ΙΕΡΕΑΣ
Μεταξύ των αληθινών λάτρεων του Ιεχωβά πριν από το σχηματισμό της Χριστιανικής εκκλησίας, οι ιερείς εκπροσωπούσαν επίσημα τον Θεό στο λαό που υπηρετούσαν, διδάσκοντάς τον σχετικά με Εκείνον και τους νόμους Του. Επίσης, εκπροσωπούσαν το λαό ενώπιον του Θεού, προσφέροντας θυσίες, καθώς επίσης μεσολαβώντας για το λαό και κάνοντας θερμές παρακλήσεις εκ μέρους του. Το εδάφιο Εβραίους 5:1 εξηγεί: «Κάθε αρχιερέας που παίρνεται ανάμεσα από ανθρώπους διορίζεται για χάρη ανθρώπων υπεύθυνος στα πράγματα που έχουν σχέση με τον Θεό, ώστε να προσφέρει δώρα και θυσίες για αμαρτίες». Η λέξη του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου η οποία μεταφράζεται «ιερέας» είναι κοχέν, ενώ η αντίστοιχη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι ἱερεύς.
Στους Αρχαιότατους Χρόνους. Στην πατριαρχική εποχή, η κεφαλή της οικογένειας υπηρετούσε ως ιερέας για την οικογένειά του, και το καθήκον αυτό μεταβιβαζόταν στον πρωτότοκο γιο όταν πέθαινε ο πατέρας. Λόγου χάρη, στους αρχαιότατους χρόνους βρίσκουμε τον Νώε να εκπροσωπεί την οικογένειά του με την ιδιότητα του ιερέα. (Γε 8:20, 21) Ο πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος είχε μεγάλο σπιτικό που τον ακολουθούσε στις μετακινήσεις του από τόπο σε τόπο, έχτιζε θυσιαστήρια και πρόσφερε θυσίες στον Ιεχωβά στα διάφορα μέρη όπου κατασκήνωνε. (Γε 14:14· 12:7, 8· 13:4) Ο Θεός είπε για τον Αβραάμ: «Γνωρίστηκα μαζί του προκειμένου να διατάξει τους γιους του και το σπιτικό του έπειτα από αυτόν ώστε να τηρούν την οδό του Ιεχωβά για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση». (Γε 18:19) Ο Ισαάκ και ο Ιακώβ ακολούθησαν το ίδιο πρότυπο (Γε 26:25· 31:54· 35:1-7, 14), ο δε Ιώβ, ένας μη Ισραηλίτης αλλά ενδεχομένως μακρινός συγγενής του Αβραάμ, πρόσφερε τακτικά θυσίες στον Ιεχωβά εκ μέρους των παιδιών του, λέγοντας: «Ίσως να αμάρτησαν οι γιοι μου και να καταράστηκαν τον Θεό μέσα στην καρδιά τους». (Ιωβ 1:4, 5· βλέπε επίσης 42:8.) Ωστόσο, η Αγία Γραφή δεν λέει συγκεκριμένα για κανέναν από αυτούς τους άντρες ότι ήταν κοχέν ή ἱερεύς. Από την άλλη πλευρά, ο πατριάρχης Ιοθόρ, ο πεθερός του Μωυσή, αποκαλείται «ιερέας [κοχέν] της Μαδιάμ».—Εξ 2:16· 3:1· 18:1.
Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλήμ, ήταν ιερέας (κοχέν) με ειδικό αξίωμα. Η Αγία Γραφή δεν δίνει πληροφορίες για την καταγωγή, τη γέννηση ή το θάνατό του. Η ιεροσύνη του δεν ήταν κληρονομική, και δεν είχε προκατόχους ή διαδόχους στο αξίωμά του. Ο Μελχισεδέκ κατείχε τόσο το αξίωμα του βασιλιά όσο και το αξίωμα του ιερέα. Η ιεροσύνη του ήταν ανώτερη από τη Λευιτική ιεροσύνη, διότι ο Λευί στην ουσία πλήρωσε δέκατα στον Μελχισεδέκ, εφόσον ήταν ακόμη στην οσφύ του Αβραάμ όταν εκείνος πρόσφερε δέκατα στον Μελχισεδέκ και ευλογήθηκε από αυτόν. (Γε 14:18-20· Εβρ 7:4-10) Από αυτές τις απόψεις, ο Μελχισεδέκ προσκίαζε τον Ιησού Χριστό, τον “ιερέα για πάντα σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ”.—Εβρ 7:17.
Προφανώς, οι κεφαλές των οικογενειών ασκούσαν ιερατικά καθήκοντα ανάμεσα στους απογόνους του Ιακώβ (Ισραήλ) μέχρι να εγκαθιδρύσει ο Θεός το Λευιτικό ιερατείο. Γι’ αυτό, όταν ο Θεός οδήγησε το λαό στο Όρος Σινά έδωσε την εξής εντολή: «Οι ιερείς επίσης, οι οποίοι πλησιάζουν τον Ιεχωβά, ας αγιάσουν τον εαυτό τους, ώστε να μην ξεσπάσει πάνω τους ο Ιεχωβά». (Εξ 19:22) Αυτό συνέβη προτού εγκαθιδρυθεί το Λευιτικό ιερατείο. Στον Ααρών, όμως, μολονότι δεν είχε διοριστεί ακόμη ως ιερέας, επιτράπηκε να ανεβεί ως ένα σημείο στο βουνό μαζί με τον Μωυσή. Αυτό το γεγονός εναρμονιζόταν με το μετέπειτα διορισμό του Ααρών και των απογόνων του ως ιερέων. (Εξ 19:24) Εκ των υστέρων φαίνεται ότι επρόκειτο για αρχική ένδειξη του ότι ο Θεός είχε κατά νου να αντικαταστήσει την παλιά διευθέτηση (της ιεροσύνης που ασκούσαν οι κεφαλές των οικογενειών) με ένα ιερατείο από τον οίκο του Ααρών.
Υπό τη Διαθήκη του Νόμου. Ενόσω οι Ισραηλίτες ήταν υπόδουλοι στην Αίγυπτο, ο Ιεχωβά αγίασε για τον εαυτό του κάθε πρωτότοκο γιο του Ισραήλ όταν θανάτωσε τα πρωτότοκα της Αιγύπτου με τη δέκατη πληγή. (Εξ 12:29· Αρ 3:13) Κατά συνέπεια, αυτοί οι πρωτότοκοι γιοι ανήκαν στον Ιεχωβά και έπρεπε να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για ειδική υπηρεσία προς αυτόν. Ο Θεός θα μπορούσε να είχε ορίσει όλα αυτά τα πρωτότοκα αρσενικά του Ισραήλ ως ιερείς και φροντιστές του αγιαστηρίου. Αντίθετα, ο σκοπός του εξυπηρετούνταν με το να πάρει για αυτή την υπηρεσία τους άρρενες της φυλής του Λευί. Γι’ αυτόν το λόγο, επέτρεψε στο έθνος να αντικαταστήσει τα πρωτότοκα αρσενικά των άλλων 12 φυλών (οι απόγονοι των γιων του Ιωσήφ—του Εφραΐμ και του Μανασσή—υπολογίστηκαν ως δύο φυλές) με τα αρσενικά των Λευιτών. Σε μια απογραφή που έγινε διαπιστώθηκε ότι οι μη Λευίτες πρωτότοκοι γιοι ηλικίας ενός μηνός και πάνω υπερέβαιναν κατά 273 τα αρσενικά των Λευιτών, γι’ αυτό και ο Θεός απαίτησε να καταβληθεί ένα λυτρωτικό αντίτιμο πέντε σίκλων ($11) για καθένα από αυτούς τους 273, τα δε χρήματα δόθηκαν στον Ααρών και στους γιους του. (Αρ 3:11-16, 40-51) Πριν από αυτή τη δοσοληψία, ο Ιεχωβά είχε ήδη ξεχωρίσει τα άρρενα μέλη της οικογένειας του Ααρών από τη φυλή του Λευί για να αποτελέσουν το ιερατείο του Ισραήλ.—Αρ 1:1· 3:6-10.
Επί μακρά περίοδο χρόνου, ο Ισραήλ είχε την αποκλειστική ευκαιρία να παράσχει από τις τάξεις του εκείνους που θα αποτελούσαν «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος». (Εξ 19:6) Αλλά αυτή η ευκαιρία έπαψε να είναι αποκλειστικά δική τους επειδή ως έθνος απέρριψαν τον Γιο του Θεού.—Παράβαλε Ματ 21:43· 1Πε 2:7-10.
Αρχικά, Βασιλιάς του Ισραήλ ήταν ο Ιεχωβά. Μεταγενέστερα ο Ιεχωβά κατηύθυνε έτσι τα πράγματα ώστε να περιέλθει η βασιλεία στη γραμμή του Δαβίδ. Ο Ιεχωβά εξακολουθούσε να είναι ο αόρατος Βασιλιάς τους αλλά χρησιμοποιούσε τα μέλη της Δαβιδικής γραμμής ως εκπροσώπους του, ως προς τη διακυβέρνηση που θα ασκούσαν άρχοντες εκτός ιερατείου. Υπό αυτή την ιδιότητα, εκείνοι οι επίγειοι βασιλιάδες λεγόταν ότι κάθονταν στο «θρόνο του Ιεχωβά». (1Χρ 29:23) Το ιερατείο, όμως, παρέμενε ακόμη ξεχωριστό και προερχόταν από τη γραμμή του Ααρών. Επομένως, μόνο σε αυτό το έθνος ανήκε τόσο η βασιλεία όσο και το ιερατείο του Ιεχωβά Θεού με την «ιερή υπηρεσία» του.—Ρω 9:3, 4.
Εγκαινίαση του ιερατείου. Ο διορισμός του ιερέα πρέπει να προέρχεται από τον Θεό, ο δε άνθρωπος δεν αναλαμβάνει αυτό το αξίωμα από μόνος του. (Εβρ 5:4) Ως εκ τούτου, ο ίδιος ο Ιεχωβά διόρισε τον Ααρών και τον οίκο του να έχουν το ιερατείο «στον αιώνα», ξεχωρίζοντάς τους από την οικογένεια των Κααθιτών, μια από τις τρεις κύριες υποδιαιρέσεις της φυλής του Λευί. (Εξ 6:16· 28:43) Πρώτα, όμως, ο Μωυσής ο Λευίτης, ως μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, εκπροσώπησε τον Θεό στον αγιασμό του Ααρών και των γιων του και στο γέμισμα των χεριών τους με δύναμη ώστε να υπηρετούν ως ιερείς, διαδικασία η οποία περιγράφεται στο 29ο κεφάλαιο της Εξόδου και στο 8ο κεφάλαιο του Λευιτικού. Η καθιέρωσή τους διήρκεσε προφανώς εφτά ημέρες, από την 1η ως την 7η Νισάν του 1512 Π.Κ.Χ. (Βλέπε ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ.) Το άρτι καθιερωμένο ιερατείο άρχισε να εκτελεί τις υπηρεσίες του προς όφελος του Ισραήλ την επομένη, στις 8 Νισάν.
Προσόντα. Ο Ιεχωβά εξέθεσε τα προσόντα που θα έπρεπε να έχουν όσα μέλη της οικογενειακής γραμμής του Ααρών επρόκειτο να υπηρετούν στο θυσιαστήριο του Θεού. Για να γίνει ένας άντρας ιερέας, έπρεπε να είναι αρτιμελής και να έχει κανονική εμφάνιση. Διαφορετικά δεν μπορούσε να πλησιάζει το θυσιαστήριο με προσφορές ούτε να πηγαίνει κοντά στην κουρτίνα που χώριζε τα Άγια από τα Άγια των Αγίων στη σκηνή της μαρτυρίας. Ένα τέτοιο άτομο, όμως, δικαιούνταν να συντηρείται από τα δέκατα και μπορούσε να μετέχει στα «άγια πράγματα» που παρέχονταν ως τροφή για το ιερατείο.—Λευ 21:16-23.
Η ηλικία ένταξης στο ιερατείο δεν αναφέρεται συγκεκριμένα, μολονότι η απογραφή των Κααθιτών, που έλαβε χώρα στο Όρος Σινά, συμπεριέλαβε όσους ήταν από 30 ως 50 χρονών. (Αρ 4:3) Η υπηρεσία των Λευιτών στο αγιαστήριο άρχιζε στην ηλικία των 25 ετών (την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ το όριο ηλικίας κατέβηκε στα 20 χρόνια). (Αρ 8:24· 1Χρ 23:24) Οι Λευίτες που δεν ήταν ιερείς αποχωρούσαν από την υποχρεωτική υπηρεσία στο αγιαστήριο σε ηλικία 50 ετών, αλλά για τους ιερείς δεν υπήρχε πρόβλεψη αποχώρησης.—Αρ 8:25, 26· βλέπε ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ.
Πώς συντηρούνταν. Στη φυλή του Λευί δεν δόθηκε κάποιο κομμάτι γης ως κληρονομιά, αλλά ζούσαν “διασκορπισμένοι στον Ισραήλ”, έχοντας λάβει 48 πόλεις για να κατοικούν εκεί με τις οικογένειες και τα ζώα τους. Δεκατρείς από αυτές τις πόλεις δόθηκαν στους ιερείς. (Γε 49:5, 7· Ιη 21:1-11) Μια από τις πόλεις του καταφυγίου, η Χεβρών, ήταν ιερατική πόλη. (Ιη 21:13) Οι Λευίτες δεν έλαβαν κάποια περιοχή ως φυλετική κληρονομιά επειδή όπως είπε ο Ιεχωβά: «Εγώ είμαι το μερίδιό σου και η κληρονομιά σου ανάμεσα στους γιους του Ισραήλ». (Αρ 18:20) Οι Λευίτες εκτελούσαν το προσδιορισμένο έργο της διακονίας τους και συντηρούσαν τα σπίτια τους και τα βοσκοτόπια των πόλεων που τους είχαν παραχωρηθεί. Φρόντιζαν επίσης και άλλες εκτάσεις γης που μπορεί να αφιέρωναν οι Ισραηλίτες για χρήση του αγιαστηρίου. (Λευ 27:21, 28) Ο Ιεχωβά προνόησε για τους Λευίτες διευθετώντας να λαβαίνουν το ένα δέκατο όλων των προϊόντων της γης από τις άλλες 12 φυλές. (Αρ 18:21-24) Από αυτό το δέκατο, οι Λευίτες έπρεπε να δίνουν με τη σειρά τους ένα δέκατο από τα καλύτερα προϊόντα στο ιερατείο. (Αρ 18:25-29· Νε 10:38, 39) Το ιερατείο θα λάβαινε έτσι το 1 τοις εκατό του εθνικού προϊόντος, πράγμα που θα τους επέτρεπε να αφιερώνουν όλο το χρόνο τους στην υπηρεσία που είχαν διοριστεί να προσφέρουν στον Θεό.
Αυτή η προμήθεια για το ιερατείο, μολονότι γενναιόδωρη, ερχόταν σε αντίθεση με την πολυτέλεια και την οικονομική δύναμη που απολάμβαναν τα ιερατεία των ειδωλολατρικών εθνών. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, οι ιερείς κατείχαν εκτάσεις γης (Γε 47:22, 26) και μέσω πανούργων ελιγμών έγιναν τελικά οι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι άντρες της Αιγύπτου. Ο Τζέιμς Χ. Μπρέστεντ, στο σύγγραμμα Ιστορία των Αρχαίων Αιγυπτίων ([A History of the Ancient Egyptians] 1908, σ. 355, 356, 431, 432), αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης Εικοστής Δυναστείας ο Φαραώ είχε υποβιβαστεί σε απλό ανδρείκελο. Το ιερατείο είχε στην κατοχή του τη χρυσοφόρα γη της Νουβίας και τη μεγάλη επαρχία του Άνω Νείλου. Ο αρχιερέας ήταν ο πιο σπουδαίος αξιωματούχος επί των οικονομικών υποθέσεων του Κράτους, δεύτερος μετά τον ανώτατο θησαυροφύλακα. Αυτός είχε υπό τις διαταγές του όλο το στράτευμα και κρατούσε το θησαυροφυλάκιο στα χέρια του. Στις απεικονίσεις των μνημείων προβάλλεται περισσότερο και από τον Φαραώ.
Μόνο όταν ο Ισραήλ χαλάρωνε όσον αφορά τη λατρεία του και παραμελούσε την πληρωμή των δεκάτων υπέφερε το ιερατείο, καθώς και οι Λευίτες που δεν ήταν ιερείς και έπρεπε να αναζητήσουν άλλη εργασία για να συντηρήσουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους. Αυτή η κακή στάση προς το αγιαστήριο και τη συντήρησή του έκανε με τη σειρά της το έθνος να υποφέρει ακόμη περισσότερο από έλλειψη πνευματικότητας και γνώσης του Ιεχωβά.—Νε 13:10-13· βλέπε επίσης Μαλ 3:8-10.
Το ιερατείο λάβαινε: (1) Το τακτικό δέκατο. (2) Το απολυτρωτικό αντίτιμο για κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί ή ζώο. Αν επρόκειτο για πρωτότοκο ταύρο, αρσενικό αρνί ή κατσίκι, έπαιρναν το κρέας για τροφή. (Αρ 18:14-19) (3) Το απολυτρωτικό αντίτιμο για ανθρώπους και πράγματα που είχαν αγιαστεί, καθώς επίσης τα πράγματα που ήταν αφιερωμένα στον Ιεχωβά. (Λευ 27) (4) Ορισμένα μέρη από τις διάφορες προσφορές που έφερνε ο λαός, καθώς και το ψωμί της πρόθεσης. (Λευ 6:25, 26, 29· 7:6-10· Αρ 18:8-14) (5) Χορήγημα από τις προσφορές των καλύτερων από τους πρώτους ώριμους καρπούς των σιτηρών, καθώς και από τις προσφορές του κρασιού και του λαδιού. (Εξ 23:19· Λευ 2:14-16· 22:10 [η λέξη «ξένος» στο τελευταίο αυτό εδάφιο αναφέρεται σε κάποιον που δεν ήταν ιερέας]· Δευ 14:22-27· 26:1-10) Εκτός από κάποιες προσδιορισμένες μερίδες που μπορούσαν να φάνε μόνο οι ιερείς (Λευ 6:29), από την τροφή μπορούσαν να έχουν νόμιμο μερίδιο οι γιοι τους και οι κόρες τους, και σε μερικές περιπτώσεις το σπιτικό του ιερέα—ακόμη και οι δούλοι. (Λευ 10:14· 22:10-13) (6) Αναμφίβολα ένα μέρος από το δέκατο που δινόταν κάθε τρίτο έτος για τους Λευίτες και τους φτωχούς. (Δευ 14:28, 29· 26:12) (7) Λάφυρα πολέμου.—Αρ 31:26-30.
Ενδυμασία. Κατά την εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων τους, οι ιερείς υπηρετούσαν ξυπόλητοι, σε αρμονία με το γεγονός ότι το αγιαστήριο ήταν άγιο έδαφος. (Παράβαλε Εξ 3:5.) Στις οδηγίες για την κατασκευή των ειδικών ενδυμάτων των ιερέων δεν γίνεται λόγος για σανδάλια. (Εξ 28:1-43) Οι ιερείς φορούσαν λινές περισκελίδες, από τους γοφούς μέχρι τους μηρούς, για λόγους ηθικής ευπρέπειας, «για να καλύπτουν τη γυμνή σάρκα . . . ώστε να μη φέρουν πάνω τους σφάλμα και πεθάνουν». (Εξ 28:42, 43) Από πάνω φορούσαν χιτώνα από εκλεκτό λινάρι ο οποίος έδενε γύρω από το σώμα με λινό περίζωμα. Στο κεφάλι τους “τύλιγαν” κάλυμμα. (Λευ 8:13· Εξ 28:40· 39:27-29) Αυτό το κάλυμμα του κεφαλιού φαίνεται πως ήταν κάπως διαφορετικό από το τουρμπάνι του αρχιερέα, το οποίο μπορεί να ήταν ραμμένο έτσι ώστε να μένει τυλιγμένο καθώς το φορούσε στο κεφάλι του ο αρχιερέας. (Λευ 8:9) Φαίνεται ότι μόνο σε μεταγενέστερους χρόνους φορούσαν ενίοτε οι υφιερείς λινά εφόδ, αν και αυτά δεν ήταν ολοκέντητα όπως το εφόδ του αρχιερέα.—Παράβαλε 1Σα 2:18.
Διατάξεις και υπηρεσίες. Οι ιερείς απαιτούνταν να είναι σωματικά καθαροί και να τηρούν υψηλούς ηθικούς κανόνες. Όταν έμπαιναν στη σκηνή της συνάντησης και προτού φέρουν μια προσφορά στο θυσιαστήριο, έπρεπε να πλένουν τα χέρια και τα πόδια τους στη λεκάνη που υπήρχε στην αυλή «για να μην πεθάνουν». (Εξ 30:17-21· 40:30-32) Με μια παρόμοια προειδοποίηση διατάχθηκαν να μην πίνουν κρασί ή μεθυστικό ποτό όταν υπηρετούσαν στο αγιαστήριο. (Λευ 10:8-11) Δεν μπορούσαν να μολύνουν τον εαυτό τους αγγίζοντας ένα πτώμα ή πενθώντας για τους νεκρούς, καθόσον αυτό θα τους έκανε προσωρινά ακάθαρτους για υπηρεσία. Ωστόσο, ένας υφιερέας (αλλά όχι ο αρχιερέας) μπορούσε να το κάνει αυτό για κάποιον πολύ στενό συγγενή: μητέρα, πατέρα, γιο, κόρη, αδελφό ή παρθένα αδελφή που ήταν κοντινό του πρόσωπο (προφανώς, που ζούσε μαζί του ή κοντά του). Επίσης, η σύζυγος πιθανώς περιλαμβανόταν στα κοντινά του πρόσωπα. (Λευ 21:1-4) Όποιος ιερέας γινόταν ακάθαρτος λόγω λέπρας, λόγω εκκρίσεων ή λόγω κάποιου πτώματος ή άλλου ακάθαρτου πράγματος δεν μπορούσε να φάει από τα άγια πράγματα ή να εκτελέσει υπηρεσία στο αγιαστήριο μέχρι να καθαριστεί, διαφορετικά έπρεπε να πεθάνει.—Λευ 22:1-9.
Στους ιερείς δόθηκε η εντολή να μην ξυρίζουν το κεφάλι τους ή τις άκρες της γενειάδας τους ούτε να κάνουν τομές πάνω τους, κάτι που συνήθιζαν να κάνουν οι ειδωλολάτρες ιερείς. (Λευ 21:5, 6· 19:28· 1Βα 18:28) Ενώ ο αρχιερέας μπορούσε να παντρευτεί μόνο παρθένα, οι υφιερείς μπορούσαν να παντρευτούν κάποια χήρα, αλλά δεν μπορούσαν να παντρευτούν διαζευγμένη γυναίκα ή πόρνη. (Λευ 21:7, 8· παράβαλε Λευ 21:10, 13, 14.) Προφανώς, όλα τα μέλη της οικογένειας του αρχιερέα έπρεπε να τηρούν το υψηλό επίπεδο ηθικής και αξιοπρέπειας που άρμοζε στο ιερατικό αξίωμα. Γι’ αυτόν το λόγο, η κόρη ενός ιερέα που γινόταν πόρνη έπρεπε να θανατωθεί και κατόπιν να καεί ως κάτι απεχθές στον Θεό.—Λευ 21:9.
Κατά τις μεταστρατοπεδεύσεις στην έρημο, ο Ααρών και οι γιοι του είχαν το καθήκον να καλύπτουν τα άγια έπιπλα και τα σκεύη στη σκηνή της συνάντησης προτού επιτραπεί στους άλλους Κααθίτες να μπουν και να τα μεταφέρουν, ώστε να μην πεθάνουν οι Κααθίτες. Παρόμοια, ξεσκέπαζαν και τακτοποιούσαν αυτά τα πράγματα μέσα στη σκηνή στη νέα τοποθεσία. (Αρ 4:5-15) Κατά την πορεία, οι ιερείς μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης.—Ιη 3:3, 13, 15, 17· 1Βα 8:3-6.
Οι ιερείς ήταν υπεύθυνοι να σαλπίζουν με τις άγιες σάλπιγγες, παρέχοντας έτσι σαφή καθοδηγία στο λαό όταν έπρεπε να στήσει ή να μετακινήσει το στρατόπεδο, να συναχθεί, να πάει στη μάχη ή να γιορτάσει κάποια γιορτή για τον Ιεχωβά. (Αρ 10:1-10) Οι ιερείς και οι Λευίτες απαλλάσσονταν από τη στράτευση, αν και υπηρετούσαν ως σαλπιγκτές και υμνωδοί μπροστά από το στράτευμα.—Αρ 1:47-49· 2:33· Ιη 6:4· 2Χρ 13:12.
Όταν οι ιερείς εκτελούσαν διορισμό υπηρεσίας στο αγιαστήριο, κάποια από τα καθήκοντά τους ήταν να σφάζουν τα ζώα που έφερνε ο λαός για τις θυσίες, να ραντίζουν το θυσιαστήριο με το αίμα, να τεμαχίζουν τις θυσίες, να διατηρούν αναμμένη τη φωτιά στο θυσιαστήριο, να μαγειρεύουν το κρέας και να δέχονται όλες τις άλλες προσφορές, όπως τις προσφορές σιτηρών. Έπρεπε να φροντίζουν τα σχετικά με οποιαδήποτε ακαθαρσία η οποία μπορεί να μόλυνε κάποια άτομα, καθώς επίσης ό,τι είχε σχέση με τις ειδικές ευχές τους, και ούτω καθεξής. (Λευ κεφ. 1-7· 12:6· κεφ. 13-15· Αρ 6:1-21· Λου 2:22-24) Φρόντιζαν για τα πρωινά και τα βραδινά ολοκαυτώματα και για όλες τις άλλες θυσίες που γίνονταν τακτικά στο αγιαστήριο, εκτός από εκείνες τις οποίες ήταν αρμόδιος να προσφέρει ο αρχιερέας, και έκαιγαν θυμίαμα στο χρυσό θυσιαστήριο. (Εξ 29:38-42· Αρ 28:1-10· 2Χρ 13:10, 11) Ξάκριζαν τα φιτίλια των λυχναριών και αναπλήρωναν το λάδι (Εξ 27:20, 21), καθώς επίσης φρόντιζαν για το άγιο λάδι και το θυμίαμα. (Αρ 4:16) Ευλογούσαν το λαό κατά τις επίσημες συνάξεις όπως εκτίθεται στα εδάφια Αριθμοί 6:22-27. Κανένας άλλος ιερέας, όμως, δεν μπορούσε να είναι στο αγιαστήριο όταν ο αρχιερέας έμπαινε στα Άγια των Αγίων για να κάνει εξιλέωση.—Λευ 16:17.
Οι ιερείς ήταν κυρίως εκείνοι που είχαν το προνόμιο να εξηγούν το νόμο του Θεού, έπαιζαν δε σπουδαίο ρόλο στο δικαστικό σύστημα του Ισραήλ. Στις πόλεις που τους είχαν παραχωρηθεί, οι ιερείς ήταν στη διάθεση των κριτών για να τους βοηθούν, και επίσης υπηρετούσαν μαζί με αυτούς σε εξαιρετικά δύσκολες υποθέσεις για τις οποίες τα τοπικά δικαστήρια αδυνατούσαν να αποφασίσουν. (Δευ 17:8, 9) Απαιτούνταν να παρίστανται μαζί με τους πρεσβυτέρους της πόλης σε υποθέσεις ανεξιχνίαστων δολοφονιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση της κατάλληλης διαδικασίας ώστε να απομακρυνθεί η ενοχή αίματος από την πόλη. (Δευ 21:1, 2, 5) Αν ένας ζηλότυπος σύζυγος κατηγορούσε τη σύζυγό του για κρυφή μοιχεία, αυτή έπρεπε να φερθεί στο αγιαστήριο, όπου ο ιερέας διενεργούσε την καθορισμένη τελετουργία κατά την οποία απευθυνόταν έκκληση στον Ιεχωβά να εκφέρει άμεση κρίση, εφόσον Εκείνος γνώριζε την αλήθεια για το αν η γυναίκα ήταν αθώα ή ένοχη. (Αρ 5:11-31) Σε όλες τις περιπτώσεις, η κρίση που εξέφεραν οι ιερείς ή οι διορισμένοι κριτές έπρεπε να γίνεται σεβαστή. Η εσκεμμένη ασέβεια ή ανυπακοή επέσυρε την ποινή του θανάτου.—Αρ 15:30· Δευ 17:10-13.
Οι ιερείς δίδασκαν το Νόμο στο λαό, διαβάζοντας και εξηγώντας τον σε εκείνους που πήγαιναν στο αγιαστήριο για να προσφέρουν λατρεία. Επίσης, όταν βρίσκονταν εκτός υπηρεσίας, είχαν πολλές ευκαιρίες να παρέχουν τέτοιου είδους διδασκαλία, είτε στην περιοχή του αγιαστηρίου είτε σε άλλα μέρη της χώρας. (Δευ 33:10· 2Χρ 15:3· 17:7-9· Μαλ 2:7) Μετά την επιστροφή στην Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα, ο Έσδρας ο ιερέας, βοηθούμενος από τους άλλους ιερείς και τους Λευίτες, συγκέντρωσε το λαό και επί αρκετές ώρες τούς διάβαζε και τους εξηγούσε το Νόμο.—Νε 8:1-15.
Η ιερατική διοίκηση αποτελούσε προστασία για το έθνος όσον αφορά τη θρησκευτική καθαρότητα αλλά και τη σωματική υγεία. Ο ιερέας έπρεπε να κρίνει μεταξύ καθαρού και ακάθαρτου σε περιπτώσεις λέπρας ανθρώπου, ενδύματος ή σπιτιού. Φρόντιζε να τηρούνται οι νομικοί κανονισμοί περί καραντίνας. Επίσης, πρόσφερε τις υπηρεσίες του για τον καθαρισμό εκείνων που είχαν μολυνθεί από νεκρό σώμα ή ήταν ακάθαρτοι από παθολογικές εκκρίσεις, και ούτω καθεξής.—Λευ 13-15.
Πώς καθορίζονταν οι διορισμοί υπηρεσίας στο ναό για τους ιερείς στον Ισραήλ;
Από τις 24 υποδιαιρέσεις, ή αλλιώς εφημερίες, των ιερέων τις οποίες καθιέρωσε ο Βασιλιάς Δαβίδ, οι 16 συστάθηκαν από τον οίκο του Ελεάζαρ και οι 8 από τον οίκο του Ιθάμαρ. (1Χρ 24:1-19) Ωστόσο, τουλάχιστον στην αρχή, επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία ιερείς από τέσσερις μόνο υποδιαιρέσεις. (Εσδ 2:36-39) Μερικοί υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να συνεχιστεί η προηγούμενη οργανωτική διευθέτηση, οι τέσσερις οικογένειες που επέστρεψαν διαιρέθηκαν ώστε να υπάρξουν ξανά 24 εφημερίες. Ο Άλφρεντ Έντερσχαϊμ, στο σύγγραμμα Ο Ναός ([The Temple] 1874, σ. 63), υποστηρίζει ότι αυτό έγινε με το να τραβήξει η κάθε οικογένεια πέντε κλήρους για αυτούς που δεν είχαν επιστρέψει, σχηματίζοντας έτσι από τις ομάδες τους άλλες 20 εφημερίες στις οποίες έδωσαν τα αρχικά ονόματα. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Ιωάννη του Βαφτιστή, ήταν ιερέας από την όγδοη υποδιαίρεση, αυτήν του Αβιά. Ωστόσο, αν ισχύει η παραπάνω άποψη, ο Ζαχαρίας μπορεί να μην ήταν απόγονος του Αβιά, αλλά απλώς να ανήκε στην υποδιαίρεση που έφερε το όνομά του. (1Χρ 24:10· Λου 1:5) Εφόσον τα στοιχεία είναι ελλιπή, δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα για αυτά τα ζητήματα.
Στην υπηρεσία του ναού οι ιερείς ήταν οργανωμένοι έχοντας ως επικεφαλής διάφορους αξιωματούχους. Η ανάθεση ορισμένων υπηρεσιών γινόταν με κλήρωση. Καθεμιά από τις 24 υποδιαιρέσεις υπηρετούσε μία εβδομάδα κάθε φορά, εκτελώντας τα καθήκοντά της δύο φορές το χρόνο. Προφανώς ολόκληρο το ιερατείο υπηρετούσε στις περιόδους των γιορτών, όταν ο λαός πρόσφερε χιλιάδες θυσίες, όπως έκαναν κατά την αφιέρωση του ναού. (1Χρ 24:1-18, 31· 2Χρ 5:11· παράβαλε 2Χρ 29:31-35· 30:23-25· 35:10-19.) Ένας ιερέας μπορούσε να υπηρετεί και σε άλλες χρονικές περιόδους, αρκεί να μην παρενέβαινε στα ανατεθειμένα καθήκοντα των ιερέων που βρίσκονταν σε υπηρεσία. Σύμφωνα με τις ραβινικές παραδόσεις, την εποχή της επίγειας ζωής του Ιησού, οι ιερείς ήταν πολυάριθμοι, με αποτέλεσμα να κατανέμεται η υπηρεσία της εβδομάδας στις διάφορες οικογένειες που αποτελούσαν την εκάστοτε υποδιαίρεση και να υπηρετεί η κάθε οικογένεια μία ή περισσότερες ημέρες, ανάλογα με τον αριθμό των ιερέων που είχε.
Η καύση του θυμιάματος πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο θεωρούνταν πιθανότατα η πιο αξιότιμη από τις καθημερινές υπηρεσίες και γινόταν μετά την προσφορά της θυσίας. Κατά την καύση του θυμιάματος ο λαός ήταν συγκεντρωμένος έξω από το αγιαστήριο και προσευχόταν. Η ραβινική παράδοση λέει ότι για αυτή την υπηρεσία γινόταν κλήρωση, αλλά εκείνος που είχε υπηρετήσει με αυτόν τον τρόπο στο παρελθόν δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχει εκτός αν όλοι οι παρόντες είχαν εκτελέσει προηγουμένως τη συγκεκριμένη υπηρεσία. (Ο Ναός, σ. 135, 137, 138) Αν είναι έτσι, ένας ιερέας θα είχε συνήθως αυτή την τιμή μόνο μία φορά στη ζωή του. Αυτή την υπηρεσία εκτελούσε ο Ζαχαρίας όταν εμφανίστηκε σε αυτόν ο άγγελος Γαβριήλ για να αναγγείλει ότι ο Ζαχαρίας και η σύζυγός του η Ελισάβετ θα αποκτούσαν γιο. Όταν ο Ζαχαρίας βγήκε από το αγιαστήριο, το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο εκεί διέκρινε από την όψη του και από το ότι δεν μπορούσε να μιλήσει ότι είχε δει κάποιο υπερφυσικό θέαμα μέσα στο αγιαστήριο, και έτσι το γεγονός έγινε ευρέως γνωστό.—Λου 1:8-23.
Φαίνεται ότι κάθε Σάββατο οι ιερείς είχαν το προνόμιο να αντικαθιστούν το ψωμί της πρόθεσης. Το Σάββατο επίσης ολοκλήρωνε την υπηρεσία της η ιερατική υποδιαίρεση εκείνης της εβδομάδας και αναλάμβανε τα καθήκοντά της η νέα εφημερία για την επόμενη. Αυτά και άλλα αναγκαία καθήκοντα εκτελούνταν από τους ιερείς χωρίς να συνιστούν παραβίαση του Σαββάτου.—Ματ 12:2-5· παράβαλε 1Σα 21:6· 2Βα 11:5-7· 2Χρ 23:8.
Οσιότητα. Όταν οι δέκα φυλές αποσχίστηκαν από το βασίλειο του Ροβοάμ και ίδρυσαν το βόρειο βασίλειο υπό τον Ιεροβοάμ, η φυλή του Λευί παρέμεινε όσια και προσκολλήθηκε στο δίφυλο βασίλειο του Ιούδα και του Βενιαμίν. Ο Ιεροβοάμ διόρισε άντρες που δεν ήταν Λευίτες να υπηρετούν ως ιερείς στη λατρεία των χρυσών μοσχαριών και έδιωξε τους ιερείς του Ιεχωβά, τους γιους του Ααρών. (1Βα 12:31, 32· 13:33· 2Χρ 11:14· 13:9) Μεταγενέστερα στον Ιούδα, μολονότι πολλοί ιερείς έπαψαν να είναι πιστοί στον Θεό, κατά καιρούς το ιερατείο ασκούσε ισχυρή επιρροή προκειμένου να παραμείνει ο Ισραήλ πιστός στον Ιεχωβά. (2Χρ 23:1, 16· 24:2, 16· 26:17-20· 34:14, 15· Ζαχ 3:1· 6:11) Τον καιρό της διακονίας του Ιησού και των αποστόλων, οι αρχιερείς είχαν διαφθαρεί πολύ, αλλά υπήρχαν πολλοί ιερείς των οποίων η καρδιά ήταν ευνοϊκά διακείμενη προς τον Ιεχωβά, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι λίγο μετά το θάνατο του Ιησού «μεγάλο πλήθος ιερέων άρχισε να υπακούει στην πίστη».—Πρ 6:7.
Άλλες εφαρμογές της λέξης «ιερέας». Ο Μωυσής αποκλήθηκε ιερέας στο εδάφιο Ψαλμός 99:6 λόγω της μεσιτείας του και λόγω του ότι διορίστηκε να εκτελέσει την τελετουργία του αγιασμού στο αγιαστήριο, με την οποία ο Ααρών και οι γιοι του ανέλαβαν το ιερατικό αξίωμα. Ο Μωυσής μεσολαβούσε υπέρ του Ισραήλ, επικαλούμενος το όνομα του Ιεχωβά. (Αρ 14:13-20) Η λέξη «ιερέας» χρησιμοποιούνταν επίσης ενίοτε για να υποδηλώσει έναν «υπασπιστή» ή έναν «ανώτερο αξιωματούχο ή άρχοντα». Στον κατάλογο των ανώτερων αξιωματούχων που υπηρετούσαν υπό τον Βασιλιά Δαβίδ, η αφήγηση αναφέρει: «Οι δε γιοι του Δαβίδ έγιναν ιερείς».—2Σα 8:18· παράβαλε 2Σα 20:26· 1Βα 4:5· 1Χρ 18:17.
Το Χριστιανικό Ιερατείο. Ο Ιεχωβά είχε υποσχεθεί ότι αν ο Ισραήλ τηρούσε τη διαθήκη του θα γινόταν για Αυτόν «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος». (Εξ 19:6) Ωστόσο, το ιερατείο της γραμμής του Ααρών επρόκειτο να συνεχιστεί μόνο μέχρι την έλευση του μεγαλύτερου ιερατείου το οποίο προσκίαζε. (Εβρ 8:4, 5) Επρόκειτο να παραμείνει μέχρι το τέλος της διαθήκης του Νόμου και την εγκαινίαση της νέας διαθήκης. (Εβρ 7:11-14· 8:6, 7, 13) Η προσφορά να γίνουν ιερείς του Ιεχωβά και να υπηρετήσουν στην υποσχεμένη διευθέτηση της Βασιλείας του Θεού έγινε κατ’ αρχάς αποκλειστικά στους Ισραηλίτες. Αργότερα, αυτή η προσφορά επεκτάθηκε και στους Εθνικούς.—Πρ 10:34, 35· 15:14· Ρω 10:21.
Μόνο ένα υπόλοιπο από τους Ιουδαίους δέχτηκε τον Χριστό, και έτσι το έθνος δεν προμήθευσε τα μέλη της πραγματικής βασιλείας ιερέων και του αγίου έθνους. (Ρω 11:7, 20) Λόγω της απιστίας τους, ο Θεός είχε προειδοποιήσει σχετικά τον Ισραήλ μέσω του Ωσηέ του προφήτη του αιώνες πρωτύτερα, λέγοντας: «Επειδή εσύ απέρριψες τη γνώση, και εγώ θα σε απορρίψω από το να με υπηρετείς ως ιερέας· και επειδή εσύ ξεχνάς το νόμο του Θεού σου, εγώ θα ξεχάσω τους γιους σου, ναι εγώ». (Ωσ 4:6) Αντίστοιχα, ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους ηγέτες: «Η βασιλεία του Θεού θα αφαιρεθεί από εσάς και θα δοθεί σε έθνος που παράγει τους καρπούς της». (Ματ 21:43) Παρ’ όλα αυτά, ο Ιησούς Χριστός, εφόσον υπόκειτο στο Νόμο ενόσω ήταν στη γη, αναγνώριζε την ισχύ του Ααρωνικού ιερατείου και έλεγε σε εκείνους που θεράπευε από λέπρα να πάνε στον ιερέα και να κάνουν την απαιτούμενη προσφορά.—Ματ 8:4· Μαρ 1:44· Λου 17:14.
Την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., τερματίστηκε η διαθήκη του Νόμου και εγκαινιάστηκε η “καλύτερη διαθήκη”, η νέα διαθήκη. (Εβρ 8:6-9) Εκείνη την ημέρα ο Θεός έκανε φανερή αυτή την αλλαγή με την έκχυση του αγίου πνεύματος. Κατόπιν, ο απόστολος Πέτρος εξήγησε στους Ιουδαίους που είχαν έρθει από πολλά έθνη και ήταν παρόντες εκεί ότι η μόνη σωτηρία τους πλέον έγκειτο στη μετάνοια και στην αποδοχή του Ιησού Χριστού. (Πρ 2· Εβρ 2:1-4) Μεταγενέστερα, ο Πέτρος μίλησε για τους Ιουδαίους οικοδόμους που είχαν απορρίψει τον Ιησού Χριστό ως την ακρογωνιαία πέτρα και κατόπιν είπε στους Χριστιανούς: «Αλλά εσείς είστε “εκλεγμένο γένος, βασιλικό ιερατείο, άγιο έθνος, λαός για ειδική ιδιοκτησία”».—1Πε 2:7-9.
Ο Πέτρος εξήγησε επίσης ότι το νέο ιερατείο είναι «πνευματικός οίκος με σκοπό ένα άγιο ιερατείο, για να προσφέρετε πνευματικές θυσίες ευπρόσδεκτες στον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού». (1Πε 2:5) Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μεγάλος Αρχιερέας τους και εκείνοι, όπως οι γιοι του Ααρών, είναι οι υφιερείς. (Εβρ 3:1· 8:1) Ωστόσο, ανόμοια με το Ααρωνικό ιερατείο το οποίο δεν συμμετείχε στη βασιλεία, σε αυτό το «βασιλικό ιερατείο» του Χριστού και των συγκληρονόμων του η βασιλεία και η ιεροσύνη συνδυάζονται. Στο Γραφικό βιβλίο της Αποκάλυψης ο απόστολος Ιωάννης χαρακτηρίζει τους ακολούθους του Ιησού Χριστού “λυμένους από τις αμαρτίες τους μέσω του αίματός του” και λέει ότι «μας έκανε να είμαστε βασιλεία, ιερείς στον Θεό και Πατέρα του».—Απ 1:5, 6.
Το τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής αποκαλύπτει επίσης πόσοι αποτελούν το σώμα των υφιερέων. Εκείνοι τους οποίους ο Ιησούς Χριστός έκανε «να είναι βασιλεία και ιερείς στον Θεό μας» παρουσιάζονται να ψάλλουν έναν νέο ύμνο στον οποίο λένε ότι αγοράστηκαν με το αίμα του Χριστού. (Απ 5:9, 10) Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι εκείνοι που ψάλλουν το νέο ύμνο είναι 144.000 άτομα που «αγοράστηκαν ανάμεσα από την ανθρωπότητα ως πρώτοι καρποί για τον Θεό και το Αρνί». (Απ 14:1-5) Τελικά αυτό το σώμα υφιερέων παρουσιάζεται να ανασταίνεται στον ουρανό και να συγκυβερνά με τον Ιησού Χριστό, έχοντας γίνει «ιερείς του Θεού και του Χριστού» και “βασιλεύοντας” με τον Χριστό στη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας του.—Απ 20:4, 6.
Κάνοντας παραβολή με το ιερατείο του Ισραήλ, καθώς και με τις υπηρεσίες του και τα οφέλη που αποκόμιζε ο λαός εκείνου του έθνους (Εβρ 8:5), μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για τα οφέλη και τις ευλογίες που θα λάβουν οι άνθρωποι της γης από το τέλειο και αιώνιο ιερατείο του Ιησού Χριστού και του σώματος των υφιερέων του όταν εκείνοι θα κυβερνήσουν από κοινού τη γη ως βασιλιάδες για χίλια χρόνια. Αυτοί θα έχουν το προνόμιο να διδάξουν στους ανθρώπους το νόμο του Θεού (Μαλ 2:7), να επιτύχουν πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών με βάση τη λυτρωτική θυσία του μεγάλου Αρχιερέα (εφαρμόζοντας τα οφέλη της θυσίας του Χριστού) και να θεραπεύσουν όλες τις παθήσεις (Μαρ 2:9-12· Εβρ 9:12-14· 10:1-4, 10), να διακρίνουν μεταξύ καθαρού και ακάθαρτου σύμφωνα με την άποψη του Θεού και να απομακρύνουν κάθε ακαθαρσία (Λευ 13-15), να κρίνουν τους ανθρώπους με δικαιοσύνη και να εξασφαλίσουν την εφαρμογή του δίκαιου νόμου του Ιεχωβά σε όλη τη γη (Δευ 17:8-13).
Ακριβώς όπως η αρχαία σκηνή της συνάντησης στην έρημο ήταν ο τόπος όπου ο Θεός κατοικούσε με τους ανθρώπους, ένα αγιαστήριο όπου μπορούσαν να τον πλησιάζουν, έτσι και στη διάρκεια της χιλιετίας η σκηνή του Θεού θα είναι πάλι με τους ανθρώπους αλλά πολύ πιο κοντά, πιο μόνιμα και με μεγαλύτερα οφέλη από τότε, καθώς εκείνος θα πολιτεύεται μαζί τους εκπροσωπούμενος από τον μεγάλο Αρχιερέα του, τον Ιησού Χριστό, και τους 144.000 οι οποίοι θα υπηρετούν με τον Χριστό ως υφιερείς στο μεγάλο πνευματικό ναό που προσκιάστηκε από εκείνη την ιερή σκηνή της μαρτυρίας. (Εξ 25:8· Εβρ 4:14· Απ 1:6· 21:3) Με τέτοιο βασιλικό ιερατείο οι άνθρωποι θα είναι ασφαλώς ευτυχισμένοι, όπως ήταν ο Ισραήλ όταν το βασίλειο και το ιερατείο ήταν πιστά στον Θεό, τότε που «ο Ιούδας και ο Ισραήλ ήταν πολυάριθμοι, σαν τους κόκκους της άμμου δίπλα στη θάλασσα σε πλήθος, και έτρωγαν και έπιναν και χαίρονταν» και κατοικούσαν «με ασφάλεια, ο καθένας κάτω από το κλήμα του και κάτω από τη συκιά του».—1Βα 4:20, 25.
Ειδωλολάτρες Ιερείς. Τα αρχαία έθνη είχαν ιερείς μέσω των οποίων πλησίαζαν τους θεούς τους. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούνταν αξιοσέβαστοι και ασκούσαν πάντοτε μεγάλη επιρροή, καθώς ανήκαν συνήθως στην άρχουσα τάξη ή ήταν στενοί σύμβουλοι των αρχόντων. Το ιερατείο ήταν η πιο μορφωμένη τάξη και γενικά κρατούσε το λαό σε άγνοια. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να εκμεταλλεύεται τη δεισιδαιμονία του λαού και το φόβο του για το άγνωστο. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, κατηύθυνε το λαό να λατρεύει τον Νείλο Ποταμό ως θεό, θεωρώντας ότι οι ιερείς τους ασκούσαν θεϊκό έλεγχο στις εποχιακές πλημμύρες του, από τις οποίες εξαρτόταν η σοδειά τους.
Αυτή η προώθηση της δεισιδαιμονικής άγνοιας ερχόταν σε άμεση αντίθεση με ό,τι έκαναν οι ιερείς του Ισραήλ, οι οποίοι συνεχώς διάβαζαν και δίδασκαν το Νόμο σε ολόκληρο το έθνος. Ο καθένας έπρεπε να γνωρίζει τον Θεό και το νόμο του. (Δευ 6:1-3) Ο ίδιος ο λαός ήξερε να διαβάζει και να γράφει, έχοντας λάβει από τον Ιεχωβά την εντολή να διαβάζουν και να διδάσκουν το νόμο του στα παιδιά τους.—Δευ 6:4-9.
Δεν ήταν πρότυπο για το ιερατείο του Ισραήλ. Παρά ταύτα, μερικοί ισχυρίζονται ότι το ιερατείο του Ισραήλ και η διαμόρφωση πολλών από τους κανονισμούς του ακολούθησαν αιγυπτιακά πρότυπα. Επιχειρηματολογούν ότι ο Μωυσής, ο μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, είχε επηρεαστεί βαθιά από τη ζωή του στην Αίγυπτο, από την εκπαίδευση που είχε λάβει στην αυλή του Φαραώ και από «όλη τη σοφία των Αιγυπτίων» την οποία είχε διδαχτεί. (Πρ 7:22) Ωστόσο, ο συλλογισμός τους παραβλέπει το γεγονός ότι ο Μωυσής, μολονότι χρησιμοποιήθηκε για να δώσει το Νόμο στον Ισραήλ, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ο νομοθέτης. Νομοθέτης του Ισραήλ ήταν ο Ιεχωβά Θεός (Ησ 33:22), ο οποίος χρησιμοποίησε αγγέλους για να διαβιβάσει το Νόμο με το χέρι του μεσίτη Μωυσή.—Γα 3:19.
Κάθε λεπτομέρεια της λατρείας του Ισραήλ καθορίστηκε από τον Θεό. Τα σχέδια για τη σκηνή της συνάντησης δόθηκαν στον Μωυσή (Εξ 26:30), είναι δε γραμμένο ότι αυτός έλαβε την εντολή: «Κοίταξε να φτιάξεις τα πάντα σύμφωνα με το υπόδειγμά τους το οποίο σου δείχτηκε στο βουνό». (Εβρ 8:5· Εξ 25:40) Όλη η υπηρεσία στο αγιαστήριο ήταν κάτι που είχε φέρει σε ύπαρξη ο Ιεχωβά και γινόταν υπό την κατεύθυνσή του. Το Γραφικό υπόμνημα μας διαβεβαιώνει επανειλημμένα για αυτό λέγοντας ότι ο Μωυσής και οι γιοι του Ισραήλ «ενήργησαν σύμφωνα με όλα όσα είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή. Ενήργησαν έτσι ακριβώς». «Σύμφωνα με όλα όσα είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή, έτσι έκαναν οι γιοι του Ισραήλ όλη την υπηρεσία. Και ο Μωυσής είδε όλο το έργο και διαπίστωσε ότι το είχαν κάνει ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Ιεχωβά. Έτσι είχαν κάνει». «Και ο Μωυσής ενήργησε σύμφωνα με όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιεχωβά. Ενήργησε έτσι ακριβώς».—Εξ 39:32, 42, 43· 40:16.
Σύμφωνα με τους αιγυπτιολόγους, από ορισμένες απόψεις η ενδυμασία των Αιγύπτιων ιερέων ήταν παρόμοια με των ιερέων του Ισραήλ, όπως για παράδειγμα από την άποψη ότι χρησιμοποιούσαν λινό ύφασμα. Οι Αιγύπτιοι ιερείς ξύριζαν το σώμα τους, όπως και οι Λευίτες (αν και οι ιερείς του Ισραήλ δεν το έκαναν αυτό· Αρ 8:7), και έπρεπε να πλένονται. Αλλά αποδεικνύουν αυτές οι λίγες ομοιότητες ότι τα δύο ιερατεία είχαν την ίδια προέλευση ή ότι το ένα προήλθε από το άλλο; Σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούνται παρεμφερή υλικά και παρεμφερείς μέθοδοι όσον αφορά την κατασκευή ενδυμάτων, σπιτιών και κτιρίων, καθώς και στις καθημερινές δουλειές όπως το πλύσιμο, αλλά υπάρχουν και μεγάλες ιδιαιτερότητες τόσο στα σχέδια όσο και στις μεθόδους. Δεν ισχυριζόμαστε ότι το ένα προήλθε από το άλλο ή ότι τα ρούχα ή αυτή καθαυτή η πράξη έχουν την ίδια θρησκευτική ή συμβολική σημασία.
Στα περισσότερα χαρακτηριστικά της ενδυμασίας και των υπηρεσιών τους δεν υπήρχε καμιά απολύτως ομοιότητα μεταξύ των Ισραηλιτών και των Αιγύπτιων ιερέων. Για παράδειγμα, ενώ οι Ισραηλίτες ιερείς υπηρετούσαν ξυπόλητοι, οι Αιγύπτιοι ιερείς φορούσαν σανδάλια. Οι χιτώνες των Αιγύπτιων ιερέων είχαν εντελώς διαφορετικό σχέδιο, ενώ η ενδυμασία τους και τα εξαρτήματά της έφεραν σύμβολα της λατρείας των ψεύτικων θεών τους. Αυτοί ξύριζαν τα κεφάλια τους, πράγμα που δεν έκαναν οι ιερείς του Ισραήλ (Λευ 21:5), και φορούσαν περούκες ή καλύμματα τα οποία ήταν εντελώς ανόμοια με τα καλύμματα που φορούσαν οι ιερείς του Ισραήλ, όπως αποκαλύπτουν εγχάρακτα σχέδια σε αιγυπτιακά μνημεία. Επιπλέον, ο Ιεχωβά κατέστησε σαφές ότι ο Ισραήλ δεν έπρεπε να υιοθετήσει καμιά από τις συνήθειες της Αιγύπτου ή των άλλων εθνών, είτε στον τομέα της λατρείας είτε στο δικαστικό σύστημα.—Λευ 18:1-4· Δευ 6:14· 7:1-6.
Συνεπώς, ο συλλογισμός που προβάλλεται από τους υποστηρικτές της θεωρίας ότι το ιερατείο του Ισραήλ δανείστηκε στοιχεία από την Αίγυπτο είναι αβάσιμος. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ιδέα περί θυσιών και ιερατείου προήλθε αρχικά από τον Θεό και εξαρχής εφαρμόστηκε από πιστούς ανθρώπους όπως ο Άβελ και ο Νώε. Στην πατριαρχική κοινωνία, η παραπάνω ιδέα εφαρμόστηκε από τον Αβραάμ και άλλους. Επομένως, όλα τα έθνη είχαν κληρονομήσει αυτή τη γνώση, αν και αυτή είχε διαστρεβλωθεί και είχε προσλάβει πολλές μορφές λόγω του ότι εγκατέλειψαν τον αληθινό Θεό και την αγνή λατρεία. Έχοντας την έμφυτη επιθυμία να προσφέρουν λατρεία, αλλά στερούμενα την κατεύθυνση του Ιεχωβά, τα ειδωλολατρικά έθνη ανέπτυξαν πολλές φαύλες, ακόμη και εξαχρειωτικές τελετουργίες, που όλες ανεξαιρέτως τα έφερναν σε αντίθεση με την αληθινή λατρεία.
Αηδιαστικές συνήθειες των ειδωλολατρών ιερέων. Οι Αιγύπτιοι ιερείς των ημερών του Μωυσή εναντιώθηκαν στον Μωυσή ενώπιον του Φαραώ, προσπαθώντας να αμφισβητήσουν τον ίδιο και τον Θεό του τον Ιεχωβά με τη μαγεία τους. (Εξ 7:11-13, 22· 8:7· 2Τι 3:8) Αλλά αναγκάστηκαν να υποκύψουν ηττημένοι και ταπεινωμένοι. (Εξ 8:18, 19· 9:11) Όσοι λάτρευαν τον Μολόχ του Αμμών θυσίαζαν τους γιους και τις κόρες τους καίγοντάς τους στη φωτιά. (1Βα 11:5· 2Βα 23:10· Λευ 18:21· 20:2-5) Οι Χαναναίοι λάτρεις του Βάαλ είχαν την ίδια απεχθή συνήθεια, ενώ προέβαιναν επίσης σε αυτοτραυματισμούς και χυδαίες, αηδιαστικές και ανήθικες τελετουργίες. (Αρ 25:1-3· 1Βα 18:25-28· Ιερ 19:5) Οι ιερείς του θεού Δαγών των Φιλισταίων και οι Βαβυλώνιοι ιερείς του Μαρντούκ, του Βηλ και της Ιστάρ ασκούσαν μαγεία και μαντεία. (1Σα 6:2-9· Ιεζ 21:21· Δα 2:2, 27· 4:7, 9) Όλοι τους λάτρευαν ξύλινα, πέτρινα και μεταλλικά ομοιώματα. Ακόμη και ο Βασιλιάς Ιεροβοάμ του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ τοποθέτησε ιερείς για να καθοδηγούν το λαό στη λατρεία των χρυσών μοσχαριών και των “τραγόμορφων δαιμόνων” έτσι ώστε να μην ασκεί την αληθινή λατρεία στην Ιερουσαλήμ.—2Χρ 11:15· 13:9· βλέπε επίσης ΜΙΧΑΙΑΣ Αρ. 1.
Τα μη εξουσιοδοτημένα ιερατεία καταδικάζονται από τον Θεό. Ο Ιεχωβά εναντιωνόταν απαρέγκλιτα σε όλες αυτές τις μορφές και συνήθειες λατρείας, που στην πραγματικότητα συνιστούσαν λατρεία των δαιμόνων. (1Κο 10:20· Δευ 18:9-13· Ησ 8:19· Απ 22:15) Όποτε αυτοί οι θεοί ή το ιερατείο που τους εκπροσωπούσε προκαλούσαν ανοιχτά τον Ιεχωβά, ταπεινώνονταν. (1Σα 5:1-5· Δα 2:2, 7-12, 29, 30· 5:15) Πολλές φορές οι ιερείς και οι προφήτες τους θανατώνονταν. (1Βα 18:40· 2Βα 10:19, 25-28· 11:18· 2Χρ 23:17) Και εφόσον ο Ιεχωβά δεν αναγνώριζε άλλο ιερατείο εκτός από εκείνο του οίκου του Ααρών ενόσω ίσχυε η διαθήκη του Νόμου, έπεται ότι αυτό που προσκίαζε το αξίωμα του Ααρών, δηλαδή η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι και ο μεγαλύτερος Αρχιερέας σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ, αποτελεί το μόνο τρόπο για να πλησιάσει κανείς τον Ιεχωβά. (Πρ 4:12· Εβρ 4:14· 1Ιω 2:1, 2) Οι αληθινοί λάτρεις του Θεού δεν πρέπει να έχουν καμιά σχέση με οποιοδήποτε ιερατείο εναντιώνεται σε αυτόν τον Βασιλιά-Ιερέα, τον οποίο έχει διορίσει ο Θεός, και στους υφιερείς του.—Δευ 18:18, 19· Πρ 3:22, 23· Απ 18:4, 24.
Βλέπε ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ.