Πώς Όλη η Γραφή ως Θεόπνευστος Είναι Ωφέλιμος
1. Ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της Βίβλου, και έτσι υπάρχει άλλο βιβλίο που να μπορή να συγκριθή μ’ αυτήν;
ΠΑΡΑ πολλά βιβλία σήμερα συγγράφονται για πώλησι, με οικονομικό όφελος στους συγγραφείς και στους τυπογράφους. Η Βίβλος δεν εγράφη για να είναι απλώς το «καλύτερα πωλούμενο βιβλίο.» Είναι πράγματι το καλύτερα πωλούμενο βιβλίο σήμερα, έχει δε μεταφρασθή έως τώρα σε 1.202 γλώσσες και πωλείται κατά εκατομμύρια αντιτύπων κάθε έτος, έτσι ώστε η κυκλοφορία του είναι απαράμιλλη. Όλο αυτό συμβαίνει όπως ακριβώς έπρεπε να συμβαίνη. Αλλ’ ο πραγματικός σκοπός της Βίβλου δεν είναι η απόκτησις υλικής ωφελείας, αλλ’ η απόκτησις πνευματικής ωφελείας, η οποία καταλήγει σε ζωή αιώνια στην ένδοξη νέα τάξι του Θεού. Κανένα, λοιπόν, άλλο βιβλίο δεν μπορεί να συγκριθή με τη Βίβλο στις ωφέλειες που δίνει σ’ εκείνους που την διαβάζουν και ζουν σύμφωνα μ’ αυτήν. Είναι το πιο ωφέλιμο βιβλίο επάνω στη γη. Επομένως, οφείλομε να την διαβάζωμε.
2. (α) Περιγράψτε όλα τα οφέλη των Γραφών, όπως αναφέρονται στη 2 Τιμόθεον 3:16, 17. (β) Πόσο από τα «ιερά γράμματα» εννοούσε ο Παύλος με τον όρον «όλη η γραφή», και πώς επεξηγείται αυτό από τον Παύλο;
2 Σημειώστε πόσο ωφέλιμα είναι τα «ιερά γράμματα» για αναγνώστας που θέλουν να είναι άνθρωποι του Θεού, λαός που ανήκει στον Θεό με μια πλήρη αφιέρωσι του εαυτού των και που τον υπηρετούν όπως πρέπει να τον υπηρετούν οι άνθρωποι του Θεού. Ιδού τι έγραψε ο απόστολος Παύλος στον Χριστιανό επίσκοπο Τιμόθεο για την ωφελιμότητα των Αγίων Γραφών: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης· δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.» (2 Τιμ. 3:16, 17) Λέγοντας ο Παύλος «όλη η γραφή», εννοούσε ολόκληρη τη Βίβλο, όχι απλώς τη λεγόμενη Νέα Διαθήκη, που μερικοί θρησκευόμενοι του «Χριστιανικού κόσμου» λέγουν ότι είναι όλο εκείνο που είναι απαραίτητο για τους Χριστιανούς, και όχι απλώς τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές, που οι Ιουδαίοι λέγουν ότι είναι όλο εκείνο που είναι απαραίτητο για την απόκτησι ευλογημένης ζωής στον μέλλοντα κόσμο. Χρειαζόμεθα ολόκληρη τη Γραφή, το προ-Χριστιανικό μέρος και το Χριστιανικό μέρος, διότι και τα δύο μέρη είναι «θεόπνευστα», και δεν τολμούμε να αγνοούμε ο,τιδήποτε που εμπνέει ο Θεός. Όλα αυτά είναι ωφέλιμα στους εκζητητάς αιωνίου ζωής με ευτυχία. Είναι ακριβώς όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος αφού είχε παραθέσει μια περικοπή από τις προ-Χριστιανικές Εβραϊκές Γραφές και την είχε εφαρμόσει στον Ιησού Χριστό, λέγοντας: «Επειδή και ο Χριστός δεν ήρεσεν εις εαυτόν, αλλά καθώς είναι γεγραμμένον [εις Ψαλμόν 69:9], “Οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ’ εμέ.” Διότι όσα προεγράφησαν [δηλαδή, πριν από τον καιρό του Χριστού], δια την διδασκαλίαν ημών προεγράφησαν, δια να έχωμεν την ελπίδα δια της υπομονής και της παρηγορίας των γραφών [που εγράφησαν προ Χριστού].» (Ρωμ. 15:3, 4) Επομένως, οποιοσδήποτε «άνθρωπος του Θεού», για να είναι «τέλειος . . . ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν», πρέπει να έχη και να χρησιμοποιή ολόκληρη τη Γραφή.
«ΠΡΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΝ»
3. Ποια προσόντα είχε ο Παύλος ως διδάσκαλος, και ποιος είναι ο Μέγιστος Διδάσκαλός μας;
3 Σημειώστε ότι ο απόστολος Παύλος λέγει ότι όλη η γραφή που ενέπνευσε ο Θεός είναι ωφέλιμη για διδασκαλία, δηλαδή, για χρήσι στη διδασκαλία άλλων πώς να κερδίσουν το πολύτιμο βραβείο της αιωνίου ζωής. Ο ίδιος ο Παύλος ήταν ένα έξοχο παράδειγμα του γεγονότος αυτού, και έγραψε στον Τιμόθεο: «Ετάχθην εγώ κήρυξ και απόστολος, (αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι,) διδάσκαλος των εθνών εις την πίστιν και εις την αλήθειαν.» (1 Τιμ. 2:7) Ο Παύλος ήταν ο πιο μεγάλος από τους θεοπνεύστους Χριστιανούς που συνέβαλαν στη συγγραφή της Βίβλου. Αυτός και επτά άλλοι μαθηταί του Χριστού έγραψαν τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, και ήσαν ακόλουθοι του μεγίστου διδασκάλου που υπήρξε ποτέ στη γη ως άνθρωπος, του Ιησού Χριστού. Επί πλέον, ο ουράνιος Εμπνευστής ολοκλήρου της Βίβλου είναι ο Μέγιστος Διδάσκαλος κάθε υπάρξεως, σχετικά δε με αυτόν, λέγονται τα εξής λόγια στην οργάνωσι του Θεού: «Πάντες δε οι υιοί σου θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Ιεχωβά.»—Ησ. 54:13, ΜΝΚ· Ιωάν. 6:45.
4. Πώς ο Ιεχωβά γίνεται ο Διδάσκαλος μας;
4 Δεν πρέπει να μας συγκινή το να σκεπτώμεθα ότι διδασκόμεθα από τον Ιεχωβά Θεό τον ίδιο; Αυτός γίνεται ο Διδάσκαλός μας αν παίρνωμε το εμπνευσμένο Βιβλίο του και το διαβάζωμε και το μελετούμε και το εφαρμόζωμε ως σπουδασταί Του. Επομένως, το Άγιο Βιβλίο του πρέπει να έχη διδακτικές ιδιότητες ανώτερες από εκείνες και του πιο τελευταίου ανθρωποποιήτου βιβλίου, όχι, φυσικά, για τη διδασκαλία κοσμικών σχολικών θεμάτων, αλλά για να μας διδάσκη πώς να έχωμε ένδοξη επιτυχία στη ζωή με το να ζούμε σε αρμονία με τον αποκεκαλυμμένο σκοπό του Δοτήρος αιωνίου ζωής, του Ιεχωβά Θεού.
5. Ποια γεγονότα καθιστούν φανερό ότι δεν επρόκειτο να είναι διδάσκαλοι του λόγου του Θεού μόνο οι ένδεκα πιστοί απόστολοι;
5 Δεν έδωσε μόνο στους ένδεκα πιστούς αποστόλους, αλλά σε όλους τους μαθητάς συναθροισμένους σε μια περίστασι στην επαρχία της Γαλιλαίας, ο αναστημένος Ιησούς Χριστός την εντολή αυτή: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς· και ιδού, εγώ είμαι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος.» (Ματθ. 28:19, 20) Οι ένδεκα πιστοί απόστολοι ήσαν όλοι νεκροί στο τέλος του πρώτου αιώνος, και έτσι η εντολή αυτή να μαθητεύσουν, να βαπτίζουν και να διδάσκουν ως τη συντέλεια του αιώνος δεν μπορούσε ν’ αναφέρεται στους αποστόλους μόνο, αλλ’ ανεφέρετο σε όλους τους μαθητάς του. Όχι οι ένδεκα πιστοί απόστολοι, αλλά εμείς σήμερα είμεθα εκείνοι που ζουν επάνω στη γη στη «συντέλεια του αιώνος», και πιστεύομε ότι ο αναστημένος Ιησούς Χριστός θα είναι μαζί μας όλες τις ημέρες ως το τέλος αυτής της «συντελείας του αιώνος». Σ’ εμάς, λοιπόν, εφαρμόζεται, επίσης, η εντολή του να κάμωμε μαθητάς, να βαπτίζωμε και να διδάσκωμε. Για ν’ αποδειχθούμε πιστοί ακόλουθοί του πρέπει τώρα να εκτελέσωμε αυτά τα πράγματα.
6. Γιατί χρειάζεται ένα ακριβές γραπτό υπόμνημα για τη διδασκαλία της αληθείας, και άλλαξε μήπως η ανάγκη αυτή μετά τον θάνατο και την ανάστασι του Ιησού;
6 Για να εκτελέσωμε αυτά τα διατεταγμένα πράγματα, χρειαζόμεθα ένα βιβλίο, κάτι γραμμένο ή τυπωμένο, όχι απλώς διάδοσι, όχι κάποια άγραφη παράδοσι που εξαρτάται για την ακρίβεια της από την ειλικρίνεια ή την τελεία μνήμη των ατόμων που διαβιβάζουν την πληροφορία προφορικώς. Ακόμη και ο Ιησούς Χριστός, ο μέγιστος Διδάσκαλος που υπήρξε ποτέ στη γη, δεν έλεγε ό,τι απλώς ήρχετο στη διάνοιά του. Χρησιμοποιούσε ένα βιβλίο εκπαιδεύσεως, και το βιβλίο αυτό ήταν η Αγία Γραφή της εποχής του, τα θεόπνευστα «ιερά γράμματα» στην Εβραϊκή και Αραμαϊκή, που μπορούσε να τα διαβάζη και να τα μελετά. Γι’ αυτό ακριβώς έλεγε πάντοτε, «Είναι γεγραμμένον» και ανέφερε από τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές. (Ματθ. 4:4-10· Λουκ. 24:27, 32, 44-47) Μετά την ανάστασί του εκ νεκρών και την ανάληψί του στον ουρανό, το διδακτικό βιβλίο για την εκπαίδευσι των μαθητών του δεν άλλαξε και δεν αντικατεστάθη από κάποιο άλλο· διετηρήθη, αλλά διηυρύνθη ή έγιναν προσθήκες σ’ αυτό, είκοσι επτά προσθήκες υπό θείαν έμπνευσιν, για να γίνη το διδακτικό βιβλίο πλήρες. Στην εντέλειά του βρίσκεται τώρα σχεδόν από χίλια εννιακόσια χρόνια, αλλά δεν είναι ασυγχρόνιστο ούτε χρειάζεται να έχη κάποιο νεώτερο υποκατάστατον γι’ αυτό.
7. Γιατί είναι ακόμη το «ορθό» βιβλίο διδασκαλίας στην εποχή μας;
7 Με τις προφητείες του προηγείται ακόμη της εποχής μας. Πάντοτε παραμένει «θεόπνευστον», και έτσι είναι πάντοτε ορθόν, ακριβές, ακόμη και σ’ αυτόν τον πυρηνικόν, ατομικόν αιώνα, αυτόν τον Αιώνα του Εγκεφάλου, στον οποίον οι άνθρωποι χρησιμοποιούν με κάποιους τρόπους τον εγκέφαλο που τους έδωσε ο Θεός της Γραφής. Όχι, δεν χρειαζόμεθα ν’ αλλάξωμε το διδακτικό μας βιβλίο εκπαιδεύσεως. Εκείνο που χρειαζόμεθα να πράξωμε είναι να υπακούσωμε στην εντολή να το διδάσκωμε, διότι είναι ο «λόγος του Θεού.» Σε τούτο μπορούμε να μιμηθούμε τον Υποδειγματικό μας Διδάσκαλο, Ιησού Χριστό, καθώς επίσης τους δώδεκα αποστόλους του. Όσον αφορά τον απόστολο Παύλο όταν ήταν στην Κόρινθο, ο Λουκάς ο ιεραποστολικός σύντροφός του, λέγει: «Και εκάθισεν εκεί έν έτος και μήνας έξ, διδάσκων μεταξύ αυτών τον λόγον του Θεού.»—Πράξ. 18:1-11.
8, 9. Ποια προβλήματα στη διδασκαλία της αληθείας αντιμετωπίζομε σήμερα;
8 Σήμερα έχομε να διδάξωμε περικυκλωμένοι από θρησκευτικούς κληρικούς που γαργαλίζουν τα αυτιά των εκκλησιαστικών ποιμνίων των με πράγματα που οι άνθρωποι αρέσκονται ν’ ακούουν, για να τους ευχαριστούν και ν’ απολαμβάνουν μισθό απ’ αυτούς. Τούτο συμβαίνει όπως έγραψε ο Παύλος στον Τιμόθεο ότι θα συνέβαινε, λέγοντας:
9 «Διότι θέλει ελθεί καιρός, ότε δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν αλλά θέλουσιν επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας, γαργαλιζόμενοι την ακοήν και από μεν της αληθείας θέλουσιν αποστρέψει την ακοήν αυτών, εις δε τους μύθους θέλουσιν εκτραπή.» (2 Τιμ. 4:3, 4) «Το δε πνεύμα ρητώς λέγει, ότι εν υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, προσέχοντες εις πνεύματα πλάνης, και εις διδασκαλίας δαιμονίων, δια της υποκρίσεως ψευδολόγων, εχόντων την εαυτών συνείδησιν κεκαυτηριασμένην, εμποδιζόντων τον γάμον, προσταζόντων αποχήν βρωμάτων, τα οποία ο Θεός έκτισε δια να μεταλαμβάνωσι μετά ευχαριστίας οι πιστοί και οι γνωρίσαντες την αλήθειαν. Ταύτα συμβουλεύων εις τους αδελφούς, θέλεις είσθαι καλός διάκονος του Ιησού Χριστού, εντρεφόμενος εν τοις λόγοις της πίστεως, και της καλής διδασκαλίας την οποίαν παρηκολούθησας· τους δε βέβηλους και γραώδεις μύθους παραιτού.»—1 Τιμ. 4:1-3, 6, 7.
10, 11. (α) Λόγω της καταστάσεως τώρα, για ποιο πράγμα πρέπει να είμεθα βέβαιοι προσωπικώς εν σχέσει με τη διδασκαλία μας; (β) Ποια έξοχη βοήθεια μας δίδεται;
10 Αντιμετωπίζοντας μια τέτοια κατάστασι, πρέπει να ελέγχωμε, όχι μόνο ό,τι διδάσκουν οι κληρικοί εκείνοι του «Χριστιανικού κόσμου», κάνοντας σύγκρισι με τα αντίτυπά μας της Αγίας Γραφής, αλλά και ό,τι εμείς οι ίδιοι διδάσκομε, για να μπορούμε να είμεθα πάντοτε Γραφικοί. Ειλικρινώς δεν έχομε επιθυμία να γίνωμε αναληθείς, διανοητικώς ασθενείς, πνευματικώς ασθενείς και πραγματικά αντιχριστιανικοί ως διδάσκαλοι. Επομένως, από τον εμπνευσμένο λόγο του Θεού πρέπει να διδάσκωμε τον εαυτό μας καθώς και άλλους, ακολουθώντας έτσι οι ίδιοι ό,τι διδάσκομε τους άλλους ν’ ακολουθήσουν. Καθώς μελετούμε τη Γραφή ως σπουδασταί ή μαθηταί του Ιεχωβά Θεού, υπάρχει μια διαφωτιστική δύναμις που χρειαζόμεθα. Ποια είναι αυτή; Είναι το άγιο πνεύμα του Θεού. Η Γραφή παρήχθη με έμπνευσι του πνεύματος του Θεού, και για να την κατανοήσωμε πρέπει να έχωμε τη βοήθεια αυτού του ίδιου πνεύματος. Ο Παύλος, δείχνοντας αυτή την ανάγκη, έγραψε για τα πράγματα που ο Θεός ετοίμασε για εκείνους που τον αγαπούν:
11 «Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά δια του πνεύματος αυτού· επειδή το πνεύμα ερευνά τα πάντα, και τα βάθη του Θεού . . . τα του Θεού ουδείς γινώσκει, ειμή το πνεύμα του Θεού. Αλλ’ ημείς δεν ελάβομεν το πνεύμα του κόσμου, αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού, δια να γνωρίσωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα εις ημάς. Τα οποία και λαλούμεν, ουχί με διδακτούς λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με διδακτούς του πνεύματος του αγίου, συγκρίνοντες τα πνευματικά προς τα πνευματικά.»
12, 13. (α) Γιατί οι Χριστιανοί σήμερα έχουν ανάγκη να εκχυθή επάνω τους το άγιο πνεύμα του Ιεχωβά, και πού βρίσκουν σε μεγάλο μέτρον αυτά το πνεύμα; (β) Τι κάνουν, λοιπόν;
12 Σε αρμονία με τα λόγια αυτά της 1 Κορινθίους 2:10-13, ο απόστολος Πέτρος ο ίδιος εδιδάχθη από το πνεύμα του Θεού, που εξεχύθη την ημέρα της Πεντηκοστής, να πη τι έκαμε για την εκπλήρωσι των προφητειών του Ιωήλ 2:28-32 και Ψαλμών 16:8-11 και 110:1, Γραφικών εδαφίων που οι μαθηταί του Χριστού δεν είχαν ποτέ προηγουμένως κατανοήσει. (Πράξ. 2:1-36) Από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο 1918 εμείς οι σπουδασταί του λόγου του Θεού χρειασθήκαμε τη βοήθεια του πνεύματος του Θεού τόσο ακριβώς όσο και εκείνοι οι πρώτοι Χριστιανοί στην ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ. Αλλιώς δεν θα είχαμε διακρίνει τη θαυμαστή εκπλήρωσι των Βιβλικών προφητειών που έδινε απόδειξι στα μάτια μας, στη διάνοιά μας και στην καρδιά μας ότι η Μεσσιανική βασιλεία του Θεού ιδρύθη στον ουρανό το 1914 μ.Χ. για να υποτάξη όλους τους εχθρούς του Θεού και να δώση στο ανθρώπινο γένος μια τελεία κυβέρνησι δικαιοσύνης. (Ματθαίος, κεφάλαια 24, 25· Μάρκος 13· Λουκάς 21· Αποκάλ. 11:15-12:10) Η Βίβλος του Θεού είναι φορτισμένη με το πνεύμα του, και οποιοσδήποτε δέχεται με προσευχή τη Βίβλο στην καρδιά του αισθάνεται το αποτέλεσμα αυτού του πνεύματος. Όσον αφορά τον προφορικό λόγο ο Ιησούς είπε: «Το πνεύμα είναι εκείνο το οποίον ζωοποιεί, . . . Οι λόγοι τους οποίους εγώ λαλώ προς εσάς, πνεύμα είναι και ζωή είναι.» (Ιωάν. 6:63) Το ίδιο συμβαίνει και με τον γραπτό λόγο του Θεού: έχει το πνεύμα του Θεού μέσα του και είναι, επομένως, διδακτικός.
13 Έχομε ανάγκη ν’ ακολουθούμε το πνεύμα που εκφράζεται σ’ αυτόν τον γραπτό λόγο μάλλον παρά ν’ αφήνωμε τους αντιχρίστους να μας διδάσκουν πράγματα αντίθετα σ’ αυτόν τον πνευματικό λόγο. Καθώς έγραψε ο απόστολος Ιωάννης, αφού μίλησε για αντιχρίστους ψεύστας: «Και το χρίσμα [με το πνεύμα του Θεού] το οποίον υμείς ελάβετε απ’ αυτού, εν υμίν μένει, και δεν έχετε χρείαν να σας διδάσκη τις· αλλά καθώς σας διδάσκει το αυτό χρίσμα περί πάντων, ούτω και αληθές είναι, και δεν είναι ψεύδος· και καθώς σας εδίδαξε, θέλετε μένει εν αυτώ», από τον οποίον ελάβατε το χρίσμα με το πνεύμα. Αυτό το πράττομε παραμένοντας σε αρμονία με τον γραπτόν λόγον του Θεού.—1 Ιωάν. 2:27.
14. Γιατί ο Ιησούς είναι ένα τέτοιο λαμπρό παράδειγμα για να το ακολουθήσωμε;
14 Ο Ιησούς Χριστός, ο Υποδειγματικός μας Διδάσκαλος, είπε: «Απ’ εμαυτού δεν κάμνω ουδέν, αλλά καθώς με εδίδαξεν ο Πατήρ μου, ταύτα λαλώ.» (Ιωάν. 8:28) Ως τέλειος άνθρωπος του Θεού, και αυτός επίσης εδιδάχθη από τον τότε γραπτόν λόγον του Θεού. Αφού αυτός ήταν αρκετά ταπεινός για να δεχθή τη διδασκαλία του Ιεχωβά, κι εμείς ως ακόλουθοί του δεν έχομε λόγο να είμεθα πολύ υπερήφανοι για να δεχθούμε τη διδασκαλία του Ιεχωβά μέσω του βιβλίου του και με τη βοήθεια του πνεύματος του. Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθή με τα θεόπνευστα «ιερά γράμματα» όσον αφορά το να είναι ‘ωφέλιμο προς διδασκαλίαν’. Διδαχθήτε μέσω αυτών και έπειτα, με τη σειρά, διδάξτε άλλους μέσω αυτών.
«ΠΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΝ»
15. Πώς είναι «όλη η γραφή» ωφέλιμη για έλεγχον;
15 Ο απόστολος Παύλος έγραψε ότι όλη η θεόπνευστη Γραφή είναι, επίσης, ωφέλιμη «προς έλεγχον». Επειδή κι εμείς ακόμη οι Χριστιανοί είμεθα ατελείς, υπάρχει ανάγκη να δίδεται από καιρό σε καιρό έλεγχος στους Χριστιανούς. Κάποτε ο αναστημένος Ιησούς Χριστός ήλεγξε έντονα μια ολόκληρη Χριστιανική εκκλησία, λέγοντας σ’ αυτήν πόσο υλιστική είχε γίνει και πόσο ταλαίπωρη, ελεεινή, πτωχή, τυφλή και γυμνή ήταν πνευματικώς. Και στην τελική συμβουλή σ’ αυτή την εκκλησία της Λαοδικίας, της Μικράς Ασίας, είπε: «Εγώ όσους αγαπώ, ελέγχω και παιδεύω· γενού λοιπόν ζηλωτής και μετανόησον.»—Αποκάλ. 3:14-19.
16, 17. (α) Γιατί ήταν αναγκαίος ο έλεγχος του Πέτρου; (β) Πώς έκαμε ο Παύλος αυτόν τον έλεγχον του Πέτρου;
16 Ακόμη κι ένας απόστολος κάποτε χρειάσθηκε να ελεγχθή. Αυτός ήταν ο απόστολος Πέτρος ή Κηφάς. Στο έτος 36, όταν άνοιξε τη θύρα για να μπουν στη Χριστιανική εκκλησία οι απερίτμητοι Εθνικοί (μη Ιουδαίοι), εδέχθη κατάλληλα μια φιλοξενία σ’ ένα σπίτι Εθνικών, και τούτο για πρώτη φορά. Έπειτα από χρόνια, από φόβο πιθανής επικρίσεως, αρνήθηκε να συναναστραφή με Εθνικούς Χριστιανούς στην Αντιόχεια της Συρίας, επηρεάζοντας επίσης και άλλους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς ν’ ακολουθήσουν τον ίδιο υποκριτικό τρόπο. Ο Θεός εχρησιμοποίησε έναν άλλον απόστολο, τον Παύλο, για να ελέγξη τον Πέτρο.
17 Ο Παύλος λέγει: «Ότε εγώ είδον, ότι δεν ορθοποδούσι προς την αλήθειαν του ευαγγελίου, είπον προς τον Πέτρον έμπροσθεν πάντων, Εάν συ Ιουδαίος ων, ζης εθνικώς, και ουχί Ιουδαϊκώς, δια τι αναγκάζεις τους εθνικούς να Ιουδαΐζωσιν;» Ο Παύλος ήλεγξε τον Κηφά, δηλαδή, τον Πέτρο, ενώπιον όλων των άλλων. Γιατί; Εξηγώντας το ο Παύλος λέγει: «Ηναντιώθην εις αυτόν κατά πρόσωπον, διότι ήτο αξιόμεπτος.» (Γαλ. 2:11-14· Πράξ. 10:24-48) Πρέπει να κατανοηθή ότι ο Πέτρος (Κηφάς) ανεγνώρισε το αδίκημά του και διώρθωσε τη Χριστιανική του διαγωγή, ενδιαφερόμενος τώρα περισσότερο για την επίκρισι του Θεού μέσω ενός αποστολικού δούλου του μάλλον παρά για την επίκρισι ανθρώπων που είχαν μια εσφαλμένη άποψι.
18. Εξηγήστε τη διαφορά μεταξύ ελέγχου και επιτιμήσεως.
18 Εδώ ακριβώς μπορούμε να δούμε τη διαφορά μεταξύ μιας επιτιμήσεως και ενός ελέγχου στις Γραφές, στην οποία χρησιμοποιούνται διαφορετικές Ελληνικές λέξεις. Μια επιτίμησις μπορεί να μην έχη πραγματική βάσι για να δοθή. Επομένως μπορεί να δοθή αδίκως, για τον οποίο λόγο δεν καταπείθει ούτε καταδικάζει το επιτιμώμενο άτομο για κάποια αμαρτία ή αδικία, επειδή καμμιά τέτοια δεν υπάρχει. Μια τέτοια επιτίμησις δεν προξενεί αλλαγή διαγωγής με μετάνοια από μέρους του επιτιμωμένου προσώπου. Αυτή τελικά πρέπει να κάμη τον επιτιμώντα να κατανοήση ότι είχε άδικο.
19. (α) Πώς, λοιπόν, ο Πέτρος επιτιμούσε μάλλον παρά ήλεγχε τον Ιησούν; (β) Γιατί όμως ήταν κατάλληλο να επιτιμήση ο Ιησούς τον δαίμονα και τους θυελλώδεις ανέμους και τη θάλασσα;
19 Αυτή ήταν η περίπτωσις με τον απόστολο Πέτρο και τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ο Ιησούς είχε μόλις ειπεί στους αποστόλους του για πρώτη φορά για την οδυνηρή πορεία αυτοθυσίας που έπρεπε να λάβη για να πράξη το θέλημα του Θεού. «Και παραλαβών αυτόν ο Πέτρος κατ’ ιδίαν, ήρχισε να επιτιμά αυτόν, λέγων, Γενού ίλεως εις σεαυτόν, Κύριε· δεν θέλει γείνει τούτο εις σε. Εκείνος δε στραφείς είπε προς τον Πέτρον, Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, σκάνδαλόν μου είσαι· διότι δεν φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων.» (Ματθ. 16:21-23) Ο Πέτρος επετίμησε τον Διδάσκαλό του Ιησού εγείροντας ισχυρές αντιρρήσεις σε ό,τι είπε ο Ιησούς. Ο Ιησούς δεν άξιζε μια τέτοια επιτίμησι, και έτσι, αντί να μετανοήση και ν’ αλλάξη την πορεία του, διώρθωσε τον Πέτρο που μιλούσε απερίσκεπτα και βιαστικά. Φυσικά, ο Ιησούς είχε δίκαιο όταν επιτιμούσε τον δαίμονα, αναγκάζοντας τον να εγκαταλείψη το παιδί που κατείχετο απ’ αυτόν. (Ματθ. 17:18) Σε μια τρικυμία στη θάλασσα ο Ιησούς επετίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα. Δεν μπορούσε να ελέγξη εκείνα τα άψυχα πράγματα.—Ματθ. 8:23-27.
20, 21. (α) Ποια συμβουλή έδωσε ο Ιησούς στο κατά Λουκάν 17:3; (β) Γιατί, λοιπόν, στο κατά Ματθαίον 18:15-17 μιλεί ο Ιησούς για έλεγχο ενός αδελφού;
20 Σχετικά με δυσκολίες μεταξύ Χριστιανών αδελφών, ο Ιησούς είπε: «Προσέχετε εις εαυτούς. Εάν δε ο αδελφός σου αμαρτήση εις σε, επίπληξον [επιτίμησον, Κείμενον] αυτόν· και εάν μετανοήση, συγχώρησον αυτόν.» (Λουκ. 17:3) Εν τούτοις, ο πταίστης θα μπορούσε να μη μετανοήση σε όλες τις περιπτώσεις έτσι ώστε να λάβη συγχώρησι.
21 Γιατί, λοιπόν, σε μια όμοια περίπτωσι ο Ιησούς μίλησε για έλεγχο; Είπε: «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε, και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου· εάν όμως δεν ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, δια να βεβαιωθή πας λόγος επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών. Και εάν παρακούση αυτών, ειπέ τούτο προς την εκκλησίαν· αλλ’ εάν και της εκκλησίας παρακούση, ας είναι εις σε ως ο εθνικός και ο τελώνης.» (Ματθ. 18:15-17) Αφού, σ’ αυτή την περίπτωσι, το κατηγορούμενο άτομο αξίζει να εκβληθή από την εκκλησία, ο έλεγχος του άξιζε περισσότερο παρά απλή επιτίμησις. Απεδείχθη ότι έχει άδικο και το γνωρίζει μέσα του. Αυτός ήταν ο σκοπός στον οποίον απέβλεπε ο αδικημένος όταν για πρώτη φορά ήλεγξε τον πταίστη κατ’ ιδίαν, μολονότι ο πταίστης ποτέ δεν θα ωμολογούσε την αμαρτία του. Η παρουσίασις της αποδείξεως συνεχίσθηκε, πρώτα ενώπιον μερικών μαρτύρων και έπειτα ενώπιον της εκκλησίας.
22, 23. (α) Τι περιλαμβάνεται στον έλεγχο ένας αδελφού; (β) Πώς ο Παύλος διευκρίνισε τη σημασία του ελέγχου;
22 Έτσι στην περίπτωσι του ελέγχου, εκείνος που κάνει τον έλεγχο δεν εκφέρει μόνο την κατηγορία, αλλά και προσάγει την απόδειξι για να την υποστηρίξη. Αν το κατηγορούμενο άτομο λέγη κάτι προς υπεράσπισίν του, ο ελέγχων δεν του απαντά απλώς· ανασκευάζει τα λόγια του, τον διαψεύδει. Το ελεγχόμενο άτομο μπορεί ούτε τότε ακόμη να μην κάμη μια ομολογία, μια ειλικρινή παραδοχή της ενοχής του, αλλά μέσα του αισθάνεται ότι είναι καταδικασμένο. Έχει ενδόμυχα πεισθή για την αμαρτία του ή την αδικία του. Αυτό πρέπει να το οδηγήση ν’ αλλάξη την πορεία του σύμφωνα με την συναίσθησι αμαρτίας που έχει. Αν δεν το κάμη αυτό, μπορεί ν’ αποκοπή από την επικοινωνία με βάσι την απόδειξι. Πόσο δραστικός μπορεί να είναι ένας έλεγχος, το διευκρινίζει ο απόστολος Παύλος στην 1 Κορινθίους 14:24, 25, όπου γράφει προς την εκκλησία:
23 «Εάν πάντες [σε μια συνάθροισι] προφητεύωσιν, εισέλθη δε τις άπιστος ή ιδιώτης, ελέγχεται υπό πάντων, ανακρίνεται υπό πάντων και ούτω τα κρυπτά της καρδίας αυτού γίνονται φανερά· και ούτω πεσών κατά πρόσωπον, θέλει προσκυνήσει τον Θεόν, κηρύττων ότι ο Θεός είναι τωόντι εν μέσω υμών.»
24, 25. Ποια ευθύνη όσον αφορά τον έλεγχο έχει ένας φορεύς φωτός;
24 Αν διακηρύττωμε τον λόγον της αληθείας του Θεού, αυτός θα εκφωνήση τον δικό του έλεγχο. Γι’ αυτό ο Ιησούς Χριστός είπε: «Πας όστις πράττει φαύλα, μισεί το φως, και δεν έρχεται εις το φως, δια να μη ελεγχθώσι τα έργα αυτού.» (Ιωάν. 3:20) Εκείνοι που φέρνουν το φως των «ιερών γραμμάτων» του Θεού πρέπει να ελέγχουν τα πράγματα του θρησκευτικού, ηθικού σκότους. Ο Παύλος λέγει στους φορείς του φωτός:
25 «Και μη συγκοινωνείτε εις τα έργα τα άκαρπα του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε. Διότι τα κρυφίως γινόμενα υπ’ αυτών, αισχρόν εστι και λέγειν· τα δε πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός, γίνονται φανερά· επειδή παν το φανερούμενον φως είναι [ένα πράγμα όχι πια μυστικό ή κάτω από κάλυμμα σκότους, αλλά ένα φωτισμένο πράγμα]. Δια τούτο λέγει, Σηκώθητι ο κοιμώμενος, και ανάστηθι εκ των νεκρών, και θέλει σε φωτίσει ο Χριστός.»—Εφεσ. 5:11-14.
26. Ελεγχόμενο, τι κάνει ένα συνετό άτομο;
26 Εκείνος που κοιμάται σαν στο σκότος της νυκτός, ο οποίος είναι, επομένως, νεκρός μέσα στις παραβάσεις και τις αμαρτίες του, δέχεται τον έλεγχο που εκφωνείται σ’ αυτόν και αφυπνίζεται και εγείρεται από την πνευματικώς νεκρή κατάστασί του και αναλαμβάνει ν’ ακολουθήση τον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός λάμπει επάνω του με εύνοια και με αλήθεια, και αυτός γίνεται φορεύς φωτός, αντανακλώντας το φως που λαμβάνει από τον Χριστό, για τον οποίο μαρτυρούν όλα τα «ιερά γράμματα».
27. Πώς ο Παύλος γράφοντας στον Τιμόθεο και στον Τίτο έδειξε την ανάγκη να δίνωνται έλεγχοι;
27 Κάτω από μερικές περιστάσεις ένας επίσκοπος εκκλησίας πρέπει να ελέγχη ένα μέλος ή μέλη της εκκλησίας δημοσίως. Έτσι, στην πρώτη του επιστολή προς τον Τιμόθεο, ο Παύλος τού είπε: «Τους αμαρτάνοντας έλεγχε ενώπιον πάντων, δια να έχωσι φόβον και οι λοιποί.» Στην τελευταία του επιστολή ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Κήρυξον τον λόγον· επίμενε εγκαίρως, ακαίρως· έλεγξον, επίπληξον [επιτίμησον, Κείμενον], πρότρεψον μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής.» (1 Τιμ. 5:20· 2 Τιμ. 4:2) Εξουσιοδότησε, επίσης, έναν άλλον επίσκοπο, τον Τίτο, να κάνη τον ίδιο δημόσιο έλεγχο ενώπιον της εκκλησίας. Ο Παύλος του έγραψε: «Προσκεκολλημένος εις τον πιστόν λόγον της διδασκαλίας, δια να ήναι δυνατός και να προτρέπη δια της υγιαινούσης διδασκαλίας, και να εξελέγχη τους αντιλέγοντας. . . . Δια την οποίαν αιτίαν έλεγχε αυτούς αποτόμως, δια να υγιαίνωσιν εν τη πίστει. Ταύτα λάλει, και πρότρεπε, και έλεγχε μετά πάσης εξουσίας· ας μη σε περιφρονή μηδείς.»—Τίτον 1:9, 13· 2:15.
28. Ποια, λοιπόν, είναι η πραγματική αξία του ελέγχου, και από ποιά σπουδαιότατη πηγή πρέπει να προέλθη;
28 Επομένως ο σκοπός του ελέγχου είναι η ανάρρωσις του πταίστου, η ανασκευή των λόγων του αντιλέγοντος και η κατασιώπησίς του, η υποβοήθησις του υλιστικού ατόμου να γίνη ‘υγιαίνον τη πίστει’. Για να δώσωμε τέτοιους αποτελεσματικούς έλεγχους, κατ’ ιδίαν ή ενώπιον της εκκλησίας, τι είναι πιο ωφέλιμο να χρησιμοποιήσωμε παρά τα «ιερά γράμματα»;
29. Γιατί επιδεικνύεται αγάπη με το να δίδεται έλεγχος;
29 Ποτέ το άτομο που ελέγχεται δεν πρέπει να λησμονή ότι το πραγματικό ελατήριο που βρίσκεται πίσω από τον έλεγχο είναι αγάπη. Γιατί; Επειδή ο ελέγχων ζητεί να διορθώση το άτομο που σφάλλει, να το πείση για την πλάνη του και να το βοηθήση να την ομολογήση και να βελτιώση την πορεία του. Ο Ιησούς είπε ότι ελέγχει όλους εκείνους που αγαπά. (Αποκάλ. 3:19) Το άτομο που σφάλλει πρέπει να εκτιμήση ότι μπορεί ν’ αποκτήση όφελος από τον έλεγχο και πρέπει να προσπαθήση ν’ αποκτήση κατανόησι απ’ αυτόν. Οι Παροιμίες 19:25 μας λέγουν: «Εάν μαστιγώσης τον χλευαστήν, ο απλούς θέλει γείνει προσεκτικός· και εάν ελέγξης τον φρόνιμον, θέλει εννοήσει γνώσιν.»
30. Ποια είναι τα σοφά λόγια για τον έλεγχο που περιέχονται στις Παροιμίες 3:11, 12, και έτσι πώς πρέπει να τα δεχθούμε;
30 Μ’ αυτόν τον τρόπο το άτομο που ελέγχεται δεν θα υποτιμήση ή υποβιβάση τον έλεγχο επειδή δίδεται μέσω ανθρωπίνου οργάνου ή στόματος. Στην προς Εβραίους επιστολή 12:4-6 λέγεται σ’ εκείνους, που θέλουν να είναι υιοί του Θεού, να μη λησμονούν ό,τι αναγράφεται στις Παροιμίες 3:11, 12 (ΜΝΚ): «Υιέ μου, μη καταφρόνει την παιδείαν του Ιεχωβά, και μη αθύμει ελεγχόμενος υπ’ αυτού· διότι ο Ιεχωβά ελέγχει όντινα αγαπά, καθώς και ο πατήρ τον υιόν εις τον οποίον ευαρεστείται.» Έτσι, ακόμη και αν ο έλεγχος έρχεται μέσω ανθρωπίνου αγωγού, όμως αν ο έλεγχος λαμβάνεται από τα θεόπνευστα «ιερά γράμματα» και αν δίδεται από έναν Χριστιανό «άνθρωπον του Θεού», τότε μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι είναι έλεγχος παρά του Ιεχωβά Θεού και πρέπει να τον δεχθούμε ως τοιούτον. Αλλά θεωρήστε τον ότι εκφράζει την αγάπη του Θεού.
«ΠΡΟΣ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΙΝ»
31. (α) Κατονομάστε μια άλλη ωφέλεια που προέρχεται από τα «ιερά γράμματα». (β) Πώς ο Ησαΐας έδειξε την ανάγκη της επανορθώσεως;
31 Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο τα θεόπνευστα «ιερά γράμματα» είναι ωφέλιμα, είναι «προς επανόρθωσιν». (2 Τιμ. 3:16) Όταν ήμεθα έξω στον διεστραμμένο κόσμο, ακόμη και αν ήμεθα στον «Χριστιανικό κόσμο», είχαμε ασφαλώς ανάγκη να επανορθώσωμε τη σχέσι μας με τον Θεό. Αυτό είναι ό,τι κατ’ εξοχήν επιθυμεί αυτός να πράξωμε. Στον Ησαΐα 1:18, 19 (ΜΝΚ) μιλεί στον δύστροπο λαό του και λέγει: «Έλθετε τώρα, και ας διαδικασθώμεν, λέγει ο Ιεχωβά· εάν αι αμαρτίαι σας ήναι ως το πορφυρούν, θέλουσι γείνει λευκαί ως χιών· εάν ήναι ερυθραί ως κόκκινον, θέλουσι γείνει ως λευκόν μαλλίον. Εάν θέλητε, και υπακούσητε, θέλετε φάγει τα αγαθά της γης.»
32. Πώς ο Θεός έκαμε συχνά επανόρθωσι στους αρχαίους χρόνους, και πώς το πράττει αυτό στην εποχή μας;
32 Στους αρχαίους χρόνους ο Ιεχωβά Θεός έστειλε τους προφήτας του να βοηθήσουν τον αμαρτωλό λαό του να επανορθωθή και να λάβη ορθή κατανόησι των πραγμάτων και να γνωρίση πώς να ενεργή ορθά απέναντι του Θεού. Σήμερα έχομε την Αγία του Γραφή, τα εμπνευσμένα απ’ αυτόν «ιερά γράμματα», για να μας βοηθούν να κάνωμε επανόρθωσι στη ζωή μας, ώστε να καταστή δυνατόν να μας «σοφίσωσιν εις σωτηρίαν δια της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού.» Επειδή η Αγία Γραφή μπορεί να μας βοηθήση μ’ αυτό τον τρόπο, είναι ένα ωφέλιμο βιβλίο πράγματι, και το χρειαζόμεθα πάνω απ’ όλα τα άλλα βιβλία. Είναι το πολυτιμότερο βιβλίο για μας. Επειδή μας εβοήθησε να αφαιρέσωμε τη διαστροφή από τη ζωή μας, γνωρίζομε ότι μπορούμε να την χρησιμοποιήσωμε για να βοηθήσουμε άλλους να επανορθώσουν τα πράγματα στη διάνοιά των και στην ηθική και θρησκευτική ζωή των. Μπορούμε επίσης να βοηθήσωμε τους απελπισμένους να ανορθωθούν.
33-35. (α) Πώς πρέπει να χειριζώμεθα τον λόγον του Θεού για να κάμωμε επανόρθωσι μεταξύ αδελφών και με τους έξω; (β) Πώς ο Παύλος το ετόνισε αυτό με τον Τιμόθεο;
33 Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που μας λέγεται να πράξωμε στην προς Εβραίους επιστολή 12:12, 13, όπου διαβάζομε: «“Ανορθώσατε τας κεχαυνωμένας χείρας και τα παραλελυμένα γόνατα.” Και “κάμετε εις τους πόδας σας ευθείας οδούς·” δια να μη εκτραπή το χωλόν, αλλά μάλλον να θεραπευθή.» Ναι, κατά καιρούς οι πνευματικοί αδελφοί μας χρειάζονται επανόρθωσι, όπως στην περίπτωσι πριν από πολύν καιρό στην Αντιόχεια της Συρίας, όταν ο απόστολος Παύλος είδε ότι ο Πέτρος (Κηφάς) και άλλοι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί δεν ‘ωρθοποδούσαν προς την αλήθειαν του ευαγγελίου’. (Γαλ. 2:14) Είτε με τους Χριστιανούς αδελφούς μας είτε με άτομα που ερωτούν έξω στον κόσμο, περιλαμβανομένου του υποκριτικού «Χριστιανικού κόσμου», χρειάζεται να χρησιμοποιούμε τον εμπνευσμένο γραπτό λόγο του Θεού για να κάμωμε επανόρθωσι μ’ έναν τρόπο που ευαρεστεί αυτόν, ο οποίος είναι ο μόνος ορθός τρόπος. Όχι μόνο χρειάζεται να χρησιμοποιούμε τη Γραφή, αλλά και χρειάζεται να την χρησιμοποιούμε με τον ορθό τρόπο, μ’ έναν αρμονικό, συνεπή τρόπο. Ο επίσκοπος Τιμόθεος ανεμένετο να βοηθήση τους αδελφούς του και εκζητητάς του Θεού να επανορθωθούν, και γι’ αυτό το λόγο ο απόστολος Παύλος τού έγραψε:
34 «Ταύτα υπενθύμιζε, διαμαρτυρόμενος ενώπιον του Κυρίου, να μη λογομαχώσι, το οποίον δεν είναι εις ουδέν χρήσιμον, αλλά φέρει καταστροφήν των ακουόντων. Σπούδασον να παραστήσης σεαυτόν δόκιμον εις τον Θεόν, εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας.»—2 Τιμ. 2:14, 15.
35 Αυτό σημαίνει να μην αφήνωμε κανένα πράγμα που χρειάζεται επανόρθωσι να γίνη συγκεχυμένο, εξαιτίας λόγων που σκοπεύουν να κρύψουν την αλήθεια και να ανατρέψουν την πίστι των πιστών ή των μαθητευομένων, αλλά ν’ αφήνωμε τον «λόγον της αληθείας» να καθορίζη τα πράγματα. Σημαίνει να διδάσκωμε ευθεία διδασκαλία. Αν κάνωμε αυτό, δεν θα αισχυνθούμε από τα αποτελέσματα.
«ΠΡΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΝ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ»
36. (α) Πώς οι θρησκευτικοί κληρικοί συχνά υπερασπίζουν αντιγραφικά πράγματα, αλλά τι διατάσσει ο λόγος του Θεού κάτω από τέτοιες περιστάσεις; (β) Εξηγήστε τα λόγια του Παύλου προς τους πατέρες στην προς Εφεσίους επιστολή 6:4.
36 Τελικά, «όλη η γραφή» που περιέχει τα θεόπνευστα «ιερά γράμματα» είναι ωφέλιμη «προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης.» (2 Τιμ. 3:16) Μερικές φορές, όταν ωρισμένη συνήθεια ή απαίτησις μιας θρησκευτικής οργανώσεως τονίζεται ότι είναι αντίθετη προς τα «ιερά γράμματα», ο θρησκευτικός κληρικός θα προσπαθήση να δικαιολογήση την αντιγραφική πράξι λέγοντας: «Είναι η εκπαίδευσις της Εκκλησίας.» Αλλ’ αν η πράξις δεν είναι σύμφωνη με ‘όλη τη γραφή’, τότε δεν εκπαιδεύει στη δικαιοσύνη και δεν απεργάζεται καμμιά σωτηρία για τον εκπαιδευόμενον. Ο βασικός σκοπός της εκπαιδεύσεως είναι διαπαιδαγώγησις, διδασκαλία. (Πράξ. 7:22) Αυτή η διαπαιδαγώγησις μπορεί να δίδεται μέσα στο πλαίσιο ωρισμένων νόμων και κανονισμών μιας οργανώσεως. Στα λόγια του Παύλου προς τους πατέρες η οργάνωσις αυτή είναι ο Χριστιανικός οίκος, όπως όταν λέγη: «Και οι πατέρες, μη παροργίζετε τα τέκνα σας, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Ιεχωβά.» (Εφεσ. 6:4, ΜΝΚ) Εδώ η παιδεία θα ήταν μια διαπαιδαγώγησις συνωδευμένη από πράξεις και ενέργειες εκπαιδεύσεως των τέκνων, για να τα κάμωμε να κατανοήσουν πώς να συμπεριφέρονται στο Χριστιανικό σπίτι με υποταγή στον Χριστιανό πατέρα. Για να βοηθηθούν να ενεργούν σύμφωνα με αυτή την παιδεία, μπορεί να δοθή στα τέκνα κάποια αυθεντική συμβουλή ή λόγος νουθεσίας και ενθαρρύνσεως από τον αυθεντικό λόγο του Θεού όπως χρειάζεται στη διάρκεια της εκπαιδεύσεώς των. Έτσι παιδεία σημαίνει ότι δεν μπορούν να πηγαίνουν σύμφωνα με τις ανώριμες παιδικές των ιδιοτροπίες, φαντασιοπληξίες και απερίσκεπτες επιθυμίες, αλλά ότι πρέπει να μάθουν να ενεργούν με υπακοή στους Χριστιανικούς κανόνες και κανονισμούς για την οικογένεια.
37, 38. Πώς η παιδεία αυτή πηγαίνει πέρα από τους πατέρες απλώς και τα τέκνα;
37 Έπειτα, επίσης, υπάρχει η παιδεία ή εκπαίδευσις που πρέπει να επικρατή σ’ εκείνο το μεγαλύτερο, πιο περιεκτικό καθίδρυμα, την οργάνωσι του Ιεχωβά Θεού, η οποία τώρα αντιπροσωπεύεται στη γη από την εκκλησία των Χριστιανών μαρτύρων του. Αυτή αντιπροσωπεύει τον οίκον του μεγάλου ουρανίου Πατρός, τον «οίκον του Θεού». Οι κανόνες της, οι κανονισμοί της και ο τρόπος λειτουργίας είναι δίκαιοι, και κάθε μέλος του οίκου, που σκέπτεται και ενεργεί σε αρμονία μ’ αυτούς, μαθαίνει δικαιοσύνη.
38 Πρέπει να μας δοθή εκπαίδευσις για το πώς να συμπεριφερώμεθα μέσα στην οργάνωσι του Θεού, και γι’ αυτό ακριβώς ο Παύλος έδωσε εκπαίδευσι στον Τιμόθεο, γράφοντας: «Ταύτα σοι γράφω, . . . δια να εξεύρης πώς πρέπει να πολιτεύησαι εν τω οίκω του Θεού, όστις είναι η εκκλησία του Θεού του ζώντος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.» (1 Τιμ. 3:14, 15) Οι οδηγίες του Παύλου προς τον Τιμόθεο περιέχονται τώρα στα θεόπνευστα «ιερά γράμματα» και έτσι «όλη η γραφή» που ενέπνευσε ο Θεός είναι ωφέλιμη «προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης»,
39. Πάλι, με ποιο ελατήριο πρέπει να δίδεται η εκπαίδευσις, και τι σημαίνει αυτό για τους Χριστιανούς;
39 Το ελατήριο που βρίσκεται πίσω από τη Χριστιανική εκπαίδευσι, είτε σ’ ένα θεοσεβή οίκον είτε σε μια εκκλησία μαρτύρων του Ιεχωβά, είναι αγάπη. Συνεπώς θα εδραιωθή και θα εκπληρωθή μ’ ένα κατάλληλο τρόπο. Πώς πρέπει να διεξάγεται αυτή η διαπαιδαγώγησις με πράξεις εντός θεοκρατικών νόμων και κανονισμών, μας το λέγουν σαφώς τα θεόπνευστα «ιερά γράμματα». Επειδή υποκινείται από αγάπη και προορίζεται να είναι διδακτική, με τη σωτηρία μας υπ’ όψιν, πρέπει να υποτάσσεται στην αγάπη, μολονότι δεν μας επιτρέπει να μιλούμε, να ενεργούμε και να ζούμε με τον χαλαρό τρόπο που χρησιμοποιεί ο κόσμος, είτε μέσα στην εκκλησία είτε έξω απ’ αυτήν.
40. Ποια εμπόδια μπορεί να έχωμε ν’ αντιμετωπίσωμε σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά ποια χαρά έχομε επίσης;
40 Το να ενεργούμε μ’ αυτόν τον πειθαρχημένο τρόπο μπορεί να μας υποβάλη σε επίκρισι, εναντίωσι και διωγμό από μέρους του κόσμου, αλλά όλα αυτά συμβαδίζουν τώρα με τη διαπαιδαγώγησί μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Μπορεί να κάμουν το θεόδοτο έργο μας της διακηρύξεως του «αιωνίου ευαγγελίου» μια σκληρή πείρα για μας «δημοσία και κατ’ οίκους», αλλ’ αυτή είναι καλή διαπαιδαγώγησις για μας, με καλά αποτελέσματα εν όψει. «Πάσα δε παιδεία», λέγει το Εβραίους 12:11, «προς μεν το παρόν δεν φαίνεται ότι είναι πρόξενος χαράς, αλλά λύπης· ύστερον όμως αποδίδει εις τους γυμνασθέντας δι’ αυτής καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης.» Ας αγαπούμε, λοιπόν, τον Θεό τον ουράνιο Πατέρα μας γι’ αυτό.
41. Αν δίνωμε προσοχή σε ‘όλη τη γραφή’, τι θα γίνωμε;
41 Σήμερα πρέπει να ζούμε τη ζωή μας, πρέπει ενωμένοι να συνεχίζωμε το παγκόσμιο έργο μας, σαν πειθαρχημένοι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά. Πρέπει να ενεργούμε και να υπηρετούμε ως άνθρωποι του Θεού, ως ο αφιερωμένος λαός του. Η σοφία μας για αιώνια σωτηρία βρίσκεται στην πιστή μελέτη και χρήσι του Βιβλίου του τού «αιωνίου ευαγγελίου». Αυτό μας εδόθη στοργικά «δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.»—2 Τιμ. 3:17· Αποκάλ. 14:6.