Η Μεγαλύτερη Ευτυχία το να Δίδωμε
ΣΤΗ νεότητά μας έχομε την τάσι να παίρνωμε όλα τα πράγματα από τη φαινομενική τους όψι. Αλλά καθώς ωριμάζομε, καθώς προχωρούμε στην ηλικία και γινόμεθα σοφώτεροι, εκτιμούμε την αλήθεια του ρητού ότι «κάθε τι που λάμπει δεν είναι χρυσός.» Εν τούτοις, χωρίς το Λόγο του Θεού, για να μας οδηγή, εξαρτώμεθα αναγκαστικά από ωρισμένες εσφαλμένες αντιλήψεις λόγω της εξωτερικής εμφανίσεως των πραγμάτων.
Μία απ’ αυτές τις εσφαλμένες αντιλήψεις σχετίζεται με την από μέρους μας αναζήτησι ευτυχίας. Επειδή το να δεχώμεθα δώρα από άλλους μας δίδει μεγάλη ευχαρίστησι, είμεθα επιρρεπείς στο να παραβλέπωμε το γεγονός ότι υπάρχουν κι άλλες πηγές ευτυχίας εκτός από το να δεχώμεθα πράγματα, όπως είναι το να επιτελέσωμε κάτι, το να έχωμε κάμει ένα δύσκολο έργο με καλό τρόπο. Είναι ατυχία το ότι παραβλέπεται το γεγονός αυτό, διότι, αν αποδώσωμε πολύ μεγάλη σπουδαιότητα στο να δεχώμεθα πράγματα, κάνομε την ευτυχία μας να εξαρτάται από το να δίδουν σε μας οι άλλοι.
Αλλ’ ο σοφός και φιλάγαθος Δημιουργός μας δεν είχε σκοπό για μας να εξαρτώμεθα από τα δώρα των άλλων όσον αφορά την ευτυχία μας. Πώς αυτό; Διότι μια μεγαλύτερη ευτυχία έρχεται σε μας από το να δίδωμε εμείς οι ίδιοι, όπως ακριβώς ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, εδίδαξε, όταν είπε: «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.»—Πράξ. 20:35.
Γιατί να υπάρχη μεγαλύτερη ευτυχία στο να δίδωμε παρά στο να λαμβάνωμε; Διότι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις ιδιότητες είναι η αγάπη, και η εκ μέρους μας εκδήλωσίς της έχει τη δύναμι να μας κάνη ευτυχείς. Αυτό είναι αληθινό διότι έχομε δημιουργηθή κατ’ εικόνα Εκείνου για τον οποίον λέγεται: «Ο Θεός είναι αγάπη.» Εφόσον το να δίδωμε καταλήγει σε ευτυχία, πόσο ευτυχής πρέπει να είναι ο Δημιουργός, ο Ιεχωβά Θεός, αν ληφθή υπ’ όψιν ότι απ’ αυτόν προέρχεται «πάσα δόσις αγαθή, και παν δώρημα τέλειον»! Ορθώς αποκαλείται ‘ο μακάριος Θεός’. Ανάλογα με το βαθμό, που επιζητούμε να τον μιμηθούμε από αυτή την άποψι, μπορούμε να γνωρίσωμε τη μεγαλύτερη ευτυχία για την οποία μίλησε ο Ιησούς. Δύο άνθρωποι, που έκαμαν το καλύτερό τους για να μιμηθούν τον Πλάστη τους σχετικά μ’ αυτό, ήσαν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και ο απόστολος Παύλος. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να δίδουν, με το να πτωχεύσουν οι ίδιοι κατά γράμμα για να πλουτίσουν άλλους.—1 Ιωάν. 4:8· Ιάκ. 1:17· 1 Τιμ. 1:11· 2 Κορ. 6:10· 8:9.
Θα μπορούσε καλώς να προβληθή η ερώτησις, Εφόσον το να δίδωμε συντελεί στη μεγαλύτερη ευτυχία, γιατί δεν υπάρχει περισσότερη γενναιοδωρία; Λόγω της αμαρτίας των πρώτων μας γονέων. Η εκουσία των παρακοή είχε ως αποτέλεσμα να θέσουν επάνω σε όλους τους απογόνους των τη σφραγίδα της τάσεως προς την ιδιοτέλεια, και ως εκ τούτου είμεθα επιρρεπείς στο να παραβλέπωμε τη σπουδαιότητα της αγάπης, του να δίδωμε στους άλλους.—Γέν. 8:21.
Έπειτα, επίσης, όλοι μας έχομε ένα μέτρον προφυλακτικού φόβου λόγω του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως. Το ένστικτο τούτο, που είναι κατάλληλο αυτό καθ’ εαυτό, αν δεν τίθεται κάτω από έλεγχο, ενεργεί εναντίον του να είμεθα γενναιόδωροι. Όταν αρνούμεθα να του προσδώσωμε παράλογη σπουδαιότητα, τούτο δείχνει ένα θρίαμβον πάνω στον ιδιοτελή φόβο, πάνω σε μια ακατάλληλη ανησυχία για το μέλλον. Το να δίδη ένας, παρά το ότι τα μέσα του είναι περιωρισμένα, σημαίνει εμπιστοσύνη στον Θεό ότι μπορούμε να είμεθα γενναιόδωροι σήμερα κι εν τούτοις δεν θα βρεθούμε σε ανάγκη αύριο. Τότε είμεθα όμοιοι με την χήρα, στην οποία ο Ιησούς επέστησε την προσοχή, που έδωσε παν ό,τι είχε στο θησαυροφυλάκιο του ναού. Η προσφορά της εσήμαινε εμπιστοσύνη στον Θεό της Ιεχωβά ότι δεν θα πεινούσε την επομένη! Τέτοια εμπιστοσύνη στον Θεό, τέτοια ελευθερία από ακατάλληλη ανησυχία, συντελεί παρομοίως στην ευτυχία του καθενός.—Λουκ. 21:1-4.
Αυτή η αρχή του να υπάρχη μεγαλύτερη ευτυχία στο να δίδωμε παρά στο να λαμβάνωμε ασφαλώς δεν περιορίζεται στην προσφορά χρημάτων. Διαφορετικά, οι υλικώς πλούσιοι θα είχαν τη μεγαλύτερη δυνατότητα ευτυχίας, αλλά δεν είναι έτσι. Το να δίδωμε σχετίζεται με όλα εκείνα που αποτελούν το ενεργητικό μας, από τα οποία άλλοι πιθανόν να έχουν ανάγκη. Ένα απ’ αυτά είναι ο χρόνος. Όταν άλλοι μας επισκέπτωνται ή όταν δαπανούν χρόνο για να μας βοηθήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τούτο μας κάνει ευτυχείς, δεν είν’ έτσι; Λοιπόν, για να γνωρίσωμε ακόμη μεγαλύτερη ευτυχία, πρέπει να δώσωμε στους άλλους μέρος του χρόνου μας. Ο Ιησούς επήνεσε τα πρόβατα που είναι στα δεξιά του, επειδή του έδωσαν όχι μόνον τροφή και ποτό, ενδυμασία και στέγη, αλλ’ επίσης και μέρος του χρόνου των, με το ότι εφρόντισαν γι’ αυτόν, όταν ήταν ασθενής, και ήλθαν σ’ αυτόν, όταν ήταν στη φυλακή. Μάλιστα, το «να επισκέπτηται [ένας] τους ορφανούς και τας χήρας εν τη θλίψει αυτών» απαιτεί χρόνο.—Ματθ. 25:34-36· Ιάκ. 1:27.
Πραγματικά, το να δίδωμε κατ’ επανάληψιν από τον χρόνο μας με γενναιόδωρο τρόπο, επισκεπτόμενοι κάποιον που είναι άξιος, ή κάποιον ενδεή ή ασθενή φίλο, φέρει μαζί του απροσδόκητα μερίσματα ευτυχίας. Ένα παράδειγμα τούτου μας παρέχεται από μια ηλικιωμένη κυρία, που ζη στο ανατολικό μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και η οποία είναι κατάκοιτη, τυφλή και υποφέρει από αρθρίτιδα. Εκείνοι, που εγκαταλείπουν τον συνήθη δρόμο τους για να την επισκεφθούν, φεύγουν με το αίσθημα ότι έχουν σε μεγάλο βαθμό ωφεληθή λόγω της βαθιάς κατανοήσεως και εκτιμήσεως εκ μέρους της και της χαρωπής διαθέσεώς της.
Έπειτα πάλιν, υπάρχει κάτι, όπως είναι το να μεταδίδωμε γνώσι, που κατέχομε, σε άλλους που πιθανόν να την χρειάζωνται. Μήπως, πράγματι, δεν αισθανόμεθα καλύτερα διότι μπορέσαμε να δώσωμε κατεύθυνσι σ’ έναν αυτοκινητιστή που σταμάτησε για να μας ρωτήση πώς να φθάση στον προορισμό του; Να γιατί εκείνοι που έχουν γνώσι και κατανόησι των σκοπών του Θεού αισθάνονται τόση ευτυχία, όταν βρίσκουν κάποιον που εκτιμά την ανάγκη του για γνώσι ώστε να φθάση στον προορισμό του της αιωνίου ζωής!—Ιωάν. 17:3.
Δεν πρέπει να παραβλέψωμε την ευτυχία που προέρχεται από το να δίδωμε κάτι από τον εαυτό μας, από την προσωπικότητά μας. Αυτό μπορεί να πάρη τη μορφή του να είμεθα απλώς έτοιμοι να μειδιάσωμε· ένα μειδίαμα μπορεί να κάμη πάρα πολύ καλό σ’ έναν που μπορεί να είναι συνεσταλμένος, απρόθυμος, κατηφής ή προσωρινά στενοχωρημένος. Ένας ενθαρρυντικός λόγος, ένας φιλικός χαιρετισμός, αποτελούν άλλα μικρά μέσα, με τα οποία μπορούμε να δώσωμε από τον εαυτό μας και να γνωρίσωμε τη μεγαλύτερη ευτυχία που προέρχεται από το να δίδωμε.
Μήπως κανείς σας προσέβαλε, ή έκαμε κάποια αδικία εναντίον σας; Κι εδώ, επίσης, μπορείτε να γνωρίσετε τη μεγαλύτερη ευτυχία με το να δώσετε, με το να συγχωρήσετε το σφάλμα του προς εσάς. Κι εξακολουθείτε να συγχωρήτε, ‘εβδομήντα επτά φορές’, αν παραστή ανάγκη! Αν αρνηθούμε να συγχωρήσωμε—τότε η επικράτησις στην καρδιά μας μνησικακίας ή αγανακτήσεως θα μας κλέψη την ευτυχία μας. Καλώς έχει λεχθή: «όστις κρύπτει παράβασιν, ζητεί φιλίαν.» Και μη λησμονείτε ότι υπάρχει ειδικός λόγος, για τον οποίον η συγχώρησις φέρνει ευτυχία, διότι τότε μπορούμε με καθαρή συνείδησι να ικετεύσωμε τον Θεό να συγχωρήση εμάς!—Παροιμ. 17:9· Ματθ. 6:14· 18:22.
Δεν μπορούμε να υπεκφύγωμε. Οι αρχές του Θεού είναι υγιείς. Το να δεχώμεθα κάτι φέρνει ευτυχία, αλλά για μεγαλύτερη ευτυχία, να είσθε εκδηλωτικός· αναζητήστε τρόπους να δίδετε από τον εαυτό σας και από ό,τι είναι δυνατόν να έχετε σ’ εκείνους που βρίσκονται σε ανάγκη.