Σε Ενότητα με την Αγάπη
1. (α) Για ν’ αποκτήσωμε διαφώτισι της Βιβλικής αληθείας, τι πρέπει ν’ αποφεύγωμε; (β) Ποια ερώτησις θα μας βοηθήση να κατανοήσωμε ότι «ο Θεός είναι αγάπη»;
Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΙΣ του Ιεχωβά από μας εξαρτάται εντελώς από την αποκάλυψι του εαυτού του που αυτός ευαρεστείται να δώση. Η περισσότερη και πιο μεγάλη διαφώτισις δίδεται στον λόγον του, όπως έγραψε ο ψαλμωδός: «Λύχνος εις τους πόδας μου είναι ο λόγος σου, και φως εις τας τρίβους μου.» (Ψαλμός 119:105) Σύμφωνα με τούτο, στη μελέτη που κάνομε αυτής της εμπνευσμένης δηλώσεως, «ο Θεός είναι αγάπη,» δεν θα καθορίσωμε τη σημασία της με τις δικές μας εικασίες και αισθήματα. Ακόμη περισσότερο, δεν θα δώσωμε προσοχή σε ό,τι έχει ειπεί η κοσμική σοφία επάνω στο θέμα της αγάπης. Κι επάνω απ’ όλα, δεν θα οδηγηθούμε από τις διδασκαλίες μιας ψευδούς θρησκείας που κηρύττει ένα Θεόν αγάπης και, με την ίδια αναπνοή, ένα Θεόν αιωνίων βασάνων. Αντί τούτου, η ερώτησις που θέτομε στον εαυτό μας είναι η εξής: Στις Γραφές υπάρχει άρα γε κάτι που εκτίθεται μ’ ένα εξέχοντα τρόπο ως η πληρέστατη εκδήλωσις της αγάπης του Θεού; Αν υπάρχη, τότε, μαθαίνοντας επιμελώς ό,τι μας είναι δυνατόν γι’ αυτή την εκδήλωσι, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι οδηγούμεθα σε μια κατάλληλη εκτίμησι της υπερτάτης αληθείας ότι «ο Θεός είναι αγάπη». Όχι μόνο αυτό, αλλά καθώς προσηλώνομε την προσοχή μας εξακολουθητικά σ’ αυτή την εκδήλωσι και συμμορφωνόμεθα μ’ αυτήν διαρκώς περισσότερο, μπορούμε ν’ αποβλέπωμε με εμπιστοσύνη στο να φερθούμε ολοένα στενώτερα σε ενότητα με την αγάπη. Ας δούμε, λοιπόν, ποια απάντησι δίνει ο λόγος του Θεού στην ερώτησί μας.
2. Ποια λόγια του Ιησού μας τονίζουν την απάντησι, και πώς αυτά εφαρμόζονται κακώς από τον «Χριστιανισμό»;
2 Μας φαίνεται ότι πέρα από κάθε αμφιβολία ο Ιωάννης ο ίδιος μας τονίζει την απάντησι, σε όσα ενεπνεύσθη να γράψη για τη συνομιλία που είχε ο Ιησούς με το Νικόδημο, όταν του είπε για το πράγμα εκείνο που τόσο αγάπησε ο Θεός «ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή», τον προσφιλέστερο θησαυρό της καρδιάς του. Ποιο ήταν αυτό το πράγμα; Ο Ιησούς είπε: «τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον.» (Ιωάννης 3:16) Ναι, το πιο δημοφιλές Γραφικό εδάφιο σε όλο τον «Χριστιανισμό», αλλά και το πιο παρανοημένο. Πώς συμβαίνει αυτό; Ο «κόσμος», στον οποίον ο «Χριστιανισμός» αρέσκεται να νομίζη ότι ανεφέρετο ο Ιησούς, είναι ο κόσμος του οποίου ο ίδιος αποτελεί μέρος, ο «παρών πονηρός αιών», ‘οι σημερινοί ουρανοί και η γη, φυλαττόμενοι δια το πυρ.’ (Γαλάτας 1:4· 2 Πέτρου 3:7) Με βάσι ακριβώς αυτή την ερμηνεία ο «Χριστιανισμός» αγαπά να φλυαρή για την «Πατρότητα του Θεού και την αδελφότητα των ανθρώπων», ωσάν αυτή να εφαρμόζεται σε τούτη τη σημερινή γενεά και κατάστασι των πραγμάτων. Τι χλευασμός και διακωμώδησις της αληθείας! Η ορθή κατανόησις οποιασδήποτε δηλώσεως της Γραφής πρέπει πάντοτε να εναρμονίζεται με τα συμφραζόμενα, καθώς και με όλα τα άλλα σχετικά εδάφια, χωρίς εξαίρεσι. Ας εφαρμόσωμε τον κανόνα αυτόν σ’ αυτή την περίπτωσι.
3. Για να λάβωμε την ορθή άποψι του Ιωάννης 3:16, πώς βοηθούμεθα με μια συμπαραβολή με το Ιωάννης 1:1-13;
3 Σημειώστε ότι τα σχόλια του Ιωάννου στο κατά Ιωάννην 1:1-13 είναι παράλληλα μ’ εκείνα του Ιησού στο κατά Ιωάννην 3:16-21 και δείχνουν τα εξής: Το αληθινό φως ήλθε στον κόσμο για να μπορέσουν κάθε είδους άνθρωποι να πιστέψουν στο όνομά του. Ήταν ευκαιρία για τους ανθρώπους να δεχθούν το φως και για τον κόσμο να σωθή. Δεν ήταν ο Θεός εκείνος που τους εμπόδιζε ή τους επηρέαζε προς την αντίθετη κατεύθυνσι. Αλλά τι συνέβη; Ο κόσμος δεν του έδωσε προσοχή. Οι άνθρωποι αγάπησαν το σκότος μάλλον παρά το φως. Εν τούτοις, υπήρξαν μερικές εξαιρέσεις ανθρώπων που τον επίστεψαν. Και τι συνέβη σ’ αυτούς; Με το να πιστέψουν σ’ αυτόν που εβάστασε τις αμαρτίες των, όπως λίγο πρωτύτερα είχε εξηγήσει ο Ιησούς στον Νικόδημο, θα διέφευγαν την καταστροφή που θα επήρχετο τελικά στον κόσμο κατά την ημέρα της κρίσεώς του, και, αντί τούτου, έλαβαν εξουσία να γίνουν τέκνα του Θεού με την επαγγελία αιωνίου ζωής σ’ εκείνη τη διάταξι του νέου κόσμου, στους νέους εκείνους ουρανούς και τη νέα γη όπου δικαιοσύνη κατοικεί.
4. (α) Αναφερόμενος στο νέο κόσμο, γιατί ο Ιησούς μίλησε για την αγάπη του Θεού γι’ αυτόν σαν στο παρελθόν; (β) Πώς η Γραφή αποκαλύπτει την έκτασι της αγάπης του Θεού για τον «κόσμον»;
4 Αλλά, θα ρωτήσετε, αν ο κόσμος που τόσο αγαπά ο Θεός ήταν κάτι πολύ μέλλον από την ημέρα που μιλούσε ο Ιησούς, γιατί αυτός μίλησε για την αγάπη του Θεού προς αυτόν σε γραμματικό χρόνο που σημαίνει παρελθόν; Η απάντησις είναι, επειδή ο Θεός, όχι μόνο προσδιώρισε και έθεσε το νου του επάνω σ’ αυτή τη διάταξι του νέου κόσμου μόλις προέκυψε η ανάγκη, στο απώτατο παρελθόν κατά τον καιρό της ανταρσίας της Εδέμ, αλλά έθεσε επίσης και την καρδιά του επάνω σ’ αυτόν με αδιάρρηκτη προσήλωσι και αφοσίωσι. Από την αρχή ακόμη τον αγάπησε τόσο πολύ ώστε καθώρισε και προείπε από πολύ πρωτύτερα το κύριο μέσον με το οποίον ο κόσμος αυτός θα εγίνετο αποτελεσματικός, δηλαδή προείπε το υποσχεμένο σπέρμα της γυναικός του. (Γένεσις 3:15) Η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη και ανιδιοτελής, ώστε με χαρά έκαμε διευθέτησι και προείπε το ότι θα εκεντάτο η πτέρνα του σπέρματος αυτού από τον όφιν. Όχι ότι ο Θεός ευχαριστείται από τα παθήματα του σπέρματος αυτά καθ’ εαυτά· αλλά, όπως εξηγείται πολύ ωραία: «Ο Ιεχωβά ηθέλησε να βασανίση αυτόν . . . [δια να] δώσης την ψυχήν αυτού προσφοράν περί αμαρτίας, . . . θέλει [ο Ιησούς] ιδεί τους καρπούς του πόνου της ψυχής αυτού, και θέλει χορτασθή.» Για το αποτέλεσμα αυτού του «πόνου», ο Ιεχωβά λέγει, «Ο δίκαιος δούλός μου θέλει δικαιώσει πολλούς δια της επιγνώσεως αυτού· διότι αυτός θέλει βαστάσει τας ανομίας αυτών.»—Ησαΐας 53:10, 11, AS.
5. Ποια ανταπόκρισι ζητεί από μας η μεγάλη αγάπη του Θεού;
5 Από τα προηγούμενα μπορούμε να εκτιμήσωμε ότι αυτό δεν είναι ένα απρόσωπο είδος αγάπης που έχει ο Θεός για κάποια διάταξι. Η διάταξις αυτή του νέου κόσμου υπό την βασιλεία του Θεού αποτελείται από άτομα, που το καθένα απ’ αυτά ο Θεός το αγαπά στοργικά· πρώτον και κυρίως, το ίδιο το Σπέρμα της επαγγελίας, τον αγαπητό του Υιό. Ιδού πώς το εξέφρασε αυτό ο Παύλος: «Όστις [Θεός] ηλευθέρωσεν ημάς εκ της εξουσίας του σκότους [αυτού του παρόντος κόσμου], και μετέφερεν εις την βασιλείαν του αγαπητού αυτού Υιού· εις τον οποίον έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτιών.» Πόσο αγνώμονες και άστοργοι θα είμεθα αν δεν ανταποκριθούμε σε μια τέτοια θαυμαστή απόδειξι της αγάπης και της παρ’ αξίαν αγαθότητος του Θεού, και σε μια τέτοια ένδοξη και ελκυστική προοπτική που τίθεται μπροστά μας σ’ αυτό το πιο αγαπητό από όλα τα πράγματα, τη βασιλεία του Θεού! Δεν συγκινείται και δεν διεγείρεται η καρδιά σας; Καθώς φέρνομε στο νου μας αυτές τις πολύτιμες αλήθειες, δεν επιθυμείτε ένθερμα να έλθετε ολοένα περισσότερο σε ενότητα με τον Θεό της αγάπης και με τη βασιλεία του υπό τον Χριστόν, την πλήρη έκφρασι της απαράμιλλης αγάπης του; Ως ένα βοήθημα για την ικανοποίησι αυτής της καλής επιθυμίας, ας εξετάσωμε πιο προσεκτικά την έκφρασι που τόσο συχνά χρησιμοποιείται και από τον Ιησούν και από τον Ιωάννη, «εν αυτώ», που σημαίνει «εν ενότητι προς», όπως αποδίδει το μέρος αυτό η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών.
6. (α) Πώς συνδέονται στενά οι λέξεις «ενότης» και «οργάνωσις»; (β) Είμεθα δικαιολογημένοι κάνοντας μια ελεύθερη χρήσι της τελευταίας;
6 Η λέξις «ενότης» συνδέεται στενά με μια άλλη λέξι, τη λέξι «οργάνωσις». Δεν μπορείτε να έχετε τη μία χωρίς την άλλη. Μια οργάνωσις αποτελείται από μέρη, ή μέλη, όλα αλληλοεξαρτώμενα, σε ενότητα το ένα με το άλλο και σε ενότητα με το σύνολον· είναι ένα συγκροτημένο σώμα. Αυτό εγείρει ένα ενδιαφέρον ερώτημα και προμηθεύει επίσης την απάντησι. Μερικοί από τους κριτικούς μας που λαμβάνουν τη στάσι φίλων μας αλλά δεν είναι «εξ ημών», δεν βραδύνουν να υποδείξουν ότι η λέξις «οργάνωσις», που την χρησιμοποιούμε τόσο πολύ, δεν βρίσκεται μέσα στη Γραφή. (1 Ιωάννου 2:19) Δεν συζητούμε το σημείο αυτό, αλλά επιμένομε, ωστόσο, πάρα πολύ έντονα ότι αυτή είναι μια Γραφική διδασκαλία. Πάρτε τρεις από τις εξέχουσες εξεικονίσεις που χρησιμοποιούνται από τον λαόν του Θεού και που έχουν ιδιαίτερη εφαρμογή ακριβώς τώρα, «εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών,» οπότε είναι η «ευδοκία» του Θεού να «συγκεφαλαιώση τα πάντα εν τω Χριστώ, και τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης». Οι εξεικονίσεις αυτές είναι (1) το ανθρώπινο σώμα «συναρμολογούμενον και συνδεόμενον δια πάσης συναφείας», (2) ο ναός που οικοδομείται από «ζώντας λίθους», και (3) η Ιερουσαλήμ, ή Σιών, «πόλις συνηρμοσμένη ομού,» όπου όλοι «συγκατοικούσιν εν ενότητι». Ποιος μπορεί να αρνηθή ότι η οργάνωσις είναι το κοινό θέμα σε όλα αυτά; Μόνο εκείνοι οι οποίοι, για λόγους που γνωρίζουν καλύτερα οι ίδιοι, δεν θέλουν πια να είναι ωργανωμένοι και να είναι σε ενότητα με τους μάρτυρας του Ιεχωβά.—Εφεσίους 1:9, 10· 4:16· 1 Πέτρου 2:5· Ψαλμός 122:3· 133:1, AS.
7. (α) Πώς αποκαλύπτεται το βάθος της ενότητος μεταξύ του Ιησού και του Πατρός του; (β) Ποια προμήθεια μάς φέρνει μέσα στην εικόνα:
7 Έχοντας υπ’ όψιν αυτά τα εδάφια, που όλα μιλούν για μια ωργανωμένη ενότητα, θα βοηθηθούμε ατομικώς ν’ αποκτήσωμε ορθή εκτίμησι του βάθους και του βαθμού της ενότητος με τον Θεό του φωτός και της αγάπης, που είναι δυνατά για τον καθένα από μας. Πρέπει να είμεθα προσεκτικοί για ν’ αντιληφθούμε ότι η εκτίμησις ή εικόνα της ενότητος που σχηματίζομε στη διάνοιά μας δεν καθορίζεται ούτε περιορίζεται από τη δική μας αντίληψι των πραγμάτων. Μπορούμε να συστήσωμε, επομένως, να διαβάσετε τη λαμπρή περιγραφή του Ιωάννου για τη δόξα του «Λόγου», ο οποίος έγινε σαρξ, «(δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός,) πλήρης χάριτος και αληθείας.» Ναι, αυτός «ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν αυτόν». (Ιωάννης 1:14-18) Κατόπιν θυμηθήτε τη θλιβερή εντύπωσι που έκαμε η αίτησις του Φιλίππου στο τέλος της διακονίας του Ιησού: «Κύριε, δείξον εις ημάς τον Πατέρα, και αρκεί εις ημάς.» Δεν μπορείτε ν’ ακούσετε τον περίλυπο τόνο της φωνής του Ιησού καθώς απάντησε: «Τόσον καιρόν είμαι μεθ’ υμών, και δεν με εγνώρισας, Φίλιππε; όστις είδεν εμέ, είδε τον Πατέρα.» (Ιωάννης 14:8, 9) Ο Φίλιππος δεν εκτιμούσε κατάλληλα την ενότητα μεταξύ του Θεού Πατρός και του Ιησού. Ο Ιησούς, λοιπόν, προχώρησε να δώση έμφασι στην ενότητα που υπήρχε μεταξύ του Πατρός και αυτού του ιδίου και στην προμήθεια που έκαμε, μέσω της επαγγελίας του «πνεύματος της αληθείας», με την οποία οι ακόλουθοί του θα μπορούσαν να φερθούν στην ίδια ενότητα, αρκεί ν’ απεδεικνύοντο πιστοί στην απαίτησι: «Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με.»—Ιωάννης 14:17, 21.
8. Με ποια εξεικόνισι και προσευχή βοηθούμεθα περαιτέρω να εκτιμήσωμε το μέρος μας στην ενότητα;
8 Σας υπενθυμίζομε, επίσης, πώς ο Ιησούς ανέλαβε το ίδιο θέμα της ενότητος, όπως αναφέρεται εις Ιωάννην, κεφάλαιο 15, εικονίζοντας τον εαυτό του ως την «αληθινήν άμπελον» κάτω από την καλλιέργεια του Πατρός του, και τους ακολούθους του ως «τα κλήματα». Πόσο ισχυρά δείχνεται ο σκοπός τού να φερθούμε σε τέτοια ενότητα, δηλαδή, το να μπορέσωμε να ‘φέρωμεν καρπόν πολύν’, τον καρπόν της επιδόσεως μαρτυρίας! (Ιωάννης 15:8, 27) Πόσο αληθινό είναι αυτό στη φύσι, όπου χρειάζεται πολύ φως και θερμότης για την αύξησι μιας αμπέλου σε ωριμότητα ώστε ν’ αποδώση το ανώτατον όριον της εσοδείας! Πάλι, όταν ο Ιησούς έστρεψε τα μάτια και τις σκέψεις του στον ουρανό, σημειώστε πόσο θερμά και κατ’ επανάληψιν προσευχήθηκε «δια να ήναι πάντες έν καθώς συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, να ήναι και αυτοί εν ημίν έν».—Ιωάννης 17:21.
9. Πώς ο Ιωάννης επεδίωξε αυτό το θέμα στην πρώτη επιστολή του;
9 Κατά το τελευταίο εκείνο βράδυ που πέρασε με τους αφωσιωμένους ακολούθους του, αφού ο Ιούδας, εκείνος που δεν ήταν σε ενότητα, έφυγε μέσα στη νύχτα, ο Ιησούς εφανέρωσε αυτές τις πολύτιμες και ζωτικές αλήθειες που είχε στη διάνοιά του. Μπορούμε να φαντασθούμε τον Ιωάννη ανακεκλιμένον εκεί, τόσο κοντά σ’ εκείνον που αγαπούσε, να ακούη προσεκτικά και να τα κρατή όλα αυτά μέσα του, έστω και αν δεν θα εκτιμούσε πλήρως τη σημασία των όσων είχε ακούσει, ως τον καιρό που θα ελάμβανε το πνεύμα κατά την Πεντηκοστή. Δεν είναι, επομένως, εκπληκτικό το ότι αυτός, ο τόσο πολύ ενδεδειγμένος, θα έκανε αυτό το ίδιο θέμα της ενότητος το κύριον φορτίον της πρώτης επιστολής του, τονίζοντας ιδιαίτερα την πρακτική πλευρά της ευθύνης μας. Ο Ιωάννης, λοιπόν, γράφει: «Όστις λέγει ότι μένει εν αυτώ [σε ενότητα μαζί του, NW], χρεωστεί, καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτω να περιπατή.»—1 Ιωάννου 2:6.
10. Κάτω από ποια υποχρέωσι μάς θέτει ο τρόπος και η απόδειξις της αγάπης του Θεού;
10 Πάλιν, ιδέτε πώς ο Ιωάννης χρησιμοποιεί το επιχείρημα της αγάπης του Θεού για τον νέον κόσμον—όπως εξεφράσθη στο κατά Ιωάννην 3:16—για να δείξη την υποχρέωσί μας από μια άλλη άποψι: «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού προς ημάς, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, δια να ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς, και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών. Αγαπητοί, επειδή ούτως ηγάπησεν ημάς ο Θεός, και ημείς χρεωστούμεν να αγαπώμεν αλλήλους.»—1 Ιωάννου 4:9-11.
11. Τι σημαίνει το να είμεθα σε ενότητα με τον Θεό και τη βασιλεία του;
11 Δεν μας δίνουν όλα αυτά να κατανοήσωμε ότι, αν πρόκειται να είμεθα σε ενότητα με τον Θεό πρέπει να είμεθα σε ενότητα μ’ εκείνο στο οποίο αυτός έθεσε την καρδιά του, δηλαδή με τη Βασιλεία υπό τον αγαπητό του Υιό; Το να είμεθα ενότητα μ’ αυτήν σημαίνει κάτι περισσότερο από το να πιστεύωμε απλώς το άγγελμα της Βασιλείας και ν’ αποβλέπωμε στις ευλογίες της. Σημαίνει να συνταυτισθούμε μαζί της και να υπαχθούμε σ’ αυτήν με την αφιέρωσί μας στον Πρωτουργόν και Δημιουργό της, και κατόπιν να υπηρετήσωμε με πιστότητα και ζήλο τα συμφέροντά της και να διακηρύξωμε το άγγελμά της, όπως διατασσόμεθα. (Ματθαίος 24:14) Πρέπει ο καθένας μας να έχη μια τέτοια σταθερή, φλογερή αγάπη γι’ αυτή τη Βασιλεία, πάντοτε μιλώντας γι’ αυτήν και ζώντας σύμφωνα με τις δίκαιες απαιτήσεις της και αντανακλώντας το πνεύμα της τόσο πολύ, ώστε να μπορούμε να πούμε σε οποιονδήποτε που βρίσκεται σε επαφή μαζί μας, όπως είπε ο Ιησούς στο Φίλιππο, ‘Τόσον καιρό με γνωρίζεις και όμως δεν έφθασες να ξέρης και να κατανοής ότι η βασιλεία του Θεού είναι η μόνη μας ελπίδα;’
12. (α) Πώς γίνεται τελεία η αγάπη σ’ εμάς, και με ποιο αποτέλεσμα; (β) Επάνω σε ποια βάσι μπορεί ο φόβος να υπερνικηθή πλήρως;
12 Τώρα ας στραφούμε σ’ ένα άλλο μέρος της πρώτης επιστολής του Ιωάννου. Εισηγούμεθα να διαβάσετε πρώτα το 1 Ιωάννου 4:16-19—εκτός αν η περικοπή αυτή είναι νωπή στο νου σας—για να κατανοήσετε πιο εύκολα την ακόλουθη παράφρασι και τα σχόλια επάνω σ’ αυτήν. Το εναρκτήριο σημείο μας είναι: «Ο Θεός είναι αγάπη.» Καθώς μένομε σε ενότητα με τον Θεό και αυτός μαζί μας, μαθαίνομε έτσι με τον καιρό να έχωμε τελεία αγάπη, όπως και ο Θεός, εξασκώντας αδιάρρηκτη προσκόλλησι και ανιδιοτελή αγάπη και αφοσίωσι για τη βασιλεία του, με πλήρη πεποίθησι σ’ αυτήν. Ναι, «εν τούτω είναι τετελειωμένη η αγάπη μεθ’ ημών.» Ως αποτέλεσμα, η αγάπη μας μάς δίδει «παρρησίαν», τώρα που αυτή χρειάζεται πάρα πολύ, «εν τη ημέρα της κρίσεως». Η αιτία είναι ότι, όπως ακριβώς ο Θεός είναι αγάπη, η οποία φανερώνεται με το γεγονός ότι η διάνοιά του και η καρδιά του έχουν πλήρως τεθή επάνω σ’ εκείνον τον νέον κόσμον και αυτός είναι υπέρτατα πεπεισμένος γι’ αυτόν, έτσι, κι εμείς επίσης μαθαίνομε να έχωμε την ίδια αυτή αγάπη και πεποίθησι ενώ βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον παρόντα κόσμον. Ο κόσμος αυτός παρέρχεται και για καμμιά αιτία δεν πρέπει να αγαπούμε είτε αυτόν είτε τα πράγματα από τα οποία αποτελείται. (1 Ιωάννου 2:15-17) Κατανοώντας, λοιπόν, ότι η αγάπη και η πεποίθησις προχωρούν μαζί (δεν μπορείτε ν’ αυξήσετε στο ένα χωρίς το άλλο), εκτιμούμε έτσι ότι το αποτέλεσμα της τελείας αγάπης και πεποιθήσεως στον Θεό και τον νέο του κόσμο, με όλες τις ευλογίες του διαφωτίσεως και προστασίας, είναι ότι αποβάλλεται κάθε ίχνος φόβου όσον αφορά τις πονηρές δυνάμεις και την πίεσι που προκαλείται από αυτόν τον καταδικασμένον και φαύλον κόσμον. Πράγματι, αν υφίστασθε οποιονδήποτε περιορισμό λόγω φόβου και δεσμεύεται η γλώσσα σας, όταν θα έπρεπε να εξασκήτε «παρρησίαν» σχετικά με το άγγελμα της Βασιλείας, τότε μπορείτε να είσθε εντελώς βέβαιος ότι η αγάπη σας δεν έχει ακόμη φερθή σε ωριμότητα. Τελικά, μη λησμονείτε ποτέ ότι οποιαδήποτε πρόοδο και αν κάνετε σχετικά με την αγάπη, αυτή γίνεται μόνο επειδή «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς».
13. Γιατί είναι τόσο ουσιώδης η «παρρησία» προς τον Θεόν;
13 Ιδού και ένα άλλο σπουδαίο σημείο: Αυτή η «παρρησία» είναι ουσιώδης όχι μόνο στη διακήρυξι του αγγέλματος της Βασιλείας σ’ αυτή την ημέρα της κρίσεως, αλλά επίσης όσον αφορά τις δεήσεις μας στον Θεό για τα ζωτικά εκείνα πνευματικά πράγματα που χρειαζόμεθα για ν’ ανταποκριθούμε στις θείες απαιτήσεις και για να κερδίσωμε τη νίκη εναντίον όλης της καταδιώξεως που υποφέρομε και της πιέσεως που εξασκείται επάνω μας. Ο Ιωάννης γράφει: «Και αύτη είναι η παρρησία την οποίαν έχομεν προς αυτόν, ότι, εάν ζητώμεν τι κατά το θέλημα αυτού, ακούει ημάς. Και εάν [μιλώντας με τελεία αγάπη και πεποίθησι] εξεύρωμεν ότι ακούει ημάς, ό,τι αν ζητήσωμεν, εξεύρομεν ότι λαμβάνομεν τα ζητήματα τα οποία εζητήσαμεν παρ’ αυτού.» Τι περισσότερο μπορούσατε να θέλετε;—1 Ιωάννου 5:14, 15.
14. Επάνω σε ποιο επίμαχο ζήτημα και με ποιον τρόπο μπορεί η πίστις να νικήση τον κόσμον;
14 Μ’ αυτές τις σκέψεις στο νου, μπορούμε να εκτιμήσωμε πιο εύκολα την πλήρη σημασία της μεγαλειώδους αυτής ρήσεως: «Αύτη είναι η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών.» (1 Ιωάννου 5:4) Το επίμαχο ζήτημα είναι μεταξύ των δυνάμεων και του προσωπικού του φωτός και εκείνων του σκότους. Σκοπός των τελευταίων είναι, προξενώντας μας παθήματα και καταδίωξι και δοκιμασία, να συντρίψουν την ακεραιότητά μας. Γιατί υπέφερε ο Ιησούς; Διότι ενέμεινε στο ν’ αφήνη το φως του να λάμπη ανάμεσα στο σκότος και, όπως επιστοποίησε ο Ιωάννης, «η σκοτία δεν κατέλαβεν αυτό.» Αυτός ενίκησε τον κόσμον επειδή, από αγάπη προς τον Πατέρα του και για να δώση τιμή στο όνομά του, αρνήθηκε να υποκύψη στους πειρασμούς και την πίεσι του σκότους. Στο τέλος της πορείας του είπε για την ενθάρρυνσί μας: «Εν τω κόσμω θέλετε έχει θλίψιν· αλλά θαρσείτε· εγώ ενίκησα τον κόσμον.» Θ’ αφήσωμε, λοιπόν, ‘θλίψις, ή στενοχωρία, ή διωγμός να χωρίση ημάς από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού’; «Αλλ’ εις πάντα ταύτα υπερνικώμεν δια του αγαπήσαντος ημάς.»—Ιωάννης 1:5· 16:33· Ρωμαίους 8:35-39.
15. Σε ποιο βαθμό απολαμβάνομε ένα πλεονέκτημα πάνω από αυτόν τον κόσμο, και παρατηρώντας ποιες συνθήκες;
15 Στο προηγούμενο άρθρο (παράγρ. 15) μιλήσαμε για το ακαταμέτρητο πλεονέκτημα που απολαμβάνει ο Ιεχωβά, «η Νίκη του Ισραήλ.» Αλλά δεν απολαμβάνομε κι εμείς επίσης ένα πολύ καταμετρητό πλεονέκτημα επάνω απ’ αυτόν τον κόσμο με το να είμεθα σε πλήρη ενότητα με τον Θεόν του φωτός και της αγάπης; Δεν είμεθα διαφωτισμένοι ως προς την ακριβή σημασία της καταστάσεως του παρόντος κόσμου και την έκβασί της; Δεν είμεθα προειδοποιημένοι και δεν τηρούμεθα άγρυπνοι σχετικά με τις κινήσεις και τον αχρείον σκοπόν του εχθρού, ώστε να μην καταληφθούμε απροσδόκητα; Δεν μπορούμε να είμεθα απολύτως άφοβοι; Μπορούμε αν εξασκήσωμε τελεία πίστι στην πηγή του φωτός και της αγάπης: «Ο Θεός είναι καταφυγή ημών και δύναμις . . . Δια τούτο δεν θέλομεν φοβηθή, και αν σαλευθή η γη.» Αρκεί, επίσης, πάντοτε να ‘περιπατώμεν εν τω φωτί’, διαρκώς ευγνώμονες επειδή «το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας». Πρέπει να ενεργούμε όπως εξεφράσθη ιδιαίτερα για την εποχή μας: «Και αυτοί ενίκησαν αυτόν δια το αίμα του Αρνίου, και δια τον λόγον της μαρτυρίας αυτών και δεν ηγάπησαν την ψυχήν αυτών μέχρι θανάτου.»—Ψαλμός 46:1, 2· 1 Ιωάννου 1:7· Αποκάλυψις 12:11.
16, 17. Πώς εξαίρουν οι Γραφές την ενότητα που είναι δυνατή στις ημέρες μας για όλους όσοι εισέρχονται στη Σιών;
16 Στηριζόμενοι, λοιπόν, στο κύρος του λόγου του Θεού, μπορούμε να τερματίσωμε τη μελέτη μας περί ενότητος μ’ ένα τόνο θριάμβου, δηλαδή,
ΣΕ ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΗΣ ΣΙΩΝ
17 «Σηκώθητι, φωτίζου· διότι το φως σου ήλθε, και η δόξα του Ιεχωβά ανέτειλεν επί σε. Και τα έθνη θέλουσιν ελθεί εις το φως σου, και οι βασιλείς εις την λάμψιν της ανατολής σου.» (Ησαΐας 60:1, 3, AS) Α! η Σιών, η ένδοξη πόλις του φωτός, η μόνη πόλις του είδους της, οικοδομημένη επάνω στο πρότυπον της αγάπης! Τι ανείπωτο προνόμιο να είμεθα σε ενότητα με τις «υπερέχουσες εξουσίες» της Σιών, οι οποίες οι ίδιες είναι η πηγή του φωτός της! Τι χαρά να είμεθα σε ενότητα με τον Βασιλέα της Χριστόν Ιησούν, ο οποίος έχει τον τίτλο του νικητού, «Βασιλεύς βασιλέων και Κύριος κυρίων»! (Ρωμαίους 13:1· Αποκάλυψις 21:23· 19:16) Και πόσο κατάλληλο είναι ότι ο ίδιος μας συγγραφεύς, ο Ιωάννης, ήταν εκείνος που έλαβε πείραν της εκστάσεως του να δη και να καταγράψη αυτή την όρασι της Σιών στην πλήρη λαμπρότητά της, της πρωτευούσης του αγαπητού νέου κόσμου του Ιεχωβά! Ο Ιεχωβά λέγει για τη Σιών: «Αύτη είναι η ανάπαυσίς μου εις τον αιώνα του αιώνος· ενταύθα θέλω κατοικεί, διότι ηγάπησα αυτήν.» Και σκεφθήτε! Έχομε φιλάγαθα προσκληθή να κατοικήσωμε εκεί σ’ αυτή τη βασιλική θεοκρατική οργάνωσι σε ενότητα μαζί του, κάτω από την αγάπη του και την προστασία του, με την ευφραντική προοπτική τού ν’ απολαύσουν όμοιες ευλογίες οι ευπειθείς άνθρωποι όταν ο Θεός θα ‘σκηνώση μετ’ αυτών, και αυτοί θα είναι λαοί αυτού’. Αυτή θα είναι η πραγματική «Πατρότης του Θεού και αδελφότης των ανθρώπων».—Ψαλμός 132:14· Αποκάλυψις 21:3.
18. Με ποιο σημείωμα προειδοποιήσεως ετελείωσε ο Ιωάννης την πρώτη επιστολή του, και έχει αυτό ένα ιδιαίτερο μάθημα για τον καιρό μας;
18 Δεν είπαμε ότι η μελέτη μας πάνω σ’ αυτό το θέμα θα έφερνε τις πιο πλούσιες ευλογίες συνδεδεμένες με διερευνητικές ευθύνες; Ιδού ακριβώς μια τελική προειδοποίησις που έχει σχέσι με τις ευθύνες, αφού ο Ιωάννης παρόμοια τελειώνει την επιστολή του. Τα λόγια του φαίνονται σαν να μη συνδέωνται με τα προηγούμενα, σαν κάτι που δεν αναφέρθηκε προηγουμένως απ’ αυτόν: «Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων.» Όταν ένα άτομο προτάσση τις δικές του ιδέες και κατευθύνσεις από εκείνες που προμηθεύει Κύριος ο Θεός για το λαό του μέσω της οργανώσεώς του, αυτό είναι μια πολύ λεπτή μορφή ειδωλολατρίας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει κατά καιρούς με μερικούς έως αυτή την τελευταία ημέρα. Ω ναι, αυτοί αναγνωρίζουν ακόμη τον ένα Λόγον, τη Γραφή, αλλά δεν αναγνωρίζουν τη μία τράπεζα, την «τράπεζαν του Ιεχωβά.» Προσκαλούν οποιουσδήποτε που μπορούν να τους κάμουν να τους προσέξουν, να πάψουν να τρέφονται στη μία τράπεζα και να στραφούν στις δικές των ατομικές παράπλευρες τράπεζες, όπου προμηθεύουν φαγητά δικής των παρασκευής. Γι’ αυτούς, το να τρέφωνται στη μία τράπεζα σημαίνει δουλεία και απώλεια της ατομικής ελευθερίας. Αλλά εμείς χαίρομε να είμεθα «δούλοι» του Ιεχωβά, διανοητικώς και εντελώς. Το κεφάλι μας δεν είχε αφεθή έξω από το νερό κατά το εν ύδατι βάπτισμα, δεν είναι έτσι; (Αποκάλυψις 22:3) Αυτοί οι ανεξάρτητοι, ως «διάκονοι δικαιοσύνης», ζητούν να σας δελεάσουν με την υπόσχεσι ότι τα μάτια σας θα ανοιχθούν σε πραγματικό φως και ελευθερία. Αλλ’ αυτό θα γινόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ανοίχθηκαν τα μάτια της Εύας, και με το ίδιο αποτέλεσμα. «Τεκνία [ναι, αυτή η προειδοποίησις χρειάζεται ιδιαίτερα για κείνους που είναι νέοι στην αλήθεια και που δεν είναι ακόμη ώριμοι], φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων.» (1 Ιωάννου 5:21· 2 Κορινθίους 11:15· Γένεσις 3:5-7· Ησαΐας 1:3) Σημειώστε επίσης την αντίθεσι μεταξύ ειδωλολατρίας και τραπέζης του Ιεχωβά εις 1 Κορινθίους 10:18-22.
19. Γιατί υπάρχει ειδική ανάγκη να εξακολουθήσωμε να «πράττωμεν την αλήθειαν»;
19 Ας εξακολουθήσωμε να «πράττωμεν την αλήθειαν», διότι «πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά». Αγάπη που δεν εκδηλώνεται θα «ψυχρανθή». Φως που κρύβεται «υπό τον μόδιον» του εγωισμού και του φόβου, θα συνθλιβή, και ‘πόσον θα είναι το σκότος!’ Το να εξακολουθήσωμε να εκδηλώνωμε στη ζωή μας την αλήθεια είναι το άριστο αντίδοτο για οποιαδήποτε τάσι να παραδοθούμε στο κοσμικό πνεύμα της απαθείας και αδιαφορίας, με μια κατά συνέπειαν κατακράτησι της ευλογίας του Ιεχωβά και έλλειψι ωριμότητος. Το να παραμένωμε σε ενότητα τώρα με τον Θεόν τον φωτός και της αγάπης είναι ουσιώδες για τη ζωή μας στην κοινωνία του νέου κόσμου, είτε ζούμε τώρα ως μέλη μιας τοπικής ομάδος μαρτύρων του Ιεχωβά, είτε ενός ιεραποστολικού οίκου, είτε ενός οίκου Μπέθελ.—Ιάκωβος 2:26· Ματθαίος 24:12· 5:15· 6:23.
20. (α) Είμεθα από κάποια άποψι σε μια πιο ευνοημένη θέσι αν συγκριθούμε με τον Ιωάννη;(β) Ποια λόγια ενθαρρύνσεως και καθοδηγίας δίδονται σ’ εκείνους που βρίσκονται στη Σιών;
20 Ο Ιωάννης είχε το μεγάλο προνόμιο να ζη στις ημέρες της πρώτης ελεύσεως και ν’ απολαμβάνη το να είναι προσωπικώς παρών μαζί με τον αγαπητό του Διδάσκαλο. Έχομε εμείς άρα γε μικρότερο προνόμιο; Δεν είμεθα, μάλλον, πολύ περισσότερο ευνοημένοι με το να ζούμε στις ημέρες της εγκαθιδρύσεως της βασιλείας του Θεού, υπηρετώντας τον υπό την διεύθυνσι της οργανώσεώς του, της Σιών, σε ενότητα με τον άξιον Βασιλέα της Χριστόν Ιησούν; Κι εμείς, επίσης, μπορούμε να ζούμε σήμερα σε ενότητα με το φως και με την αγάπη, όχι λιγώτερο από ό,τι μπορούσε ο Ιωάννης. Δεν είναι ανάγκη να διστάζετε να επιθυμήσετε και να μπήτε σε μια στενή φιλία τώρα, όσον αφορά τον εαυτό σας προσωπικώς. Για την ενθάρρυνσί σας και την καθοδηγία σας και για να είναι πλήρης η χαρά σας, δώστε προσοχή στις ακόλουθες φιλάγαθες εκφράσεις: «Όστις αγαπά την καθαρότητα της καρδίας, δια την χάριν των χειλέων αυτού ο βασιλεύς θέλει είσθαι φίλος αυτού.» «Εύνοια του βασιλέως είναι προς φρόνιμον δούλον.» Τελικά, σύμφωνα με την ελπίδα μας για νίκη, προσέξτε τον άφοβον αυτόν Ψαλμόν 149 που τιτλοφορείται «Αινείτε τον Νικητήν Θεόν»: «Οι υιοί της Σιών ας θριαμβεύσωσι με τον βασιλέα αυτών. . . . Διότι ο Κύριος [Ιεχωβά] ευδοκεί εις τον λαόν αυτού· κοσμεί τους ταπεινούς με νίκην.» (Παροιμίαι 22:11· 14:35· Ψαλμός 149:2-4, ΑΤ) Κρατήστε, λοιπόν, αδιάρρηκτη την ενότητά σας με τον Ιεχωβά Θεόν, ο οποίος είναι φως και αγάπη!