Υπάρχει Ζωή Μετά Θάνατον;
«ΠΟΥ μεταβαίνει η ψυχή αμέσως μετά τον θάνατο; Χάσαμε ένα μικρό γυιο μας και απορούμε.» Αυτά ήσαν τα λόγια που οι ημιπαράφρονες γονείς απηύθυναν σ’ έναν από τους εξέχοντας κληρικούς της Αμερικής. Πώς απήντησε; Έγραψε: «Για μένα, είναι σημαντικοί οι λόγοι του Ιησού προς τον μετανοήσαντα ληστή—‘Σήμερον θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω.’ Νομίζω ότι το παιδί σας . . . είναι μαζί του.»
Χωρίς αμφιβολία, αυτός ο κληρικός πιστεύει ότι η ζωή συνεχίζεται μετά θάνατον. Αυτό ήταν επίσης εκείνο που επίστευαν και οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Έτσι ο Σωκράτης εδήλωσε: «Αι ψυχαί όλων των ανθρώπων είναι αθάνατοι.» Ο Πλάτων ακολούθησε τον διδάσκαλό του Σωκράτη, και από τότε αυτή η δοξασία περί ψυχής λέγεται ότι είναι Πλατωνική διδασκαλία.
Γιατί επίστευαν έτσι οι άνθρωποι; Ένα από τα επιχειρήματά τους ήταν ότι ο ανθρώπινος νους είναι πάρα πολύ υπέροχος για να έχη το ίδιο πεπρωμένο με τα κτήνη. Επίσης ισχυρίζοντο πως αν ο θάνατος τερματίζη τα πάντα, τότε τα πράγματα θα εβάρυναν υπέρ των πονηρών. Και ο αρχαίος Ρωμαίος δοκιμιογράφος και ρήτωρ Κικέρων διετείνετο πως ο ίδιος, καθώς και άλλοι εξέχοντες άνδρες, υπέφεραν και υπέμειναν μόνον εξ αιτίας της ελπίδος ζωής μετά θάνατον. Ανεφέρθη λοιπόν στην Ημέρα του θανάτου του ως την «ένδοξον ημέραν,» οπότε θα αναχωρούσε από τη γη για να συναναστραφή με «τη θεία σύναξι των απελθόντων πνευμάτων.»
Οι αρχαίοι «πατέρες» της εκκλησίας επέτρεψαν στον εαυτό τους να επηρεασθή από αυτή την ειδωλολατρική Ελληνική δοξασία και, ως αποτέλεσμα, συμπεριελήφθη σε πολλά σύμβολα πίστεως του Χριστιανικού κόσμου. Εν τούτοις, οι λόγοι που παρουσιάζονταν από τους Έλληνας γι’ αυτό το πιστεύω τους δείχνουν ότι επίστευαν έτσι, όχι εξ αιτίας γεγονότων που μπορεί να παρατηρηθούν, αλλά επειδή ήθελαν να είναι έτσι.
Τι Διδάσκει η Αγία Γραφή;
Η ιδέα ότι ο άνθρωπος έχει χωριστή ψυχή διακεκριμένη από το σώμα, και που ζη αιωνίως, διδάσκεται στην Αγία Γραφή; Όχι δεν διδάσκεται. Έτσι η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (Τόμος 13, σελ. 449) κάτω από τον τίτλο «Ψυχή (στη Βίβλο)» αναφέρει: «Δεν υπάρχει διχοτόμησις ψυχής και σώματος στην Π [αλαιά] Δ[ιαθήκη], . . . Ο όρος νέφες, μολονότι μεταφράζεται δια της λέξεως μας ψυχή, δεν σημαίνει ποτέ μια ψυχή διακεκριμένη από το σώμα.» Ομοίως και η Νέα Αμερικανική Βίβλος (μια Ρωμαιοκαθολική μετάφρασις) στους Όρους Βιβλικής Θεολογίας, κάτω από τον τίτλο «Ψυχή,» αναφέρει: «Στην Καινή Διαθήκη ‘την ψυχήν αυτού σώσαι’ (Μάρκ. 8:35, Κείμενον) δεν εννοεί σωτηρία κάποιου ‘πνευματικού’ μέρους του ανθρώπου, σε αντίθεσι προς το ‘σώμα’ του (με την Πλατωνική έννοια), αλλά ολοκλήρου του προσώπου με έμφασι στο γεγονός ότι το πρόσωπο ζη, επιθυμεί, . . . και ότι είναι συγκεκριμένον και φυσικόν.»
Παρομοίως ο Δρ. Η. Μ. Ορλίνσκυ, ένας εκ των εξεχόντων Εβραιολόγων της Αμερικής, είπε εν σχέσει με τη χρήσι της λέξεως «ψυχή»: «Η υπό συζήτησιν Εβραϊκή λέξις εδώ είναι ‘νέφες.’ . . . Η Γραφή δεν λέγει πως έχομε ψυχή. ‘Νέφες’ είναι το πρόσωπο το ίδιο.» Ότι αυτή είναι πράγματι η θέσις που παίρνει και ο Λόγος του Θεού καταφαίνεται από τη Γένεσι 2:7: «Και έπλασε ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν [νέφες] ζώσαν.» (Άλλες μεταφράσεις αναγινώσκουν «ζων πλάσμα» ή «ύπαρξις»). Εφ’ όσον έτσι είναι, έπεται ότι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, η ψυχή πεθαίνει. Και συνεπώς διαβάζομε: « Η ψυχή η αμαρτάνουσα, αυτή θέλει αποθάνει.»—Ιεζ. 18:4, 20.
Είναι πράγματι ενδιαφέρον ότι τα τελευταία χρόνια ο ένας θεολόγος μετά τον άλλον έρχονται να υποστηρίξουν αυτήν την άποψι. Ο καθηγητής Μίλτον Γκατς, στο βιβλίο του Θάνατος: Έννοια και Θνητότης στη Χριστιανική Σκέψι και τον Σύγχρονο Πολιτισμό, αναφέρει: «Όχι μόνον το σύνολον των Βιβλικών συγγραφέων δεν έχουν καμμιά αντίληψι περί ψυχής ως χωριστού στοιχείου της ανθρώπινης υπάρξεως, αλλά επίσης υπάρχει συμφωνία ότι ο θάνατος είναι το . . . τέλος της υπάρξεως και ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η ατομική μετά θάνατον ζωή.» Πάνω στην ίδια γραμμή σκέψεως γράφει και ο Καθηγητής Ο. Κούλλμαν, θεολόγος των Πανεπιστημίων των Παρισίων και της Βασιλείας. Στο βιβλίο του Αθανασία της Ψυχής ή Ανάστασις Νεκρών; αναφέρει: «Καμμιά άλλη έκδοσίς μου δεν προκάλεσε τόσον ενθουσιασμό ή τόσο βίαιαν εχθρότητα.» Σ’ αυτό το βιβλίο υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ελπίδα του ανθρώπου για το μέλλον έγκειται όχι στην κατοχή κάποιας αθάνατης ψυχής αλλά στην ανάστασι.
Το Ζήτημα Είναι: Ζωή ή Θάνατος
Όταν ο Δημιουργός έβαλε τον άνθρωπο στον κήπο της Εδέμ, δεν έθεσε έμπροσθέν του την εκλογή μεταξύ ζωής με ευτυχία ή ζωής σε βασανισμό αλλ’ απλώς την εκλογή μεταξύ ζωής και θανάτου: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού [του απηγορευμένου καρπού], θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:17) Ομοίως ο Ιεχωβά επανειλημμένως έθεσε ενώπιον του λαού Ισραήλ την ίδια εκλογή: «Έθεσα ενώπιόν σας την ζωήν και τον θάνατον.»—Δευτ. 30:19.
Συμφώνως προς την Ελληνικήν ιδέα, οι πονηροί κατέχουν αθανασία. Αλλά η Γραφή δείχνει πως η ζωή είναι δώρον: «Διότι ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος, το δε χάρισμα [δώρον] του Θεού ζωή αιώνιος.» (Ρωμ. 6:23) Το δώρον είναι κάτι που μπορεί να γίνη αποδεκτό ή ν’ απορριφθή, δηλαδή να το αρνηθή κανείς. Άλλως δεν νοείται ως δώρον. Αν όσοι αρνούνται το δώρον της αιωνίου ζωής πρόκειται να βασανίζωνται για πάντα, δεν μπορεί πλέον να λέγεται ότι η ζωή είναι δώρον, διότι δεν υπάρχει εκλογή. Ο Θεός όμως προσφέρει εκλογήν. Οποιοσδήποτε αρνείται το Θείο δώρον της αιωνίου ζωής απλώς εκλέγει μια κατάστασι ανυπαρξίας. Ανυπαρξία ήταν η εκλογή του Αδάμ, όπως του είπε ο Θεός, ‘χώμα στο χώμα.’—Γέν. 3:19.
Εξέτασις Αντιρρήσεων
Ο καθηγητής Κούλλμαν εδήλωσε ότι το βιβλίο του ήγειρε «βίαιαν εχθρότητα» εκ μέρους μερικών. Ναι, πολλοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή. Όμοια με τον κληρικό που προσπάθησε να παρηγορήση τους θλιμμένους γονείς, πιστεύουν ότι τα λόγια του Ιησού προς τον μετανοιωμένο ληστή παρουσιάζουν μια τέτοια ελπίδα: «Σοι λέγω, σήμερον θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω Παραδείσω.» (Λουκ. 23:43) Αλλά είναι σωστό αυτό;
Ας σημειώσουμε κατ’ αρχάς ότι, εφ’ όσον η Γραφή δεν αντιφάσκει στον εαυτό της, θα πρέπει να υπάρχη κάποια παρεξήγησις. Το γεγονός είναι ότι ο Ιησούς δεν πήγε ο ίδιος στον παράδεισο εκείνη την ημέρα, διότι η Γραφή λέγει ότι πήγε στον Άδη, τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους, και ότι ανεστήθη την τρίτη ημέρα. (Πράξ. 2:23-32) Ο ίδιος ο Ιησούς ανέφερε ότι όπως «ο Ιωνάς ήτο εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτω θέλει είσθαι ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας.» (Ματθ. 12:40) Γι’ αυτό μετά την ανάστασί του είπε στη Μαρία ότι δεν ανέβη ακόμη στον ουρανό, στον Θεό του.—Ιωάν. 20:17.
Πώς πρέπει τότε να εννοήσουμε τους λόγους του Ιησού; Όχι σαν να είπε, «Σήμερον θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω Παραδείσω,» αλλά μάλλον «Αληθώς σοι λέγω σήμερον, θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω Παραδείσω.» (Λουκ. 23:43, μετάφρασις Ρόδερχαμ· βλέπε επίσης Μετάφρασι Νέου Κόσμου) Η λύσις βρίσκεται στη σωστή στίξι. Ο Ιησούς έλεγε την ημέρα εκείνη προς τον μετανοιωμένο κακοποιό ότι κάποτε στο μέλλον θα ήταν στον Παράδεισο. Αυτό εναρμονίζεται με τις λοιπές Γραφές. Αλλά είναι δυνατόν κανείς να αλλάξη τη στίξι; Βεβαιότατα. Γιατί; Διότι η στίξις ήταν άγνωστη όταν εγράφη η Αγία Γραφή, και συστηματοποιήθηκε κατά πρώτον τον δέκατον έκτο αιώνα μ.Χ. Έτσι επαφίεται στον μεταφραστή της Βίβλου η τοποθέτησις της στίξεως, η δε λογική υποδεικνύει, ότι σε περίπτωσι που ένα εδάφιο μπορεί να δεχθή περισσοτέρους του ενός τρόπους στίξεως, η στίξις μπορεί να είναι εκείνη που εναρμονίζει το εδάφιο με την υπόλοιπη Γραφή.
Μια άλλη κοινή αντίρρησις που εγείρεται ως προς το αν οι νεκροί είναι πράγματι νεκροί, αναίσθητοι, είναι η αφήγησις του πλουσίου και του Λαζάρου. Λέγει ότι ο πλούσιος πέθανε και πήγε στον Άδη και ότι στον Άδη σήκωσε τους οφθαλμούς του, ενώ ευρίσκετο σε βάσανα. (Λουκ. 16:19-31) Φαινομενικά αυτό διδάσκει ζωή μετά θάνατον, είναι όμως αυτή η αφήγησις ιστορική; Συνέβη πραγματικά ή είναι απλώς μια αλληγορία; Είναι γραμμένο ότι ο Ιησούς «χωρίς παραβολής δεν ελάλει προς αυτούς.» (Ματθ. 13:34) Ένα Σχολιογράφημα επί της Καινής Διαθήκης (1969) παρατηρεί σωστά ότι το να θεωρηθή ως ιστορική «πρέπει να αγνοηθή το στοιχείο του συμβολισμού που είναι τόσον φανερό στην αφήγησι,» όπως ‘ο κόλπος του Αβραάμ, το εστηριγμένον μέγα χάσμα και αυτή η φλοξ.’ Σημαντικό είναι επίσης ότι ο Ιησούς τίποτε δεν ανέφερε ως προς το αν ο πλούσιος ήταν πονηρός ή αν ο πτωχός ήταν καλός. Αν θεωρηθή ως παραβολή, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή για ν’ αποδείξη ζωή μετά θάνατον.
Μια άλλη αντίρρησις που εγείρεται είναι ότι επανειλημμένως στο βιβλίο της Αποκαλύψεως βλέπομε «ψυχάς» όπως «των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν την οποίαν είχον.» (Αποκάλ. 6:9· 20:4) Αλλά κι εδώ πάλι δεν έχομε να κάνωμε με συμβολισμούς με τους οποίους είναι γεμάτο το βιβλίο της Αποκαλύψεως; Ασφαλώς! (Βλέπε π.χ. Αποκάλ. 9:7-10, 12:3) Επί τη βάσει των λόγων του Λευιτικού 17:11 ότι η ζωή ή η ψυχή βρίσκεται στο αίμα, είναι εντελώς φανερό ότι οι λόγοι του Ιωάννου εδώ σημαίνουν ότι είδε το αίμα των πιστών Χριστιανών που εσφάγησαν εξ αιτίας της πιστότητος των προς τον Θεό και τον Λόγο του. Και ας σημειωθή ότι υπάρχει λογική εξήγησις για οποιαδήποτε άλλη αντίρρησι που καθ’ υπόθεσιν στηρίζεται στη Γραφή, όπως το γεγονός ότι κάποιοι φαίνεται ότι μπόρεσαν να μιλήσουν με τους νεκρούς.
Επικοινωνία με τους Νεκρούς
Μια φαινομενική περίπτωσις που υποδεικνύεται είναι το υπόμνημα του απίστου Βασιλέως Σαούλ όταν εζήτησε από μια μάγισσα να καλέση τον αποθανόντα προφήτη Σαμουήλ. Πράγματι, η μάγισσα της Ενδώρ ισχυρίσθηκε ότι ήλθε σε επαφή με τον νεκρό προφήτη Σαμουήλ, αλλά είναι γεγονός ότι ήλθε; Δεν θα μπορούσε, διότι οι νεκροί είναι αναίσθητοι, κοιμούνται στον τάφο. (Ψαλμ. 146:3, 4· Εκκλησ. 9:5, 10) Τότε ποιον είδε η μάγισσα; Είδε ένα δαίμονα που παρίστανε τον προφήτη Σαμουήλ. (1 Σαμ. 28:3-25) Δαίμονα;
Ναι, διότι μέσα σε όλες τις Γραφές βρίσκομε να γίνεται λόγος για δαίμονες, δηλαδή, πονηρά πνευματικά πλάσματα ή ξεπεσμένους αγγέλους. Από πού προήλθαν αυτοί; Προφανώς ο Θεός δεν τους εδημιούργησε ως δαίμονας, διότι όλα τα έργα αυτού είναι τέλεια και δίκαια. (Δευτ. 32:4) Εν τούτοις, όπως ακριβώς η Γραφή λέγει για ένα άγγελο που έγινε Σατανάς ο Διάβολος με τη συκοφαντική του εναντίωσι προς τον Θεό, έτσι λέγει και για άλλα πνευματικά πλάσματα που για ιδιοτελείς λόγους ενώθηκαν με αυτόν στην εναντίωσί του προς τον Θεό. Αυτό συνέβη τον καιρό προ του κατακλυσμού των ημερών του Νώε, όταν αυτοί οι άγγελοι υλοποιήθηκαν και ήλθαν στη γη για ν’ απολαύσουν σεξουαλικές ευχαριστήσεις με το να λάβουν γυναίκες από τας θυγατέρας των ανθρώπων. (Γεν. 6:1-6) Οι μιξογενείς των απόγονοι, κατά μέρος αγγελικοί και κατά μέρος ανθρώπινοι, απεδείχθη ότι ήσαν γίγαντες, που συνέβαλαν στην πονηρία και τη βία εκείνων των προκατακλυσμιαίων ημέρων. Όταν ήλθε ο Κατακλυσμός, αυτοί οι μιξογενείς απόγονοι κατεστράφησαν, ενώ οι αγγελικοί πατέρες των, επειδή ήσαν πνεύματα, μπόρεσαν να εξαϋλωθούν και να επανέλθουν στον πνευματικό κόσμο. Εκεί τηρούνται σε σκότος και δεσμά υπό τον Σατανά τον Διάβολο. Ο Ιησούς όταν ήταν στη γη επανειλημμένως ήλθε σε σύγκρουσι με αυτούς τους πονηρούς.—Λουκ. 8:26-35 1 Πέτρ. 3:19, 20· 2 Πέτρ. 2:4.
Ελπίδα Μόνον στην Παρούσα Ζωή;
Σημαίνει μήπως ότι ο άνθρωπος δεν έχει ελπίδα για το μέλλον, ότι ο θάνατος τερματίζει τα πάντα; Τέτοια θα είναι η μερίς του Αδάμ και των ομοίων εκουσίων αμαρτωλών, διότι ο Θεός δεν επεφύλαξε καμμιά ελπίδα για τον Αδάμ όταν τον κατεδίκασε να επιστρέψη στο χώμα. Ο Αδάμ, με το να είναι εκούσιος αμαρτωλός, δικαίως άξιζε την ποινή που έθεσε ο Θεός επάνω του.—Γεν. 3:19.
Αλλά όλοι οι απόγονοι του Αδάμ δεν έχουν τον ίδιο νου με τον Αδάμ. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν αγάπη για τη δικαιοσύνη, και όμως, φαινομενικά δεν βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τον Αδάμ. Όμως δεν συμβαίνει αυτό. Θα υπάρξη διαφορά, διότι ο Θεός έκαμε προμήθεια για την ανάστασι των νεκρών. Ο Θεός με την αγαθότητα του προνόησε ώστε ο Υιός του να απολυτρώση το ανθρώπινο γένος που είχε πωληθή, όπως θα λέγαμε, στην αμαρτία και στον θάνατο με την ανυπακοή του Αδάμ. (Ρωμ. 5:12) Αυτό το έκαμε ο Ιησούς με την έλευσί του στη γη, τη γέννησί του ως ανθρώπου και τέλος με την κατάθεσι της ζωής του για το ανθρώπινο γένος. Με το να εξαγοράση έτσι την ανθρώπινη φυλή, ο Ιησούς άνοιξε την οδό για την απομάκρυνσι της νομικής ανικανότητος που επεκάθητο στο ανθρώπινο γένος και τώρα έχει το δικαίωμα να αναστήση το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο.—Ματθ. 20:28· 28:18.
Συνεπώς υπάρχει ελπίς για τον άνθρωπο. Όχι στην πίστι της Πλατωνικής αθανασίας της ανθρώπινης ψυχής, αλλά με την ανάστασι των νεκρών, την οποία επίστευαν και εκήρυτταν και ο Ιησούς και οι απόστολοι. Απαντώντας στους Σαδδουκαίους, που δεν επίστευαν σε ανάστασι, ο Ιησούς είπε ότι ο Θεός ‘δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζώντων.’ Προείπε ότι «έρχεται ώρα καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού και θέλουσιν εξέλθει.» (Ματθ. 22:31-33· Ιωάν. 5:28, 29) Και οι απόστολοί του, ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος, επανειλημμένως ετόνισε το γεγονός της αναστάσεως των νεκρών. Θέτοντας έμφασι στο σημείο ότι η ελπίς του εκείτο όχι στην κατοχή αθανάτου ψυχής από τον άνθρωπο, αλλά στην ανάστασι, ο Παύλος έγραψε: «Εάν εν ταύτη τη ζωή μόνον ελπίζομεν εις τον Χριστόν είμεθα ελεεινότεροι πάντων των ανθρώπων.» «Αν οι νεκροί δεν ανασταίνωνται, ‘ας φάγωμεν και ας πίωμεν, διότι αύριον αποθνήσκομεν.»—1 Κορ. 15:19, 32· Πράξ. 17:31, 32· 24:15.
Η διδασκαλία της υπάρξεως ζωής μετά θάνατον εξ’ αιτίας του ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, αντιφάσκει προς τις σαφείς εκφράσεις των Γραφών και θέτει πολλά διλήμματα. Για να αναφέρωμε μόνο ένα: ‘Τι συμβαίνει στους ειδωλολάτρας όταν πεθαίνουν;’ Αν στο θάνατο όλοι πηγαίνουν είτε στον ουρανό είτε στην κόλασι, τι συμβαίνει με αυτούς; Η Γραφή λέγει ότι μόνον όσοι πιστεύουν στον Ιησού σώζονται. (Ιωάν. 3:16· Πράξ. 4:12) Θα βασανίζωνται αυτοί οι ειδωλολάτραι για πάντα; Η Γραφή μάς λέγει ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δείχνει αγάπη. Ένας τέτοιος προορισμός για τους ειδωλολάτρας δεν θα εξεδήλωνε τίποτε απ’ αυτά. Μερικοί αντιτάσσουν, Ω, ο Θεός θα τους σώση λόγω της άγνοιάς των, με την προϋπόθεσι ότι έκαμαν το καλύτερο που εγνώριζαν! Αλλ’ αν ο Θεός θα σώση τους ειδωλολάτρας λόγω της αγνοίας των, τότε γιατί να μη κρατηθή όλο το ανθρώπινο γένος σε άγνοια κι έτσι όλοι να σωθούν; Δεν υπάρχει ούτε λογική ούτε γραφικό εδάφιο για ένα τέτοιο συμπέρασμα. Απεναντίας η Γραφική ελπίς για τους ειδωλολάτρας που ποτέ δεν ήκουσαν για τον Χριστό είναι η ανάστασις, οπότε οι ειδωλολάτραι θα έχουν την ευκαιρία να εκλέξουν ζωή,—Ησ. 26:9.
Βλέπομε λοιπόν ότι ο άνθρωπος δεν είναι χωρίς ελπίδα. Αλλ’ αυτή η ελπίδα δεν βασίζεται στο ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, αλλά στη στοργική και πανίσχυρη προμήθεια που έκαμε ο Θεός με το αντίλυτρο του Χριστού. Μέσω αυτού καθίσταται δυνατή η μέλλουσα ζωή διά της αναστάσεως των νεκρών κάτω από τη Βασιλεία του Θεού.—Ματθ. 6:9, 10.