Ήμουν ένας Ευαγγελικός Πάστωρ
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ σκηνή στην Κολομβία παρέστη μάρτυς πολλών σημαντικών αλλαγών στη διάρκεια των προσφάτων ετών. Η μεγάλη πλειονότης των συμπατριωτών μου ομολογούν ακόμη ότι ανήκουν στη Ρωμαιοκαθολική πίστι. Αλλά λίγοι θα μπορούσαν να ονομασθούν ζηλωταί Καθολικοί. Στις τελευταίες λίγες δεκαετηρίδες, ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ατόμων ασπάσθηκαν άλλες θρησκείες, περιλαμβανομένων και των θεμελιωδών Προτεσταντικών ομάδων που τονίζουν την προσωπική σωτηρία στα κηρύγματα των.
Τα πρώτα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής μου, ήμουν ένας αφοσιωμένος Ρωμαιοκαθολικός. Πήγαινα κάθε μέρα στη Λειτουργία, εξομολογούμην και κοινωνούσα δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα, και μετείχα στις σταυροφορίες της εκκλησίας, όπως είναι η Ιερή Καρδιά της Σταυροφορίας του Ιησού. Στη γενέτειρα μου, την Αρμένια του Κιντίο, η οικογένειά μας είχε στενές σχέσεις με τους ιερείς.
Το έτος 1945 περίπου, ένα ηλικιωμένο ζεύγος Ευαγγελικών χτύπησε την πόρτα μας, ζητώντας ένα μέρος να κοιμηθούν τη νύκτα. Είχαν μαζί τους ένα αντίτυπο της Αγίας Γραφής, το πρώτο που είδαμε ποτέ. Η μητέρα ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ, που κράτησε τους επισκέπτες μέχρι τα ξημερώματα συζητώντας για την Αγία Γραφή. Σύντομα αντελήφθη ότι, αυτά που της εδίδαξε η εκκλησία της δεν ευρίσκοντο σε πλήρη αρμονία με τον Λόγο του Θεού. Η μητέρα έγινε Ευαγγελική. Μετά από λίγο ο πατέρας και οι υπόλοιποι από μας στο σπίτι, αρχίσαμε να εξετάζουμε την Αγία Γραφή μαζί της.
Δεν γνωρίζαμε καθόλου τότε τι επρόκειτο ν’ αντιμετωπίση κάποιος που, ενώ ζούσε σε μια Ρωμαιοκαθολική κοινότητα, εγκατέλειπε την Εκκλησία. Οι πρώην φίλοι έγιναν άσπονδοι εχθροί. Όταν ο μικρός αδελφός μου πέθανε, ο ιερεύς αρνήθηκε να μας δώση άδεια να τον θάψωμε στο κοιμητήριο της Εκκλησίας. Επειδή δεν υπήρχε κανένα άλλο κοιμητήριο, δεν είχαμε άλλη εκλογή παρά να τον θάψωμε στην πίσω αυλή μας.
Ένα έτος αργότερα, όταν πέθανε η Μητέρα, δοκιμάσαμε μια παρόμοια εμπειρία. «Επειδή μελετούσε την Αγία Γραφή,» είπε ο ιερεύς από τον άμβωνα, «αυτή η γυναίκα δεν αξίζει να ταφή σε άγιο έδαφος. Οποιοδήποτε άλλο τεμάχιο γης θα εξυπηρετήση αυτόν τον σκοπό.» Αυτό το είδος συμπεριφοράς δεν έκαμε αγαπητή την Εκκλησία της νεότητας μου σ’ εμένα. Αφού του αρνήθηκαν την άδεια να τη θάψη στο κοιμητήριο, ο Πατέρας, με απόγνωσι, μίλησε στο νεκροθάφτη ο οποίος συμφώνησε ν’ ανοίξη το κοιμητήριο στις τρεις η ώρα το πρωί. Έτσι, τα χαράματα, χωρίς να το γνωρίζη ο ιερεύς, η Μητέρα ετάφη.
Την τελευταία φορά που μπήκα σε Καθολική εκκλησία ήταν το έτος 1948. Είχα πάει να επισκεφθώ μερικούς συγγενείς στη Σάντα Ρόζα δε Καμπάλ και παρακολούθησα μια Λειτουργία στην οποία ο ιερεύς μίλησε εναντίον μιας ωρισμένης εφημερίδος η οποία είχε τυπώσει κάτι προσβλητικό για την Εκκλησία. Στην καταγγελία του, ο ιερεύς είπε ότι οποιοσδήποτε αγόραζε την εφημερίδα θα εκαίετο στο πυρ της κολάσεως, όπως ακριβώς κι ένας Φιλελεύθερος. Αυτό το σχόλιο σχετικά με τους Φιλελευθέρους δεν μου άρεσε και τόσο, διότι εγώ τότε ήμουν Καθολικός Φιλελεύθερος.
Το ίδιο έτος ξέσπασε πολιτική βία σ’ όλη την Κολομβία, την οποία υπεδαύλισε η δολοφονία ενός δημοφιλούς ηγέτου του κόμματος των Φιλελευθέρων στη Μπογκοτά, του Χόρχε Ελιέζερ Γκαϊτάν. Επί έτη το έθνος εφλέγετο από τον εμφύλιο πόλεμο. Όλη αυτή η αιματοχυσία, που υποκινείτο από τον κλήρο, μεταξύ των Καθολικών Συντηρητικών και των Καθολικών Φιλελευθέρων με άφησε κάπως συγχυσμένο και απογοητευμένο από την εκκλησία.
Ο θείος μου υπηρετούσε ως αστυνομικός, όταν η βία είχε φθάσει στο αποκορύφωμα της. Αηδιασμένος με την αιματοχυσία που ελάμβανε χώρα μεταξύ καθ’ ομολογίαν Καθολικών, ερώτησε έναν ιερέα από την πόλι της Αρμενίας αν το έβλεπε αυτό σαν κάτι αμαρτωλό. Ο ιερεύς απήντησε διαβεβαιώνοντας τον ότι, αν ο θείος μου φοβόταν να χρησιμοποιήση τα όπλα του, αυτός θα τα ευλογούσε έτσι ώστε δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος. Ο ιερεύς του υπενθύμισε αυτό που έκανε ο Πέτρος στην προσπάθεια του να υπερασπίση τον Χριστό, πώς έβγαλε τη μάχαιρα του και έκοψε το αυτί ενός δούλου του αρχιερέως, του Μάλχου. (Ιωάν. 18:10, 11) Με τον ίδιο τρόπο, προσέθεσε ο ιερεύς, η Εκκλησία πρέπει να υπερασπίση τη Ρωμαιοκαθολική πίστι, ακόμη κι αν αυτό εσήμαινε καταστροφή των εχθρών από την κοιλιά της μητέρας τους. Αυτό με αποξένωσε ακόμη περισσότερο από την Εκκλησία.
Έτσι συνέχιζα να ερευνώ την Αγία Γραφή με τους Ευαγγελικούς και το 1949 βαπτίσθηκα ως Ευαγγελικός. Το επόμενο έτος χρίσθηκα στην Περέιρα ως πάστωρ και διωρίσθηκα στη γενέτειρα μου πόλι, Αρμένια.
Η Ζωή Μου ως Ευαγγελικός
Η ομάδα των Ευαγγελικών με την οποία ήλθα πρώτη φορά σε επαφή, είχε ιδρυθή από έναν Αμερικανό. Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το 1930 περίπου, αυτός πούλησε, όχι μόνο το εκκλησιαστικό κτίριο, αλλά και τη θρησκευτική κίνησι επίσης. Δύο μέλη το θεώρησαν αυτό ανήθικο, το ότι δηλαδή η εκκλησία μπορούσε να πουληθή σαν να αποτελείτο από άλογα ζώα. Έτσι σχημάτισαν μια ανεξάρτητη κίνησι την οποία ωνόμασαν «Θεμελιώδη Αποστολική Εκκλησία της Κολομβίας.» Ένας από τους κανόνες επάνω στους οποίους ιδρύθηκε, ήταν ότι οι λειτουργοί της δεν έπρεπε να λαμβάνουν μισθό. Είχαν υπ’ όψι τους αυτό που είπε ο Ιησούς ότι ‘ο μισθωτός δεν ενδιαφέρεται περί των προβάτων.’—Ιωάν. 10:11-15.
Τριάντα χρόνια περίπου αργότερα, ο θεμελιωτής της αρχικής κινήσεως επέστρεψε στην Κολομβία. Εντυπωσιάσθηκε τόσο με την πρόοδο της ομάδος που είχε αποσπασθή ώστε ζήτησε να γίνη μέλος της. Φαινομενικά, συμφώνησε με τους κανονισμούς. Αλλά, σ’ ένα έτος περίπου, μερικοί από μας αντιληφθήκαμε ότι πολλοί από τους άλλους ιερείς, δεν απασχολούντο πλέον αφιλοκερδώς. Ανακαλύψαμε ότι ο Αμερικανός τους πλήρωνε μυστικά. Όταν κατηγορήθηκε για την παραβίασι αυτών των αρχών, είπε ότι μπορούσαμε να θέσωμε το ζήτημα σε ψηφοφορία. Η πλειονότης των ιερέων ήσαν πολύ ευχαριστημένοι να παραμείνουν με τον Αμερικανό.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μου εκήρυτταν για μισθό, με απεθάρρυνε. Εγνώριζα ότι ο θείος Λόγος δεν πρέπει να κηρύσσεται για χρήματα. (Ματθ. 10:8) Εκτός αυτού, επειδή ήμουν ειδικός σε θέματα δακτυλικών αποτυπωμάτων και λογιστής, είχα απορρίψει προσφορές για πολύ καλές εργασίες για να μπορέσω να γίνω ιερεύς. Ήταν επίσης απογοητευτικό να παρατηρή κανείς την αντιζηλία και τον ανταγωνισμό που υπήρχε μεταξύ των ιερέων και ανησυχητικό να βλέπη κανείς τις διαφορές που χώριζαν τους Ευαγγελικούς σε πολλά δόγματα.
Κατόπιν, για οικονομικούς λόγους, μετεκόμισα στη Μπογκοτά το 1954, και ανέλαβα πάλι υπηρεσία ως ιερεύς μόνον αφού έφυγα από την πόλι αυτή, το 1960. Εν τούτοις, στη διάρκεια αυτού του χρόνου συνέχισα να μελετώ την Αγία Γραφή και να παραβάλλω τις διδασκαλίες της με τις διδασκαλίες διαφόρων δογμάτων. Όταν απογοητευόμουν μ’ ένα δόγμα, προχωρούσα σ’ ένα άλλο.
Στην αρχή παρακολούθησα τον τρόπο λατρείας μιας ομάδος Πεντηκοστιανών. Προς έκπληξί μου, το άτομο που ιερουργούσε ήταν γυναίκα. Εγνώριζα ότι, Γραφικώς, η γυναίκα δεν πρέπει ν’ ασκή εξουσία στον άνδρα. (1 Τιμ. 2:11, 12) Όταν ερώτησα σχετικά με το σημείο αυτό, με πληροφόρησαν ότι ο προηγούμενος ιερεύς είχε εγκαταλείψει την εκκλησία, διότι η εκκλησία δεν μπόρεσε να ικανοποιήση τις απαιτήσεις του, όσον αφορά το μισθό που ήθελε να λαμβάνη. Μου προσέφεραν την ευκαιρία να υπηρετήσω ως ιερεύς. Έτσι, ένα βράδυ συναντήθηκα, με τους υπευθύνους για να συγκρίνω τις διδασκαλίες τους με τις πεποιθήσεις μου.
Μεταξύ άλλων ισχυρίζοντο ότι είχαν λάβει το χάρισμα της θεραπείας, έτσι ώστε δεν είχαν ανάγκη από γιατρούς, ούτε από φάρμακα. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να προσεύχωνται, μου είπαν, και θα εθεραπεύοντο από οποιαδήποτε ασθένεια. Αργότερα, συζητώντας για το Δείπνο του Κυρίου, τους ερώτησα γιατί το εώρταζαν χρησιμοποιώντας ατομικά ποτήρια. Παραδέχθηκαν ότι όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, τα άτομα που μετείχαν χρησιμοποίησαν πράγματι ένα κοινό ποτήρι. Εν τούτοις, εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχε ο ίδιος κίνδυνος να προσβληθή κανείς από μια μολυσματική ασθένεια, όπως υπάρχει τώρα. Τους ρώτησα τότε που είναι η πίστις τους για την αποκαλούμενη δύναμι θεραπείας, αν ανησυχούν τόσο πολύ να μη μολυνθούν χρησιμοποιώντας το κοινό ποτήρι, μιμούμενοι τον Κύριο. Αυτό έθεσε τέρμα στη συνάντησί μας, στις τρεις η ώρα το πρωί.
Δύο μέρες αργότερα επισκέφθηκα την εκκλησία, αλλά η γυναίκα που προΐστατο δεν ήταν εκεί. Εκείνο το πρωινό είχε αρρωστήσει και την είχαν πάει στο νοσοκομείο. Για μένα, αυτό επιβεβαίωσε το γεγονός ότι δεν είχαν το χάρισμα της θεραπείας.
Κατόπιν ήλθα σε επαφή με μια άλλη θρησκευτική οργάνωσι που είχε τάσεις Πεντηκοστιανών. Σε μια εκστρατεία αναζωογονήσεως αυτής της οργανώσεως, που ελάμβανε χώρα στο Χώρο Εκθέσεων στην Μπογκοτά, είχε προγραμματισθή για την τελευταία ημέρα μια επίδειξις του χαρίσματος της θεραπείας. Κατόπιν πιέσεως από ένα φίλο και λόγω της δικής μου περιεργείας, πήγα.
Ένας ηλικιωμένος τυφλός άνδρας ωδηγήθηκε στην εξέδρα και γονάτισε. Άνδρες και γυναίκες άρχισαν να προσεύχωνται από πάνω του, ζητώντας να φύγη το πνεύμα της τυφλότητος και ν’ αποκατασταθή η όρασίς του. Μετά από λίγο, ρώτησαν τον τυφλό αν έβλεπε. Αυτός κίνησε το κεφάλι του από τη μια πλευρά στην άλλη και είπε ότι δεν έβλεπε.
Είχαν ζητήσει από το ακροατήριο να σηκωθή και να ενωθή μαζί τους στην προσευχή. Επειδή ήμουν κάπως δύσπιστος, παρέμεινα στη θέσι μου. Παρατηρώντας αυτό, έλεγαν τώρα ότι εγώ ήμουν ο πταίστης. Λόγω ελλείψεως πίστεως εκ μέρους μου, δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν αυτό το θαύμα. Αφού με παρώτρυναν να συμμετάσχω, άρχισαν πάλι να προσεύχωνται πάνω από τον τυφλό. Εν τούτοις, εγώ αρνήθηκα να συμμετάσχω. Όταν ρώτησαν τον τυφλό αν μπορούσε να δη, η απάντησις παρέμενε αρνητική. Για μια φορά ακόμη, απέδωσαν την αποτυχία τους σ’ αυτόν τον «άπιστο,» ο οποίος βρέθηκε ανάμεσα τους.
Όταν με πλησίασαν αργότερα οι υπεύθυνοι λειτουργοί, τους υπέδειξα ότι η πίστις εκ μέρους των απίστων δεν ήταν απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχία του Ιησού στην εκτέλεσι θαυμάτων. (Ματθ. 8:16· Ιωάν. 9:1-7, 35-39) Αντιθέτως, συχνά είχε εκτελέσει θαύματα για να πείση τους απίστους ότι είχε πράγματι σταλή από τον Θεό. (Ιωάν. 10:37, 38, 42· 11:42-45) Έτσι, αν πράγματι θεράπευαν με τη δύναμι του Θεού, ας μπορούσαν να κατανικήσουν τη δυσπιστία μου εκτελώντας ένα θαύμα!
Η Επαφή Μου με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά
Τώρα πρέπει να σας μιλήσω για έναν άλλο τομέα της ζωής μου. Περιλαμβάνει τις σχέσεις μου με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη διάρκεια των ετών.
Αυτή η σχέσις άρχισε το 1952. Σε μια επίσκεψι στο σπίτι της μνηστής μου, παρετήρησα ένα βιβλίο που είχε αγοράσει ο πατέρας της. Είχε τον τίτλο «Αύτη Εστίν η Αιώνιος Ζωή.» Επειδή εγνώριζε ότι εγώ ενδιαφερόμουν για οτιδήποτε είχε σχέσι με την Αγία Γραφή, μου το έδωσε. Ένας φίλος μου πάστωρ με πληροφόρησε ότι αυτό ήταν «Ρωσσελισμός,» ένα όνομα που χρησιμοποιούσε σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μολονότι είχε μερικά καλά μέρη, ήταν επικίνδυνο, όπως μου είπε, διότι περιείχε λάθη. Ήμουν περίεργος να μάθω τι λάθη περιείχε. Όσο περισσότερο εξήταζα, τόσο περισσότερα μάθαινα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Τον καιρό που χειροτονήθηκα ως πάστωρ, ένας φίλος ονόματι Φάμπιο Ρόντας, έγινε επίσης ιερεύς. Σύντομα μετά απ’ αυτό όμως, ο Φάμπιο έγινε Μάρτυς του Ιεχωβά. Όταν τον συνήντησα αργότερα, μου διευκρίνισε μερικές αμφιβολίες που είχα σχετικά με το βιβλίο που είχα λάβει. Από τότε, όποτε συναντούμεθα, μου έδινε περισσότερες εκδόσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Λόγω της ευγενικής επιμονής του Φάμπιο, με τον καιρό συμφώνησα να μελετήσω την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά πεισματικά αρνήθηκα ν’ αποκηρύξω την πίστι μου στην Τριάδα, αυτό το «μυστήριο» που ισχυρίζεται ότι ο Θεός δεν είναι ένας, αλλά τρεις σε ένα. Η πεποίθησίς μου εβασίζετο σχεδόν αποκλειστικά σ’ ένα εδάφιο, στο 1 Ιωάννου 5:7. Οι Μάρτυρες σχεδόν πάντοτε μου τόνιζαν ότι εκείνο το τμήμα αυτού του εδαφίου είναι νόθο, μη θεόπνευστο, που προσετέθη αργότερα στις Άγιες Γραφές, Για μένα, όμως, αυτό φαινόταν ένα ανίσχυρο επιχείρημα που χρησιμοποιούσαν αυτοί με απατηλό τρόπο.
Αλλά μετά, το 1956, στη Μπογκοτά, συνάντησα τυχαίως τον Φάμπιο. Δέχθηκα την πρόσκλησί του να πάω στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εκεί με συνέστησαν στην οικογένεια Ριβέρα και έγιναν διευθετήσεις να μελετήσωμε την Αγία Γραφή μαζί. Τους μίλησα για την επιμονή μου σχετικά με την Τριάδα. Με ηρεμία, ένας απ’ αυτούς πήρε μια Ισπανική Καθολική Βίβλο Νάκαρ Κολούνγκα, την άνοιξε στο εδάφιο 1 Ιωάννου 5:7, και μου είπε να διαβάσω την αντίστοιχη υποσημείωσι. Διάβασα τα εξής: «Αυτό το εδάφιο, που στη μετάφρασι Βουλγάτα λέγει: ‘Τρείς είναι οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις είναι έν,’ δεν υπάρχει στα αρχαία χειρόγραφα, ούτε στα Ελληνικά, ούτε στα Λατινικά, κ.λ.π., και είναι άγνωστο στους Πατέρες. Φαίνεται ότι έχει Ισπανική προέλευσι και ότι προσετέθη σιγά σιγά, μέσω εξηγήσεως [ερμηνείας] του προηγουμένου εδαφίου. Μόνο τον δέκατο τρίτο αιώνα απέκτησε τη μορφή που έχει τώρα στη Βουλγάτα.»
Όταν το διάβασα αυτό, μπόρεσα να διακρίνω ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν δίκιο, όταν έλεγαν ότι αυτό το τμήμα του εδαφίου δεν έχει ορθή θέσι στην Αγία Γραφή. Και έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι οι Ευαγγελικοί μετείχαν στην ίδια απάτη με τους Ρωμαιοκαθολικούς, χρησιμοποιώντας το εδάφιο αυτό για να υποστηρίξουν την ιδέα της Τριάδος.
Από τότε, είχα περισσότερη εμπιστοσύνη στους Μάρτυρες. Όταν πάλι ανέλαβα υπηρεσία ως ιερεύς, οι διδασκαλίες τους επηρέαζαν τα περιεχόμενα των ομιλιών μου. Ως πηγή υλικού για τις ομιλίες μου, έβαλα μάλιστα μέσα στην Αγία Γραφή μου τις «Γραφικές Περικοπές των Βασικών Διδασκαλιών Χωρίς Σχόλια» που δημοσιεύονται από τους Μάρτυρες στις πίσω σελίδες του βιβλίου των «Εξηρτισμένοι εις Παν Έργον Αγαθόν.»
Εν τούτοις, αρνήθηκα να διακόψω τους δεσμούς μου με τους Ευαγγελικούς. Γιατί; Πάνω απ’ όλα, δεν ήθελα να δυσαρεστήσω την οικογένεια μου, που αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Ευαγγελικούς, από τους οποίους πολλοί ήσαν ιερείς, όπως ο πατέρας μου. Φιλοξενούσα επίσης ωρισμένες αβάσιμες προκαταλήψεις εναντίον των Μαρτύρων. Ίσως όμως, έψαχνα να βρω μια διέξοδο για ν’ αποφύγω την ευθύνη που γινόταν πιο εμφανής, όσο περισσότερο μελετούσα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Η Αποχώρησις μου από την Πίστι των Ευαγγελικών
Όταν διεπίστωσα τη σπουδαιότητα το ονόματος του αληθινού Θεού, του Ιεχωβά, το χρησιμοποιούσα συνεχώς στα κηρύγματα μου. Ως αποτέλεσμα, οι ανώτεροι μου διερωτώντο μέχρι ποίου βαθμού είχα επηρεασθή από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Με κάλεσαν ενώπιον Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου. Για ν’ αναζωπυρωθή η εμπιστοσύνη τους σε μένα, μου ζήτησαν να δώσω μια ομιλία στην οποία θα εξέθετα τα σφάλματα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επειδή αυτό θ’ απαιτούσε να φανώ ασυνεπής προς τις δικές μου πεποιθήσεις, απήντησα: «Αποκλείεται να δώσω μια τέτοια ομιλία. Αν αυτά που διδάσκω από την Αγία Γραφή συμφωνούν με τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά, τότε πρέπει να γίνω κι εγώ ένας απ’ αυτούς. ‘Εκλέξατε σήμερον ποίον θέλετε να λατρεύητε· εγώ όμως και ο οίκος μου θέλομεν λατρεύει τον Ιεχωβά.’»—Ιησ. Ναυή 24:15, ΜΝΚ.
Για να διακόψω όλους τους δεσμούς μου με την οργάνωσι των Ευαγγελικών, μετεκόμισα με την οικογένειά μου από την Περέιρα στο Κάλι. Αυτό συνέβη στο τέλος του 1967. Νωρίς το απόγευμα μιας Κυριακής, κατευθύνθηκα στο κέντρο της πόλεως και σκεπτόμουν πώς θα μπορούσα να εντοπίσω τους Μάρτυρες. Κατόπιν, στο λεωφορείο, παρετήρησα ένα αντίτυπο του περιοδικού Η Σκοπιά να εξέχη από την πίσω τσέπη ενός ανδρός. Απεφάσισα να τον ακολουθήσω. Με ωδήγησε κατ’ ευθείαν στην Αίθουσα Βασιλείας. Μετά τις συναθροίσεις εκείνο το απόγευμα, έγιναν διευθετήσεις ν’ αρχίσω πάλι τη μελέτη.
Προηγουμένως είχα μελετήσει με τους Μάρτυρες μέχρι το θέμα του βαπτίσματος. Αλλά εκείνοι είχαν αρνηθή ν’ αναγνωρίσουν ως έγκυρο το βάπτισμα μου ως Ευαγγελικού παρ’ όλο που, όπως ισχυριζόμουν, είχα βαπτισθή ‘στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος.’ (Ματθ. 28:19) Καθώς πλησιάζαμε τώρα αυτό το θέμα πάλι, ρώτησα το άτομο με το οποίο το εξετάζαμε, τον Χοζέ Πατροσίνιο Χερνάνδεζ: «Γιατί όμως πρέπει να ξαναβαπτισθώ;» Αυτός απλώς με ρώτησε: «Εγνώριζες το όνομα του Πατρός όταν εβαπτίσθης;» Αφού δεν το γνώριζα, ήταν φανερό ότι δεν είχα βαπτισθή ‘εν τω ονόματί του.’
Κατόπιν, όσον αφορά το βάπτισμα ‘εν τω ονόματι του αγίου πνεύματος,’ με ρώτησε: «Είχε η οργάνωσις που σε βάπτισε απόδειξι ότι είχε το πνεύμα του Θεού, με το να προάγη την ειρήνη και την ενότητα;» (Εφεσ. 4:3) Τότε θυμήθηκα ότι ο ίδιος ακριβώς Ευαγγελικός λειτουργός που με βάπτισε, ο Άνχελ δε Χεσούς Βελέζ, δύο εβδομάδες μόνο αργότερα είχε δημιουργήσει ένα νέο ετερόφρον δόγμα. Επειδή οι «μάχαι, διχοστασίαι, αιρέσεις» δεν είναι ο «καρπός του πνεύματος,» αλλά «τα έργα της σαρκός,» ήταν σαφές ότι δεν είχαν το πνεύμα του Θεού.—Γαλ. 5:19-23.
Κι έτσι, μετά από πολύν καιρό, στις 10 Μαΐου 1969, μαζί με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου, υποβλήθηκα στο Χριστιανικό βάπτισμα σε συμβολισμό της αφιερώσεώς μου στον Θεό. Η σύζυγός μου και τα δύο μικρότερα παιδιά μου βαπτίσθηκαν αργότερα.
Καθώς ανασκοπώ το παρελθόν, αντιλαμβάνομαι τα αισθήματα που εξέφρασε ο απόστολος Παύλος όταν είπε: «Ήσθε ποτέ σκότος, τώρα όμως φως εν Κυρίω· περιπατείτε ως τέκνα φωτός· διότι ο καρπός του πνεύματος είναι εν . . . αληθεία.» (Εφεσ. 5:8, 9) Καθώς μου έρχονται στο νου οι εμπειρίες που είχα ως μέρος των θρησκευτικών συστημάτων του Χριστιανικού κόσμου, μπορώ να καταλάβω πόσο μεγάλο ήταν το σκότος. Τώρα, ως τέκνο φωτός, πόσο ευγνώμων είμαι που υπηρετώ ως ποιμήν χρισμένος από τον Θεό και φέρω τον καρπό του φωτός, δηλαδή, την αλήθεια.—Από συνεργάτη.