Είσθε Ικανός για Εκκλησιαστική Ευθύνη;
ΠΩΣ βλέπετε την ευθύνη; Στον κόσμο σήμερα πολλοί άνθρωποι την αποφεύγουν, διότι συνοδεύεται από καθήκοντα και υποχρεώσεις. Άλλοι από φιλοδοξία επιζητούν ευθύνη, ελπίζοντας έτσι ν’ αποκτήσουν υπεροχή, εξουσία και έλεγχο στους άλλους και να λάβουν ειδικά προνόμια.
Στη Χριστιανική εκκλησία δεν υπάρχει έδαφος για καμμιά απ’ αυτές τις στάσεις. (Ματθ. 20:25-27· 1 Πέτρ. 5:2, 3) Ωστόσο υπάρχει ανάγκη ανθρώπων που είναι πρόθυμοι ν’ αναλάβουν ευθύνη. Αυτοί πρέπει να έχουν μια πολύ διαφορετική στάσι απέναντι της ευθύνης από εκείνη που έχουν πολλά κοσμικά άτομα. Αυτοί πρέπει να ‘επιθυμούν’ να αναλάβουν ευθύνες, αλλά να υποκινούνται από την επιθυμία να υπηρετήσουν τους άλλους—πρωτίστως τον Θεό και κατόπιν τον πλησίον των, ιδιαίτερα εκείνους που είναι στην εκκλησία των. Αυτοί ορθώς επιζητούν να φέρουν τιμή στον Θεό και να κάμουν το όνομα Εκείνου υπερέχον και σεβαστόν και όχι το δικό τους.—1 Τιμ. 3:1· Γαλ. 6:10· Παροιμ. 8:13.
Στις πρώτες Χριστιανικές εκκλησίες του πρώτου αιώνος, διωρίζοντο άτομα σε θέσεις ευθύνης είτε ως πρεσβύτεροι είτε ως διακονικοί υπηρέται [διάκονοι]. (Τιτ. 1:5· Φιλιππ. 1:1) Οι πρεσβύτεροι έπρεπε ν’ ασκούν εποπτεία στην εκκλησία κατά ένα πνευματικό τρόπο υπηρετώντας ως «ποιμένες» του ποιμνίου του Θεού. (Πράξ. 20:28) Οι διακονικοί υπηρέται τους βοηθούσαν, φροντίζοντας για άλλες ανάγκες που δεν περιελάμβαναν άμεσα πνευματική εποπτεία.—Πράξ. 6:1-6.
Αυτοί οι άνθρωποι, είτε υπηρετούσαν ως πρεσβύτεροι είτε ως διακονικοί υπηρέται, έπρεπε να είναι σαν τον Υιόν του Θεού ο οποίος δέχθηκε τη βαρύτερη ευθύνη που έφερε ποτέ άνθρωπος, και ο οποίος δεν ήλθε διά να υπηρετηθή αλλά να υπηρετήση. (Μάρκ. 10:45) Η κατάλληλη στάσις των θα μπορούσε να παραβληθή μ’ έναν άνθρωπο ο οποίος, συναντώντας κάποιον ο οποίος προσπαθεί να βρη έναν ωρισμένο τόπο λέγει, ‘Να σου δείξω πώς θα φθάσης εκεί.’ Ή σαν έναν ο οποίος, βλέποντας έναν άλλον που φέρει βαρειά φορτία, λέγει, ‘Να σε βοηθήσω στο φορτίο σου.’ Έχετε σεις αυτό το πνεύμα;
ΓΡΑΦΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ
Αλλά η επιθυμία του να υπηρετή κανείς, δεν είναι όλο εκείνο που απαιτείται. Ο Λόγος του Θεού εκθέτει και ωρισμένα προσόντα στα οποία πρέπει ν’ ανταποκριθούν εκείνοι που υπηρετούν ως πρεσβύτεροι ή ως διακονικοί υπηρέται. Εξετάστε τα αυτά τώρα, και καθώς τα εξετάζετε, ρωτήστε τον εαυτό σας αν θα είσθε ικανός για μια τέτοια εκκλησιαστική ευθύνη. Και σκεφθήτε αυτά τα προσόντα με την κατάλληλη τοποθέτησί τους—όπως ανεγράφησαν αρχικά για τους Χριστιανούς του πρώτου αιώνος μ.Χ. Έτσι θ’ αποφύγετε κάθε διάθεσι να τα δήτε από την κοσμική άποψι των κανόνων, περιλαμβανομένων και των κανόνων που επικρατούν στον σημερινό εμπορικό κόσμο.
Ωρισμένες βασικές απαιτήσεις εφαρμόζονται και στους πρεσβυτέρους και στους διακονικούς υπηρέτας. Μεταξύ αυτών είναι ότι ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει να είναι:
Άμεμπτος. Πρέπει να είναι άμεμπτος, δηλαδή να μην υπόκειται σε καμμιά αληθινή κατηγορία αδικοπραγίας. (1 Τιμ. 3:2, 8, 10· Τίτον 1:6, 7) Αυτό φυσικά δεν απαιτεί απόλυτη τελειότητα από μέρους του. Αλλιώς, κανένας απόγονος του αμαρτωλού Αδάμ δεν θα ήταν δυνατόν να έχη τα προσόντα. (Ιακ. 3:2· 1 Ιωάν. 1:8) Αλλά δεν πρέπει να ενέχεται σε καμμιά κατηγορία οποιουδήποτε βαθμού. Και αν υπήρχε καμμιά κατηγορία, αυτή πρέπει να είναι σύμφωνα με τους Γραφικούς κανόνας του ορθού και του εσφαλμένου, και όχι απλώς με τους κοσμικούς κανόνας που τόσο συχνά διαστρέφονται. (1 Τιμ. 6:14· Κολ. 1:22) Αν είχε διαπραχθή στο παρελθόν μια κακή πράξις σοβαράς φύσεως, αυτός έπρεπε από τότε να ζη χωρίς καμμιά μομφή που θα είχε ως αποτέλεσμα να κάμη ένα καλό όνομα για τον εαυτό του με την καλή του διαγωγή. Έτσι ο διορισμός του δεν θα φέρη μομφή στην εκκλησία ενώπιον του Θεού ή του κόσμου.
Μιας γυναικός ανήρ. Αν είναι έγγαμος, πρέπει να έχη μόνο μία σύζυγο στη ζωή, επομένως να μη είναι πολύγαμος, όπως ήσαν πολλοί μη Χριστιανοί του πρώτου αιώνος.—1 Τιμ. 3:2, 12· Τίτον 1:6.
Όχι μέθυσος. Να μη είναι ένας που κάνει κατάχρησι οινοπνευματωδών ποτών, χάνοντας έτσι τον έλεγχο των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Πραγματικά, όπως τονίζεται στις απαιτήσεις για τους διακονικούς υπηρέτας, αυτός δεν πρέπει να είναι ‘έκδοτος σε πολύν οίνον,’ επομένως δεν πρέπει να έχη τη φήμη ότι είναι «μέθυσος.» (Βίβλος της Ιερουσαλήμ).—1 Τιμ. 3:3, 8· Τίτον 1:7· 1 Πέτρ. 4:3.
Να μη είναι αισχροκερδής, να μη είναι φιλάργυρος. Επειδή οι πλεονέκται κατατάσσονται Γραφικώς με τους πόρνους, τους ειδωλολάτρας και τους μέθυσους, ένας υλιστής ασφαλώς δεν είναι κατάλληλος για ευθύνη μέσα στην εκκλησία. (1 Κορ. 5:11· 1 Τιμ. 6:9, 10· Εβρ. 13:5) Εκείνοι που έχουν τα προσόντα αποφεύγουν κάθε αισχροκέρδεια. (1 Τιμ. 3:3, 8· Τίτον 1:7· 1 Πέτρ. 5:2) Η λέξις «αισχρός» ή «ανέντιμος» εφαρμόζεται όχι μόνον σε πράξεις όπως η εξαπάτησις, η απάτη ή οι λεγόμενες «κατεργαριές» που χαρακτηρίζουν ένα διεφθαρμένο κόσμο. Η Ελληνική λέξις έχει τη βασική έννοια του αισχρού και μπορεί επίσης να μεταφρασθή «επαίσχυντος» (Ανατεθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασις), «ποταπός» (Μια Αμερικανική Μετάφρασις), «χαμερπής» (Νέα Αμερικανική Στερεότυπος Βίβλος). Επίσης, μολονότι η Ελληνική λέξις που σημαίνει «κέρδος» μπορεί ν’ αναφέρεται στο χρηματικό ή υλικό όφελος ή στα κέρδη όπως εκείνα των εμπορικών συναλλαγών (Ιακ. 4:13), εν τούτοις διόλου δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Αναφέρεται σε οτιδήποτε είδους κέρδος, όφελος ή πλεονέκτημα. (Παράβαλε Φιλιππησίους 1:21· 3:4-8) Αν λοιπόν πρόκειται να χρησιμοποιήση κανείς μια θέσι ευθύνης στην εκκλησία του Θεού είτε για να ωφελήση τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους με προσωπικά υλικά οφέλη είτε για να έχη πλεονεκτήματα περισσότερα από τους άλλους με την εξουσία του, το γόητρο ή την υπεροχή του, και αυτό επίσης θα ήταν ένα ‘επαίσχυντο κέρδος.’ Αυτός δεν θα ενεργούσε έντιμα απέναντι του ουρανίου ιδιοκτήτου του ποιμνίου, ο οποίος του ανέθεσε να υπηρετή ανιδιοτελώς και ταπεινά.—Παράβαλε 1 Πέτρου 5:2, 3· Πράξεις 20:33-35· Λουκάς 16:14.
Κυβερνών καλώς τον εαυτού οίκον, έχων τα τέκνα αυτού εις υποταγήν. Ούτε οι διακονικοί υπηρέται ούτε οι πρεσβύτεροι δεν πρέπει να είναι παιδιά αλλά πρέπει να είναι άνδρες αρκετά ενήλικοι για να έχουν τέκνα. Αν είναι έγγαμος, ο άνδρας πρέπει να τυγχάνη σεβασμού σαν ένας καλός σύζυγος και πατέρας, ένας που προεδρεύει σύμφωνα με τις Βιβλικές αρχές. (1 Τιμ. 3:4, 5, 12· Τίτον 1:6) Μήπως αυτό απαιτεί να έχη απόλυτη επιτυχία με κάθε μέλος της οικογενείας ως προς την ανταπόκρισι στις θεοσεβείς αρχές;
Αυτός πρέπει να εργάζεται γι’ αυτό τον σκοπό, φυσικά, άλλα—παρά τις καλές του προσπάθειες—μπορεί να μην προκύψη αυτό το αποτέλεσμα. Μερικές περιστάσεις είναι πέραν της ανθρώπινης ικανότητος του έλεγχου. Η σύζυγος ενός ανδρός μπορεί να μην είναι μια πιστή Χριστιανή· μπορεί ακόμη και να εναντιώνεται σ’ αυτόν ή να τον καταδιώκη εξαιτίας της πίστεώς του. (Ματθ. 10:36· Λουκ. 12:52) Ή μεταξύ των τέκνων του μπορεί να είναι ένα που παραστρατεί και διαπράττει κάποια ανήθικη πράξι, ή και που αποδεικνύεται ότι είναι ένα ‘σάπιο μήλο’ ανάμεσα στο σωρό. Πρέπει να σημειώσωμε, εν τούτοις, ότι και μερικοί από τους πνευματικούς υιούς του Θεού ακόμη αποδείχθηκαν στασιαστικοί, όπως και τα δύο πρώτα ανθρώπινα τέκνα του. Εν τούτοις οι πράξεις των διόλου δεν θα μπορούσαν να καταλογισθούν σε σφάλμα ή αδίκημα από μέρους του Θεού.
Επομένως, αν ένα μέλος της οικογενείας ενός Χριστιανού συζύγου ή πατρός αναμιχθή σε αδικοπραγίες, το ουσιώδες ερώτημα είναι: Σε τι βαθμό φέρει ευθύνη γι’ αυτό ο αρχηγός της οικογενείας; Μήπως παραμελούσε τα καθήκοντά του; Αν ναι, τότε δεν θα είχε τον σεβασμό της εκκλησίας ή του έξω κόσμου. Εξ άλλου, αν αυτός είχε κάμει όλα όσα λογικώς ανεμένοντο απ’ αυτόν, αν πραγματικά έχη καλή επιτυχία με τα άλλα μέλη της οικογενείας, η αποτυχία στο ένα μέλος ν’ ανταποκριθή στην καλή του καθοδήγησι, δεν θα τον έκρινε αυτομάτως ως ακατάλληλον.
Όχι νεοκατήχητος. Είτε για τη μια θέσι είτε για την άλλη, δηλαδή είτε ως πρεσβύτερος είτε ως διακονικός υπηρέτης, πρέπει να ‘δοκιμάζεται’ ως προς την καταλληλότητα πρώτα, αποδεικνύοντας την αξιοπιστία του και την αφοσίωσί του. (1 Τιμ. 3:6, 10) Αυτό απαιτεί χρόνον. Και, κατά κανόνα, περισσότερος χρόνος θα χρειαζόταν στην περίπτωσι ενός πρεσβυτέρου παρά στην περίπτωσι ενός διακονικού υπηρέτου, όπως υπονοεί η ίδια η λέξις «πρεσβύτερος.» Τα άτομα ποικίλλουν όπως ποικίλλει και ο βαθμός της πνευματικής των προόδου. Επομένως δεν υπάρχει καθορισμένος χρόνος, αλλά εκείνοι που συνιστούν ένα τέτοιο άτομο πρέπει να χρησιμοποιούν καλή κρίσι και να μη σπεύδουν να προωθήσουν έναν νέον, «διά να μη υπερηφανευθή» όπως ο Διάβολος. Ας αναπτύξη πρώτα το «φρόνημα» του Χριστού—ένα φρόνημα ταπεινοφροσύνης.—Φιλιππ. 2:3-8.
Παρατίθενται μερικές άλλες απαιτήσεις ειδικά για τους διακονικούς υπηρέτας. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτές οι απαιτήσεις πρέπει να εκπληρώνωνται και από εκείνους που είναι ενδεδειγμένοι για θέσεις πρεσβυτέρων. Μεταξύ αυτών των απαιτήσεων είναι και το ότι ο προτεινόμενος πρέπει να είναι:
Σεμνός. Άλλες μεταφράσεις του εδαφίου 1 Τιμόθεον 3:8 χρησιμοποιούν τις λέξεις «σεμνοπρεπής,» «αξιοπρεπής,» «αξιοσέβαστος,» «άνθρωπος υψηλών αρχών,» και αυτές επίσης είναι παραδεκτές σημασίες της Ελληνικής λέξεως που χρησιμοποιείται από τον απόστολο. Ώστε μολονότι η κατά καιρούς ευθυμία δεν είναι άτοπη, κανείς απ’ αυτούς δεν πρέπει να είναι συνεχώς ένας κωμικός τύπος· ούτε πρέπει να έχη διάθεσι να παίρνη στα ελαφρά την ευθύνη του.
Να μη είναι δίγλωσσος. Συνεπώς, να είναι ευθύς, ειλικρινής και αξιόπιστος, όχι υποκριτής, σπερμολόγος ή παραπλανητικός.—1 Τιμ. 3:8.
Με καθαρή συνείδησι. Ενώπιον του Θεού, η συνείδησίς του πρέπει να βεβαιώνη ότι αυτός δεν είναι άνθρωπος που συνηθίζει να κάνη ύπουλες, ακάθαρτες ή μολυσματικές πράξεις, έστω και αν αυτές οι πράξεις δεν είναι δημοσία γνωστές. (1 Τιμ. 3:9· Ρωμ. 9:1· 2 Κορ. 1:12· 4:2· 7:1) Αν αυτός δεν συμμορφώνεται ευσυνείδητα με τις δίκαιες αρχές και αν δεν τις υποστηρίζη, ασφαλώς δεν είναι ενδεδειγμένος να υπηρετήση το ποίμνιο του Θεού μ’ ένα υπεύθυνο τρόπο.—Ματθ. 23:3.
Εκτός απ’ αυτές τις απαιτήσεις, που είναι βασικές και για τους πρεσβυτέρους και για τους διακονικούς υπηρέτας, υπάρχουν και άλλες που σχετίζονται ιδιαίτερα με τους πρεσβυτέρους. Το ανατεθειμένο έργο τους ως ποιμένων και διδασκάλων αντανακλάται σ’ αυτές τις απαιτήσεις που εξαίρουν την ικανότητα στο να δίδεται φιλάγαθη, εξυπηρετική και σταθερή καθοδήγησις και κατεύθυνσις στα «πρόβατα» του Θεού. Σ’ αυτές τις απαιτήσεις περιλαμβάνονται οι εξής:
Νηφάλιος [Κείμενον]· εγκρατής. Ένας που είναι κατάλληλος για πρεσβύτερος πρέπει να έχη τις διανοητικές και σωματικές του δυνάμεις σε κατάλληλο έλεγχο ώστε να μη φθάνη ως τα απρεπή άκρα, ούτε να ενεργή μ’ ένα τρόπο εκκεντρικό, ανισόρροπο. Επομένως, να συμπεριφέρεται μ’ ένα τρόπο νηφάλιο, πνευματικώς διαυγή.—1 Τιμ. 3:2· 2 Τιμ. 4:5· Τίτον 1:8.
Σώφρων. Ο πρεσβύτερος πρέπει να είναι γνωστικός άνθρωπος· τα λόγια και οι πράξεις του πρέπει να είναι λογικά και όχι άσκοπα. Ο ισορροπημένος τρόπος σκέψεως και συλλογισμού πρέπει να είναι διαμορφωμένος από τις υγιαίνουσες διδασκαλίες του Λόγου του Θεού.—1 Τιμ. 3:2· Ρωμ. 12:3· παράβαλε Μάρκος 5:15· Πράξεις 26:25· 2 Κορινθίους 5:13.
Κόσμιος. Η λέξις που χρησιμοποιείται εδώ (1 Τιμόθεον 3:2) είναι η ίδια λέξις που συναντάται στην επιστολή 1 Τιμόθεον 2:9 [Κείμενον]. Έτσι λοιπόν ένας πρεσβύτερος πρέπει να έχη ένα εύτακτο και αξιοσέβαστο υπόδειγμα ζωής, να είναι ένας άνθρωπος με ευγενική συμπεριφορά, και επομένως να μη έχη κακούς τρόπους. Μολονότι βέβαια κανείς δεν πρέπει να παραβλέπη ή να υποτιμά την ακρίβεια ως το σημείο του να γίνεται αδιάκριτος ή αφιλόφρων, μπορούμε να έχωμε κατά νουν ότι η Χριστιανική εκκλησία στην εποχή του αποστόλου δεν έδινε μεγάλη σημασία στην ακρίβεια του χρόνου, όπως κάνει ο σύγχρονος εμπορικός κόσμος. Η τήρησις αρχείων επίσης ήταν ασφαλώς σε ελάχιστο βαθμό την εποχή εκείνη. Ένας πρεσβύτερος, για να είναι ένας αποτελεσματικός ποιμήν του ποιμνίου, δεν απαιτείται Γραφικώς να είναι ένας ειδικευμένος υπάλληλος γραφείου ή λογιστής. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχη κάποιος από τους διακονικούς υπηρέτας ο οποίος μπορεί να χειρίζεται οτιδήποτε είναι ανάγκη να γίνη απ’ αυτή την άποψι. (Πράξ. 6:1-6) Κυρίως, ένας πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι ένας άτακτος ή ανυπότακτος άνθρωπος, ένας που περιφρονεί την αποστολική συμβουλή.—1 Θεσσ. 5:14· 2 Θεσσ. 3:6-12· Τίτον 1:10.
Φιλόξενος. Πρέπει να υποδέχεται τους ξένους στις Χριστιανικές συναθροίσεις, δείχνοντας ίσο ενδιαφέρον στους πτωχούς και ταπεινούς όπως στους πλουσίους. Πρέπει επίσης να δείχνη φιλοξενία στους αδελφούς του, στον βαθμό που επιτρέπουν οι περιστάσεις του, και ανάλογα με τις ανάγκες των.—Ρωμ. 12:13· 1 Τιμ. 3:2· Τίτον 1:8· Ιακ. 2:14-16.
Διδακτικός. Πρέπει να είναι «προσκεκολλημένος εις τον πιστόν λόγον της διδασκαλίας, διά να είναι δυνατός να προτρέπη διά της υγιαινούσης διδασκαλίας και να εξελέγχη τους αντιλέγοντας.» (Τίτον 1:9· 1 Τιμ. 3:2) Η ικανότης του δεν προέρχεται από κοσμική εκπαίδευσι ή εξυπνάδα ή ωραιότητα λόγου. (Παράβαλε 1 Κορινθίους 2:1-5, 13· 2 Κορινθίους 10:10· 11:6.) Αντιθέτως, προέρχεται από το ότι είναι «προσκεκολλημένος εις τον πιστόν λόγον» στον τρόπο που διδάσκει. (Παράβαλε 2 Κορινθίους 10:1· 2 Τιμόθεον 4:2.) Έτσι, μολονότι θα εμμένη σε ό,τι είναι δίκαιο και αληθινό, θα μπορή επίσης να συγκρατήται και να ‘διδάσκη μετά πραότητος τους αντιφρονούντας.’ (2 Τιμ. 2:23-26) Μπορεί να μην κρίνη εύκολο το να επιπλήττη, αλλ’ η αγάπη θα τον κάμη να το πράττη αυτό με θάρρος εκεί όπου υπάρχει πραγματική ανάγκη. (Πράξ. 20:19-21, 26, 27) Τι σημασία έχει αν είναι μικρή η ικανότης του ως δημοσίου ομιλητού; Αυτό δεν τον εμποδίζει να ποιμαίνη στοργικά τα «πρόβατα» ως άτομα ή οικογένειες με την ‘υγιαίνουσα διδασκαλία,’ και να τα προτρέπη να βαδίζουν στη Χριστιανική οδό της ζωής. (Τίτον 2:1-10· παράβαλε 1 Κορινθίους 13:1, 2.) Ακόμη και μεταξύ των πρεσβυτέρων, δεν θα επιδείξουν όλοι ‘λόγον σοφίας’ ή ‘λόγον γνώσεως’ στον ίδιο βαθμό, αλλ’ αυτή η ποικιλία πρέπει ν’ αναμένεται και δεν δείχνει κατ’ ανάγκην κάποια έλλειψι ανταποκρίσεως στις Γραφικές απαιτήσεις για τη θέσι του πρεσβυτέρου.—1 Κορ. 12:4-11.
Να μη είναι πλήκτης, αλλ’ επιεικής, άμαχος. Ούτε κτυπά τα άτομα κατά γράμμα ούτε είναι απρεπής ή απότομος στα λόγια του, φοβίζοντας τους άλλους. Είναι λογικός, όπως ήταν η αρχαία σημασία της λέξεως «επιεικής.» Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Καινής Διαθήκης υπό Βάιν λέγει γι’ αυτή τη λέξι: «. . . που δεν επιμένει στο γράμμα του νόμου· εκδηλώνει τη διάκρισι εκείνη που βλέπει ανθρώπινα και λογικά τα πράγματα μιας υποθέσεως.» (Ιακ. 3:17· Εβρ. 5:1, 2· παράβαλε 1 Πέτρου 2:18.) Δεν είναι λοιπόν απολυταρχικός· δεν δείχνει τη διάθεσι να δημιουργήση μεγάλο ζήτημα για ασήμαντα πράγματα. (Παράβαλε 1 Κορινθίους 9:12, 18-23.) Μια σχετική λέξις είναι η επιείκεια. (2 Κορ. 10:1) Δεν θα είναι μαχητικός, θα αποφεύγη τις φιλονεικίες, επομένως δεν θα είναι οργίλος, αλλά «βραδύς εις οργήν.»—1 Τιμ. 3:3· Τίτον 1:7· 3:2· Ιακ. 1:19, 20.
Όχι αυθάδης. Κατά γράμμα, όχι ευχαριστημένος από τον εαυτό του ή αυτοϊκανοποιημένος. Όπως δείχνουν τα Ελληνικά λεξικά, έχει μια ταπεινή άποψι για τον εαυτό του και τις ικανότητες του, δεν έχει τόσο υψηλή γνώμη για τη δική του κρίσι ώστε να αισθάνεται και να ενεργή ως ανώτερος· δεν στηρίζεται στον εαυτό του, δηλαδή δεν είναι ανεξάρτητος σαν να είναι ικανός να χειρίζεται ο ίδιος τα πάντα, ή καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Είναι επομένως ευτυχής να μετέχη στην ευθύνη, να εργάζεται ταπεινά με τους άλλους ως σώμα, και να εκτιμά την αξία των πολλών συμβούλων.—Τίτον 1:7· παράβαλε Αριθμοί 11:27-29· Ρωμ. 12:3, 16.
Φιλάγαθος· δίκαιος. Το να είναι κανείς «δίκαιος» έχει σχέσι με τη συμμόρφωσί του με τον νόμο του Θεού, με τους κανόνες του για το τι είναι ορθό και δίκαιο. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ήταν καλός, αμερόληπτος, όχι ένοχος προσωποληψίας. (Λουκ. 1:6· Ιωάν. 7:24· Ιακ. 2:1, 4, 9) Η αγαθωσύνη διαφέρει από τη δικαιοσύνη κατά το ότι ξεπερνά απλώς τα όρια που απαιτεί η δικαιοσύνη. (Ματθ. 20:4, 13-15· Ρωμ. 5:7) Ένας που είναι φιλάγαθος θα κάμη για τους άλλους περισσότερα από εκείνα που απαιτούνται απλώς ή αναμένονται απ’ αυτόν, κάνοντας με γενναιοφροσύνη υποβοηθητικά και στοργικά έργα, και δείχνοντας θερμή αγάπη και ευγένεια. Επίσης διακρίνει, εκτιμά και επαινεί την αγαθωσύνη των άλλων.—Τίτον 1:8· Λουκ. 6:35· Πράξ. 9:36, 39· 1 Τιμ. 5:10.
Όσιος. Είναι ο άνθρωπος που διατηρεί αδιάρρηκτη αφοσίωσι και ακεραιότητα στον νόμο του Θεού και στα συμφέροντα της Χριστιανικής εκκλησίας, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες.—Τίτον 1:8· Λουκ. 1:74, 75· Πράξ. 4:19, 20· 5:29· 1 Θεσσ. 2:10.
Ασφαλώς ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει να έχη «και παρά των έξωθεν μαρτυρίαν καλήν.» Όπως έγινε με τον προφήτη Δανιήλ, που ήταν ένας αξιόπιστος άνθρωπος στον οποίον οι εναντιούμενοι δεν μπορούσαν να βρουν σφάλμα ή κάποια ανεντιμότητα, και που αυτοί οι έξω χρειάσθηκε να πουν, ‘Δεν μπορούμε να βρούμε καμμιά πρόφασι για να τον κατηγορήσωμε, εκτός αν βρούμε κάτι εναντίον αυτού από τον νόμο του Θεού του.’—1 Τιμ. 3:7· Δαν. 6:4, 5.
Είναι φυσικό ότι εκείνοι που είναι ενδεδειγμένοι για ευθύνη εκκλησίας θα είναι ισχυρότεροι σε μερικά απ’ αυτά τα προσόντα από τους άλλους. Σκεφθήτε την ποικιλία μεταξύ των αποστόλων—την αντίθεσι μεταξύ του Θωμά και του Πέτρου—εν τούτοις το τότε κυβερνών σώμα άρχισε απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί έπρεπε ν’ ανταποκρίνωνται σε όλες τις απαιτήσεις για την ιδιαίτερη ευθύνη των ως ένα λογικό βαθμό και με μια λογική συνέπεια. Ένα ολίσθημα στην κρίσι, λόγου χάριν, δεν σημαίνει ότι ένας άνθρωπος δεν είναι «σώφρων,» ούτε μια εκδήλωσις θυμού τον κάνει κατ’ ανάγκην μαχητικόν.
Στην πραγματικότητα, οι απαιτήσεις δεν είναι διόλου πέρα από την ικανότητα οποιουδήποτε ειλικρινούς Χριστιανού, διότι όπως μας αποκαλύπτει μια εξέτασις των Γραφών, τα περισσότερα απ’ αυτά τα προσόντα εκτίθενται ως πράγματα που οι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, πρέπει ν’ αγωνίζωνται να τα’ αποκτήσουν. Εκείνοι, λοιπόν, που κρατούν αυτές τις θέσεις ευθύνης πρέπει βασικά να εκπροσωπούν εκείνο που ορθά η εκκλησία υποστηρίζει ως σύνολο, να εκπροσωπούν εκείνο που πρέπει να είναι κάθε αληθινός Χριστιανός. Πώς ανταποκρίνεσθε σεις;