‘Δεν Συμβουλεύθηκα Σάρκα και Αίμα’
Αφήγησις υπό Αιμιλίου Σραντζ
ΚΑΘΩΣ ανατρέχω στα πολλά χρόνια που πέρασα υπηρετώντας τον Ιεχωβά, διαπιστώνω ένα εξέχον γεγονός: «Δεν συνεβουλεύθην σάρκα και αίμα.» Νομίζω ότι αυτά τα λόγια του Χριστιανού αποστόλου Παύλου προς Γαλάτας 1:16 μπορούν να εφαρμοσθούν και σ’ εμένα. Γιατί; Διότι ευθύς από την αρχή της Χριστιανικής μου πορείας, καθώς και πολλές φορές στη ζωή μου, δεν συμβουλεύθηκα ούτε σάρκα ούτε αίμα, αλλά τον Θεό και τον Λόγο του.
Ως νεαρός όμως, πολύ λίγα εγνώριζα για τον Θεό. Μεγάλωσα στο βόρειο τμήμα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, που λέγεται Έσλινγκ· είμασταν γεμάτοι από δεισιδαιμονίες. Λόγου χάριν, οι προσευχές μας γίνονταν στον ‘Άγιο’ Αλμπίν για να προστατεύση τις αγελάδες από ασθένειες και στον ‘Άγιο’ Κέλσιο για να προλαμβάνη ατυχήματα και ασθένειες των αλόγων. Προσευχόμαστε επίσης και σ’ έναν ‘άγιο’ για την προστασία των χοίρων.
Ο πατέρας μου, που ήταν πολύ θρήσκος, μου είχε καλλιεργήσει την επιθυμία να γίνω παπάς. Είχα ήδη υπηρετήσει ως ‘παπαδάκι’ που βοηθούσα στις Λειτουργίες. Εν τούτοις, τα γεγονότα που επακολούθησαν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν κλονίσει την εμπιστοσύνη του πατέρα μου στους παπάδες. Όσο για μένα, μου είπαν ότι όταν θα έπαιρνα την πρώτη μου κοινωνία σε ηλικία δώδεκα ετών, ο Θεός θα μ’ επλησίαζε περισσότερο και θα ήταν η πιο θαυμάσια μέρα της ζωής μου. Ωστόσο, παρά την πλήρη προετοιμασία, η μέρα εκείνη μου έφερε μόνο ένα αίσθημα σαν να είχα μέσα μου κάτι άδειο. Η ίδια απογοήτευσις μου ήρθε όταν μ’ έχρισαν με μύρο· δεν είχα συλλάβει ούτε την παραμικρή εκδήλωσι του αγίου πνεύματος όπως μου είχαν υποσχεθή. Δεν είχα πια την επιθυμία να γίνω παπάς.
Πέρασαν χρόνια, και άρχισα να πίνω πολύ, παραστρατημένος από τους φίλους μου. Αλλά το έτος 1940, έκανα συνήθεια να επισκέπτωμαι έναν από τους αδελφούς μου κάθε Κυριακή. Πολύ συχνά συζητούσαμε τις μέρες τις νεότητας μας, και λέγαμε για την απογοήτευση που αισθανθήκαμε επειδή είχαμε άγνοια του Θεού και των βουλών του. Θέλαμε να μιλούμε για την Αγία Γραφή, την οποία ποτέ δεν είχαμε ιδεί και την οποία ο παπάς μόνον φαινόταν να είχε. Πολλές φορές ο αδελφός μου έλεγε: «Αν ο Θεός δεν έχη τίποτε άλλο να μας πη εκτός απ’ όσα διδάσκει ο παπάς, τότε δεν υπάρχει.» Προσέθετε και τα εξής: «Αν μπορούσαμε ν’ αποκτήσωμε μια πραγματική Γραφή!» Έως τότε μπορούσα να συμβουλεύωμαι μόνο σάρκα και αίμα. Πόσο ήθελα να έχω μια Γραφή και να βλέπω κατ’ ευθείαν τι προήλθε από τον Θεό!
ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ
Μετά από λίγες μέρες αφότου εκάναμε αυτή τη σκέψι στο 1933, ήλθε κάποιος στην πόρτα του σπιτιού του αδελφού μου. Ήταν ένας σπουδαστής των Γραφών, ένας μάρτυς του Ιεχωβά. Μιλούσε για τις προφητείες της Αγίας Γραφής. Αμέσως ο αδελφός μου τον ερώτησε από που μπορούμε να προμηθευθούμε ένα αντίτυπο της Αγίας Γραφής. «Μπορώ να σας φέρω ένα αντίτυπο απόψε μάλιστα,» απήντησε εκείνος.
Το ίδιο εκείνο βράδυ επανήλθε με δύο αντίτυπα της Καθολικής μεταφράσεως της Αγίας Γραφής, μαζί με διάφορα βιβλιάρια ως βοηθήματα για τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Την επόμενη Κυριακή ο αδελφός μου ήλθε σ’ εμένα με πρόσωπο που ακτινοβολούσε. «Ο Θεός μάς απήντησε,» είπε. «Έχομε την Αγία Γραφή!» Το να έχωμε την Αγία Γραφή ήταν σαν να είχαμε φωτιά στα χέρια μας· μας καταγοήτευε.
Εκείνη τη μέρα εξακολούθησα να διαβάζω την Αγία Γραφή ως πολύ αργά τη νύχτα. Τα γραφικά βιβλιάρια που άφησε εκείνος ο άνθρωπος, και που έφεραν τους τίτλους «Κρίσις,» «Ελευθερία για τους Λαούς,» «Που Είναι οι Νεκροί;» και «Ουρανός και Καθαρτήριον,» μου έκαναν επίσης εντύπωσι.
Το αποτέλεσμα αυτών που διάβασα, ήταν να παύσω να πίνω πολύ με τους φίλους μου. Τότε εκείνοι εστράφησαν εναντίον μου, με λόγια μοχθηρά για μένα. Πραγματικά σαρξ και αίμα με καταπολεμούσαν, αλλ’ ο Ιεχωβά είχε μπη τώρα στη ζωή μου μέσω του Λόγου του, της Αγίας Γραφής και ήταν νικητής.
Ο αδελφός μου πέθανε ύστερ’ από λίγες εβδομάδες, θύμα ατυχήματος στην εργασία του, κι έτσι έχασα εκείνον που θα ήταν ο στενός σύντροφος μου στην αλήθεια του Θεού. Είχα ανάγκη από άλλους στους οποίους να μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό άρχισα ν’ αναζητώ αληθινούς φίλους, εκείνους που συνεβουλεύοντο τον Ιεχωβά, αλλ’ αυτοί δεν ήσαν και τόσο κοντά. Συναθροίζονταν στο Άθος για μελέτη της Αγίας Γραφής, και αυτό εσήμαινε ένα ταξίδι περίπου δεκαπέντε μιλίων (εικοσιπέντε χιλιομέτρων) από τον τόπο που έμενα στο Κλέμανσυ. Παρακολουθούσα συναθροίσεις τόσο συχνά όσο επέτρεπε η εργασία μου.
Στο 1935 έγινε μια ολοήμερη συνέλευσις στις Βρυξέλλες. Την παραμονή της συνελεύσεως, ο αδελφός Ντελονού του γραφείου των Παρισίων της Εταιρίας Σκοπιά έδωσε την ομιλία περί βαπτίσματος, και το βάπτισμα έλαβε χώρα σε μια μπανιέρα στο υπόγειο του τμήματος της Εταιρίας. Ήμουν κι εγώ μεταξύ εκείνων που βαπτίσθηκαν. Την άλλη μέρα χαρούμενος έλαβα μέρος στην υπηρεσία του αγρού, και το απόγευμα περίπου δύο χιλιάδες άτομα, πολλών και διαφόρων εθνικοτήτων, παρευρέθηκαν στη συνέλευσι.
ΜΟΝΟΣ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙ
Οι παγκόσμιες συνθήκες έφθασαν σε πυρετώδη βαθμό με την προσέγγισι του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ουδέτερη και μη συμβιβαστική στάσις των μαρτύρων του Ιεχωβά επροξένησε αύξησι της εναντιώσεως. Εγώ μιλούσα με ολοένα αυξανόμενο θάρρος για τον Θεό και τους σκοπούς του, αλλ’ αυτό μου επέφερε εναντίωσι και δυσχέρειες. Στο 1935 έπρεπε να λάβω μια απόφασι: ή να κλείσω το στόμα μου και να διατηρήσω την εργασία μου σ’ ένα αρτοποιείο ή να μιλώ με θάρρος και να τη χάσω. Έκαμα την εκλογή μου χωρίς να συμβουλευθώ γονέα ή φίλο ή και άλλους Μάρτυρας ακόμη. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχαν άλλοι κοντά μου στους οποίους να έχω εμπιστοσύνη. Είχα τον Ιεχωβά και τον Λόγο του. Απεφάσισα ν’ αφοσιωθώ πλήρως στον Λόγο του και να συνεχίσω ενόσω είχα ψωμί και νερό.
Έγραψα λοιπόν στο τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά, υποβάλοντας μια αίτησι να γίνω σκαπανεύς διάκονος, δηλαδή ολοχρόνιος κήρυξ του Λόγου του Θεού. Μετά από λίγες εβδομάδες έφυγα από το μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου για να κηρύττω σε μια περιοχή που συνώρευε με το Λουξεμβούργο το (Βέλγιο). Μόνος και με το ποδήλατο εκάλυψα όλη τη δασώδη ορεινή χώρα που λέγεται «Αρδέννες,» έχοντας εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Η περιοχή ήταν σκληρή και ο λαός ήταν σε πνευματικό σκοτάδι. Λίγες οικογένειες ήσαν διατεθειμένες να με δεχθούν, αλλά με τον καιρό τρεις ή τέσσερις άνοιξαν τα σπίτια τους για να μου παρέχουν προσωρινό κατάλυμα από καιρό σε καιρό.
Το 1937 η Εταιρία μου έκδωσε ένα διακονικό σύντροφο. Μας ανετέθη να κηρύττωμε τα’ αγαθά νέα στην Αμβέρσα, μια μεγάλη Βελγική πόλι. Με τη βοήθεια του συντρόφου μου, Αντρέ Βοζνιάκ, έμαθα να ζω οικονομικά και ν’ αρκούμε στ’ απαραίτητα, για να παραμείνω στην ολοχρόνιο διακονία. Μπορούσαμε να ζούμε εκείνο τον καιρό με δέκα Βελγικά φράγκα την ημέρα, και να είμεθα υγιείς και ευτυχείς. Ήμεθα χαρούμενοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά
Το κήρυγμα της αληθείας του Θεού στην Αμβέρσα δεν ήταν χωρίς προβλήματα, διότι ο κλήρος έλαβε υπό σημείωσιν την ακούραστη δράσι μας και προσπάθησε να την σταματήση μέσω της αστυνομίας. Το σενάριο ήταν πάντοτε το ίδιο: Η αστυνομία μας συνελάμβανε με την αιτιολογία ότι ήμεθα μικροπωληταί χωρίς άδεια. Γενικά, αφού δίναμε εξηγήσεις για τη νομιμότητα της αποστολής μας ως κηρύκων, η υπόθεσις έκλεινε άλλα είχαμε την ευκαιρία να δίνωμε μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού ενώπιον διαφόρων αρχών.
Η εισβολή των Ναζιστών στο Βέλγιο στο έτος 1940 ετερμάτισε την ελευθερία μας να κηρύττωμε δημοσία τον Λόγο του Θεού. Στη διάρκεια των πρώτων ημερών του πολέμου πήγα στο τμήμα της Εταιρίας στις Βρυξέλλες για να πάρω λίγα χαρτοκιβώτια με εκδόσεις της Γραφής για να προλάβω την κατάσχεσί των. Αυτά επρόκειτο ν’ αποδειχθούν πολύ χρήσιμα σ’ εμάς αργότερα.
ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Σε λίγο η Γκεστάπο, η μυστική αστυνομία των Ναζί, άρχισε να μας κυνηγά. Ο σύντροφος μου διωρίσθηκε επίσκοπος ζώνης για να επισκέπτεται τις εκκλησίες και να τις εποικοδομή. Η Γκεστάπο προσπαθούσε να τον συλλάβη, και μια μέρα, που εγώ απουσίαζα, ήλθαν στο κατάλυμα μου. Η ιδιοκτήτρια, μια πρόσφατα βαπτισμένη αδελφή στην αλήθεια του Θεού, προειδοποιήθηκε ότι θα εφυλακίζετο αν δεν ειδοποιούσε την αστυνομία όταν θα επέστρεφα. Όταν έφθασα στην κατοικία, εκείνη μου είπε τι συνέβη. Την παρεκάλεσα να μ’ αφήση να φύγω και να ειδοποιήσω τους Χριστιανούς αδελφούς μου και ότι κατόπιν θα επέστρεφα. Ειδοποίησα αρκετές οικογένειες, άφησα ένα χαρτοκιβώτιο με βιβλία της Γραφής σ’ ένα ασφαλή κρυψώνα και κατόπιν επέστρεψα, γνωρίζοντας τι έπρεπε ν’ αναμένω.
Κανένα δεν είχα να με συμβουλεύση τι ακριβώς να κάμω. Αλλά ήθελα να κρατήσω τον λόγο μου και να μη δημιουργήσω προβλήματα για τη νέα μάρτυρα. Η Γκεστάπο ήλθε και με συνέλαβε. Με ανέκριναν για να λάβουν στοιχεία για τον σύντροφό μου. Τους είπα ότι είχε πάει να ιδή την «οικογένεια» του. Ο ανακριτής μου φάνηκε πως βρήκε λογική την απάντησί μου. Κατόπιν, μου έδειξαν καταλόγους που περιείχαν ονόματα Μαρτύρων και ζητούσαν να γνωρίσουν που ήσαν. Εγώ προτίμησα να μιλήσω για τα ονόματα εκείνων οι οποίοι ή ήσαν πεθαμένοι ή είχαν φύγει από τη χώρα. Όσο για τα άλλα ονόματα, είπα ότι εγνώριζα πολλούς εξ όψεως μόνον αλλ’ όχι τα ονόματα τους. Ύστερ από μια τετραήμερη κράτησι στην Αμβέρσα, με μετέφεραν σε μια φυλακή στις Βρυξέλλες.
Η Γκεστάπο απεφάσισε να μην με απολύση ώσπου να δώσω πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψι του συντρόφου μου. Εν τούτοις, μετά από σαράντα μέρες απολύθηκα. Στη διάρκεια όλης της ανακρίσεως από τη Γκεστάπο, εξετίμησα πάρα πολύ τη γνώσι του Θεού και του Λόγου του που είχα αποκτήσει, διότι έπρεπε να λάβω πολλές σπουδαίες αποφάσεις, χωρίς να συμβουλευθώ σάρκα και αίμα.
Όταν απολύθηκα έκρινα ότι θα ήταν πιο φρόνιμο να εγκαταλείψω την περιοχή εκείνη όπου με παρακολουθούσαν από κοντά. Επέστρεψα στις Αρδέννες. Από τότε και ως το τέλος του πολέμου, μου είχαν ανατεθή διάφορα καθήκοντα: Επίσκοπος περιοχής, μεταφραστής και (ετυπώναμε τη Σκοπιά στη Γαλλική, στη Φλαμανδική, στη Γερμανική, στην Πολωνική, στη Σλοβένικη και κάποτε στην Ιταλική). Ήταν πάντοτε επικίνδυνο και γι’ αυτό έπρεπε συνεχώς ν’ αγρυπνούμε, έτοιμοι να λάβωμε γρήγορες αποφάσεις. Σε τέτοιους καιρούς, ένας άνθρωπος αισθάνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ολοτελή του εξάρτησι από τον Ιεχωβά και την ανάγκη να στηρίζεται σ’ αυτόν βήμα προς βήμα αυτό και έκαμα. Συνήθιζα να ζητώ τη συμβουλή του με προσευχή, και ποτέ δεν εζήτησα ματαίως βοήθεια.
Επειδή δεν είχα άδεια εργασίας, που απαιτούσαν οι Γερμανικές αρχές, διέτρεχα τον κίνδυνο να εκτοπισθώ στη Γερμανία για να κάνω καταναγκαστικά έργα. Μια ένδειξις, όμως του δελτίου ταυτότητος μου, με έκανε να μπορέσω πολλές φορές να ξεφύγω από μια δύσκολη θέσι. Το επάγγελμα μου ήταν εγγεγραμμένο ως «ιεραπόστολος.» Έτσι, όταν μια φορά με συνέλαβαν σ’ ένα στρατιωτικό έλεγχο να μεταφέρω απαγορευμένα έντυπα της Γραφής, ένας στρατιώτης μου ζήτησε την άδεια εργασίας μου. Του απήντητα ότι δεν είχα ανάγκη τέτοιας αδείας, διότι ήμουν ιεραπόστολος και γι’ αυτό ήμουν ελεύθερος. Ένας άλλος στρατιώτης συνεφώνησε ότι δεν είχα ανάγκη από άδεια εργασίας. Κατόπιν με ερώτησε τι μετέφερα. Ήταν το βοήθημα Γραφικής μελέτης με τίτλο «Παιδιά,» που είχε τυπωθή κρυφά στις Βρυξέλλες. Του είπα ότι ήταν ένα θρησκευτικό βιβλίο, εφιστώντας την προσοχή του στα εδάφια της Γραφής, και αυτός έμεινε ικανοποιημένος.
Δεν μπόρεσα να επιτύχω ένα δελτίο τροφίμων από τις αρχές, διότι δεν μπορούσα να ριψοκινδυνεύσω την εγγραφή μου σε κάποιο Δημαρχείο του Βελγίου. Εν τούτοις, δεν πείνασα διότι η αγάπη των Χριστιανών αδελφών μου ήταν αξιοσημείωτη. Μολονότι αυτοί οι ίδιοι δεν είχαν παρά μόνον τα απολύτως αναγκαία προς ζωήν, εθυσίαζαν μερικά δελτία τροφίμων που τα έδιδαν στους Μάρτυρας που ήσαν υπεύθυνοι να τα μαζεύουν για τους Χριστιανούς αδελφούς των που κρύβονταν από τη Γκεστάπο. Ένα ωραίο καρόττο μ’ ένα κομμάτι ψωμί και ήμουν ευχαριστημένος για το γεύμα μου. Είχα καλλιεργήσει τη στάσι που εξέφρασε ο απόστολος Παύλος: «Έμαθον να ήμαι αυτάρκης εις όσα έχω.» (Φιλιππ. 4:11) Τα καταλύματα ήσαν διάφορα· κάποτε ήσαν πάνω στα χορτάρια, σε αχυροστρώματα στο έδαφος ή σ’ ένα πάγκο του σιδηροδρομικού σταθμού.
Το ποδήλατο μου ήταν πάντοτε το πιο ασφαλές μέσον μεταφοράς διότι έτσι μπορούσα πιο εύκολα ν’ αποφεύγω τα πλήθη και τις ομάδες αναζητήσεως. Φυσικά, τα ταξίδια των εξήντα μιλίων (100 χιλιομέτρων) ή περισσοτέρων δεν ήσαν πάντοτε εύκολα, ιδιαίτερα στις Αρδέννες στο δριμύ ψύχος του χειμώνα πάνω σε χιονισμένους ή παγωμένους δρόμους. Αλλά είχαμε πολλή χαρά μεταφέροντας πνευματική τροφή στους Χριστιανούς αδελφούς μας, και η εκτίμησίς των πολύ μας αντάμειβε για τις δυσχέρειες και τους κινδύνους που υπήρχαν. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειες του λαού του, διότι από 100 που ήμαστε στο Βέλγιο το 1940, αυξηθήκαμε σε περισσότερους από 600 ως το τέλος του πολέμου.
ΟΧΙ ΠΙΑ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ
Μετά το τέλος της κατοχής, μου ανετέθη τα καθήκον να βοηθήσω στην αναδιοργάνωσι των εκκλησιών του λαού του Ιεχωβά. Όταν αυτό το έργο της αναδιοργανώσεως συμπληρώθηκε, με προσεκάλεσαν να διαλέξω μια περιοχή όπου δεν εγίνετο έργο κηρύγματος, και να υπηρετήσω εκεί ως ειδικός σκαπανεύς διάκονος. Εδιάλεξα την πόλι Αρλόν, ένα προπύργιο των Ιησουιτών προς νότον των Αρδεννών. Πήγα εκεί μόνο με το ποδήλατο μου, δυο βαλίτσες και ένα φορητό γραμμόφωνο που περιείχε ηχογραφημένες Γραφικές ομιλίες.
Άρχισα να επισκέπτωμαι τους ανθρώπους. Τότε ακριβώς το περιοδικό Παρηγορία (που τώρα λέγεται Ξύπνα!) εδημοσίευε άρθρα που εξέθεταν τους κληρικούς. Περιττεύει να πω ότι η δράσις μου έθεσε την πόλι σε αναβρασμό, αλλ’ εγώ είχα σκληραγωγηθή από τα χρόνια του πολέμου και ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω το κήρυγμα. Έγινε πρόοδος, και τελικά μια ενδιαφερόμενη οικογένεια προσέφερε την κατοικία της για μια ομαδική μελέτη Σκοπιάς.
Ένας αρκετός αριθμός γυναικών της περιοχής έδειξαν ενδιαφέρον για μια Γραφική μελέτη. Παρεκάλεσα, λοιπόν, μια Χριστιανή αδελφή που ήταν χήρα και ολοχρόνιος κήρυξ να με βοηθήση σ’ αυτές τις Γραφικές μελέτες. Αργότερα παντρευτήκαμε, και αυτή έγινε μόνιμη σύντροφος μου στη διακονία. Σε ηλικία σαράντα πέντε ετών, έμαθε να οδηγή ποδήλατο για να διεξάγη την υπηρεσία σκαπανέως. Αυτός συνεχίσθηκε να είναι ο τρόπος της μεταφοράς μας ως το έτος 1958. Μπορούσαμε να βοηθούμε πολλά άτομα της περιοχής, και σήμερα υπάρχει μια ευημερούσα εκκλησία σ’ αυτή την πόλι, καθώς και άλλη μια εκκλησία εκεί κοντά.
Αργότερα η Εταιρία μου ανέθεσε να επισκέπτωμαι εκκλησίες ως επίσκοπος περιοχής. Εκτός από την κάλυψι τριών Βελγικών επαρχιών περιελήφθη και το Μέγα Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Η εναντίωσις ήταν Ιδιαίτερα σκληρή στο Μέγα Δουκάτο. Οι αρχές έκαναν τη ζωή μας σκληρή, συλλαμβάνοντας μας συχνά. Κάθε φορά που μας συνελάμβαναν μας κρατούσαν τα ποδήλατα και τις τσάντες με τα βιβλία μας. Οι Χριστιανοί αδελφοί μας εφροντιζαν τότε για να έχωμε άλλα εφόδια και κατόπιν ξαναρχίζαμε. Τελικά η υπόθεσις εφέρθη ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, και η απόφασις ήταν υπέρ ημών, Όλα τα κατασχεμένα πράγματα μας επεστράφησαν.
Αργότερα μας προσεκάλεσαν να διαλέξωμε μια άλλη περιοχή στην οποία να κηρύττωμε, μια περιοχή όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Προτιμήσαμε την Μαρς αν Φαμέν, που είναι επίσης στις Αρδέννες. Αναχωρήσαμε για τον τόπο του διορισμού μας, πεπεισμένοι ότι θα βρίσκαμε κατάλυμα πριν από το σουρούπωμα. Αλλά τίποτα δεν βρήκαμε. Επιστρέψαμε λοιπόν στον σιδηροδρομικό σταθμό, οπότε ξαφνικά είδαμε να μας πλησιάζη μια κυρία. Μας ερώτησε δεν είμεθα αυτοί που αναζητούσαν κατάλυμα· είχε ακριβώς εκείνο που εχρειαζόμεθα. Ξεκινήσαμε πάλι από την αφετηρία.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, μπορούσαμε ν’ αρχίζωμε Γραφικές μελέτες, αλλά χρειάσθηκε μεγάλη εγκαρτέρησις διότι πέρασαν οκτώ χρόνια σκληρής εργασίας ώσπου η κουζίνα μας έγινε πολύ μικρή για να χωράη συναθροίσεις. Εν τούτοις, το θεμέλιο είχε τεθή, και η εκκλησία μεγάλωνε. Έτσι, στο 1967, διωρισθήκαμε σε άλλη περιοχή—Αγουάιγ και τα περίχωρα της, κοντά στη Λιέγη.
Είχαμε πάλι το προνόμιο να βοηθήσωμε να σχηματισθή μια εκκλησία σχεδόν από το μηδέν. Τελικά η εκκλησία προώδευσε αρκετά ώστε να εγκατασταθή σε κατάλληλο οίκημα στη διάρκεια του 1972.
Στην αρχή του 1971, η υγεία της συζύγου μου ξαφνική έπαθε. Επλήγη αμείλικτα από καρκίνο. Υπήρξε η πιστή μου σύντροφος επί είκοσι πέντε χρόνια, μετέχοντας μαζί μου στις θλίψεις και στις θυσίες για να λάμψη το φως της αληθείας του Θεού στο Λουξεμβούργο.
Όπως και ο απόστολος Παύλος, που είχε περάσει πολλές δυσκολίες αλλ’ ο οποίος είχε συναίσθησι της επιδοκιμασίας του Ιεχωβά, είμαι κι εγώ ευτυχής που ήμουν στην ολοχρόνιο υπηρεσία τόσα χρόνια. Δεν λυπούμαι που δεν συμβουλεύθηκα σάρκα και αίμα προτού λάβω την απόφασί μου να υπηρετήσω τον Ιεχωβά με όλη τη ζωτική μου δύναμι. Αν έπρεπε ν’ αρχίσω πάλι από την αρχή, θα έπαιρνα το ποδήλατο μου και θα ξεκινούσα για να κηρύττω τον Λόγο του Θεού όπως έκανα και στο 1936. Ο Ιεχωβά με γενναιοδωρία εφρόντισε για όλες μου τις ανάγκες. Η επιθυμία μου είναι να παραμείνω πιστός στο καθήκον που μου έχει αναθέσει.