός συνδέσμου και ενότητος των πολλών μελών που αποτελούν τη Χριστιανική εκκλησία!—1 Κορ. 12:12-25· Εφεσ. 4:15, 16.
10. Γιατί η Χριστιανική εκκλησία ήταν ένα αληθινό θαύμα του πνεύματος του Θεού από την αρχή της;
10 Από την πρώτη ακόμη ημέρα η Χριστιανική εκκλησία απεδείχθη ικανή να αφομοιώση στην ενότητά της όχι μόνο άτομα από την Παλαιστίνη, αλλά και από πολλές και διάφορες χώρες με τις διαφορετικές γλώσσες των, ανθρώπους από όλες τις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού, Ιουδαίους και περιτετμημένους προσηλύτους, κάνοντας να δώσουν τόπο στη Χριστιανική σκέψι οι διάφορες θρησκευτικές και τοπικές αντιλήψεις. Άνθρωποι από τελείως διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, ταπεινοί ψαράδες, γεωργοί, ποιμένες, τελώναι, φέρθηκαν σε ενότητα με πολυμαθείς Φαρισαίους και ιατρούς, πλουσίους και πτωχούς, νέους και ηλικιωμένους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και συνεδέθησαν στην ενότητα της εκκλησίας. Ήσαν ‘ένα’ ακόμη και ως το βαθμό του να μοιράζωνται προσωρινά τα υλικά των μέσα για ν’ αντιμετωπίσουν μια κρίσιμη κατάστασι που εδημιουργήθη στην Ιερουσαλήμ στη διάρκεια της πρώτης εισροής μελών και η οποία απαιτούσε άμεση ενέργεια περιθάλψεως. «Του δε πλήθους των πιστευσάντων η καρδία και η ψυχή ήτο μία· και ουδέ είς έλεγεν ότι είναι εαυτού τι εκ των υπαρχόντων αυτού, αλλ’ είχον τα πάντα κοινά.» Ήταν ένα αληθινό θαύμα του πνεύματος του Θεού. Τα πρώτα, ωστόσο, τριάμισυ χρόνια της υπάρξεώς της, τα μέλη της εκκλησίας παρέμειναν Ιουδαίοι και προσήλυτοι του Ιουδαϊσμού, που είχαν εξέλθει από τον Ιουδαϊσμό.—Πράξ. 2:5-11, 41· 4:32-35.
11. Από ποιά άποψι έλαβε χώραν αλλαγή στη Χριστιανική εκκλησία το 36 μ. Χ.;
11 Κατόπιν, στο 36 μ.Χ., η Χριστιανική εκκλησία «μπήκε σε μια νέα φάσι της ιστορίας της. Στο έτος εκείνο συνέβη κάτι που εξέπληξε όλους: Ένας απερίτμητος και η οικογένεια του, Εθνικοί που δεν ήσαν προηγουμένως σε σχέσι διαθήκης με τον Ιεχωβά Θεό, έξαφνα έγιναν μέρος της Χριστιανικής Εκκλησίας με πλήρη και ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως καταδεικνύεται από το γεγονός ότι οι Εθνικοί αυτοί εβαπτίσθησαν και έλαβαν το άγιο πνεύμα όπως ακριβώς οι πιστοί που προήρχοντο από την Ιουδαϊκή οργάνωσι. Τώρα επρόκειτο να εκτελεσθή η περίφημη εντολή του Ιησού: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη.» Η Χριστιανική εκκλησία, αντί να είναι απλώς μια ένωσις ή οργάνωσις Ιουδαίων πιστών, έπρεπε ν’ ανοίξη διάπλατα τις πύλες της στο υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους και να επεκταθή για να γίνη μια διεθνής οργάνωσις, που θ’ αντιμετώπιζε όλα τα προβλήματα που οι διεθνείς οργανώσεις έχουν πάντοτε ν’ αντιμετωπίσουν. Με όλα αυτά, αληθινή ενότης έπρεπε να διατηρήται με τους δεσμούς της ειρήνης και της αγάπης.—Πράξ. 10:44-48· Ματθ. 28:19.
ΑΛΛΕΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
12. Γιατί η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενδιεφέρετο να δημιουργήση ενότητα των υποτελών λαών της, τι έκαμε σχετικώς, και ανταπεκρίθη με επιτυχία;
12 Η ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της ημέρας εκείνης οικοδομούσε και διατηρούσε μια διεθνή οργάνωσι με τον καλύτερο τρόπο που εγνώριζε. Αφού είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πολιτισμένου κόσμου, το έργο της ήταν να κρατή τους πολλούς λαούς, έθνη και φυλές σε υποταγή στη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Όπως συνέβη και με κάθε άλλη παγκόσμια δύναμι, τα εθνικά και θρησκευτικά αισθήματα ήσαν τα πιο μεγάλα εμπόδια, προς τα οποία είχε ν’ αγωνισθή για να ενώση τη μεγάλη ποικιλία ανθρώπων υπό την εξουσία της. Έγιναν προσπάθειες να ισοπεδωθούν οι διακρίσεις τάξεων και ν’ αντικατασταθούν τα τοπικά έθιμα από ομοιομόρφους νόμους και ομοιόμορφο διοίκησι, οι δε εθνικές θρησκείες ν’ αντικατασταθούν από μια κοινή θρησκεία, ώστε να συγκολληθή ολόκληρη η «αυτοκρατορία σ’ ένα συμπαγές συγκρότημα· αλλά οι προσπάθειες ουδέποτε εστέφθησαν με επιτυχία. Το Λεξικόν της Βίβλου του Χάστιγκ, Τόμος Τέταρτος, σελ. 293, λέγει: «Η Ρώμη δεν μπόρεσε ποτέ να δημιουργήση ένα συμπαγές έθνος από την Αυτοκρατορία της. . . . Η Αυτοκρατορία είχε υψηλοτέρους σκοπούς από την αρχή, η δε αίσθησις του καθήκοντος προς τον κατακτημένο κόσμο αυξήθηκε σ’ αυτήν με το πέρασμα του χρόνου· αλλά ποτέ δεν μπόρεσε ν’ αποκαταστήση ούτε να δημιουργήση τον πατριωτισμό ενός έθνους. Το παλαιό Ρωμαϊκό έθνος χάθηκε στον κόσμο· και αν ο κόσμος χάθηκε στη Ρώμη, δεν απετέλεσε ένα νέο Ρωμαϊκό έθνος. Έλληνες ή Γαλάται θα μπορούσαν να ονομασθούν Ρωμαίοι και να φαίνωνται ότι ελησμόνησαν τον παλαιό λαό τους μέσα στην υπερηφάνεια της Ρωμαϊκής πολιτείας [‘κράτους’]· αλλά παρέμεναν Έλληνες και Γαλάται. . . . Υπήρχαν λαοί σε μεγάλη ποικιλία· αλλά τα παλαιά έθνη ήσαν νεκρά, και το ένα νέο έθνος ποτέ δεν εγεννήθη.»
13. Γιατί οι σημερινοί άρχοντες του κόσμου δεν έχουν λόγο να καταφρονούν τη Ρώμη;
13 Οι σημερινοί άρχοντες του κόσμου δεν έχουν λόγο να καυχώνται, επειδή δεν επέτυχαν καλύτερα αποτελέσματα από τους Ρωμαίους, παρά τη διαφώτισι του εικοστού αιώνος και της οργανώσεώς του των Ηνωμένων Εθνών. Ο Χ. Γ. Ουέλς παραβάλλει τα επιτεύγματα στο σύγγραμμα του Μια Ιστορία του Κόσμου ως εξής: «Ο Ρωμαϊκός λαός βρέθηκε ενασχολημένος σχεδόν απροσδόκητα σ’ ένα μεγάλο διοικητικό πείραμα. . . . Πάντοτε μετεβάλλετο, ποτέ δεν έφθασε σε κάποια σταθερότητα. Με μια έννοια το [διοικητικό] πείραμα απέτυχε. Με μια έννοια το πείραμα παραμένει ατελείωτο, και η Ευρώπη και η Αμερική σήμερα επεξεργάζονται ακόμη τα αινίγματα της παγκοσμίου πολιτικής τέχνης, τα οποία πρώτος αντιμετώπισε ο Ρωμαϊκός λαός.»—Κεφάλαιο 33, «Η Αύξησις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», σελίδες 149-151. Έκδοσις 1922.
14. Ως χωριστά συγκροτήματα, έχουν η Δύσις ή η Ανατολή λύσει το πρόβλημα της δημιουργίας αληθινής ενότητος εθνών;
14 Ως χωριστά συγκροτήματα εθνών, ούτε η Δημοκρατική Δύσις ούτε η Κομμουνιστική Ανατολή έλυσαν το αίνιγμα της διεθνούς ενότητος. Στον Δυτικό κόσμο μια διεθνής στρατιωτική συμμαχία όπως το NATO συχνά βρίσκει ματαιωμένη τη συνεργασία λόγω εθνικής υπερηφανείας μερικών από τα μέλη της. Στην Ανατολή, όταν η Γιουγκοσλαυία εχωρίσθη από το υπόλοιπο του Κομμουνιστικού συγκροτήματος και επροτίμησε τον δικό της τύπο κομμουνισμού, ένα διεθνές κίνημα τόσο έντονα ιδεαλιστικό όσο το Κομμουνιστικό και το οποίο ειργάζετο έτη χρόνια κάτω από το σύνθημα «Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθήτε», χρειάσθηκε ν’ αντιμετωπίση το γεγονός, ότι δεν ήσαν όλοι οι Κομμουνισταί προετοιμασμένοι να θυσιάσουν την εθνική τους υπερηφάνεια στον βωμό της Κομμουνιστικής διεθνούς ενότητος. Ενώ το κομμουνιστικό κίνημα επέτυχε εκπληκτικά αποτελέσματα στην ένωσι ανθρώπων πολλών εθνών γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα, απέτυχε να δημιουργήση μια διεθνή ενότητα αποτελούμενη από Κομμουνιστάς. Ο εθνικισμός, οι φυλές, η θρησκεία, οι γλώσσες και πολλοί άλλοι διαιρετικοί παράγοντες υπήρξαν σαν βράχοι στη θάλασσα, επάνω στους οποίους συνήντησαν, αργά ή γρήγορα, την καταστροφή τους τα πλοία των ανθρωπίνων διεθνών αρχόντων.
15. (α) Τι κατέστησε τη διεθνή Χριστιανική εκκλησία ένα μεγαλύτερο θαύμα από την αρχικά Ιουδαϊκή Χριστιανική εκκλησία; (β) Πώς επέτυχε τα αποτελέσματά της;
15 Σ’ αυτή τη θάλασσα, τόσο γεμάτη από υφάλους και ναυάγια, η Χριστιανική εκκλησία, νέα και άπειρη στις διεθνείς υποθέσεις, επρόκειτο τώρα να ιστιοδρομήση. Διακλαδούμενη και ανοίγοντας τις θύρες της σε ανθρώπους όλων των εθνών, αντιμετωπίζοντας όλες τις αποχρώσεις της ειδωλολατρικής θρησκείας και φιλοσοφίας, της εθνικής υπερηφανείας, των γλωσσικών φραγμών, των φυλετικών, πολιτικών και κοινωνικών διαμαχών, θα μπορούσε άρα γε να διατηρήση την απόλυτη ενότητα που είχε επιτύχει; Θα μπορούσε να το πράξη αυτό χωρίς να χρειασθή να συμβιβασθή ως προς τις διδασκαλίες της και τους κανόνες της για απόκτησι μελών; Θα μπορούσε ακόμη να διατηρήση αμετάβλητη τη θεοκρατική διοργανωτική της διάρθρωση μ’ ένα ορατό κυβερνών σώμα στην Ιερουσαλήμ; Μήπως θα εχρειάζετο να διαιρεθή σε εθνικές ομάδες με κάποια μορφή αυτοκυβερνήσεως για κάθε ομάδα και έπειτα να τις ενώση κάπως; Θα μπορούσε η ίδια να παραμείνη; Αν ήδη η εθνική Ιουδαϊκή εκκλησία ήταν ένα θαύμα, ήταν πάντως μικρό θαύμα εν συγκρίσει με το θαύμα της διεθνούς εκκλησίας, ειδικά όπως τη βλέπομε στο ιστορικό βάθος. Εκείνο που υπήρξε άλυτο πρόβλημα στους ανθρωπίνους οικοδόμους του κόσμου ως την ημέρα αυτή, απεδείχθη ότι δεν είναι πρόβλημα για τον Χριστό Ιησού, την κεφαλή της Χριστιανικής εκκλησίας. Οι Χριστιανοί προέβησαν στο να εργασθούν στην ίδια τη ρίζα εκείνου που διαιρεί καθώς και ενώνει, δηλαδή, της ανθρωπίνης διανοίας. Άρχισαν να ανακαινίζουν τις διάνοιες ταπεινών, θεοσεβών ατόμων παντού. Πολύ γρήγορα τα άτομα αυτά που επίστευαν σε όλα τα έθνη ελάμβαναν πείραν αλλαγής προσωπικότητος καθώς άρχιζαν να μιμούνται τον Αρχηγόν των Χριστόν Ιησούν, και το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό: Όλοι οι διαιρετικοί φραγμοί εξηφανίζοντο καθώς οι άνθρωποι των εθνών ενεσωματώνοντο στο σώμα του Χριστού. Στην τοπική εκκλησία των Κολοσσών στη Μικρά Ασία ο Παύλος έγραψε: «Απεκδύθητε τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού· και ενδύθητε τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν· όπου δεν είναι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσιν είναι ο Χριστός.» Και σ’ εκείνους που ανήκαν στην εκκλησία της Γαλατίας έγραψε: «Πάντες είσθε υιοί Θεού δια της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού. Επειδή όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε. Δεν είναι πλέον Ιουδαίος ουδέ Έλλην· δεν είναι δούλος ουδέ ελεύθερος· δεν είναι άρσεν και θήλυ· διότι πάντες σεις είσθε είς εν Χριστώ Ιησού.»—Κολ. 3:9-11· Γαλ. 3:26-28.
16. Ποιο είναι το προαπαιτούμενο για μια εκκλησία, και το είχαν αυτό οι πρώτοι Χριστιανοί;
16 Η βάσις μιας εκκλησίας είναι η ενότης διδασκαλίας και πίστεως, εφ’ όσον δε οι απόστολοι και άλλοι ώριμοι αδελφοί γεμάτοι από το πνεύμα ήσαν παρόντες, η ενότης αυτή διετηρείτο. Όταν κάποτε υπήρχαν τάσεις δημιουργίας σχισμάτων στην εκκλησία της Κορίνθου, ο Παύλος τούς υπέμνησε: «Διεμερίσθη ο Χριστός;» και τους προέτρεψε «να λέγετε πάντες το αυτό, και να μη ήναι σχίσματα μεταξύ σας, άλλα να ήσθε εντελώς ηνωμένοι έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην.» Κοινή πίστις δημιουργεί μια κοινή εκκλησία, αδιάφορο ποιοι και πού είναι οι πιστοί.—1 Κορ. 1:10, 13.
17. Ποιος άλλος παράγων συνέβαλλε στη διεθνή ενότητα;
17 Ένας άλλος παράγων που υπεστήριζε τη Χριστιανική ενότητα ήταν η ιδιαίτερη άποψις περί κυβερνήσεως που διεκρατείτο από τους πρώτους Χριστιανούς. Αυτοί δεν αποτελούσαν μέρος του κόσμου τούτου και του πολιτικού του συστήματος, γεγονός που μόνο αυτό μπορεί να συμβάλη σε μεγάλη ενότητα» Ωστόσο δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους ως λαόν χωρίς κυβέρνησι ή άρχοντα, αλλά είχαν εμπιστοσύνη στις Εβραϊκές Γραφές και στα λόγια του Ιησού για τον εαυτό του ως τον πραγματικόν Βασιλέα σε μια πραγματική βασιλεία που θα ασκούσε πραγματική διακυβέρνησι και θα είχε στρατόν αρκετά ισχυρόν για να καταστρέψη όλες τις άλλες βασιλείες στον δέοντα καιρό. Ωμολογούσαν τον υπερεθνικόν Βασιλέα Ιησούν Χριστόν ως Κύριόν των και αφιέρωναν τη ζωή τους στη βασιλεία του Θεού μέσω αυτού με νομιμοφροσύνη χωρίς καμμιά παρέκκλισι. Ήσαν, εν τούτοις, ευπειθείς πολίται των εθνών στα οποία ζούσαν, αλλά σε περίπτωσι συγκρούσεως μεταξύ των εντολών του Κυρίου και Διδασκάλου των και των ανθρωπίνων, ελάμβαναν τη στάσι ότι πρέπει να υπακούουν στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους· και το εννοούσαν αυτό, όπως το διεπίστωσαν οι Καίσαρες της Ρώμης, όταν προσεπάθησαν να παρέμβουν στην ενότητα με την οποίαν οι Χριστιανοί ήσαν συνδεδεμένοι προς τον Θεόν των και τον Βασιλέα των. Δεν εφαντάζοντο ότι η βασιλεία του Θεού είναι κάτι μόνο μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, όπως νομίζουν πολλοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί σήμερα. Παραμένοντας χωρισμένοι από τον κόσμο, με τα μάτια σταθερά προσηλωμένα σ’ αυτή την ουράνια βασιλεία και οδηγούμενοι από το άγιο πνεύμα που παράγει αγάπη, ήσαν «έν σώμα» αν και διεθνές.—Ιωάν. 17:16· 18:36, 37· Δαν. 2:44· Πράξ. 5:29.
18. (α) Μήπως το πνεύμα ωδηγούσε τις τοπικές εκκλησίες κατά άμεσο τρόπο στην πρώτη εκκλησία; (β) Γιατί θα μπορούσε κανείς να σκεφθή ότι θα ήταν δυνατόν να προκύψουν περιπλοκές εν σχέσει με τις αποφάσεις που ελαμβάνοντο από το ορατό κυβερνών σώμα στην Ιερουσαλήμ, και προέκυπταν;
18 Αφού υπήρχε μια μόνο οργάνωσις, μπορούσε να υπάρχη μια μόνο κεντρική διοικητική αντιπροσωπεία για ολόκληρη την οργάνωσι. Οι απόστολοι και οι ώριμοι αδελφοί στην Ιερουσαλήμ αποτελούσαν μια τέτοια ορατή κυβερνητική αντιπροσωπεία ή σώμα υπό την καθοδηγία του πνεύματος. Ανεγνωρίσθη και παρεσχέθη σ’ αυτήν πρόθυμη συνεργασία παγκοσμίως. Προβλήματα διεθνούς σημασίας για την εκκλησία εφέροντο στην Ιερουσαλήμ για να ληφθούν αποφάσεις επάνω σ’ αυτά. Όταν ηγέρθη το ζήτημα της περιτομής, ο Παύλος δεν συνεκάλεσε σε σύνοδο τους επισκόπους της εκκλησίας της Αντιοχείας και του υπολοίπου της επαρχίας της Συρίας, με σκοπό να γίνη συζήτησις και να ληφθή απόφασις επάνω στο ζήτημα, ούτε ανέμενε ότι το πνεύμα του Θεού θα έδινε άμεση καθοδηγία στις εκκλησίες, αλλά επήγε στο ορατό κυβερνητικό σώμα στην Ιερουσαλήμ· και αφού το ζήτημα εκανονίσθη εκεί υπό την καθοδηγία του πνεύματος που ήταν επάνω σ’ αυτό το σώμα, εστάλη πάλι στις εκκλησίες για να καταστήση γνωστή την απόφασι σ’ αυτές. Αυτή η πορεία ενεργείας δεν ωδήγησε σε περιπλοκές από μέρους των μη Ιουδαίων, όπως θα μπορούσε ν’ αναμένεται κάτω από άλλες περιστάσεις. Από μια φυσιολογική κοσμική άποψι δεν θα εξεπλήσσετο κανείς αν άκουε τους Έλληνας να φέρουν αντιρρήσεις, εφιστώντας την προσοχή στις υπερήφανες παραδόσεις των του παρελθόντος. Επί τέλους, δεν ήσαν Έλληνες οι κυριότεροι ιστορικοί, ποιηταί, μαθηματικοί και αρχιτέκτονες του κόσμου; Δεν ήταν πραγματικά Ελληνικό κάθε τι που ωνομάζετο πολιτισμός ακόμη και σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία; Ή οι Ρωμαίοι, οι γεμάτοι αυτοπεποίθησι πολίται της πρωτευούσης του κόσμου, γιατί θα ώφειλαν ν’ ακούσουν τους καταφρονημένους Ιουδαίους, στους οποίους, κατά καιρούς, ούτε καν επετρέπετο να ζουν στη Ρώμη; Η παγκόσμια κυριαρχία της Σημιτικής φυλής δεν είχε περάσει από τη Σημιτική στην Άρια φυλή με την πτώσι της Βαβυλώνος; Γιατί, λοιπόν, οι Αριανοί Ρωμαίοι και Έλληνες να λαμβάνουν διαταγές από Σημίτας Ιουδαίους στην Ιερουσαλήμ που μιλούσαν Αραμαϊκά; Δεν μπορούσαν να σκέπτωνται μόνοι τους; Δεν υπάρχει τίποτε στο θείο υπόμνημα που να δείχνη ότι τέτοια κοσμική εθνικιστή ή φυλετική σκέψις περιέτρωγε όπως οι τερμίται τις ρίζες της Χριστιανικής ενότητος. Προφανώς όλοι απέβλεπαν σ’ αυτήν με τον ίδιο τρόπο που απέβλεπε και ο Παύλος: «Δεν είναι διαφορά Ιουδαίου τε και Έλληνος· διότι ο αυτός Κύριος είναι πάντων.» Αντί αυτό να προκαλή διαφωνία, το υπόμνημα λέγει: «Ως δε διήρχοντο τας πόλεις, παρέδιδαν εις αυτούς διαταγάς να φυλάττωσι τα δόγματα τα εγκεκριμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ. Αι μεν λοιπόν εκκλησίαι εστερεούντο εις την πίστιν, και ηυξάνοντο τον αριθμόν καθ’ ημέραν.»—Πράξ. 15:2, 41· 16:4, 5· Ρωμ. 10:12.
19. Από ποια άποψι η πρώτη Χριστιανική εκκλησία ήταν κάτι που δεν είχε φανή ποτέ προηγουμένως;
19 Πράγματι η εκκλησία ήταν ένα θαύμα, και μια εξέχουσα εξαίρεσις στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους· μια διεθνής οργάνωσις, που εχαρακτηρίζετο, ωστόσο, από ‘καρδίαν και ψυχήν μίαν’, «το αυτό πνεύμα» και «την αυτήν γνώμην», ‘έν σώμα, έν πνεύμα, μίαν ελπίδα, ένα Κύριον, μίαν πίστιν, έν βάπτισμα, ένα Θεόν και Πατέρα’. (Πράξ. 4:32· 1 Κορ. 1:10· Εφεσ. 4:4-6) Κάτι που δεν είχε φανή ποτέ προηγουμένως. Ένα αληθινό προϊόν του πνεύματος του Θεού. Ασφαλώς, ο Ιεχωβά είχε εκπληρώσει την προσευχή του Ιησού για ενότητα της Χριστιανικής εκκλησίας.—Ιωάν. 17:20-23.