Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Με ποια έννοια ο Θεός είναι «επί πάντων, και διά πάντων, και εν πάσιν,» όπως αναγράφεται στο εδάφιον Εφεσίους 4:6; (κριτικόν κείμενον)—Ε.Ρ., Η.Π.Α.
Διαβάζοντας τα συμφραζόμενα μπορούμε να δούμε σαφώς ότι ο απόστολος Παύλος έγραφε στη Χριστιανική εκκλησία, ομιλώντας για την ενότητα που είχε φέρει ο Θεός ανάμεσά τους. Ο Παύλος επιθυμούσε ν’ αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν τα μέλη της εκκλησίας την πραγματική σχέσι των με τον Θεό και τον Χριστό. Δεν ανεφέρετο καθόλου εδώ στον κόσμο του ανθρωπίνου γένους γενικά.
Ο Παύλος ομιλεί για το «εν σώμα,» εκείνων οι οποίοι είναι βαπτισμένοι με το ίδιο εν ύδατι βάπτισμα, και είναι μέτοχοι του ιδίου πνεύματος, και του ‘ενός Κυρίου’ των, Ιησού Χριστού.—Εφεσ. 4:4, 5· Ματθ. 28:19, 20· 1 Κορ. 12:13.
Ο απόστολος προχωρεί και λέγει ότι έχουν μόνο ‘ένα Θεόν’· δεν υπηρετούν με διηρημένο τρόπο άλλους θεούς με πολλούς τρόπους (όπως μερικοί απ’ αυτούς έκαναν προτού γίνουν Χριστιανοί).—Γαλ. 4:8· Εφεσ. 2:1-3.
Ο Ιεχωβά είναι ο ‘εις Πατήρ’ της Χριστιανικής εκκλησίας των κεχρισμένων, διότι τους έχει αποκυήσει ως υιούς με το άγιο πνεύμα του. Τώρα είναι πνευματικά «τέκνα Θεού,» με ελπίδα να γίνουν ουράνιοι συγκληρονόμοι μαζί με τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον πρεσβύτερο ‘αδελφόν’ των. Ο Θεός, ως Πατήρ των, είναι σαφές ότι είναι «επί πάντων». (Εφεσ. 4:6) Ως τέκνα του υποτάσσονται πλήρως στο θέλημα και στην κατεύθυνσί του.—Ρωμ. 8:16· Εβρ. 2:11· 1 Ιωάν. 3:1, 2.
Ο Ιεχωβά, ο Πατήρ αυτής της ενωμένης Χριστιανικής οικογενείας, είναι «διά πάντων»—δηλαδή, πάντων εκείνων οι οποίοι αποτελούν την εκκλησία, ως εξής: Ο Θεός έχει σχηματίσει την εκκλησία προς δόξαν του. (Εφεσ. 3:21) Ο Ιεχωβά, με το να δημιουργήση να κατευθύνη την εκκλησία έχει εκδηλώσει την θαυμαστή σοφία του, ακόμη και ενώπιον αγγέλων. Στην ίδια προς Εφεσίους επιστολή του, ο Παύλος ανέφερε την αποστολή του να φωτίση πάντας, «ποία είναι η κοινωνία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ, όστις έκτισε τα πάντα . . . δια να γνωρισθή τώρα διά της εκκλησίας εν τοις επουρανίοις εις τας αρχάς και τας εξουσίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού.» Η εκκλησία υπήρξε επίσης «στύλος και εδραίωμα της αληθείας,» φρούριο εναντίον της ψευδούς διδασκαλίας που υπάρχει στον κόσμο, κι έχει χρησιμοποιηθή για να εξαγγείλη το ευαγγέλιον της Μεσσιανικής βασιλείας του Θεού. Βεβαίως ο Θεός έχει κάμει πολλά μέσω αυτής.—Εφεσ. 3:9, 10· 1 Τιμ. 3:15.
Ο Ιεχωβά είναι «εν πάσιν,» σ’ όλη τη Χριστιανική εκκλησία, διότι το πνεύμα του ενεργεί σ’ όλα τα μέλη της για να εκτελέση τις διάφορες λειτουργίες της. Κάθε μέλος, ως μέρος του «σώματος,» κινείται και ωθείται από το πνεύμα προς όφελος ολοκλήρου του σώματος, για την εποικοδόμησί της, διότι «δίδεται . . . εις έκαστον η φανέρωσις του πνεύματος προς το συμφέρον.» (1 Κορ. 12:6, 7) Επί πλέον, η Χριστιανική εκκλησία είναι «ναός Θεού ζώντος,» στον οποίον κατοικεί ο Θεός, όπως γίνεται υπενθύμισις στους Εφεσίους: «Εν τω οποίω [τω Χριστώ] και σεις συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού διά του πνεύματος.»—2 Κορ. 6:16· Εφεσ. 2:21, 22.
Στο εικοστό πρώτο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, η πόλις Νέα Ιερουσαλήμ, ο μεγάλος ουράνιος ανακτορικός ναός, φαίνεται σε μια όρασι. Ο Ιεχωβά Θεός και ο Ιησούς Χριστός φαίνονται να κατοικούν σ’ αυτόν. Αυτός ο ουράνιος ναός, που αποτελείται από 144.000 ‘λίθους ζώντας,’ είναι πλήρης σ’ όλα τα μέρη του και βρίσκεται σε ενότητα με τον Βασιλέα της αιωνιότητος και τον αθάνατο Υιό του και θα έχη πάντοτε τον Θεό «επί πάντων, και διά πάντων, και εν πάσιν» καθώς θα τον υπηρετούν ως δίκαιοι βασιλικοί και ιερατικοί οικονόμοι στη Μεσσιανική βασιλεία του Θεού.—Εφεσ. 1:10· 1 Πέτρ. 2:5· 1 Τιμ. 1:17· 6:16· Αποκάλ. 20:6.
● Ήταν ο απόστολος Παύλος ένας από τους δώδεκα αποστόλους;
Η απόδειξις αποκαλύπτει ότι, μολονότι ο Παύλος ήταν απόστολος του Ιησού Χριστού, στη Γραφή δεν παρουσιάζεται ως ένας από τους ‘δώδεκα αποστόλους’.
Η λέξις απόστολος σημαίνει «εκείνος ο οποίος αποστέλλεται.» Το «Ερμηνευτικόν Λεξικόν των Λέξεων της Καινής Διαθήκης» υπό Βάιν, (στην Αγγλική) κάτω από τη λέξι «Απόστολος» παρατηρεί τα εξής: «Ο Παύλος, μολονότι είχε ιδεί τον Κύριο Ιησού, 1 Κορ. 9:1· 15:8, δεν είχε ‘συναναστραφή 45:τους Δώδεκα ‘όλον τον καιρό’ της επιγείου διακονίας Του, κι επομένως δεν ήταν κατάλληλος για μια θέσι ανάμεσα τους, σύμφωνα με την περιγραφή του Πέτρου για τ’ αναγκαία προσόντα, Πράξεις 1:22. Ο Παύλος είχε λάβει άμεση εντολή, από τον Ίδιο τον Κύριο, μετά την Ανάληψί Του, για να φέρη το Ευαγγέλιο στους Εθνικούς.»
Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν ένας από τους δώδεκα που είχε αρχικά εκλεγή από τον Ιησού ως απόστολος. (Ματθ. 10:2-5· Λουκ. 6:13-16) Αλλ’ έγινε κλέπτης, κατόπιν προδότης, προδίδοντας τον Ιησού και τελικά αυτοκτόνησε, αφήνοντας ένδεκα πιστούς αποστόλους.—Ιωάν. 12:4-6· 18:1-5.
Ύστερ’ από τον θάνατο του Χριστού, αλλά πριν από την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ., ο απόστολος Πέτρος παρουσίασε σε μια Χριστιανική συνάθροισι την ανάγκη για ένα αντικαταστάτη του Ιούδα, σύμφωνα με τα προφητικά λόγια του Ψαλμού 109:8. «Και έστησαν [προφανώς παρόντες άρρενες Χριστιανοί] δύο, Ιωσήφ τον καλούμενον Βαρσαβάν, όστις επωνομάσθη Ιούστος και Ματθίαν.» Οι συγκεντρωμένοι Χριστιανοί προσευχήθηκαν και ζήτησαν από τον Ιεχωβά ν’ αναδείξη τον αντικαταστάτη. Κατόπιν «έδωκαν τους κλήρους αυτών· και έπεσεν ο κλήρος εις τον Ματθίαν, και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα αποστόλων.»—Πράξ. 1:15-26.
Όπως ακριβώς οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ ήσαν τα θεμέλια του φυσικού Ισραήλ στην έναρξί του, έτσι έπρεπε σύμφωνα με τον τύπο τα δώδεκα θεμέλια του πνευματικού Ισραήλ (οικοδομημένα επάνω στο Κύριο Θεμέλιο, τον Ιησού Χριστό) να είναι παρόντα τον καιρό της εγκαθιδρύσεως της Χριστιανικής Εκκλησίας, την Πεντηκοστή. Όταν 120 περίπου από τους μαθητάς είχαν συναχθή σ’ ένα ανώγειο την ημέρα της Πεντηκοστής, ανέμεναν να βαπτισθούν με το άγιο πνεύμα, διότι ο Ιησούς τους είχε πη τον καιρό της αναλήψεώς του πριν από δέκα μέρες ότι αυτό θα συνέβαινε ‘ουχί μετά πολλάς ημέρας.’ (Πράξ. 1:5, 8) Εκεί άρχισε η Χριστιανική εκκλησία και 3.000 περίπου οικοδομήθηκαν επάνω στο θεμέλιο την ίδια εκείνη ημέρα. Αλλά κανένα θεμέλιο δεν προστίθεται σε μια οικοδομή όταν η ανέγερσις της υπερκειμένης οικοδομής έχει αρχίσει. Επομένως δεν φαίνεται ότι ο Θεός θα κρατούσε ανοικτή την κενή θέσι του Ιούδα, περιμένοντας τη μεταστροφή του Σαούλ. (Παύλου) Ο Θεός είναι καταφανές ότι ενήργησε τότε σύμφωνα με την προσευχή των συνηγμένων μαθητών. Έτσι ο κλήρος έδειξε ότι η εκλογή του Ιεχωβά ήταν για τον Ματθίαν.—Παροιμ. 16:33.
Εξεδήλωσε κατόπιν ο Ματθίας τα προσόντα του αποστόλου; Το υπόμνημα της Γραφής δείχνει ότι οι απόστολοι είχαν, μεταξύ άλλων χαρισμάτων, τη δύναμι να μεταδίδουν τα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος. (Πράξ. 8:14-18· 10:44) Αν ο Ματθίας δεν ήταν στην πραγματικότητα εκλογή του Θεού, η αδυναμία του να το κάμη αυτό θα ήταν καταφανής σε όλους. Αλλά η Γραφή δεν λέγει πουθενά ότι ο Ματθίας ήταν ελλιπής σ’ αυτό το σημείο.
Κάποτε μετά την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ., αλλά πριν από τη μεταστροφή του Παύλου, «οι δώδεκα» διευθέτησαν ένα ζήτημα που περιελάμβανε διανομή της τροφής, διορισμό μιας επιτροπής από επτά άνδρας ως διαχειριστάς. «Οι απόστολοι» έκαμαν τους διορισμούς με το να θέσουν χείρας στους επτά. Ο Ματθίας ήταν χωρίς αμφιβολία ένας από ‘τους δώδεκα,’ ‘τους αποστόλους’ οι οποίοι το έκαμαν αυτό. Πράξ. 6:1-6.
Πιθανώς το 34 ή 35 μ.Χ. ο Παύλος μετεστράφη στη Χριστιανοσύνη. Την εποχή εκείνη ο αναστημένος Ιησούς εδήλωσε στον Παύλο ότι επρόκειτο να σταλή για να βαστάση το όνομα του Ιησού στα μη Ιουδαϊκά έθνη. Έτσι ο Παύλος επρόκειτο να είναι ένας «απόστολος [όχι απλώς μιας εκκλησίας, αλλά απόστολος ή ‘απεσταλμένος’ του Κυρίου Ιησού Χριστού] των εθνών.» (Πράξ. 9:15· 26:14-18· Γαλ. 1:15, 16· Ρωμ. 1:5· 11:13· 1 Τιμ. 2:7) Ο απόστολος Ιάκωβος δεν είχε θανατωθή από τον Ηρώδη ως το 44 μ.Χ., ώστε φαίνεται ότι και οι δώδεκα απόστολοι ήσαν ακόμη στη ζωή όταν έλαβε, ο Παύλος την αποστολή του. (Πράξ. 12:1, 2) Εν τούτοις, πρέπει να παρατηρηθή ότι κανένας απόστολος δεν αντικατεστάθη λόγω θανάτου· μόνο ο Ιούδας αντικατεστάθη λόγω απιστίας. Δεν υπάρχουν «διάδοχοι» των δώδεκα αποστόλων. Δεν υπάρχει τίποτε στη Γραφή που να υποδεικνύη ότι ο Παύλος αντικατέστησε τον Ματθία ή ότι αντικατέστησε οποιονδήποτε από τους άλλους αποστόλους.
Μολονότι ο Παύλος ανεγνώριζε την ιδιότητά του ως αποστόλου, και είχε όλες τις δυνάμεις και τα προσόντα ενός αποστόλου του Ιησού Χριστού, εφόσον είχε τεθή σ’ αυτή τη θέσι μέσα στο Χριστιανικό «σώμα» από τον Ιεχωβά, ποτέ ο ίδιος δεν περιέλαβε τον εαυτό του μεταξύ των δώδεκα. (Γαλ. 1:1· 2:8· 1 Κορ. 9:1, 2· 12:27, 28) Αντιθέτως, όταν παρέθεσε εκείνους στους οποίους εμφανίσθηκε ο αναστημένος Χριστός, ο Παύλος ανέφερε τον εαυτό του χωριστά από «πάντας τους αποστόλους» και «τους δώδεκα.» (1 Κορ. 15:5, 7, 8) Στο εδάφιο 1 Κορινθίους 15:5, η έκφρασις «τους δώδεκα» αναφέρεται στους αποστόλους σε κάποιο καιρό πριν από την εκλογή του Ματθία, αλλά σύμφωνα με τα εδάφια Πράξεις 1:21, 22 πρέπει να περιλαμβάνη τον Ματθία, ο οποίος τότε ήταν συνταυτισμένος με τους δώδεκα.
Στην περιγραφή της Νέας Ιερουσαλήμ, της ουρανίας πόλεως στην οποία ο Ιεχωβά και ο Ιησούς Χριστός φαίνονται να κατοικούν, διαβάζομε: «Το τείχος της πόλεως είχε θεμέλια δώδεκα, και εν αυτοίς τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου.» (Αποκάλ. 21:2, 14) Οι αποδείξεις που μόλις εξετάσθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το όνομα του Ματθία, όχι του Παύλου, ήταν σ’ ένα από τους δώδεκα λίθους. Ο Ματθίας ήταν απόστολος ευθύς από την θεμελίωσι (Πεντηκοστή του 33 μ.Χ.) του πνευματικού έθνους των 144.000 που αποτελούν τη Νέα Ιερουσαλήμ, τη «νύμφη» του Χριστού. (2 Κορ. 11:2· Αποκάλ. 21:2) Πραγματικά, Ο Παύλος έγραψε πολλές θεόπνευστες επιστολές. Αλλά η πρώτη απ’ αυτές εγράφη δεκαεπτά περίπου «χρόνια ύστερ’ από τη θεμελίωσι του πνευματικού έθνους, σε μια εποχή που το έθνος είχε αναπτυχθή και περιελάμβανε χιλιάδες ανθρώπους.
Επομένως, η απόδειξις δείχνει ότι ο Παύλος δεν ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους, τα δευτερεύοντα θεμέλια της Νέας Ιερουσαλήμ. Εν τούτοις, ήταν ο ειδικός απόστολος του Χριστού στα έθνη, και αυτό τον διορισμό τον εξεπλήρωσε με ζήλο.—2 Τιμ. 4:7, 8.
● Ποια είναι η σημασία της προσευχής προς τον Θεόν: «Μη φέρης ημάς εις πειρασμόν»;—Ε.Ντ., Η.Π.Α.
Αυτό αποτελεί μέρος της ‘υποδειγματικής προσευχής’ του Ιησού με την οποία είμεθα εξοικειωμένοι. Ο Χριστός, αφού παρώτρυνε τους μαθητάς του να προσεύχωνται για συγχώρησι, συνεπλήρωσε την προσευχή: «Και μη φέρης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ελευθέρωσον ημάς από του πονηρού.»—Ματθ. 6:12, 13· Λουκ. 11:4.
Μερικοί διερωτήθηκαν μήπως αυτό σημαίνει ότι, αν ένας δεν ζητήση από τον Θεό να ενεργήση διαφορετικά, τότε ο Θεός θα τον φέρη σε πειρασμό ν’ αμαρτάνη. Αλλ’ αυτό δεν μπορεί καθόλου να συμβαίνη, διότι ο Ιεχωβά ενέπνευσε τον ετεροθαλή αδελφό του Ιησού, τον Ιάκωβο, να γράψη: «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη, Ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει.» (Ιακ. 1:13) Οι λόγοι του Ιησού πρέπει να κατανοηθούν υπό το φως αυτού του εδαφίου και σε αρμονία μ’ αυτό.
Η πείρα του Αδάμ και της Εύας ρίχνει φως σ’ αυτό που εννοούσε ο Χριστός. Ο Θεός τούς επέτρεψε να τρώγουν όσο θέλουν από «παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν, και καλόν εις την γεύσιν.» Εν τούτοις, δεν έπρεπε να φάγουν από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού.—Γέν. 2:9, 16, 17.
Αυτό ήταν μια δοκιμή γι’ αυτούς, πράγματι. Εν τούτοις, δεν ήταν μια κακή δοκιμή σχεδιασμένη για να τους προξενήση βλάβη. Ο Θεός δεν ήταν όπως οι θρησκευτικοί εχθροί του Χριστού, οι οποίοι εσχεδίαζαν να τον δοκιμάζουν για να τον παγιδεύσουν κι έτσι να έχουν μια δικαιολογία για να τον θανατώσουν. (Ματθ. 22:15-18· Μάρκ. 11:18· 12:13· Ιωάν. 11:53) Μ’ αυτή την απλή δοκιμή του Αδάμ και της Εύας, ο Ιεχωβά μπορούσε να κάμη σαφές τι ήσαν πράγματι, αν ως ελεύθεροι ηθικοί παράγοντες επιθυμούσαν πραγματικά να υπακούουν και να υπηρετούν τον Δημιουργό των.
Αλλά παρατηρήστε ένα έξοχο πράγμα που έκαμε ο Θεός: Για να βοηθήση τον Αδάμ και την Εύα ν’ αποφύγουν το σφάλμα, στην πραγματικότητα, να ‘μη φέρη αυτούς εις πειρασμόν,’ εξήγησε σ’ αυτούς ότι η ανυπακοή θα ήταν κακό και θα ωδηγούσε στον θάνατο. Το να ειδοποιή κανείς ένα άτομο εναντίον του κακού ασφαλώς δεν σημαίνει ότι το θέτει σε πειρασμό μ’ αυτό. Δεν ήταν ο Διάβολος εκείνος που έφερε σε πειρασμό το πρώτο ζεύγος; Είδε μια ευκαιρία να τους φέρη σε πειρασμό να υπερβούν τα όρια που είχε θέσει γι’ αυτούς ο Θεός. Η ψευδής περιγραφή του για την έκβασι που θα είχε το να φάγουν από το δένδρο εγέννησε σ’ αυτούς μια εσφαλμένη επιθυμία, η οποία με τη σειρά της ωδήγησε στην αμαρτία.—Γέν. 3:1-6· Ιακ. 1:14, 15.
Όπως έκαμε με τον Αδάμ και την Εύα, ο Θεός δεν οδηγεί τους Χριστιανούς σήμερα «εις πειρασμόν» με το να μας προειδοποιή εναντίον των κακών και με το να μας πληροφορή ποιες θα είναι οι συνέπειες αν μετέχωμε σε τέτοια πράγματα. Έτσι βοηθούμεθα ν’ αποφεύγωμε πειρασμούς να πράξωμε κακό.
Παραδείγματος χάριν, ο Ιεχωβά μάς λέγει σαφώς ότι η μοιχεία είναι αμάρτημα και πρέπει ν’ αποφεύγεται. (Έξοδ. 20:14· Ρωμ. 13:9, 10) Αυτή είναι μια προειδοποίησις για να μη αγνοούμε τι είναι κακό. Επίσης, Αυτός μας λέγει ποια θα είναι τ’ αποτελέσματα αν ένας Χριστιανός διαπράξη αυτό το σφάλμα· θα μολύνη τη συζυγική κοίτη, θα έχη δυσμενή κρίσι και δεν θα κληρονομήση την Βασιλεία. (Εβρ. 13:4· 1 Κορ. 6:9, 10) Είναι σαφές ότι ο Ιεχωβά δεν φέρει σε πειρασμό τους Χριστιανούς να διαπράξουν μοιχεία. Αντιθέτως, παρατηρήστε την έξοχη συμβουλή στο εδάφιο 1 Κορινθίους 7:5. Στα έγγαμα ζεύγη, τα οποία, κατόπιν κοινής συμφωνίας, απέχουν για ένα χρονικό διάστημα από τις γαμήλιες σχέσεις, προχωρεί η συμβουλή και λέγει ‘και πάλιν να συνέρχωνται επί το αυτό, διά να μη τους πειράζη ο Σατανάς’ και τους ωθή σε μοιχεία. Ο πειρασμός δεν θα ήταν από τον Θεό, ο οποίος θέλησε να επαγρυπνούν και τους προειδοποίησε, αλλά από τον Σατανά μέσω της λειτουργίας της κακής επιθυμίας.
Ομοίως, στα εδάφια 1 Τιμόθεον 6:9, 10 ο Ιεχωβά προειδοποιεί ότι η φιλαργυρία είναι επικίνδυνη και ότι μπορεί να οδηγήση σε κάθε είδους βλαβερά πράγματα. Και λέγει ότι το αποτέλεσμα αυτής της αγάπης και η αποφασιστικότης ενός ανθρώπου να πλουτίση μπορεί να περιλαμβάνη το να οδηγηθή σε απομάκρυνσι από την πίστι και σε πολλές στενοχώριες και σε οδύνες. Έτσι ειδοποιούμεθα τι είναι εσφαλμένο και είμεθα πληροφορημένοι όσον αφορά την βλάβη που μπορεί να προκύψη αν πέσωμε σ’ αυτόν τον πειρασμό.—2 Κορ. 2:11.
Ένας που προσεύχεται να μη έλθη σε πειρασμό αναλαμβάνει την υποχρέωσι να κάμη το καλύτερο που μπορεί για ν’ αποφεύγη πειρασμούς. Αυτό θα περιελάμβανε και το ν’ αποβάλλη σκέψεις οι οποίες οικοδομούν κακές επιθυμίες καθώς και ν’ αποφεύγη καταστάσεις, στις οποίες είναι πιθανόν να προκύψουν πειρασμοί. Επίσης οφείλει ν’ αφήση τον Ιεχωβά να τον ενισχύση με το να μελετά τον Λόγο του Θεού έτσι ώστε να μπορή να διακρίνη το καλό από το κακό.
Συνεπώς, οι λόγοι του Ιησού «Μη φέρης ημάς εις πειρασμόν» δεν υπονοούν ότι ο Θεός μάς πειράζει ή μας φέρνει σε καταστάσεις, οι οποίες μας θέτουν σε πειρασμό με το κακό, κι επομένως προκύπτει η ανάγκη να Τον παρακαλούμε να ενεργήση διαφορετικά. Αντιθέτως, αποτελούν παράκλησι να μη μας αφήση ο Θεός σε άγνοια των κακών πραγμάτων, τα οποία θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν πειρασμό, αλλά να μας ειδοποιή και να μας ενισχύη ώστε να μπορούμε ν’ αποφεύγωμε τον πειρασμό ή να τον υπομένωμε.