Σπορά των Σπόρων του Ευαγγελίου σ’ ένα Πολεμόπληκτο Κόσμο
«Διά την ελπίδα. . .την οποίαν προηκούσατε εν τω λόγω της αληθείας του ευαγγελίου, το οποίον ήλθεν εις εσάς, καθώς και εις όλον τον κόσμον· και καρποφορεί, καθώς και εις εσάς.»—Κολ. 1:5, 6
1. Ποια δύο είδη σπόρων σπείρονται σ’ όλον τον κόσμο, και από ποιους;
ΣΕ ΟΛΟΝ τον κόσμο σήμερα σπείρονται δύο ειδών σπόροι—ο σπόρος του ευαγγελίου, δηλαδή των αγαθών νέων μιας διαρκούς ειρήνης και ο σπόρος της πολεμικής προπαγάνδας. Ο δεύτερος σπόρος σπείρεται από την πλειονότητα, ενώ ο πρώτος σπείρεται από την μειονότητα.
2. (α) Ποιος νόμος λειτουργεί εν σχέσει με ό,τι σπείρεται, όχι μόνο στον κατά γράμμα αγρό, αλλά και στις διεθνείς υποθέσεις; (β) Ποιος κανών, όπως αναφέρεται από τον Παύλο, αποδεικνύεται αληθινός εν σχέσει με τη σπορά των σπόρων του ευαγγελίου;
2 Τα ωπλισμένα έθνη ασχολούνται με τη σπορά του σπόρου της πολεμικής προπαρασκευής. Τόσο στον τομέα της αγροτικής καλλιεργείας όσο και στον τομέα των διεθνών σχέσεων παρατηρείται πάντοτε ότι εκείνο που σπείρεται αναπαράγεται, δηλαδή παράγει το δικό του είδος. Αυτό αληθεύει αφότου ο πρώτος άνθρωπος ανέλαβε τη γεωργία. (Γεν. 3:17-19· 4:1, 2· 1:11, 12· 9:20) Αυτός ο νόμος λειτουργεί επίσης αδιάκοπα στη ζωή των εθνών. Η θεία προφητεία υπήρξε αληθινή σε πολλά έθνη, και όχι μόνο στον αρχαίο Ισραήλ: «Επειδή έσπειραν άνεμον, διά τούτο θέλουσι θερίσει ανεμοστρόβιλον.» (Ωσηέ 8:7) Αφού η πλειονότης των ανθρώπων ασχολείται με τη σπορά του σπόρου της πολεμικής προπαρασκευής, τι συμβαίνει με τη σπορά του ευαγγελίου της ειρήνης; Μπορεί να ευδοκιμήση και να παραγάγη καρπό και αύξησι; Ναι, διότι κατ’ επανάληψιν έχει αποδειχθή ότι είναι ένας αλάνθαστος κανών ότι ‘εκείνο που θα σπείρη ο άνθρωπος αυτό και θα θερίση.’ (Γαλ. 6:7) Έτσι το καθώρισε ο Δημιουργός του ανθρώπου.
3. (α) Πότε άρχισε αυτό το έργον της σποράς του ειρηνικού σπόρου του ευαγγελίου; (β) Ποια απόφασι για τη σπορά πρέπει να λάβωμε σ’ αυτόν τον πολεμόπληκτο εικοστό αιώνα;
3 Σήμερα εκείνοι που σπείρουν τον σπόρο των αγαθών νέων, δηλαδή του ευαγγελίου της διαρκούς ειρήνης, συνεχίζουν πραγματικά ένα έργον που είχε αρχίσει πριν από δεκαεννέα αιώνες. Συνεχίζουν τώρα το έργο των αυτό σε τέτοια κλίμακα που δεν είναι δυνατόν παρά να το παρατηρήση όλος ο κόσμος. Εκείνο που είχαν δοκιμάσει οι σπορείς τον πρώτο αιώνα μ.Χ. το δοκιμάζουν και οι σημερινοί σπορείς σ’ αυτόν τον πολεμόπληκτο εικοστόν αιώνα. Εκείνοι που αγαπούν μια διαρκή ειρήνη στη γη πρέπει να ενδιαφέρονται. Αλλά πρέπει όλοι ν’ αποφασίσωμε αν θα φροντίσωμε να είμεθα σπορείς πολεμικής προπαγάνδας ή σπορείς ειρηνικών αγαθών νέων. Η απόφασίς μας θα προσδιορίση τις συνέπειες που θα έχωμε.
4, 5. (α) Στην δεκαετία του 60 του πρώτου αιώνος μ.Χ. ποια θρησκευτικώς συγκλονιστική καταστροφή επλησίαζε; (β) Έχοντας υπ’ όψιν αυτή την καταστροφή, τι είπε ο Ιησούς ότι θα έφερνε παρηγοριά στους Ιουδαίους που θα το εδέχοντο;
4 Στη διάρκεια της δεκαετίας του 60 του πρώτου αιώνος μ.Χ. η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη με εξημμένο αίσθημα εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή στη Ρωμαϊκή επαρχία της Ιουδαίας. Υπέβοσκε ο στασιασμός εναντίον της κατοχής και της κυριαρχίας της χώρας εκείνης από τις Ρωμαϊκές στρατιές υπό τον ειδωλολάτρη Ρωμαίο κυβερνήτη. Το βίαιο τέλος της ιεράς πόλεως της Ιερουσαλήμ επλησίαζε. Η πόλις εκείνη, ως κέντρον της Ιουδαϊκής λατρείας, ήταν στον καιρό του τέλους της. Η γενεά των Ιουδαίων στους οποίους απευθύνετο ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στη διάρκεια της δημοσίας διακονίας του στη γη ήταν εκείνη για την οποία είχε πει ότι δεν θα παρήρχετο ώσπου να καταστραφή η Ιερουσαλήμ και ο μεγαλοπρεπής ναός της. (Ματθ. 24:34, 1-22) Η ιστορία αναγράφει ότι η τρομερή αυτή καταστροφή επήλθε στο θλιβερό έτος 70 μ.Χ. Υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να συγκρατήση τους Ιουδαίους από το να θλίβωνται υπερβολικά για μια τέτοια θρησκευτικά συγκλονιστική καταστροφή; Ναι! Υπήρχε! Υπήρχε μόνο ένα πράγμα που θα μπορούσε να παρηγορήση μια Ιουδαϊκή καρδιά, αρκεί να το δεχόταν αυτό η Ιουδαϊκή καρδιά. Τι ήταν αυτό; Ο Ιησούς Χριστός το ανέφερε όταν έδωσε τη θαυμαστή προφητεία του για το τέλος του Ιουδαϊκού συστήματος πραγμάτων εκεί στη Μέση Ανατολή. Αυτό το παρηγορητικό ευχάριστο πράγμα το είπε ο Ιησούς αφού μίλησε για τους διωγμούς που θα επήρχοντο στους πιστούς μαθητάς του. Είπε τα εξής:
5 «Ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή. Και θέλει κηρυχθή τούτο το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.»—Ματθ. 24:13, 14.
6. Τι είδους νέα διεκήρυττε ο Ιησούς, και για ποια βασιλεία μίλησε;
6 Η φοβερή καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της αποτελούσε σπαρακτικά νέα στους Ιουδαίους όλου του κόσμου που θεωρούσαν ακόμη εκείνη την επίγεια πόλι ως το θρησκευτικό τους κέντρο. Γι’ αυτούς ήταν τα χειρότερα νέα. Αλλά οι πληροφορίες που διεκήρυξε ο Ιησούς Χριστός σε όλη την επίγεια διακονία του ήσαν αγαθά νέα, ευαγγέλιο! Αλλά ευαγγέλιο ή αγαθά νέα ποιας βασιλείας; Δεν ήταν η βασιλεία που είπε ο Ιησούς Χριστός ότι θα εγείρετο εναντίον βασιλείας τον ίδιο καιρό που έθνος θα εγείρετο εναντίον έθνους, για ν’ ακολουθήσουν πείνες, λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους. Ήταν η μόνη βασιλεία την οποία διεκήρυξε και την οποία συνιστούσε ο Ιησούς. Ήταν η βασιλεία που ανέφερε στην ίδια αυτή προφητεία, ονομάζοντάς την «βασιλείαν των ουρανών.» (Ματθ. 24:7· 25:1) Ο Ιησούς προείπε τα σημεία της εγγύτητός της, λέγοντας στην ίδια προφητεία: «Ούτω και σεις, όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, εξεύρετε ότι είναι πλησίον η βασιλεία του Θεού.»—Λουκ. 21:10, 31.
7. (α) Πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, τι έπρεπε να εκπληρωθή από τους μαθητάς του Χριστού; (β) Γιατί η καταστροφή της Ιερουσαλήμ δεν συνεκλόνισε τους Χριστιανούς, αφήνοντας τους απελπισμένους;
7 Ώστε ακόμη και πριν από την καταστροφή της επιγείου Ιερουσαλήμ στο έτος 70 μ.Χ. λόγω της εξεγέρσεώς της εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, «τούτο το ευαγγέλιον» της βασιλείας του Θεού, της βασιλείας των ουρανών, επρόκειτο να κηρυχθή σε όλη την οικουμένη προς μαρτυρίαν σε όλα τα έθνη που ήσαν μέσα και έξω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Με ποιο αποτέλεσμα; Όταν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες κατεδάφισαν την Ιερουσαλήμ και το ναό, αυτό δεν συνεκλόνισε τους Χριστιανούς που πίστευαν στον Θεό, ούτε και τους εκχριστιανισμένους Ιουδαίους. Αυτοί στην πραγματικότητα ανέμεναν την καταστροφή εκείνη. Οι εκχριστιανισμένοι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ και όλης της λοιπής επαρχίας της Ιουδαίας ενήργησαν σύμφωνα με τη συμβουλή που δόθηκε στην προφητεία του Ιησού· έφυγαν από την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ όσο μπορούσαν γρηγορώτερα μετά την προσωρινή πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τις Ρωμαϊκές στρατιές το έτος της Ιουδαϊκής επαναστάσεως, το 66 μ.Χ. (Ματθ. 24:15-22· Λουκ. 21:20-24· Μάρκ. 13:14-20) Εγνώριζαν ότι η ερήμωσις της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ δεν εσήμαιναν την καταστροφή της «βασιλείας των ουρανών,» της «βασιλείας του Θεού.» Καμμιά επίγεια πόλις δεν εκπροσωπούσε πια τη βασιλεία του Θεού γι’ αυτούς. Αυτοί έθεταν την ελπίδα τους στην ουράνια βασιλεία του Θεού που επρόκειτο να έλθη, και στην οποία θα μετείχαν.
8. (α) Σε ποια βασιλεία είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη οι Χριστιανοί, και πώς κατεδείχθη αυτό ως το τέλος του πρώτου αιώνος; (β) Για ποιους δόθηκε έτσι ένα υπόδειγμα δράσεως;
8 Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ τούς γέμισε με περισσότερη εμπιστοσύνη από κάθε άλλη φορά στην αληθινή Μεσσιανική βασιλεία του Θεού. Είναι αποδεδειγμένο ότι αυτοί εξακολούθησαν να διακηρύττουν τα αγαθά νέα της βασιλείας εκείνης ως το τέλος εκείνου του πρώτου αιώνος, παρά τον άγριο διωγμό που υπέστησαν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Χριστιανός απόστολος Ιωάννης που πέθανε το 100 μ.Χ. περίπου, έλαβε την Αποκάλυψι (το βιβλίο που παρατίθεται τελευταίο στην Αγία Γραφή) λίγο πριν από τον θάνατό του. Στο πρώτο κεφάλαιο γράφει: «Εγώ ο Ιωάννης, ο και αδελφός σας, και συγκοινωνός εις την θλίψιν και εις την βασιλείαν και την υπομονήν του Ιησού Χριστού, ήμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω, διά τον λόγον του Θεού, και διά την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού.» (Αποκάλ. 1:9) Ως εκείνον τον καιρό το «ευαγγέλιον της βασιλείας» είχε κηρυχθή σε όλη την οικουμένη προς μαρτυρίαν σε όλα τα έθνη σε μεγαλύτερη ακόμη έκτασι απ’ όση αυτό το ευαγγέλιο είχε κηρυχθή πριν από το τέλος της Ιερουσαλήμ στο έτος 70 μ.Χ. Έτσι η προφητεία του Ιησού για το παγκόσμιο κήρυγμα του ευαγγελίου της Μεσσιανικής βασιλείας του Θεού δεν απέτυχε. Αυτό το γεγονός έθεσε το υπόδειγμα για παρόμοιο κήρυγμα ‘τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας’ στο σημερινό μας τέλος του συστήματος πραγμάτων, στο οποίο εφαρμόζεται η προφητεία του Ιησού σε μια αποκορυφωτική έννοια.
«ΑΥΞΗΣΙΣ ΣΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»
9, 10. (α) Από ποιον και πώς πιστοποιήθηκε η παγκόσμια κήρυξις του ευαγγελίου πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ; (β) Πώς ο απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του περιέλαβε τον εαυτό του με την άγνωστη εκκλησία;
9 Το γεγονός ότι το προειπωμένο κήρυγμα του ευαγγελίου της βασιλείας εκπληρώθηκε πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ στο έτος 70 μ.Χ. πιστοποιήθηκε πολλά χρόνια πριν από την Ιουδαϊκή συμφορά. Πιστοποιήθηκε από ποιον; Από τον Χριστιανό απόστολο Παύλο. Κατά το έτος 60 ή 61 μ.Χ. ο Παύλος βρισκόταν με Ρωμαϊκή φρούρησι σ’ ένα ιδιωτικό σπίτι της Ρώμης και με δεσμά. Στη διάρκεια της διετούς ή μακρότερης κρατήσεώς του εκεί στο σπίτι της Ρώμης έγραψε θεόπνευστες επιστολές στις Χριστιανικές εκκλησίες της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας. Μια απ’ αυτές τις επιστολές ήταν προς την εκκλησία της Μικρασιατικής πόλεως των Κολοσσών, που βρισκόταν κοντά στη Λαοδίκεια και την Ιεράπολι όπου υπήρχαν επίσης Χριστιανικές εκκλησίες. Η σημερινή Τουρκία κατέχει τώρα αυτούς τους τόπους. Ο απόστολος Παύλος έστειλε την επιστολή του από μέρους του και από μέρους του Τιμοθέου, ο οποίος ήταν επίσης ιεραπόστολος. Ο Παύλος δεν είχε ιδρύσει την εκκλησία των Κολοσσών και η επιστολή του δείχνει ότι ποτέ δεν ήταν εκεί. Αλλά μέσω ενός επισκέπτου Χριστιανού αδελφού του ο Παύλος είχε ακούσει γι’ αυτή την εκκλησία των Κολοσσών. Τόσο συγκινήθηκε απ’ αυτή την είδησι που έφερε ο Επαφράς ώστε υποκινήθηκε να γράψη αυτή την επιστολή σε Χριστιανούς που του ήσαν άγνωστοι. Αυτοσυνιστάται λέγοντας:
10 «Ευχαριστούμεν τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, προσευχόμενοι πάντοτε υπέρ υμών, ακούσαντες την εις τον Ιησούν Χριστόν πίστιν σας, και την εις πάντας τους αγίους αγάπην, διά την ελπίδα την αποτεταμιευμένην διά σας εν τοις ουρανοίς την οποίαν προηκούσατε εν τω λόγω της αληθείας του ευαγγελίου, το οποίον ήλθεν εις εσάς, καθώς και εις όλον τον κόσμον· και καρποφορεί, καθώς και εις εσάς, αφ’ ης ημέρας ηκούσατε και εγνωρίσατε την χάριν του Θεού εν αληθεία καθώς και εμάθετε από Επαφρά του αγαπητού συνδούλου ημών, όστις είναι διά σας πιστός διάκονος του Χριστού· όστις και εφανέρωσεν εις ημάς την εν Πνεύματι αγάπην σας.»—Κολ. 1:3-8.
11. (α) Πώς εμφαίνεται στο εδάφιον Κολοσσαείς 1:23 ότι πρόκειται για παγκόσμιο κήρυγμα; (β) Με ποια έννοια ήταν αληθινό αυτό στο κήρυγμα έως τότε;
11 Όταν έγραψε ο Παύλος αυτή την επιστολή, ως ένας πληροφορημένος και πολυταξιδεμένος ιεραπόστολος, επιστοποίησε το παγκόσμιο κήρυγμα του ευαγγελίου με αυτό που λέγει στην ανωτέρω προεισαγωγή της επιστολής του. Γράφει για την αλήθεια του ευαγγελίου, το οποίον ήλθεν εις εσάς, καθώς και εις όλον το κόσμον· και καρποφορεί καθώς και εις εσάς. (Κολ. 1:5, 6) Ο Παύλος σε μερικές προτάσεις παρακάτω επιβεβαιώνει το ότι εννοεί ένα παγκόσμιο κήρυγμα, όταν λέγη ότι αυτοί δεν πρέπει να μετακινηθούν «από της ελπίδος του ευαγγελίου το οποίον ηκούσατε, του κηρυχθέντος εις πάσαν την κτίσιν την υπό τον ουρανόν· του οποίου εγώ ο Παύλος έγεινα υπηρέτης.» (Κολ. 1:23) Αυτό βέβαια δεν εσήμαινε ότι δόθηκε μαρτυρία προσωπικά σε κάθε άτομο στη γη υπό τον ουρανόν. Εσήμαινε ότι το κήρυγμα του ευαγγελίου είχε προωθηθή σε όλα τα σημεία της οικουμένης υπό τον ουρανόν και ότι όλοι οι άνθρωποι, άσχετα με τη γλώσσα, το χρώμα, τη φυλή, ή την εθνικότητα, είχαν την ευκαιρία ν’ ακούσουν το άγγελμα της Βασιλείας. Δεν υπήρχαν όρια. Στην προηγούμενη επιστολή του στην εκκλησία της Ρώμης (κατά το έτος 56 μ.Χ.) ο Παύλος εξεδήλωσε τον σκοπό του να φέρη το ευαγγέλιο στην Ισπανία. Η Βόρειος και Νότιος Αμερική που ήσαν ακόμη μακρύτερα προς τη δύσι δεν του ήσαν τότε γνωστές.—Ρωμ. 15:24.
12. Ήταν αυτό η πλήρης εκπλήρωσις της προφητείας για το κήρυγμα, ή τι επρόκειτο να γίνη ακόμη;
12 Το κήρυγμα ‘τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας’ από την τότε μικρή ομάδα των μαθητών του Χριστού στη διάρκεια του πρώτου αιώνος στην Ασία, Ευρώπη και Αφρική έγινε σ’ εκπλήρωσι της Βιβλικής προφητείας. (Ματθ. 24:14· Μάρκ. 13:10· Πράξ. 1:8) Αλλά δεν είχε ολοκληρωθή η εκπλήρωσις της προφητείας. Επρόκειτο να επαναληφθή κατά ένα αποκορυφωτικό τρόπο σε παγκόσμια κλίμακα μετά την ανακάλυψι της Βορείου και Νοτίου Αμερικής από τους Ευρωπαίους και πριν από την καταστροφή της αντιτυπικής στασιαστικής Ιερουσαλήμ, δηλαδή του συγχρόνου Χριστιανικού κόσμου, σ’ αυτόν τον έσχατον καιρόν του από το έτος 1914 μ.Χ.
13. Σύμφωνα με τον Παύλο, ποιο ήταν το αποτέλεσμα της διαδόσεως της ελπίδος της Βασιλείας, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωσι των Κολοσσών;
13 Το πνευματικό αποτέλεσμα αυτής της διαδόσεως της ελπίδος της Βασιλείας τώρα πρέπει να είναι το ίδιο που ήταν και στις ημέρες των αποστόλων του Ιησού Χριστού στη διάρκεια του πρώτου αιώνος μ.Χ. Ας εξετάσωμε, λοιπόν, τι λέγει ο απόστολος Παύλος γι’ αυτό το αποτέλεσμα εν σχέσει με την εκκλησία των Κολοσσών της Μικράς Ασίας. Λέγει ότι οι Κολοσσαείς τότε είχαν την ελπίδα «εν τω λόγω της αληθείας του ευαγγελίου, το οποίον ήλθεν εις εσάς, καθώς και εις όλον τον κόσμον· και καρποφορεί, καθώς και εις εσάς.» (Κολ. 1:5, 6) Ώστε ο προφορικός λόγος της αληθείας αυτού του ευαγγελίου καρποφορούσε σ’ όλον τον κόσμον, περιλαμβανομένων και των Κολοσσών.
14, 15. (α) Με τι παρωμοίασε έτσι ο Παύλος το ευαγγέλιο που ελέχθη αληθινά; (β) Με ποιο παραβολικό παράδειγμα που δόθηκε από τον Ιησού αντιστοιχεί η εικών που δίνεται εδώ;
14 Ο απόστολος Παύλος εδώ παρομοιάζει το «ευαγγέλιον» που ελέχθη αληθινά σ’ αυτούς με σπόρον που φυτεύθηκε στη γη. Η γη, δηλαδή το έδαφος, είναι καλό και ωραίο, και ο σπόρος αποκτά ρίζα και φυτρώνει και παράγει καρπόν, ένα καρπόν του δικού του είδους. Αυτή η εικόνα αντιστοιχεί με την παραβολή που είπε ο Ιησούς Χριστός για τις παραγωγικές ιδιότητες τεσσάρων τύπων εδάφους. Είπε τα εξής:
15 «Ιδού, εξήλθεν ο σπείρων διά να σπείρη. Και ενώ έσπειρεν, άλλα μεν έπεσον παρά την οδόν· και ήλθον τα πετεινά, και κατέφαγον αυτά. Άλλα δε έπεσον επί τα πετρώδη, όπου δεν είχον γην πολλήν· και ευθύς ανεφύησαν, επειδή δεν είχον βάθος γης· και ότε ανέτειλεν ο ήλιος, εκαυματίσθησαν, και, επειδή δεν είχον ρίζαν, εξηράνθησαν. Άλλα δε έπεσον επί τας ακάνθας, και ανέβησαν αι άκανθαι και ανέπνιξαν αυτά. Άλλα δε έπεσον επί την γην την καλήν· και έδιδον καρπόν, το μεν εκατόν, το δε εξήκοντα, το δε τριάκοντα.
16. Ποια εξήγησι αυτής της παραβολής έδωσε ο ίδιος ο Ιησούς;
16 »Σεις λοιπόν ακούσατε την παραβολήν του σπείροντος. Παντός ακούοντος τον λόγον της βασιλείας, και μη νοούντος, έρχεται ο πονηρός, και αρπάζει το εσπαρμένον εν τη καρδία αυτού· ούτος είναι ο σπαρθείς παρά την οδόν. Ο δε επί τα πετρώδη σπαρθείς, ούτος είναι ο ακούων τον λόγον, και ευθύς μετά χαράς δεχόμενος αυτόν· δεν έχει όμως ρίζαν εν εαυτώ, αλλ’ είναι πρόσκαιρος· όταν δε γείνη θλίψις ή διωγμός διά τον λόγον, ευθύς σκανδαλίζεται. Ο δε εις τας ακάνθας σπαρθείς, ούτος είναι ο ακούων τον λόγον· έπειτα η μέριμνα του αιώνος τούτου, και η απάτη του πλούτου συμπνίγει τον λόγον, και γίνεται άκαρπος. Ο δε σπαρθείς επί την γην την καλήν, ούτος είναι ο ακούων τον λόγον, και νοών· όστις και καρποφορεί, και κάμνει, ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα.»—Ματθ. 13:3-8, 18-23.
17. (α) Σαν ποια γη της παραβολής του Ιησού, ήσαν οι καρδιές των Κολοσσαέων, και ποιος είχε κάμει κατ’ ευθείαν σ’ αυτούς τη σπορά; (β) Στην πραγματικότητα, τι είναι ο «σπόρος,» και σε ποια κατάστασι;
17 Σύμφωνα με ό,τι είχε ακούσει ο απόστολος Παύλος από τον επισκέπτη του τον Επαφρά, τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας των Κολοσσών είχαν καρδιές που ήσαν σαν την καλή γη που περιεγράφη από τον Ιησού. Γι’ αυτό ο λόγος της Βασιλείας που είχε σπαρή στις καρδιές των έφερε καρπό και παρήγαγε σε διάφορες ποσότητες, όπως εκατό, εξήκοντα, τριάκοντα. Ο απόστολος Παύλος δεν είχε σπείρει τον σπόρο της βασιλείας στις καρδιές των Κολοσσαέων, αλλά προφανώς αυτός ο Επαφράς από τις Κολοσσές το έκαμε αυτό, διότι ο Παύλος ομιλεί γι’ αυτόν στην επιστολή προς Κολοσσαείς ως εξής: «Ο Επαφράς όστις είναι από σας, ο δούλος του Χριστού.» Ο Παύλος επίσης τους λέγει: «Καθώς και εμάθετε από Επαφρά του αγαπητού συνδούλου ημών, όστις είναι διά σας πιστός διάκονος του Χριστού· όστις και εφανέρωσεν εις ημάς την εν Πνεύματι αγάπην σας.» (Κολ. 4:12· 1:7, 8· Φιλήμ. 23) Αυτός ο «διάκονος του Χριστού» ενεργούσε απλώς ως ένα όργανο του Μεγάλου Σπορέως του σπόρου, του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς είπε: «Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού.» (Λουκ. 8:11) Είναι ο ‘λόγος της βασιλείας.’ Αλλά δεν είναι σπόρος που είναι μέσα σε μια αποθήκη, είναι σπόρος ο οποίος ‘σπείρεται,’ δηλαδή ο ‘λόγος της βασιλείας’ του Θεού που κηρύττεται, διαδίδεται και διδάσκεται.
18. (α) Πώς ο Παύλος στο σπίτι της Ρώμης που ήταν περιωρισμένος εξακολούθησε να σπείρη τον «σπόρο;» (β) Τι περιέχει αυτός ο «σπόρος» μέσα του, και τι χρειάζεται για να ριζώση στις ανθρώπινες καρδιές;
18 Εκείνοι οι μαθηταί που είναι ενωμένοι με τον Μεγάλο Σπορέα, τον Ιησού Χριστό, στη σπορά, στο κήρυγμα, στη διακήρυξι και στη διδασκαλία του σπόρου του ‘λόγου της βασιλείας’ είναι, όπως τους χαρακτηρίζει ο απόστολος Παύλος, «συνεργοί μου εις την βασιλείαν του Θεού.» (Κολ. 4:11) Ακόμη και όταν ο Παύλος ήταν περιωρισμένος εκεί σ’ ένα σπίτι της Ρώμης, έκανε περισσότερα από το να γράφη επιστολές, όπως είναι η προς Κολοσσαείς επιστολή. «Εδέχετο πάντας τους ερχόμενους προς αυτόν [όπως ήταν ο Επαφράς], κηρύττων την βασιλείαν του Θεού, και διδάσκων μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως.» (Πράξ. 28:30, 31) Αφού αυτός ο πνευματικός «σπόρος» είναι ο ‘λόγος του Θεού,’ ο ‘λόγος της βασιλείας,’ περιέχει αγαθά νέα, ένα άγγελμα ελπίδος, ένα άγγελμα της πιο μεγαλειώδους κυβερνήσεως για την ευλογία όλου του ανθρωπίνου γένους, της Μεσσιανικής βασιλείας του Θεού. Αυτό το άγγελμα που περιέχεται στον «σπόρο» είναι κάτι που εκείνος που λαμβάνει τον σπόρο πρέπει να το καταλάβη και να το εκτιμήση. Πρέπει να καταλάβη το νόημά του, την έννοιά του, με την καρδιά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο «σπόρος» θα μπορέση ν’ αποκτήση ρίζα στην καρδιά του.
ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
19. (α) Σύμφωνα με τον Παύλο, τι αποτελέσματα είχε ο λόγος του ευαγγελίου μέσα στις καρδιές των Κολοσσαέων; (β) Αφού ο «σπόρος» είχε σπαρή γιατί έπρεπε να καλλιεργούνται η πίστις και η αγάπη στην καρδιά;
19 Τι επίδρασι είχε το «ευαγγέλιο,» όπως ελέχθη αληθινά σ’ αυτούς, στις καρδιές των μελών τα οποία αποτελούσαν την εκκλησία των Κολοσσών; Είχε μια επίδρασι που υπεκίνησε τον Παύλο, όταν το έμαθε αυτό, να τους γράψη την εξαίρετη επιστολή του. Η επίδρασις στις καρδιές τους ήταν εκείνη την οποία μνημονεύει ο απόστολος Παύλος: «ακούσαντες την εις τον Ιησούν Χριστόν πίστιν σας, και την εις πάντας τους αγίους αγάπην,» «την εν Πνεύματι αγάπην σας.» (Κολ. 1:4, 8) Αυτή η πίστις και η αγάπη έπρεπε να καλλιεργούνται στις καρδιές των ώστε ο σπόρος του Λόγου του Θεού να ριζώση προς τα κάτω και να βλαστήση προς τα πάνω και να κάμη μια εξωτερική εκδήλωσι, παράγοντας έτσι νέους ζωντανούς σπόρους, τριάντα, εξήντα η εκατό φορές περισσοτέρους από τον αρχικό σπόρο. Έπρεπε να γίνη αυτή η ανάπτυξις μέσα στην καρδιά πρώτα προτού γίνη μια εξωτερική εκδήλωσις που αναπαράγει ό,τι είχε σπαρθή μέσα.
20. (α) Γιατί οι εθνικοί ειδικά έπρεπε να πιστεύσουν για να δεχθούν τον «σπόρο;» (β) Είτε Ιουδαίοι είτε Εθνικοί, ποια ζωτικά πράγματα έπρεπε να δεχθούν ως προς τον Ιησούν;
20 Όσο για τους εθνικούς, τους μη Ιουδαίους, όπως ήσαν πολλοί από την εκκλησία των Κολοσσών, χρειάσθηκε πίστις από μέρους των για να δεχθούν το «σπόρο» του Λόγου του Θεού. Αυτοί έπρεπε να εγκαταλείψουν τους πολλούς Ελληνικούς και Ρωμαϊκούς θεούς στους οποίους ήσαν αφιερωμένοι και να συγκεντρώσουν την πίστι τους στον μόνο ζώντα και αληθινό Θεό, τον Δημιουργό του ουρανού και της γης και όλων όσα είναι σ’ αυτά και του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά. Αλλ’ είτε ήσαν απερίτμητοι εθνικοί είτε φυσικοί Ιουδαίοι, έπρεπε επίσης να πιστεύσουν στον Ιησού Χριστό, ότι αυτός ο Ιησούς ο απόγονος του Βασιλέως Δαβίδ της Ιερουσαλήμ ήταν ο υποσχεμένος Μεσσίας ή Χριστός. Έπρεπε να πιστεύσουν ότι αυτός ήταν ο «πρωτότοκος πάσης κτίσεως.» Έπρεπε να πιστεύσουν ότι αυτός ήταν επίσης ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών,» διότι ο Ιεχωβά Θεός τον ανέστησε σε αθάνατη ζωή στους ουρανούς. Εκτός απ’ αυτά, έπρεπε να πιστεύσουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η «κεφαλή του σώματος της εκκλησίας,» στην οποία επιθυμούσαν ν’ ανήκουν. Επίσης, ότι σ’ αυτόν είναι «κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως,» ώστε να μη είναι πια προσκολλημένοι στις κοσμικές των φιλοσοφίες ή ανθρωποποίητες θρησκευτικές παραδόσεις.—Κολ. 1:15-18· 2:3, 8· Πράξ. 14:11-18.
21. (α) Τι έπρεπε να κάμουν οι Κολοσσαείς με αυτόν τον «λόγο» που είχε τεθή στα στόματά των, και γιατί; (β) Τι έπρεπε να κάμουν με την καρδιά τους για να υποκινηθούν να δώσουν μια εξωτερική εκδήλωσι;
21 Αυτά ήσαν μερικά από τα ζωτικά πράγματα που περιείχοντο στην ‘αλήθεια του ευαγγελίου,’ και σ’ αυτά έπρεπε να πιστεύουν με την καρδιά τους. Ήταν ακριβώς όπως ο απόστολος Παύλος είχε γράψει πριν από χρόνια στους Ρωμαίους: «Ο λόγος της πίστεως τον οποίον κηρύττομεν ότι αν ομολογήσης διά του στόματος σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθή· διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.» (Ρωμ. 10:8-10) Επειδή οι καρδιές των Κολοσσαέων ήσαν σαν την ‘καλή γη,’ επίστεψαν με την καρδιά τους και δέχθηκαν τον ‘σπόρο’ του ‘λόγου της βασιλείας’ του ‘λόγου του Θεού,’ και τον άφησαν να ριζώση στην καρδιά τους και να εκδηλωθή.
22, 23. (α) Εκείνοι οι Κολοσσαείς υποχρεούντο να πιστεύσουν ότι ο Ιησούς κατείχε ποια επίσημη θέσι, και επομένως κάτω από ποια εξουσία ήσαν; (β) Επομένως, όπως ο Παύλος που έγραψε την επιστολή, ποια θέσι είχαν αυτοί ως προς την κυβέρνησι εκείνη, και σε ποια εντολή του Ιησού ήσαν υποχρεωμένοι να μετάσχουν;
22 Σε συνδυασμό με την πίστι των ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας ή Χριστός έπρεπε να πιστέψουν ότι ο Ιεχωβά Θεός τον έθεσε στα δεξιά Του ως Βασιλέα και Ιερέα, ο οποίος προσκιάσθηκε από τον Μελχισεδέκ, τον αρχαίο βασιλέα της Σαλήμ. Συνεπώς, ήλθαν στην πνευματική βασιλεία του Χριστού. Έπρεπε να πιστέψουν ότι ο Θεός «ηλευθέρωσεν ημάς εκ της εξουσίας του σκότους, και μετέφερεν εις την βασιλείαν του αγαπητού αυτού Υιού.» (Κολ. 1:13) Όχι μόνο ήσαν κάτω από την παρούσα βασιλεία του αγαπητού Υιού του Θεού, αλλά ήσαν και ‘πρέσβεις υπέρ του Χριστού’ στο πρόγραμμα του Θεού για τη ‘συνδιαλλαγή του κόσμου προς τον εαυτό του’ διά του Χριστού. (2 Κορ. 5:19, 20) Όταν ήταν ο Παύλος στη φυλακή από την οποία έγραψε την επιστολή του προς τους Κολοσσαείς, μίλησε για ‘παρρησία για να κάμη γνωστόν το μυστήριον του ευαγγελίου υπέρ του οποίου ήτο πρέσβυς φορών άλυσιν.’ (Εφεσ. 6:19, 20) Όπως, λοιπόν, ο απόστολος Παύλος, και η εκκλησία των Κολοσσών ήταν ένα σώμα πρέσβεων για το «μυστήριον του ευαγγελίου.» Ήσαν υποχρεωμένοι να μετάσχουν στην εκπλήρωσι της προφητείας του Ιησού, στο Ματθαίον 24:14:
23 «Θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη.»
24. (α) Σε ποιο έθνος ανήκαν τώρα αυτοί οι Κολοσσαείς, και τι καρπούς υποχρεούντο να φέρουν; (β) Τι είδους καρπό λοιπόν, επρόκειτο να παράγη ο «σπόρος» που είχε σπαρή στις καρδιές τους;
24 Οι Κολοσσαείς εκείνοι ασχολούμενοι στην πρεσβευτική δράσι για τη Μεσσιανική βασιλεία του Θεού, παρήγαγαν τους καρπούς της βασιλείας. Αποδείχθηκαν ότι αποτελούσαν μέρος του έθνους που ‘παρήγε τους καρπούς της.’ Η «βασιλεία,» που είχε αφαιρεθή από το έθνος του φυσικού περιτετμημένου Ισραήλ, δόθηκε τώρα στο έθνος του πνευματικού Ισραήλ στον οποίον ανήκαν εκείνοι οι Κολοσσαείς Χριστιανοί. (Ματθ. 21:43) Ο συμβολικός «σπόρος» του ‘λόγου της βασιλείας’ του ‘λόγου του Θεού,’ είχε σπαρή στις καρδιές τους, και τώρα που οι καρδιές τους βρέθηκαν να είναι μια καλή γη παρήγαν καρπό του ιδίου είδους που είχε σπαρή στις καρδιές τους. Δηλαδή, και αυτοί επίσης παρήγαγαν, κηρύττοντας και διδάσκοντας τον ‘λόγον της βασιλείας’ στους άλλους, που ήσαν έξω από την εκκλησία των Κολοσσών.—Ματθ. 13:19· Λουκ. 8:11, 15.
25. Έχοντας υπ’ όψιν το παράδειγμα που δόθηκε από τους Κολοσσαείς, ποιο ερώτημα εγείρεται ως προς τον πολεμόπληκτο αιώνα μας, και γιατί θα ευχαριστήσουμε τον Θεό;
25 Ένα έξοχο παράδειγμα άξιο μιμήσεως δόθηκε τότε στον πρώτον αιώνα μ.Χ. σχετικά με τη Χριστιανική εκκλησία των Κολοσσών της Μικράς Ασίας. Αντιγράφεται αυτό σήμερα στον πολεμόπληκτο εικοστόν αιώνα; Αν ναι, τότε εμείς, όπως ο απόστολος Παύλος, θα έχωμε λόγο να «ευχαριστούμεν τον Θεό και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» όταν προσευχώμεθα πάντοτε σ’ αυτόν εν σχέσει με τη θρησκευτική κατάστασι.