Γιατί Δύο Διαθήκες για την Εξουσία της Βασιλείας;
ΜΙΑ διαθήκη μπορεί να είναι είτε μια συμφωνία μεταξύ δύο μερών είτε μια νόμιμη υπόσχεσις από πλευράς του ενός μέρους να κάμη κάτι χάριν του άλλου. Μια διαθήκη, αφού μια φορά έγινε με νόμιμο και δεσμευτικό τρόπο, δεν φαίνεται να υπάρχη λόγος ν’ ανανεωθή ή να επαναληφθή. Ωστόσο, στη Γραφή βρίσκομε ότι ο Θεός έκαμε δύο διαθήκες για να δώση εξουσία της βασιλείας στον Υιό του, Χριστό Ιησού. Η μία έγινε μέσω του Δαβίδ και η άλλη με τον Ιησού Χριστό, που προεσκιάσθη από τον Μελχισεδέκ. Γιατί έγινε αυτή; Είναι οι δύο διαθήκες απαράλλακτες;
Η ΔΑΒΙΔΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Για τη διαθήκη του Θεού με τον Βασιλέα Δαβίδ διαβάζομε, εν μέρει, τα εξής: «Αφού πληρωθώσιν αι ημέραι σου, και κοιμηθής μετά των πατέρων σου, θέλω αναστήσει μετά σε το σπέρμα σου, το οποίον θέλει εξέλθει εκ των σπλάγχνων σου, και θέλω στερεώσει την βασιλείαν αυτού. . . . Και θέλει στερεωθή ο οίκός σου και η βασιλεία σου έμπροσθεν σου έως αιώνος· ο θρόνος σου θέλει είσθαι εστερεωμένος εις τον αιώνα.»—2 Σαμ. 7:12-16.
Με πιστότητα στην υπόσχεσί του, ο Ιεχωβά εφρόντισε γι’ αυτό κι έτσι εκείνοι, που ως αντιπρόσωποί Του εκάθησαν έκτοτε στον επίγειο θρόνο στην Ιερουσαλήμ, ήσαν οι σαρκικοί απόγονοι του Δαβίδ. Αυτό εξακολούθησε ως τις ημέρες του πονηρού Βασιλέως Σεδεκία, οπότε ο Ιεχωβά απεφάνθη ότι η τυπική εκείνη βασιλεία εξάπαντος «δεν θέλει υπάρχει εωσού έλθη εκείνος εις ον ανήκει.» Αυτός με το νόμιμο δικαίωμα επρόκειτο να είναι ο Υιός του Θεού, αυτός δε εγεννήθη μέσω της παρθένου Μαρίας, που ήταν στη γενεαλογική γραμμή του Δαβίδ. Γι’ αυτό, όταν ανηγγέλθη η γέννησίς του, ο άγγελος Γαβριήλ κατάλληλα εδήλωσε: «Θέλει δώσει εις αυτόν Ιεχωβά ο Θεός τον θρόνον Δαβίδ του πατρός αυτού· και θέλει βασιλεύσει επί τον οίκον του Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού δεν θέλει είσθαι τέλος.»—Ιεζ. 21:27· Λουκ. 1:32, 33, ΜΝΚ.
Για ποιο πράγμα, ειδικώς, εδίδετο υπόσχεσις στους κληρονόμους του Δαβίδ σ’ αυτή τη διαθήκη; Για το δικαίωμα, αποκλειστικώς, να άρχουν επάνω σ’ ένα γήινο θρόνο. Δεν εδίδετο υπόσχεσις για τίποτε περισσότερο· επομένως οι κληρονόμοι της δεν μπορούσαν να κληρονομήσουν κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Το ότι έτσι κατενοούντο τα πράγματα, ακόμη και μεταξύ των ιδίων αποστόλων του Ιησού, είναι προφανές από την ερώτησι που του υπέβαλαν αφού είχε αναστηθή εκ νεκρών και είχε εμφανισθή σ’ αυτούς μ’ ένα υλοποιημένο σώμα: «Κύριε, τάχα εν τω καιρώ τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν εις τον Ισραήλ;» Επερίμεναν ακόμη την αποκατάστασι της επιγείου βασιλείας του Δαβίδ, που είχε ανατραπή στο 607 π.Χ., διότι αυτός ήταν ο τρόπος, με τον οποίον αντελαμβάνοντο τις υποσχέσεις της Δαβιδικής διαθήκης.—Πράξ. 1:6.
Στην ίδια ακριβώς συνομιλία ο Ιησούς συνεβούλευσε τους ακολούθους του «να μη απομακρυνθώσιν από Ιεροσολύμων, αλλά να περιμένωσι την επαγγελίαν του Πατρός.» (Πράξ. 1:4) Εδέχθησαν την εκπλήρωσι αυτής της υποσχέσεως λίγο μετά την από τον Ιησού έκχυσι του αγίου πνεύματος του Θεού επάνω τους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ., και μόνον τότε άρχισαν ν’ αντιλαμβάνωνται πλήρως πνευματικά πράγματα. Κάτω από τη δύναμι αυτού του αγίου πνεύματος ο απόστολος Πέτρος διεφώτισε τους ακροατάς του ως προς την υπεροχή της θέσεως του Ιησού πιο πάνω από εκείνη, που κατείχε ο επίγειος προκάτοχος του Δαβίδ, λέγοντας: «Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός . . . υψώθη δια της δεξιάς του Θεού . . . Διότι ο Δαβίδ δεν ανέβη εις τους ουρανούς· λέγει όμως αυτός, “Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου”.» (Πράξ. 2:32-35) Απ’ αυτό έγινε φανερό ότι ο Ιησούς επρόκειτο να λάβη κάτι ασυγκρίτως ανώτερο από έναν επίγειο θρόνο όπως είχε ο Δαβίδ. Η Βασιλεία του επρόκειτο να είναι ουρανία και να περιλάβη τη διακυβέρνησι πάνω σ’ όλη τη γη.
Ο ίδιος ο Δαβίδ, κάτω από έμπνευσι, έδειξε ότι η θέσις, που σε μεταγενέστερο χρόνο θα κατείχε ο Υιός του Θεού, επρόκειτο να περιλάβη κάτι περισσότερο απ’ οτιδήποτε που αυτός θα μπορούσε να του μεταβιβάση, και γι’ αυτό ωμίλησε προφητικώς περί αυτού ως ‘ο Κύριός μου.’ (Ψαλμ. 110:1) Σχετικά με τη βασιλεία, που αυτός θα κληρονομούσε, προελέχθη στο Δανιήλ 7:13, 14: «Είδον εν οράμασι νυκτός, και ιδού, ως Υιός ανθρώπου ήρχετο μετά των νεφελών του ουρανού, και έφθασεν έως του Παλαιού των ημερών, και εισήγαγον αυτόν ενώπιον αυτού. Και εις αυτόν εδόθη η εξουσία, και η δόξα, και η βασιλεία, δια να λατρεύωσιν αυτόν πάντες οι λαοί, τα έθνη, και αι γλώσσαι· η εξουσία αυτού είναι εξουσία αιώνιος, ήτις δεν θέλει παρέλθει, και η βασιλεία αυτού, ήτις δεν θέλει φθαρή.»
Επομένως, όταν ο Ιησούς είχε τελειώσει με πιστότητα την επίγεια διακονία του, ο Θεός ‘ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών’ «και εκάθισεν εκ δεξιών αυτού εν τοις επουρανίοις, υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας, και δυνάμεως και κυριότητος, και παντός ονόματος ονομαζόμενου, ου μόνον εν τω αιώνι τούτω, αλλά και εν τω μέλλοντι.» (Εφεσ. 1:20, 21) Τότε, στο 33 μ.Χ., εξεπληρώθη ο Ψαλμός 110:1 (ΜΝΚ), που λέγει: «Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.» Ύστερ’ από δεκαεννέα σχεδόν αιώνες, στο τέλος των προσδιορισμένων «καιρών των εθνών», ή στο 1914 μ.Χ., ο Ιεχωβά εξέδωσε περαιτέρω τη διαταγή, που αναγράφεται στο επόμενο εδάφιο, που λέγει προς τον Βασιλέα-Υιό του: «Κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου.» Επομένως η θέσις του Ιησού ως βασιλέως είναι κάτι πολύ ανώτερο απ’ οτιδήποτε που είχε ποτέ ο Δαβίδ,
ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΙΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Μήπως περιλαμβάνει κάτι τι άλλο η θέσις του Ιησού ως άρχοντος; Ναι, περιλαμβάνει. Δύο μόνο εδάφια κατόπιν, στον ίδιο Ψαλμό, ο Δαβίδ ενεπνεύσθη να πη: «Ώμοσεν ο Ιεχωβά, και δεν θέλει μεταμεληθή, Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.» (Ψαλμ. 110:4, ΜΝΚ) Εδώ, λοιπόν, ήταν μια άλλη νόμιμος υπόσχεσις, σχετικά με τον ερχόμενον Μεσσία, που ο Θεός είχε κάμει με όρκο και που για πρώτη φορά αναγράφεται στον καιρό του Δαβίδ. Η βασιλεία του Ιησού όχι μόνο θα ήταν ανώτερη από εκείνη του Δαβίδ, αλλ’ ο Ιησούς θα ήταν ιερεύς καθώς και βασιλεύς, πράγμα που δεν μπορούσε ποτέ να συμβή κάτω από τη Δαβιδική διαθήκη, διότι ο νόμος του Θεού προς τον Ισραήλ διακρατούσε αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ βασιλείας και ιερωσύνης. Η ίδια η φύσις αυτού του ειδικού αξιώματος, που κατείχε ο Μελχισεδέκ, το έκανε να είναι κάτι που δεν μπορούσε να μεταβιβασθή σε κανέναν που θα ήταν ανθρώπινος διάδοχός του. Σύμφωνα με τη διευθέτησι του Θεού, το αξίωμα αυτό δεν ήλθε πάλι σε ύπαρξι παρά στον ωρισμένο καιρό του Θεού, για να κάμη τον Ιησού πνευματικόν βασιλέα και ιερέα. Για τον λόγο αυτόν ούτε καν μνημονεύεται πάλι στις Γραφές, ωσότου ο Παύλος εξήτασε το θέμα στην επιστολή του προς τους Εβραίους Χριστιανούς, που εγράφη στο 61 μ.Χ. περίπου.
‘Αλλά,’ πιθανόν ένας να αντιτάσση, ‘πώς μπορεί να λεχθή ότι η διαθήκη για βασιλικό ιερατείο δίνει στον Ιησού το δικαίωμα για μια ουράνια βασιλεία και ιερωσύνη, όταν και ο Μελχισεδέκ, επίσης, ήταν άνθρωπος, όπως ακριβώς ο Δαβίδ;’ Λοιπόν: Ο Ιησούς δεν ήταν ούτε και είναι ο κληρονόμος του Μελχισεδέκ. Εν τούτοις, υπήρχαν μερικές περιστάσεις, που περιέβαλλαν τον Μελχισεδέκ, οι οποίες, φαίνεται, έχουν διευθετηθή από τον Θεό για προφητικό ακριβώς σκοπό. Κατέδειξαν ότι το αξίωμα του Μελχισεδέκ δεν εξηρτάτο από ανθρωπίνους δεσμούς. Ο Παύλος αναφέρεται σ’ αυτές τις περιστάσεις στο Εβραίους 7:3: «Απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος· μη έχων μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής [διότι κανένα απ’ αυτά τα πράγματα δεν αναγράφεται]· αλλ’ αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού· μένει ιερεύς πάντοτε.» Επομένως, και του Ιησού, επίσης, η ιδιότης ως Αρχιερέως του Θεού δεν προέρχεται από οποιεσδήποτε ανθρώπινες σχέσεις· δεν οφείλεται στη γενεαλογία του. Ενόσω ο Ιησούς παρέμενε στη γη ως άνθρωπος, δεν μπορούσε καθόλου να γίνη ένας Ιουδαίος ιερεύς, διότι η διαθήκη του νόμου ήταν ακόμη σε ισχύ έως και μετά τον θάνατό του, τούτο δε περιώριζε την Ιουδαϊκή ιερωσύνη αυστηρώς μεταξύ των μελών του οίκου του Ααρών εντός της φυλής Λευί. Αλλά ο Ιησούς έγινε πνευματικός ιερεύς.
Επί πλέον, ο απόστολος Παύλος κατενόησε ότι ο Ιησούς θα μπορούσε να τελειωθή σ’ αυτό το πνευματικό αξίωμα μόνο με τα ν’ αναστηθή από ένα θυσιαστικό θάνατο και να εξυψωθή στα δεξιά του Θεού στους ουρανούς, όπως δείχνεται από το γεγονός ότι ο Παύλος εφαρμόζει τους προφητικούς λόγους του Δαβίδ, που αφορούν τον Μελχισεδέκ, στον Ιησού Χριστό, ο οποίος δεν αυτοδιωρίσθη ή επεζήτησε τιμή, λέγοντας: «Ο Χριστός δεν εδόξασεν εαυτόν δια να γείνη αρχιερεύς, αλλ’ ο λαλήσας προς αυτόν, “Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε εγέννησα.” Καθώς και αλλαχού λέγει, “Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ”.»—Εβρ. 5:5, 6.
Έτσι, έχοντας αποδείξει την πιστότητα του, ο Ιησούς, με τον θάνατό του και την ανάστασί του στους ουρανούς, κατεδείχθη ότι ήταν άξιος τόσο μιας ιερωσύνης όσο και μιας βασιλείας πολύ ανωτέρων και πολύ μεγαλυτέρων σ’ έκτασι από όσο ασκούσαν οι Λευιτικοί ιερείς και οι Ιουδαίοι βασιλείς. Τα ουράνια αυτά λειτουργήματα του Ιησού ενσωματούνται στη διαθήκη για ένα βασιλικό ιερατείο.—Εβρ. 7:4-17.
Οι Γραφές δείχνουν ότι με τον Χριστό στους ουρανούς θα συνταυτισθούν 144.000 συνάρχοντες, που θα ληφθούν από το ανθρώπινο γένος. Στους αποστόλους του, που ήσαν οι πρώτοι απ’ αυτόν τον όμιλο, που επρόκειτο να τρέφη ελπίδες μιας τέτοιας άνω κλήσεως, είπε το προηγούμενο βράδυ του θανάτου του: «Όθεν εγώ ετοιμάζω εις εσάς βασιλείαν, ως ο Πατήρ μου ητοίμασεν εις εμέ.» (Λουκ. 22:29, 30) Αυτοί οι 144.000 κληρονόμοι της Βασιλείας δεν είναι κατ’ ευθείαν απόγονοι του Βασιλέως Δαβίδ και συνεπώς δεν είναι φυσικοί κληρονόμοι του θρόνου του. Δεν ελήφθησαν στη διαθήκη, που έγινε με τον Δαβίδ για βασιλεία. Εν τούτοις, όπως ο Δαβίδ ήταν άρχων πάνω στις δώδεκα φυλές του φυσικού Ισραήλ, θα συμμετάσχουν με τον Χριστό στο να άρχουν πάνω σ’ εκείνους, που εξεικονίσθησαν από «τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ,» δηλαδή, πάνω σ’ όλον τον κόσμο του ανθρωπίνου γένους που θα ζη στη γη στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας των.
Αυτοί οι συγκληρονόμοι με τον Χριστό γίνονται βασιλείς και ιερείς, όχι λόγω φυσικής κληρονομίας, αλλ’ ένεκα της εκλογής και του χρίσματος των από τον Θεό. Γίνονται, καθώς είπε ο απόστολος Πέτρος, «βασίλειον ιεράτευμα.» (1 Πέτρ. 2:9) Με τον Χριστό γίνονται ιερείς που άρχουν, όπως περιγράφονται στη διαθήκη για το βασιλικό ιερατείο. Γι’ αυτούς είναι γραμμένο: «Θέλουσιν είσθαι ιερείς του Θεού και του Χριστού, και θέλουσι βασιλεύσει μετ’ αυτού χίλια έτη.»—Αποκάλ. 20:6.
Τι, λοιπόν, έγινε σχετικά με τη Δαβιδική διαθήκη για την επίγεια βασιλεία; Μήπως έφθασε σε κάποιο τέλος; Καθόλου! Όπως προελέχθη από τον άγγελο Γαβριήλ, ο Χριστός βασιλεύει «επί τον οίκον του Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού δεν θέλει είσθαι τέλος.» Αλλά το βασιλικό αυτό αξίωμα ασκείται από τους ουρανούς και από ένα που προσδιορίζεται, επίσης, από τον Θεό ως ιερατικός άρχων, δυνάμει των προμηθειών της διαθήκης για το βασιλικό ιερατείο. Και επί πόσον καιρό; Αυτός είναι «ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.» Έτσι, η διαθήκη για τη Δαβιδική βασιλεία και η διαθήκη για το ουράνιο βασιλικό ιεράτευμα συνεργάζονται για να εξασφαλίσουν ένα νέο σύστημα πραγμάτων προς όφελος του ανθρωπίνου γένους, το οποίον όφελος θα υπερέχη κατά πολύ από κάθε τι, του οποίου έχει λάβει πείραν μέχρι τώρα ο άνθρωπος.