Εκτίμησις της Δυνάμεως της Διακρίσεως
«Των τελείων όμως είναι η στερεά τροφή, οίτινες δια την έξιν έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εις το να διακρίνωσι το καλόν και το κακόν.»—Εβρ. 5:14.
1, 2. Γιατί ο Ιησούς ποτέ δεν έκαμε λάθος;
Ο ΙΗΣΟΥΣ ποτέ δεν έκαμε λάθος. Όταν προεκλήθη από τους θρησκευτικούς ηγέτας σε μια περίπτωσι στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του, είπε: «Τις από σας με ελέγχει περί αμαρτίας;» (Ιωάν. 8:46) Συνέβη αυτό επειδή ήταν τέλειος; Όχι εντελώς. Ο Αδάμ και η Εύα ήσαν τέλειοι επίσης, αλλά έκαμαν ένα από τα πιο σοβαρά λάθη που διεπράχθησαν ποτέ. Παρήκουσαν στον Ιεχωβά Θεό. Αυτή ήταν η διαφορά! Ο Αδάμ και η Εύα αρνήθηκαν να εξασκήσουν τις δυνάμεις των αντιλήψεως.
2 Ο Ιησούς είχε διδαχθή από τον Θεό. Επί αμέτρητες χιλιετηρίδες ήταν στο πλευρό του Ιεχωβά πίνοντας βαθιά από την Πηγή της σοφίας. Η γνώσις πού είχε των οδών του Ιεχωβά ήταν απέραντη και κατανοούσε πλήρως τις αρχές που περιελαμβάνοντο στην απ’ αυτόν εκπλήρωσι του θείου θελήματος που ήταν προσδιωρισμένο γι’ αυτόν. Επί πλέον, ο Ιησούς ήταν πάντοτε ευπειθής και ακολουθούσε το τέλειο παράδειγμα που εδίδετο από τον ουράνιο Πατέρα του, εβασίζετο δε τελείως στην ενεργό δύναμι ή πνεύμα του Θεού για την εκπλήρωσι οιασδήποτε εντολής, η οποία του ανετίθετο. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι ο Ιησούς μπορούσε όχι μόνο να προβλέπη την έκβασι κάθε πιθανής πορείας που θα ήταν δυνατόν να λάβη καθώς διηνοίγετο σ’ αυτόν, αλλά μπορούσε επίσης να διακρίνη καθαρά ποια πορεία θα κατέληγε στον μεγαλύτερο αίνο για το όνομα του Πατρός του και θ’ απέληγε στη δική του αιώνια ευημερία. Επειδή αγαπούσε τον Πατέρα του πάντα από κάθε τι άλλο, ποτέ δεν εδίστασε να λάβη την ορθή πορεία. Για τούτο ήταν πάντοτε ευθύς.—Ιωάν. 8:38· Εβρ. 10:7.
3. Τι ώθησε την Εύα να λάβη πορεία που ωδήγησε στην απώλεια της ζωής της, και πώς η παράλειψις να εξασκήση τις δυνάμεις της αντιλήψεως συνέβαλε σ’ αυτή την απώλεια;
3 Ο Αδάμ και η Εύα, εξ άλλου, απέτυχαν να πράξουν το ορθόν επειδή δεν είχαν αυτή την αγάπη για τον Θεό. Στην περίπτωσι της Εύας, αυτή ήταν κατάλληλα πληροφορημένη για το θείο θέλημα μέσω του Αδάμ, της κεφαλής της, και της είχε λεχθή τι θα προέκυπτε από την παράλειψί της να το ακολουθήση. Για ένα διάστημα είχε ένα υπόμνημα ακηλίδωτης ακεραιότητος και συνεπώς ήταν μια τελεία γυναίκα. Έπειτα ξαφνικά αντιμετώπισε μια διαφορετική πορεία από εκείνην που είχε διατάξει ο Ιεχωβά. Τώρα είχε μια ευκαιρία ν’ αποδείξη την αγάπη της για τον Θεό, να εξασκήση τις δυνάμεις της αντιλήψεως και να ενισχύση τη γνώσι της περί καλού και κακού, προοδεύοντας σε τελειότητα ακεραιότητος και ωριμότητος. Αλλά η ιδιοτέλεια ήμβλυνε τις δυνάμεις της αντιλήψεως. Αρνήθηκε να στραφή στον Αδάμ ή στον Ιεχωβά για καθοδηγία και, αντί τούτου, ακολούθησε το παράδειγμα και τη συμβουλή ενός που δεν ήταν εξουσιοδοτημένος ως αγωγός επικοινωνίας του Θεού και έτσι ηπατήθη. Προβλέποντας μη επιτετραμμένα προσωπικά οφέλη, εγκατέλειψε την πίστι της στον λόγον του Θεού· το άδικο έγινε δίκαιο γι’ αυτήν και εσκεμμένως παρεβίασε την εντολή του Θεού. Η απειθής πράξις της διέρρηξε το υπόμνημα της ακεραιότητός της και αυτή έχασε τη στάσι της τελειότητός της. Το λάθος της παρακοής της τής εστοίχισε τη ζωή της.
4. Ποιο φρόνημα από μέρους του Αδάμ τον έκαμε να ενωθή με την Εύα σε ανταρσία;
4 Και τι θα πούμε για τον Αδάμ; Ο Αδάμ επίσης ήταν πλήρως ενημερωμένος όσον αφορά το θείο θέλημα γι’ αυτόν αλλά, ανόμοια με την Εύα, δεν ηπατήθη ως προς το ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα γι’ αυτόν αν απειθούσε. (1 Τιμ. 2:14) Ακόμη, όμοια με την Εύα, η ιδιοτέλειά του παρεβίασε την αγάπη του για τον Θεό και ενώθηκε με την Εύα σε εκούσια αθέτησι της εντολής του Θεού, υποστηρίζοντας την Εύα στον κανόνα που μόνη της έκαμε περί καλού και κακού. Η από τον Αδάμ τελεία περιφρόνησις της ευαρεσκείας του Ιεχωβά και του πώς η πορεία που είχε εκλέξει θα επηρέαζε το όνομα και τον αίνον του Ιεχωβά, τον εβύθισε ολοκληρωτικά στην παρακοή και στον θάνατο, χωρίς καμμιά ελπίδα απολυτρώσεως. Οι δυνάμεις αντιλήψεως που ο Θεός του είχε δώσει, οι οποίες τον έκαναν ικανό να μιλή, να γράφη, να λατρεύη τον Θεό και να ζητά την παρουσία του «προς το δειλινόν» για να συνομιλήση μαζί του—οι οξείες αυτές δυνάμεις αντιλήψεως αυτού του τελείου ανθρώπου εγκατελείφθησαν χάριν αυτοϊκανοποιήσεως. Τι αντίθεσις προς την πορεία που έλαβε ο Ιησούς ταπεινώνοντας τον εαυτό του και ζητώντας πάντοτε να πράττη το θέλημα του Θεού!—Φιλιππησ. 2:5-8· Ιωάν. 5:30.
5. (α) Πώς μπορούμε ν’ αποφύγωμε το θανατηφόρο σφάλμα των πρώτων μας γονέων; (β) Πώς το σφάλμα αυτό επηρέασε τους συγχρόνους κανόνες περί καλού και κακού, και τι, επομένως, είναι ανόητο να ισχυριζώμεθα;
5 Εμείς, που είμεθα ατελή τέκνα του Αδάμ και της Εύας, δεν μπορούμε να ελπίζωμε ότι θα έχωμε ένα πανομοιότυπο των δυνάμεων αντιλήψεως του Ιησού ούτε μπορούμε τώρα να ζούμε τελείως απηλλαγμένοι από λάθη. (Ρωμ. 3:12) Αλλά μπορούμε ν’ αποφύγωμε το θανατηφόρο σφάλμα που έγινε από τους πρώτους μας ανθρωπίνους γονείς. Για να το πράξωμε αυτό πρέπει ν’ αναπτύξωμε και να εξασκήσωμε τις δυνάμεις μας διακρίσεως. Τα τέκνα γεννώνται χωρίς γνώσι του ορθού και του εσφαλμένου. Καθώς προχωρούν στην ενηλικίωσι, η αντίληψίς των για το τι είναι καλό και τι είναι κακό συνήθως αναπτύσσεται μέσω εκπαιδεύσεως από τους γονείς και μέσω πειρών που αντιμετωπίζουν στο περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνουν. Αν ο Αδάμ και η Εύα είχαν παραμείνει πιστοί, εμείς, ως τέκνα των, θα είχαμε κατάλληλα εκπαιδευθή σύμφωνα με τον λόγον του Θεού και ανατραφή σ’ ένα κλίμα δικαιοσύνης. Αλλά επειδή οι πρώτοι μας γονείς εσκεμμένως εγκατέλειψαν τον κανόνα που Θεού, εγκαθιστώντας το δικό τους υποκατάστατο, το οποίο παρέδωσαν στους μεταγενεστέρους των, έχομε μια βασική κληρονομία παρακοής και μια τάσι να πράττωμε το άδικο. (Ιώβ 14:4) Επί πλέον, δια μέσου των αιώνων δοξασίες και έθιμα έφθασαν να ποικίλλουν τελείως από το ένα άκρο της γης στο άλλο. Πόσο ανόητο και μυωπικό είναι απέναντι τέτοιων διαφορών να ισχυρίζεται κανείς ότι ο κανών του είναι ορθός και ασφαλής επειδή απλώς αυτός ανετράφη με τέτοιον τρόπο και επειδή είναι ο μόνος κανών που εγνώρισε ποτέ!
6. Τι κατέστησε δυνατόν για μας να γνωρίσωμε τον τέλειο κανόνα του Θεού, και ποιο είναι το πρώτο βήμα στη χρήσι των δυνάμεών μας αντιλήψεως;
6 Μολονότι είμεθα σαρκικοί απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, μπορούμε να είμεθα ευγνώμονες για το ότι ο Ιεχωβά Θεός είναι ακόμη ο Δημιουργός του ανθρωπίνου γένους, αν και μπορεί να είμεθα ατελή πλάσματά του και προσωρινά αποξενωμένα απ’ αυτόν με την κληρονομία μας από τον Αδάμ. Μπορούμε, επίσης, να είμεθα ευγνώμονες για το ότι ο Ιεχωβά δεν ελησμόνησε την αγάπη ενός Δημιουργού για μας και δεν μας εγκατέλειψε σε μια πορεία αδικοπραγίας χωρίς να μας δείξη τη διέξοδο. Σήμερα θα ήταν αδύνατο για οποιονδήποτε να φθάση σε ακριβή γνώσι του τελείου κανόνος του Θεού, αν ο Ιεχωβά ο ίδιος δεν τον είχε σαφώς περιγράψει για μας. Αυτό το έκαμε στο Βιβλίο των απαιτήσεών του, την Αγία Γραφή, αποστέλλοντας ακόμη του τέλειον Υιόν του για να δώση το κατάλληλο παράδειγμα. (2 Τιμ. 3:16, 17· Ιωάν. 13:15) Πόσο ζωτικό είναι, λοιπόν, ν’ αποκτήσωμε τον νουν του Ιησού Χριστού αντί να εμμένωμε πεισμόνως σε μια ψευδή άποψι, που εκληρονομήθη από τους πρώτους μας γονείς και η οποία διεφθάρη περαιτέρω από τους παραδεδεγμένους κανόνες αυτού του παρόντος πονηρού συστήματος πραγμάτων. Το ν’ ακολουθήσωμε το παράδειγμα του Ιησού είναι πράγματι η πορεία της σοφίας. Είναι το πρώτο βήμα για την αποφυγή του σφάλματος που έγινε από τον Αδάμ και την Εύα. (2 Κορ. 11:3) Είναι το πρώτο βήμα στη χρήσι των δυνάμεών μας αντιλήψεως, η εξάσκησις της διακρίσεως στο να βλέπωμε πέρα από τους συγκεχυμένους και διεφθαρμένους ηθικούς κανόνες αυτού του διηρημένου παλαιού κόσμου και η ανακαίνισις των διανοιών μας ώστε να συμμορφώνωνται προς το τέλειο και πλήρες θέλημα του Θεού.—Φιλιππησ. 2:5· Ρωμ. 12:2.
7. Ποια ανταμοιβή φέρνει η απόκτησις αντιλήψεως, και τίνος αποτελεί απόδειξι;
7 Ένα ευαίσθητο και ανταποκρινόμενο παιδί γνωρίζει πότε ένας γονεύς δυσαρεστείται και θα καταβάλη προσπάθεια να κατευνάση τον γονέα και να συμμορφωθή με τις επιθυμίες του. Πρέπει μήπως να είμεθα λιγώτερο διακριτικοί στη σχέσι μας προς τον ουράνιο Πατέρα μας; Πώς μπορούμε να πούμε ότι έχομε οποιαδήποτε σχέσι μαζί του αν είμεθα χωρίς ευαισθησία στην κατεύθυνσί του αν διαρκώς αγνοούμε τις πολλές αποδείξεις της καθοδηγήσεώς μας εκ μέρους του; Αλλ’ η αναγνώρισις του ότι είμεθα αποξενωμένοι από τον Θεό και η εκζήτησις συμφιλιώσεως αποτελεί την αρχή ακριβώς της χρήσεως των δυνάμεών μας αντιλήψεως. Αφού θέσωμε κατά μέρος τα πολλά συγκρουόμενα θελήματα αυτού του παρόντος συστήματος πραγμάτων και αφιερωθούμε στον Ιεχωβά να πράττωμε το θέλημά του, πώς μπορούμε να είμεθα ευχαριστημένοι να προχωρούμε με μόνο την πιο βασική κατανόησι της Γραφικής διδασκαλίας και των απαιτήσεων του Θεού για μας ως Χριστιανούς; Το να ζητούμε να προοδεύσωμε στη γνώσι του Θεού δεν αποτελεί μόνο απόδειξι της αγάπης μας για τον Ιεχωβά, αλλά είναι επίσης σημείο αληθινής ωριμότητος και εκτιμήσεως της προμηθείας που έκαμε ο Θεός για να μας εκπαιδεύση στην ακριβή διάκρισι του ορθού από το εσφαλμένο. Η απόκτησις τέτοιας αντιλήψεως φέρνει μεγάλη ανταμοιβή. Σημαίνει όχι μόνο αυξημένες ευθύνες, αλλά και πρόοδο στη θεοκρατική εκπαίδευσι στεφανωμένη με αιώνια ζωή. Ότι είναι ουσιώδης για ωριμότητα γίνεται σαφές από τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Των τελείων όμως είναι η στερεά τροφή, οίτινες δια την έξιν έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εις το να διακρίνωσι το καλόν και το κακόν.» Ή όπως το αποδίδει η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών: «Αλλ’ η στερεά τροφή ανήκει εις ωρίμους ανθρώπους, εις εκείνους οι οποίοι μέσω χρήσεως έχουν εκγυμνάσει τας δυνάμεις των αντιλήψεως δια να διακρίνωσι τόσον το ορθόν όσον και το εσφαλμένον.»—Εβρ. 5:14.
8. Γιατί μερικοί από τους πρώτους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς είχαν ειδική ανάγκη της νουθεσίας του Παύλου που βρίσκεται στην προς Εβραίους επιστολή 5:14, και τι θα παρείχε σ’ αυτούς η στερεά τροφή;
8 Εκείνοι από την πρώτη Χριστιανική εκκλησία που είχαν ανατραφή σύμφωνα με τη θρησκεία των Ιουδαίων βρέθηκαν ότι είχαν ειδική ανάγκη αυτής της νουθεσίας. Ο Παύλος τούς έγραψε αυτά τα λόγια επειδή πολλοί από τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς εκείνο τον καιρό ήσαν τόσο λίγο προχωρημένοι σε κατανόησι, ώστε εγνώριζε ότι δεν θα μπορούσαν να εκτιμήσουν τα βαθύτερα πράγματα που αυτός θεωρούσε ζωτικά για την πνευματική τους διαφύλαξι και πρόοδο. Πράγματι, ο Πέτρος είπε για όσα έγραψε ο Παύλος: «Μεταξύ των οποίων είναι τινά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλόνουσιν ως και τας λοιπάς γραφάς, προς την ιδίαν αυτών απώλειαν.» (2 Πέτρ. 3:16) Αν επρόκειτο οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί να παραμείνουν στην αλήθεια, δεν μπορούσαν να εξακολουθήσουν να είναι «αμαθείς και αστήρικτοι». Είχαν ανάγκη στερεάς τροφής, ισχυρού θεμελίου για να οικοδομήσουν επάνω σ’ αυτό, στερεής πεποιθήσεως για τα βασικά στοιχεία της αληθείας και για το τι ο ίδιος ο Ιεχωβά αναγνωρίζει ως καλό και κακό. Ομοίως, κι εμείς επίσης, για την προστασία μας, πρέπει να προοδεύωμε στην κατανόησι που έχομε της Χριστιανικής διδασκαλίας.
ΟΞΥΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ
9. Πώς οι μαθηταί του Ιησού έδειξαν ότι ήσαν πρόθυμοι να οξύνουν τις δυνάμεις των αντιλήψεως, και ποια αντίθεσις φανερώνεται από την περιγραφή από τον Ιησούν άλλων που άκουαν την παραβολή του για τον σπορέα;
9 Οι απόστολοι και άλλοι μαθηταί που ακολουθούσαν τον Ιησούν στη διάρκεια της διακονίας του έδειξαν ότι ήσαν πρόθυμοι σε όλες τις περιστάσεις να οξύνουν τις δυνάμεις των αντιλήψεως και να οικοδομήσουν επάνω στο θεμέλιο της γνώσεως που είχαν ήδη βάλει. Μια περίπτωσις βρίσκεται στην αφήγησι του Ματθαίου. Ο Ιησούς, κηρύττοντας από ένα πλοιάριο επειδή τα πλήθη είχαν συναχθή γύρω του στην ακτή, διηγήθηκε στα συγκεντρωμένα πλήθη την παραβολή ενός σπορέως, ο οποίος έσπειρε σπόρο που έπεσε σε διάφορα είδη γης, που μερικά δεν παρήγαγαν και άλλα έδωσαν αύξησι σε ωριμότητα και πλήρη καρποφορία. Χωρίς να εξηγήση τη σημασία της ετελείωσε την αφήγησί του με τα εξής λόγια: «Ο έχων ώτα δια να ακούη, ας ακούη.» Από όλους εκείνους που άκουαν τους λόγους του φαίνεται ότι μόνο οι μαθηταί του Ιησού είχαν την οξύτητα της διακρίσεως να «ακούουν», επειδή η αφήγησις του Ματθαίου εξακολουθεί: «Και προσελθόντες οι μαθηταί, είπον προς αυτόν, Δια τι λαλείς προς αυτούς δια παραβολών; Ο δε αποκριθείς, είπε προς αυτούς, Διότι εις εσάς εδόθη να γνωρίσητε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εις εκείνους όμως δεν εδόθη. Διότι όστις έχει, έτι θέλει δοθή εις αύτον, και θέλει περισσευθή· όστις όμως δεν έχει, και ό,τι έχει θέλει αφαιρεθή απ’ αυτού. Δια τούτο λαλώ προς αυτούς δια παραβολών, διότι βλέποντες δεν βλέπουσι, και ακούοντες δεν ακούουσιν, ουδέ νοούσι. Και εκπληρούται επ’ αυτών η προφητεία του Ησαΐου, η λέγουσα, “Με την ακοήν θέλετε ακούσει, και δεν θέλετε εννοήσει· και βλέποντες θέλετε ιδεί, και δεν θέλετε καταλάβει· διότι επαχύνθη η καρδία του λαού τούτου, και με τα ώτα βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών έκλεισαν, μήποτε ίδωσι με τους οφθαλμούς, και ακούσωσι με τα ώτα, και νοήσωσι με την καρδίαν, και επιστρέψωσι, και ιατρεύσω αυτούς.” Υμών δε οι οφθαλμοί είναι μακάριοι, διότι βλέπουσι· και τα ώτά σας, διότι ακούουσιν. Επειδή αληθώς σας λέγω, ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν να ίδωσιν όσα βλέπετε, και δεν είδον· και να ακούσωσιν όσα ακούετε, και δεν ήκουσαν.»—Ματθ. 13:9-17.
10. Η συνομιλία του Ιησού με τους μαθητάς του δείχνει ποια έλλειψι από μέρους μερικών από το πλήθος, και τι ο Ιησούς ετόνισε ως αναγκαίο για πραγματική διάκρισι;
10 Ίσως μερικοί από το πλήθος που άκουαν την παραβολή του Ιησού ενόμιζαν ότι εννοούσαν τη σημασία της χωρίς την εξήγησί του, αλλά η συνομιλία του Ιησού με τους μαθητάς του δείχνει ότι η παράλειψίς των να κυττάξουν βαθύτερα στην αφήγησί του είχε πολύ πιο σοβαρά υπονοούμενα από απλή αυτοϊκανοποίησι ή έλλειψι περιεργείας. Η πραγματική των έλλειψις ήταν έλλειψις πνευματικής διακρίσεως, την οποίαν έλλειψι εξέτρεφαν στις καρδιές των ως ένα εμπόδιο για την αλήθεια, ώστε να μην αντιληφθούν πραγματικά την πλήρη σημασία των λόγων του Ιησού και γίνουν έτσι υπεύθυνοι. Ως αληθινά τέκνα του Αδάμ και της Εύας προτιμούσαν ν’ ακολουθήσουν τη δική τους συμβουλή κι εκείνην των αυτοδιωρισμένων ηγετών τους μάλλον παρά να προσέξουν με όλη τους την καρδιά αυτόν τον εξουσιοδοτημένο αγωγό επικοινωνίας που ο Ιεχωβά είχε θέσει ανάμεσά τους. Εξ άλλου, οι μαθηταί του Ιησού κατανοούσαν ότι, έχοντας ήδη στρέψει τις καρδιές των στον Θεό και έχοντας δεχθή τα αρχικά στοιχεία των ιερών δηλώσεων του Θεού, έπρεπε να προχωρούν στην ωριμότητα. Εστράφησαν, λοιπόν, στον Ιησούν για την εξήγησι της παραβολής του. Απαντώντας ο Ιησούς τους είπε: «Σεις λοιπόν ακούσατε την παραβολήν του σπείροντος. Παντός ακούοντος τον λόγον της βασιλείας, και μη νοούντος, έρχεται ο πονηρός, και αρπάζει το εσπαρμένον εν τη καρδία αυτού· ούτος είναι ο σπαρθείς παρά την οδόν. . . . Ο δε σπαρθείς επί την γην την καλήν, ούτος είναι ο ακούων του λόγον, και νοών· όστις και καρποφορεί, και κάμνει, ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα.»—Ματθ. 13:18-23.
11. Από τι εξαρτάται η διάκρισις, και πώς γίνεται προφανής η ανάγκη να εκγυμνάσωμε τις δυνάμεις μας αντιλήψεως;
11 Τέτοια πνευματική διάκρισις απαιτεί εκπαίδευσι. Εκείνοι που την κατέχουν εμελέτησαν. Υπήρξαν αφυπνισμένοι στις ευκαιρίες των, εχρησιμοποίησαν τις δυνάμεις των αντιλήψεως και τις εξεγύμνασαν ώστε να διακρίνουν την αλήθεια από την πλάνη, το ορθόν από το εσφαλμένο. Ο πνευματικός σπόρος που εσπάρη σε τέτοια καλή γη εβυθίσθη βαθιά σε καλές καρδιές και ερρίζωσε στερεά. Ούτε μπορούμε να δικαιολογηθούμε λέγοντας: «Δεν είμαι ένα μελετηρό άτομο.» Οι μαθηταί του Ιησού δεν ήσαν πολυμαθείς άνθρωποι, αλλά εχρησιμοποίησαν τις φυσικές των ικανότητες στον πληρέστατο βαθμό και αντημείφθησαν πλούσια για την προσπάθειά των. (Ματθ. 11:25) Η Βιβλική μελέτη απαιτεί την εξάσκησι των διανοητικών δυνάμεων, είναι αλήθεια, αλλά η πραγματική διάκρισις εξαρτάται για επιτυχία περισσότερο από το να ενδίδωμε στο πνεύμα του Θεού. (1 Κορ. 2:11-13) Απορρόφησις της εννοίας της διδασκαλίας που δίδεται σημαίνει αναγνώρισι και αποδοχή των αρχών που περιλαμβάνονται και έπειτα χρησιμοποίησι αυτής της γνώσεως για τη λήψι ορθών αποφάσεων. Γίνεται ζήτημα κρίσεως μάλλον παρά δυνάμεων διανοήσεως, και αφού η πορεία μας στη διακονία εξαρτάται από την κατάλληλη κρίσι μας, και η ισορροπημένη κρίσις εξαρτάται από την οξύτητα των δυνάμεών μας αντιλήψεως, η ανάγκη εκγυμνάσεως αυτών των δυνάμεων είναι προφανής. Δεν είναι μήπως σαφές ότι αν δεν αντιλαμβανώμεθα την έννοια των όσων ακούμε και μελετούμε από τον λόγον του Θεού, δεν έχομε βάσι για διάκρισι ορθού και εσφαλμένου και γινόμεθα λεία της επιθέσεως του Σατανά; Τέτοια αποτυχία ή αμέλεια μάς θέτει σε μια επικίνδυνη θέσι, επειδή οι ανώριμα αναπτυσσόμενες δυνάμεις μας διακρίσεως δεν μπορούν να μας δώσουν την κατάλληλη κατεύθυνσι ισορροπημένης κρίσεως, και μπορεί να υπερνικηθούμε. Εν τούτοις, αν έχωμε τάσι να αποθαρρυνθούμε λόγω προσωπικών ελλείψεων, πρέπει να θυμώμαστε ότι ο Αδάμ, μολονότι οι διανοητικές του ικανότητες ήσαν τέλειες, απέτυχε να εξασκήση κρίσι και απέθανε, ενώ εμείς, αν και ατελείς στη διάνοια και στο σώμα, μπορούμε να εξασκήσωμε τη σοφία του Ιησού Χριστού και να ζήσωμε.—1 Κορ. 1:26, 27.
12. Από ποια αρχή που αναγράφεται στη Βίβλο στο κατά Ματθαίον 25:21 μπορούμε να συμπεράνωμε ότι φαινομενικά ασήμαντες αποφάσεις επηρεάζουν τις μεγαλύτερες αποφάσεις μας;
12 Για να προχωρήσωμε στα βαθύτερα πράγματα του λόγου του Θεού, πρέπει να μάθωμε να εκτιμούμε και μικρότερα πράγματα επίσης, εκείνα που ενίοτε θεωρούνται ασήμαντα. Χωρίς ένα ασφαλές θεμέλιο ακριβούς γνώσεως, το οικοδόμημα γίνεται αβέβαιο και ασταθές. Έτσι ακριβώς, οι μεγαλύτερές μας αποφάσεις βασίζονται σε μια συσσώρευσι μικροτέρων αποφάσεων και η κρίσις μας σε τέτοια ζητήματα καθορίζει τη χρησιμότητά μας και την πρόοδό μας στην υπηρεσία του Ιεχωβά.—Ματθ. 25:21.
13. Ποια Γραφική νουθεσία μας προειδοποιεί για μια περαιτέρω ανάγκη να προχωρήσωμε σε Γραφική γνώσι;
13 Τούτο τονίζει και μια άλλη ανάγκη για να προχωρήσωμε σε ακριβή γνώσι. Καθώς έγραψε ο Παύλος στους Κορινθίους: «Όντες δε συνεργοί αυτού, παρακαλούμεν ενταυτώ να μη δεχθήτε την χάριν του Θεού ματαίως.» (2 Κορ. 6:1 ) Έχοντας κληθή από το σκότος του κόσμου τούτου στο θαυμαστό φως του σκοπού του Θεού και έχοντας αποκαταστασθή στην εύνοια του Θεού και τεθή στο δρόμο της δικαιοσύνης με την χάρι του Θεού, προειδοποιούμεθα από τον Παύλο να μην το βλέπωμε αυτό με αυτοϊκανοποίησι σαν μια εύνοια από τον Θεό απλώς για η σωτηρία μας και την προστασία μας. Πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με τη διδασκαλία του Θεού με το να γινώμεθα εκτελεσταί του θελήματός του. Ο Ιάκωβος προσθέτει αυτόν τον λόγον της μαρτυρίας: «Γίνεσθε δε εκτελεσταί του λόγου, και μη μόνον ακροαταί, απατώντες εαυτούς.»—Ιάκ. 1:22.
ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ
14. Τι είπε ο Παύλος στους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, το οποίο αποκαλύπτει τον σκοπό για τον οποίον ο Θεός μας δίνει διδασκαλία;
14 Το να αγνοούμε τον σκοπό για τον οποίον ο Ιεχωβά μας δίνει διδασκαλία στον λόγον του σημαίνει ότι εξαπατώμεθα με ψευδείς συλλογισμούς. Είναι αυτό εξάσκησις των δυνάμεών μας αντιλήψεως; Τώρα που η διάκρισίς μας μάς έχει οδηγήσει στον δρόμο της αληθείας, γιατί να τον εγκαταλείψωμε τόσα γρήγορα; Ο Παύλος, για να δείξη πόσο ελλιπείς ανταποκρίσεως στην ευθύνη των ήσαν μερικοί από τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς της εποχής του, βρήκε ότι ήταν ανάγκη να τους πη τα εξής στην προς Εβραίους επιστολή του: «Επειδή ενώ ως προς τον καιρόν έπρεπε να ήσθε διδάσκαλοι, πάλιν έχετε χρείαν του να σας διδάσκη τις τα αρχικά στοιχεία των λόγων του Θεού· και κατηντήσατε να έχητε χρείαν γάλακτος, και ουχί στερεάς τροφής. Διότι πας ο μετέχων γάλακτος, είναι άπειρος του λόγου της δικαιοσύνης επειδή είναι νήπιος.» Κατόπιν τους λέγει ότι η στερεά τροφή ανήκει σ’ εκείνους «οίτινες δια την έξιν έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα.»—Εβρ. 5:12-14.
15. Γιατί ήταν σπουδαίο γι’ αυτούς τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς να γίνουν βαθείς γνώσται των ισχυρών επιχειρημάτων του Παύλου που περιείχοντο στην προς Εβραίους επιστολή του;
15 Ο Παύλος κατανοούσε ότι πολλοί μεταξύ αυτών των πρώτων Χριστιανών ήσαν βραδείς στο να συλλάβουν την ευθύνη των ως διδασκάλων και ήσαν ακόμη ευχαριστημένοι να παραμένουν εντελώς στο πρώτο στάδιο της Χριστιανικής αναπτύξεως, απλώς ως μαθητευόμενοι. Η επιστολή του προς τους Εβραίους είχε σκοπό να εφοδιάση πιστούς Ιουδαίους μ’ ένα ισχυρό επιχείρημα που θα υπεστήριζε του Ιησούν ως τον υποσχεμένο Μεσσία, με διδασκαλία και νουθεσία για τη σωτηρία των καθώς και για την αιώνια ευημερία εκείνων στους οποίους εκήρυτταν. Συνετώς οι ώριμοι Χριστιανοί Ιουδαίοι θα ήσαν πρόθυμοι να συλλάβουν αυτή την προμήθεια του Θεού για να υποστηρίξουν τη θέσι των και θα εγίνοντο ταχέως βαθείς γνώσται αυτών των πειστικών επιχειρημάτων προς υπεράσπισιν της αληθούς πίστεως. Αλλά πώς θα μπορούσαν εκείνοι που ήσαν βραδείς στη μάθησι να εκτιμήσουν πιθανώς τη σοφία που περιείχετο στη θεόπνευστη παρουσίασι του Παύλου; Πώς θα μπορούσαν ακόμη να γνωρίζουν αν αυτά τα πράγματα ήσαν πράγματι έτσι, αφού οι δυνάμεις των αντιλήψεως, λόγω ελλείψεως χρήσεως, δεν ήσαν εκγυμνασμένες ώστε να διακρίνουν το ορθό και το εσφαλμένο; Ποιος επρόκειτο να πη αν αυτά τα βαθύτερα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι μεταξύ εκείνων που αυτοί θα ‘εστρέβλωναν . . . προς την ιδίαν αυτών απώλειαν’; Εν πάση περιπτώσει, αν αυτοί δεν ήσαν αρκετά προχωρημένοι οι ίδιοι για να κάμουν δικές των αυτές τις αλήθειες, πώς θα μπορούσαν πιθανώς να εκπληρώσουν τον σκοπό για τον οποίον εξεπαιδεύοντο, δηλαδή, να διδάξουν άλλους; Η ‘αρχική διδασκαλία του Χριστού’ που ο Παύλος είπε ότι την έμαθαν πρώτα δεν είναι δύσκολη: «θεμέλιον μετανοίας από νεκρών έργων, και πίστεως εις Θεόν, της διδαχής των βαπτισμών, και της επιθέσεως των χειρών, και της αναστάσεως των νεκρών, και της κρίσεως της αιωνίου.» (Εβρ. 6:1, 2) Αλλά με την εκμάθησι αυτών των ‘αρχικών στοιχείων των λόγων του Θεού’ πρέπει να έλθη η ικανότης καθορισμού και υποστηρίξεως της ακριβείας των. Μόνο επάνω σε τέτοιο θεμέλιο μπορεί να οικοδομηθή μια εκτενής Χριστιανική ωριμότης.
16. Πώς ο Ιησούς κατέδειξε στους μαθητάς του την πιο σπουδαία αιτία, για την οποία πρέπει να εκτιμήσωμε την αξία της διακρίσεως;
16 Άσχετα με το πόσο οξείς μπορεί να είμεθα στη φυσική διάκρισι, έχομε ωστόσο ανάγκη της κατευθύνσεως του Θεού για να έχωμε αποτελέσματα. Ο Ιησούς το κατέδειξε αυτό στους μαθητάς του, μερικοί από τους οποίους ήσαν έμπειροι αλιείς. Εδίδασκε τα πλήθη από το πλοιάριο του Σίμωνος Πέτρου. «Καθώς δε έπαυσε λαλών, είπε προς τον Σίμωνα, Επανάγαγε το πλοίον εις τα βαθέα, και ρίψατε τα δίκτυα υμών δια να οψαρεύσητε. Και αποκριθείς ο Σίμων είπε προς αυτόν, Διδάσκαλε, δι όλης της νυκτός κοπιάσαντες δεν επιάσαμεν ουδέν· αλλ’ όμως επί τω λόγω σου θέλω ρίψει το δίκτυον. Και αφού έκαμον τούτο, συνέκλεισαν πλήθος πολύ ιχθύων, και διεσχίζετο το δίκτυον αυτών. Και έκαμον νεύμα εις τους συντρόφους τους εν τω άλλω πλοίω, δια να έλθωσι να βοηθήσωσιν αυτούς· και ήλθον, και εγέμισαν αμφότερα τα πλοία, ώστε εβυθίζοντο. Ιδών δε ο Σίμων Πέτρος, προσέπεσε προς τα γόνατα του Ιησού, λέγων, Έξελθε απ’ εμού, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, Κύριε. Επειδή έκπληξις κατέλαβεν αυτόν και πάντας τους μετ’ αυτού, δια την άγραν των ιχθύων την οποίαν συνέλαβον . . . Και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς, Μη φοβού, από του νυν ανθρώπους θέλεις αγρεύει. Και αφού έφεραν τα πλοία επί την γην, αφήσαντες άπαντα ηκολούθησαν αυτόν.» (Λουκ. 5:4-11) Βλέποντας την πρόσκλησι του Ιησού, μπορούμε τώρα να αγνοήσωμε αυτή την πιο σπουδαία αιτία για την οποία πρέπει να εκτιμήσωμε την αξία των δυνάμεών μας αντιλήψεως και, αποβλέποντας στον λόγον του Θεού για την εκγύμνασί των, να προοδεύσωμε στην ωριμότητα;
17. Ποια είναι, λοιπόν, μια από τις πρώτες απαιτήσεις για την εκπλήρωσι της αποστολής μας ως διακόνων, και γιατί συμβαίνει αυτό;
17 Οι αληθινοί Χριστιανοί σήμερα πρέπει ομοίως να είναι αλιείς ανθρώπων. Ο δρόμος της διακονίας σαφώς χαράσσεται σαν μια «κλήσις» για όλους όσοι έρχονται στη ζωή. Είναι μια ολοχρόνια κλήσις, είτε δαπανάται ολόκληρη η ημέρα του Χριστιανού, είτε μόνο μέρος αυτής, στο κήρυγμα από θύρα σε θύρα, και απαιτεί όλες τις δυνάμέις και ικανότητες ενός ατόμου για να γίνη επιτυχής. Η εκγύμνασις των δυνάμεών μας αντιλήψεως είναι επίσης μια ολοχρόνια υπόθεσις και μια από τις πρώτες απαιτήσεις για την εκπλήρωσι της αποστολής μας ως διακόνων. Αν εκτιμούμε το γεγονός αυτό, θα εξασκούμεθα τόσο επιμελώς ωσάν η ζωή μας να εξαρτάται απ’ αυτό, επειδή πράγματι εξαρτάται.