Ευφραίνεσθε στα Παθήματα
1. Σε ποιον εφαρμόζεται το κεφάλαιο 53 του Ησαΐα, και πώς μπορεί ν’ αποδειχθή αυτό;
Ο ΗΣΑΪΑΣ είχε εμπνευσθή να καταγράψη πολλές προφητείες σχετικά με τον δούλο του Ιεχωβά, ο οποίος ήταν και είναι ο Χριστός Ιησούς, ο Μεσσίας. Ολόκληρο το πεντηκοστό τρίτο κεφάλαιο του Ησαΐα λέγει για τα παθήματα του Μεσσία, τον θάνατο και την ταφή του. Αναγνωρίζεται γενικά ότι αυτή είναι η θεόπνευστη εφαρμογή αυτού του κεφαλαίου, λόγω των πολλών παραθέσεων απ’ αυτό το κεφάλαιο στις Ελληνικές Γραφές. Τα αρχικά λόγια του εδαφίου Ησαΐας 53:1 παρατίθενται από τον Ιωάννη στα εδάφια Ιωάννης 12:37, 38 και, όπως αναφέρει το εδάφιο Λουκάς 22:37, ο Ιησούς εφήρμοσε μια από τις τελευταίες εκφράσεις του εδαφίου Ησαΐας 53:12 στον εαυτό του.
2. (α) Σε ποιο εσφαλμένο συμπέρασμα μπορεί να φθάση κανείς από το πρώτο μέρος του εδαφίου Ησαΐας 53:10; (β) Ποιον κανόνα πρέπει ν’ ακολουθήση κανείς στην αναζήτησι ορθής κατανοήσεως οποιουδήποτε εδαφίου;
2 Στο εδάφιο Ησαΐας 53:10 (ΜΝΚ) διαβάζομε: «Αλλ’ ο Ιεχωβά ηθέλησε [ευφράνθηκε, ΜΝΚ] να βασανίση αυτόν· εταλαιπώρησεν αυτόν.» Παίρνοντας αυτή τη έκφρασι μόνη της, πράγμα που συχνά κάνουν οι διδάσκαλοι, του Χριστιανικού κόσμου, ένας κριτικός ή σχολιαστής θα μπορούσε ν’ αναφωνήση: «Τι σαδιστής Θεός, να ευφραίνεται στο να ταλαιπωρήση τον Υιόν του!» Πρέπει, όμως, να έχωμε υπ’ όψιν ότι όταν προσπαθούμε να κατανοήσωμε οποιοδήποτε μέρος του Λόγου του Θεού, είναι μεγίστης σπουδαιότητος να προσέξωμε τα συμφραζόμενα. Εξετάστε όχι μόνο την άμεση διατύπωσι του εδαφίου, αλλ’ επίσης και οποιοδήποτε άλλο σχετικό εδάφιο, έχοντας υπ’ όψιν ότι η ορθή κατανόησις θα είναι σε αρμονία με όλες αυτές τις παραπομπές· ποτέ δεν διαφέρει. Είναι ευρύτατα διαδεδομένη η αποτυχία των ανθρώπων να προσέξουν αυτή την καθοδηγητική αρχή που κάνει ώστε πολλές ερμηνείες που εκδίδονται να παριστάνουν τη Γραφή σαν να αντιφάσκη.
3. (α) Για να ευοδωθή το θέλημα [ή ευφροσύνη, ΜΝΚ] του Ιεχωβά τι πρέπει να γίνη πρώτα; (β) Γιατί μπορούσε να ευφρανθή ο Ιεχωβά με το να βασανίση τον δούλον του;
3 Σ’ αυτή την περίπτωσι σημειώστε την ενδιαφέρουσα διαφώτισι που μας δίνει η ανάγνωσις ολοκλήρου του εδαφίου: «Αλλ’ ο Ιεχωβά ηθέλησε [ευφράνθηκε, ΜΝΚ] να βασανίση αυτόν εταλαιπώρησεν αυτόν. Αφού όμως δώσης την ψυχήν αυτού προσφοράν περί αμαρτίας, θέλει ιδεί έκγονα, θέλει μακρύνει τας ημέρας αυτού, και το θέλημα [ή ευφροσύνη, ΜΝΚ] του Ιεχωβά θέλει ευοδωθή εν τη χειρί αυτού.» (Ησ. 53:10, ΜΝΚ) Παρατηρήστε τη σχέσι μεταξύ των δύο χρήσεων της λέξεως «ευφροσύνη.» Δεν μπορείτε ν’ αποφύγετε να τις διαχωρίσετε. Η «ευφροσύνη του Ιεχωβά» συγκεντρώνεται στη βασιλεία του. Αυτό θα κάνη να πραγματοποιηθή επιτυχώς το θέλημα του ή αυτό που τον ευαρεστεί. Πρώτ’ απ’ όλα, όμως, πρέπει να παραμερισθή η ενοχή του ανθρώπου που οφείλεται στην κληρονομημενη αμαρτία, με τρόπο που να ικανοποιή τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης του Θεού. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για μια αποκατάστασι δικαίας στάσεως ενώπιον του Θεού γι’ αυτούς οι οποίοι δέχονται μ’ ευγνωμοσύνη μια τέτοια σπλαγχνική προμήθεια. Κανένας από τους γυιους του Αδάμ δεν θα μπορούσε να κάμη αυτή την προμήθεια. Ο Ιεχωβά επομένως διευθέτησε ώστε ο δούλος του, ο Υιός του, να έλθη στη γη και να δώση τον εαυτό του ως «αντίλυτρον υπέρ πάντων.» Ναι, ο Χριστός άπαξ προσεφέρθη να σηκώση τας αμαρτίας πολλών.» Επί πλέον, ο Ιεχωβά ευηρεστήθη να προμηθεύση έναν δοκιμασμενο, πιστόν δούλο, ο οποίος θα ήταν απολύτως κατάλληλος να εκπληρώση όλους τους καλούς σκοπούς της βασιλείας του Θεού. Αυτό θα περιελάμβανε το έργο και τα καθήκοντα ενός βασιλέως, καθώς επίσης και του αρχιερέως ο οποίος θα μπορούσε να μεσιτεύη προς χάριν του ξεπεσμένου ανθρώπου. Ποιος θα μπορούσε καλύτερα από εκείνον που έγινε ‘ιλασμός για τις αμαρτίες ολοκλήρου του κόσμου’; Το να γίνη τέλειος για μια τέτοια βαρεία θέσι απαιτούσε να δοκιμασθή ως το ανώτατο όριο. «Έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε.» Επειδή υπήρχε ένας ένδοξος και υπέροχος σκοπός υπ’ όψιν, αυτό μας βοηθεί να κατανοήσωμε γιατί ο Ιεχωβά «ευφράνθηκε να βασανίση» τον δούλον του. Δεν επρόκειτο για μια περίπτωσι όπου ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Τα μέσα αυτά καθ’ εαυτά μολονότι τόσο οδυνηρά, ήσαν αξιόλογα μέσα, όπως θα δούμε πληρέστερα.—1 Τιμ. 2:6· Εβρ. 9:28· 1 Ιωάν. 2:2· Εβρ. 5:8-10· Ρωμ. 3:25, 26.
4. Πώς τα συμφραζόμενα επιβεβαιώνουν περαιτέρω αυτή την άποψι;
4 Αλλά, παρατηρήστε αμέσως πώς μια περαιτέρω εξέτασις των συμφραζομένων επιβεβαιώνει τα ανωτέρω εδάφια και σχόλια, δείχνοντας επίσης ότι ο δούλος του Ιεχωβά θα ήταν ικανοποιημενος από την έκβασι. «Θέλει ιδεί τους καρπούς του πόνου της ψυχής αυτού, και θέλει χορτασθή· ο δίκαιος δούλος μου θέλει δικαιώσει πολλούς δια της επιγνώσεως αυτού· διότι αυτός θέλει βαστάσει τας ανομίας αυτών. . . . αυτός εβάστασε τας αμαρτίας πολλών, και θέλει μεσιτεύσει υπέρ των άνομων.»—Ησ. 53:11, 12.
5. Ποια ερωτήματα εγείρονται όσον αφορά την άποψι του Ιδίου του Ιησού για τα παθήματα του;
5 Μολονότι είναι παραδεκτόν ότι ο Ιεχωβά ενέπνευσε το προφητικό υπόμνημα σχετικά με την ευφροσύνη του όσον αφορά τον καθορισμό της πορείας και των παθημάτων του δούλου του, μπορεί ωστόσο να εγερθή το ερώτημα σχετικά με την άποψι του ίδιου του δούλου επάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Μήπως τα παθήματα είχαν επιβληθή σ’ αυτόν; Εγνώριζε ο Ιησούς, ο δούλος του Θεού, από την αρχή τής διακονίας του το είδος των παθημάτων που του επεφυλάσσοντο; Προεγνώριζε τη δοκιμασία των παθημάτων που θα τερμάτιζαν τη ζωή του στη γη; Αν ναι, εξέφρασε τα ενδόμυχα αισθήματα του, τη διανοητική κατάστασί του σχετικά μ’ αυτό;
6. Εξετάζοντας το ιστορικό φόντο του Ιησού, τι μαθαίνομε;
6 Προτού σημειώσωμε τι είπε ο ίδιος ο Ιησούς σχετικά μ’ αυτό, γνωρίζομε ότι, όπως ο Τιμόθεος, είχε κι’ αυτός διδαχθή από βρέφους τα Ιερά γράμματα και, επί πλέον, τα διακρατουσε στην τέλεια μνήμη του. Θα του είχε λεχθή τι είπε ο άγγελος Γαβριήλ στη μητέρα του τον καιρό τής συλλήψεως, καθώς και ο θεόπνευστος λόγος του Συμεών ότι μακρά ρομφαία επρόκειτο να την διαπεράση εξαιτίας αυτού. Σε ηλικία δώδεκα ετών τα λόγια του δείχνουν ότι η διάνοια και η καρδιά του ήσαν συγκεντρωμένα στον αληθινό Πατέρα του και στον οίκο του Πατρός του. (2 Τιμ. 3:15· Λουκ. 1:30-35· 2:34, 35, 49) Όταν ήλθε στον Ιωάννη για να βαπτισθή, και πιθανόν πολύν καιρό πριν, εγνώριζε ότι ο σκοπός για τον οποίο είχε έλθει στη γη ήταν να προμηθεύση την επαρκή για την αμαρτία προσφορά σε εκπλήρωσι των τυπικών θυσιών ζώων που εγίνοντο κάτω από τον νόμο. Είπε όπως είχε προλεχθή: «Χαίρω, Θεέ μου να εκτελώ το θέλημα σου.» (Ψαλμ. 40:6-8· βλέπε επίσης Εβραίους 10:5-9) Είχε εκτιμήσει τη σημασία του τρόπου με τον οποίον τον παρουσίασε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Ιδού, ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» Στην αρχή της διακονίας του, στον πρώτο καθαρισμό του οίκου του Πατρός του, υπέδειξε τον βίαιο θάνατο του, καθώς και την αναστασί του. Προς το τέλος της διακονίας του, έδωσε πολύ σαφείς απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα, και αυτές αξίζουν να τις προσέξωμε καλά.—Ιωάν. 1:29· 2:18-22.
Η ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
7. Πώς απήντησε ο Ιησούς όταν εζήτησαν οι Έλληνες να τον ιδούν, και γιατί έτσι;
7 Μ’ αυτό το ιστορικό φόντο υπ’ όψιν, μπορούμε να εκτιμήσωμε το βάθος τής σημασίας των όσων είπε ο Ιησούς στον Ανδρέα και τον Φίλιππο. Η περίπτωσις ήταν όταν, ύστερ’ από την είσοδο του στην Ιερουσαλήμ ως βασιλεύς, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη προσοχή καθώς και έντονη ενόχλησι στους Φαρισαίους, υπήρχαν μερικοί Έλληνες οι οποίοι είχαν έλθει για την εορτή του Πάσχα και οι οποίοι εζήτησαν να ιδούν τον Ιησού. (Ιωάν. 12:20-22) Αλλά ο Ιησούς εγνώριζε ότι σ’ αυτό το Πάσχα που απείχε λίγες μόνο μέρες, επρόκειτο ν’ αντιμετωπίση και να υποστή το τρομακτικό βάρος όλων των παθημάτων που είχαν προλεχθή σχετικά μ’ αυτόν, και που θα κατέληγαν στον αγωνιώδη θάνατο του επάνω στο ξύλο του μαρτυρίου. Δεν ήταν καθόλου καιρός να επιδιώξη δημοτικότητα, ή να ικανοποιήση κάποιο παροδικό ενδιαφέρον. Αντιθέτως, με λίγα λόγια, απεκάλυψε στον Ανδρέα και στον Φίλιππο ακριβώς τι επρόκειτο να συμβή σ’ αυτόν, πώς το έβλεπε και πώς αισθανόταν γι’ αυτό, και ανέφερε επίσης θεμελιώδεις αρχές οι οποίες επηρεάζουν τον καθένα από μας. Ιδού τι είπε τότε ο Ιησούς:
8. Τι είπε ο Ιησούς στις εξηγήσεις που έδωσε στον Ανδρέα και τον Φίλιππο;
8 «Ήλθεν η ώρα δια να δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου. Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Εάν ο κόκκος του σίτου δεν πέση εις την γην και αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν όμως αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει. Όστις αγαπά την ψυχήν αυτού, θέλει απολέση αυτήν και όστις μισεί την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω, εις ζωήν αιώνιον θέλει φυλάξει αυτήν. Εάν εμέ υπηρετή τις, εμέ ας ακολουθή· και όπου είμαι εγώ, εκεί θέλει είσθαι και ο υπηρέτης ο εμός· και εάν τις εμέ υπηρετή, θέλει τιμήσει αυτόν ο Πατήρ. Τώρα η ψυχή μου είναι τεταραγμενη· και τι να είπω; Πάτερ, σώσον με εκ της ώρας ταύτης. Αλλά διά τούτο ήλθον εις την ώραν ταύτην. Πάτερ, δόξασον σου το όνομα. Ήλθε λοιπόν φωνή εκ του ουρανού, Και εδόξασα, και πάλιν θέλω δοξάσει.»—Ιωάν. 12:23-28.
9. Πώς έδειξε ο Ιησούς την πλήρη συμφωνία του με τον σκοπό του Θεού γι’ αυτόν;
9 Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι ο Ιησούς ήταν με έντονο τρόπο ενήμερος του τι επρόκειτο να συμβή σ’αυτόν. Είχαν δώσει σ’ αυτόν μια πρόγευσι τα έντονα προφητικά λόγια του Ψαλμού 116:3: «Πόνοι θανάτου με περιεκύκλωσαν, και στενοχωρίαι του Άδου με εύρηκαν θλίψιν και πόνον απήντησα.» Αν ήταν δυνατόν να τ’ αποφύγη! Αλλά όχι, όπως είπε: «Αλλά διά τούτο ήλθον εις την ώραν ταύτην.» Ήταν σε πλήρη συμφωνία με όλον τον τρόπο ενεργείας, με κάθε μέρος της. Τα εναρκτήρια και τα τελικά λόγια του το αποδεικνύουν σαφώς αυτό, διότι ανέφερε πρώτα τη δική του ενδόξασι και κατόπιν κατέληξε στην τελική δόξα του ονόματος του Πατρός του. Και πόση δύναμις και παρηγοριά υπήρξαν γι’ αυτόν το ν’ ακούση αμέσως και με ευδιάκριτο τρόπο την επιβεβαίωσι του Πατρός του σ’ αυτό που ήταν το κύριο ζήτημα: «Και εδόξασα [το όνομα μου] και πάλιν θέλω δοξάσει.» Από την αρχή ως το τέλος της διακονίας του, ο Ιησούς ήταν αποφασισμένος ν’ ακολουθήση την πορεία που είχε τεθή μπροστά του. Στην αρχή υπερνίκησε την αντίστασι του Ιωάννου στο να τον ‘βαπτίση’ και, όταν πλησίαζε προς το τέλος, «έκαμε στερεάν απόφασιν να υπάγη εις Ιερουσαλήμ.» Σχετικά μ’ αυτά όλα, είχε και πάλι την άμεση και θαυμάσια απόδειξι της επιδοκιμασίας του Πατρός του. Απέδειξε ότι η διανοητική του στάσις ήταν ακριβώς όπως είχε προλεχθή στον ίδιο Ψαλμό 116: «Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Ιεχωβά, τώρα έμπροσθεν παντός του λαού αυτού.»—Ματθ. 3:13-17· Λουκ. 9:28-35, 51· Ψαλμ. 116:14, 18, ΜΝΚ.
10. Ποια εφαρμογή έκαμε στον εαυτό του ο Ιησούς σχετικά με τον κόκκο του σίτου;
10 Κατόπιν, παρατηρήστε τον έξοχο συλλογισμό και την κατάλληλη εξεικόνισι που δείχνει την ανάγκη ενός θυσιαστικού θανάτου, όπως αναφέρεται στα εδάφια Ιωάννης 12:24, 25: Ένας κόκκος σίτου δεν μπορεί να είναι καρποφόρος στο να προμηθεύση περισσοτέρους κόκκους εκτός αν πέση στη γη και πεθάνη. Αυτό είχε ειδική εφαρμογή στην περίπτωσι του Ιησού. Αν ήταν προσκολλημένος με ιδιοτελή τρόπο στην ανθρώπινη ζωή του, σε αντίθεσι με το θέλημα του Πατρός, θα την έχανε. Εκτός τούτου και στους άλλους ακόμη προσωρινά μόνο οφέλη θα μπορούσε να προσφέρη. Αν, όμως, ήταν πρόθυμος να καταθέση την ψυχή του, τη ζωή του, ‘σ’ αυτόν τον κόσμο,’ όπως είχε καθορισθή από τον Μεγάλο Σπορέα τον Ιεχωβά, όχι μόνο ‘θα την εφύλαττε για αιώνιο ζωή’ στη νέα τάξι του Θεού, αλλά μπορούσε επίσης να γίνη ‘Πατήρ του μέλλοντος αιώνος’ σε αμέτρητους άλλους ανθρώπους. Όπως είπε ο Παύλος: «Επειδή διά τούτο ο Χριστός και απέθανε και ανέστη και ανέζησε, διά να είναι Κύριος και νεκρών και ζώντων.»—Ησ. 9:6· Ρωμ. 14:9.
11. Σχετικά μ’ αυτό, πώς γνωρίζομε ότι ο Ιησούς δεν εσκέπτετο μόνο τον εαυτό του;
11 Είναι φανερό, όμως, απ’ αυτά που είπε εν συνεχεία ο Ιησούς στο εδάφιο Ιωάννης 12:26, σχετικά μ’ εκείνους οι οποίοι θα τον υπηρετούσαν, ότι δεν σκεπτόταν μόνο τον εαυτό του. Είναι βέβαιο ότι εγνώριζε ότι επρόκειτο να πεθάνη ένα θυσιαστικό θάνατο σ’ ένα ξύλο του μαρτυρίου, με μια μοναδική αξία συνδεδεμένη μ’ αυτή τη θυσία. Αλλ’ εγνώριζε επίσης ότι ήταν ευάρεστο στον Πατέρα του να έχη στενούς ακολούθους στα βήματα του, ή μαθητάς. Και αυτοί επίσης θα εκαλούντο ν’ ακολουθήσουν μια όμοια πορεία, δηλαδή ν’ απαρνηθούν τον εαυτό τους, να σηκώσουν τον σταυρόν και να τον ακολουθούν συνεχώς. Αυτό επιβεβαιώνεται απ’ όσα είπε ο Ιησούς προηγουμένως, ακριβώς πριν από την μεταμόρφωσί του, και που έχουν καταγραφή σχεδόν με τα ίδια λόγια από τον καθένα από τους άλλους συγγραφείς του ευαγγελίου: «Εάν τις θέλη να ελθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν, και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού, και ας με ακολουθή. Διότι όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν εμού, θέλει εύρει αυτήν.»—Ματθ. 16:24-27· Μάρκ. 8:34-38· Λουκ. 9:23-26.
12. (α) Πώς ο Παύλος περιγράφει το φρόνημα του Ιησού; (β) Ποιο έξοχο αποτέλεσμα τονίζει κατόπιν ο Παύλος;
12 Ως μια ισχυρή έκκλησι σ’ αυτούς τους ακολούθους, σημειώστε την έξοχη περιγραφή του Παύλου για τη διανοητική στάσι του Χριστού Ιησού. Σημειώστε, επίσης, πώς ο Παύλος δείχνει, ότι ως άμεσο αποτέλεσμα των παθημάτων του Χριστού, «το θέλημα [ή ευφροσύνη, ΜΝΚ] του Ιεχωβά θέλει ευοδωθή εν τη χειρί αυτού [του Χριστού].» (Ησ. 53:10, ΜΝΚ) Ο Παύλος έγραψε: «Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν, το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού, όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να είναι ίσα με τον Θεόν, αλλ’ εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους, και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Δια τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν, και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα, δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός.»—Φιλιππ. 2:5-11.
13. Τι ήταν αναγκαίο για να λάβη και να διατηρήση ο Ιησούς την ορθή στάσι;
13 Πώς μπορούμε ν’ αποκτήσωμε και να διατηρήσουμε το ίδιον φρόνημα που είχε ο Ιησούς, και το οποίο απέδειξε με ολόκληρη την πορεία του; Πώς διετήρησε ο ίδιος ο Ιησούς μια τέτοια έξοχη στάσι διανοίας και καρδιάς; Ασφαλώς η απάντησις είναι ότι ήταν προσεκτικός στο να έχη την ορθή άποψι για κάθε τι που είχε επιρροή στη ζωή και τη διακονία του. Αυτό το επετύγχανε με το ν’ απορροφά πλήρως τον Λόγο του Πατρός του, όπως είχε προλεχθή σχετικά μ’ αυτόν: «Ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου.» Αυτό ήταν εκείνο που τον κατέστησε ικανό να πη στην αρχή της διακονίας του και της γεμάτης δοκιμασία πορείας του: «Χαίρω, ω Θεέ να εκτελώ το θέλημα σου.»—Ψαλμ. 40:8.
14. (α) Εφαρμόζεται αυτό και σε μας; (β) Στην περίπτωσι της Εύας, πώς είχε δοθή η εσφαλμένη άποψις, που ωδήγησε σε ποια κακή στάσι;
14 Το ίδιο αληθεύει και για μας. Η ορθή άποψις είναι αναγκαία αν πρόκειται να εποικοδομήσωμε και να διατηρήσωμε το ορθό φρόνημα. Αντιστρόφως, η εσφαλμένη άποψις, και αν ακόμη διατηρήται με ειλικρίνεια, θα οδηγήση βεβαίως σε εσφαλμένη στάσι. Αυτό είχε συμβή στην Εύα. Σημειώστε τα εναρκτήρια λόγια που τονίζουν την καλωσύνη και την γενναιοδωρία του Θεού, όταν ‘προσέταξε Ιεχωβά ο Θεός λέγων, από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει.’ Κατόπιν ήλθε η μόνη εξαίρεσις: «Από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’’ αυτού θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» Σημειώστε τώρα τα πρώτα λόγια του Σατανά, που είπε μέσω του όφεως, όταν «είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου;» Αλλ’ αυτό ήταν ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που είχε πει ο Θεός! Με συμπερασμό, διατυπωμένο σε μορφή ερωτήσεως, αυτό ήταν πραγματικά το πρώτο ψεύδος, που έδινε εσφαλμένη άποψι, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα της αμφιβολίας, που ωδήγησε στο πρώτο άμεσο ψεύδος: «Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει.» (Γέν. 2:16, 17· 3:1-5) Το ν’ αφήση τον εαυτό της ν’ απατηθή ωδήγησε γρήγορα στο να λάβη κακή στάσι, κι’ έτσι η Εύα «έγινε παραβάτις.» Εμείς πρέπει να το λάβωμε αυτό ως μια έντονη προειδοποίησι, που μας κάνει να προσέχωμε όπως είπε ο Παύλος: «Φοβούμαι όμως μήπως, καθώς ο όφις εξηπάτησε την Εύαν διά της πανουργίας αυτού, διαφθαρή ούτως ο νους σας εκπεσών από τής απλότητος της εις τον Χριστόν.»—1 Τιμ. 2:14· 2 Κορ. 11:3.
ΕΥΦΡΑΙΝΕΣΘΕ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΣΤΑ ΠΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
15. Πώς το κεφάλαιο Ησαΐας 53 δείχνει την αντίθεσι μεταξύ των δύο απόψεων σχετικά με τον δούλο του Θεού;
15 Αυτή η προειδοποίησις είναι ιδιαιτέρως αναγκαία όταν περιλαμβάνωνται παθήματα, τα οποία γενικά θεωρούνται ως κάτι που πρέπει ν’ αποφευχθούν με κάθε θυσία. Αυτό είναι το κυριώτερο επιχείρημα του Ησαΐα στο κεφάλαιο 53. Ένας Μεσσίας που θα υφίστατο παθήματα; Αυτό δεν ήταν δυνατόν για τους Ιουδαίους, ούτε τότε ούτε τώρα. «Καταπεφρονημένος και απερριμμένος από των ανθρώπων άνθρωπος θλίψεων και δόκιμος ασθενείας. . . . ημείς δε ενομίσαμεν αυτόν τετραυματισμένον, πεπληγωμένον υπό Θεού, και τεταλαιπωρημένον.» (Ησ. 53:3, 4) Απέβλεπαν στον Μεσσία από μια ιδιοτελή ανθρώπινη άποψι, που ωδήγησε σε μια στάσι μίσους ακόμη και φόνου. Αντιθέτως, τι ευλογία είναι όταν έχωμε την άποψι του Ιεχωβά, και μαθαίνομε γιατί ευφραινόταν στην εκούσια θυσία καθώς και στα παθήματα του Υιού του. Μπορούμε να πούμε με βαθιά εκτίμησι και ευγνωμοσύνη: «Αυτός τωόντι τας ασθενείας ημών εβάστασεν, και τας θλίψεις ημών επεφορτίσθη. . . . ετραυματίσθη διά τας παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη με τας ανομίας ημών.»—Ησ. 53:4-6.
16. (α) Γιατί είναι αναγκαίο να συμμετέχη η Χριστιανική εκκλησία στα παθήματα του Χριστού; (β) Γιατί πρέπει να μη παραιτηθούμε όταν υφιστάμεθα παιδεία;
16 Εν τούτοις, εκείνοι οι οποίοι αποτελούν τη Χριστιανική εκκλησία δεν ωφελούνται μόνο από τα παθήματα του Χριστού, αλλά προσκαλούνται να συμμετάσχουν αυτά. Πραγματικά, είναι ουσιώδες να συμμετάσχουν. Όπως εξηγεί ο Παύλος: «Διότι έπρεπεν . . . φέρων εις την δοξαν πολλούς υιούς να κάμη τέλειον τον αρχηγόν της σωτηρίας αυτών δια των παθημάτων,» και ακόμη ότι «έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς, διά να γείνη ελεήμων και πιστός αρχιερεύς, . . . Επειδή καθότι αυτός έπαθε πειρασθείς, δύναται να βοηθήση τους πειραζομένους.» (Εβρ. 2:10, 17, 18) Πόσο κατάλληλο και αναγκαίο ήταν να υπάρξη όμοια δοκιμασία και τελειοποίησις όλων εκείνων οι οποίοι συμμετέχουν ως βασιλείς και ιερείς μαζί με τον αρχηγό στον ουράνιο θρόνο. (Αποκάλ. 20:6) Αυτή η αυστηρή δοκιμασία περιλαμβάνει πίεσι, πειθαρχία, εγκαρτέρησι, καθαρισμό και εξαγνισμό, που όλα συνεπάγονται παθήματα. Όπως λέγει αργότερα ο Παύλος: «Ας τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα, αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως.» Κατόπιν τονίζει την ορθή άποψι: «Μη καταφρονής την παιδείαν του Ιεχωβά, μηδέ αθυμής ελεγχόμενος υπ’ αυτού. Διότι όντινα αγαπά ο Ιεχωβά παιδεύει· και μαστιγώνει πάντα Υιόν τον οποίον παραδέχεται. . . . Πάσα δε παιδεία προς με το παρόν δεν φαίνεται ότι είναι πρόξενος χαράς, αλλά λύπης· ύστερον όμως αποδίδει εις τους γυμνασθέντας δι’ αυτής καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης.»—Εβρ. 12:1-11.
17. Πώς ο Ιάκωβος και ο Πέτρος το επιβεβαιώνουν αυτό;
17 Ο επόμενος συγγραφεύς της Βίβλου, ο Ιάκωβος, το επιβεβαιώνει αυτό, λέγοντας: «Πάσαν χαράν νομίσατε, αδελφοί μου, όταν περιπέσητε εις διαφόρους πειρασμούς, γνωρίζοντες ότι η δοκιμασία της πίστεως σας εργάζεται υπομονήν η δε υπομονή ας έχη έργον τέλειον, δια να ήσθε τέλειοι και ολόκληροι, μη όντες εις μηδέν ελλείπεις.» (Ιακ. 1:2-4) ‘Να χαίρεσθε’ όχι βέβαια στις δοκιμασίες αυτές καθ’ εαυτές, αλλά στο τελικό αποτέλεσμα, αν έχη ακολουθηθή η ορθή οδός. Ο Πέτρος, επίσης, το επιβεβαιώνει αυτό στην 1η επιστολή του και, ύστερ’ από την προειδοποίησι: «Μηδείς υμών ας μη πάσχη ως φονεύς, ή κλέπτης, ή κακοποιός, ή ως περιεργαζόμενος τα αλλότρια,» καταλήγει ως εξής: «Οι πάσχοντες κατά το θέλημα του Θεού, ας εμπιστεύωνται τας εαυτών ψυχάς εις αυτόν ως εις πιστόν Δημιουργόν εν αγαθοποιία.»—1 Πέτρ. 1:6, 7· 4:15, 19.
18. Πώς ο Παύλος ανεπλήρωσε εκείνο που έλειπε σχετικά με τα παθήματα του Χριστού;
18 Είναι καταφανές ότι ο Θεός προεγνώριζε και προκαθώρισε πώς ακριβώς παθήματα και θλίψεις χρειάζονταν στην περίπτωσι του Χριστού και της εκκλησίας του. Ο Παύλος, παραδείγματος χάριν, ήταν πρόθυμος να υποστή το μερίδιο του, όπως είπε: «Τώρα χαίρω εις τα παθήματα μου διά σας, και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, το οποίον είναι η εκκλησία.» Το υπόμνημα του πιστοποιεί πόσα υπέμεινε. (Κολ. 1:24· 2 Κορ. 11:23-27) Ούτε κατελαμβάνετο εξ απροόπτου, όπως το γνωρίζομε απ’ αυτά που είπε ο Κύριος στον Ανανία: «Θέλω δείξει εις αυτόν [τον Παύλον] όσα πρέπει να πάθη υπέρ του ονόματος μου.»—Πράξ. 9:16.
19. Συμμετέχουν στα παθήματα και ο παρών «πολύς όχλος» των ‘άλλων προβάτων,’ και με ποιον σκοπό;
19 Μολονότι τα ανωτέρω εδάφια έχουν την κυρία εφαρμογή τους στη Χριστιανική εκκλησία, οι βαθύτερες αρχές εφαρμόζονται επίσης στον παρόντα ‘πολύν όχλον’ των ‘άλλων προβάτων.’ Πολλά από τα παθήματα οφείλονται στην εναντίωσι του κόσμου του Σατανά. Καθώς πλησιάζει το τέλος του ή εναντίωσις αυξάνει. Όπως είπε ο Ιησούς στους μαθητάς του: «Θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων των εθνών δια το όνομά μου,» και προσέθεσε: «Ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.» Και συνέχισε με την παραβολή των προβάτων και εριφίων, δείχνοντας ότι τα «πρόβατα» είναι εκείνοι οι οποίοι δημοσία ταυτίζονται με τους αδελφούς του Χριστού και διακονούν αυτούς όταν υφίστανται παθήματα πείνα ασθένεια και φυλάκισι.—Ματθ. 24:9-13· 25:35-40.
20. Ποια άποψι πρέπει να έχουν οι Χριστιανοί σχετικά με τα παθήματα που οφείλονται σε θλίψεις που προέρχονται από ασθένειες, και άλλα όμοια;
20 Σ’ αυτή τη Γραφική άποψι των παθημάτων, μπορούμε να περιλάβωμε όλες τις θλίψεις και τις συμφορές που οφείλονται σε ασθένειες και απώλεια προσφιλών προσώπων, καθώς και άλλα πράγματα τα οποία είναι κοινά σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος; Ναι, αν αυτά αποτελούν ευκαιρία για ν’ αναπτύξωμε μεγαλύτερη εγκαρτέρησι, πίστι και ακεραιότητα. Ο Γραφικός κανών για τον Χριστιανό είναι, «πάντα πράττετε εις δοξαν Θεού,» ακόμη και όταν τρώγετε και πίνετε, ή κάνετε οτιδήποτε περιλαμβάνεται στην καθημερινή ζωή. (1 Κορ. 10:31) Επομένως, μ’ αυτή τη βάσι, ολ’ αυτά τα παθήματα δίνουν μια καλή ευκαιρία για να λάβη κανείς το μέρος του Θεού στο μεγάλο ζήτημα που έχη εγείρει ο Σατανάς.—Ιώβ 1:8-11· 2:3-5.
21. Πώς μπορούμε να ευφραινώμεθα στα παθήματα, συλλογικά και ατομικά;
21 Μπορούμε επομένως να μάθωμε πώς να ευφραινώμεθα στα παθήματα, είτε τα βλέπομε συλλογικά είτε ατομικά. Συλλογικά, ευφραινόμεθα να ζούμε στην ημέρα που ο Ιεχωβά, μέσω του ‘αγγέλου της διαθήκης του,’ υπήρξε «ως πυρ χωνευτού και ως σμίγμα γναφέων» για το κεχρισμένο υπόλοιπο εκπληρώνοντας έτσι την υπόσχεσι ότι «θέλουσι προσφέρει εις τον Ιεχωβά προσφοράν εν δικαιοσύνη.» Ατομικώς, μπορείτε να διδαχθήτε, όπως ο Ιώβ από ‘την κακοπάθεια και τη μακροθυμία,’ και όχι μόνο να διδαχθήτε αλλά στην πραγματικότητα να δοκιμάσετε ότι «είναι πολυεύσπλαγχνος ο Ιεχωβά και οικτίρμων.»—Μαλ. 3:1-4; ΜΝΚ· Ιακ. 5:10, 11, ΜΝΚ.