Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Αν ληφθούν υπ’ όψι τα γραφόμενα στο βιβλίο 1 Χρονικών 28:9, πώς μπορεί να λεχθή ότι ο Σολομών θ’ αναστηθή;—Β. Μ., Η.Π.Α.
Για να καθορισθή τι τονίζει η Γραφή για τη δυνατότητα αναστάσεως του Σολομώντος, είναι υποβοηθητικό να παραβάλωμε εκείνο, που λέγεται γι’ αυτόν, με ό,τι λέγουν οι Γραφές ότι συνέβη στον θάνατο ωρισμένων άλλων ανδρών, που έζησαν πριν από τον Χριστό.
Ο Αβραάμ, ο Μωυσής κι ο Δαβίδ ευηρέστησαν τον Ιεχωβά. Συνεπώς, κατεγράφησαν ως άνδρες πίστεως, οι οποίοι επίστεψαν στην ανάστασι και θα την λάβουν. (Εβρ. 11:17-19, 23-28, 32-35, 39, 40) Αυτό σημαίνει ότι κατά τον θάνατό τους πήγαν στον Σιεόλ ή Άδην, τον κοινό επίγειο τάφο του ανθρωπίνου γένους, αφού από εκεί ανασταίνονται οι νεκροί. (Αποκάλ. 20:13) Δεν έχομε λόγο ν’ αμφιβάλωμε για την απόφασι του Ιεχωβά όσον αφορά αυτούς. Ενδιαφέρει το ότι η Γραφή εχρησιμοποίησε όμοιες εκφράσεις εξηγώντας το τι συνέβη σε όλους αυτούς τους άνδρες, όταν πέθαναν. Ο Αβραάμ, στον θάνατό του ‘απήλθε προς τους πατέρας του εν ειρήνη’. (Γέν. 15:15) Ο Μωυσής, στον θάνατό του ‘εκοιμήθη μετά των πατέρων του’. (Δευτ. 31:16) Ο δε Δαβίδ μνημονεύεται ότι «εκοιμήθη . . . μετά των πατέρων αυτού, και ετάφη εν τη πόλει Δαβίδ.»—1 Βασ. 2:10· Πράξ. 13:36.
Και οι τρείς, λοιπόν, ο Αβραάμ, ο Μωυσής και ο Δαβίδ, ευηρέστησαν τον Θεό, πήγαν στον Σιεόλ, και αναγράφεται ότι ετάφησαν ή εκοιμήθησαν με τους προπάτορές των. Η χρήσις ομοίας εκφράσεως ‘ετάφη μετά των πατέρων του’ δεν θα μπορούσε να σημαίνη ότι όλοι συνεμερίσθησαν τον ίδιο τάφο, εφόσον αυτοί οι άνθρωποι δεν ετάφησαν στον ίδιο τόπο. Πραγματικά, ο Ιεχωβά έθαψε τον Μωυσή, και «ουδείς γνωρίζει την ταφήν αυτού έως της σήμερον.»—Δευτ. 34:5, 6.
Ο Ιεχωβά, επίσης, περιέλαβε στο θεόπνευστο υπόμνημα τη δήλωσι ότι κατά τον θάνατό του ο Σολομών «εκοιμήθη . . . μετά των πατέρων αυτού.» (1 Βασ. 11:43· 2 Χρον. 9:31) Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, τον Βιβλικό παραλληλισμό, μπορούμε λογικά να συμπεράνωμε ότι ο Σολομών, μαζί με τους προπάτορές του, τον Αβραάμ, τον Μωυσή και τον Δαβίδ, είναι στον Σιεόλ ή Άδη, από τον οποίον θ’ αναστηθή. Μολονότι μερικοί μπορεί να φρονούν ότι ο Σολομών, λόγω της μεγάλης σοφίας του, ήταν πλήρως υπόλογος, όταν μετεστράφη προς την ψευδή λατρεία, όλοι οι παράγοντες είναι γνωστοί από τον Ιεχωβά, ένα Θεό τελείας δικαιοσύνης και ελέους, και αυτή φαίνεται να είναι η απόφασίς του σ’ αυτό το ζήτημα.
Προτού πεθάνη ο Δαβίδ, είχε συμβουλεύσει τον Σολομώντα: «Εάν εκζητής αυτόν [τον Ιεχωβά], θέλει ευρίσκεσθαι υπό σου· εάν όμως εγκαταλίπης αυτόν, θέλει σε απορρίψει δια παντός.» (1 Χρον. 28:9) Έχοντας υπ’ όψιν τα όσα διετυπώθησαν ήδη, τι μπορούμε να συμπεράνωμε ότι εννοούσε ο Δαβίδ ενταύθα; Φαίνεται ότι ο Δαβίδ ανεφέρετο σ’ αυτή την παρούσα ζωή και δεν είχε υπ’ όψι το αν ο Σολομών θα ανεσταίνετο ή όχι, αν εξέπιπτε από την αληθινή λατρεία. Αν ο Σολομών, ως βασιλεύς του Ισραήλ, εγκατέλειπε τον Ιεχωβά, ο Θεός θα τον απέρριπτε ή θα τον απεδοκίμαζε. Αυτό κι έγινε. (1 Βασ. 11:9-13) Μολαταύτα, οι Γραφές δείχνουν ότι ο Σολομών προφανώς θα τύχη αναστάσεως.—Ιωάν. 5:28, 29· Ματθ. 6:29· 12:42· Πράξ. 7:47.
Φυσικά, η Γραφή δεν κάνει θετική δήλωσι για τη δυνατότητα αναστάσεως του κάθε ατόμου, που κατονομάζει. Αλλ’ αν εμείς ατομικά αποδείξωμε την ακεραιότητά μας στον Θεό τώρα, θα είναι προνόμιό μας να είμεθα έτοιμοι, όταν γίνη η ανάστασις κι έτσι να είμεθα μεταξύ εκείνων που θ’ αναστηθούν από τους νεκρούς. Τότε θα γνωρίσωμε οριστικά ποια άτομα ευνοήθηκαν από τον Θεό με ανάστασι.
● Στη 2 Θεσσαλονικείς 3:14, 15, εξήταζε μήπως ο απόστολος Παύλος ζήτημα αποκοπής;—Π. Β., Η.Π.Α.
Προφανώς όχι. Έλεγε στην εκκλησία πώς να πολιτεύεται με καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς, οι οποίοι, μολονότι δεν ήσαν άξιοι πλήρους αποκοπής από την εκκλησία, δεν ήσαν καλοί σύντροφοι. Τούτο εξάγεται από τα συμφραζόμενα.
Στο εδάφιο 6 λέγει: «Σας παραγγέλλομεν δε, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να απομακρύνησθε από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος, και ουχί κατά την παράδοσιν την οποίαν παρέλαβε παρ’ ημών.» Σε τι συνίστατο αυτή η αταξία; Ο απόστολος Παύλος είπε ότι ήσαν «μη εργαζόμενοι μηδέν, αλλά περιεργαζόμενοι.» Τους παρώτρυνε, ως μέλη της εκκλησίας, να μην είναι οκνηροί, αναμένοντας από άλλους να ικανοποιήσουν τις φυσικές των ανάγκες και χρησιμοποιώντας τον χρόνο τους στην ανάμιξι σε ζητήματα, που δεν τους αφορούσαν, αλλά να δείξουν ότι ήσαν πρόθυμοι να εργασθούν και να προμηθευθούν ό,τι τους εχρειάζετο.
Έπειτα είπε προς τους πιστούς που ήσαν στη Θεσσαλονίκη: «Σεις δε, αδελφοί, μη αποκάμητε πράττοντες το καλόν. Και εάν τις δεν υπακούη εις τον λόγον ημών τον δια της επιστολής, τούτον σημειόνετε· και μη συναναστρέφεσθε μετ’ αυτού, δια να εντραπή. Πλην μη θεωρείτε αυτόν ως εχθρόν, αλλά νουθετείτε ως αδελφόν.» (2 Θεσ. 3:13-15) Αν ένας, που ωμολογούσε ότι ήταν Χριστιανός, δεν υπήκουε στις διδασκαλίες της Χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά προτιμούσε να εμμένη στις προσωπικές του ιδέες και να συμπεριφέρεται μ’ έναν τρόπο που προωθούσε τους δικούς του ιδιοτελείς σκοπούς, οι υπεύθυνοι μέσα στην εκκλησία θα έπρεπε να λάβουν υπό σημείωσιν το άτομο αυτό, έπρεπε να ‘σημειώνουν τούτον’. Δεν θα έπρεπε να του παρέχωνται διορισμοί, που θα τον έθεταν ενώπιον της εκκλησίας ως διδάσκαλον ή ως ένα παράδειγμα για να το ακολουθήσουν άλλοι.
Ένα τέτοιο άτομο δεν θα ήταν εκείνο, που θα εξέλεγε ως στενό του σύντροφο ένας Χριστιανός με πνευματικό φρόνημα. Το να ακούη με προσοχή τις ιδέες ενός, που είχε τέτοιες επιδιώξεις, δεν θα ήταν εποικοδομητικό, και το να σπαταλά χρόνο μαζί του θα μπορούσε να οδηγήση στη μίμησι των συνηθειών του. Γι’ αυτό ο απόστολος παρώτρυνε τους αδελφούς ν’ αποφεύγουν τη συντροφιά του, τόσο χάριν της δικής των προστασίας όσο και για να μπορέση να αντιληφθή ότι οι πιστοί δεν επεδοκίμαζαν την πορεία του.
Εν τούτοις, ο Παύλος δεν είπε ότι δεν έπρεπε να του απευθύνουν ούτε και χαιρετισμό, όπως είπε ο απόστολος Ιωάννης σχετικά με τα άτομα που εγκατέλειψαν τις Χριστιανικές διδασκαλίες. (2 Ιωάν. 9-11) Όχι, αυτός ήταν ακόμη αδελφός των, και έπρεπε να τον ‘νουθετούν ως αδελφόν’, παροτρύνοντάς τον να ανακαινίση τη διάνοιά του σε αρμονία με τον Λόγο του Θεού.
Ωστόσο, αν ένα άτομο επέμενε στο να διαδίδη τις ιδέες του μέσα στην εκκλησία, προξενώντας μ’ αυτό τον τρόπο διχόνοια, τι θα εγίνετο; Όταν ο απόστολος Παύλος έγραφε στον Τίτο, έδωσε την εξής συμβουλή: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού· εξεύρων ότι διεφθάρη ο τοιούτος, και αμαρτάνει, ων αυτοκατάκριτος.—Τίτον 3:10, 11.
Σύμφωνα μ’ αυτά, η εκκλησία δεν αδημονεί να εκβάλη άτομα εκ μέσου της. Προσπαθεί να τα βοηθήση, αν είναι δυνατόν· αλλ’ όταν εμμένουν σε μια πορεία που ειδικώς καταδικάζεται από τις Γραφές, τότε, λόγω σεβασμού προς τον Ιεχωβά Θεό και χάριν της προστασίας του λαού Του, οι υπεύθυνοι υπηρέται πρέπει να αναλάβουν δράσι για να τηρήσουν την οργάνωσι καθαρή.
● Εφόσον εκατομμύρια ανθρώπων στην Κίνα και σε άλλα μέρη δεν έχουν ποτέ ακούσει το άγγελμα της Βασιλείας, θα διαφυλαχθούν μήπως αυτοί οι άνθρωποι δια μέσου της καταστροφής της Βαβυλώνος της Μεγάλης και του πολέμου του Αρμαγεδδώνος, ή ίσως θ’ αναστηθούν αργότερον;—Χ. Σ., Η.Π.Α.
Είναι σπουδαίο να κατανοήσωμε τι λέγει η Γραφή σχετικά με την καταστροφή, που πρόκειται να έλθη στο τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων. Στην παραβολή του των προβάτων και των εριφίων ο Ιησούς έδειξε ότι ένα διαχωριστικό έργο θα εγίνετο «όταν . . . έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού», και ότι τα άτομα θα κατετάσσοντο είτε ως «πρόβατα» είτε ως «ερίφια». (Ματθ. 25:31-46) Εν μέρει, η βάσις για τον διαχωρισμό θα ήταν η αντίδρασις των ανθρώπων έναντι του κηρύγματος του ευαγγελίου της ιδρυμένης βασιλείας. Αυτό το έργο κηρύγματος διενεργείται τώρα από τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Ο Ιησούς εξήγησε ότι όσοι επάνω στη γη ανταπεκρίνοντο ευνοϊκά προς αυτό το άγγελμα και μετεχειρίζοντο φιλάγαθα τους φορείς του θα κατετάσσοντο ως «πρόβατα» και θα εισήρχοντο σε «αιώνιον ζωήν». Οι υπόλοιποι από το ανθρώπινο γένος, που δεν θα ανταπεκρίνοντο ευνοϊκά στο έργο κηρύγματος και δεν θα προσέφεραν βοήθεια σ’ εκείνους, που έφεραν το άγγελμα της Βασιλείας, θα κατετάσσοντο ως «ερίφια» και θα μετέβαιναν, όχι σ’ έναν προσωρινό θάνατο, αλλά σε «κόλασιν [αποκοπήν, ΜΝΚ] αιώνιον», όταν θα εξετελείτο κρίσις.
Μερικά, όμως, άτομα, κατανοώντας πλήρως ότι εκατομμύρια ανθρώπων πρόκειται ν’ αναστηθούν και να λάβουν ευκαιρία να υπηρετήσουν τον Θεό, διερωτώνται αν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν σήμερα και που προφανώς ουδέποτε άκουσαν να κηρύττεται το άγγελμα της Βασιλείας, θα καταστραφούν για πάντα χωρίς καν να λάβουν μαρτυρία για τους σκοπούς του Θεού. Είναι αληθές ότι προς το παρόν φαίνεται ότι υπάρχουν τεράστιοι αριθμοί ανθρώπων, που δεν έχουν ακούσει το κήρυγμα της Βασιλείας. Επίσης, από ό,τι λέγει η Γραφή και από τις συνθήκες που επικρατούν στον κόσμο, γνωρίζομε ότι ευρισκόμεθα στις ‘έσχατες ημέρες’. Αλλά δεν γνωρίζομε ακριβώς πόσο περισσότερο έργο θα επιτελεσθή στη διακήρυξι του αγγέλματος της Βασιλείας προτού έλθη το τέλος. (2 Τιμ. 3:1-5· Ματθ. 24:3-13) Αν, στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κάποιος είχε ειπεί ότι το κήρυγμα της Βασιλείας θα διεξήγετο από περισσοτέρους από ένα εκατομμύριο διαγγελείς, σε 190 και πλέον χώρες, περιλαμβανομένων και των κομμουνιστικών, ίσως πολλοί να το είχαν ευρεί αυτό δύσκολο να το πιστεύσουν. Ωστόσο, ο Ιεχωβά ευλόγησε τον λαόν του, και αυτό είναι ακριβώς εκείνο που επιτυγχάνεται τώρα. Αν, λοιπόν, είναι θέλημα του Ιεχωβά να κάμη αυτό το άγγελμα να φερθή προσωπικώς στα επί της γης εκατομμύρια που προφανώς δεν το έχουν ακόμη ακούσει, τούτο θα εκτελεσθή. Αν το προτιμά, θα μπορούσε να φροντίση ώστε το άγγελμα αυτό να διαδοθή με τρόπους που δεν μπορούμε ακόμη να φαντασθούμε. Ο Ιησούς πράγματι προείπε ότι «θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.» (Ματθ. 24:14) Μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι ο Θεός θα φροντίση ώστε το έργο κηρύγματος να γίνη σε σημείο που να τον ικανοποιήση. Έπειτα απ’ αυτό, έρχεται «το τέλος».
Κατόπιν, εκείνοι που αντιστοιχούν προς τα «ερίφια», είτε στην Κίνα βρίσκονται είτε οπουδήποτε αλλού, θα χαρακτηρισθούν «κατηραμένοι» και δεν θα τους επιτραπή να επιζήσουν από εκείνο το «τέλος» και να εισέλθουν στη νέα τάξι πραγμάτων του Θεού. Εφόσον αυτοί πηγαίνουν στο συμβολικό «πυρ» (όπως ο Διάβολος και οι άγγελοί του), η ποινή των θα είναι αιωνία. Ουδέποτε θα αναστηθούν.—Ματθ. 25:41-46.