Τα Απόκρυφα—Εκ Θεού ή εξ Ανθρώπων;
ΕΙΝΑΙ τα απόκρυφα βιβλία εκ Θεού ή εξ ανθρώπων; Αποτελούν μέρος των «θεοπνεύστων Γραφών» και είναι ωφέλιμα ‘δια να είμεθα ητοιμασμένοι εις παν έργον αγαθόν’; Ή ανήκουν στην «παράδοσιν των ανθρώπων», στα «στοιχεία του κόσμου», κατά των οποίων ο απόστολος Παύλος προειδοποίησε τους Χριστιανούς; Ποια είναι τα γεγονότα;—2 Τιμ. 3:16, 17· Κολ. 2:8.
Η αρχική σημασία του όρου «απόκρυφα» γίνεται σαφής από τον τρόπο, τον οποίο τον εχρησιμοποίησε ο Ιησούς: «Διότι δεν υπάρχει κρυπτόν, το οποίον δεν θέλει γείνει φανερόν· ουδέ απόκρυφον, το οποίον δεν θέλει γείνει γνωστόν.» Εν καιρώ, όμως, η λέξις προσέλαβε την δυσμενή σημασία των «Εγγράφων ή εκθέσεων αμφιβόλου εξουσιοδοτήσεως ή αυθεντίας.» Όπως δε πολύ κοινά χρησιμοποιείται σήμερα, η λέξις «Τα Απόκρυφα» αναφέρεται στα ένδεκα επιπρόσθετα συγγράμματα, τα οποία εκήρυξε κανονικά η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη Σύνοδο που συνήλθε στο Τρέντο (1546), αλλά τα οποία έχουν αμφισβητηθή από άλλους.—Λουκ. 8:17.
Αυτά τα ένδεκα επιπρόσθετα συγγράμματα είναι τα εξής: Τωβίτ, Ιουδίθ, Σοφία (Σολομώντος), Εκκλησιαστικός, Βαρούχ, Μακκαβαίων 1 και 2, ένα πρόσθεμα στο Βιβλίο της Εσθήρ και τρεις Προσθήκες στον Δανιήλ: Το Άσμα των Τριών Αγίων Παίδων, Η Σωσάννα και οι Πρεσβύτεροι, Η καταστροφή του Βηλ και ο Δράκων. Οι Καθολικοί συγγραφείς αναφέρονται σ’ αυτά τα βιβλία ως «δευτεροκανονικά, εννοώντας «δεύτερον (ή μεταγενέστερον) κανόνα» προς διάκρισιν από τα «πρωτοκανονικά».
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ
Λίγες πληροφορίες υπάρχουν ως προς το πότε και υπό ποίου εγράφησαν τα διάφορα βιβλία των Αποκρύφων. Η απόδειξις, όμως, που υπάρχει καθορίζει τον δεύτερο και πρώτον αιώνα προ Χριστού. Η Ελληνική Μετάφρασις των Εβδομήκοντα παρήχθη χωρίς τα Απόκρυφα, ενώ τα συγγράμματα αυτά προσετέθησαν σ’ αυτήν αργότερα. Απετέλεσαν δε μέρος της Καθολικής Βίβλου, επειδή ο Ιερώνυμος εχρησιμοποίησε την μετάφρασιν των Εβδομήκοντα ως βάσι της Λατινικής του μεταφράσεως της Βουλγάτας.
Τα συγγράμματα των Αποκρύφων ετοποθετήθησαν στη μετάφρασι των Εβδομήκοντα, όπου εφαίνοντο ως προσαρμοζόμενα πιο κατάλληλα και εκεί παρέμειναν ως τον καιρό της Μεταρρυθμίσεως. Ο Λούθηρος, με την επιρροή του ικανού Βιβλικού λογίου και ριζοσπαστικού μεταρρυθμιστού, ονόματι Κάρλσταντ, συνέλεξε τα απόκρυφα σε μια θέσι, μεταξύ των Εβραϊκών και των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, συγχρόνως δε επεξήγησε ότι αυτά δεν είχαν το αυτό κύρος αυθεντίας όπως το υπόλοιπο μέρος της Βίβλου.
Εκατό και πλέον χρόνια πριν, ο Ουίκλιφ, που αγαπούσε τις Γραφές, απέκλεισε τα απόκρυφα τελείως από τη μετάφρασί του. Ο Κοβερντέιλ, όμως, ο οποίος παρήγαγε το 1535 την πρώτη έντυπη Αγγλική Γραφή, εισήγαγε εκ νέου τα απόκρυφα στη Γραφή. Η Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου του 1611, επίσης, περιέλαβε τα Απόκρυφα. Πράγματι, ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ Τζωρτζ Άμποτ καθώρισε ενός έτους φυλάκισι για οποιονδήποτε που θα τολμούσε να δημοσιεύση τη Γραφή χωρίς τα Απόκρυφα! Συμπτωματικά, ας λεχθή ότι τα Απόκρυφα αυτών των Αγγλικών Προτεσταντικών Γραφών περιείχαν δεκατέσσερα συγγράμματα ενώ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε κρίνει κατάλληλο, στη Σύνοδο του Τρέντο, ν’ απορρίψη τρία από εκείνα που ευρίσκοντο στη Βουλγάτα. Τα τρία αυτά ήσαν η Προσευχή του Μανασσή και τα Έσδρας 1 και 2 (επίσης γνωστά στη μετάφρασι των Εβδομήκοντα ως Έσδρας 3 και 4, επειδή σ’ αυτή τη μετάφρασι τα Έσδρας 1 και 2 αναφέρονται στον Έσδρα και στον Νεεμία).
Αλλά τα Απόκρυφα δεν επρόκειτο να παραμείνουν στην Αγγλική Προτεσταντική Γραφή. Αυτοί οι ζηλωταί, οι Πουριτανοί, τόσο πολύ αντετάχθησαν στην παρουσία των, ώστε κατηγορήθησαν ως «καταδιώκοντες τα Απόκρυφα». Ένας παρόμοιος ζήλος επεδείχθη και από τους Διαμαρτυρομένους της Σκωτίας, οι οποίοι ενδιεφέρθησαν τόσο ισχυρά για το προκείμενο ζήτημα, ώστε επέδωσαν στις Βρεττανικές Βιβλικές Εταιρίες το τελεσίγραφον: Σταματήστε τα Απόκρυφα ή εμείς θα σταματήσωμε την οικονομική μας υποστήριξι!
Κατά τον παρόντα καιρό τα Απόκρυφα αυξάνουν σε δημοτικότητα. Φιλελεύθεροι και νεωτερισταί λόγιοι στα ζητήματα της Γραφής και θεολόγοι αξιούν ότι τα Απόκρυφα επέδρασαν στη διαμόρφωσι της Χριστιανικής θρησκείας και ότι κατά συνέπειαν, για να την κατανοήση κανείς πλήρως, πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τα Απόκρυφα. Αξιούν ότι καμμιά Γραφή δεν είναι πλήρης χωρίς αυτά και ότι θα πρέπει να διαβάζωνται ευρύτερα και να λαμβάνωνται σοβαρώτερα υπ’ όψιν. Έτσι, γεννάται το ερώτημα, Ποιο πλεονέκτημα έχει ο Εκκλησιαστής από τη Σοφία και τον Βαρούχ; Γιατί η Εσθήρ ν’ αποτελή μέρος του Βιβλικού κανόνος και όχι η Ιουδίθ; Γιατί τα Χρονικών 1 και 2 ν’ αποτελούν μέρος της Βίβλου και όχι τα Μακκαβαίων 1 και 2;
Έτσι σήμερα έχομε, όσον αφορά τα Απόκρυφα, δύο αντίθετες γνώμες, με το αυτό αποτέλεσμα: Τους φιλελευθέρους και νεωτεριστάς αφ’ ενός, οι οποίοι, πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει θεία έμπνευσις ή αποκάλυψις, ισχυρίζονται ότι τα Απόκρυφα είναι εξίσου καλά όπως η Γραφή. Τους Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, αφ’ ετέρου, οι οποίοι, πιστεύοντας ότι τα Απόκρυφα εγράφησαν υπό έμπνευσιν, ισχυρίζονται ότι τα Απόκρυφα είναι εξίσου καλά όπως και η Γραφή και ότι, πραγματικά, αποτελούν μέρος αυτής. Τα γεγονότα, όμως, θα αποδείξουν ότι και οι δύο πλανώνται.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ
Αφού η αυθεντικότης της Γραφής έχει επανειλημμένως αποδειχθή από τις στήλες του περιοδικού αυτού, με τέτοιο είδος αποδείξεως, όπως η εκπλήρωσις προφητείας, αρχαιολογικές αποδείξεις, αρμονία και ειλικρίνεια των συγγραφέων, και λοιπά, η συζήτησις εδώ θα προχωρήση με εξωτερική και εσωτερική απόδειξι, η οποία θα καταδείξη ότι τα Απόκρυφα δεν είναι δυνατόν να είναι θεόπνευστα. Μια πρωταρχική εξωτερική απόδειξις είναι το γεγονός ότι κανείς από τους συγγραφείς των Χριστιανικών Γραφών δεν παρέθεσε ποτέ κάποια περικοπή από τα Απόκρυφα, αν και αναμφιβόλως εχρησιμοποίησαν τη μετάφρασι των Εβδομήκοντα, η οποία στις ημέρες των περιελάμβανε τα Απόκρυφα. Ενώ μπορεί κανείς να παραδεχθή ότι το γεγονός τούτο, αυτό καθ’ εαυτό, δεν είναι πειστικό, επειδή αυτοί οι συγγραφείς δεν έχουν παραθέσει περικοπές και από μερικά εκ των κανονικών βιβλίων, όπως της Εσθήρ, του Εκκλησιαστού και του Άσματος του Σολομώντος, εν τούτοις, το γεγονός, ότι ούτε από ένα εκ των δεκατεσσάρων συγγραμμάτων των Αποκρύφων των εμπεριεχομένων στη μετάφρασι των Εβδομήκοντα δεν ελήφθη κάποια περικοπή ούτε μια φορά, αποδεικνύει εσκεμμένη ενέργεια.
Ένα επί πλέον επιχείρημα εναντίον της κανονικότητος των Αποκρύφων αποτελεί το γεγονός ότι ούτε η Μεγάλη συναγωγή των Ιουδαίων της Παλαιστίνης, ούτε ο ιστορικός Ιώσηπος, ούτε ο Φίλων, επιφανής Ιουδαίος απολογητής του πρώτου αιώνος, ανεγνώρισαν οποιοδήποτε από τα βιβλία των Αποκρύφων ως θεόπνευστο. Οι Εβραϊκές των Γραφές απετελούντο μόνον από εικοσιτέσσερα βιβλία, που είναι τα ίδια με τα τριάντα εννέα βιβλία του γενικώς παραδεκτού κανόνος των Εβραϊκών Γραφών. (Στις Εβραϊκές μεταφράσεις τα βιβλία 1 και 2 Σαμουήλ, 1 και 2 Βασιλέων, 1 και 2 Χρονικών, Έσδρα και Νεεμία, λογίζονται ως τέσσερα αντί οκτώ βιβλίων, οι δε δώδεκα μικρότεροι προφήται, από τον Ωσηέ ως τον Μαλαχία, ως ένα μόνο βιβλίο.)
Δεν στερείται βαρύτητος, επίσης, το γεγονός ότι διαπρεπείς θεολόγοι και «πατέρες της Εκκλησίας» των πρώτων αιώνων της Χριστιανικής εποχής, έδωσαν οριστικά κατώτερη θέσι στα Απόκρυφα. Φαίνεται, επίσης, ότι όσο περισσότερο πολυμαθείς ήσαν αυτοί οι θεολόγοι, τόσο περισσότερο αντετίθεντο στα Απόκρυφα. Έτσι, ο Αυγουστίνος, ο οποίος απέκλινε στην αναγνώρισι των Αποκρύφων, δεν επλησίαζε καν τη θεολογική αξία του Ιερωνύμου, μεταφραστού της Βουλγάτας, ο οποίος έγραψε στη Λαέτα, μια γνωστή του κυρία, σχετικά με την εκπαίδευσι της κόρης της, τα εξής: «Όλα τα Απόκρυφα βιβλία πρέπει ν’ αποφεύγωνται· . . . δεν αποτελούν έργα συγγραφέων δια των ονομάτων των οποίων διακρίνονται, [διότι] περιέχουν πολλά ελαττώματα, και . . . αποτελεί καθήκον που απαιτεί μεγάλην σύνεσιν να βρη κανείς χρυσάφι ανάμεσα σε πηλό».—Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, Τόμος πρώτος, σελίς 290.
1 ΚΑΙ 2 ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ, ΒΑΡΟΥΧ
Κυριώτερον μεταξύ των Αποκρύφων βιβλίων πρέπει να θεωρηθή το 1 Μακκαβαίων, αγνώστου συγγραφέως και αβεβαίας ημερομηνίας. Μια πατριωτική ιστορία των Ιουδαίων, καλύπτει σαράντα χρόνια, από το 175 π.Χ. ως το 135 π.Χ. «Το ύφος του είναι απλό, σύντομο και περιωρισμένο και αντικειμενικό»· πράγμα που είναι αξιοσημείωτο, αφού εκθειάζει την ανδρεία και τον θρησκευτικό ζήλο κάποιου Ματταθία και των τεσσάρων υιών του, των ιδρυτών και ηγετών των Μακκαβαίων. Είναι καλή ιστορία, αλλά είναι εκ Θεού ή εξ ανθρώπων;
Αναμφισβητήτως εξ ανθρώπων. Έτσι η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαιδεία μάς λέγει ότι «είναι ιστορία γραμμένη εξ ανθρωπίνης απόψεως.» Ο συγγραφεύς του φαίνεται ότι ήταν κάποιος Σαδδουκαίος, διότι αγνοεί τα εγκλήματα που οι αρχιερείς διέπραξαν εκείνον τον καιρό, προδίδοντας έτσι την έλλειψι αντικειμενικότητός του. Μια άλλη αυθεντία συγχωρεί τις «ολίγες ιστορικές και γεωγραφικές ανακρίβειες», αλλ’ η θεία ιστορία δεν κάνει τέτοια λάθη. Εκτός τούτου, τα προφητικά, θαυματουργικά και Μεσσιανικά στοιχεία ελλείπουν τελείως, ως επίσης και οιαδήποτε νύξις σχετική με την ελπίδα της αναστάσεως. Ο συγγραφεύς επί πλέον αποφεύγει επιμελώς να ονομάση τον Δημιουργόν είτε ως «Θεόν», είτε ως «Ιεχωβά». Απ’ αυτή την άποψι, πόσο ανώτερο είναι το θεόπνευστο βιβλίο 1 Χρονικών!
Αλλά τι θα πούμε για το 2 Μακκαβαίων; Αντίθετα από ό,τι μπορούσε να αναμένεται, χρονολογικώς δεν ακολουθεί το 1 Μακκαβαίων, όπως τα βιβλία των Χρονικών ακολουθούν το ένα το άλλο. Έχει γραφή τελείως ανεξάρτητα από το 1 Μακκαβαίων και προφανώς από κάποιον Φαρισαίον, όστις δεν συνεκρατήθη στο ν’ αναγράψη τα εγκλήματα των αρχιερέων. Καλύπτει δεκαπέντε ως είκοσι περίπου χρόνια, από το 180 π.Χ. ως το 160 π.Χ., αν και ωρισμένες αυθεντίες δεν συμφωνούν στις χρονολογίες αυτές. Αρχίζει ενωρίτερα από το 1 Μακκαβαίων και καλύπτει τη μισή περίπου απ’ αυτό χρονική περίοδο. Το ύφος του είναι ακριβώς το αντίθετο: αισθηματικό, ανθηρό, εντυπωσιακό και αφθονεί σε παραπομπές σε αγγέλους και σε θαυματουργούς.
Ισχυρίζεται ότι ο προφήτης Ιερεμίας, κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, μετέφερε την σκηνή (η οποία είχε αντικατασταθή υπό του Ναού 420 έτη πριν) και την κιβωτό της διαθήκης στο όρος, από το οποίον ο Μωυσής αντίκρυσε τη γη Χαναάν. Η μνεία που κάνει για προσφορά προσευχών για τους νεκρούς «δεν βρίσκει παράλληλον στην Ιουδαϊκή φιλολογία.» (2 Μακκαβαίων 12:43-45) Είναι φανερόν ότι κάνει υπερβολές και είναι γεμάτο από κατάδηλα ιστορικά και χρονολογικά λάθη. Αλλά δεν υπάρχει ανάγκη να τα ξεχωρίσωμε εμείς, εφόσον ο ίδιος ο συγγραφεύς παραδέχεται ότι το έργον είναι ανθρωπίνης προελεύσεως λέγοντας:
«Και αυτός αυτόθι καταπαύσω τον λόγον. και ει μεν καλώς και ευθίκτως τη συντάξει, τούτο και αυτός ήθελον· ει δε ευτελώς και μετρίως, τούτο εφικτόν ην μοι. καθάπερ γάρ οίνον καταμόνας πίνειν, ωσαύτως δε και ύδωρ πάλιν πόλεμον. ον δε τρόπον οίνος ύδατι συγκερασθείς ηδύς και επιτερπή την χάριν αποτελεί, ούτω και το της κατασκευής του λόγου τέρπει τας ακοάς των εντυγχανόντων τη συντάξει ενταύθα δε έσται η τελευτή.» (2 Μακκαβαίων 15:37-39) Αλλά ποιος λέγει ότι το κρασί και το νερό μόνα είναι βλαβερά και ότι το κρασί αναμιγνυόμενο με νερό είναι καλύτερο—και τι μπορεί αυτά να σημαίνουν; Μπορούμε να βρούμε στη Γραφή παράλληλον συγγραφέως που απολογείται για τις προσπάθειές του και ομολογεί ότι αγωνίζεται προς δημιουργίαν εντυπώσεων;
Ομοίως το Βιβλίον Βαρούχ αποδεικνύεται ανθρωπίνης προελεύσεως από τα τυπικά Αποκρυφικά λάθη του. Σκοπός του είναι να πη ότι οι αιχμάλωτοι Ιουδαίοι στη Βαβυλώνα συνέλεξαν χρήματα και τα έστειλαν στους ιερείς στην Ιερουσαλήμ κατά το πέμπτο έτος μετά την πυρπόλησι της πόλεως από τον Ναβουχοδονόσορ, ενώ, πραγματικά, εκείνον τον καιρό, δεν υπήρχε εκεί ούτε άνθρωπος ούτε κτήνος. Δείχνει τον Ιεχονία με τους άλλους Ιουδαίους στη Βαβυλώνα, ενώ, πραγματικά, ευρίσκετο στη φυλακή. Λέγει ότι οι Ιουδαίοι θα είναι στη Βαβυλώνα επί επτά γενεές, ενώ το γεγονός είναι ότι παρέμειναν εκεί μόνον εβδομήντα έτη. Και ομιλεί για τους Ιουδαίους ότι ‘επαλαιώθησαν εν γη αλλοτρία’ αν και παρέμειναν εκεί μόνον πέντε έτη. Ας μην απορή κανείς ότι ο Ιερώνυμος δεν το θεώρησε άξιο μεταφράσεως!—Βαρούχ 1:2-7· 3:10· 6:3.
ΣΟΦΙΑ (ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ) ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Καθώς το Βιβλίο Βαρούχ ισχυρίζεται ότι προέρχεται από τον δούλο του Ιερεμία, τον Βαρούχ, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, έτσι και η Σοφία αξιοί ότι ομιλεί αντί του Σολομώντος, αλλά εγράφη πολλούς αιώνες μετά την εποχή του Σολομώντος. Όχι μόνο παραθέτει από βιβλία της Γραφής, που εγράφησαν πολύ μετά την εποχή του Σολομώντος, αλλά τα παραθέτει από την Μετάφρασι των Εβδομήκοντα. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι το Σοφία 15:10 που έχει ληφθή από το Ησαΐας 44:20. Η ανθρωπίνη του προέλευσις περαιτέρω προδίδεται από το γεγονός ότι αντιφάσκει προς τον λόγον του Θεού, σχετικά με το ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη θνητός και ότι υπόκειται σε θάνατο αν δείξη ανυπακοή. Η Σοφία λέγει: «Ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν.» «Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, . . . ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης.» Και όχι μόνον η αθανασία αποδίδεται επανειλημμένως στον άνθρωπον, αλλά το σώμα του ανθρώπου εικονίζεται ως ένα απλό εμπόδιο για την ψυχή, ως κατά τον θάνατο «παραληφθείσαν».—Σοφία 2:23· 3:2, 4· 16:14.
Ο Εκκλησιαστικός (Σοφία Σειράχ) έχει δύο διακριτικά, ότι είναι το μεγαλύτερο από τα Απόκρυφα βιβλία και ότι έχει ένα οριστικά γνωστόν συγγραφέα, κάποιον Ιησούν τον υιόν του Σειράχ. Περιέχει ένα ψεύδος ακριβώς στον πρώτον πρόλογο (που έχει γραφή από άλλον), διότι αξιοί ότι αυτός ο Ιησούς ‘δεν ήταν λιγώτερο φημισμένος για τη σοφία και μάθησι’ από όσο ήταν ο Βασιλεύς Σολομών. Πάντως, ο ίδιος ο συγγραφεύς, στον δεύτερο Πρόλογον απολογείται ως εξής: «Συγγνώμην έχειν εφ’ οις αν δοκώμεν των κατά την ερμηνείαν πεφιλοπανημένων τισί των λέξεων αδυναμείν· ου γαρ ισοδυναμεί αυτά εν εαυτοίς εβραϊστί λεγόμενα και όταν μεταχθή εις ετέραν γλώσσαν.» Πράγματι μια απολογητική αυτοδικαίωσις.
Πόσο προφανώς το βιβλίο αυτό προέρχεται εξ ανθρώπου μάλλον παρά εκ Θεού μπορεί περαιτέρω να αποδειχθή από την κοσμική του σοφία και, ιδιαιτέρως, από τη χαμηλή γνώμη του συγγραφέως για το γυναικείο φύλο. Σ’ αντίθεσι με τον λόγο του Θεού, ο οποίος ευθέως ψέγει τον άνθρωπο Αδάμ για τα δεινά μας, λέγει: «Από γυναικός αρχή αμαρτίας, και δι’ αυτήν αποθνήσκομεν πάντες.» Δώσε μου . . . «πάσαν πονηρίαν, και μη πονηρίαν γυναικός.» (Αλλά γιατί να θέλη πάσαν πονηρίαν;) «μικρά πάσα κακία προς κακίαν γυναικός.» Εν τούτοις, μερικοί τοποθετούν αυτά τα δύο βιβλία στο αυτό επίπεδο όπως και τα «σοφά» βιβλία της Γραφής.—Εκκλησιαστικός (Σοφία Σειράχ) 25:24, 13, 19.
ΤΩΒΙΤ, ΙΟΥΔΙΘ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ
Στο Βιβλίο Τωβίτ μάς ζητείται να πιστεύσωμε ότι κάποιος ευσεβής γέρων Ιουδαίος ετυφλώθη από το απόρριμμα κάποιου πουλιού, που έπεσε και στα δυο του μάτια· ότι ένας άγγελος παίρνοντας μορφή ανθρώπου έγινε ο ταξιδιωτικός σύντροφος του υιού του, τον οποίον ο γέρων απέστειλε να εισπράξη ένα χρέος· ότι καθ’ οδόν ο υιός απέκτησε την καρδιά, το ήπαρ και τη χολή ενός ψαριού· ότι καίοντας την καρδιά και το ήπαρ επροκάλεσε μια δυσωδία, η οποία έδιωξε κάποιον δαίμονα, ο οποίος, από ζηλοτυπία είχε φονεύσει επτά συζύγους κάποιας γυναικός· ότι αυτή η χήρα έπειτα υπανδρεύθη τον υιόν, ο οποίος, αφού εξεπλήρωσε την αποστολή του, επέστρεψε στο σπίτι του και αποκατέστησε την όρασι του πατρός του, επιθέτοντας τη χολή του ψαριού στα μάτια του. Μπορούσε τίποτε άλλο να είναι λιγώτερο πιστευτό υπό το φως των Γραφών; Μπορούσε το βιβλίο αυτό να είναι εκ Θεού;
Ένα άλλο, που αποδεικνύεται ανθρωπίνης προελεύσεως, αλλά για διαφορετικούς λόγους, είναι το βιβλίο της Ιουδίθ. Ομιλεί για μια ωραία γυναίκα, η οποία αποκεφαλίζει τον αρχιστράτηγο των εχθρών των Ιουδαίων με αποτέλεσμα την απελευθέρωσί των. Ενώ η ιστορία αυτή καθ’ εαυτήν είναι ευλογοφανής, οι λεπτομέρειες είναι ιστορικώς τόσο ανακριβείς, ώστε να καθιστούν την τοποθέτησί της στο ρεύμα του χρόνου αδύνατη. Αφ ενός προτίθεται να μιλήση για τις συνθήκες διαβιώσεως των Ιουδαίων μετά την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία, αφ’ ετέρου αναφέρει τη Νινευή, τις στρατιές της Ασσυρίας και τον Βασιλέα Ναβουχοδονόσορ, ενώ όλοι αυτοί είχαν απολεσθή πολύ προτού οι Ιουδαίοι επιστρέψουν στην Παλαιστίνη, επί πλέον δε παρουσιάζει τον Ναβουχοδονόσορ βασιλέα των Ασσυρίων. Αυθεντίες αναφέρουν ότι, «οι γεωγραφικές ανακρίβειες εμβάλλουν εξίσου σε αμηχανία» και η επίκρισίς των ότι τα απόκρυφα βιβλία «αποδεικνύουν ότι κάθε αληθινή ιστορική συνείδησις εγκατέλιπε τον λαόν» εφαρμόζεται περισσότερο από όλα στο Βιβλίο της Ιουδίθ. Αν ληφθούν όλ’ αυτά υπ’ όψι, ποια αμφιβολία μπορεί να υπάρξη ως προς το ποια είναι η προέλευσίς του;
Και τι θα πούμε για το πρόσθεμα στο Βιβλίο της Εσθήρ, 10:4 ως 16:24, που εμφανίζεται στα Απόκρυφα; Κάτω από το φως της αντικειμενικής κριτικής δεν είναι καλύτερο. Μας ζητεί να πιστέψωμε ότι ο Μαροδοχαίος ήταν «ένας μεγάλος ανήρ, υπηρετών εις την αυλήν του Βασιλέως», στο δεύτερο έτος του Αρταξέρξου, 150 έτη μετά την σύλληψί του ως αιχμαλώτου την πρώτη φορά, που ο Ναβουχοδονόσορ επήλθε κατά της Ιερουσαλήμ. Αξιώντας δε ότι ο Μαροδοχαίος κατέλαβε τη θέσι αυτή τόσο ενωρίς στη βασιλεία του βασιλέως, όχι μόνο αντιφάσκει προς το κανονικό μέρος του βιβλίου της Εσθήρ, αλλά και στην δική του αναγραφή λίγο αργότερα ότι προήχθη. Η πληθώρα παραπομπών στον Θεό και σε πράξεις ευσεβείας, προφανώς προσετέθη για να δώση στο βιβλίο της Εσθήρ ένα θρησκευτικό τόνο. Αλλ’ οι παραπομπές στον Θεό δεν αποδεικνύουν θεία προέλευσι περισσότερο από όσο η έλλειψίς των αποδεικνύει ανθρωπίνη προέλευσι.
Το Άσμα των Τριών Αγίων Παίδων περιγράφει ως εάν ένας απ’ αυτούς προσέφερε πρώτος μια προσευχή, της ιδίας μορφής όπως του Έσδρα και του Νεεμία, και τότε ο άγγελος του Κυρίου «Εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου.» Μετά από αυτό ακολουθεί το άσμα, το οποίον είναι πολύ όμοιο με τον Ψαλμό 148. Το άσμα, πάντως, κάνει μνεία του ναού του Ιεχωβά, των ιερέων και χερουβείμ, πράγμα το οποίον δεν βρίσκει καμμιά προσαρμογή στην ερημωμένη κατάστασι της Ιερουσαλήμ του καιρού εκείνου. Αποτελείται από εξήντα οκτώ εδάφια, τα οποία παρεισήχθησαν μεταξύ του εικοστού τρίτου και εικοστού τετάρτου εδαφίου του τρίτου κεφαλαίου του Δανιήλ.
Το Σωσάννα και οι Πρεσβύτεροι, δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Δανιήλ, ομιλεί για δύο πρεσβυτέρους, οι οποίοι εξυφαίνουν σκευωρία εναντίον μιας ενάρετης γυναικός, επειδή αυτή αρνείται να έχη σχέσεις μαζί τους, προκαλώντας την καταδίκη της σε θάνατο. Ο νεαρός Δανιήλ εκθέτει την διπλοπροσωπία τους ανακρίνοντάς τους χωριστά. Οι Πρεσβύτεροι θανατώνονται, η Σωσάννα διασώζεται και ο Δανιήλ γίνεται διάσημος. Αν αυτό συνέβη πραγματικά στον Δανιήλ, γιατί εμφανίζεται ως παράρτημα και γιατί εγράφη πρώτον στην Ελληνική, καθώς, επίσης, και οι άλλες δύο προσθήκες του Δανιήλ, όταν το βιβλίο αυτό το ίδιο είχε γραφή στην Εβραϊκή και Αραμαϊκή;
Το Απόκρυφο σύγγραμμα που εναπομένει προς εξέτασιν είναι η Καταστροφή του Βηλ και ο Δράκων. Στο πρώτο ήμισυ ο Δανιήλ εκθέτει ένα απατηλό τέχνασμα που ασκούσαν οι ιερείς του Βηλ, τρώγοντας τροφή η οποία προσεφέρετο στον Βηλ ενώ υποθετικώς κατηναλίσκετο από το είδωλο. Όταν διετάχθη να λατρεύση ένα ζωντανό δράκοντα, προεκάλεσε τη διάρρηξί του, τρέφοντάς τον μ’ ένα παρασκεύασμα αποτελούμενο από πίσσα, λίπος και τρίχες. Για την αιτία αυτή οι λάτρεις του έρριξαν τον Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων. Ενώ ευρίσκετο εκεί, ένας άγγελος μεταφέρει τον προφήτη Αββακούμ, όστις έτυχε να βρίσκεται μακριά, κρατώντας τον από την κόμη του στον λάκκο για να δώση στον Δανιήλ ένα κύπελλο χυλού. Έπειτα από επτά ημέρες ο Δανιήλ ελευθερώνεται και οι εχθροί του ρίπτονται στους λέοντας. Μήπως ένα τέτοιο παραμύθι συνιστάται στην κρίσι μας ως ο λόγος του Θεού;
Καθώς μια αυθεντία ανεκεφαλαίωσε το ζήτημα εναντίον των Αποκρύφων συγγραμμάτων: «Δεν είχαν την έγκρισι των Ιουδαίων και της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας· . . . είναι τελείως ελλιπή σε προφητικό πνεύμα . . .· όχι μόνον δεν αξιούν θεοπνευστία αλλά θρηνούν για την έλλειψί της σε πολλά εδάφια χαρακτηρίζονται από ρωμαντικό ύφος και μυθολογία ξένη προς το απλό μεγαλείο της Γραφής· αντιφάσκουν προς τον εαυτό τους και σε μερικά καλώς γνωστά γεγονότα της κοσμικής ιστορίας διδάσκουν διδασκαλίες μη περιεχόμενες στη Γραφή . . .· και δεν παρουσιάζονται ποτέ περικοπές των παρατιθέμενες ως αυθεντία από τον Κύριον ή τους αποστόλους του.»—Λεξικόν Θρησκευτικής Γνώσεως, Άμποτ, σελ. 50, 51.
Αληθώς, τα Απόκρυφα δεν είναι εκ Θεού αλλά εξ ανθρώπων. Πόση έλλειψι κατανοήσεως και εκτιμήσεως δείχνει το να τίθενται στο αυτό επίπεδο με τα συγγράμματα του Λόγου του Θεού, την Αγία Γραφή! Πολύ καλά η συμβουλή του Παύλου να μη δίδεται προσοχή σε Ιουδαϊκούς μύθους μπορεί να εφαρμοσθή στα Απόκρυφα.—Τίτον 1:14.