Γιατί το Όνομα «Μάρτυρες του Ιεχωβά»;
«ΤΙ ΕΝΥΠΑΡΧΕΙ σ’ ένα όνομα; Εκείνο που ονομάζομε ρόδον, και με οποιαδήποτε άλλο όνομα θα ευωδίαζε εξίσου», είπε ο Σαίξπηρ. Αυτό είν’ αλήθεια, αλλ’ ωστόσο θα εχρειάζετο ένα όνομα για να το διακρίνη από τ’ άλλα άνθη.
Τα ονόματα ενέχουν σπουδαιότητα. Χωρίς αυτά δεν θα μπορούσαμε κατάλληλα να διακρίνωμε ειδικά άτομα, τόπους ή πράγματα. Όνομα, κατά το λεξικό Ουέμπστερ, είναι «μια λέξις . . . με την οποίαν ένα άτομο ή μια τάξις ατόμων (ανθρώπων ή πραγμάτων) είναι κανονικά γνωστά ή προσδιωρισμένα. . . . Ένας διακεκριμένος και ειδικός προσδιορισμός». Μεταξύ μερικών πολύ αρχεγόνων λαών δεν δίδονται στα άτομα ειδικά ονόματα, αλλ’ απλώς αυτά διακρίνονται από κάποια φυσική ιδιομορφία ως προς το ύψος, το μέγεθος και τα παρόμοια. Τι γίνεται, όμως, όταν δύο ή περισσότερα άτομα μοιάζουν πολύ μεταξύ των; Το να προσπαθούμε ν’ απαλλαγούμε από ονόματα παρουσιάζει δυσχέρειες.
Ο Θεός, στον λόγο του, την Αγία Γραφή, κατ’ επανάληψιν τονίζει τη σπουδαιότητα των ονομάτων, ιδιαίτερα τη σπουδαιότητα του ιδικού του ονόματος, Ιεχωβά. Το ότι θεωρεί, επίσης, σπουδαία τα ονόματα των δούλων του μπορεί να παρατηρηθή από το γεγονός ότι κατά καιρούς αυτός ο ίδιος άλλαξε τα ονόματά των: Το όνομα Άβραμ σε Αβραάμ, Σάρα σε Σάρρα, Ιακώβ σε Ισραήλ. Κι ο Ιησούς άλλαξε το όνομα του Σίμωνος σε Κηφάν, το οποίον μεταφράζεται Πέτρος. Ούτε μπορούμε να παραβλέψωμε το γεγονός ότι «κατά θείαν πρόνοιαν» (ΜΝΚ) οι μαθηταί στην Αντιόχεια ωνομάσθησαν «Χριστιανοί».—Ιωάν. 1:42· Πράξ. 11:26.
Ενόσω η Χριστιανική εκκλησία αριθμούσε συγκριτικώς λίγες χιλιάδες και οι απόστολοι ζούσαν, το όνομα «Χριστιανός» ήταν αρκετά διακριτικό και χαρακτηριστικό. Όλοι εκείνοι που ωμολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί αλλ’ οι πεποιθήσεις των ή η διαγωγή των διέψευδε τον ισχυρισμό τους αφωρίζοντο πάραυτα από τη Χριστιανική κοινότητα. Εκείνο τον καιρό το όνομα «Χριστιανός» είχε μια σαφή, αναμφίβολο σημασία, διότι περιωρίζετο στους ειλικρινείς, διαφωτισμένους, αφιερωμένους, γνησίους ακολούθους του Ιησού Χριστού.
Αλλ’ ύστερ’ απ’ τον θάνατο των αποστόλων ένας εχθρός, ο Σατανάς ή Διάβολος, έσπειρε σπόρους κατ’ απομίμησιν Χριστιανών στον αγρό, κι έτσι σε λίγον καιρό έγινε ένας αγρός αποστατών και απομιμητών, που έφεραν ωστόσο το όνομα Χριστιανοί, Χριστιανισμός. (Ματθ. 13:24, 25) Αυτό, πάλι, προσείλκυσε ακόμη περισσοτέρους μη Χριστιανούς στην ποίμνη. Άλλοι έγιναν Χριστιανοί κατ’ όνομα μόνο για ν’ αποφύγουν τον διωγμό. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού ήσαν οι παλαιοί Σάξονες της Γερμανίας, που προσηλυτίσθησαν βιαίως από τον Καρλομάγνο, και οι Μαρράνος της Ισπανίας, Ιουδαίοι, που παρουσιάζοντο ως Χριστιανοί για ν’ αποφύγουν διωγμό από την κρατική Ρωμαίο-Καθολική Εκκλησία. Έτσι, επί πολλούς αιώνες στην Ευρώπη ένας άνθρωπος εθεωρείτο Χριστιανός, άσχετα με τις πεποιθήσεις και τα ήθη του, εφόσον δεν ισχυρίζετο ότι είναι Ιουδαίος, Μουσουλμάνος ή αθεϊστής.
ΧΛΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΕΣ
Αυτή η κατάστασις πραγμάτων έθεσε ένα πρόβλημα για τους Μεταρρυθμιστάς, όταν ενεφανίσθησαν στο προσκήνιο. Πώς θα αυτωνομάζοντο οι ακόλουθοί των, εφόσον το όνομα Χριστιανός εχρησιμοποιείτο τόσον ευρέως; Πώς θα μπορούσαν να διακρίνουν τους εαυτούς των από τους υπολοίπους; Κατ’ επανάληψιν ακολούθησαν ασύνετα τις γραμμές της ελαχίστης αντιστάσεως, υιοθετώντας τη χλευαστική προσωνυμία που τους είχαν δώσει οι εχθροί των. Πώς επήλθε αυτό στην περίπτωσι των Λουθηρανών το αφηγείται ένας ιστορικός:
«Ο όρος ‘Λουθηρανός’ εχρησιμοποιείτο ήδη στον καιρό του Λουθήρου. Ο Λούθηρος απέκρουσε αυτόν τον όρον, όχι βέβαια λόγω ιδιαιτέρας τινός μετριοφροσύνης, την οποίαν δεν κατείχε, αν διέτρεχε κίνδυνο η δοξασία του, αλλ’ απλώς διότι ενόμιζε ότι η θεολογία του ήταν η μόνη ορθή και αληθινή Χριστιανική δοξασία και δεν υπήρχε τρόπος να είναι κανείς πραγματικός Χριστιανός παρά μόνο με το να είναι ‘Λουθηρανός’. Αν εχρειάζετο έναν όρο γιο να χαρακτηρίση τους οπαδούς του προς διάκρισιν από τους Παπιστάς, επροτίμησε τη λέξι ‘Ευαγγελικοί’, οπαδοί του Ευαγγελίου. Αργότερα, όμως, συγκατένευσε στη χρήσι του ονόματός του, και λέγει ο ίδιος: ‘Εμείς οι λεγόμενοι Λουθηρανοί’.»—Η Θεολογία του Μαρτίνου Λουθήρου, υπό Χ. Χ. Κραμ.
Άλλοι έγκυροι συγγραφείς δίνουν περαιτέρω λεπτομέρειες. Το όνομα εχρησιμοποιείτο χλευαστικά από τους Ρωμαιο-Καθολικούς, οι δε πρώτοι που το έπραξαν ήσαν ο Γερμανός θεολόγος Γιόχαν Εκ και ο Πάπας Αδριανός ΣΤ΄. Μεταξύ των λόγων, που εδόθησαν για την υιοθέτησι του ονόματος «Λουθηρανός» από τους οπαδούς του Λουθήρου, ήταν η διάκρισίς των από τους Προτεστάντας [Διαμαρτυρομένους] που ακολούθησαν τους Ελβετούς μεταρρυθμιστάς Καλβίνο και Ζβίγκλιο, με των οποίων τη θεολογία διαφωνούσαν. Εν τούτοις, αποδεχόμενοι αυτό το όνομα, ηγνόησαν την αποστολική συμβουλή: «Όταν λέγη τις, Εγώ μεν είμαι του Παύλου, άλλος δε, Εγώ του Απολλώ· δεν είσθε σαρκικοί; Τις λοιπόν είναι ο Παύλος, και τις ο Απολλώς;»—1 Κορ. 3:4, 5.
Εκείνοι, που ενώθηκαν στον δέκατον όγδοον αιώνα με τον Ιωάννην Ουέσλεϋ στο μεταρρυθμιστικό του κίνημα ενόσω ήταν στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Αγγλίας, πιάσθηκαν σε παρόμοια παγίδα. Αφού διεπίστωσαν την έλλειψι πνευματικότητος από μέρους πολλών σπουδαστών, συνήλθαν για «να καταστήσουν βαθύτερη την πνευματική τους ζωή με προσευχή και μελέτη των Γραφών. Ωνομάσθησαν ‘Μεθοδισταί’ στην αρχή με χλευαστικό πνεύμα, διότι ήσαν ασυνήθως ακριβείς και ‘μεθοδικοί’ στην τήρησι των θρησκευτικών καθηκόντων των, και στη ρύθμισι της ζωής των.» Έτσι, οι οπαδοί του Ουέσλεϋ επίσης άφησαν τους εχθρούς των να τους αποδώσουν το διακριτικό τους όνομα.—Εγκυκλοπαιδεία Θρησκευτικής Γνώσεως, Σάνφορντ.
Ένα άλλο παράδειγμα παρέχεται από την Εταιρία των Φίλων, που είναι κοινότερα γνωστοί ως Κουάκεροι. «Το επίθετον Κουάκεροι εδόθη χλευαστικά, διότι αυτοί συχνά έτρεμαν κάτω από τη φοβερή νόησι της απείρου αγνότητος και μεγαλειότητος του Θεού, το δε όνομα αυτό, στο οποίον υπετάχθησαν μάλλον παρά το παρεδέχθησαν, έχει καταστή γενικό προσδιοριστικό όνομα.»—Εγκυκλοπαιδεία ΜακΚλίντοκ και Στρονγκ, Τόμ. 3, σελ. 668.
Κατόπιν είναι οι Βαπτισταί. Στην αρχή τους απεδόθη σκωπτικώς η προσωνυμία «Αναβαπτισταί», δηλαδή αναβαπτισμένοι, διότι απαιτούσαν απ’ όλους, όσοι είχαν ραντισθή στη νηπιακή ηλικία τους, να βαπτισθούν αποδεχόμενοι τον Χριστόν λόγω των ιδίων των πεποιθήσεων. Οι ίδιοι δεν είχαν αποδεχθή αυτόν τον όρον αλλ’ επέμειναν να γνωσθούν μόνον ως «Χριστιανοί», «Αποστολικοί Χριστιανοί», «Αδελφοί», και «Μαθηταί του Χριστού». Στο τέλος όμως κι αυτοί απεδέχθησαν το παρωνύμιό τους, του τους εδόθη σκωπτικώς, ως το προσφυές των όνομα και ωνομάσθησαν Βαπτισταί.
ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΑΙ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ
Τα πράγματα δείχνουν ότι το ζήτημα ενός ονόματος αντιμετωπίσθη κι από τους ειλικρινείς εκείνους Χριστιανούς σπουδαστάς της Βίβλου, που άρχισαν να συναθροίζωνται για τη μελέτη του Θείου λόγου περίπου από το έτος 1870 κι εμπρός. Κάποτε αυτοί ήσαν Βαπτισταί, Κογκρεγκασιοναλισταί, Λουθηρανοί, Μεθοδισταί, Πρεσβυτεριανοί και Ρωμαιοκαθολικοί. Τώρα, όμως, με τι όνομα θα έπρεπε να γίνουν γνωστοί; Σε μια λοιπόν από τις πρώτες συνελεύσεις των ένας πρώην Πρεσβυτεριανός διάκονος ηγέρθη και είπε ότι είχε ιδεί μια κατσίκα μέσα σε μια ξύλινη κλούβα σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό, η οποία δεν μπορούσε να σταλή στον προορισμό της διότι η κατσίκα αυτή είχε φάγει την ετικέτα του προορισμού της. «Τώρα παιδιά», συνέχισε, «κι εγώ είμαι σαν εκείνη την κατσίκα. Κάποτε είχα μια ετικέτα, αλλά την έφαγα», ως αποτέλεσμα της αναγνώσεως του βιβλίου Το Σχέδιον των Αιώνων, «και τώρα δεν ξέρω πού ανήκω.»
Αληθώς, αυτοί ήσαν Χριστιανοί, οι δε Γραφές χρησιμοποιούν το όνομα «Χριστιανός», αλλ’ εφόσον κυριολεκτικά εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπων ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί, αυτό το όνομα αφ’ εαυτού δεν μπορούσε να χρησιμεύση για να προσδιορίση αυτούς ειδικά. Εκτός απ’ αυτό, υπάρχει και ιδιαίτερη θρησκευτική απόχρωσις που φέρει το όνομα «Χριστιανική Εκκλησία», καθώς και μια γνωστή ως «Μαθηταί του Χριστού».
Άλλοι τους παρωνόμασαν σκωπτικά «Χιλιοχαραυγιστάς», «Ρωσσελιστάς», «Ροδερφορδιστάς», «Ανθρώπους της Σκοπιάς». Φρονίμως πράττοντας αυτοί αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν επισήμως οποιαδήποτε απ’ αυτά τα σκωπτικά παρωνύμια. Η αλήθεια περί της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού ήταν μία μόνο από τις διδασκαλίες των· αυτοί δεν ακολουθούσαν κανέναν ανθρώπινο ηγέτη αλλά μόνο τον Διδάσκαλόν των, Ιησούν Χριστόν· το περιοδικό Η Σκοπιά ήταν απλώς μια από τις εκδόσεις που χρησιμοποιούσαν για να διαδώσουν την αλήθεια του λόγου του Θεού.
Ένα διάστημα χρόνου ανεφέροντο ως «Σπουδασταί των Γραφών», μία δε από τις διεθνείς οργανώσεις των ήταν γνωστή ως Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής. Αλλ’ ήταν αυτό το όνομα αρκετά διακριτικό, ειδικευτικό και επαρκές; Όχι, δεν ήταν. Γιατί όχι; Διότι, αφ’ ενός, αυτοί διόλου δεν ήσαν οι μόνοι σπουδασταί των Γραφών. Υπήρχαν κάθε είδους σπουδασταί των Γραφών, οι οποίοι ήσαν ακόμη δεσμευμένοι από τα διάφορα σύμβολα πίστεως του «Χριστιανικού κόσμου»: Σπουδασταί των Γραφών που ήσαν Θεμελιωτισταί, Νεωτερισταί, και μερικοί που ήσαν Θεϊσταί. Ναι, όλοι αυτοί έκαναν μελέτη των Γραφών. Και επί πλέον, υπήρχαν μερικοί που είχαν δημιουργήσει διαιρέσεις, όπως εκείνες που αναφέρονται στην επιστολή προς Ρωμαίους 16:17, και οι οποίοι απεχωρίσθησαν κι ωστόσο ανεφέροντο ως σπουδασταί των Γραφών. Ο όρος λοιπόν Σπουδαστής των Γραφών πολύ απείχε του να είναι ειδικευτικός, διακριτικός.
Αλλά, το ακόμη σπουδαιότερο είναι ότι ο όρος Σπουδασταί των Γραφών δεν ήταν καθόλου επαρκής. Εν πρώτοις, δεν είχε Γραφικό προηγούμενο. Εξ άλλου, οι Χριστιανοί αυτοί δεν ήσαν μόνο σπουδασταί των Γραφών, αλλ’ ήσαν σπουδασταί των Γραφών, οι οποίοι παρεδέχθησαν τη Γραφή ως τον εμπνευσμένον λόγον του Θεού· ήσαν σπουδασταί των Γραφών που αφιερώθησαν να πράξουν το θέλημα του Θεού και ν’ ακολουθήσουν τα ίχνη του Ιησού Χριστού· σπουδασταί των Γραφών, μεταξύ των οποίων κι ο τελευταίος ήταν, επίσης, ένας κήρυξ του ονόματος του Θεού και της βασιλείας του.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ—ΓΙΑΤΙ;
Εν τούτοις, υπήρχε ένα όνομα μέσα στις Γραφές, το οποίον ο Θεός είχε εφαρμόσει στους δούλους του, το οποίον όνομα κανείς άλλος δεν το είχε λάβει, και το οποίον κανείς άλλος δεν ήθελε να το λάβη. Ήταν ένα όνομα που τους ταίριαζε μοναδικά, δηλαδή, μάρτυρες του Ιεχωβά, βασισμένο στα εδάφια Ησαΐα 43:10, 12 (ΜΝΚ): «Σεις είσθε «μάρτυρες μου, λέγει ο Ιεχωβά, και ο δούλός μου, τον οποίον έκλεξα». «Σεις δε είσθε, μάρτυρες μου, λέγει ο Ιεχωβά, και εγώ ο Θεός».
Το ότι οι ακόλουθοι του Χριστού επρόκειτο να είναι πρωτίστως ένας λαός για το όνομα του Ιεχωβά Θεού, το λέγουν αναντίρρητα οι Γραφές. Έτσι, ο προφήτης Αμώς προείπε ότι ο Ιεχωβά Θεός θ’ αποκαθίστα όλους εκείνους ‘επί τους οποίους καλείται το όνομά του’. Ο απόστολος Πέτρος «εφανέρωσε τίνι τρόπω καταρχάς ο Θεός επεσκέφθη τα έθνη, ώστε να λάβη εξ αυτών λαόν δια το όνομα αυτού». «Και στο βιβλίο της Αποκαλύψεως οι κεχρισμένοι Χριστιανοί κατ’ επανάληψιν εμφαίνονται έχοντας τ’ όνομα του Θεού των γραμμένο πάνω στα μέτωπά των, περίοπτα για να το βλέπουν όλοι.—Αμώς 9:11, 12· Πράξ. 15:14· Αποκάλ. 3:12· 14:1· 22:4.
Οι ηγέται του «Χριστιανικού κόσμου» βεβαιώνουν ότι ο αληθής Θεός, ο Δημιουργός, ο Θεός της Γραφής, δεν έχει ανάγκη διακριτικού ονόματος. Σ’ αυτό πλανώνται. Έτσι κλείουν τα μάτια των στο γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί ψευδείς θεοί, που έστησαν οι άνθρωποι ως αντιπάλους του ενός αληθινού Θεού και ότι επομένως αυτός χρειάζεται έναν ειδικό προσδιορισμό για να διακρίνεται απ’ όλους τους λοιπούς· όπως δείχνουν σαφώς οι Γραφές: «Θέλω κάμει κρίσεις εναντίον πάντων των θεών της Αιγύπτου. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά.» «Πάντες οι θεοί των εθνών είναι είδωλα· ο δε Ιεχωβά τούς ουρανούς εποίησε». «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· τούτο είναι το όνομά μου· και δεν θέλω δώσει την δόξαν μου εις άλλον, ουδέ την αίνεσίν μου εις τα γλυπτά.» «Διότι αν και ήναι λεγόμενοι θεοί, είτε εν τω ουρανώ, είτε επί της γης· (καθώς και είναι θεοί πολλοί, και κύριοι πολλοί·) αλλ’ εις ημάς είναι είς Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα, και ημείς εις αυτόν.»—Έξοδ. 12:12, ΜΝΚ· Ψαλμ. 96:5, ΜΝΚ· Ησ. 42:8, ΜΝΚ· 1 Κορ. 8:5, 6.
Και γιατί να είναι ανάγκη για οποιονδήποτε να δίνη μαρτυρία για τον μόνον αληθή Θεό; θα ρωτούσε κάποιος. Τουλάχιστον για τέσσερες διακεκριμένους λόγους. Εν πρώτοις, διότι ο Ιεχωβά Θεός είναι αόρατος· κανείς δεν μπορεί να τον ιδή και να ζήση. (Έξοδ. 33:20) Η ορατή κτίσις μαρτυρεί την ύπαρξι, δύναμι και σοφία του Ιεχωβά, αλλά δεν μπορεί να πη στο ανθρώπινο γένος ποιο είναι το όνομα του Δημιουργού και ποιες είναι οι άλλες του ιδιότητες και οι σκοποί του. Για να γνωστοποιήση αυτά τα πράγματα ο Ιεχωβά απαιτεί ανθρωπίνους, νοήμονες μάρτυρας.
Δεύτερον, λόγω της προκλήσεως του Σατανά ή Διαβόλου κατά της κυριαρχίας του Ιεχωβά και των συνθηκών, που επέφερε ο Σατανάς στη γη, οι οποίες αντανακλούν δυσμενώς στον Ιεχωβά, είναι ανάγκη να έχη ο Ιεχωβά μάρτυρες για να γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι την αλήθεια περί του εαυτού του.—Γέν. 3:1-6· Αποκάλ. 12:12.
Τρίτον, διότι ο Σατανάς εκαυχήθη ότι θα μπορούσε ν’ απομακρύνη όλους τους ανθρώπους από τον Ιεχωβά Θεό· για ν’ αποδείξη τον Σατανά ψεύτη, ο Θεός χρειάζεται, κατ’ ανάγκην, πιστούς μάρτυρες επάνω στη γη.—Ιώβ 1:6-12· Παροιμ. 27:11.
Και τέταρτον, πλησιάζει γοργά ο καιρός που ο Ιεχωβά θα υπερασπίση μια για πάντα τον εαυτό του ως τον Κυρίαρχον του Σύμπαντος, καταστρέφοντας όλους τους εχθρούς του και απελευθερώνοντας τον λαό του. Λόγω των γεγονότων αυτών, χρειάζονται μάρτυρες για να διασαλπίσουν μια επείγουσα προειδοποίησι· έτσι, όσοι αγαπούν δικαιοσύνην μπορούν να φύγουν σε ασφαλές μέρος, οι δε ασεβείς να γνωρίσουν γιατί καταστρέφονται όταν επέρχεται επάνω τους ο Αρμαγεδδών.—Αποκάλ. 16:14, 16.
Από τους πρώτους καιρούς των ακόμη, οι σύγχρονοι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν δώσει μαρτυρία για το όνομα του Ιεχωβά. Εν τούτοις, ως το έτος 1931 δεν είχαν ειδικά υποκινηθή από το γεγονός ότι τα λόγια του Ησαΐα 43:10, 12, εφαρμόζονται ειδικά σ’ αυτούς, κι έτσι, το έτος εκείνο, σε μια συνέλευσι, εδήλωσαν επισήμως ότι αποδέχονται για τον εαυτό τους αυτή την ονομασία.
Λαμβάνοντας αυτό το όνομα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ενεργούσαν υπεροπτικά. Μήπως δεν έδιναν μαρτυρία σ’ αυτό το όνομα, και δεν ήσαν αποφασισμένοι να εξακολουθήσουν να το πράττουν αυτό; Βεβαιότατα! Άλλοι αμφισβητούσαν αν θα παραμείνη αυτό το όνομα ή όχι. Παρέμεινε; Ναι, διότι μετά από τριάντα χρόνια, η τρίτη έκδοσις του Ασυντομεύτου Λεξικού Ουέμπστερ λέγει: «Μάρτυρες του Ιεχωβά: Μέλη μιας ομάδος που δίνει μαρτυρία διανέμοντας έντυπα και με ατομικό ευαγγελισμό σε δοξασίες περί θεοκρατικής κυβερνήσεως του Θεού, περί αμαρτωλότητος των ωργανωμένων θρησκειών και κυβερνήσεων, και μιας επικειμένης χιλιετηρίδος.»
Οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι υπερήφανοι να φέρουν τ’ όνομά των και φροντίζουν ν’ ανταποκρίνωνται σ’ αυτό σε κάθε περίπτωσι, όχι μόνο με το να δίνουν προφορική μαρτυρία, αλλά και συμπεριφερόμενοι έτσι ώστε να μη προσάπτουν μομφή στο όνομα του Ιεχωβά. Είναι πράγματι ένα όνομα που τους ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους, οι οποίοι ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί.