Είναι η Θρησκεία «Προσωπικό Ζήτημα»;
Γιατί μερικοί αρνούνται να συζητήσουν γι’ αυτή; Είναι πραγματικά πολύ ευπαθές ζήτημα για να μιλήση κανείς γι’ αυτό;
«Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ είναι ένα θέμα που αρνούμαι να το συζητήσω· είναι ένα πολύ προσωπικό ζήτημα», λέγουν πολλοί άνθρωποι, όταν φέρεται εμπρός τους το θέμα της θρησκείας ή η Γραφή. Άλλοι προσβάλλονται ακόμη και από την ίδια την ιδέα ότι κάποιος μιλεί για θρησκεία μαζί τους: «Η θρησκεία μου είναι τόσο πολύ μέσα στην καρδιά μου», μπορεί να πουν, «ώστε αρνούμαι να το συζητήσω· και δυσαρεστούμαι για την παρείσδυσί σας.» Αλλ’ αφού το ζήτημα της θρησκείας σημαίνει την ίδια μας τη ζωή, δεν πρέπει οποιοδήποτε άτομο με ευθεία καρδιά να είναι πρόθυμο να εξετάση τι λέγει η Αγία Γραφή γι’ αυτό το ζήτημα;
Η θρησκεία, όπως εδιδάχθη από τον Ιησού Χριστό, ασφαλώς περιλαμβάνει προσωπικές αποφάσεις και προσωπική πεποίθησι. Ο απόστολος του Ιησού Χριστού εδήλωσε: «Με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην.» (Ρωμ. 10:10) Αφού περιλαμβάνεται η καρδιά, πρέπει να υπάρχη προσωπική πεποίθησις. Αλλά τι δείχνει το γεγονός ότι η θρησκεία είναι το προσωπικό αυτό ζήτημα; Όχι ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να συζητηθή, αλλά μάλλον ότι η θρησκεία, που κληρονομεί κανείς από την οικογένειά του ή αλλιώς ομολογεί χωρίς πραγματική εσωτερική πεποίθησι, δεν είναι αληθινή θρησκεία. Δεν είναι η θρησκεία της Αγίας Γραφής. Η αληθινή πίστις δεν είναι μια θρησκεία του να πηγαίνη κανείς με το πλήθος. Απαιτεί προσωπική απόφασι βασιζόμενη σε προσωπική μελέτη της Γραφής και έπειτα προσωπική αφιέρωσι της ζωής μας στον Παντοδύναμο Θεό.
Μερικά άτομα μπορεί να πουν: «Η θρησκεία μου είναι στην καρδιά μου, και ο Θεός γνωρίζει την καρδιά μου», γιατί, λοιπόν να τη συζητήσω; Επειδή πίστις στην καρδιά είναι μόνο η αρχή. Πίστις που αρχίζει στην καρδιά και τελειώνει στην καρδιά, χωρίς να πηγαίνη μακρύτερα, δεν είναι καθόλου Χριστιανοσύνη. Όταν ο απόστολος του Χριστού είπε ότι «με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην», δεν άφησε το ζήτημα να τελειώση εκεί· αλλά επροχώρησε να δείξη την περαιτέρω απαίτησι: «Και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.» (Ρωμ. 10:10) Επομένως, η απόκτησις σωτηρίας στον νέο κόσμο του Θεού απαιτεί κάτι περισσότερο από προσωπική πίστι στην καρδιά. Πρέπει να υπάρχη «ομολογία προς σωτηρίαν».
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ
Εκείνο, λοιπόν, που καθιστά σαφές ο απόστολος, είναι το εξής: Ότι ο λόγος του Θεού πρέπει να μπη στην καρδιά ενός ατόμου. Κατόπιν το άτομο πρέπει διανοητικώς να συλλάβη τα γεγονότα και πρέπει ν’ αποκτήση πίστι με την καρδιά και προσωπική πεποίθησι ότι ο Θεός απέστειλε τον Υιό του στον κόσμο, τον ήγειρε εκ νεκρών γι’ να καθήση στα δεξιά του Πατρός του και ότι η βασιλεία του Θεού δια του Χριστού είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου για απελευθέρωσι και σωτηρία. Πιστεύοντας τούτο, και έχοντας μετανοήσει για τις προηγούμενες κατευθύνσεις ζωής, ο πιστός πρέπει να κάμη μια πολύ προσωπική απόφασι: Να αφιερώση τη ζωή του στον Θεό και να συμβολίση αυτή την αφιέρωσι με βάπτισμα στο νερό, όπως έκαμε ο ίδιος ο Ιησούς. Μετά τα προσωπικά αυτά ζητήματα, ο αληθινός λάτρης πρέπει να κάμη ομολογία με το στόμα του και να εξακολουθήση να το πράττη αυτό ώσπου να επιτευχθή σωτηρία στον νέο κόσμο του Θεού. Η ζωτική ανάγκη για ομολογία ή επίδοσι μαρτυρίας ενώπιον των ανθρώπων για απόκτησι ζωής αιωνίου, βεβαιώνεται από τον Υιόν του Θεού:
«Πας όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει ομολογήσει αυτόν έμπροσθεν των αγγέλων του Θεού. Όστις δε με αρνηθή ενώπιον των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει αρνηθή αυτόν ενώπιον των αγγέλων του Θεού.» Περαιτέρω εδήλωσε: «Διότι όστις αισχυνθή δι’ εμέ και δια τους λόγους μου εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει αισχυνθή δι’ αυτόν, όταν ελθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων.»—Λουκ. 12:8, 9· Μάρκ. 8:38.
Τι είναι αυτή η ομολογία; Δεν είναι απλή υπηρεσία χειλέων, χωρίς νοημοσύνη τυπικισμός, κενή τελετουργία. Πρέπει να είναι νοήμων ομολογία, πρέπει, δηλαδή, να γίνεται με κατανόησι της αληθείας και με σταθερή πίστι σ’ αυτήν. Πρέπει να είναι ομιλία που βγαίνει από το περίσσευμα της καρδιάς, καθώς είπε ο Ιησούς: «Διότι εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα.» (Ματθ. 12:34) Από καρδιά που κατέχει θησαυρό αληθείας και πιστεύει σταθερά σ’ αυτήν, το στόμα θα λαλήση καλά πράγματα, εποικοδομητικά πράγματα. Επομένως, αφού ομολογία πρέπει ν’ ακολουθήση την πίστι, απλή πίστις δεν είναι αρκετή. Αφού πιστέψη, ο πιστός πρέπει να χρησιμοποιήση τις δυνάμεις της εκφράσεως που κατέχει, για να δώση μαρτυρία της πίστεώς του ενώπιον άλλων. Μόνο τότε ο Βασιλεύς Ιησούς Χριστός θα τον ομολογήση για σωτηρία.
Δεν θα υπήρχε Χριστιανοσύνη αν ο Ιησούς δεν είχε μιλήσει σε άλλους και δεν είχε μεταδώσει τις αλήθειες που έλαβε από τον Θεό. Ο Ιησούς έφερε ένα άγγελμα ελπίδος και ζωής, αλλ’ αν δεν είχε μεταδώσει αυτές τις θείες αλήθειες, τι λυπηρό πράγμα θα ήταν για μας! Αλλά έχομε αυτές τις αλήθειες και τη βάσι για μια σταθερή ελπίδα. Έτσι ο θεόπνευστος συγγραφεύς του βιβλίου της προς Εβραίους επιστολής μάς δίνει καλή συμβουλή: «Ας κρατώμεν την ομολογίαν της ελπίδος ασάλευτον.» «Δι’ αυτού λοιπόν ας αναφέρωμεν πάντοτε εις τον Θεόν θυσίαν αινέσεως, τουτέστι, καρπόν χειλέων ομολογούντων το όνομα αυτού.» (Εβρ. 10:23· 13:15) Σημειώστε ότι «ομολογία» της πίστεως ενός Χριστιανού απαιτείται από τον Θεό και ότι πρέπει να είναι συνεχής, «πάντοτε».
Αυτή η δημοσία διακήρυξις που απαιτεί ο Θεός είναι δύο ειδών. Πρώτον, περιλαμβάνει δημοσία διακήρυξι ή ομολογία ενώπιον των ομοπίστων ενός Χριστιανού, εκείνων που πιστεύουν τα ίδια που κι αυτός πιστεύει. Ο αληθινός Χριστιανός πρέπει να ενθαρρύνη τους ομοπίστους του με δικές του εκφράσεις. Ο θεόπνευστος, λοιπόν, συγγραφεύς, αμέσως αφού εξήτασε την ανάγκη να κρατούμε ασάλευτη την ομολογία μας, εσυνέχισε: «Ας φροντίζωμεν περί αλλήλων, παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα· μη αφίνοντες το να συνερχώμεθα ομού, καθώς είναι συνήθεια εις τινας, αλλά προτρέποντες αλλήλους· και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν.» (Εβρ. 10:24, 25) Ο Χριστιανός, λοιπόν, είναι ανάγκη να παρακινή τους ομοπίστους του σε καλά έργα· είναι ανάγκη να μιλή, να σχολιάζη, να ενθαρρύνη άλλους στις συναθροίσεις της εκκλησίας και σε άλλες ώρες συναδελφότητος. Όλα αυτά καταλήγουν σε αμοιβαία ενθάρρυνσι, επειδή όπως άλλοι ωφελούνται από τα σχόλιά σας, έτσι και σεις ο ίδιος οικοδομείσθε με τα σχόλιά των. Αυτή η ενθάρρυνσις σε αγάπη και καλά έργα πρέπει να γίνεται τακτικά: «Προτρέπετε αλλήλους καθ’ εκάστην ημέραν, ενόσω ονομάζεται το “σήμερον”.»—Εβρ. 3:13.
ΜΙΛΩΝΤΑΣ Σ’ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Το να μιλήτε σε ομοπίστους είναι ένα πράγμα· αλλά τι πρέπει να λεχθή για την περίπτωσι που μιλείτε για θρησκεία σ’ εκείνους που διακρατούν μια διαφορετική πίστι από σας; Οι προσωπικές μας επιθυμίες δεν μπορούν να διέπουν το ζήτημα, επειδή ο Ιησούς Χριστός έδωσε το παράδειγμα για όλους τους αληθινούς Χριστιανούς· πρέπει να μιμηθούμε το παράδειγμά του, όπως δείχνει ο απόστολος Πέτρος, ‘ακολουθώντας τα ίχνη του’. (1 Πέτρ. 2:21) Τώρα ας σημειώσωμε προσεκτικά τι έκαμε και είπε ο Ιησούς, όταν μπήκε στη Ναζαρέτ και ήλθε σε μια συναγωγή. Άνοιξε τον ρόλο και ανέγνωσε από την προφητεία του Ησαΐα 61:1, 2, και την εφήρμοσε στον εαυτό του: «Και εδόθη εις αυτόν το βιβλίον Ησαΐου του προφήτου· και ανοίξας το βιβλίον εύρε τον τόπον, όπου ήτο γεγραμμένον, “Πνεύμα Ιεχωβά είναι επ’ εμέ· δια τούτο με έχρισε· με απέστειλε δια να ευαγγελίζωμαι προς τους πτωχούς, δια να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω προς τους αιχμαλώτους ελευθερίαν, και προς τους τυφλούς ανάβλεψιν, να αποστείλω τους συντεθλασμένους εν ελευθερία, δια να κηρύξω ευπρόσδεκτον Ιεχωβά ενιαυτόν”.» (Λουκ. 4:17-19, ΜΝΚ) Ο Ιησούς έδωσε το παράδειγμα κηρύττοντας, μιλώντας στους άλλους· και, εκτός αυτού, ο Ιησούς απέστειλε άλλους να διακηρύξουν τη βασιλεία του Θεού.
Οι ακόλουθοι του Ιησού δεν έμειναν σιωπηλοί σχετικά με όσα είχαν ακούσει από τον Υιόν του Θεού, αλλά έκαναν όλους εκείνους με τους οποίους ήρχοντο σε επαφή να μάθουν για τις θαυμάσιες προμήθειες του Θεού προς ζωήν. Θεωρούσαν τη Χριστιανοσύνη ως προσωπική, ναι, αλλά και από την άποψι ότι ήσαν κάτω από προσωπική υποχρέωσι να λαλούν τα καλά λόγια του Θεού στους άλλους. Όταν ο Πέτρος και ο Ιωάννης εφέρθησαν ενώπιον του ιδίου ακριβώς δικαστηρίου που είχε σκευωρήσει τον θάνατο του Κυρίου Ιησού, κατηγορήθησαν ότι μιλούσαν δημοσία για τον Χριστό· και πρόθυμα παρεδέχθησαν ότι η κατηγορία ήταν αληθής. Το δικαστήριο τότε έδωσε μια αυστηρή προειδοποίησι ότι δεν έπρεπε ποτέ να το επαναλάβουν αυτό. «Και καλέσαντες αυτούς, παρήγγειλαν εις αυτούς να μη λαλώσι καθόλου, μηδέ να διδάσκωσιν εν τω ονόματι του Ιησού. Ο δε Πέτρος και Ιωάννης αποκριθέντες προς αυτούς είπον, Αν ήναι δίκαιον ενώπιον του Θεού, να ακούωμεν εσάς μάλλον παρά τον Θεόν, κρίνατε· διότι ημείς δεν δυνάμεθα να μη λαλώμεν όσα είδομεν και ηκούσαμεν.»—Πράξ. 4:18-20.
Όχι, ποτέ στη Γραφή δεν βρίσκομε τους ακολούθους του Ιησού να λέγουν: ‘Η θρησκεία μου είναι προσωπική· αρνούμαι να την συζητήσω.’ Ακριβώς το αντίθετο! Φρονούσαν ότι ήσαν κάτω από προσωπική υποχρέωσι να μιλούν στους άλλους, και ορθώς φρονούσαν έτσι· διότι ο Ιησούς εδίδαξε τους ακολούθους του να είναι ομιληταί, διαγγελείς, κήρυκες, διάκονοι, μεταδόται του ευαγγελίου. Και δεν ήσαν μήπως τα τελευταία αναγεγραμμένα λόγια του Ιησού Χριστού, προτού αναληφθή στον ουρανό, σχετικά με την ανάγκη να μιλούν; Πράγματι ήσαν. Τα βαρυσήμαντα εκείνα λόγια, που αναγράφονται στις Πράξεις 1:8, 9, ήσαν: «Θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το άγιον πνεύμα εφ’ υμάς· και θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμάρεια, και έως εσχάτου της γης.» Αληθινά, ένας Χριστιανός δεν μπορεί να παύση να μιλή, δεν μπορεί να παύση να δίνη μαρτυρία για τις αλήθειες της βασιλείας του Θεού.
ΠΡΑΟΤΗΣ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΣΑΣ
Μερικοί μπορεί να φρονούν ότι δεν πρέπει να συζητούν για τη θρησκεία επειδή αυτό μπορεί να οδηγήση σε επιχειρηματολογία, που καταλήγει σε περισσότερον ερεθισμό παρά φως. Αλλά δείχνει μήπως η Γραφή ότι οι Χριστιανοί πρέπει να παραμένουν σιωπηλοί για μια τέτοια αιτία; Ποτέ! Ο απόστολος Παύλος διεκήρυξε: «Ο δε δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να μάχηται, αλλά να ήναι πράος προς πάντας, διδακτικός, ανεξίκακος, διδάσκων μετά πραότητος τους αντιφρονούντας· μήποτε δώση εις αυτούς ο Θεός μετάνοιαν, ώστε να γνωρίσωσι την αλήθειαν.» (2 Τιμ. 2:24, 25) Ο αληθινός Χριστιανός δεν ερεθίζεται, δεν οργίζεται και δεν διαταράσσεται, όταν μιλή για Βιβλικές αλήθειες. Δεν πρέπει να μάχεται. Πρέπει να είναι «πράος προς πάντας», και πρέπει να μιλή «μετά πραότητος» σ’ εκείνους που δεν είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι. Τότε δεν θα υπάρχουν ερεθιστικά επιχειρήματα.
Αν άνθρωποι μάς ερωτούν για την ελπίδα μας, τι πρέπει να κάμωμε; Αν λατρεύωμε τον Θεό της Γραφής, θα κάμωμε εκείνο που λέγει ο απόστολος Πέτρος: «Έστε πάντοτε έτοιμοι εις απολογίαν μετά πραότητος και φόβου, προς πάντα τον ζητούντα από σας λόγον περί της ελπίδος της εν υμίν.» (1 Πέτρ. 3:15) Μιλείτε, λοιπόν, για την ελπίδα σας, κάνοντας τούτο «μετά πραότητος».
Υπάρχει και μια άλλη ζωτική αιτία για την οποία οι Χριστιανοί δεν μπορούν να παύσουν να μιλούν: Η ανάγκη να προειδοποιήσουν άλλους για την επικείμενη καταστροφή αυτού του συστήματος πραγμάτων στον παγκόσμιο πόλεμο του Θεού, τον πόλεμο του Αρμαγεδδώνος. Ζωές διακυβεύονται! Όπως ακριβώς ο Νώε ησθάνετο την επείγουσα ανάγκη να μιλήση πριν από τον μεγάλο κατακλυσμό, έτσι και οι αληθινοί λάτρεις του Θεού σήμερα αισθάνονται την επείγουσα ανάγκη της καταστάσεως. Γνωρίζουν ότι ο Ιησούς προείπε για τις ημέρες μας ότι «θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος». Προτού έλθη το τέλος στον Αρμαγεδδώνα, τα αγαθά νέα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού πρέπει να διακηρυχθούν σε όλα τα έθνη. Η προειδοποιητική μαρτυρία πρέπει να δοθή. Αν κανείς γνωρίζη για τον σκοπό του Θεού να καταστρέψη αυτόν τον κόσμο και όμως δεν προειδοποιεί άλλους, τότε η αρχή του θεμελιώνεται στο Ιεζεκιήλ 3:17, 18, δείχνει ότι ο Θεός θα κρατήση αυτό το άτομο υπεύθυνο—υπεύθυνο επειδή παρέμεινε σιωπηλό όταν έπρεπε να χρησιμοποιήση τις εκφραστικές του δυνάμεις για να προειδοποιήση άλλους. Επειδή ο απόστολος Παύλος δεν συνεστάλη να λαλήση τις αλήθειες του Θεού στους άλλους, αλλ’ ακόμη και εδίδαξε «κατ’ οίκους», μπορούσε να πη: «Είμαι καθαρός από του αίματος πάντων· διότι δεν συνεστάλην να αναγγείλω προς εσάς πάσαν την βουλήν του Θεού.» Μπορούμε να είμεθα καθαροί «από του αίματος πάντων» μιλώντας για την ελπίδα της Βασιλείας και για το τι θα κάμη γρήγορα η βασιλεία σ’ αυτόν τον πονηρό κόσμο.—Ματθ. 24:14· Πράξ. 20:20, 26, 27.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΜΩΜΕ
Τι πρέπει να γίνη αν κανείς βρίσκη τον εαυτό του να έχη την τάσι να παρεκκλίνη από το να μιλή για τη Γραφή; Λάβετε άμεσα μέτρα για να θεραπεύσετε την κατάστασι. Με δυο λόγια, λάβετε μέτρα για ν’ αποκτήσετε περισσότερη γνώσι του λόγου του Θεού, επειδή πολλά άτομα αρνούνται να συζητήσουν για την ελπίδα των επειδή έχουν έλλειψι γνώσεως. Αν η θρησκεία ενός ατόμου είναι πολύ ενδόμυχη, ώστε να μη συζητήται, τότε η θρησκεία αυτή δεν βασίζεται στη Γραφή, αλλά στο αίσθημα, στο συναίσθημα, στη συγκίνησι. Η αληθινή θρησκεία της Γραφής είναι λογική, πραγματική και μεταδόσιμη· αλλ’ ο Χριστιανός πρέπει ν’ αποκτήση γνώσι, ώστε να μπορή να μιλήση στους άλλους για την ελπίδα του.
Πώς, λοιπόν, πρέπει ν’ αντιδράσετε όταν κάποιος άλλης πίστεως σας πλησιάζη για να μιλήση για τη θρησκεία; Αν λατρεύετε τον Θεό της Γραφής, θ’ ακούσετε ήσυχα, και έπειτα, στην κατάλληλη στιγμή, θα λάβετε την ευκαιρία να εκφράσετε την ελπίδα σας. Θέσατε ερωτήματα, όταν άλλοι άνθρωποι μιλούν σ’ εσάς, όπως το γιατί πιστεύουν ωρισμένη δοξασία. Ας σας δείξουν από τη Γραφή ποια είναι η ελπίδα των. «Μετά πραότητος» δείξτε σε άλλα άτομα την ελπίδα σας για τη Βασιλεία.
Αν πρέπει να μιλήσετε σε κάποιον για την ελπίδα σας και αυτός λέγη: «Δεν συζητώ για τη θρησκεία επειδή είναι κάτι το πολύ προσωπικό», θα μπορούσατε να πήτε: «Ναι, η θρησκεία ασφαλώς περιλαμβάνει προσωπική πεποίθησι· αλλά επειδή δεν έχω αντίρρησι να συζητήσω τη δική μου πίστι—πράγματι αποτελεί μέρος της πίστεώς μου το να την συζητώ—θα επιθυμούσα να σας πω τι μου έφερε ελπίδα και ευτυχία.»
Οι αληθινοί Χριστιανοί απλούστατα «δεν μπορούν να παύσουν να μιλούν για τα πράγματα» που αφορούν τον Θεό και τη βασιλεία του. Αν ένα άτομο αρνήται να συζητήση για τη θρησκεία, δεν λατρεύει τον Θεό της Γραφής, και βαδίζει προς μια κατεύθυνσι εκ διαμέτρου αντίθετη προς ό,τι διδάσκουν οι Γραφές. Η καρδιά περιλαμβάνεται, ναι, αλλά «με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.»—Ρωμ. 10:10.