Η Άποψις της Βίβλου
Πώς ο Νόμος Τυγχάνει ‘Νομίμου Χειρισμού’;
Ο ΝΟΜΟΣ δίδεται πάντοτε για ένα σκοπό και συνήθως ο σκοπός αυτός είναι η παροχή βοηθείας και προστασίας σ’ εκείνους οι οποίοι βρίσκονται κάτω απ’ αυτόν τον νόμο. Οι νομοθέται ουδέποτε θ’ ανέμεναν από τους ανθρώπους να καταχρασθούν τον νόμο αθετώντας τον, περιφρονώντας τον ή διδάσκοντας πράγματα γι’ αυτόν που είναι αναληθή ή παραπλανητικά. Αυτοί θα ήσαν παράνομοι τρόποι χειρισμού του νόμου.
Ο απόστολος Παύλος έγραψε σχετικά με μερικούς ανθρώπους οι οποίοι ισχυρίζοντο ότι είναι Χριστιανοί, και οι οποίοι ενόμιζαν ότι ήσαν κατάλληλοι να διδάσκουν ‘τον νόμον, αλλ’ οι οποίοι δεν το έκαναν αυτό από αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυποκρίτου.’ (1 Τιμ. 1:5-7) Αυτοί είχαν σκοπό να κάνουν τους Χριστιανούς ν’ αποβλέπουν στον Μωσαϊκό νόμο για σωτηρία. Αυτός βέβαια ήταν ένας παράνομος χειρισμός του Νόμου. Προξένησε βλάβη.
Ο απόστολος λέγει ότι όταν ο Νόμος ‘τυγχάνει νομίμου χειρισμού’ με την κατάλληλη εφαρμογή του, αυτό πρέπει να γίνεται με τη γνώσι ότι «ο νόμος δεν ετέθη δια τον δίκαιον, αλλά δια τους ανόμους και ανυποτάκτους, τους ασεβείς και αμαρτωλούς, τους ανοσίους και βεβήλους, τους πατροκτόνους . . . ανδραποδιστάς, ψεύστας,» κλπ. (1 Τιμ. 1:8-10) Αν οι άνθρωποι δεν είχαν την τάσι να κάνουν τέτοια κακά πράγματα, δεν ήταν ανάγκη να τους λέγη ο νόμος να μη τα πράττουν.
Υπήρξε ποτέ κανείς που ήταν δίκαιος, ώστε δεν χρειαζόταν ένα τέτοιο νόμο; Ναι, ο Ιησούς Χριστός ήταν δίκαιος. Γι’ αυτόν έχει γραφή ότι, από την αρχή της επιγείου ζωής του μέχρι το τέλος, ήταν «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών.» (Εβρ. 7:26) Δεν ήταν ανάγκη να περιορίζεται από ένα τέτοιο νόμο, διότι, με το να είναι δίκαιος και όσιος, δεν υπήρχε σ’ αυτόν η τάσις να κάνη κάτι εσφαλμένο, ακόμη κι αν είχε ελεύθερη βούλησι και μπορούσε να προτιμήση να κάνη το εσφαλμένο, όπως έκανε ο Αδάμ. Στην πραγματικότητα, ο Ιησούς ποτέ δεν φιλοξένησε ούτε για μια στιγμή τη σκέψι να κάνη κάτι εσφαλμένο. Αυτό φαίνεται από τις άμεσες, άφοβες απαντήσεις του στις προσπάθειες του Σατανά να τον κάνη να σκεφθή κάποια μορφή ανυπακοής, αυτοϊκανοποιήσεως ή ιδιοτελούς επιδείξεως δυνάμεως ή θέσεως. (Ματθ. 4:1-11) Προσέξτε επίσης την άμεση απέχθεια και αποστροφή του Ιησού για την καλοπροαίρετη δήλωσι του Πέτρου: «Γενού ίλεως εις σεαυτόν, Κύριε· δεν θέλει γείνει τούτο [δοκιμασία παθημάτων και θανάτου στην Ιερουσαλήμ] εις σε.» Στρέφοντας τα νώτα του, ο Ιησούς είπε στον Πέτρο: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά· σκάνδαλόν μου είσαι· διότι δεν φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων.»—Ματθ. 16:21-23.
Έτσι, δεν ήταν ανάγκη να συγκρατήται ο Ιησούς ή να υποβάλη στον εαυτό του περιορισμούς για ν’ αποφύγη την παραβίασι κάποιου νόμου. Ήταν φυσικό, έμφυτο στον εαυτό του, να κάνη εκείνο που ήταν σωστό. Είπε για τον Πατέρα του, τον Ιεχωβά Θεό: «Εγώ κάμνω πάντοτε τα αρεστά εις αυτόν.»—Ιωάν. 8:29.
Έτσι, ένας δίκαιος άνθρωπος δεν εμποδίζεται, δεν δεσμεύεται ούτε περιορίζεται από κάποιον δίκαιο νόμο. Ζη σύμφωνα με τον νόμο της αγάπης, τον «νόμον της ελευθερίας.» Δεν υπάρχει κανένας νόμος του Θεού που να είναι εναντίον της αγάπης, ή να περιορίζη την πλήρη, ελεύθερη άσκησι αγάπης. Ο απόστολος Παύλος μιλεί για τους καρπούς του πνεύματος, περιλαμβανομένης και της αγάπης, και λέγει: «Κατά των τοιούτων δεν υπάρχει νόμος.» (Ιακ. 1:25· 2:12· Γαλ. 5:22, 23) Ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του: «Αύτη είναι η εντολή μου, να αγαπάτε αλλήλους, καθώς σας ηγάπησα.»—Ιωάν. 15:12.
Σήμερα οι Χριστιανοί ζουν κάτω από τους νόμους διαφόρων κυβερνήσεων, και είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν και πράγματι υπακούουν, σ’ αυτούς τους νόμους όταν γνωρίζουν ότι είναι ορθοί και έχουν σκοπό το κοινό καλό. Η μόνη εξαίρεσις που υπάρχει είναι όταν ένας ανθρωποποίητος νόμος αντιβαίνη σ’ εκείνα που παραγγέλλει ο Θεός στον λαό του και υπάρχει περίπτωσις να παραβιασθή η Χριστιανική συνείδησις. (Παράβαλε με Πράξεις 4:19, 20· 5:29.) Ένας τέτοιος νόμος θα μπορούσε να παραβιάση τον νόμο της αγάπης τον οποίο οι Χριστιανοί πρέπει να τηρούν στις σχέσεις τους με τον Θεό και όλους τους ανθρώπους. Αλλά, ακόμη και όταν οι Χριστιανοί βρίσκωνται κάτω από δίκαιους κυβερνητικούς νόμους, αυτοί οι νόμοι δεν τους περιορίζουν ούτε τους εμποδίζουν να κάνουν το καλό και να δείχνουν αγάπη στους άλλους.
Η αιτία είναι ότι εκείνοι που δείχνουν πίστι στη θυσία του Χριστού για το ανθρώπινο γένος «εδικαιώθησαν.» Στα μάτια του Θεού οι αμαρτίες τους καλύπτονται από την απολυτρωτική θυσία του Χριστού. Ο απόστολος περιγράφει τη θέσι τους ως εξής:
«Δεν είναι τώρα λοιπόν ουδεμία κατάκρισις εις τους εν Χριστώ Ιησού. (Η φράσις «τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα» δεν υπάρχει στο Κείμενο.) Διότι ο νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού με ηλευθέρωσεν από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου. Επειδή το αδύνατον εις τον [Μωσαϊκόν] νόμον, καθότι ήτο ανίσχυρος δια της σαρκός, ο Θεός πέμψας τον εαυτού Υιόν με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί, δια να πληρωθή η δικαιοσύνη του νόμου εις ημάς τους μη περπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα.»—Ρωμ. 8:1-4.
Επομένως, ο νόμος που έδωσε ο Θεός στον Ισραήλ μέσω του Μωυσέως δεν απευθύνεται σε τελείως δικαίους ανθρώπους. Λόγω του γεγονότος ότι κανείς ατελής άνθρωπος δεν θα μπορούσε να τηρήση αυτό τον νόμο, ο νόμος έδειξε ότι όλοι οι άνθρωποι, μόνοι τους ή με τη δική τους αξία, δεν έχουν τίποτε καλό—είναι όλοι αμαρτωλοί. (Παράβαλε με Ρωμαίους 7:18.) Έδειξε ότι όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια—τη βοήθεια που ο Θεός προμηθεύει μέσω της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού Χριστού. Το να ενεργή κανείς κατανοώντας το νόμο του Θεού μ’ αυτόν τον τρόπο, θα εσήμαινε ότι χειρίζεται νόμιμα αυτόν τον κώδικα Νόμου.
Αλλά το να προσπαθή κανείς να κάνη τους ανθρώπους να συμορφωθούν με τον Μωσαϊκό νόμο και να τον χρησιμοποιούν ως κανόνα και ως απειλή για τους Χριστιανούς—είναι εσφαλμένο, διότι οι Χριστιανοί δεν βρίσκονται κάτω από τον νόμο, ο οποίος καταργήθηκε μέσω της θυσίας του Χριστού.
Σε τι χρησιμεύει, λοιπόν, ο Νόμος; Πώς μπορεί να τυγχάνη ‘νομίμου χειρισμού’; Κατ’ αρχήν, η μελέτη αυτού του νόμου βοηθεί, διότι ο νόμος ‘έχει σκιά των μελλόντων αγαθών.’ (Εβρ. 10:1) Επί πλέον, μελετώντας τους νόμους του Θεού και την πολιτεία του με τον Ισραήλ κάτω από τον Νόμο, μπορούμε να δούμε την άποψι του Θεού στα διάφορα ζητήματα—πώς αισθάνεται για ωρισμένα πράγματα. Λαμβάνομε κατεύθυνσι. Αλλά δεν μπορούμε, ως Χριστιανοί, να επιστρέψουμε στον Νόμο, εκτός μόνο από το να εφαρμόζωμε τις αρχές του.
Επί πλέον, οι Χριστιανοί δεν είναι κριταί με εξουσία για να επιβάλουν σωματική τιμωρία στους ανθρώπους για παραβίασι είτε του νόμου της αγάπης είτε του Μωσαϊκού νόμου. Ο Χριστός είναι ο Κριτής και εκείνος ο οποίος θα εκφέρη κρίσι. Αλλά είναι επίσης και ελεήμων. Έτσι, αποτελεί καθήκον των Χριστιανών να βοηθούν εκείνους που σφάλλουν, αν είναι δυνατόν. Ο Ιάκωβος λέγει: «Ας εξεύρη ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν από της πλάνης της οδού αυτού, θέλει σώσει ψυχήν [του αμαρτωλού] εκ θανάτου και θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών [του σφάλλοντος.]»—Ιακ. 5:20.
Αν εκείνος που σφάλλει παραβιάζη χονδροειδώς τις δίκαιες αρχές του Θεού και είναι επίμονος και αμετανόητος, η εκκλησία τον αποκόπτει, όχι για να τον βλάψη προσωπικά, αλλά διότι μια τέτοια πράξις είναι απαραίτητη και συνιστάται για την καθαρότητα της εκκλησίας ενώπιον του Θεού και είναι σε αρμονία με την αγάπη για το όνομα του Θεού και για την εκκλησία. (1 Κορ. 5:5, 13) Έτσι, ο Θεός, μέσω του Χριστού, είναι εκείνος ο οποίος τιμωρεί τον αμαρτωλό, σύμφωνα μ’ εκείνο που του αξίζει.
Έτσι, ο νόμος τυγχάνει ‘νομίμου χειρισμού’ όταν ο αληθινός σκοπός και η λειτουργία του κατανοούνται, γίνωνται δεκτά και ακολουθούνται, στο φως των σκοπών του Θεού μέσω του Χριστού.