Ορθή Άποψις του Έργου που Είναι Μπροστά Μας
«Τούτο προσεύχομαι, . . . δια να διακρίνητε τα διαφέροντα.»—Φιλιππησ. 1:9-10.
1. (α) Ποια άποψι του μέλλοντος έχουν οι ηγέται του κόσμου; και σε ποιο, επομένως, έργο ενασχολούνται; (β) Ποια είναι η γεμάτη εμπιστοσύνη προσδοκία του λαού του Ιεχωβά όσον αφορά το μέλλον, και γιατί;
ΤΙ ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΕΙ το μέλλον για το ανθρώπινο γένος; Οι ηγέται του κόσμου, ελπίζοντας για ειρήνη, φοβούνται ότι μπορεί αντιθέτως ν’ αντιμετωπίσουν παγκόσμιο πόλεμο, και ότι οδηγούν τα έθνη των σε χρεωκοπία σε μια παράφρονα άμιλλα επισωρεύσεως πυρηνικών όπλων. Οι καρδιές των λιποψυχούν από φόβο για όσα βλέπουν να επέρχωνται στη γη. Αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους των οποίων Θεός είναι ο Ιεχωβά. Αυτοί με εμπιστοσύνη αντικρύζουν το μέλλον, βασιζόμενοι σε γνώσι του λόγου του Θεού. Θεός των είναι εκείνος ‘όστις απ’ αρχής αναγγέλλει το τέλος, και από πρότερον τα μη γεγονότα’. (Ησ. 46:10) Αυτός γνωρίζει τι επιφυλάσσει το μέλλον. Ήδη έχει φέρει σε ύπαρξι μια νέα ουράνια κυβέρνησι, τη βασιλεία του, και έθεσε το θεμέλιο μιας νέας γης στην κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του. (Ησ. 51:16· 65:17) Ο πονηρός κόσμος βρίσκεται στον καιρό του τέλους του. Ο Θεός διακηρύττει ότι «διαδικάζεται μετά πάσης σαρκός· θέλει παραδώσει τους ασεβείς εις μάχαιραν». Δεν θ’ ακμάζη πλέον η πονηρία. «Οι ευθείς θέλουσι κατοικήσει την γην, και οι τέλειοι θέλουσιν εναπολειφθή εν αυτή.» (Ιερεμ. 25:31· Παροιμ. 2:21) Αυτοί οι ευθείς που καταλείπονταιαυτό το πιστό υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους—’ απολαμβάνουν τη Θεόδοτη κληρονομία των, όχι απλώς για λίγα χρόνια, ούτε ακόμη για χιλιάδες χρόνια, αλλά για πάντα, διότι «όστις . . . πράττει το θέλημα του Θεού, μένει εις τον αιώνα». (1 Ιωάν. 2:17) Κανένα από τα πολιτικά έθνη της γης δεν μπορεί με οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις ή επίδειξι στρατιωτικής ισχύος ν’ αποτρέψη τον καιρό της θείας κρίσεως που επίκειται γι’ αυτά, ούτε θα μπορέσουν να ματαιώσουν τον σκοπό του Παντοδυνάμου Θεού να μεταμορφώση αυτή την υδρόγειο σ’ ένα παγγήινο παράδεισο κάτω από την διακυβέρνησι της Βασιλείας του.
ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΡΓΟ
2. Γιατί είναι σπουδαίο, όταν εκλέγωμε τη δράσι στην οποία θα ενασχοληθούμε, να έχωμε υπ’ όψι τι επίκειται για τον παλαιό κόσμο;
2 Ο Ιεχωβά Θεός, εφοδιάζοντάς μας με τέτοια ζωτική πληροφορία, μας καθιστά ικανούς να κάμωμε μια σοφή εκλογή για τη δράσι στην οποίαν αφοσιωνόμεθα. Μας προστατεύει από τη συμφορά του να έχωμε σπαταλήσει τις προσπάθειές μας, ναι, την ίδια τη ζωή μας, σε επιδιώξεις που μπορεί να φαίνωνται καλές στα μάτια των ανθρώπων, αλλά που θα καταλήξουν σε καταστροφή στον παγκόσμιο πόλεμο του Αρμαγεδδώνος. (Παροιμ. 14:12) Εν όψει του σαφώς εκτεθειμένου σκοπού του Θεού, πόσο ανόητο θα ήταν ν’ αφιερώσωμε τη ζωή μας στη διαιώνισι αυτού του παλαιού κόσμου! Αν αποτελούμε μέρος του παλαιού κόσμου, δεν υπηρετούμε τα συμφέροντα του νέου κόσμου του Θεού, του οποίου ο Χριστός είναι Βασιλεύς. (Ιωάν. 15:19· 17:16) Αν είμεθα φίλοι του κόσμου, του οποίου ο Σατανάς είναι ο αόρατος θεός, έχομε αρνηθή υποταγή στον υπέρτατον Άρχοντα του σύμπαντος, τον Ιεχωβά Θεό, και έχομε ενωθή με τις τάξεις εκείνων που είναι εχθροί του. (Ιακ. 4:4· 2 Κορ. 4:4· 1 Ιωάν. 5:19) Πόσο σοφώτεροι είμεθα αν ζητούμε ειρήνη με τον Θεό και υπηρετούμε τα συμφέροντα του νέου του κόσμου!
3. (α) Ποιος είναι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός του έργου της πλειονότητος του ανθρωπίνου γένους; (β) Είναι πρακτικός;
3 Υπάρχουν πάρα πολλές προσπάθειες στις οποίες θα μπορούσαμε ν’ αφιερώσωμε τις ενέργειές μας. Η πλειονότης του ανθρωπίνου γένους έχει ως κύριο αντικειμενικό σκοπό του μόχθου της την απόκτησι οικονομικής ασφαλείας, αλλ’ αυτό δεν είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή. Η ορθή άποψις του μέλλοντος ενός ατόμου δεν είναι μια υλιστική άποψις, μια άποψις στην οποία τα κατορθώματα μετρούνται με όρους υλικών υπαρχόντων που απεκτήθησαν. Ο Ιησούς Χριστός το ετόνισε αυτό με μια παραβολή. Μίλησε για έναν άνθρωπο που είχε μεγάλη επιτυχία ως γεωργός και που ωραματίζετο την επέκτασι των ευκολιών του για ν’ αποθηκεύση για το μέλλον. Ήθελε να μπορέση ν’ αποσυρθή με μια αφθονία που θα του διαρκούσε για πολλά χρόνια. Απέβλεπε στον καιρό που θα μπορούσε να πη: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά εναποτεταμιευμένα δι’ έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.» Αλλά μια τέτοια ζωή μπορεί τελείως ν’ αποτύχη και του υλιστικού ακόμη σκοπού προς τον οποίο κατευθύνεται. Διότι, όπως αφηγήθη ο Ιησούς, ο Θεός είπε στον άνθρωπον αυτόν: «Άφρον, ταύτην την νύκτα την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· όσα δε ητοίμασας, τίνος θέλουσιν είσθαι;» «Ούτω θέλει είσθαι όστις θησαυρίζει εις εαυτόν, και δεν πλουτεί εις Θεόν.» (Λουκ. 12:16-21) Εκείνοι ατού ακολουθούν τα ίχνη του Ιησού Χριστού δεν απορρίπτουν έτσι ανόητα τη ζωή τους. Είναι υποχρεωμένοι να προνοούν για κείνους που είναι δικοί τους, και ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν πρακτική σοφία όταν το πράττουν αυτό. Αλλά γνωρίζουν ότι όταν ‘πλουτούν εις Θεόν’, ζητώντας πρώτα τη βασιλεία του, δεν έχουν λόγο να μεριμνούν ανήσυχα για το τι θα φάγουν ή τι θα πιουν ή τι θα ενδυθούν, επειδή «ταύτα πάντα θέλουσι . . . προστεθή» σ’ αυτούς.—Ματθ. 6:25-34.
4. Σε ποιο αξιέπαινο έργο μπορεί ν’ αφοσιώνωνται άλλοι, αλλά πώς θα μπορούσαν ν’ αποτύχουν να διακρίνουν μια σπουδαιότερη ακόμη υποχρέωσι;
4 Άλλοι μπορεί ν’ αφοσιώνωνται σε ό,τι συχνά ορίζεται «ανθρωπιστική» δράσις, στο να ελαφρύνουν τη στενοχωρία και τα παθήματα των συνανθρώπων των από μια σωματική άποψι. Μια τέτοια επιθυμία να βοηθήσωμε τους άλλους είναι αξιέπαινη. Ο Ιησούς ο ίδιος σε μια παραβολή δίδει έπαινο στον Σαμαρείτη που παρέσχε σωματική βοήθεια σ’ έναν άλλον, ο οποίος ήταν σε μεγάλη σωματική στενοχωρία. (Λουκ. 10:30-37) Ο Λουκάς, ένας περιοδεύων σύντροφος του αποστόλου Παύλου, ως ιατρός ήταν σε θέσι να ανακουφίζη τους άλλους από τα σωματικά τους παθήματα. (Κολ. 4:14) Αλλ’ αν κανείς διέρχεται ζωή αφωσιωμένη στην υπηρεσία του συνανθρώπου του, παραλείπη, όμως, να δώση την πρώτη του αφοσίωσι στην υπηρεσία του Θεού, δεν έχει συγκεντρωθή στο πραγματικά σπουδαίο πράγμα. «Και τούτο προσεύχομαι», είπε ο Παύλος στην επιστολή του προς τους Φιλιππησίους, «να περισσεύση η αγάπη σας έτι μάλλον και μάλλον εις επίγνωσιν και εις πάσαν νόησιν· δια να διακρίνητε τα διαφέροντα, ώστε να ήσθε ειλικρινείς και απρόσκοποι μέχρι της ημέρας του Χριστού, πλήρεις καρπών δικαιοσύνης, των δια του Ιησού Χριστού, εις δόξαν και έπαινον Θεού.»—Φιλιππησ. 1:9-11.
5. Ποιο είναι το πιο σπουδαίο έργο στο οποίο μπορεί να ενασχοληθή κανείς, και γιατί;
5 Χωρίς αμφιβολία,, το πιο σπουδαίο έργο στο οποίο μπορούμε να ενασχοληθούμε είναι εκείνο που μας εδόθη από τον Θεό· το να εκτελέσωμε αυτό το έργο σημαίνει να εκπληρώσωμε τον σκοπό ακριβώς της υπάρξεώς μας. «Σεις είσθε μάρτυρές μου, λέγει ο Ιεχωβά.» (Ησ. 43:10, ΜΝΚ) Αυτό θέτει πάνω μας την υποχρέωσι να μιλούμε για τον Θεό και τους σκοπούς του, να φροντίσωμε να μάθουν και άλλοι ποιος είναι ο αληθινός Θεός και ποιοι είναι οι σκοποί του, να καταστήσωμε βέβαιο ότι ακούουν τα αγαθά νέα ότι η βασιλεία του Θεού τώρα κυβερνά και ότι μέσω αυτής θα εκχυθούν αιώνιες ευλογίες επάνω στο ευπειθές ανθρώπινο γένος. Είτε το άγγελμα γίνεται ευχαρίστως δεκτό είτε όχι, είναι θέλημα Θεού να εκφωνηθή. Είναι σκοπός του ‘να διαγγελθή το όνομά του εν πάση τη γη’, και είναι ευτυχές προνόμιό μας να έχωμε συμμετοχή σ’ αυτό το έργο. (Ρωμ. 9:17) Μακάριοι είναι εκείνοι που ανταποκρίνονται σ’ αυτή τη διακήρυξι με πίστι και ενώνονται στον αίνο του Θεού, διότι «πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή»—Πράξ. 2:21, ΜΝΚ.
6. Πώς ο απόστολος Παύλος έδειξε διάκρισι κάνοντας εκλογή από τις ευκαιρίες που ανοίγονταν σ’ αυτόν;
6 Ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού, έδειξε οξεία διάκρισι στο να κάμη εκλογή από τις ευκαιρίες που ανοίγονταν σ’ αυτόν, όταν είπε: «Εκείνα τα οποία ήσαν εις εμέ κέρδη, ταύτα ενόμισα ζημίαν δια τον Χριστόν. Μάλιστα δε και νομίζω τα πάντα ότι είναι ζημία δια το έξοχον της γνώσεως του Ιησού Χριστού του Κυρίου μου.» Δεν επρόκειτο ν’ αφήση να βαρύνη στον εαυτό του ο στοχασμός της προηγουμένης κοινωνικής του καταστάσεως, των επαγγελματικών του ευκαιριών ή της υπεροχής του στον θρησκευτικό κόσμο. Εκείνα τα οποία ήσαν κέρδη σ’ αυτόν από μια κοσμική άποψι ήταν πρόθυμος να τα διαγράψη ως ζημίες για να οικοδομήση τη ζωή του γύρω στη διακονία που του είχε εμπιστευθή ο Κύριος. Η καρδιά του ήταν στη διακονία, και είπε: «Ευχαριστώ τον ενδυναμώσαντά με Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών, ότι ενέκρινε πιστόν, και έταξεν εις την διακονίαν εμέ.»—Φιλιππησ. 3:7, 8· 1 Τιμ. 1:12.
ΠΛΗΡΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
7, 8. (α) Ποια άποψι είχε ο Παύλος του τρόπου με τον οποίο πρέπει να εκτελήται η διακονία; (β) Πώς το κατέδειξε αυτό στη διακονία του στην Έφεσο;
7 Ο Παύλος απέδειξε την αφοσίωσί του εκτελώντας τη διακονία του μ’ ένα παραδειγματικό τρόπο. Όταν ανασκοπούσε με τους επισκόπους της εκκλησίας Εφέσου την πορεία που είχε ακολουθήσει, έκαμε μνείαν της εναντιώσεως που είχε αντιμετωπίσει, αλλά έδειξε ότι αυτό δεν τον είχε κάμει να υποχωρήση. Είχε εκτελέσει τη διακονία μ’ ένα πλήρη τρόπο. «Σεις εξεύρετε, από της πρώτης ημέρας αφ’ ης επάτησα εις την Ασίαν, πώς επέρασα μεθ’ υμών όλον τον χρόνον, δουλεύων τον Κύριον μετά πάσης ταπεινοφροσύνης, και μετά πολλών δακρύων και πειρασμών, οίτινες μοι συνέβησαν εν ταις επιβουλαίς των Ιουδαίων· ότι δεν υπέκρυψα ουδέν των συμφερόντων, ώστε να μη αναγγείλω αυτό προς εσάς, και να σας διδάξω δημοσία και κατ’ οίκους, διαμαρτυρόμενος προς Ιουδαίους τε και Έλληνας την εις τον Θεόν μετάνοιαν, και την πίστιν την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.» Ο Παύλος δεν είχε τη στάσι ότι ήταν αρκετό το ότι βρισκόταν στο μέσον των, και ότι αν ήθελαν τα αγαθά νέα θα μπορούσαν να έχουν έλθει σ’ αυτόν να τα ακούσουν. Επήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να έλθη σε επαφή μαζί πους. Ήταν βέβαιος ότι είχαν πραγματικά ακούσει το άγγελμα, και, είτε το επίστευαν είτε όχι, εγνώριζαν περί τίνος επρόκειτο. Στη διάνοιά του το ερώτημα ήταν όχι, Είχα κάποια συμμετοχή στη διακονία; αλλά, Την εξετέλεσα πλήρως; Ο Παύλος ανεγνώριζε τη σπουδαιότητα του να ενεργή έτσι, και την ετόνισε, λέγοντας: «Ουδέ έχω πολύτιμον την ζωήν μου, ως το να τελειώσω τον δρόμον μου μετά χαράς, και την διακονίαν την οποίαν έλαβον παρά του Κυρίου Ιησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιον της Χάριτος του Θεού.»—Πράξ. 20:18-24.
8 Φροντίζοντας για το έργο που του είχε ανατεθή στην Έφεσο, στην αρχή έκαμε μια σειρά δημοσίων Βιβλικών συναθροίσεων στη συναγωγή, και αυτό διήρκεσε τρεις μήνες περίπου. Ήταν απερίφραστος και δυνατός στην παρουσίασί του, και συγχρόνως ελάμβανε υπ’ όψι τη νοοτροπία εκείνων που αποτελούσαν το ακροατήριό του, διατυπώνοντας το άγγελμα με όρους που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να τους εννοήσουν. (1 Κορ. 9:20-23) Δεν παρεγνώριζε εκείνο που εδίδασκε ωσάν να ήταν το ίδιο με τη γαργαλίζουσα την ακοή διδασκαλία των κληρικών της Εφέσου, και γρήγορα έγινε καταφανής η διαίρεσις μεταξύ εκείνων που ήσαν σκληρόκαρδοι και εκείνων που ήθελαν να μάθουν· ο Παύλος, λοιπόν, επήρε εκείνους που ήθελαν να μάθουν, τους μαθητάς, σ’ έναν άλλο τόπο συναθροίσεως, και εκεί στην αίθουσα της σχολής του Τυράννου είχε συναθροίσεις μαζί τους κάθε μέρα επί δύο χρόνια. (Πράξ. 19:8-10) Συγχρόνως μετείχε στην από σπίτι σε σπίτι διακονία και τους εξεπαίδευε. Έχοντας στοργικό ενδιαφέρον γι’ αυτούς, όχι μόνο μετέδιδε σ’ αυτούς το ευαγγέλιο, αλλά και δαπανούσε δωρεάν τον εαυτό του προς χάριν των. Εκτελούσε τη διακονία του πλήρως.
9. (α) Ποια διάθεσι προς τη διακονία συνέστησε ο Παύλος στον Τιμόθεο, και γιατί; (β) Πώς μπορεί κανείς να ‘σώση εκείνους που του ακούουν’;
9 Την ίδια αναγνώρισι της σπουδαιότητος της πληρότητος σττη διακονία συνιστούσε ο Παύλος στον συνεργάτη του Τιμόθεο και σ’ εκείνους σήμερα που έχουν πίστι όμοια με την πίστι του Τιμοθέου: «Συ δε αγρύπνει εις πάντα, κακοπάθησον, εργάσθητι έργον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου κάμε πλήρη.» (2 Τιμ. 4:5) Δεν ενεθάρρυνε τον Τιμόθεο απλώς να έχη κάποια συμμετοχή στη διακονία, να είναι βέβαιος ότι μπορούσε να πη στο κυβερνών σώμα κάθε μήνα ότι εκήρυττε το ευαγγέλιο στη διάρκεια του μηνός αυτού. Η συμβουλή του ήταν πολύ ισχυρότερη απ’ αυτό: «Την διακονίαν σου κάμε πλήρη.» Γιατί; Επειδή στην υπόθεσι αυτή περιελαμβάνοντο ζωές. Ο Τιμόθεος το εγνώριζε καλά αυτό, επειδή όχι πολύν καιρό πριν απ’ αυτό, ο Παύλος είχε γράψει, νουθετώντας τον: «Πρόσεχε εις σεαυτόν και εις την διδασκαλίαν· επίμενε εις αυτά. Διότι τούτο πράττων, και σεαυτόν θέλεις σώσει και τους ακούοντάς σε.» (1 Τιμ. 4:16) Το ενδιαφέρον του έπρεπε να είναι για κάτι περισσότερο από τη δική του σωτηρία. Δεν έπρεπε να συμμετέχη στη διακονία απλώς με τη σκέψι ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο θ’ αποκτούσε σωτηρία. Επιμέλεια από μέρους του, πληρότης στη διακονία, θα εσήμαινε σωτηρία για άλλους οι οποίοι, ενώ θα ήταν δυνατόν να έχουν ακούσει το ευαγγέλιο, δεν θα είχαν τύχει αλλιώς της προσωπικής προσοχής που θα τους βοηθούσε να εκτιμήσουν τη σπουδαιότητά του και να ενεργήσουν σύμφωνα μ’ αυτό.
10. Ποια άποψι του έργου μεταξύ του τωρινού καιρού και του Αρμαγεδδώνος πρέπει να έχωμε;
10 Πόσο κατάλληλη για μας σήμερα είναι η συμβουλή που εδόθη στον Τιμόθεο! Τοποθετεί στην ορθή θέσι το έργο που βρίσκεται μπροστά μας μεταξύ του τωρινού καιρού και του Αρμαγεδδώνος. Μας βοηθεί ν’ αποφύγωμε την αίσθησι ότι έχομε «κάμει το μέρος μας» απλώς επειδή παρεδώσαμε μια έκθεσι υπηρεσίας αγρού για τον μήνα. Πόσο θα αστοχούσαμε να εκπληρώσωμε. τον σκοπό της χάριτος του Θεού αν απλώς εσημειώναμε τον χρόνο της διακονίας, παραδίδοντας εκθέσεις απλώς για να τηρούμε ένα υπόμνημα τακτικότητος, με βλέψι τη δική μας σωτηρία! Πρέπει να ‘νομίζωμεν σωτηρίαν την μακροθυμίαν του Κυρίου ημών’, όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για άλλους. (2 Κορ. 6:1· 2 Πέτρ. 3:15) Τώρα, στη διάρκεια του καιρού της «μεγάλης θλίψεως» που τελειώνει στη μάχη του Αρμαγεδδώνος, είναι η χρονική περίοδος που ο Ιεχωβά Θεός έθεσε κατά μέρος για να καλέση «εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών» ένα μεγάλο πλήθος που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αριθμήση, άτομα που θα ενωθούν στο ν’ αποδίδουν δημοσία σωτηρία στον Θεό και στο Αρνίον.—Αποκάλ. 7:9, 14.
11. Πώς η προσήλωσις τις προσοχής μας στον Ιεχωβά Θεό θα επηρεάση την υπηρεσία μας στις ημέρες που είναι μπροστά μας;
11 Με μια ώριμη άποψι του έργου που μας έδωσε ο Θεός να εκτελέσωμε, θα θέσωμε την καρδιά μας σ’ αυτό. Αγάπη για τον Θεό και επιθυμία να κατευθύνωμε άλλους στη λατρεία του θα μας εμπνεύση ζήλο. Όταν αντιμετωπίζωμε εναντίωσι, η συμμετοχή μας στη διακονία, που κάνει γνωστό το όνομα του Ιεχωβά, δεν θα κυβερνάται από την ανταπόκρισι που συναντούμε στις θύρες καθώς ενασχολούμεθα στην υπηρεσία. Δεν πρόκειται ν’ αποθαρρυνθούμε και να επιβραδύνωμε το βήμα επειδή η μεγάλη πλειονότης απορρίπτει τα αγαθά νέα. Μάλλον, η υπηρεσία μας θα ζωογονηθή από την αφοσίωσί μας στον Ιεχωβά Θεό· θα διεγερθή από το βάθος του αισθήματος της αγανακτήσεως που νοιώθομε για την ύβριν που επεσωρεύθη στο όνομά του από τον Διάβολο και τον ασεβή του κόσμο· θα εγκαρτερήσωμε λόγω της αγάπης μας για τη δικαιοσύνη, και θα εξακολουθήσωμε να αναζητούμε εκείνους που είναι ευγνώμονες για τα Θεία μέσα σωτηρίας. Αντί να είμεθα ικανοποιημένοι μ’ ένα τεκμήριο εκτελέσεως της υπηρεσίας μας, θα είμεθα άγρυπνοι σε όλες τις ευκαιρίες που είναι μπροστά μας και θα ζητούμε να επωφεληθούμε πλήρως από αυτά τα προνόμια υπηρεσίας.
12. (α) Ποια εξέτασι θα μπορούσαμε να κάμωμε ατομικώς για να καθορίσωμε πόσο πλήρεις είμεθα στην από σπίτι σε σπίτι διακονία; (β) Πώς μπορούμε να διδάξωμε με πραότητα ακόμη και τους ‘αντιφρονούντας’, και με ποιο πιθανόν αποτέλεσμα;
12 Μπορείτε μήπως να πήτε για τη διακονία σας στον τομέα που σας ανετέθη, όπως έλεγε ο Παύλος για τη δική του: ‘Έδωσα πλήρη μαρτυρία για το ευαγγέλιον’; Εκρατήσατε προσεκτικές σημειώσεις και εκάματε επανεπισκέψεις ώσπου μπορέσατε να έλθετε σε επαφή με άτομα σε κάθε σπίτι; Επανεπισκεφθήκατε αρκετά συχνά ώστε, σ’ ένα χρονικό διάστημα, να έλθετε σε επαφή με τα διάφορα μέλη κάθε οικογενείας; Επί πλέον, εδώσατε πλήρη μαρτυρία σ’ αυτούς για τη βασιλεία του Θεού; Μερικές φορές χρειάζεται πολλή υπομονή και πολλές επισκέψεις από μέρος σας προτού ένα άτομο σταματήση πραγματικά εκείνο που κάνει από αρκετόν καιρό για να προσέξη. Εν τω μεταξύ, με προσεκτική προπαρασκευή και λεπτότητα μπορείτε να είσθε ικανοί να παρουσιάσετε σε κάθε επίσκεψι έστω και ένα σημείο από την προετοιμασμένη ομιλία σας χρησιμοποιώντας ολίγες καλά διατυπωμένες προτάσεις. Είτε αναγνωρίζει ο οικοδεσπότης το επείγον της καταστάσεως είτε όχι, σεις ως διάκονος το αναγνωρίζετε. Γι’ αυτό το λόγο προσπαθείτε να διδάξετε με πραότητα «τους αντιφρονούντας· μήποτε δώση εις αυτούς ο Θεός μετάνοιαν, ώστε να γνωρίσωσι την αλήθειαν.» (2 Τιμ. 2:25) Μπορεί να συμβή, ώστε ο σπόρος της αληθείας που εσπάρη έτσι να μη φυτρώση πραγματικά ώσπου να περάσουν πολλοί μήνες ή ακόμη και χρόνια. Ίσως κάτι μπορεί να συμβή στη ζωή του ατόμου αυτού, στην κοινότητα ή στην εκκλησία του, που να το κάμη ν’ αρχίση να ‘στενάζη και βοά’ για τα βδελύγματα που βλέπει να γίνωνται. (Ιεζ. 9:4) Αυτό μπορεί να το καταστήση πιο επιδεκτικό για το άγγελμα της Βασιλείας, και τώρα που το επισκέπτεσθε είναι έτοιμο να προσέξη. Έντονο ενδιαφέρον για κείνους που βρίσκονται στην κοινότητα θα μας κάμη να εγκαρτερήσωμε στη διδασκαλία μας, κατανοώντας ότι οι περιστάσεις στη ζωή ενός ατόμου μπορεί να μεταβάλουν τη διάθεσί του, καθιστώντας δυνατόν για μας να το βοηθήσωμε στην οδό της σωτηρίας. Αυτό μας κάνει αγρύπνους στις πολλές ευκαιρίες που υπάρχουν για επανεπισκέψεις, ώστε να διεγείρωμε περαιτέρω εκτίμησι για τις Βιβλικές αλήθειες.
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥΜΕ
13. Πώς ένας μπορεί να δείξη ενδιαφέρον για κείνους που διακονεί;
13 Οι διάκονοι που έχουν ένα τέτοιο έντονο ενδιαφέρον για κείνους στους οποίους κηρύττουν, δεν λαμβάνουν μια απρόσωπη άποψι της διακονίας. Δεν σκέπτονται απλώς να δαπανήσουν δύο ή τρεις ώρες στην υπηρεσία όταν βγαίνουν, και όταν επιστρέφουν δεν μιλούν απλώς για τα έντυπα που διέθεσαν. Ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους, και αναζητούν άτομα καλής θελήσεως προς τον Θεό. Κατανοούν ότι ενασχολούνται σ’ ένα έργο που σώζει ζωές. Όταν ανακαλύπτουν ειλικρίνεια από μέρους του οικοδεσπότου, ακόμη και αν ο Διάβολος έθεσε φραγμούς φόβου, χρησιμοποιούν αποτελεσματικά την μάχαιραν του πνεύματος για ν’ αποκόψουν τα εμπόδια και κηρύττουν «ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους, και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις τους δεσμίους». (Ησ. 61:1) Ενώ δεν σπαταλούν χρόνον συζητώντας μ’ εκείνους που δεν δείχνουν σεβασμό για τα θεία πράγματα, δεν υποθέτουν ότι όλοι όσοι προβάλλουν μια αντίρρησι εναντιώνονται. Αλλά με λεπτότητα, χρησιμοποιώντας τις μεθόδους διδασκαλίας του Κυρίου Ιησού, συγκρατώντας τον εαυτό τους κάτω από κακές περιστάσεις, βρίσκουν πολλές ευκαιρίες να διδάξουν με πραότητα ακόμη κι εκείνους που στην αρχή δεν είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι και αντιφρονούν. Με τον καιρό αυτά τα άτομα μπορεί να έλθουν σε διανοητική ισορροπία και ν’ αποκτήσουν ακριβή γνώσι της αληθείας.—Ιωάν. 1:46-49· Πράξ. 9:1-22.
14. Ποια διάθεσι εξεδήλωσαν ο Ιησούς και ο Παύλος προς εκείνους στους οποίους εκήρυτταν;
14 Ο Ιησούς ήταν εξέχων στο στοργικό ενδιαφέρον που έδειχνε για κείνους τους οποίους διακονούσε. Δεν απεμάκρυνε τα παιδιά ως πάρα πολύ νέα για ν’ ακούσουν, ή τους πλουσίους ως πολύ υπερηφάνους για να είναι άξιοι του χρόνου του, ούτε παρέβλεψε τους πτωχούς και τους τυφλούς και τους αναπήρους. Η καρδιά του ήταν με τους ανθρώπους· «εσπλαγχνίσθη δι’ αυτούς, διότι ήσαν εκλελυμένοι και εσκορπισμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα.» (Ματθ. 9:36) Ακόμη και όταν ήταν κουρασμένος και είχε ανάγκη ν’ αναπαυθή λίγο, δεν απεμάκρυνε εκείνους που τον αναζητούσαν. Ο Παύλος, επίσης, ησθάνετο «ένθερμον αγάπην» για κείνους στους οποίους εκήρυττε. (1 Θεσ. 2:8) Πρέπει να έχωμε την ίδια άποψι.
15. Ποια πείρα καταδεικνύει την άποψι ενός ωρίμου Χριστιανού για τη διακονία;
15 Το αίσθημα αυτό κατεδείχθη καλά από μια σκαπανέα αδελφή, η οποία συμμετείχε στην υπηρεσία του αγρού καθ’ ον χρόνον επεσκέφθη μια φίλη σε μια άλλη εκκλησία. Στη διάρκεια της πρωινής υπηρεσίας συνήντησε μια νέα γυναίκα η οποία έδειξε κάποιο ενδιαφέρον και εδέχθη τα Βιβλικά έντυπα που της προσεφέρθησαν. Η αδελφή δεν είχε ευκαιρία να την επανεπισκεφθή, αφού ήταν εκεί για μια πολύ βραχεία μόνο επίσκεψι, αλλά η καρδιά της ήταν μ’ εκείνο το άτομο καλής θελήσεως και όταν επήγε στο σπίτι της άρχισε να γράφη σ’ αυτό για να το ενθαρρύνη να μελετά. Μια Γραφική μελέτη διεξήχθη ταχυδρομικώς, και ανεπτύχθη ενδιαφέρον τόσο γρήγορα ώστε η αδελφή σύντομα εκανόνισε να κάμη ένα ειδικό ταξίδι στο ίδιο μέρος για να δη τη νέα γυναίκα πάλι και να την φέρη σ’ επαφή με την τοπική εκκλησία. Αυτή τώρα συμμετέχει στην υπηρεσία η ίδια! Ασφαλώς η σκαπανεύς αυτή αδελφή δεν έβγαινε στην υπηρεσία απλώς για να μπορέση ν’ αναφέρη τον χρόνον που εδαπάνησε κηρύττοντας. Η επιθυμία της ήταν να τιμήση τον Ιεχωβά βρίσκοντας και τρέφοντας εκείνους που είχαν προβατοειδή διάθεσι απέναντί του. Έτσι ακριβώς βλέπει κάθε ώριμος διάκονος την υπηρεσία.
ΟΡΘΗ ΑΠΟΨΙΣ ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΣΕΩΣ
16. Μολονότι ένας μπορεί να είναι τακτικός μέτοχος στην υπηρεσία του αγρού, ποιο περαιτέρω βήμα απαιτεί ο Θεός, και γιατί;
16 Με το ότι βρήκαμε αυτά τα προβατοειδή άτομα και τα βοηθήσαμε να γίνουν διαγγελείς των αγαθών νέων της Βασιλείας, το έργο μας δεν ετελείωσε. Κανείς δεν πρέπει να φρονή ότι η συνταύτισις με την κοινωνία Νέου Κόσμου είναι αυτή καθ’ εαυτήν εξασφάλισις της θείας επιδοκιμασίας, ή ότι η συμμετοχή στη διακήρυξι του αγγέλματος της Βασιλείας είναι όλο εκείνο που απαιτεί ο Θεός για να επιζήση κανείς του Αρμαγεδδώνος. Καθόλου! Εφόσον δεν λέγει κανείς στον Θεό, ‘Το να σε υπηρετώ είναι ο σκοπός της ζωής μου. Χαίρω να πράττω το θέλημά σου, και η ζωή μου είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία σου, αδιάφορο τι μπορεί να συμβή’, η υπηρεσία του δεν είναι ολόψυχη. Ίσως δεν θέλει να αναλάβη την ευθύνη που συμβαδίζει με την αφιέρωσι στον Θεό, αλλ’ αποφεύγοντας τούτο δεν πρόκειται να είναι σε μια ευνοϊκώτερη θέσι. Αν κάποιος που θα μπορούσε να το κάμη αυτό δεν ακολουθή το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, κάνοντας αφιέρωσι να υπηρετή τον Θεό και συμβολίζοντάς την με κατάδυσι στο νερό, δεν είναι ακόμη στη στενή οδό που οδηγεί στη ζωή. Μ’ ένα τρόπο, έχει προσκολληθή στη σκέψι που χαρακτηρίζει τα μέλη των θρησκευτικών οργανώσεων του «Χριστιανικού κόσμου». Και αυτά, επίσης, δέχονται κάποιες αρχές της Βίβλου ως οδηγό στη ζωή. Αλλά επιφυλάσσουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να σύρουν τη γραμμή· κάθονται σαν κριταί του Θεού, λαμβάνοντας τις δικές των αποφάσεις ως προς τα πράγματα του λόγου Του που θέλουν να δεχθούν. Αν κανείς γνωρίζη τι απαιτεί ο Ιεχωβά, αλλ’ αποφασίζη στη δική του διάνοια ότι δεν είναι όλα αυτά αρκετά σπουδαία για να συμμορφωθή μ’ αυτά, τότε δεν έχει πραγματικά δεχθή τον Ιεχωβά ως Θεό του· πώς μπορεί, λοιπόν, να περιμένη ότι ο Θεός θα τον δεχθή για ζωή στον νέο κόσμο; Για κείνους που αστοχούν να εκτελέσουν ό,τι γνωρίζουν ότι απαιτεί ο Θεός, ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, λέγει: «Εις τον όστις λοιπόν εξεύρει να κάμνη το καλόν, και δεν κάμνει, εις αυτόν είναι αμαρτία.» (Ιακ. 4:17) Τέτοια άτομα έχουν ανάγκη της βοηθείας των ωρίμων για να λάβουν ορθή άποψι της υπηρεσίας των στον Θεό. Έχουν ανάγκη ν’ αποκτήσουν, όχι μόνο γνώσι του λόγου του Θεού, αλλά και εκτίμησι των απαιτήσεών του.
17. (α) Είναι η αφιέρωσις και το βάπτισμα εγγυήσεις επιβιώσεως στον νέο κόσμο; (β) Τι εξετάζει ο Θεός σ’ εκείνους που τον υπηρετούν;
17 Φυσικά, η αφιέρωσις και το βάπτισμα δεν αποτελούν αυτά καθ’ εαυτά εγγυήσεις ζωής στον νέο κόσμο. Όταν κάποιος κάμη αφιέρωσι, πρέπει να χρησιμοποιή τη ζωή του όπως υπεσχέθη στον Θεό. Κανείς δεν μπορεί να περιμένη να μπη στον νέο κόσμο «την τελευταία στιγμή», να το πούμε έτσι. Εκείνοι που προσπαθούν να μπουν με όσο το δυνατόν λιγώτερη υπηρεσία, έχουν ήδη παραβή την πιο μεγάλη εντολή. Ο Ιησούς, όταν ερωτήθηκε πάνω στο ζήτημα αυτό, είπε ότι, για ν’ αποκτήσης αιώνια ζωή, « “Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου, και εξ όλης της διανοίας σου”, και “τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.» (Λουκ. 10:25-27, ΜΝΚ) Ο Ιεχωβά Θεός, που είναι ο Κριτής μας, βλέπει περισσότερα από όσα βλέπουν οι άνθρωποι. «Ο Ιεχωβά εξετάζει πάσας τας καρδίας, και εξεύρει πάντας τους λογισμούς των διανοιών.» (1 Χρον. 28:9, ΜΝΚ) Γνωρίζει όχι μόνο εκείνο που κάνομε, αλλά και το ελατήριό μας. Γνωρίζει αν πραγματικά εντείνωμε την προσπάθειά μας με όλη μας την καρδιά στην υπηρεσία του και αν η αγάπη μας για τον πλησίον μας, η επιθυμία μας να τον ιδούμε ν’ αποκτά σωτηρία, είναι εξίσου μεγάλη όσο για τον εαυτό μας. Τώρα, προτού ο Θεός εκφέρη τελική κρίσι, είναι καιρός να εξετάσωμε την καρδιά μας, να ανασκοπήσωμε τη διακονία μιας, να δούμε αν έχομε την ορθή άποψι του ζωτικού έργου που ο Θεός μάς έδωσε να εκτελέσωμε.