Επιούσιος Άρτος, Συγχώρησις, και Απελευθέρωσις
1. Με τι σχετίζονται τα προηγούμενα τρία και τα υπόλοιπα τέσσερα αιτήματα της Κυριακής προσευχής;
ΤΑ ΠΡΩΤΑ τρία αιτήματα της Κυριακής προσευχής σχετίζονται άμεσα με τα συμφέροντα του Θεού που είναι πρωταρχικής σπουδαιότητος παγκοσμίως. Τα υπόλοιπα τέσσερα αιτήματα σχετίζονται μ’ εμάς τα πλάσματα ατομικώς και προσωπικώς. Ο Θεός, επειδή είναι ο ουράνιος Πατήρ μας, ενδιαφέρεται στοργικά γι’ αυτά τα πράγματα που επηρεάζουν ζωτικά τα τέκνα του επάνω στη γη, και ο Ιησούς ο Διδάσκαλός μας μάς βεβαιώνει ότι μπορούμε να παρουσιάζωμε τα ζητήματα αυτά στον Ιεχωβά Θεό με την προσευχή.
2. Με ποια αντίληψι για την αύριον, παρακαλούμε μόνο για τη σημερινή τροφή;
2 «Τον άρτον ημών τον επιούσιον [για την ημέρα αυτή, Μ.Ν.Κ.] δος εις ημάς σήμερον.» Ζητώντας άρτον ή τροφή και ποτό για όχι περισσότερον καιρό παρά για σήμερα, η προσευχή αυτή υιοθετεί την ορθή στάσι. Δεν θεωρεί ως δεδομένο το ότι θα είμεθα ζωντανοί και αύριο, ενθυμούμενη τις Παροιμίες 27:1: «Μη καυχάσαι εις την αύριον ημέραν· διότι δεν εξεύρεις τι θέλει γεννήσει η αύριον ημέρα.» Ο μαθητής Ιάκωβος τονίζει την ίδια σκέψι και μας νουθετεί ότι πρέπει να λέμε: Εάν ο Κύριος [Ιεχωβά, Μ.Ν.Κ.] θελήση, και ζήσωμεν, θέλομεν κάμει τούτο ή εκείνο.» (Ιάκωβος 4:13-15) Σε αρμονία μ’ αυτή την προσευχή για την ημερήσια μόνο μερίδα τροφής, ο Ιησούς λίγο αργότερα σ’ αυτή την ίδια επί του όρους ομιλία, μας δείχνει πώς ο Θεός τρέφει τα πουλιά και ντύνει τα άνθη, και έπειτα λέγει: «Μη μεριμνήσητε λοιπόν, λέγοντες, Τι να φάγωμεν, ή τι να πίωμεν, ή τι να ενδυθώμεν; Διότι πάντα ταύτα ζητούσιν οι εθνικοί· επειδή εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι έχετε χρείαν πάντων τούτων. Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή. Μη μεριμνήσητε λοιπόν περί της αύριον· διότι η αύριον θέλει μεριμνήσει τα εαυτής· αρκετόν είναι εις την ημέραν το κακόν αυτής.» (Ματθαίος 6:31-34) Έτσι παρακαλούμε σήμερα, μόνο για τον επιούσιον άρτον μας.
3. Πώς η Κυριακή προσευχή δεν συνιστά άπληστο πνεύμα;
3 Ο τρόπος με τον οποίον το διατυπώνει αυτό στην ίδια προσευχή ο Λουκάς 11:3, έχει ως εξής: «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδε εις ημάς καθ’ ημέραν.» Αυτό δεν προάγει πνεύμα αποθησαυρίσεως πραγμάτων και αρνήσεως αυτών των πραγμάτων σε άλλα τέκνα του Θεού, ούτε αποκτήσεως μεγάλων αποθεμάτων ή μονοπωλίου τροφίμων έτσι ώστε να ρυθμίζη κανείς την αγορά, να ελέγχη τις τιμές και να κερδοσκοπή εις βάρος του λαού και με αποτέλεσμα την εξαθλίωσί του. Η Κυριακή προσευχή δεν συνιστά άπληστο πνεύμα. Απεναντίας, συνιστά ‘ευσέβειαν μετά αυταρκείας’, πράγμα που σημαίνει μεγάλο κέρδος από μια πραγματική άποψι, κέρδος που συνίσταται σε ευτυχία και ευλογία τώρα και σε αιώνια ζωή στον δίκαιο νέο κόσμο. «Έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα, ας αρκώμεθα εις ταύτα.»—1 Τιμόθεον 6:6-8.
4, 5. (α) Πώς αυτός ο επιούσιος άρτος δεν είναι κάτι που δίδεται δωρεάν σαν ελεημοσύνη, και που δεν κερδίζεται; (β) Γιατί δεν πρέπει να φοβούμεθα επειδή ο άρτος αυτός προμηθεύεται επάνω σε μια βάσι καθημερινής εξαρτήσεώς μας από τον Θεό;
4 Αυτή η προσευχή για τον καθημερινόν άρτον δεν εννοεί ότι ο Θεός μάς μεταχειρίζεται σαν βρέφη και μας φέρνει την τροφή χωρίς προσπάθεια από μέρους μας και την θέτει μπροστά μας επάνω στο τραπέζι ή απευθείας στο στόμα μας. Όχι· αυτός ο υλικός άρτος δεν είναι κάτι που δίδεται δωρεάν σαν ελεημοσύνη, και που δεν κερδίζεται. Ο Θεός μάς έχει περιβάλει με όλα τα μέσα για να εφοδιασθούμε με άρτο, αλλά πρέπει να γίνωμε δραστήριοι και να εργασθούμε για να τον αποκτήσωμε επαξίως. Δεν επιτρέπεται με κανένα τρόπο να ζούμε σαν παράσιτα εις βάρος των συντρόφων μας που εργάζονται σκληρά, αλλά ο Θεός επιβάλλει τον εξής κανόνα στα σωματικώς υγιά τέκνα του: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.» (2 Θεσσαλονικείς 3:10) Εμμένοντας στην προσευχή μας προς αυτόν για το ημερήσιο σιτηρέσιό μας, εμπιστευόμεθα σ’ αυτόν ότι θα μας εφοδιάση με σωματική και διανοητική δύναμι για να εργασθούμε και επαξίως να το έχωμε. Στα σαράντα χρόνια της περιπλανήσεως στην έρημο, ο Θεός έκανε να πέφτη το μάννα σαν δρόσος ολόγυρα στους Ισραηλίτες κάθε ημέρα της εβδομάδος εκτός της εβδόμης ημέρας. Υπήρχε, λοιπόν, αφθονία τροφής γύρω τους, αλλά έπρεπε να υπάγουν και να συνάξουν το μάννα και έπειτα να το εργασθούν για να γίνη ψημένο ψωμί. Στην έκτη ημέρα ο Θεός έκανε να πέση διπλάσιο, επειδή η εβδόμη ημέρα ήταν ημέρα αναπαύσεως και δεν θα έπεφτε καθόλου τότε, διότι θα ήταν άχρηστο αφού ο νόμος απηγόρευε στους Ισραηλίτες να εξέλθουν και να εργασθούν για να το συνάξουν.
5 Η προσευχή μας, λοιπόν, για τον επιούσιο μόνο άρτο μπορεί να μας θέτη σε μια βάσι καθημερινής εξαρτήσεώς μας από τον Θεό για τροφή, αλλά ο Θεός πατρικά θα την προμηθεύση στη διάρκεια του ταξιδιού μας μέσα από τον παλαιό αυτόν κόσμο, όσο ακριβώς πιστά επρομήθευσε το μάννα για τους Ισραηλίτες.
6. Ποια βεβαίωσι έδωσε ο Θεός ως προς τον άρτον μας και το ύδωρ μας, και τι μπορεί να γίνη για κείνους που χουν λιγώτερα από μας;
6 Σ’ εκείνους που ζητούν καταφύγιο κάτω από την πρωτεύουσα οργάνωσι του Θεού, την ουράνια Σιών, ο Ιεχωβά δίδει την εξής βεβαίωσι και την έχει αποδείξει αληθινή έως τώρα: «Ούτος θέλει κατοικήσει εν τοις υψηλοίς· οι τόποι της υπερασπίσεως αυτού θέλουσιν είσθαι τα οχυρώματα των βράχων· άρτος θέλει δοθή εις αυτόν· το ύδωρ αυτού θέλει είσθαι βέβαιον.» (Ησαΐας 33:13-16) Παραδείγματος χάριν, στη διάρκεια της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ από τα στρατεύματα του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορος, ο Ιερεμίας ήταν φυλακισμένος, αλλά και στη φυλακή ακόμη οι δεσμοφύλακές του «έδιδον εις αυτόν καθ’ ημέραν ολίγον άρτον εκ των αρτοπωλείων, εωσού εξέλιπεν όλος ο άρτος της πόλεως.» (Ιερεμίας 37:16-21) Παρόμοια, δια μέσου αυτής της ταραχώδους περιόδου του «Χριστιανισμού» και δια μέσου όλου του πολέμου του Αρμαγεδδώνος ο Ιεχωβά θα εξασφαλίση τον άρτον μας και το ύδωρ μας για την αντιμετώπισι των αναγκών μας στην πιστή μας υπηρεσία προς αυτόν. Λόγω της ενεργείας του εχθρού εναντίον μας, μερικά από τα όμοιά μας τέκνα του Θεού μπορεί να μην έχουν τόσο πολλά όσα εμείς. Σ’ αυτή την περίπτωσι είναι προνόμιό μας να τα μοιράσωμε μαζί τους για να ενισχύσωμε τους αδελφούς μας να εκτελέσουν το έργο του Θεού με ακεραιότητα. Θα έχωμε πάντοτε κάτι έτσι ώστε να μοιράζωμε με ισότητα εκείνο που προμηθεύει ο Θεός. Όπως συνέβαινε και με τους Ισραηλίτες όταν εσύναζαν το μάννα κάθε μέρα στην έρημο, «όστις είχε συνάξει πολύ, δεν ελάμβανε πλειότερον και όστις είχε συνάξει ολίγον, δεν ελάμβανεν ολιγώτερον· έκαστος ελάμβανεν όσον εχρειάζετο εις αυτόν δια τροφήν.»—Έξοδος 16:18· 2 Κορινθίους 8:14, 15.
7. Πώς ο Θεός απαντά σ’ αυτό το αίτημα όχι μόνο από υλική άποψι; Γιατί;
7 Ό ουράνιος Πατήρ μας, γνωρίζοντας ότι «με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον εξερχόμενον δια στόματος Ιεχωβά», θα μας εφοδιάση επίσης καθημερινά με την πνευματική τροφή μέσω της Θεοκρατικής του οργανώσεως, αρκεί να ερχώμεθα καθημερινά στην τράπεζά του, όχι μόνο τρέφοντας τις διάνοιές μας με τον γραπτό Του λόγο, αλλά τρέφοντας επίσης τον πνευματικόν εαυτό μας με το να πράττωμε το θέλημα του Θεού και να μοιραζώμεθα τον λόγον της αληθείας του μαζί με άλλους.—Ματθαίος 4:4, Μ.Ν.Κ.· Δευτερονόμιον 8:3, Α.Σ.Μ.· Ιωάννης 4:34.
ΑΦΕΣΙΣ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΗΜΑΤΩΝ ΜΑΣ
8. Ποια είναι τα οφειλήματα για τα οποία ζητούμε συγχώρησι, και γιατί;
8 Μια αμαρτία παραβάσεως του νόμου του Θεού μάς κάνει οφειλέτας σ’ αυτόν. «Ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος.» (Ρωμαίους 6:23) Για την αμαρτία μας ο Θεός θα μπορούσε να ζητή και να απαιτή τη ζωή μας· θα μπορούσε να μας θέση έξω από την αγία του οργάνωσι και από την επικοινωνία και τον σύνδεσμο μαζί της. Θα μπορούσε να αποσύρη την ειρήνη του από μας και να διαρρήξη κάθε ειρηνική σχέσι μαζί μας. Θα μπορούσε να μας κάμη να επιστρέψουμε σ’ αυτόν κάθε τι που αποκτήσαμε απ’ αυτόν με την παρ’ αξίαν χάριν του. Του οφείλομε αγάπη, που εκδηλώνεται με υπακοή· και όταν αμαρτάνωμε, αποτυγχάνομε να πληρώνωμε την οφειλή της αγάπης μας προς αυτόν, διότι η αμαρτία είναι έλλειψις αγάπης προς τον Θεόν. (Ρωμαίους 13:8-10) Με την άποψι ακριβώς ότι η αμαρτία είναι μια οφειλή που πρέπει να τακτοποιηθή με τον Θεό, ο Ιησούς διετύπωσε το επόμενο αίτημα στην Κυριακή προσευχή: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών.» (Ματθαίος 6:12, Κείμενον) Αποδεικνύοντας ότι «οφείλημα» εδώ σημαίνει αμαρτία, ο Ιησούς εκφράζει το ίδιο αίτημα στην αντίστοιχη προσευχή με τα εξής λόγια: «Και άφες ημίν τας αμαρτίας ημών, και γαρ αυτοί αφίεμεν παντί οφείλοντι ημίν.»—Λουκάς 11:4, Κείμενον.
9. Ποια είναι η βάσις για τη συγχώρησί μας από τον Θεό, και τι επομένως πρέπει να πιστεύωμε και να αποδεχώμεθα για να προσευχώμεθα γι’ αυτό το αίτημα αποτελεσματικά;
9 Αυτό το αίτημα δεν θα ήταν επιτετραμμένο αν δεν υπήρχε κάποια βάσις για τη συγχώρησί μας από τον Θεό. Η βάσις γι’ αυτήν δεν είναι απλώς η αγάπη του και το έλεός του μ’ έναν αφηρημένο τρόπο και χωρίς να ληφθή υπ’ όψιν η τελεία του δικαιοσύνη που απαιτεί θάνατο για την αμαρτία. Η βάσις για συγχώρησι είναι η αγάπη του και το έλεός του εκδηλωμένα στην ανθρώπινη θυσία του Υιού του Ιησού Χριστού, η οποία ανταπεκρίθη τελείως σε όλες τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης προς χάριν μας. Όταν ο Ιησούς εδίδαξε αυτή την προσευχή στην επί του όρους ομιλία, είχε ήδη απαγγείλει τη συγχώρησι των αμαρτιών μερικών τους οποίους είχε θεραπεύσει. Έτσι έπρεπε να εννοηθή ότι η συγχώρησις του Θεού θα ήταν μέσω του Χριστού Ιησού, και μάλιστα μέσω της τελείας απολυτρωτικής θυσίας του. Ο απόστολος Παύλος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είναι ο πρώτιστος των αμαρτωλών, λέγει στα τέκνα του Θεού: «Του αγαπητού αυτού Υιού· εις τον οποίον έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτιών.» «Τώρα δε άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη, δια να αθετήση την αμαρτίαν δια της θυσίας εαυτού.» Για να προσευχώμεθα, λοιπόν, αυτό το μέρος της Κυριακής προσευχής αποτελεσματικά, πρέπει ειλικρινώς να πιστεύωμε στη θυσία του Χριστού και να την αποδεχώμεθα.—Λουκάς 5:20-24· 7:47-49· Ματθαίος 9:1-8· Κολοσσαείς 1:13, 14 και Εβραίους 9:26· Γαλάτας 1:4.
10. Γιατί δεν πρέπει να αγνοούμε τη θυσία και την ιερωσύνη του Ιησού;
10 Ο Θεός δεν αγνοεί τη θυσία του Υιού του για την αμαρτία. Η απόλυτη δικαιοσύνη του απαιτεί αυτή τη θυσιαστική διευθέτησι. «Αυτός ηγάπησεν ημάς, και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.» Ανόμοια με μερικά θρησκευτικά δόγματα, όπως το δόγμα της Αγιότητος, η Χριστιανική Επιστήμη, κλπ., πρέπει να είμεθα αρκετά ειλικρινείς για να παραδεχώμεθα τις ατέλειές μας και να ομολογούμε τις αμαρτίες μας. Πρέπει να αναγνωρίζωμε το γεγονός ότι υπάρχει η αμαρτία μέσα μας, όπως ακριβώς το ανεγνώριζε και το εξέφρασε και ο απόστολος Παύλος. Είναι απολύτως αναγκαίο για μας να ομολογούμε τις αμαρτίες μας στον Θεό και να τον παρακαλούμε για τα ευεργετήματα της θυσίας του Υιού του και να αναγνωρίζωμε το αξίωμα του Ιησού ως Αρχιερέως του Θεού. Αλλιώς, δεν μπορούμε να έχωμε συγχώρησι. Το Ααρωνικό ιερατείο της φυλής του Λευί στον Ισραήλ έχει παρέλθει, αλλά δεν τολμούμε να αρνηθούμε την ιερωσύνη του Ιησού. Αυτός είναι ιερεύς κατά την ομοιότητα του Μελχισεδέκ, και η ιερωσύνη του διαρκεί για πάντα ώσπου να σώση τελείως όλους τους αμαρτωλούς που υπόκεινται σε σωτηρία, ‘σώζοντάς τους εντελώς, επειδή ζη πάντοτε για να μεσιτεύη υπέρ αυτών.’ Δεν έχομε τίποτε από τον αμαρτωλόν εαυτό μας, για να πληρώσωμε μ’ αυτό την οφειλή. Επομένως πρέπει να μεταχειρισθούμε προς τούτο τα ευεργετήματα της ιερωσύνης του Ιησού.—1 Ιωάννου 4:10· 1:8· Ρωμαίους 7:17-25· Εβραίους 7:24-28.
11. Τι πρέπει να προηγηθή ή να συνοδεύη την αίτησί μας να συγχωρηθούμε; Γιατί;
11 Ενώ μπορεί ιδιοτελώς να εκλιπαρούμε συγχώρησι των αμαρτιών για τον εαυτό μας μέσω του Ιησού Χριστού, ο Θεός επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να αρνηθή αυτή τη συγχώρησι αν ανελεημόνως δεν συγχωρούμε τους άλλους. Συνεπώς, στην αίτησί μας προς τον Θεό η Κυριακή προσευχή προσθέτει, «Ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών.» Για να συγχωρηθούμε, πρέπει να προηγηθή από την προσευχή μας η δική μας συγχώρησις, ή πρέπει να συνοδεύη την προσευχή μας η προθυμία μας να συγχωρήσουμε τους άλλους. Ο Ιάκωβος (2:13) μάς προειδοποιεί: «Η κρίσις θέλει είσθαι ανίλεως εις τον όστις δεν έκαμεν έλεος· και το έλεος [προς τους άλλους] καυχάται κατά της κρίσεως.» Ο Δαβίδ, ο οποίος ήταν πολύ ελεήμων προς τον Βασιλέα Σαούλ και ο οποίος αρνήθηκε να τον φονεύση για τις καταδιώξεις του ακόμη και όταν τον είχε στην εξουσία του, εξήγησε γιατί έλαβε το έλεος του Θεού να εξυψωθή στο θρόνο του Ισραήλ, λέγοντας: «Μετά ελεήμονος, ελεήμων θέλεις είσθαι.» Και αμέσως αφού μας εδίδαξε την Κυριακή προσευχή ο Ιησούς, ο Μεγαλύτερος Δαβίδ, ενέμεινε σ’ αυτό το ζωτικό σημείο τού να συγχωρούμε τους άλλους για να είμεθα κατάλληλοι να λάβωμε τη γεμάτη έλεος συγχώρησι του Θεού. Πρέπει να είμεθα αρκετά φιλεύσπλαγχνοι και ελεήμονες για να συγχωρήσωμε τον ίδιο αμαρτωλό αρκετές φορές, «εβδομηκοντάκις επτά», αν είναι ανάγκη. Οσεσδήποτε, όμως, φορές και αν συγχωρούμε τα όμοιά μας πλάσματα, αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να εξισωθή με τη χορήγησι της συγχωρήσεως και του ελέους του Θεού σ’ εμάς μέσω του Χριστού. Ο Ιησούς επλήρωσε την πλήρη οφειλή για μας. Η ακύρωσις των αμαρτιών μας δεν είναι χρέος που μας οφείλει ο Θεός, αλλά είναι ζήτημα της στοργικής του αγαθότητος και του ελέους του μέσω του Ιησού Χριστού, τον οποίον αυτός επρομήθευσε ως θυσία για την κάλυψι των αμαρτιών μας.—Ψαλμός 18:25, 26, Μετ. Βασ. Ιακ.
12. Αφού τον αποκαλούμε Πατέρα, με ποιον πρέπει ν’ αποδειχθούμε όμοιοι όσον αφορά τη συγχωρητικότητα;
12 Αφού απευθυνόμεθα στον Θεό ως ουράνιον Πατέρα μας, πρέπει ν’ αποδείξομε ότι είμεθα τέκνα του με το να είμεθα ίδιοι με αυτόν, ομοιάζοντάς τον και παρουσιάζοντας τα χαρακτηριστικά του, περιλαμβανομένου και του τρυφερού εκείνου χαρακτηριστικού του ελέους με συγχωρητικότητα. «Θέλετε είσθαι υιοί του Υψίστου· διότι αυτός είναι αγαθός προς τους αχαρίστους και κακούς. Γίνεσθε λοιπόν οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ σας είναι οικτίρμων.» «Γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού. Γίνεσθε λοιπόν μιμηταί του Θεού, ως τέκνα αγαπητά.» (Λουκάς 6:35, 36 και Εφεσίους 4:32· 5:1) Κάνοντας τούτο, κάνομε το θέλημα του Θεού τώρα επάνω στη γη.
13. Πώς μπορούμε να είμεθα έτσι ελεήμονες στους ανθρώπους που βρίσκονται στον τομέα μας, και με ποια βεβαίωσι για μας σχετικά με τον Αρμαγεδδώνα;
13 Ενθυμηθήτε, επίσης, ότι εκείνοι που είναι ελεήμονες τώρα, θα λάβουν το έλεος του Θεού στη διάρκεια των καταστροφών του Αρμαγεδδώνος και θα επιζήσουν στο νέο κόσμο. Το έργο της διακηρύξεως των καλών νέων της βασιλείας του Θεού, που εκτελούμε τώρα, είναι έργον σωτηρίας υπάρξεων από την καταστροφή του Αρμαγεδδώνος. Οι ελεήμονες εργάται σωτηρίας θα σωθούν και θα διαφυλαχθούν στη διάρκεια του Αρμαγεδδώνος. Πρέπει να εξασκούμε έλεος προς τους ανθρώπους στους οποίους κηρύττομε, ακόμη και αν είναι αγνώμονες. Αν δεν συγχωρούσαμε τους ανθρώπους στον τομέα μας, στους οποίους διακηρύττομε τα καλά νέα, οι οποίοι όμως μας περιφρονούν ή μας κακομεταχειρίζονται, δεν θα ξαναπηγαίναμε για να επεξεργασθούμε πάλι τον τομέα μας με το άγγελμα της Βασιλείας που σώζει τη ζωή. Αντιπροσωπεύομε τη βασιλεία του Θεού, και η βασιλεία του είναι κυβέρνησις συγγνώμης προς τον άνθρωπο, διότι ο Χριστός Ιησούς ο Βασιλεύς των βασιλέων είναι ο Αρχιερεύς του Θεού και οι ακόλουθοι του, οι οποίοι θα είναι βασιλείς στον ουρανό μαζί του, πρόκειται να είναι επίσης ιερείς του Θεού μαζί του.—Αποκάλυψις 20:6· 1 Πέτρου 2:9.
ΝΑ ΜΗ ΦΕΡΘΟΥΜΕ ΣΕ ΠΕΙΡΑΣΜΟ
14. Εξαιτίας ποιων γεγονότων σχετικών με τον Ιησούν, τον Αβραάμ και τον Ιώβ, είναι δύσκολο να κατανοήσωμε το «Μη φέρης ημάς εις πειρασμόν»;
14 Όπως ακριβώς προσευχόμεθα για τις αμαρτίες μας να συγχωρηθούν διότι θλιβόμεθα για τις αμαρτίες μας απέναντι του Θεού, έτσι επίσης προσευχόμεθα να μη φερθούμε σε πειρασμό ώστε να αμαρτήσωμε. Η Κυριακή, λοιπόν, προσευχή συνεχίζει: «Και μη φέρης ημάς εις πειρασμόν.» (Ματθαίος 6:13· Λουκάς 11:4) Πώς μπορούσε ο Ιησούς να προσεύχεται αυτό, όταν η Γραφή μάς λέγη ότι, αμέσως μετά το βάπτισμά του στον Ιορδάνη, «τότε ο Ιησούς εφέρθη υπό του Πνεύματος [του Θεού] εις την έρημον, δια να πειρασθή υπό του Διαβόλου,» και ο Πειραστής ήλθε σ’ αυτόν για να τον στρέψη μακριά από τον Θεόν; Ο Ιησούς επίσης καλείται ο Υιός του Αβραάμ, για τον οποίον είναι γραμμένο: «Μετά δε τα πράγματα ταύτα ο Θεός εδοκίμασε τον Αβραάμ.» Αυτό έγινε με το ότι τον διέταξε να θυσιάση τον Ισαάκ, τον αγαπητό του γυιό μέσω της Σάρρας. (Γένεσις 22:1) Και έπειτα όταν ο Σατανάς επροκάλεσε τον Θεό, ο Θεός παρέδωκε τον πιστόν Ιώβ σ’ αυτόν για να πειρασθή, αν ήταν δυνατόν, στο να βλασφημήση τον Θεόν κατά πρόσωπον. Και τη νύχτα που ο Ιούδας επρόδωσε τον Ιησούν, αυτός είπε στους ένδεκα πιστούς αποστόλους του: «Σεις δε είσθε οι διαμείναντες μετ’ εμού εν τοις πειρασμοίς μου.» (Ιώβ 1:1 έως 2:13· Λουκάς 22:28) Από ποια άποψι, λοιπόν, μπορούμε να προσευχώμεθα στον ουράνιο Πατέρα μας να μη μας φέρη σε πειρασμό; Προσπαθώντας να λύση τη φαινομενική δυσκολία, το σύγγραμμα Τα Τέσσερα Ευαγγέλια, υπό Κ. Κ. Τόρρεϋ, αποδίδει ως εξής την αίτησι: «Και μη μας αφήσης να υποχωρήσωμε στον πειρασμό.» Ενώ Το Εμφατικόν Δίγλωττον την αποδίδει: «Και μη μας εγκαταλίπης στη Δοκιμασία.»—Ματθαίος 6:13.
15. (α) Από ποια άποψι, λοιπόν, ο Θεός δεν μας υποβάλλει σε δοκιμασία; (β) Γιατί δεν ήταν ο Θεός εκείνος που έβαλε σε πειρασμό την Εύα σχετικά με τον απαγορευμένο καρπό;
15 Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Ο ουράνιος Πατέρας μας μάς υποβάλλει σε δοκιμασία, αλλά όχι με κάτι κακό ή με πειρασμό για να αμαρτήσωμε. Συνεπώς ο Ιάκωβος γράφει: «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη, Ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει. Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ίδιας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν· η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.» (Ιάκωβος 1:13-15) Όταν ο Θεός έθεσε μπροστά στον Αδάμ και στην Εύα την απαγόρευσι να φάγουν από το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού, αυτό δεν ήταν πειρασμός με κάτι κακό, διότι το δένδρο δεν ήταν κακό αυτό καθ’ εαυτό. Ο Ιεχωβά τούς προειδοποίησε να μη φάγουν απειθώς και τους επληροφόρησε για τις κακές συνέπειες. Επομένως δεν μπορούσαν να πειρασθούν στο να φάγουν λόγω αγνοίας. Όταν η Εύα επρόσεξε τον απατηλό λόγο του όφεως, τότε ακριβώς επειράσθη. Η προειδοποίησης του Θεού να μη φάγουν δεν εδημιούργησε όρεξι ή επιθυμία μέσα της για το δένδρον, αλλά η ψευδής περιγραφή των αποτελεσμάτων που θα είχε το να φάγουν αντίθετα προς την απαγόρευσι και την προειδοποίησι του Θεού, εδημιούργησε μέσα της εσφαλμένη επιθυμία. Αυτό ακριβώς επροξένησε πειρασμό γι’ αυτήν, καθώς λέγει παραπάνω ο Ιάκωβος. Επειδή δεν απεμάκρυνε αυτή την επιθυμία ως εσφαλμένη και εναντίον του Θεού, αλλά την υπέθαλψε, ο πειρασμός την είλκυσε προς την αμαρτία και την εξηπάτησε.—Γένεσις 3:1-7· 2 Κορινθίους 11:3.
16. Γιατί ο Θεός μάς υποβάλλει σε δοκιμασία, αλλά πως εμείς μπαίνομε σε πειρασμό;
16 Εν τούτοις, ο Θεός μάς υποβάλλει σε δοκιμασία ή δοκιμή, όχι για να επιφέρη την πτώσι μας, αλλά για να αποδείξη τι είμεθα, να κάμη να φανερωθή εκείνο που είμεθα. Αυτός δεν μας πειράζει με κάτι κακό προς την πονηρία, αλλά εμείς οι ίδιοι κάτω από την επιρροή του Σατανά δημιουργούμε τον πειρασμό με το να σκεπτώμεθα πόσο ωραίο θα ήταν να κάμωμε ή να έχωμε κάτι αντίθετα προς το θέλημα του Θεού, και με το να μην απομακρύνωμε σε μια τέτοια περίπτωσι την επιθυμία που δημιουργήθηκε με την άτοπη αυτή σκέψι, αλλά να την μελετούμε διαρκώς περισσότερο. Μ’ αυτό τον τρόπο παρασυρόμεθα και οδηγούμεθα στο να αγνοήσωμε τη νουθεσία και την προειδοποίησι του Θεού. Μπαίνομε σε πειρασμό.
17. Γιατί ο Θεός έφερε τον Ισραήλ στην έρημο, αλλά σε τι αυτοί μετέστρεψαν την ευκαιρία;
17 Ο Ιεχωβά ωδήγησε τους Ισραηλίτες στην έρημο για να τους «δοκιμάση», για να γνωρίση τι ήταν στις καρδιές τους, αλλά όχι για να τους κάμη να πέσουν. Όχι· διότι τους επήρε μακριά από το πολυθεϊστικό περιβάλλον της Αιγύπτου και επίσης μακριά από τους ειδωλολάτρας Χαναναίους, και κάτω από αυτές τις περιστάσεις θα ήταν ευκολώτερο γι’ αυτούς να βαδίσουν ορθά αφού τους είχε δώσει μαρτυρία της Θεότητός του. Μπορούσαν τώρα κάλλιστα να δείξουν την ειλικρίνειά τους και την προθυμία τους στο να λατρεύουν τον Ιεχωβά και να υπακούουν σ’ αυτόν. Αλλά αυτή την ευκαιρία να καλλιεργήσουν καθαρή λατρεία την μετέστρεψαν εις «ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω» για τον Θεό, δοκιμάζοντάς τον. Προσπάθησαν να τον κάμουν να συμβιβάση τις αρχές της δικαιοσύνης του και να μην εμμείνη στον λόγον που αυτός ελάλησε και στη διαθήκη του Νόμου του που έκαμε μαζί τους και να μην επιβάλη τις ποινές του. Έτσι χιλιάδες απ’ αυτούς «κατεστρώθησαν» στην έρημο διότι υπεχώρησαν στους πειρασμούς που εδημιούργησαν για τον εαυτό τους αφήνοντας να γεννηθή μέσα τους ιδιοτελής επιθυμία και έπειτα ενδίδοντας σ’ αυτές τις επιθυμίες και στασιάζοντας εναντίον του Ιεχωβά Θεού.—Δευτερονόμιον 8:2, 16· Ψαλμός 95ος 8· Εβραίους 3:7-9· 1 Κορινθίους 10:9.
18. Τι αποδεικνύει ο Θεός δοκιμάζοντάς μας, καθώς στις περιπτώσεις του Αβραάμ και του Ιώβ;
18 Ο Θεός αποδεικνύει τι είμεθα με τη δοκιμασία. (Ιωάννης 6:6) Αυτό δεν ομοιάζει με την τακτική των εχθρών του Ιησού, οι οποίοι τον εδοκίμαζαν για να επιφέρουν, ει δυνατόν, την πτώσι του, εξαναγκάζοντας τον να συμβιβασθή για ν’ αποφύγη την κριτική, τη θλίψι και τα παθήματα. (Ματθαίος 22:18, 35· 16:1· 19:3) Όταν ο Ιεχωβά εδοκίμασε τον Αβραάμ, απέδειξε την πίστι τού Αβραάμ και τον εχρησιμοποίησε, όχι για κακό σκοπό, αλλά για να κάμη ένα θαυμαστό προφητικό δράμα οδηγώντας τον να θυσιάση το αγαπητό του παιδί Ισαάκ. Ο Θεός δεν ζητούσε από τον Αβραάμ να κάμη κάτι που Αυτός ο ίδιος δεν θα το έκανε, διότι ο Αβραάμ εδώ εξεικόνιζε τον Ιεχωβά Θεό. Στη μεγάλη Του δοκιμασία όσον αφορά τα βάθη της αγάπης του για το ανθρώπινο γένος, ο Θεός απέδειξε τον εαυτό του αρκετά μεγαλόψυχον ώστε να θυσιάση τον μονογενή του Υιόν Ιησούν Χριστόν. (Ιωάννης 3:16· Εβραίους 11:17-19) Για να αναιρέση την ψευδή κατηγορία του Σατανά εναντίον του Ιώβ, ο Θεός άφησε τον Ιώβ να δοκιμασθή και απέδειξε την πιστότητα του Ιώβ. Παρόμοια αφήνει το πανομοιότυπο του Ιώβ, την τάξι του Ιώβ που αρχίζει ιδιαίτερα με τον Ιησούν, να δοκιμασθή και ν’ αποδειχθή ότι είναι πιστοί και άξιοι της ανταμοιβής του Θεού.—Ιάκωβος 5:10, 11.
19. Τι κάνοντας από πριν για μας, δεν μας φέρνει ο Θεός σε πειρασμό;
19 Πώς, λοιπόν, απαντώντας στην προσευχή μας ο Θεός δεν μας φέρνει σε πειρασμό; Με λίγα λόγια, ο Θεός το κάνει αυτό ενισχύοντάς μας να υπομείνωμε τη δοκιμασία που επιτρέπει να έλθη επάνω μας καθώς επίσης προειδοποιώντας μας. Προτού επιτρέψη να οδηγήση το πνεύμα τον Ιησούν στην έρημο για να πειρασθή από τον Σατανά, ο ουράνιος Πατήρ εγέμισε τον Υιόν με το άγιο πνεύμα του και άνοιξε επίσης τους ουρανούς στην όρασί του. Τον ανεγνώρισε επίσης, με ακουστό τρόπο, ως τον επιδοκιμασμένο του Υιό. (Ματθαίος 3:13-17) Ο Θεός δεν μας αφήνει να δημιουργούμε έναν πειρασμό στον εαυτό μας με αθωότητα λόγω αγνοίας, όπως όταν ο δούλος του Παύλος προειδοποιούσε τα νυμφευμένα ζεύγη. Είχαν αγαθή προαίρεσι απέχοντας από σαρκική επικοινωνία, αλλά ο Παύλος νουθετούσε κάτι διαφορετικό, «δια να μη σας πειράζη [για μοιχεία] ο Σατανάς δια την ακράτειάν σας.» Ο Παύλος προειδοποιεί ότι οι Χριστιανοί που είναι αποφασισμένοι να γίνουν πλούσιοι αντίθετα προς τη συμβουλή των Γραφών, «πίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα, και εις επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν. Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία». (1 Κορινθίους 7:1-5 και 1 Τιμόθεον 6:9, 10) Ο Ιησούς, επίσης, προειδοποίησε εναντίον της απατηλής δυνάμεως του πλούτου. (Ματθαίος 13:22) Έτσι ο Θεός δεν μας αφήνει να αγνοούμε την πηγή των πειρασμών. Ο απόστολος Παύλος, για να προστατεύση έναν αρχάριον Χριστιανόν από την αδυναμία του εαυτού του, έδινε οδηγίες να μη γίνεται επόπτης της εκκλησίας κανείς νεοκατήχητος. Γιατί; «Δια να μη υπερηφανευθή και πέση εις την καταδίκην του διαβόλου.»—1 Τιμόθεον 3:2, 6.
20. Ποιες όμοιες προειδοποιήσεις εδόθησαν από άλλους, και πώς ο Θεός μάς εφύλαξε από την ώρα του πειρασμού που ήλθε στον κόσμο;
20 Ο Ιησούς προεξώπλισε τους μαθητάς του εναντίον του πειρασμού προειδοποιώντας τους για τις αυστηρές δοκιμασίες που ήσαν μπροστά τους. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα δυσηρεστούντο γι’ αυτές. Ο απόστολος του Πέτρος είπε στους Χριστιανούς να μη θεωρούν τις πύρινες δοκιμασίες που θα επήρχοντο σ’ αυτούς σαν κάτι παράδοξο και ασυνήθιστο. Αντί να εκπλαγούν, να θλιβούν και να δυσαρεστηθούν, έπρεπε να χαίρουν γι’ αυτές τις ευκαιρίες αποδείξεως της πίστεως και αφοσιώσεώς των. Ο Παύλος επίσης μας λέγει να προσέχωμε από τέτοιους ακριβώς πειρασμούς σαν εκείνους που επήλθαν στους Ισραηλίτες στην έρημο, πειρασμούς «ανθρωπίνους». (Ιωάννης 16:1-4· 1 Πέτρου 4:12, 13· 1 Κορινθίους 10:6-13) Έτσι ο Θεός μάς φυλάττει από το να πέσωμε σε πειρασμό μαζί με τον κόσμο, προειδοποιώντας μας για την αληθινή υπόστασι των πραγμάτων και ανοίγοντας τα μάτια της διανοίας μας, έτσι ώστε να μην απατηθούμε μαζί με τον κόσμο και να μη συρθούμε έτσι σε πειρασμό μαζί με τον κόσμο. Μ’ αυτό τον τρόπο μας φυλάττει από τον πειρασμό που έχει τώρα επέλθει σε όλο τον κόσμο, όπως ακριβώς μας υποσχέθηκε μέσω του Χριστού. (Αποκάλυψις 3:10· 2 Πέτρου 2:9) Η πνευματική τράπεζα που αυτός στρώνει για μας, δεν γίνεται παγίδα σ’ εμάς επειδή απλώς η τράπεζα αυτή εκθέτει πράγματα αντίθετα προς ό,τι ο κόσμος περιμένει ή αγαπά. Και ο Υιός του Θεού ως Βασιλεύς του νέου κόσμου δεν είναι αιτία προσκόμματος σ’ εμάς, αλλά είναι ένα πολύτιμο πράγμα για μας, ένας πολύτιμος λίθος τοποθετημένος στη Σιών, την πρωτεύουσα οργάνωσι του Θεού. Αυτός ο πολύτιμος Βασιλεύς είναι ο Αρχιερεύς μας ενώπιον του Θεού. Εδοκιμάσθη όπως δοκιμαζόμεθα κι εμείς, και έτσι μπορεί να μας συμπαθή και να μας βοηθή.—Ρωμαίους 11:9· 9:32, 33· 1 Πέτρου 2:7, 8· Εβραίους 2:18· 4:15.
ΕΙΣΟΔΟΣ Σ’ ΑΥΤΟΝ
21. Πώς ο Θεός προειδοποιεί για αποφυγή των πειρασμών που οφείλονται σε καυχησιολογία και κριτική;
21 Ο Θεός μάς προειδοποιεί να μη δημιουργούμε πειρασμούς στον εαυτό μας με το να καυχώμεθα με έπαρσι και με το να κρίνωμε τους άλλους χωρίς έλεος σε ζητήματα που εμείς οι ίδιοι είμεθα αδύνατοι ή τρωτοί, χωρίς να το ξέρωμε. Όταν καυχησιολογούμε με αυτοπεποίθησι, αυτό μας δοκιμάζει κατάλληλα σ’ αυτό το ειδικό σημείο. Εκεί που κρίνομε τους άλλους με αυτοδικαίωσι, είναι πρέπον να δοκιμασθούμε για να δείξωμε αν η κριτική μας είναι δικαιολογημένη ή όχι. Τη νύχτα που επροδόθηκε ο Ιησούς, ο Πέτρος εκαυχήθηκε απέναντι των συναποστόλων του και έφθασε στο να αρνηθή τον Ιησούν τον Κύριόν του τρεις φορές. Οι προσευχές του Ιησού ειδικά για τον Πέτρο βοήθησαν στο να σωθή από το να χάση τελείως την πίστι του. Ο Ιησούς δεν έφερε τους μαθητάς του σε πειρασμό εκείνη τη νύχτα οδηγώντας τους στον κήπο της Γεθσημανή, αλλά τους προειδοποίησε να μη εισέλθουν σε πειρασμό με το να παραλείπουν ν’ αγρυπνούν και να προσεύχωνται όπως έκανε αυτός. Ετόνισε την πορεία που θα εξουδετέρωνε τον πειρασμό ή θ’ αντιδρούσε σ’ αυτόν και θα τους καθιστούσε ικανούς να υπομείνουν τη δοκιμή της πιστότητός των.—Ματθαίος 26:33-35, 40-45· Γαλάτας 6:1.
22. Αφού ο Θεός είναι ένας πατέρας, πώς δεν μας φέρνει σε πειρασμό;
22 Από αυτά γίνεται σαφές ότι ο Θεός δεν ‘φέρει ημάς εις πειρασμόν’. Μας υποβάλλει σε δοκιμασία παιδεύοντάς μας, αλλά δεν μας παιδεύει ως το σημείο που η δοκιμασία να είναι πολύ μεγάλη για μας ώστε να μη μπορέσωμε να την υποφέρωμε και να κατασυντριβούμε και να πέσωμε σε πειρασμό. «Καθώς ο άνθρωπος παιδεύει τον υιόν αυτού, ούτω Ιεχωβά ο Θεός σου σε παιδεύει.» (Δευτερονόμιον 8:5, Α.Σ.Μ.) Ένας πατέρας που αγαπά το παιδί του, δεν φέρνει την παιδεία σε τέτοιο σημείο που να μη μπορή το παιδί να την υπομείνη. Του δίνει μόνο τόση όση θα μπορούσε να βαστάση εκείνο τον καιρό. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ουράνιο Πατέρα μας. Μας ενδυναμώνει για τη δοκιμασία, για να μπορέσωμε να την διέλθωμε επιτυχώς.
23. Πώς μπορούμε να εξασθενίσωμε τον εαυτό μας για τη δοκιμασία, και επομένως γιατί ο Ιησούς δεν έφερε τους μαθητάς του σε πειρασμό παίρνοντας τους στη Γεθσημανή;
23 Αλλά μπορούμε να εξασθενίσωμε τον εαυτό μας για τη δοκιμασία με έλλειψι αγρυπνίας και προετοιμασίας με προσευχή, με την αμέλειά μας και την άγνοια των οδηγιών και της συμβουλής του Θεού έτσι ώστε, κάτω από τη δοκιμασία, να εισέλθωμε σε πειρασμό να διαπράξωμε αμαρτία και να υποκύψωμε σ’ αυτήν λόγω της επιθυμίας που καλλιεργήσαμε αντίθετα προς το θέλημα του Θεού. Έτσι αφήνομε τη δοκιμασία να αποδειχθή μάλλον μια πείρα με πνευματική βλάβη σ’ εμάς, παρά μια πείρα νίκης για μας, μια πείρα που εδραιώνει τη δύναμί μας ‘εν Θεώ’, μια πείρα που ενισχύει τη ‘δοκιμασμένη ιδιότητα της πίστεώς μας’ και κερδίζει την επιδοκιμασία του Θεού για μας. Πρέπει πάντοτε να ενθυμούμεθα την προειδοποίησι του Ιησού, «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.» (Μάρκος 14:38· Λουκάς 22:40, 46) Προτού πάη στη Γεθσημανή ο Ιησούς είχε προειδοποιήσει τους μαθητάς του ότι η προφητεία που ανέφερε έπρεπε να εκπληρωθή. Επομένως η εκπλήρωσις της προφητείας δεν επεβάλλετο σ αυτούς αντίθετα προς το θέλημά τους. Αυτό έγινε αληθινό διότι η σαρξ τους ήταν ασθενής και δεν είχαν ενισχύσει το πρόθυμο πνεύμα τους με αγρυπνία και προσευχή. Δεν επωφελήθηκαν από τη θεία βοήθεια που είχαν ανάγκη. Συνεπώς εισήλθαν σε πειρασμό που ωφείλετο σε μια ιδιοτελή επιθυμία να σώσουν το σαρκίον τους, και έφυγαν και εγκατέλειψαν τον Ιησούν, και ο Πέτρος προχώρησε ακόμη περισσότερο και τον αρνήθηκε τρεις φορές.
24. Πώς φανερώνεται ότι ο Θεός δεν ήταν εκείνος που τους έφερε σε πειρασμό στη Γεθσημανή;
24 Δεν ήταν ο Θεός εκείνος που τους έφερε σ’ αυτόν τον πειρασμό έτσι ώστε να εκπληρώση την προφητεία του, διότι ο Υιός του Θεού Ιησούς υπέμεινε τη δοκιμασία και ζήτησε για τους μαθητάς του να αφεθούν να απέλθουν ανενόχλητοι. Η αποτυχία τους να προσέξουν τον Ιησούν και να αγρυπνούν, να προσεύχωνται και να μιμούνται το θαρραλέο του παράδειγμα αυτοθυσίας, συνήργησε στο να εισέλθουν στον πειρασμό. Αφού ο Ιησούς υπέμεινε τη δοκιμασία, έπεται ότι ο Θεός δεν είχε φέρει τους αποστόλους σε πειρασμό δίνοντάς τους μια δοκιμασία μεγαλύτερη από ό,τι θα μπορούσαν να υπομείνουν. Η σταθερότης του Ιησού με τη δύναμι του Θεού θα έπρεπε να τους έχη σταθεροποιήσει και βοηθήσει. Ο Σατανάς ήταν εκείνος που ‘εκοσκίνισε τους αποστόλους ως τον σίτον’, διασκορπίζοντάς τους επειδή εφοβούντο τον θάνατο μαζί με τον Κύριό τους. (Λουκάς 22:31-34· Αμώς 9:9, 10· Ψαλμός 59:11· Ησαΐας 30:28) Ότι ο Θεός δεν τους έφερε σ’ αυτόν τον πειρασμό, αλλά ότι αυτοί οι ίδιοι εισήλθαν σ’ αυτόν, φανερώνεται από το ότι αργότερα ευρήκαν στον Θεό τη δύναμι να εκτεθούν στο να συλληφθούν χάριν του Ιησού, να ριφθούν στη φυλακή και να κρατηθούν για εκτέλεσι. Συνεπώς με τη δύναμι του Ιεχωβά θα μπορούσαν να είχαν βαστάσει επίσης τη δοκιμασία της Γεθσημανή. Έπεται, λοιπόν, ότι ο ουράνιος Πατήρ τούς έφερε κάτω από δοκιμασία στη Γεθσημανή, αλλά δεν τους έφερε σε πειρασμό.
25. Προσευχόμενοι, λοιπόν, να μη φερθούμε σε πειρασμό, τι ζητούμε από τον ουράνιο Πατέρα; Ποιές βεβαιώσεις έχομε γι’ αυτό;
25 Επειδή λοιπόν είμεθα έτσι πληροφορημένοι για την αδυναμία μας και την περιορισμένη αντοχή μας, προσευχόμεθα στην Κυριακή προσευχή προς τον ουράνιο Πατέρα να μη μας δοκιμάση και μας παιδεύση περισσότερο από ό,τι θα έκανε στο παιδί του ένας επίγειος πατέρας. Δεν είναι αυτό μια κατάλληλη προσευχή ενός παιδιού προς τον πατέρα του; Έχομε τη γραπτή βεβαίωσι του Θεού ότι δεν θα το πράξη αυτό: «Διότι αυτός γνωρίζει την πλάσιν ημών, ενθυμείται ότι είμεθα χώμα. Καθώς σπλαγχνίζεται ο πατήρ τα τέκνα, ούτως ο Ιεχωβά σπλαγχνίζεται τους φοβουμένους αυτόν.» Και λέγει: «Θέλουσιν είσθαι εμού, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων, εν τη ημέρα εκείνη, όταν εγώ ετοιμάσω τα πολύτιμά μου· και θέλω σπλαγχνισθή αυτούς, καθώς σπλαγχνίζεται άνθρωπος τον υιόν αυτού, όστις δουλεύει αυτόν.» (Ψαλμός 103:13, 14 και Μαλαχίας 3:17, Α.Σ.Μ.) Υποστηρίζοντας αυτή τη σκέψι, ο απόστολος Παύλος δικαιώνει τον Θεό από κάθε κατηγορία ότι μας εισάγει σε πειρασμό λέγοντας: «Ώστε ο νομίζων ότι ίσταται, ας βλέπη μη πέση. Πειρασμός δεν σας κατέλαβεν ειμή ανθρώπινος [όπως εκείνους τους Ισραηλίτες στην έρημο]· πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε.»—1 Κορινθίους 10:12, 13.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΗΡΟ
26. Με ποιο αίτημα κλείνει η προσευχή, και γιατί κατάλληλα έτσι;
26 Όταν ένα τέκνο αποδεικνύεται πιστό κάτω από δοκιμασία, δεν θα το σώση ένας στοργικός γήινος πατέρας από έναν πονηρόν που του επιτίθεται ή που το καταδυναστεύει; Ναι· και έτσι θα κάμη επίσης και ο ουράνιος Πατέρας. Κατάλληλα, λοιπόν, ο Ιησούς έκλεισε την πρότυπη προσευχή μ’ αυτό το αίτημα: «Και μη φέρης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ελευθέρωσαν ημάς από του πονηρού.» (Ματθαίος 6:13) Και ποιες απελευθερώσεις ενήργησε ο Θεός από την εγκαθίδρυσι της βασιλείας στο 1914! Είναι σαν να απαντά στην προσευχή των αρχαίων χρόνων: «Διάταξον απελευθερώσεις δια τον Ιακώβ.» Αυτός είναι ένας Ελευθερωτής.—Ψαλμός 44:4-8, Μετ. Βασ. Ιακ.· 2 Κορινθίους 1:10· 2 Τιμόθεον 3:11· 4:17, 18.
27. Για ποιες τάξεις επετέλεσε ο Θεός απελευθέρωσι από το 1919;
27 Από το 1919 μ.Χ. ο Θεός απελευθέρωσε από τη μεγάλη μυστική Βαβυλώνα, από τον κόσμο του Σατανά, το υπόλοιπο των κληρονόμων της Βασιλείας του, που βρισκόταν επάνω στη γη. Απέστειλε τον Υιόν του Ιησούν Χριστόν στη θέσι της εξουσίας στην ουράνια Σιών για να ενεργήση ως Ελευθερωτής προς χάριν των και ν’ απομακρύνη όλη την ασέβεια της μυστικής Βαβυλώνος απ’ αυτούς και να τους απαλλάξη από τους φόβους των. Αυτή την απελευθέρωσι την επετέλεσε για να εκπληρώση την προφητεία: «Πάντα τα πέρατα της γης θέλουσιν ιδεί την σωτηρίαν του Θεού ημών,» διότι σε όλη τη γη, αυτοί που αποτελούν το υπόλοιπό του είναι δραστήριοι ως οι απελευθερωμένοι του δούλοι και μάρτυρες και επιδεικνύουν την ελευθερία τους από τη Βαβυλώνα. (Ησαΐας 59:18, 19· 52:1, 2, 10-14· Ρωμαίους 11:26) Συνεπώς όλοι οι άνθρωποι καλής θελήσεως σε όλα τα έθνη βλέπουν τη σωτηρία και απελευθέρωσι που επραγματοποίησε ο Ιεχωβά Θεός για το υπόλοιπό του, και τους φανερώνεται ο τρόπος για ν’ αποκτήσουν και αυτοί επίσης απελευθέρωσι από τη Βαβυλώνα. Έτσι ο Παντοδύναμος Θεός επιτελεί τώρα την απελευθέρωσι αυτού του μεγάλου πλήθους των «άλλων προβάτων», όπως ακριβώς απελευθέρωσε τον Λωτ από τα καταδικασμένα Σόδομα στο μακρινό παρελθόν.—2 Πέτρου 2:7, 9.
28. Απέναντι όλων των πονηρών χαρακτηριστικών της καταστάσεως τώρα, ποιας θείας προμηθείας πρέπει να κάνουμε χρήσι για προστασία και νίκη;
28 Εν τω μεταξύ πρέπει να φορέσωμε την πλήρη πανοπλία του Θεού και να στεκόμαστε σταθεροί σ’ αυτήν και να προσευχώμεθα. Ενεργώντας έτσι, φυλασσόμεθα από το να στερεώση τη λαβή του επάνω μας ο πονηρός Σατανάς ο Διάβολος, μολονότι βρισκόμαστε στον κόσμο που κείται υπό την εξουσία του πονηρού αυτού. (1 Ιωάννου 5:18, 19) Γνωρίζομε ότι οι ημέρες είναι πονηρές και ότι, όπως προελέχθη, πονηροί άνθρωποι και γόητες θα προχωρούσαν από το κακό στο χειρότερο και έχουν ήδη φθάσει στο πιο χειρότερό τους σημείο σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες. Επομένως, αν ελπίζωμε να αντισταθούμε στην έφοδο του πονηρού και των δαιμόνων του σ’ αυτή την πονηρή ημέρα, πρέπει να ενδυθούμε την πλήρη πανοπλία του Θεού. Με την ασπίδα της πίστεως μπορούμε να ‘σβέσωμε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα’ και μ’ αυτό τον τρόπο να υπομείνωμε τη δοκιμασία της πίστεώς μας: «αύτη είναι η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών.»—Εφεσίους 5:15· 6:11-18· 1 Πέτρου 1:6, 7· 1 Ιωάννου 5:4.
29. Αν έτσι κάνωμε το μέρος μας, τι θα κάμη ο Θεός;
29 Αν έτσι κάνωμε το μέρος μας, ο Θεός θα κάμη πιστά το δικό του μέρος για την απελευθέρωσί μας. Καθώς είναι γραμμένο: «Η πίστις δεν υπάρχει εις πάντας. Πιστός όμως είναι ο Κύριος, όστις θέλει σας στηρίξει και φυλάξει από του πονηρού. Ο δε Κύριος είθε να κατευθύνη τας καρδίας σας εις την αγάπην του Θεού, και εις την προσδοκίαν [υπομονήν, Κείμενον] του Χριστού.»—2 Θεσσαλονικείς 3:2, 3, 5.
30, 31. Αλλά τι σημαίνει τώρα η απάντησις στο αίτημα για απελευθέρωσι, και πώς τελειώνει η προσευχή;
30 Για μας που ζούμε στον «καιρόν του τέλους» του κόσμου τούτου, η απάντησις του ουρανίου Πατρός μας στην προσευχή μας, «Ελευθέρωσον ημάς από του πονηρού», σημαίνει κάτι περισσότερο από το να μας φυλάξη απλώς από τη δύναμι του Σατανά και να μας σώση από την ισχυρή του οργάνωσι, ενώ αφήνει αυτόν και την οργάνωσί του ακόμη ελευθέρους. Η απάντησις τώρα σ’ αυτή την προσευχή σημαίνει απελευθέρωσι με το να μας διαφυλάξη ο Θεός από τις τελικές επιθέσεις του πονηρού Σατανά σ’ αυτόν τον καιρό του τέλους και να τον καταστρέψη, αυτόν και όλη την οργάνωσί του, ενώ εμείς επιζούμε του τέλους του κόσμου του. Αυτή τη σωτηρία η απελευθέρωσι την πραγματοποιεί ο Πατήρ μας μέσω της βασιλείας του για την οποία προσευχόμεθα, παρακαλώντας να έλθη εναντίον της οργανώσεως του Σατανά και να την καταστρέψη. Έτσι εδώ επάνω στη γη, στην οποίαν έχουν τώρα περιορισθή ο Σατανάς και οι δαίμονές του, πρόκειται να γίνη το θέλημα του Θεού και αφού τα πονηρά αυτά πνεύματα ριφθούν στην άβυσσο κατά τον Αρμαγεδδώνα, δεν θα ενοχλήσουν κανένα επάνω στη γη κατά τη διάρκεια των χιλίων ετών της βασιλείας του Χριστού.
31 Έτσι η Κυριακή προσευχή τελειώνει μ’ έναν τόνο θριάμβου με πλήρη εμπιστοσύνη στη νίκη του Ιεχωβά. Τώρα πλησιάζει να λάβη πλήρη απάντησι.