Μέρος 7—«Γενηθήτω το Θέλημά σου επί της Γης»
Το Θέλημα του Ιεχωβά Θεού του Δημιουργού πρέπει να γίνη επάνω στη γη. Απόδειξις του γεγονότος τούτου είναι το ό,τι εμάθαμε στο Κεφάλαιον 2 του βιβλίου «Γενηθήτω το Θέλημά Σου επί της Γης». Το Κεφάλαιον 3, στο οποίον ήδη βρισκόμεθα, πραγματεύεται για την «Ανάγκη Αγιαστηρίου.» Στα περασμένα χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι εγκατέστησαν αγιαστήρια για τη λατρεία των θεών των, αλλά όλα αυτά ή εβεβηλώθησαν ή κατεστράφησαν. Ακόμη και ο ναός του Ιεχωβά Θεού στην Ιερουσαλήμ κατεστράφη προ πολλού. Μήπως δεν υπάρχει πραγματικό αγιαστήριο με μια μόνιμη αγιότητα ή αγιωσύνη; Ενώ οι ουρανοί είναι ο θρόνος του Θεού και Δημιουργού, η γη είναι το υποπόδιόν του και πρέπει να τηρήται άγιο. Ο κήπος της Εδέμ, στον οποίον ο Θεός έθεσε τον πρώτον άνδρα και τη γυναίκα, ήταν στην πραγματικότητα ένα αγιαστήριο, ένας ιερός, άγιος τόπος, ειδικά διότι ο Θεός τον επεσκέπτετο και συνωμιλούσε με τον άνθρωπο. Εν τούτοις, ένας από τους ουρανίους πνευματικούς υιούς το Θεού εστασίασε εναντίον Του και προέβη στην εισαγωγή της αμαρτίας μέσα στον κήπο της Εδέμ κι έτσι εβεδήλωσε τον άγιο τόπο. Κατέστησε τον εαυτό του Σατανάν ή Διάβολον.
7. Τι θα ήταν δυνατόν να κάμουν ο Αδάμ και η Εύα, τηρώντας τον Παράδεισο ως αγιαστήριο, και ποια ειδική εντολή ήταν δυνατόν να παραβούν και με ποια ποινή;
7 Ο Αδάμ και η Εύα, αν τηρούσαν τον Παράδεισον της Εδέμ ως άγιον τόπο ή αγιαστήριο, θα ήταν δυνατόν να ζήσουν μέσα σ’ αυτόν με τα τέκνα των για πάντα. Σ’ αυτόν τον κήπο ο Θεός είχε φυτέψει ένα ειδικό δένδρο, που το ωνόμασε «ξύλον της γνώσεως του καλού και του κακού.» Εφόσον ο Θεός δεν ήθελε το να φάγη ο άνθρωπος απ’ αυτό, αν έτρωγε απ’ αυτό ο άνθρωπος θα ήταν άδικο και παρακοή στον ουράνιο Γονέα και εφάμαρτον ενώπιον του Θεού του. «Προσέταξε δε Ιεχωβά ο Θεός εις τον Αδάμ, λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:9, 16, 17, ΜΝΚ) Εκεί ο Νομοθέτης Ιεχωβά Θεός εδήλωσε ότι η ποινή της αμαρτίας θα ήταν, όχι αιώνια συνειδητά βάσανα της ανθρωπίνης ψυχής, αλλά ένας θετικός θάνατος, παύσις της ζωής και της υπάρξεως. Ο Αδάμ, που είχε πλασθή κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού, κατενόησε και την εντολή του ουρανίου του Πατρός και την ποινή που θα του επεβάλλετο για παράβασι της εντολής εκείνης. Αφού ο ουράνιος Πατήρ του τού έδωσε την τελεία γυναίκα Εύα ως σύζυγόν του, ο Αδάμ της μίλησε για την εντολή του Πατρός των, διότι, όπως είπε ο Αδάμ, «τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου, και σαρξ εκ της σαρκός μου· αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς, διότι εκ του ανδρός αύτη ελήφθη.»—Γέν. 2:23.
8. Γιατί, πότε και πώς ο Σατανάς ή Διάβολος προσέβαλε την ορθότητα του προς αυτούς Θείου νόμου;
8 Απ’ αυτή την εντολή ο Σατανάς ή Διάβολος εγνώριζε το σημείο στο οποίον θα μπορούσε να δοκιμάση την υπακοή του Αδάμ και της Εύας στον ουράνιο Πατέρα των και την αποκλειστική των αφοσίωσι στον Θεόν των. Ήταν, βέβαια, αόρατος στην Εύα, διότι είναι πνευματικό πλάσμα. Αλλά εξεδήλωσε την παρουσία του και παρουσίασε τις εισηγήσεις του για αδικοπραγία και αμαρτία μέσω ενός ζώου του αγρού, ενός όφεως. Ο Αδάμ δεν ήταν ακριβώς τότε εκεί για να ρωτήση. Έτσι, μέσω του όφεως, ο Σατανάς ή Διάβολος ερώτησε την Εύα, όχι για σπερμολογία, αλλά προφανώς για πληροφορία: «Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου;» Η Εύα ορθώς απήντησε: «Από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν· από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, δια να μη αποθάνητε.» Η Εύα δεν είχε αφεθή σε άγνοια του νόμου του Παραδεισιακού αγιαστηρίου. Μέσω του όφεως, ο Σατανάς ή Διάβολος τώρα προσέβαλε την ορθότητα του νόμου τούτου. «Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.»—Γέν. 3:1-5.
9. (α) Τι ήταν η δήλωσις του όφεως στην Εύα; (β) Μη εκτιμώντας τούτο, πώς μπορούσε η Εύα να διαλογισθή παράβασιν, και πώς μπορούσε να υποστηρίξη ότι ο όφις είχε δίκαιον;
9 Η δήλωσις εκείνη ήταν διαβολή· και η διαβολή είναι εκείνη που κάνει έναν διάβολο. Αλλ’ η Εύα δεν κατενόησε ότι αυτό ήταν μια διαβολή εναντίον του Θεού, του ουρανίου Πατρός της. Αυτή ‘εξηπατήθη’. Τι έπρεπε να κάμη τώρα; Αν η εντολή του Θεού ήταν άδικη, βασισμένη σε ψευδείς προτάσεις, μήπως ήταν σφάλμα το να εναντιωθή στην αδικία και να αναλάβη στα χέρια της τον νόμο; Εκτός απ’ αυτό, ο καρπός του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού ήταν αβλαβής, πραγματική τροφή. Τι ωραίος που ήταν! Και τι θαυμάσιο πράγμα θα ήταν το ν’ ανοιχθούν ενός οι οφθαλμοί για να εμβλέψη σε πράγματα που δεν τα είχε ιδεί ποτέ άλλοτε και να είναι σαν τον ίδιο τον Θεό στο να γνωρίζη τα καλό και το κακό αφ’ εαυτού του! Γιατί, λοιπόν, να είναι θεοκρατική υπακούοντας ακόμη σ’ αυτόν τον άδικο, αβάσιμο νόμο του Θεού και Πατρός της; Έτσι, μ’ ένα δημοκρατικό τρόπο και πνεύμα, η Εύα άρχισε να λαμβάνη από τον καρπό του απαγορευμένου δένδρου και να τον τρώγη. Α, δεν έπεσε νεκρή από το πρώτο δάγκωμα! Έτσι, ο όφις θα έπρεπε να έχη δίκαιο στο ζήτημα αυτό, θα διελογίσθη η Εύα, απατημένη.
10. Τίνος έναρξι έκαμε έτσι η Εύα επάνω στη γη, και πώς θα έκανε τον σύζυγό της να συναποθάνη μαζί της, αν η ποινή της παραβάσεως ήταν αυτή πραγματικά;
10 Ή Εύα άφησε να καταστραφή η εμπιστοσύνη της στον ουράνιο Πατέρα της. Με την Εύα έγινε έναρξις αυτού που είναι πολύ διαδεδομένο σήμερα, της παρακοής στους γονείς. Αφού έφαγε το πρώτο της τεμάχιο του απαγορευμένου καρπού, η Εύα μπορεί να εφαντάσθη ότι ήταν δημοκρατική μ’ αυτό τον τρόπο της «λαϊκής ενεργείας.» Δεν ησθάνθη, όμως, ότι ήταν σαν τον Θεό, όπως είχε υποσχεθή ο όφις. Ούτε ανοίχθηκαν τότε ηθικώς τα μάτια της για να διακρίνη το κακόν της παρακοής της. Εκτός απ’ αυτό, αν υπήρχε κάτι σχετικό με το να πεθάνη, επειδή ενήργησε αντίθετα προς τον Θείο νόμο, τότε θα ήθελε να κάμη και τον σύζυγό της Αδάμ να πεθάνη μαζί της, πείθοντάς τον να φάγη και αυτός μαζί της. Γι’ αυτό, κατόπιν προσέφερε τον καρπό στον Αδάμ, τον αρχηγό του γένους μας.
11. Μεταξύ ποιων ειδών ενεργείας έπρεπε να εκλέξη τώρα ο Αδάμ, και γιατί αμάρτησε εκουσίως;
11 Τι επρόκειτο να κάμη τώρα ο Αδάμ; Να είναι θεοκρατικός υποτασσόμενος στη διακυβέρνησι και την κυριαρχία του Θεού, ή να είναι δημοκρατικός και ν’ αφήση τον λαό επάνω στη γη να κυβερνά; Θα ετηρούσε το Εδεμικό αγιαστήριο του Θεού άγιο και απαλλαγμένο από το αμάρτημα της παρακοής, έναν τόπο όπου ο Ιεχωβά να λατρεύεται ως Θεός; Ή θα άφηνε την επιθυμία της Εύας να είναι σαν Θεός που θα τον επηρέαζε; Θα ηρνείτο, λοιπόν, τον Θεό και Δημιουργό του και θα έδειχνε υπερηφάνεια θέτοντας τον εαυτό του ως Θεό, στη θέσι του Ιεχωβά; Ο Αδάμ απεφάσισε να ευαρεστήση την Εύα τρώγοντας μαζί της και δείχνοντας συγχώρησι της αμαρτίας της, να ευαρεστήση δε και τον εαυτό του παραμένοντας μαζί της και συμμεριζόμενος τις συνέπειες της αμαρτίας της, την ποινή του θανάτου που είχε αναγγελθή. Εγνώριζε τι έπραττε: «Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα. Και ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» (1 Τιμ. 2:13, 14) Αντίθετα στη Θεόδοτη γνώσι, ο Αδάμ ενήργησε εναντίον της ιδιότητός του ως κεφαλής της ανθρωπίνης οικογενείας. Αμάρτησε εκουσίως.—Γέν. 3:6, 7.
12, 13. Ποια λατρεία εγκαθίδρυσε έτσι ο Αδάμ στην Εδέμ, και τι καθίστατο στον Θεό, σύμφωνα με την αρχή του Θείου νόμου προς τον Ισραήλ;
12 Ο Αδάμ, αφού υπευθύνως έλαβε την απόφασι, έστησε ψευδή λατρεία μέσα στο Εδεμικό αγιαστήριο. Ήταν η λατρεία του εγώ, η λατρεία του δημιουργημένου ατόμου αντί του Δημιουργού. Παραβαίνοντας τον Θείο νόμο εξύψωσε μέσα του τον εαυτό του επάνω από τον θεοκρατικό νόμο. Έκαμε τον εαυτό του αγέρωχο, γινόμενος ο ίδιος θεός για ν’ αποφασίζη τι ήταν καλό και τι ήταν κακό από τη δική του άποψι. Κατέστησε τον εαυτό του μισητό, βδελυκτό και αηδή. Μετά από πολύν καιρό, ο σοφός άνθρωπος είπε: «Βδέλυγμα εις τον Ιεχωβά είναι πας υψηλοκάρδιος.» Ο δε Ιησούς Χριστός είπε: «Ο Θεός όμως γνωρίζει τας καρδίας σας· διότι εκείνο το οποίον μεταξύ των ανθρώπων είναι υψηλόν, βδέλυγμα είναι ενώπιον του Θεού.» (Παροιμ. 16:5, ΜΝΚ· Λουκ. 16:15) Στην εποχή του Βασιλέως Σολομώντος και του Ιησού υπήρχαν πολλά ζώα, πτηνά και έντομα, τα οποία ο Θείος νόμος εχαρακτήριζε ως ακάθαρτα για βρώσι από τους Ισραηλίτας. Η βρώσις τέτοιων πλασμάτων καθιστούσε τους Ισραηλίτας ακαθάρτους, βδελυκτούς, αηδείς ή αποτροπιαστικούς στον Θεό τον Δοτήρα των Δέκα Εντολών και του νόμου περί καθαρών τροφών. Στον νόμο της διαθήκης του με τον Ισραήλ ο Θεός διέτασσε:
13 «Δεν θέλετε κάμει βδελυκτάς τας ψυχάς σας δι’ ουδενός ερπετού έρποντος, ουδέ θέλετε μιανθή δι’ αυτών, ώστε να γείνητε ακάθαρτοι δι’ αυτών. Διότι εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σας· θέλετε λοιπόν αγιασθή, και θέλετε είσθαι άγιοι, διότι άγιος είμαι εγώ.» Επίσης: «Και δεν θέλετε μιάνει τας ψυχάς σας με τα κτήνη, ή με τα πτηνά, ή με παν ό,τι έρπει επί της γης, τα οποία εγώ απεχώρισα εις εσάς ως ακάθαρτα.»—Λευιτ. 11:43, 44, ΜΝΚ· 20:25.
14. Με το να φάγουν τον απαγορευμένο καρπό, πώς η Εύα κι ο Αδάμ κατέστησαν τις ψυχές των στον Θεό, άξιζε να ζήσουν αυτές οι ψυχές στην Εδέμ, και πώς ησθάνοντο τώρα στην Εδέμ;
14 Πολλά απ’ αυτά τα ζώα, πτηνά και έντομα, ήσαν μέσα στο Εδεμικό αγιαστήριο. Το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού ήταν, επίσης, μέσα στον ίδιο κήπο—αγιαστήριο. Το ειδικό εκείνο δένδρο ήταν απαγορευμένο ως τροφή στον Αδάμ και στην Εύα, ακριβώς όπως τα πολλά εκείνα ζώα εδηλώθησαν αργότερα ως ακάθαρτα στους Ισραηλίτας για τροφή. Όπως και στην περίπτωσι των Ισραηλιτών υπό τον νόμο του Θεού γι’ αυτούς, ο Αδάμ και η Εύα διέπραξαν ένα βδελυκτό, αηδιαστικό πράγμα τρώγοντας από τον απαγορευμένο καρπό. Με το να φάγουν απ’ αυτόν, έκαμαν τις ψυχές των αηδείς, βδελυκτές και αποτροπιαστικές στον Ιεχωβά Θεό, ο οποίος είναι άγιος και επιθυμεί να είναι άγια τα νοητικά του πλάσματα. Άξιζαν να ζουν για πάντα τέτοιες ψυχές όπως του Αδάμ και της Εύας που τώρα είχαν γίνει αηδείς; Όχι! Μπορούσε να επιτραπή σε τέτοια βδελυκτά και αηδιαστικά πράγματα να παραμείνουν σ’ έναν τέτοιο άγιο τόπο όπως εκείνο το Εδεμικό Παραδεισιακό αγιαστήριο; Όχι! Ευθύς αφού ο Αδάμ συγκατετέθη ν’ αμαρτήση εναντίον του Θεού τρώγοντας ένα απαγορευμένο καρπό, αυτός και η σύζυγός του ησθάνθησαν ότι ήσαν εκτός τόπου σ’ εκείνο το αγιαστήριο, που είχε καθαγιάσει ο Θεός με το να έχη συναναστροφή μαζί τους εκεί. Ησθάνθησαν ότι ήσαν γυμνοί, ακατάλληλοι να παρουσιασθούν σ’ αυτόν και προσεπάθησαν να κρυφθούν.
15. Ως τι έθεσαν τώρα τον εαυτό τους, και με ποια μορφή ιδιοτελείας, και γιατί δεν υπήρχε τόπος μέσα στην Εδέμ γι’ αυτούς όπως είχαν γίνει;
15 Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Αδάμ και η Εύα έχασαν την αγιότητά των. Λαμβάνοντας τον νόμο στα ίδια των χέρια κι ενεργώντας εναντίον του δικαίου νόμου του Θεού, έθεσαν πραγματικά τους εαυτούς των ως θεούς, ειδωλοποιώντας τους εαυτούς των με μια μορφή απληστίας. Οι Χριστιανοί προειδοποιούνται ότι πας «πλεονέκτης, όστις είναι ειδωλολάτρης, δεν έχει κληρονομίαν εν τη βασιλεία του Χριστού και Θεού.» Προειδοποιούνται να φυλάγωνται από «την πλεονεξίαν, ήτις είναι ειδωλολατρεία.» (Εφεσ. 5:5· Κολ. 3:5) Στο Εδεμικό αγιαστήριο του Θεού δεν υπήρχε τόπος για ειδωλολάτρας, για ψευδείς θεούς, και για αυτοκατασκευασμένους θεούς· διότι τα είδωλα και οι ψευδείς θεοί αποτελούν βδέλυγμα, δηλαδή αηδιαστικό πράγμα, στον μόνο ζώντα και αληθινό Θεό, Ιεχωβά.
16. Κατά της εκτελέσεως τίνος πράγματος στο αγιαστήριό του διαμαρτύρεται ο Ιεχωβά, και τι έπρεπε να κάμη ο Ιεχωβά στο Εδεμικό του αγιαστήριο;
16 Ο Ιεχωβά διαμαρτύρεται εναντίον της τοποθετήσεως ειδώλων στο αγιαστήριο. Σχετικά με τους αρχαίους Ιουδαίους είπε: «Οι υιοί Ιούδα έπραξαν πονηρά ενώπιόν μου, λέγει ο Ιεχωβά. Έθεσαν τα βδελύγματα αυτών εν τω οίκω, εφ’ ον εκλήθη το όνομά μου, δια να μιάνωσιν αυτόν.» (Ιερεμ. 7:30, ΜΝΚ· 32:34) Η συνεχιζόμενη παρουσία του Αδάμ και της Εύας εμόλυνε το αγιαστήριο του Εδεμικού Παραδείσου. Δεν απέκτησαν αυτοί κανένα δικαίωμα να φάγουν από το «ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου» και να δικαιούνται έτσι να ζουν για πάντα στη γη. Γι’ αυτό ο Θεός ανέλαβε να καθαρίση το αγιαστήριό του.
17. Απαγγέλλοντας καταδίκη εναντίον του όφεως, οργάνου του Διαβόλου, ποιον εννοούσε ο Θεός με το σπέρμα του όφεως και με το σπέρμα της γυναικός;
17 Στον ψευδή θεό Σατανά ή Διάβολο, ο Θεός απήγγειλε την καταδίκη της καταστροφής. Αυτό το έκαμε με τα εξής λόγια στον όφιν που είχε χρησιμοποιήσει ο Διάβολος για ν’ απατήση την Εύα: «Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να ήσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού· επί της κοιλίας σου θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό [το σπέρμα της γυναικός] θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γέν. 3:14, 15) Με τους λόγους αυτούς ο Θεός δεν εννοούσε το σπέρμα του κατά γράμμα όφεως. Εννοούσε το σπέρμα του ψευδούς θεού, ο οποίος ήταν σαν τον όφιν, του Σατανά ή Διαβόλου. Ομοίως ο Θεός δεν εννοούσε τα επίγεια τέκνα τής κατά γράμμα γυναικός, της αμαρτωλής Εύας. Εννοούσε το σπέρμα ή τους γόνους της αγίας του παγκοσμίου οργανώσεως, την οποία αυτός τώρα, για πρώτη φορά, παρωμοίασε με μια γυναίκα, μια σύζυγο νυμφευμένη μαζί του στον ουρανό.—Ησ. 54:5.
18. Ποιον εννοούσε ο Θεός με το σπέρμα της γυναικός;
18 Το σπέρμα της παγκοσμίου οργανώσεως του Θεού έπρεπε να είναι «η αρχή της κτίσεως του Θεού» και ο πρώτιστος Υιός του, ο οποίος έγινε ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς για να μπορέση να γίνη ο μόνος «μεσίτης Θεού και ανθρώπων». (1 Τιμ. 2:5) Με αυτόν είναι συνταυτισμένη η πιστή εκκλησία του από 144.000 ακολούθους επί τα ίχνη του, οι οποίοι εικονίζονται στην Αποκάλυψι του Ιωάννου ως οι είκοσι τέσσερες «πρεσβύτεροι» οι καθήμενοι σε θρόνους γύρω από τον ουράνιο θρόνο του Θεού. Σ’ αυτούς τους Χριστιανούς που κερδίζουν τη νίκη εναντίον του Σατανά ή Διαβόλου ως του αρχαίου εκείνου Όφεως είναι γραμμένοι οι εξής λόγοι: «Ο δε Θεός της ειρήνης ταχέως θέλει συντρίψει τον Σατανάν υπό τους πόδας σας.» (Ρωμ. 16:20) Αυτό τους συνδέει με την εκπλήρωσι της Θείας επαγγελίας που αναγράφεται στη Γένεσι 3:15, ότι το σπέρμα της γυναικός πρέπει να συντρίψη τον Όφιν.
19. Τι είπε ο Θεός κατ’ ευθείαν στην Εύα, και πώς έπειτα έβγαλε τη διάνοιά της από την απάτη του ψεύδους του Σατανά;
19 Ο Θεός είπε στην αμαρτωλή Εύα ότι δεν θα εθανατώνετο αμέσως. Θα της επετρέπετο να παραγάγη πολλά τέκνα, αλλ’ αυτά με ωδίνες. Ο σύζυγός της θα την εξουσίαζε μέχρι θανάτου. Κατόπιν ο Θεός έβγαλε τη διάνοια της Εύας από την απάτη του ψεύδους που είχε ειπεί ο Σατανάς ή Όφις, όταν εισηγήθη ότι αυτή και ο Αδάμ δεν θα πέθαιναν «εξάπαντος» από τη βρώσι του απαγορευμένου καρπού. Εις επήκοον της Εύας ο Θεός είπε στον Αδάμ: «Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα, εις σε λέγων, Μη φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου· με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε· και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού· εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.»—Γέν. 3:16-19.
20. Τι τροφή επρόκειτο τώρα να τρώγη ο Αδάμ, ποια γη έγινε καταραμένη γι’ αυτόν, πού έπρεπε να επιστρέψη στο χώμα, και γιατί δεν πήγε στον ουρανό όταν πέθανε;
20 Ο Αδάμ δεν επρόκειτο πια να καλλιεργή και να περιποιήται το Εδεμικό αγιαστήριο. Ήταν ακάθαρτος, ανόσιος. Δεν έπρεπε πια να τρώγη τροφή του Παραδείσου, αλλά τον «χόρτον του αγρού», αποκτώντας τον με τον ιδρώτα του προσώπου του. Δεν ήταν το Παραδεισιακό αγιαστήριο εκείνο που ήταν καταραμένο εξ αιτίας του Αδάμ, αλλά ήταν η έξω γη· αυτή δε, και όχι το Παραδεισιακό αγιαστήριο, ήταν το μέρος της γης που επρόκειτο να βλαστάνη ακάνθας και τριβόλους γι’ αυτόν. Το Εδεμικό Παραδεισιακό αγιαστήριο δεν έπρεπε να σπιλωθή με τάφους αμαρτωλών, αλλά στο χώμα της γης που ήταν έξω από το Παραδεισιακό αγιαστήριο έπρεπε να επιστρέψη ο Αδάμ. «Ο πρώτος άνθρωπος είναι εκ της γης, χοϊκός· ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος [Ιησούς Χριστός] εξ ουρανού.» (1 Κορ. 15:47) Ο Αδάμ λοιπόν δεν επρόκειτο να πάη στον ουρανό κατά τον θάνατό του. Επειδή ήταν από τη γη, επέστρεψε εκεί από όπου προήλθε, στο χώμα. Η δύναμις της ζωής που τον είχε ζωογονήσει επέστρεψε τότε στον Θεό, ο οποίος την είχε δώσει.—Εκκλησ. 12:7.
21. Ποιον άλλον καρπό δεν είχε δικαίωμα τώρα να φάγη ο Αδάμ, και τι έκαμε ο Θεός για να παρεμποδίση την προσπάθειά του να φάγη τον καρπόν αυτόν;
21 Τι έγινε για να εμποδισθή ο Αδάμ από το να λάβη έναν άλλο καρπό, πάνω στον όποιο δεν είχε δικαίωμα, δηλαδή τον καρπό του δένδρου της ζωής που αντιστοιχούσε με τη χορήγησι αιωνίου ζωής; «Ο Ιεχωβά Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ, δια να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη. Και εξεδίωξε τον Αδάμ· και κατά ανατολάς του Παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα χερουβείμ, και την ρομφαίαν την φλογίνην, την περιστρεφομένην, δια να φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής.»—Γέν. 3:22-24, ΜΝΚ.
22. Τι θα εσήμαινε η προσπάθεια επανόδου στο Παραδεισιακό αγιαστήριο, και τι δείχνει αν συνέβη κάτι για ν’ αφαιρεθή η καταδίκη από τον Αδάμ και την Εύα;
22 Ο Αδάμ, σε οποιαδήποτε απόπειρά του να επιστρέψη στο Παραδεισιακό αγιαστήριο, θα απεκλείετο από εκείνα τα χερουβείμ. Εφόσον δεν μπορούσε να επιστρέψη στον επίγειο Παράδεισο λόγω των χερουβείμ αυτών, πολύ λιγώτερο θα μπορούσε να εισέλθη στο μεγαλύτερο αγιαστήριο του ουρανού, όπου πολύ περισσότερα χερουβείμ θα ήσαν έτοιμα να τον αποκλείσουν. Κάθε προσπάθεια να πλησιάση στο δένδρο της ζωής, που ήταν στο μέσον του κήπου, για ν’ αποκτήση ζωή επάνω στη γη για πάντα, θα εσήμαινε πορεία προς την καταστροφή από τη φλογίνη ρομφαία την περιστρεφόμενη. Εν τούτοις, κι έξω από το αγιαστήριο, ο Αδάμ έζησε εκατοντάδες χρόνια. Σε όλους εκείνους τους αιώνες συνέβη μήπως τίποτε που ν’ αφήρεσε τη θανατική καταδίκη από τον Αδάμ και την Εύα; Όχι· δεν επήλθε μεταβολή στην αποξένωσι από τον Θεό. «Και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.» (Γέν. 5:5) Ο Αδάμ εκέρδισε τον μισθόν της αμαρτίας—τον θάνατον.—Ρωμ. 6:23.
(Ακολουθεί)